Ο Πλάτων Αϊβαζίδης (Αϊβάζης ή Αϊβαζόγλου) γεννήθηκε το 1852 στην Πάτμο απο τον χιώτη Νικόλαο και τη Μαρία. Μαθήτευσε στην Πατμιάδα Σχολή και σε ηλικία 15 ετών έγινε δόκιμος στην Ι.Μ Αγ. Ιωάννου Θεολογου, όπου μόναζαν δύο θείοι του μοναχοί και παρέμεινε ως τα 25 του έτη. Μετά πορεύεται στην Κωνσταντινούπολη και φοιτά στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, γνωρίζοντας τον εκεί φοιτητή Γερμανό Καραβαγγέλη. Παράλληλα, εκτελούσε χρέη Διακόνου στη Μητρόπολη Καστοριάς (1883› 1888) και Λήμνου (1888› 1894). Στη Λήμνο χειροτονείται πρεσβύτερος και γίνεται Πρωτοσύγγελος (δηλαδή δεύτερος τη τάξει) απο τον Μητρ. Αθανάσιο Καποράλη. Το 1899 ο Μητρ. Αθανάσιος μετατίθεται στην Καστοριά και παίρνει μαζί του τον Πρωτοσύγγελο Πλάτωνα. Σε ένα μόλις χρόνο ξαναμετατίθεται στη Σάμο και τη θέση του παίρνει ο Μητρ. Γερμανός, ο οποίος όμως κρατά κοντά του τον Πλάτωνα. Το διάστημα μέχρι το 1908, ουσιαστικά όλη την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, διακονεί πιστά τον Καραβαγγέλη, παραμείνει στην πόλη ως υπεύθυνος κατα τις μεγάλες περιοδείες του, φροντίζει για την αποκατάσταση των πληγέντων γυναικόπαιδων και τη σωστή λειτουργία ιδρυμάτων. Οι δύο μαζί τέλεσαν την κηδεία και τα τρισάγια στο μνήμα του Παύλου Μελά .
Μετά την απομάκρυνση του Γερμανού απο την Καστοριά, ο Πρωτοσύγγελος Πλάτων τον ακολουθεί στην Μητρόπολη Αμάσειας του Πόντου και την έδρα της την Αμισό (Σαμψούντα). Εκεί, πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια ένα πρωτοφανές έργο με την ανοικοδόμηση δεκάδων σχολείων, εκκλησιών και ιδρυμάτων στις ελληνικές κοινότητες. Ο Πλάτωνας πάλι ως έμπιστος αναλαμβάνει υπεύθυνος μαζί με τον Επίσκοπο Ζήλων Ευθύμιο κατα τις περιοδείες του Γερμανού στην επαρχία, αλλά και τα ταξίδια του στην Πόλη. Διδάσκει σε διάφορα σχολεία της περιοχής και βοηθά στον απελευθερωτικό αντάρτικο αγώνα των Ποντίων με κηρύγματα αφύπνισης και υλική βοήθεια. Την 4η Φεβρουαρίου 1921 φυλακίζονται οι προύχοντες και όλα τα εξέχοντα μέλη της ελληνικής κοινότητας Αμισού, μεταξύ των οποίων και ο Πλάτων για επαναστατική δράση. Παραμένει 8 μήνες στις άθλιες φυλακές Αμάσειας εμψυχώνοντας τους συγκρατούμενούς του. Δικάζεται δύο φορές, αρχικά με κάθειρξη φυλάκισης 7 ετών και αργότερα με την καταδίκη του θανάτου απο εκτακτα στρατοδικεία, χωρίς ανάλογες αποδείξεις. Απαγχονίστηκε στην πλατεία Ωρολογίου της Αμάσειας μαζί με άλλους 68 Έλληνες την 21 Σεπτεμβρίου 1921, μέρα που τιμάται η μνήμη του.
Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ Η ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ
Ἤδη ἀπὸ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1921, εἶχαν ἀρχίσει οἱ συλλήψεις πολλῶν προυχόντων τῆς περιοχῆς ὅπου ἡ Μητρόπολη τῆς Ἀμασείας. Τὴν νύχτα τῆς 4ης Φεβρουαρίου 1921, γίνεται ἔφοδος ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχὲς στὸ Μητροπολιτικὸ Μέγαρο. Συλλαμβάνεται ὁ Ἐπίσκοπος Ζήλων Εὐθύμιος, ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τὸ διοικητικὸ προσωπικό, καὶ ἄλλοι ὑπάλληλοι τῆς Μητροπόλεως. Ὁ Χρῆστος Σαμουηλίδης σημειώνει:
Τὰ ὀνόματά τους ἦταν ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ τῆς Σαμψοῦντας. Ἀντιπροσώπευαν τὴν ἀφόκρεμα τῆς κοινωνίας, τὸν πλοῦτο, τὴν μόρφωση καὶ τὴν ἐπιῤῥοή. Ἀνάμεσά τους ἦταν ἐπιστήμονες, γιατροί, φαρμακοποιοί, δικηγόροι, καθηγητές, δάσκαλοι, ἀνώτεροι ὑπάλληλοι τῆς Ὀθωμανικῆς Τράπεζας, τοῦ Μονοπωλείου καπνοῦ τῆς Ῥεζῆ καὶ τῶν ἄλλων ἐταιρειῶν καὶ πρακτορείων τῆς πόλης. Τοὺς σήκωσαν ἀπὸ τὰ ζεστὰ κρεβάτια τους καὶ τοὺς ἔῤῥιξαν στὰ παγωμένα μπουντρούμια, ὑπόδικους, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι συνεργάζονταν μὲ τοὺς ἀντάρτες τῶν βουνῶν γιὰ τὴν ἀπόσπαση τοῦ Πόντου ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια[1].
Ταυτόχρονα, γίνονται ἐξονυχιστικὲς ἔρευνες στὰ γραφεῖα καὶ τὰ ὑπόλοιπα δωμάτια τοῦ Μητροπολιτικοῦ μεγάρου. Ἀδειάζονται ντουλάπια, ἀναποδογυρίζονται γραφεῖα καὶ συρτάρια, μὲ τὴν ἐλπίδα πῶς θὰ βρεθοῦν ἐνοχοποιητικὰ ἔγγραφα καὶ στοιχεῖα.
Παράλληλα, συλλαμβάνονται καὶ ἄλλοι προύχοντες καὶ μή, Ἀμιτσηνοί, Ἀλατζάνοι καὶ Παμφραῖοι ἔμποροι καὶ ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦνται χειροδέσμιοι μὲ μεγάλη συνοδεία ἐνόπλων στρατιωτῶν καὶ χωροφυλάκων στὶς φυλακὲς τῆς Ἀμισοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὶς φυλακὲς τῆς Ἀμασείας.
Ἡ ζωὴ μέσα στὶς φυλακὲς εἶναι ἀφόρητη καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα βαρειὰ καὶ ἀποπνικτική, ἐξαιτίας τῶν μικρῶν χώρων, μέσα στοὺς ὁποίους εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ συνωστίζονται πολλοὶ φυλακισμένοι. Πολλὲς φυλακές, κατερειπωμένες καὶ ἀκατάλληλες καὶ γιὰ τὰ ζῶα ἀκόμη, εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ τὶς ἐπισκευάζουν μὲ ἁδρὰ δικά τους ἔξοδα. Οἱ κακὲς μυρωδιὲς ἀπὸ τὰ ἀποχωρητήρια καὶ ἡ μυρωδιὰ τοῦ ἀνθρακικοῦ ὀξέος ἀπὸ τὰ κάρβουνα ποὺ ἀνάβουν γιὰ τὸ φαγητὸ τόσων φυλακισμένων καὶ γιὰ τὴν θέρμανσή τους, δημιουργοῦν τὴν πιὸ ἀπαίσια καὶ ἀνθυγιεινὴ κατάσταση.
Τὰ θερμουργὰ κηρύγματα τοῦ Πλάτωνα μέσα στὴν φυλακή, τονώνουν τὴν πίστη τῶν συγκρατουμένων του στὴν πρόνοια τοῦ Παναγάθου Θεοῦ. Δέχεται μὲ ἐγκαρτέρηση καὶ ὑποταγὴ κάθε σωματικὸ πόνο καὶ κάθε θλίψη τῆ ψυχῆς. Καταῤῥέει καθημερινὰ σωματικά, ἀλλὰ ἀναγεννᾶται πνευματικά. Δίδει τὸ ὁλοζώντανο παράδειγμα τῆς πλήρους, μὲ ἡρεμία ψυχῆς, ὑποταγῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ καθημερινό: Γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου, ἦταν ἔκφραση τῆς ὁλόψυχης ἐμπιστοσύνης του στὸν Θεό, καὶ τὸ διαρκές: Δόξα Σοι ὁ Θεός, μαρτυρία της εὐγνωμονοῦσας ψυχῆς του.
Ὡστόσο οἱ ἑβδομάδες καὶ οἱ μῆνες περνοῦσαν ὅπως γράφει ὁ Χ. Σαμουηλίδης καὶ ἡ κατάστασή τους χειροτέρευε:
Μόνο ἡ ὑπομονὴ κρατοῦσε τοὺς ὑπόδικους στὴν ζωή. Ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐλπίδα πὼς οἱ Ἕλληνες ἀδελφοὶ τῆς Κωνσταντινούπολης θὰ εἶχαν ἄγρυπνο τὸ μάτι πάνω τους καὶ θὰ παρενοχλοῦσαν τοὺς συμμάχους μὲ τὰ διαβήματά τους γιὰ νὰ μὴν πάθουν κανένα ἀνεπανόρθωτο κακό. Οἱ πιὸ αἰσιόδοξοι μάλιστα, ὅπως ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων Αἰβαζίδης καὶ ὁ καθηγητὴς Βαλιούλης, στήριζαν τὶς ἐλπίδες του στὴν πυγμὴ τῆς Ἑλληνικῆς κυβέρνησης καὶ στὴν δύναμη τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ποὺ πατοῦσε τὸ πόδι του στέρεα πάνω στὰ χώματα τῆς Μικρασίας. Βολεύονταν καλά, μὲ τὴν πεποίθηση τούτη, καὶ τὴν μετέδιναν καὶ στοὺς ἄλλους, προσθέτοντας ὅτι πολὺ σύντομα θὰ ἄλλαζαν τὰ πράγματα, θὰ ξαναγύριζαν στὰ σπίτια τους καὶ ὅλα τοῦτα τὰ φρικτὰ μερόνυχτα θὰ ξεχνιόνταν σὰν τὰ ἐφιαλτικὰ ὄνειρα.
Τὴν αἰσιοδοξία τους ὅμως αὐτή, λίγοι τὴν συμμερίζονταν.
Οἱ πιὸ πολλοί, ἦσαν ἄκεφοι καὶ ἀπαισιόδοξοι. Μερικοὶ μάλιστα, μὲ τελείως χαμένο τὸ ἠθικό τους, ἀποτραβιόνταν στὶς γωνίες μοναχικοί, ἤ ἔβρισκαν τὰ ταίρια τους καὶ σχημάτιζαν μικρὲς παρέες, ὅπου ἐκμυστηρεύονταν τοὺς τρομεροὺς φόβους τους γιὰ τὸ σκοτεινὸ μέλλον. Ἀνάμεσά τους, ὁ πρώην βουλευτὴς Τραπεζοῦντας Ματθαῖος Κωφίδης ἦταν ὁ πιὸ ἀπαγοητευμένος. Ἔβλεπε τὰ πάντα μαῦρα καὶ ἄραχνα, χωρὶς καμμία ἀχτίνα φωτός. Καὶ τούτη τὴν ἀπελπισμένη διάθεση τὴν μετέδινε σὰν κολλητικὴ ἀῤῥώστια σὲ ὅποιον τὸν πλησίαζε. Πολλοί, ἀκόμα καὶ ἀπαισιόδοξοι, ἀπέφευγαν τὴν παρέα του, γιὰ νὰ μὴν βασανίζονται ὑπερβολικὰ μὲ τὰ κακὰ προαισθήματα ποὺ τοὺς ὑπέβαλλε.
Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ἐπισκόπου Ζήλων Εὐθυμίου, ὁ ὁποῖος φυλακισμένος καὶ αὐτὸς ὑποφέρει μαζὶ μὲ τοὺς συγκρατούμενούς του, τὴν ἀφόρητη κατάσταση τῶν τρομερῶν φυλακῶν. Κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, 18 Ἀπριλίου τοῦ 1921, πηγαίνοντας πρὸς τὰ ἀποχωρητήρια τῶν φυλακῶν, περνώντας ἀπὸ τὸν διάδρομο, ὅπου βρίσκονταν καὶ ἄλλα κελλιὰ μὲ φυλακισμένους, εἶχε τὴν εὐτυχία νὰ τοὺς χαιρετήσει μὲ τό: Χριστὸς Ἀνέστη, καὶ νὰ τοὺς εὐχηθεὶ: καλὴ λευτεριά . Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ νὰ κάνει τοὺς βαρβάρους δεσμοφύλακες νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὰ ὑπόγεια τῶν φυλακῶν, ὅπου κρατοῦνται οἱ βαρυποινίτες, ποὺ ἦσαν γεμάτοι βρωμιά, ψεῖρες καὶ μικρόβια. Σὲ 3› 4 μέρες μολύνθηκε ἀπὸ τὰ μικρόβια καὶ προσβλήθηκε ἀπὸ ἐξανθηματικὸ τύφο. Ὅταν τὸν μετέφεραν στὸν πάνω ὅροφο ἦταν στὰ κακά του χάλια. Σὲ λίγες ἡμέρες (30 Μαιου 1921) μαζὶ μὲ ἄλλους δύο συγκρατουμένους, τὸν Βασίλη Καλαϊτζή, καὶ τὸν Ἀνδρέα Κολλάρο, πεθαίνει ἀπὸ τὴν φοβερὴ αὐτὴ ἀῤῥώστεια. Μόλις καὶ μετὰ βίας οἱ Τοῦρκοι ἐπιτρέπουν στὸν φίλο καὶ συναγωνιστή του, Πρωτοσύγκελλο Πλάτωνα νὰ τὸν συνοδέψει νεκρὸ ὡς τὴν ἔξοδο τῆς φυλακῆς καὶ νὰ τοῦ ἀποδώσει τὸν τελευταῖον ἀσπασμόν[2]. Κάποιες ἄλλες πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐπέτρεψαν στὸν Πλάτωνα νὰ τὸν κηδεύσει καὶ νὰ τὸν συνοδεύσει μέχρι τὸν τάφο του[3].
Ὅταν ἐπέστρεψε μὲ λυγμοὺς ὁ Πρωτοσύγκελλος στὴν φυλακή του, ἐλεεινολογοῦσε τὴν μοίρα τοῦ Ἐπισκόπου, ἀγνοώντας ὁ ἄτυχος ὅτι τοῦ ἐπιφυλάσσονταν χειρότερα, δεδομένου ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἀπέθανε, τουλάχιστον μὲ φυσικὸ θάνατο, ὁ ἴδιος ὅμως ἦταν πεπρωμένο νὰ μαρτυρήσει ἀργότερα μὲ τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον. Ἐκεῖ ὅπου θὰ λήξει ἡ περιπέτειά του καὶ θὰ τελεσιουργηθεῖ ἡ πνευματική του ὁλοκλήρωση.
Στὴν Ἀμάσεια καταρτίστηκε ἕνα ἔκτατο στρατοδικεῖο μὲ σκοπὸ νὰ δικάσει τοὺς Ἕλληνες ὑποδίκους. Οἱ ἐργασίες του ἄρχισαν τὴν παραμονὴ τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ μὲ τὴν ὑπόθεση τοῦ μουσικιοφιλολογικοῦ συλλόγου Ὀρφεύς. Οἱ πέντε ἀνώτεροι ἀξιωματικοὶ τοῦ στρατοδικείου κάλεσαν στὴν αἴθουσα τῆς ἀναμονῆς τῶν φυλακῶν σὲ ἀνάκριση τὰ μέλη τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου, στὰ ὁποῖα ἀνῆκε καὶ ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων μὲ τὴν κατηγορία ὅτι πίσω ἀπὸ τὶς μουσικοφιλολογικὲς ἐκδηλώσεις διατηροῦσαν σχέσεις μὲ τὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα τῶν ἀνταρτῶν. Ὅλοι τους ὑπεστήριξαν, ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ συλλόγου ἦταν καλλιτεχνικός, καὶ φιλανθρωπικός, καὶ ὅτι ἦταν συνέχεια τοῦ παλαιοῦ Συλλόγου, χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅτι ἔπρεπε νὰ διαχωρίσουν τὶς εὐθύνες τους. Ὁ ἀνακριτὴς Σουκρῆ μπέης στὸ τελος τοὺς ἔδειξε ἐνοχοποιητικὰ ἔγγραφα: προκηρύξεις, σχέσεις μὲ μυστικὰ σωματεῖα, ἀποφάσεις γιὰ συγκέντρωση στρατιωτικῆς δύναμης ἀπὸ τοὺς νέους καὶ μιὰ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πρὸς τὸν παλιὸ σύλλογο ποὺ μιλοῦσε γιὰ ἀγορὰ ὅπλων. Στὸ τελος ὅλους τοὺς καταδίκασαν σὲ θάνατο, ἀλλὰ λόγω τοῦ ὅτι δὲν ἦσαν ἄμεσοι αὐτουργοὶ κακοβούλων ἐνεργειῶν τοῦ συλλόγου, ἀλλὰ βοηθητικὰ ὄργανα, μετρίασαν τὴν ποινή τους σὲ κάθειρξη ἑπτὰ ἐτῶν. Ὁ Χ. Σαμουηλίδης μᾶς διασώζει ἕναν διάλογο τοῦ Πλάτωνος μὲ τὸν ἀνακριτὴ στὴν δίκη ἐκείνη:
Ἔπειτα ἀπὸ δύο› τρεῖς μέρες, κάλεσαν ὅλους τοὺς προκρίτους τῆς Σαμψοῦντας καὶ τῶν ἄλλων πόλεων καὶ τοὺς ἀπάγγειλαν τὴν κοινὴ κατηγορία, ὅτι εἶναι συνεργάτες τῶν ἀνταρτῶν, ὅτι ἀποβλέπουν στὴν ἀπόσπαση ἀπὸ τὴν ἐπικράτεια τῆς Τουρκίας ἑνὸς μεγάλου μέρους της καὶ ὅτι ἐπιδιώκουν τὴν ἀνεξαρτησία καὶ αὐτονομία τοῦ Πόντου. Τὸν Πρωτοσύγκελλο Πλάτωνα Αἰβαζίδη τὸν χαρακτήρισαν ὑπαρχηγὸ τοῦ κινήματος, μὲ ἀρχηγὸ τὸν ἀπόντα Μητροπολίτη Γερμανὸ Καραβαγγέλη.
Ἀκούγοντας τὴν βαριὰ καὶ ἀναπάντεχη κατηγορία οἱ ὑπόδικοι, ἔμειναν ἔμβρόντητοι! Μιὰ σιωπὴ θανάτου ἁπλώθηκε μονομιᾶς στὴν αἴθουσα τῆς ἀνάκρισης. Κρύος ἱδρώτας ἔτρεχε ἀπὸ τὰ πρόσωπα πολλῶν, ποὺ ἤξεραν καλὰ τὶ σήμαινε ἡ φράση: ἀπόσπαση μέρους ἐκ τῆς ἐπικρατείας. Μόνο ὁ Πρωτοσύγκελλος κράτησε τὴν ψυχραιμία του καὶ εἶχε τὸ κουράγιο νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ πεῖ μὲ σταθερὴ φωνή:
› Ἀρνοῦμαι τὶς κατηγορίες ποὺ μᾶς ἀποδίδετε. Τὶς ἀποκρούω ὅλες ὡς ἀβάσιμες. Ὑποστηρίζω ἀντιθέτως, ὅτι ὅλοι οἱ ὑπόδικοι ποὺ ἔχετε αὐτὴ τὴν στιγμὴ μπροστά σας, εἶναι οἱ πιὸ φιλήσυχοι, νομοταγεῖς καὶ νοικοκύρηδες ἄνθρωποι ὁλόκληρου τοῦ Πόντου. Εἶναι ἀμέτοχοι σὲ κάθε κίνημα ἀνατρεπτικό...
› Εἶσαι βέβαιος γιὰ αὐτὰ ποὺ λές: τὸν διέκοψε ὁ ἀνακριτής.
› Τόσο πολύ, ὥστε ζητῶ νὰ δοθεῖ τέρμα στὴν κράτησή μας, ποὺ παρατείνεται τόσον καιρὸ παράνομα.
› Αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε, εἶπε ὀργισμένος ὁ Σουκρῆ μπέης. Τώρα πηγαίνετε στὸν θάλαμό σας.
Οἱ ὑπόδικοι γύρισαν στὸν θάλαμο χλωμοί, καὶ τσακισμένοι ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη ἐξέλιξη ποὺ ἔπαιρνε ἡ ὑπόθεσή τους. Οἱ πρῶτοι φόβοι γιὰ τὴν ἴδια τὴν ζωῆ τους ἄρχισαν κιόλας νὰ θρονιάζονται στὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς τους.
Μαρτυρίες γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ φρικώδη γεγονότα ἔχουμε ἀπὸ ὁρισμένους αὐτόπτες μάρτυρες ποὺ τὰ ἔζησαν ἀπὸ κοντά, καὶ τὰ περιγράφουν μὲ ζωντάνια καὶ γλαφυρότητα. Σὲ μιὰ ἀναφορά της πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἡ Διευθύντρια τοῦ Ἑλληνικοῦ (ἀργότερα Τουρκικοῦ) Παρθεναγωγείου Ἀμισοῦ, Ἑλένη Δημητριάδου, διεκτραγωδεῖ τὶς ταλαιπωρίες τῶν Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς ἐκείνης γράφοντας:
Ἐν ἔτει 1920, ἐγκατασταθεῖσα ἐν Ἀμισῷ ὡς διευθύντρια τοῦ ἤδη τουρκικοῦ γενομένου Παρθεναγωγείου, ὅπερ σὺν τοῖς λοιποῖς ἐκπαιδευτηρίοις ἔπαυσε λειτουργοῦν ἀπὸ πέρυσιν, εἶδον ἰδίοις ὄμμασιν φρικαλέαν συμφοράν, ἐνσκήψασα πρῶτον ἐπὶ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ εἶτα ἐπὶ παντὸς τοῦ χριστεπωνύμου κοινοῦ, καθ᾿ ἣν ἄνδρες ἀκμαῖοι κατὰ χιλιάδας ἐξοριζόμενοι, αὐτὸ τὸ τῆς νεότητος ἄνθος, ἡ σφριγῶσα παρ᾿ ἀνθρώποις ζωὴ ἀπώλοντο.
Τῇ 18ῃ Ἰανουαρίου μηνός, 1921 ἔτους, περιπολία ἀστυνομικὴ ἐν συνοδείᾳ στρατιωτῶν μὲ ἐφ᾿ ὅπλου λόγχην περιζώσασα ἐξαπίνης ἀπάσας τὰς συνοικίας ὑπὸ τὸ πρόσχημα δῆθεν ἐρεύνης τῶν οἰκιῶν συνελάμβανε τοὺς ἄνδρας καὶ ἐν τοῖς πρώτοις τὸν Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον τοῦ Ἁγίου Ἀμασείας ἀείμνηστον νῦν ἅγιον Ζήλων Εὐθύμιον μετὰ τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἀοιδίμου Πλάτωνος Αἰβατζίδου καὶ λοιποῦ προσωπικοῦ, οἳτινες πάντες σὺν τοῖς Ἐφόροις τῶν Ἐκπαιδευτηρίων, Ἐπιτρόποις τῆς Ἐκκλησίας, Διευθυνταῖς ἐφημερίδων, λεσχῶν, σωματείων κ.λ.π. ἐν συνοδείᾳ στρατιωτῶν ἐφυλακίζοντο τὸ πρῶτον μὲν ἐν ταῖς εἱρκταῖς Ἀμισοῦ, εἶτα δὲ μετὰ παρέλευσιν ἠμερῶν τινῶν ὡδηγοῦντο εἰς τὰς κεντρικὰς τοιαῦτας τῆς Ἀμασείας τέσσαρας μέρας ἀπεχούσης τῆς Ἀμισοῦ. Ἐκεῖ κατόπιν ἀνακρίσεως, αἳτινες διήρκεσαν ὀκτὼ ὅλους μῆνας ὑπὸ τοῦ δικαστηρίου τῆς ἀνεξαρτησίας, ἐξεδίδετο ἀπόφασις δι ἧς κατεδικάζοντο εἰς τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον (8 Σεπτεμβρίου 1921 ἐξετελέσθη ἡ θανατικὴ καταδίκη).
Σημειωτέον δέ, ὅτι ἐν ᾧ χρόνῳ οἱ Ἑθνομάρτυρες ἐκεῖνοι εἰσέτι ἐδικάζοντο περὶ τὰς ἀρχὰς Ἰουλίου μηνός, ἐτίθετο εἰς ἐφαρμογὴν τὸ τελείως ἐξοντωτικὸν πρόγραμμα τῶν διὰ προμελετωμένης ἐξορίας ἀπασῶν τῶν τάξεων τοῦ λαοῦ τῆς Ἀμισοῦ, ἣτις διήρκεσεν ἐπὶ ἕνα μήνα...[4]
Παρόμοιες ἕρευνες ἔχουμε καὶ ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ ἀγωνιστῆ τοῦ Πόντου Παντελῆ Ἀναστασιάδη (Παντελ› Ἀγα) ποὺ ἔγραψε ἀπὸ τὸ 1963 ὡς τὸ 1965 στὸ χωριὸ Ποντολίβαδο τῆς Καβάλας καὶ ποὺ ἡ ἐγγονή του Μελίνα Παρασκευοπούλου παρεχώρησε στὸν Γιάννη Καψῆ. Παραθέτουμε μερικὰ ἀποσπάσματα ποὺ σὲ πολλὰ σημεῖα μᾶς θυμίζουν τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη.
Εἰς τὸ διάστημα τοῦ τριμήνου (Ἰανουάριος› Φεβρουάριος› Μάρτιος 1921) κατὰ τὰς ἀρχὰς Μαρτίου ἐγένοντο ὁρισμέναι συλλήψεις ἀτόμων οἵτινες ἀπεστάλησαν εἰς Ἀμάσειαν. Πάντως, παρ᾿ ἡμῶν ὑπελογίζετο τὸ 1915› 1916 ὡς ἐξορία εἰς διάφορα μεσογειακὰ μέρη, οἳτινες ἐπανῆλθον μετὰ τὴν Ἀνακωχὴν 1918, πλείστων δὲ ἀποθανόντων ἐκ κακουχιῶν καὶ πείνης. Ἐν μέσῳ Μαρτίου, ὅλως ἐξαφνικῶς ἀνεφάνησαν εἰς τὸν λιμένα Ἀμισοῦ μεταφορικὰ βαπόρια. Τὴν δὲ ἑπομένην ἔφυγαν ἐντελῶς. Μετὰ 2› 3 ἡμέρες συνελήφθησαν ὁ Σεβασμιώτατος Ζήλων Εὐθύμιος, ὁ Πρωτοσύγκελλος Ἅγιος Πλάτων Αἰβαζίδης μαζὶ μὲ τὸ ἐπιτελεῖόν του, γραμματεῖς τῆς Μητροπόλεως Παναγιώτη Χατζῆ Ἀναστασίου, Χαραλάμπου Φιλοθείδην, Λεφτὲρ Χότζα (καπετάνιου Ἑρπάα) καὶ ἄλλους προκρίτους Ἰατρούς, Φαρμακοποιούς κ.λ.π. Ἀμισιανούς, ὡς καὶ πολλοὺς προκρίτους ἐκ Πάφρας, τοὺς ὁποίους ἐπίσης ἔστειλαν μὲ μεγάλη συνοδεία αἱμοβόρων χωροφυλάκων (τζανταρμάδων) εἰς τὰς φυλακὰς Ἀμασείας...
... Ἐν συνεχείᾳ ἔγιναν καὶ ἄλλες 3› 4 ἀποστολὲς κατ᾿ ὅμοιον ἐξοντωτικὸν καὶ βάρβαρον τρόπον, δεκατισθέντος τοῦ πληθυσμοῦ Ἀμισοῦ καὶ Ἄνω Ἀμισοῦ (Κατὶ› Κιοι) εἰς ἄνδρας κατὰ 8% περίπου, τῶν δὲ ὑπολοίπων σταλέντων ὑπὸ τύπον ἐξορίας. Πάντοτε διαλέγοντες τοὺς προκρίτους καὶ διανοουμένους, τοὺς ἔστελναν εἰς τὰς φυλακὰς Ἀμασείας, ὡς καὶ Παφρούσης καὶ ἄλλων πόλεων τοῦ Πόντου, ἐκτὸς τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἐπισκόπου Εὐθυμίου Ζήλωνος καὶ τῆς ἱεραρχίας τῆς Μητροπόλεως Ἁγίου Πλάτωνος Πρωτοσυγκέλλου καὶ τῶν Γραμματέων Παναγιώτη Ἀναστασιάδου (ἀδελφοῦ μου καπετᾶν Παντελῆ) καὶ Χαραλάμπου Φιλοθείδη, τοὺς κ. κ. Νικόλαον Τελλόγλου, Θεαγ. Ἐνφιετζόγλου, Γεώργιον Τζινεκίδην, Ἀρζόγλου Παντελήν, Ἀνταβαλόγλου Γιουβὰν Ἀγὰ καὶ υἱόν του Σοφοκλὴν Ἐκχαράγογλου, Ἀλέξανδρον Χατζη Ἀντώνογλου καὶ πολλοὺς ἄλλους περίπου 1.000 ἐξ ὧν οἱ μὲν 200 περίπου γενομένου δῆθεν Ἀνωτάτου στρατοδικείου (ἱστισκλὰλ› Μουαχκεσή), ἐδικάσθησαν ἐλαφρυντικῶς καὶ εὑρέθησαν ἐν τέλει σῶοι μὲ μεγάλες ταλαιπωρίες. Οἱ δὲ λοιποὶ 800 ἐπέστησαν τὸν δι᾿ ἀγχόνην θάνατον μὲ μεθόδους βαρβάρους, ὡς δῆθεν ὑποκινηταὶ τῆς Ἀνεξαρτησίας τοῦ Πόντου. Σχετικῶς γιὰ τὸν Σεβασμιώτατον Ζήλων ἐλέγετο πὼς ἀπεβίωσεν ὑποφέρων ἀπὸ βασανιστήρια, ἄλλη δὲ ἐκδοχὴ τὸν ἐδηλητηρίασαν εἰς τὰς φυλακὰς Ἀμασείας. Οἱ ὑπόλοιποι, Πρωτοσύγκελλος Πλάτων καὶ λοιποὶ μετὰ τῶν προκρίτων ὑποστάντες τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον ἐτάφησαν ὁμαδικῶς χωρὶς ἱεροτελεστία, ἄγνωστον ποῦ. Τοιοῦτον αἰσχρὸν καὶ βάρβαρον ἦτο ὁ θάνατος τῶν ἐθνομαρτύρων πατριωτῶν τοῦ Πόντου. Αἰωνία των ἡ μνήμη ἄνδρες ἥρωες, οἳτινες ἀγογγύστως καὶ μὲ ὑπερηφάνειαν ὑπέστησαν τὸν μαρτυρικὸν θάνατον μακρὰν τῶν οἰκείων των.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γερμανὸς Καραβαγγέλης στὰ ἀπομνημονεύματά του σημειώνει:
Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀναπόφευκτη ἥττα μας μπροστὰ στὰ στενὰ τῆς Ἄγκυρας οἱ Τοῦρκοι ἀποθρασύνθηκαν καὶ ξέσπασαν τὴν μανία τους στὸν ἀνυπεράσπιστο πληθυσμὸ τοῦ Πόντου. Ὀκτὼ ὁλόκληρους μῆνες βρισκόντουσαν στὶς φυλακὲς τῆς Ἀμασείας ὁ βοηθός μου ἐπίσκοπος Εὐθύμιος, ὁ ἡρωϊκὸς καὶ ἀφοσιωμένος ἀπὸ τὸν Μακεδονικὸ ἀκόμα Ἀγώνα πρωτοσύγκελλός μου Πλάτων καὶ ἑκατοντάδες ἄλλοι ἐξέχοντες ὁμογενεῖς ἀπὸ τὴν Ἀμισό, τὴν Πάφρα, τὸ Ἁλάτζαμ, Μερζεφοῦντα, Βεζὺρ Κιοπροῦ, καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς ἑπαρχίες Τραπεζοῦντος, Κερασοῦντος καὶ Νεοκαισαρείας, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸ ἄνθος τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων, ἐπιστήμονες, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες καὶ ὅ,τι ἄλλο ἐκλεκτὸ εἶχε νὰ ἐπιδείξει ὁ Πόντος. Καὶ σάπιζαν ἀδίκαστοι μέσα στὰ μπουντρούμια, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι φοβόντουσαν νὰ τοὺς σκοτώσουν πρὶν ἀπὸ τὴν τελικὴ ἔκβαση τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων. Μόλις ὅμως μαθεύτηκε ἡ ἥττα καὶ ἡ ὀπισθοσχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, στέλνεται ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα στὴν Ἀμάσεια ὁ Ἀμισηνὸς κακοῦργος δικηγόρος Ἐμὶν βέης, ἄλλοτε Νεότουρκος καὶ τώρα φανατικὸς ὀπαδὸς τοῦ Κεμάλ. Καὶ μέσα σὲ μία νύχτα, μὲ συνοπτικὴ διαδικασία, χωρὶς νὰ ἐπιτρέψει καμιὰ ἀπολογία, τοὺς καταδικάζει ὅλους σὲ θάνατο. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺςὅλους τοὺς μητροπολίτες τοῦ Πόντου, καὶ πρῶτα› πρῶτα ἐμένα. Ἔτσι τὴν ἴδια νύχτα ἀπαγχονίζεται ὁ γηραιὸς πρωτοσύγκελλος Πλάτων μὲ ἑβδομήντα προύχοντες. Καὶ τὶς ἑπόμενες νύχτες εἶχαν τὴν ἴδια τύχη πολλὲς ἑκατοντάδες ἐπιφανεῖς ὁμογενεῖς. Σώθηκε μόνον ὁ ἐπίσκοπος Εὐθύμιος, γιατὶ εἶχε προφθάσει νὰ πεθάνει λίγες μέρες πρὶν στὴν φυλακή, ἀπὸ ἐξανθηματικὸ τύφο. Σώθηκα καὶ ἐγώ, γιατὶ βρισκόμουν συμπτωματικά, σὰν συνοδικός, στὸ Φανάρι. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἄλλοι μητροπολίτες ποὺ εἶχαν ἐκτοπισθεῖ πρὶν ἀπὸ καιρὸ στὴν Κωνσταντινούπολη[5].
ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
Ὀκτὼ ὁλόκληροι μῆνες πέρασαν μέσα στὶς ἄθλιες ἐκεῖνες φυλακές, καὶ γιὰ τὴν κακὴ τύχη τῶν πατριωτῶν, καταργεῖται τὸ στρατοδικεῖο τῆς Ἀμισοῦ, τοῦ ὁποίου στρατοδίκης Πρόεδρος ἦταν ὁ μετριοπαθὴς Ταχτσῆ Μπέης. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Κεμὰλ Ἀτατούρκ, στήνεται νέο δικαστήριο, τὸ λεγόμενο Δικαστήριο τῆς Ἀνεξαρτησίας, ποὺ μόνο κατὰ τὸ ὄνομα ἦταν δικαστήριο, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπονέμει δικαιοσύνη. Πρόεδρός του διορίζεται ὁ κακεντρεχής, καὶ τρομερὸς μισέλληνας, ὁ ἀπαισίας μνήμης χριστιανομάχος δικηγόρος καὶ βουλευτὴς Ἀμισοῦ Ἐμὶν Μπέης. Στὸν ἐθνικὸν ὅρκον (μισάκι› μιλί), ποὺ ψηφίστηκε στὸ Συνέδριο τῆς Σεβαστείας τοῦ Κεμάλ, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1919, ἡ λέξη Ἀνεξαρτησία ἦταν γραμμένη σὲ κάθε γραμμή του. Οἱ ὁπαδοὶ τοῦ Κεμάλ, ἤθελαν νὰ διώξουν τὶς συμμαχικὲς δυνάμεις, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὴν Πόλη καὶ τὰ ἄλλα τουρκικὰ ἐδάφη καὶ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Ἤθελαν νὰ ξεκαθαρίσουν τὴν Τουρκία ἀπὸ τὰ ξένα στοιχεῖα, ποὺ κατέλυαν τὴν ἀνεξαρτησία της. Τὴν περίοδο αυτή, ἔπαιρναν ὅλα τὴν ὀνομασία ἀνεξαρτησία. Στὴν τάση τῆς ἀνεξαρτησίας στηρίζονταν τὰ Δικαστήρια τῆς Ἀνεξαρτησίας (Ἱστικλὰλ Μαχκεμεζί), ποὺ ἱδρύθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἄγκυρας στὰ 1921 καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ἀμάσεια, γιὰ νὰ δικάσουν τοὺς ἐσωτερικοὺς ἐχθροὺς τοῦ καθεστῶτος καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας καὶ θὰ παραμείνουν στὴν παγκόσμια ἱστορία σὰν τὴν κορωνίδα τῆς ἠθικῆς παραβίασης καὶ κάθε ἕννοιας δικαίου.
Τὸ Δικαστήριο ἑδρεύει στὸ κτίριο τῆς Γαλλικῆς Σχολῆς τῆς Ἀμασείας. Ὁ Ἐμὶν Μπέης, ἀαφοῦ ἦλθε στὴν Ἀμάσεια στὶς 20 Αὐγούστου τοῦ 1921, καταδικάζει σχεδὸν ἀναπολόγητους στὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον τοὺς καθηγητὲς καὶ μαθητὲς τοῦ Ἀμερικανικοῦ Κολλεγίου καὶ ἄλλους 52 χωρικούς, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἦσαν μέλη τῆς ἐπαναστατικῆς ὀργανώσεως γιὰ τὴν ἀνακήρυξη τῆς Ἀνεξάρτητης Δημοκρατίας τοῦ Πόντου. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, στὶς 4 Σεπτεμβρίου, καλεῖ 95 φυλακισμένους Ἀμισηνοὺς καὶ Παμφραίους, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους βρίσκεται καὶ ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων. Ἀνάμεσα σὲ δύο στοίχους ἀπὸ ὁπλισμένους Τούρκους στρατιῶτες, ὁδηγοῦνται στὴν Γαλλικὴ Σχολή, ὅπου εἶναι τὸ Δικαστήριο. Στὴν ἕδρα ὁ Ἐμίν, μὲ δύο ἄλλους δικαστές, καὶ ἕναν γραμματέα.
Τὸ ἀκροατήριο ἀποτελεῖται κυρίως ἀπὸ Τούρκους, ποὺ ἦλθαν νὰ ἀπολαύσουν τὸν θρίαμβο γιὰ τὴν βέβαιη καταδίκη τῶν ὑποδίκων. Γιὰ τὸν τύπο ὁ Ἐμὶν ῥωτάει τοὺς κατηγορουμένους γιὰ τὴν ἰδιότητα τοῦ καθενός, καὶ σὲ κάθε ἀπάντηση ἔχει ἕτοιμη καὶ μιὰ κεραυνοβόλα ἀπειλή. Ἀπαιτεῖ νὰ ὁμολογήσουν πῶς εἶναι οἱ διοργανωτὲς τοῦ μυστικοῦ κινήματος τοῦ Πόντου καὶ ὅτι σχετίζονται μὲ τοὺς ἀντάρτες ποὺ εἶναι στὰ βουνά, καὶ ὅτι παίρνουν ὁδηγίες ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση μέσω τοῦ Πατριαρχείου. Ὁ Χρῆστος Σαμουηλίδης, μᾶς διασώζει ἕναν διάλογο τοῦ Προέδρου τοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἀνεξαρτησίας καὶ τοῦ Πρωτοσυγκέλλου Πλάτωνος τὸν ὁποῖο παραθέτουμε γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸν ἀπολίτιστο καὶ ἀπαίσιο τρόπο ποὺ μιλάει ἕνας τούρκος δικηγόρος βουλευτής, καὶ δικαστής, σὲ ἕναν ὀρθόδοξο ἱερωμένο.
Κατακόκκινος ἀπὸ τὴν ἔξαψή του, ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἱστικλὰλ Μαχκιμεσί, κάθησε στὴν θέση του καὶ ἐξακολούθησε νὰ κοιτάζει τοὺς ὑποδίκους, χωρὶς νὰ μαλακώνει διόλου τὸ βλέμμα του. Ἡ ὀργισμένη φωνή του πλανιόταν ἀκόμη στὴν μεγάλη αἴθουσα σὰν ἀντίλαλος. Ὅλοι μέσα ἐκεῖ, ὑπόδικοι καὶ ἀκροατές, σώπαιναν κρατώντας τὴν ἀναπνοή τους, γιὰ νὰ δοῦν τὶ θὰ ἐπακολουθήσει. Πέρασε λίγη ὥρα, καὶ μετά, ὁ Ἐμὶν ἐφέντης κάρφωσε τὰ μικρὰ καὶ παγερὰ μάτια του πάνω στὸν Πρωτοσύγκελλο. Τὸν κοίταξε ἄγρια καὶ βρυχήθηκε.
› Κατηγορούμενε Πλάτων Αἰβαζίδη, ὁμολογεῖς τὴν ἐνοχή σου;
Ὁ Πρωτοσύγκελλος Ἀρχιμανδίτης σηκώθηκε σὰν ἐλατήριο ὄρθιος καὶ μέσα στὴν γενικὴ σιγή, ἀκούστηκε νὰ λέει μὲ σταθερὴ καὶ καθαρὴ φωνή:
› Ὄχι κύριε Πρόεδρε! Θεωρῶ ὅλες τὶς κατηγορίες συκοφαντικές. Εἴμαστε ὅλοι ἀθῶοι τῶν κατηγορῶν ποὺ μᾶς ἀποδίδετε...
› Κάτσε κάτω τράγο, οὔρλιαξε ὁ Ἐμίν.
Ἐπειδὴ δὲν ἱκανοποιεῖται ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τῶν ὑποδίκων, ἐξοργίζεται καὶ ἀναβάλλει τὴν συνέχεια τῆς δίκης γιὰ τὴν ἄλλη μέρα. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀναβολὴ εἶναι βέβαιο πὼς εἶναι προανάκρουσμα τῆς καταδίκης τους, ἄσχετα ἂν αὐτοὶ γυρίζοντας στὶς φυλακὲς χαίρονται, γιατί... θὰ ζήσουν ἀκόμα μία μέρα!
Τὴν ἄλλη μέρα εἶναι Κυριακή. Στὶς φυλακὲς τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία, στὴν ὁποία πρωτοστατεῖ ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπευθύνει βαρυσήμαντη προσφώνηση καὶ μὲ λόγια γεμάτα πίστη καὶ θάῤῥος ἐμψυχώνει ὅλους τοὺς παρισταμένους καὶ προσπαθεῖ νὰ θωρακίσει μὲ τὴν βαθειά του πίστη τὶς ψυχὲς τοῦ κατατρεγμένου ποιμνίου του. Καὶ ὅταν ἔρχεται ἡ κατάλληλη ὥρα, ὅλοι εἶναι πρόθυμοι νὰ κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, νιώθοντας πραγματικὴ ἀνακούφιση καὶ ἐνίσχυση. Πρῶτος κοινωνεῖ γιὰ τελευταία φορά, τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου ποὺ ὑπῆρξε σὲ ὅλο του τὸν βίο ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς του καὶ τώρα τὸ φάρμακο τῆς ἀθανασίας του ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων, ὁ ὁποῖος στρεφόμενος πρὸς τοὺς ὑπολοίπους προτείνει: Συγχωρήσατέ με καὶ ὁΘεὸς συγχωρήσῃ ὑμᾶς.[6] Τὴ λεπτομερῆ περιγραφὴ γιὰ αὐτὴ τὴν τελευταία λειτουργία μᾶς δίδει μὲ λογοτεχνικὴ γλώσσα ὁ Χρ. Σαμουηλίδης:
Τὴν ἄλλη μέρα, 18 Σεπτεμβρίου, ἀπὸ τὰ χαράματα κιόλας, οἱ θάλαμοι βρίσκονταν σὲ ζωηρὴ κίνηση. Ὁ Ῥαπτάρχης ποὺ κοιμόταν ἀκόμα, ξύπνησε ἀπὸ ἕνα ἐλαφρὸ σπρώξιμο ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Πάντζος.
› Τί τρέχει; ῥώτησε ξαφνιασμένος καὶ βαρύθυμος ὁ νέος.
› Σήκω παιδί μου. Εἶναι Κυριακή.
› Καὶ σὰν εἶναι; Μήπως εἴμαστε λεύτεροι γιὰ νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία;
› Σήκω! Εἰδοποίησαν οἱ δικοί μας ὅτι θὰ γίνει λειτουργία.
› Λειτουργία; Καὶ ποῦ θὰ τὴν κάνουν;
› Θὰ δοῦμε. Ἑτοιμάσου νὰ πᾶμε. Ἀπὸ τὰ ἄλλα κελλιὰ ξεκίνησαν κιόλας.
Ὁ Ῥαπτάρχης ντύθηκε στὰ πεταχτά, καὶ ἀκολούθησε τὸν πατέρα τοῦ Στάθιου. Πέρασαν μαζὶ τὸν διάδρομο καὶ προχωρώντας πρὸς τὸ βάθος, εἶδαν μπροστά, στὸν ἀκρινὸ θάλαμο τῆς φυλακῆς, πολλοὺς συμπρατιῶτές τους ποὺ συνωστίζονταν γιὰ νὰ βροῦν μιὰ ἄνετη θέση. Σὲ λίγο ἄρχισε ἡ πρόχειρη λειτουργία. Ἀκούστηκε πρῶτα ἡ ἐπίσημη φωνὴ τοῦ παπα› Γιώργη καὶ κατόπιν ἀντήχησαν οἱ καμπανιστὲς ψαλμουδιὲς τοῦ διάκου Βασιλείου Φελέκη.
Ἀπόλυτη σιγὴ ἐπικράτησε στὸν κατάμεστο θάλαμο. Οἱ κρατούμενοι παρακολουθοῦσαν μὲ κατάνυξη τὴν λειτουργία. Οἱ πιὸ πολλοί, κινοῦσαν συγκινημένοι τὰ χείλη τους καὶ παρακαλοῦσαν βουβὰ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς δώσει κουράγιο γιὰ νὰ ἀντέξουν στὸ μαρτύριο καὶ στὴν ἀγωνία τῆς δίκης. Ἱκέτευαν τὸν Χριστό, νὰ μαλακώσει τὶς καρδιὲς τῶν ἀγριεμένων Ὀθομανῶν καὶ νὰ σώσει τοὺς πιστούς του ἀπὸ τὴν ἐγκληματικὴ μανία τῶν φανατικῶν δικαστῶν καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἐμίν. Καθὼς συνεχιζόταν κανονικὰ ἡ λειτουργία, ἡ συγκίνηση φούντωνε τὶς ψυχές, σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ εἶναι ἡ τελευταία τῆς ζωῆς τους. Οἱ ψάλτες ἔβαζαν ὅλες τὶς δυνάμεις καὶ ὅλη τὴν τέχνη τους γιὰ νὰ συντελέσουν σὲ μία λαμπρὴ ἱερὴ ἀκολουθία, ποὺ θὰ ἔδινε κουράγιο καὶ λύτρωση στοὺς ὁμόδοξους συντρόφους τους. Οἱ φωνές τους ἀντιδονοῦσαν στὸ ταβάνι καὶ στοὺς τέσσερις γυμνοὺς τοίχους τοῦ θαλάμου. Μιὰ πανηγυρική, καὶ μεγαλοπρεπὴ ἀτμόσφαιρα δημιουργήθηκε. Οἱ πιστοί, ῥουφοῦσαν ὅλες τὶς λέξεις καὶ τοὺς μελωδικοὺς φθόγγους, ποὺ ἀνάμεσά τους κρυβόταν ἡ ποίηση τῆς θρησκείας τους καὶ στοχάζονταν πάνω στὸ λυτρωτικὸ νόημα τῶν φράσεων.
Μερικοί, ποὺ βρίσκαν λίγο ἄδειο χῶρο μπροστά τους, ἔπεφταν σὲ γονυκλισίες, καὶ ὁλόσωμους κλονισμούς. Λυγμοί, καὶ ἀναστεναγμοί, μουρμουρητά, καὶ εὐχές, γέμιζαν τὰ μακρὰ διάκενα τῆς λειτουργίας. Οἱ Τοῦρκοι φύλακες ποὺ στέκονταν παράμερα, ἄκουγαν μὲ φανερὴ εὐχαρίστσης τοὺς καλλίφωνους ψάλτες καὶ δὲν ἔκρυβαν τὸν θαυμασμό τους γιὰ τὴν ἐπισημότητα καὶ τὴν λαμπρότητα τῆς τελετῆς.
Τὴν ὥρα τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων Ἀϊβαζίδης διάβασε μὲ θερμὴ καὶ σταθερὴ φωνή, τὴν περικοπή, προσπαθώντας νὰ θωρακίσει μὲ τὴν βαθειὰ πίστη του τὶς ψυχὲς τοῦ κατατρεγμένου ποιμνίου του. Τέλος ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κηρύγματος. Ὁ Ἀρχιμανδίτης Βασίλειος Φελέκης ἄρχισε νὰ μιλάει μὲ πίστη καὶ πάθος. Ἡ καμπανιστὴ φωνή του συνεπῆρε ἀμέσως τὸ ἐκκλησίασμα, γιατὶ ὁ ῥήτορας ἔνιωθε μιὰ δυνατὴ ἔξαρση μέσα του. Τὴν ἔξαρση τοῦ μάρτυρα ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει γιὰ τὴν πίστη του. Μὲ κάθε τρόπο, μὲ φραστικὰ σχήματα, μὲ τὴν ἔνταση στὸν τόνο τῆς φωνῆς καὶ τὴν θερμὴ συγκίνηση, πάσχιζε νὰ μεταδώσει καὶ στοὺς ἀδελφούς του τὴν ἱερὴ φλόγα ποὺ ἔκαιγε μέσα του. στὸ τέρμα τοῦ κηρύγματός του δὲν κρατήθηκε καὶ χρησιμοποιώντας μορφὴ ἀπαγγελίας εἶπε:
› Κάποτε, κάποια γίδα παλαβή, μπῆκε σὲ ἕνα ἀμπέλι καὶ χύθηκε μὲ λύσσα νὰ τὸ καταστρέψει! Μὰ τότε ἀνασηκώθηκε τὸ κλῆμα καὶ τῆς εἶπε: Γίδα τρελλή! Ὅσο καὶ ἂν τρῶς ἀλύπητα τὰ πράσινα βλαστάρια καὶ τὰ φύλλα, μάθε πῶς δὲν θὰ τελειώσουμε ποτέ! Γιατὶ καινούργια θὰ βλαστήσουνε κλαδιὰ σταφυλοβόλα, καὶ ὁ κόκκινος ζωμὸς τῶν σταφυλιῶν, σπονδὴ θὰ γίνει γιὰ τὸν θάνατό μου!...
Οἱ Ῥωμιοὶ ξαφνιάστηκαν, νιώθοντας τέλεια τὸ ἀλληγορικὸ νόημα τοῦ λόγου! Οἱ καρδιές τους χτύπησαν γρήγορα καὶ ζωηρά! Ἕνας δυνατὸς ἐνθουσιασμος τοὺς συνεπῆρε καὶ ἡ πίστη τους γιὰ τὴν νίκη τοῦ Καλοῦ πάνω στὸν Κακό, τονώθηκε. Ἐπὶ πλέον, ἔνιωθαν νὰ τοὺς διαποτίζει τὴν ψυχή, καὶ μιὰ ἰδέα δικαίωσης. Ἀπὸ τὸ χάος τοῦ φόβου γιὰ τὸ ἄτομό τους, ἔβλεπαν νὰ δημιουργεῖται μέσα τους κάποιος σκοπός, κάποιο βαθὺ νόημα στὴν δοκιμασία τους.
Ἡ πρόχειρη καὶ ἀστόλιστη τούτη μυσταγωγία, στάλαξε στὶς καρδιές τους δύναμη καὶ ἀποφασιστικότητα. Καὶ ὅταν στὸ τέλος τῆς Λειτουργίας ὁ παπα Γιώργης πρόφερε χαμηλόφωνα: Τοῦ Δείπνου Σου τοῦ μυστικοῦ, σήμερον Υἱὲ Θεοῦ..., οἱ κρατούμενοι παρατάχθηκαν πίσω ἀπὸ τὸν Πρωτοσύγκελλο, ποὺ προχωροῦσε πρὸς τὸν ἱερέα γιὰ νὰ μεταλάβει. Μιὰ μεγάλη οὐρὰ σχηματίστηκε. Οἱ φυλακισμένοι ἀκολούθησαν μὲ τὴν σειρὰ τὸ ποιμενάρχη τους, χωρὶς νὰ κάνουν τὸν παραμικρὸ θόρυβο, γιὰ νὰ κοινωνήσουν. Ὅσοι τελειώναν, γυρνοῦσαν μὲ τάξη στὰ κελλιά τους.
Τὴν ἴδια μέρα, ἂν καὶ ἦταν Κυριακὴ γιὰ τοὺς Χριστιανούς, συνεχίζεται ἡ δίκη, ἡ ὁποία ὅμως καὶ πάλι ἀναβάλλεται. Οἱ ὑπόδικοι κερδίσανε καὶ ἄλλη μιὰ μέρα ζωῆς. Ὅμως, τὴν τρίτη μέρα τῆς δίκης, στὶς 6 Σεπτεμβρίου τοῦ 1921, ὁ φανατικὸς 40χρονος πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου Ἐμίν, ἐπιτίθεται μὲ ἄγριες φωνὲς ἐναντίον τῶν κατηγορουμένων. Τοὺς ἀποκαλεῖ ἐκμεταλλευτὲς τῶν ἁπλοϊκῶν τοῦρκων καὶ ἀχάριστους προδότες τῆς πατρίδος. Οἱ κατηγορούμενοι τὴν προηγούμενη μέρα εἶχαν συντάξει μιὰ ἔγγραφη ἀπολογία τὴν ὁποία παρέδωσαν στὸν Ἐμίν. Αὐτὸς τὴν δίνει στὸν γραμματέα νὰ τὴν διαβάσει. Στὴν ἀπολογία αὐτὴ ἀποῤῥίπτοται περιληπτικὰ οἱ παραπάνω κατηγορίες:
1. Ἀποῤῥίπτεται ἡ κατηγορία περὶ ἐνοχῆς καὶ διοργανώσεως κινήματος γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ Πόντου.
2. Γίνεται ἀπολογισμὸς τῶν ποσῶν ποὺ διαχειρίστηκε ἡ Ἐπιτροπὴ Προσφύγων χάριν φιλανθρωπικῶν σκοπῶν.
3. Ἀποδεικνύεται ἡ ἀθωότητα τῶν παρόντων ὑποδίκων, οἱ ὁποῖοι ἁρπάχτηκαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν στοιχεῖα, χωρὶς νὰ βρεθεῖ τίποτε τὸ ἐνοχοποιητικὸ κατὰ τὴν λεπτομερῆ ἕρευνα τῶν σπιτιῶν τους.
4. Ἀποκρούεται ἡ κατηγορία ὅτι οἱ παρόντες ὑπόδικοι εἶχαν σχέση μὲ τοὺς ἀντάρτες, δεδομένου ὅτι οἱ ἀντάρτες ἦσαν φυγόστρατοι καὶ ἀνυπότακτοι, οἱ ὁποῖοι κατέφυγα στὰ βουνὰ γιὰ λόγους ἀσφαλείας, χωρὶς ἄλλο σκοπό.
5. Ἀνασκευάζεται ἡ κατηγορία ἐναντίον τοῦ ἀργοῦντος Συλλόγου τῆς Ἀμισοῦ Ὀρφεύς, καὶ ἐναντίον τῆς Ἐμπορικῆς Λέσχης, τῆς ὁποίας οἱ περισσότεροι θαμῶνες ἦσαν Τοῦρκοι.
6. Καὶ τέλος ἐξηγεῖται ἡ στάση τοῦ Μητροπολίτη Γερμανοῦ Καραβαγγέλη καὶ οἱ σχέσεις Κοινότητος καὶ Μητροπόλεως.
Μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς ἀπολογίας αὐτῆς, διαβάζονται ἀπὸ τὸν γραμματέα τοῦ δικαστηρίου, σὰν ἀπάντηση σὲ αὐτήν, τὰ δῆθεν ἐνοχοποιητικὰ ἔγγραφα:
1. Μία προκήρυξη, χωρὶς χρονολογία καὶ ὑπογραφή, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς Ἀμισηνούς, καὶ τοὺς προτρέπει νὰ ἐργάζονται ἐθνικῶς.
2. Δύο ἐπιστολὲς μὲ ὑπογραφή: Λεωνίδας Παρασκευάς, καὶ μὲ σφραγίδες: Ἱερὸς Μικρασιατικὸς Σύνδεσμος, μὲ σταυρὸ στὴ μέση καὶ χρονολογία 1918.
3. Μία ἐπιστολὴ τοῦ Μητροπολίτη Τραπεζοῦντος Χρυσάνθου καὶ μετὰ τοῦ Γ. Τσόντου, χρονολογίας 1908, 13 χρόνια νωρίτερα, πρὸς τὸν Μητροπολίτη Ἀμασείας. Ἐκ μνήμης ὁ συγκρατούμενος καθηγητὴς θεολογίας Παντελῆς Βαλιούλης, διέσωσε τμῆμά της: ἐλάβομεν τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Συλλόγου Ὀρφεύς, καὶ ὅτι τὰ ζητούμενα ὅπλα θέλουσι σταλῆ μέσον ἐμπίστου πλοιάρχου, ἐντὸς βαρελίων συσκευασμένα... Στὴν συνέχεια ἀναφέρει κάτι σχετικὰ μὲ τὴν κατάσταση στὴν Μακεδονία καὶ γιὰ ἐνέργειες τῶν ἐκεῖ Κρούμων... Ποιός, ὅσο ἀφελὴς καὶ ἂν εἶναι, θὰ μποροῦσε νὰ πιστέψει ποτέ, ὅτι ἦταν δυνατὸ νὰ γραφτεῖ μία τέτοια ἐπιστολὴ ἀπὸ ἕναν ἔμπειρο Μακεδονομάχο ὅπως ἦταν ὁ Γεώργιος Τσόντος, καὶ πολὺ περισσότερο νὰ κρατηθεῖ ἀφύλακτη μέσα στὰ ἀρχεῖα ἤ σὲ κάποιο συρτάρι τῆς Μητροπόλεως;
4. Ἕνας κανονισμός, γραμμένος μὲ μολύβι, χωρὶς χρονολογία καὶ ὑπογραφή, ἀποτελούμενος ἀπὸ 14 ἄρθρα.
5. Μερικὰ γράμματα κάποιου ἀντάρτη πρὸς τὸν Μητροπολίτη Ἀμασείας.
6. Ἕνας χάρτης τῆς Ποντιακῆς Δημοκρατίας, τὸν ὁποῖον ἔριξε κρυφὰ στὰ ἔγγραφα τῆς Μητροπόλεως ὁ Διευθυντὴς τῆς Ἀστυνομίας Ἀμισοῦ Σαμῆ, καὶ μερικὰ ἄλλα, ποὺ κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἦσαν πλαστὰ καὶ ἐμβόλιμα. Γράφει ὁ Σαμουηλίδης:
Ὁ γραμματέας διάβασε ἕνα γράμμα τοῦ Μητροπολίτη Τραπεζοῦντος Χρύσανθου, ἕνα ἄλλο ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πρὸς τον Μητροπολίτη Ἀμασείας καὶ Ἀμισοῦ μὲ τὴν ὑπογραφὴ Γεώργιος Τσόντος καὶ χρονολογία 1902, δύο ἄλλα γράμματα ἑνὸς ἀντάρτη πρὸς τὸν Μητροπολίτη Γερμανό, καὶ τέλος παρουσιάστηκε καὶ ἐπιδείχτηκε ἕνας χάρτης τῆς Δημοκρατίας τοῦ Πόντου ποὺ βρέθηκε μέσα στὰ χαρτιὰ τοῦ μακαρίτη Ἐπισκόπου Ζήλων Εὐθυμίου.
› Αὐτὸν τὸν χάρτη, φώναξε ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων, τὸν ἔβαλε στὰ χαρτιὰ τῆς Ἐπισκοπῆς ὁ Διοικητὴς τῆς Ἀστυνομίας Σαμῆ.
› Σκασμός, τραγόπαπα! Κραύγασε ἄγρια ὁ Ἐμὶν πρὸς τὸν ἱερωμένο.
Οἱ ὑπόδικοι διαμαρτυρήθηκαν μὲ ζωηρὲς φωνὲς γιὰ τὴν ἀσέβεια τοῦ Προέδρου καὶ γιὰ τὴν ἔλλειψη κάθε δισταγμοῦ στὴν προσκόμιση πλαστῶν καὶ ἄσχετων στοιχείων. Ἰδιαίτερα γιὰ τὸν χάρτη, ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἐπανέλαβαν τὴν καταγγελία τοῦ Πρωτοσυγκέλλου ὅτι ἦταν ῥιγμένος ἐπίτηδες μέσα στὰ χαρτιὰ τοῦ Ἐπισκόπου ἀπὸ τὸν Σαμῆ...
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἀναφέρουμε καὶ κάποιο δυσάρεστο περιστατικό. Ἕνας ἄπατρις ἐφιάλτης, Ἕλληνας καταδότης, ὁ Φεκέρης ἀπὸ τὴν Φάτσα, γνωστὸς καὶ μὲ τὸ παρώνυμο Φάτσαρης, παρουσιάστηκε στὸ δικαστήριο καὶ κατήγγειλε ὅτι οἱ φυλακισμένοι ἐπιχειροῦσαν νὰ δωροδοκήσουν τοὺς δικαστές, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν θανατικὴ ποινή. Ὁ Ἐθνομάρτυς Πλάτων στὴν ἀπολογία του λέει:
Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές. Σύμφωνα μὲ τὸ ἱερό μας Εὐαγγέλιο, κάθε ἐξουσία πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεό. Ἑπομένως καὶ ἐσεῖς οἱ δικαστές, ἔχετε τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνετε, ὄχι κληρονομικὰ ἀπὸ τὸν πατέρα σας ἢ τὴν μητέρα σας, καὶ γιὰ αὐτὸ θὰ δικάσετε μὲ δικαιοσύνη. Εἶμαι ἡλικίας 70 περίπου ἐτῶν καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ πεθάνω. Ὁμολογῶ στὴν ἱερωσύνη μου καὶ στὴν συνείδηση μου καὶ στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἀπὸ τοὺς παρόντες κανεὶς δὲν γνωρίζει τίποτα γιὰ τὸ Ποντιακὸ Κίνημα καὶ οὔτε κἂν διανοήθηκε νὰ μετάσχει σὲ κάτι τέτοιο, ἀφοῦ εἶναι ἀνύπαρκτο. Ἄν ὅμως ἡ δικαιοσύνη σας πρόκειται νὰ καταδικάσει κάποιους ἀπὸ μᾶς, σᾶς παρακαλῶ πρῶτος νὰ εἶμαι ἐγώ[7].
Εἰρωνικὰ γέλια κάλυψαν τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Ἐθνομάρτυρα, τόσο ἀπὸ τὸν Ἐμὶν καὶ τοὺς δικαστές, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ ἀκροατήριο, ποὺ ἦσαν στὴν πλειονότητά τους Τοῦρκοι.
› Πολὺ καλά, θὰ σοῦ κάνουμε τὸ χατίρι· ἀπάντησε μὲ ἀρκετὴ δόση εἰρωνείας ὁ πρόεδρος Ἐμίν.
Στὶς 20 Σεπτεμβρίου, ἀπαγγέλθηκε ἡ τελεσίδικη ἀπόφαση:
Ἐπειδὴ ἀποδείχθηκε ὅτι οἱ παρόντες καὶ μερικοὶ ἁπόντες, σκόπευαν καὶ ἐνεργοῦσαν νὰ ἱδρύσουν Δημοκρατία τοῦ Πόντου, ἀποσπώντας μεγάλο τμῆμα τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα μέχρι τὴν Ζογκουάκ, καὶ μέχρι τὴν Σεβάστεια, καταδικάζονται ὀνομαστικὰ 69 παρόντες εἰς τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον, 15 ἐρήμην, τῶν ὁποίων οἱ περιουσίες θὰ δημευθοῦν. Ἑπτὰ καταδικάζονται σὲ 15ετῆ κάθειρξη στὶς φυλακὲς τοῦ Ἐρζικιάν. Δεκατρεῖς καταδικάζονται νὰ μείνουν μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου στὶς φυλακὲς τῆς Σεβαστείας.
Ἀνάμεσα στοὺς 15 ἐρήμην καταδικασθέντες, ἦσαν καὶ οἱ Μητροπολίτες Ἀμασείας Γερμανὸς Καραβαγγέλης, ὁ Τραπεζοῦντος Χρύσανθος, ὁ Νεοκαισαρείας Πολύκαρπος, ὁ Χαλδίας καὶ Κερασοῦντος Λαυρέντιος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ζήλων Εὐθύμιος, ποὺ εἶχε πεθάνει στὸ μεταξύ. Τὴν ὥρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ τῶν μελλοθανάτων ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους καταδικασθέντες σὲ φυλάκιση, ὁ Πρωτοσύγκελλος ἀποχαιρέτησε τοὺς ἄλλους καὶ κάλεσε τὸν καθηγητὴ τῆς Θεολογίας Παντελῆ Βαλιούλη καὶ τὸν Κώστα Σερέψα, τοὺς παρέδωσε τὸ ῥολόϊ του καὶ τὰ λίγα χρήματά του καὶ τοὺς ἐπιτίμησε ἐπειδὴ κλαίγανε μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅταν οἱ μαθητές του κλαίγοντας τὸν παρακαλοῦσαν νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Καισάρεια καὶ νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα μήπως τὸν συλλάβουν οἱ Ἰουδαίοι:
› Τί ποιεῖτε κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν; Ἀποθνήσκομεν δολοφονούμενοι χάριν τῆς πίστεως καὶ τοῦ Ἔθνους κατὰ τὸν χριστιανικὸν τοῦτον διωγμὸν τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος.
Παίρνοντας δὲ παράμερα τὸν καθηγητὴ Παντελῆ Βαλιούλη, τοῦ λέει:
› Διαλαλήσατε παντοῦ ἀγαπητὲ Παντελῆ, τὸν ἄδικο χαμό μας. Ἐκφράσατε τὴν λύπη μας εἰς τὴν ἑλληνικὴν κυβέρνησιν, διότι ἐπὶ ἑπτὰ ὁλοκλήρους μῆνας ἀναμένομεν ματαίως νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν διάσωσίν μας.
Τοῦ φίλησαν τὸ χέρι καὶ φύγανε γιὰ τὶς φυλακές. Γράφει ὁ Σαμουηλίδης:
Μέσα σὲ λίγη ὥρα, ὅλη ἡ Ἀμάσεια ἔμαθε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, τὴν ὁμαδικὴ καταδίκη τῶν διαλεχτῶν Ποντίων. Οἱ Ῥωμιοὶ τῆς Πόλης, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, ἔτρεξαν στοὺς δρόμους ἀπὸ ὅπου θὰ περνοῦσαν οἱ κρατούμενοι γιὰ νὰ τοὺς δοῦν. Περίμεναν ἀνυπόμονα καὶ μὲ συντριμμένη την ψυχή, νὰ διαπιστώσουν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ μάτια τὴν τρομερὴ ειδηση. Ὅταν κάποτε φανηκε ἡ συνοδεία τῶν 95 νὰ προχωρεῖ σιωπηλή, ἀπὸ μπροστά τους, συγκλονίστηκαν. Κάρφωσαν μὲ δέος τὰ μάτια τοὺς πάνω στοὺς συμπρατιῶτές τους ποὺ βάδιζαν στὸν Γολγοθᾶ τους ἄλλοι περήφανοι καὶ ἥρεμοι καὶ ἄλλοι χλωμοί, καὶ σκεφτικοί.
Οἱ Ἀμασιῶτες δάκρυσαν, ἐνῶ οἱ γυναῖκές τους ἄρχισαν νὰ κλαῖνε καὶ νὰ μοιρολογοῦν γοερὰ τοὺς ζωντανοὺς νεκρούς, ποὺ διάβαιναν μὲ ἀργὸ καὶ σταθερὸ βῆμα μπροστὰ ἀπὸ τὰ πλημμυρισμένα μὲ δάκρυα μάτια τους. Ἀκολουθώντας κατόπιν τὴν θλιβερὴ πομπή, ἔφθασαν μαζὶ ὡς τὶς φυλακές. Ἐκεῖ ὁ ὁμαδικός τους θρῆνος κορυφώθηκε. Τὰ δυνατὰ κλάματα, τὰ μοιρολόγια καὶ οἱ οἰμωγὲς ἀντιχτυπιόνταν στὰ τείχη τοῦ μεσαιωνικοῦ φρουρίου καὶ δονοῦσαν τὴν ἀτμόσφαιρα!...
Μπροστὰ στὴν πύλη, ἄρχισε νὰ γίνεται ὁ χωρισμὸς τω μελλοθανάτων ἀπὸ ἐκείνους τὴν γλύτωσαν τὴν ζωή τους. Ὁ διευθυντὴς των φυλακῶν διάβασε πρῶτα τὸν κατάλογο τῶν καταδικασμένων σὲ θάνατο. Ὅσοι ἄκουγαν τὰ ὀνόματά τους, ἔβγαιναν στὴν ἄκρη.
› Μὴν κλαῖτε ἀδέλφια! Ἔχετε γειά! Φώναζαν μερικοί. Πεθαίνουμε γιὰ τὴν πίστη μας! Χανόμαστε γιὰ τὸ ἔθνο! Γιὰ τὴν Ῥωμιοσύνη!...
› Ζήτω τὸ ἔθνος! Ζήτω ἡ Ἑλλάδα! Χαίρετε γιὰ πάντα ἀδέλφια, φώναζαν ἄλλοι. Καλὴ ἀντάμωση στὸν ἄλλο κόσμο!
Καὶ οἱ μὲν 69 δέσμιοι, ἀπηγοντο εἰς τὰς κεντρικὰς φυλακάς, νὰ θανατωθῶσι τὴν ἐπαύριον, βλέποντες καθ᾿ ὁδὸν τὰ δι᾿ αὐτοὺς ἐστημένα ἰκριώματα, ἡμεῖς δὲ ἐθρηνοῦμεν δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς ἐκείνης. Εἶναι ἀξιοθαύμαστος ἡ ἀνδροπεπὴς στάσις ἁπάντων ἀνεξαιρέτως τῶν ἰατρῶν καὶ τῶν ἐμπόρων καὶ εὔχομαι νὰ εὑρεθῆ φαντασία πτερωτή, καὶ κάλαμος ἐμπνευσμένος καὶ μοῦσα λυρική, νὰ ψάλη τῶν ἀοιδίμων ἐσαεὶ καὶ νὰ ἐξυμνήσῃ θάῤῥος ἀξιόλογον, χριστιανικὰς πεποιθήσεις ἀκραδάντους, περιφρόνησιν τοῦ θανάτου θαυμαστήν, αἰσθήματα ὑπέροχα ψυχικοῦ κάλλους ἐκλεκτοῦ.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΣ
Ἦταν ἡ τελευταία τους νύχτα στὴν φυλακή, μιὰ νύχτα ποὺ δὲν κοιμήθηκε κανείς, μιὰ νύχτα ποὺ μεταβλήθηκε σὲ ἐθνικὸ πανηγύρι. Ἄλλοι ἔψαλλαν καὶ προσευχόταν, ἄλλοι τραγουδοῦσαν πατριωτικὰ τραγούδια καὶ ζητωκραύγαζαν. Πρὶν νὰ χαράξει, ὁ Πρωτοσύγκελλος τοὺς καλεῖ νὰ ψάλλουν τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία τους[8]. Στὸ τέλος, παρ᾿ ὅλη τὴν καταπόνηση τῆς νυχτός, τοὺς ἐμψυχώνει μὲ θερμὰ πατριωτικὰ λόγια καὶ τοὺς ἀσπάζεται γιὰ τελευταία φορά. Μάλιστα, γράμματα ποὺ ἐγράφησαν ἀπὸ τοὺς συγκρατουμένους του μέσα στὴν φυλακή, καὶ ἐστάλησαν στοὺς συγγενεῖς τους, ἀποδεικνύουν τὴν πίστη, τὸ θάῤῥος, τὴν ψυχραιμία καὶ τὴν ἀποφασιστικότητα ποὺ τοὺς μετέδωσε.
Ἡ αὐγή, βρῆκε τὸ ἄνθος τῆς ἀριστοκρατίας, τῆς μορφώσεως καὶ τοῦ πλούτου, ἀλυσοδεμένους στοὺς δρόμους καὶ παρατεταγμένους σὲ δύο σειρές. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους ὁ Πλάτων, ἕνα πρόσωπο φορτωμένο μὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Ἀνατολῆς, μὲ ὅλη τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, ἕνας πτωχὸς ὐπηρέτης τοῦ ἑλλήνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Σύρθηκε στοὺς δρόμους τῆς πόλεως τῆς Ἀμασείας δεμένος στὴν οὐρὰ ἑνὸς ἀλόγου, ἐνῶ οἱ τσέτες οὐρλιάζοντας ἀπὸ χαρά, χτυποῦσαν τὰ πρωτόγονα τουρμπελέκια τους μὲ φανατικὸ ὑστερισμό[9]. Ἀνέβηκε τὸν δρόμο τοῦ δικού του Γολγοθᾶ καὶ μαρτυρίου, κουβαλώντας στὶς πλάτες του, τὸν βαρὺ σταυρὸ τῆς δοκιμασίας. Ἕνα δρόμο, ποὺ τὸν ὁδήγησε ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς διακονίας, στὴν αἰωνιότητα τοῦ οὐρανοῦ· ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἰδιότητα, στὴν ἰδιότητα τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἐθνικοῦ συμβόλου. Δὲν τὸν συνόδεψε ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ τὴν θεωρησε ἀπατηλότερη τῶν ὀνείρων. Τὸ μόνο ποὺ ἀναζήτησε ἐκεῖνες τὶς ὥρες ἦταν ἡ θεϊκὴ παντοδυναμία νὰ ἀγκαλιάσει τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία του καὶ ἕναν τόπο χλοερό, καὶ ἀναψύξεως γιὰ νὰ κατασκηνώσει τὸ πνεῦμά του.
Ὁδηγήθηκαν καὶ οἱ 69 μελλοθάνατοι στὴν πλατεία τοῦ Ὡρολογίου τῆς πόλεως, ὅπου ἐκεῖ εἶχαν μαζευθεῖ πολλοὶ συγγενεῖς τους, ποὺ θρηνοῦσαν ἀδιάκοπα γιὰ τὴν φρικτὴ ἐκτέλεσή τους. Στὸ στῆθος τοῦ Πρωτοσυγκέλλου, εἶχαν κρεμάσει ἕνα χαρτί, μὲ τὴν κατηγορία τῆς καταδίκης ὅλων. Σύντομα, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, θύματα ὅλοι τοῦ μίσους τῶν ἰσλαμιστῶν καὶ τῆς ἀδιαφορίας τῶν συμμάχων μας, ἀλλὰ κυρίως τοῦ καταραμένου διχασμοῦ τῶν Ἑλλήνων, ζητωκραυγάζοντας ὑπὲρ τῆς πατρίδος, παρατάσσονται κάτω ἀπὸ τὶς ἀγχόνες καὶ ἀπέρχονται στὴν χώρα τῆς μακαριότητος, ἐλπίζοντας ὅτι οἱ ἀγχόνες τους θὰ ἦσαν οἱ πρῶτες καὶ οἱ τελευταῖες. Μετὰ μία ὥρα δέ, ἀφοῦ τοὺς ἀπογύμνωσαν τοὺς μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τοὺς ἔθαψαν ὅλους μαζί, σὲ ἕνα λάκκο, χωρὶς λιβάνι καὶ κερί, χωρὶς παπά, καὶ ψάλτη.
Ἥρεμος καὶ ταπεινὸς λοιπὸν καὶ ὁ Πλάτων, γεμάτος ἀπὸ τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, μέσα του ἀληθινὰ ἐξαϋλωμένος καὶ συνεχῶς προσευχόμενος, προετοιμασμένος, σὰν τὶς μὴ μωρὲς παρθένες ποὺ ὑποδέχθηκαν τὸν Νυμφίο Χριστό, παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν ἀγωνοθέτη Θεό.
Ἔτσι τὴν 21η Σεπτεμβρίου 1921 περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἱστορία στὸν θρύλο, τυλιγμένος τὴν τιμιώτερη βασιλικὴ πορφύρα, τὴν πορφύρα τοῦ αἵματός του, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε´ καὶ γενόμενος πρόδρομος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Σμύρνης Χρυσοστόμου μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες.
Παραπομπές
[1] Σαμουηλίδη Χρήστου: Μαύρη Θάλασσα› Χρονικὰ ἀπὸ τὴν τραγωδία τοῦ Πόντου. Β´ Ἔκδοση, Ἀθῆναι 1970, Ι. Δ. Κολλάρος καὶ Σία Α. Ε.
[2] Ψαθᾶ Δημήτρη: Γῆ τοῦ Πόντου, Ἐκδόσεις Μαρία Δ. Ψαθᾶ, Ἀθήνα, χ.χ. &
Βαλιούλη Παντελή: Σελίδες ἐκ τῆς συμφορᾶς τοῦ Πόντου 1921› 1924, Ἀθῆναι, 1957
[3] Ἀνδρεάδη Γεωργίου: Ἀπὸ τὸν μύθο στὴν ἔξοδο. Ὁ ἑλληνισμὸς τῆς Μαύρης Θάλασσας. Ἐκδ. ἀφῶν Κυριακίδη Α. Ε. Θεσσαλονίκη, 1994
[4] Καψῆ Π. Γιάννη: 1922, Ἡ Μαύρη Βίβλος, Ἐκδόσεις Νέα Σύνορα› Λιβάνη, Ἀθήνα 1992.
[5] Μπέλου› Θρεψιάδη Ἀντιγόνης: Μορφὲς Μακεδονομάχων καὶ τὰ Ποντιακὰ τοῦ Γ. Καραβαγγέλη, ἐκδόσεις Τροχαλία, Ἀθήνα, 1984
[6] Ζουζούλα Στυλιανοῦ: Ὁ Ἑλληνισμὸς τοῦ Πόντου, Ἀθήνα, 1982.
[7] Ζουζούλα Στυλιανοῦ: Ὁ Ἑλληνισμὸς τοῦ Πόντου (60 χρόνια ἀπὸ τὴν καταστροφή), Ἀθήνα 1982, σελ. 42· &
Κυνηγοπούλου Νικολάου: Ἡ Πάφρα τοῦ Πόντου› ἡ χώρα τῶν γενναίων, Θεσσαλονίκη 1991, σ.σ. 188› 191.
[8] Βοβολίνη Κωνσταντίνου: Ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸν Ἀγώνα τῆς Ἐλευθερίας (1453› 1953), ἐκδ. Παν. Κλεισιούνης, Ἀθῆναι 1952, σ.σ. 247› 252.
[9] Ἰωαννίδη Γιάννη: Μικρὴ Ἐγκυκλοπαίδεια Ἐθνομαρτύρων Κληρικῶν, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι, 1991, σ.σ. 16› 17.
Πηγή: («Ὁ Ἅγιος Ἐθνο› Ἱερομάρτυς Πλάτων», Ἑπτάλοφος, Ἀρχιμανδρίτης Πλάτων Κρικρής, Ἀθήνα, 1997), Ιστορικά Καστοριάς , users.uoa.gr/~nektar/