Οι Μάρτυρες αποτελούν την πλέον επίλεκτη και εκλεκτή χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας, διότι με την ομολογία τους στο Χριστό αντάλλαξαν τη δόξα, τις τιμές και τα αξιώματα του κόσμου με την πίστη τους στον αληθινό Θεό. Αυτοί υπήρξαν οι ισχυροί κυματοθραύστες κατά των λυσσαλέων επιθέσεων κατά της Εκκλησίας. Με το τίμιο αίμα τους πότισαν το δένδρο της σώζουσας πίστης. Δύο από τους μυριάδες Μάρτυρες υπήρξαν οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος, αξιωματικοί του Ρωμαϊκού στρατού.
Καταγόταν από τη Ρώμη και έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (286-305). Καταγόταν από ευγενείς οικογένειες και είχαν λάβει σοβαρή μόρφωση. Η αριστοκρατική τους καταγωγή τους ευνόησε να κάνουν καριέρα στο ρωμαϊκό στρατό. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους είχαν αναχθεί σε υψηλά αξιώματα στη «Σχολή Κιντιλίων». Οι «Σχολές» ήταν επίλεκτες στρατιωτικές μονάδες, οι οποίες είχαν καθιερωθεί από τον Διοκλητιανό (284-305) και υπάγονταν κατ’ ευθείαν στον αυτοκράτορα. Λειτουργούσαν ως σώματα όπου εκπαιδεύονταν οι αξιωματικοί των ρωμαϊκών λεγεώνων. Γι’ αυτό όσοι υπηρετούσαν σ’ αυτές, επιλέγονταν με μεγάλη προσοχή και εκτιμώντο τα φυσικά και πνευματικά τους πλεονεκτήματα και οι σπάνιες στρατιωτικές τους ικανότητες. Οι δύο νέοι αξιωματικοί είχαν διαλεχτεί ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους νέους για την αξιοζήλευτη θέση τους στη «Σχολή». Έχοντας επιδείξει ασυνήθιστη ανδρεία και αρετή, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο μεν Σέργιος είχε οριστεί Πριμηκήριος, ο δε Βάκχος Σεκουνικήριος.
Όμως οι δύο νέοι λαμπροί αξιωματικοί γνώρισαν την νέα, χριστιανική πίστη, κατηχήθηκαν και έλαβαν το άγιο Βάπτισμα. Η κοινή τους πίστη στο Χριστό τους ένωσε σε μια αδελφική φιλία. Όμως δεν το αποκάλυψαν σε κανέναν διότι, όπως είναι γνωστό, οι χριστιανοί διώκονταν για την πίστη τους, με εξοντωτική μανία από το ρωμαϊκό κράτος, υπό την παρότρυνση των φανατικών ειδωλολατρικών ιερατείων και του αμαθούς ειδωλολατρικού όχλου. Χιλιάδες χριστιανοί συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν με τη βία στα ειδωλολατρικά «ιερά» για να θυσιάσουν στους δαιμονικούς «θεούς» των ειδώλων. Αυτό θα τους έσωζε τη ζωή, ενώ αν αρνούνταν τη θυσία οδηγούνταν στα πλέον φρικτά μαρτύρια και εν τέλει στο θάνατο.
Μάλιστα, οι ρωμαϊκές αρχές είχαν καθιερώσει και τη δημόσια θυσία, ώστε να γνωρίζουν ποιοι είναι νομιμόφρονες και ποιοι όχι. Όσοι αρνούνταν να θυσιάσουν, θεωρούνταν εχθροί του κράτους και άρχιζαν οι διώξεις τους. Μια τέτοια θυσία στους «θεούς» της Ρώμης είχε οργανώσει ο αυτοκράτορας για να διαπιστώσει το στέρεο της εξουσίας του. Οι δύο νεαροί αξιωματικοί του δεν παρουσιάστηκαν να θυσιάσουν. Αυτό έβαλε σε υποψία και ανησυχία τον αυτοκράτορα. Θεώρησε την άρνησή τους ως ανταρσία εναντίον της εξουσίας του και γι’ αυτό διέταξε με οργή να παρουσιαστούν μπροστά του για να απολογηθούν για την ανυπακοή τους.
Οι δύο νεαροί αξιωματικοί οδηγήθηκαν ενώπιών του και ο αυτοκράτορας τους ζήτησε γιατί αθέτησαν τη διαταγή του, Με ένα στόμα του απάντησαν χωρίς φόβο:
› Έχουμε υποχρέωση βασιλιά μας, να υπακούμε και να υπηρετούμε την επίγειο στράτευμά σας, ως δούλοι ευγνώμονες. Όμως δεν είμαστε καθόλου υποχρεωμένοι να προσκυνούμε κωφούς και αναίσθητους “θεούς”. Δεν θα αρνηθούμε τον αληθινό Θεό και δεν θα χωριστούμε από Αυτόν με καμιά δύναμη. Δεν θα καμφθούμε ούτε από τα σίδερα, ούτε από τη φωτιά, ούτε από άλλο βασανισμό της σάρκας μας. Διότι τίποτε δεν είναι πιο μακάριο από το να βασανίζεσαι και να πεθαίνεις για την ευσέβεια!
Ακούγοντας ο φανατικός ειδωλολάτρης αυτοκράτορας την θαρραλέα απολογία των δύο χριστιανών αξιωματικών του, έγινε θηρίο από το θυμό του. Διέταξε να καθαιρεθούν αμέσως από το αξίωμά τους και να τους διαπομπεύσουν. Τους έντυσαν γυναικεία ενδύματα, τους κρέμασαν βαρείς σιδερένιους κλοιούς στον τράχηλο και τους περιέφεραν στην πόλη για να τους χλευάσει ο αμαθής και δεισιδαίμονας όχλος.
Κατόπιν παραδόθηκαν στον θηριώδη διοικητή της επαρχίας της Ανατολής Αντίοχο, ο οποίος ήταν διαβόητος για τις ωμότητές του, να τους συνετίσει. Η έδρα του βρισκόταν στις όχθες του Ευφράτη, στην πόλη Βαρβαλισσό, εκατό χιλιόμετρα από το σημερινό Χαλέπι. Οδηγήθηκαν μπροστά του να απολογηθούν. Στην αρχή χρησιμοποίησε κολακείες και ταξίματα για να τους κάνει να θυσιάσουν στα είδωλα, αλλά οι δύο νέοι έμειναν αμετακίνητη στην απόφασή τους να μην προδώσουν την πίστη τους στο Χριστό. Τότε ο Αντίοχος τους έκλεισε στη φυλακή, όπου άρχισε να βασανίζει αρχικά τον Βάκχο. Τον έδερναν αλύπητα για ώρες ατέλειωτες με φοβερά και επώδυνα βούνευρα. Το σώμα του είχε μεταβληθεί σε μια πελώρια πληγή, γι’ αυτό και δεν άντεξε για πολύ. Παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο.
Την άλλη μέρα οδήγησαν τον Σέργιο ενώπιον του Αντιόχου. Ο άγιος νέος ήταν πολύ θλιμμένος διότι ο εν Χριστώ αγαπημένος αδελφός του Βάκχος ήταν πλέον στα ουράνια δώματα του θρόνου της μεγαλοσύνης του Θεού και γι’ αυτό επιθυμούσε να τον ακολουθήσει το συντομότερο. Ο ανελέητος τύραννος του ζήτησε για μια ακόμη φορά να απαρνηθεί το Χριστό για να του χαρίσει τιμές και αξιώματα. Τον απείλησε με φρικτά βασανιστήρια, όμως εκείνος έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του. Τότε έδωσε διαταγή να αρχίσουν τα μαρτύρια. Του φόρεσαν υποδήματα με αιχμηρά καρφιά στο εσωτερικό τους και τον υποχρέωσαν να τρέχει μπροστά από το άρμα του. Δεκαπέντε ολόκληρα χιλιόμετρα διάνυσε. Τα καρφιά είχαν καρφωθεί στα πόδια του, το αίμα έτρεχε ποτάμι, οι πόνοι ήταν αφόρητοι, αλλά εκείνος υπόμεινε με υπεράνθρωπη καρτερία το μαρτύριο και αντί να ουρλιάζει από τους πόνους, έψελνε ύμνους στο Χριστό! Το βράδυ τον έριξαν στη φυλακή, όπου άγγελος Κυρίου θεράπευσε τις πληγές του. Το πρωί ο Αντίοχος έδωσε διαταγή να τον αποκεφαλίσουν. Ο Μάρτυρας αφού προσευχήθηκε θερμά για τη συγχώρηση των βασανιστών του, έσκυψε το κεφάλι και δέχτηκε το φονικό ξίφος, το οποίο τον ένωσε με το Χριστό και ξαναβρήκε τον αγαπημένο του φίλο Βάκχο.
Οι ευσεβείς κάτοικοι της περιοχής περιμάζεψαν τα τίμια λείψανα και τα έθαψαν με τιμές σε ασφαλές τόπο. Μετά τη λήξη των διωγμών, μετονόμασαν την περιοχή σε Σεργιούπολη. Το 547 ο Ιουστινιανός έκτισε περίλαμπρο ναό στην Κωνσταντινούπολη, όπου εναπέθεσε τα τίμια λείψανά τους. Η μνήμη τους εορτάζεται στις 7 Οκτωβρίου.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τριάδος τῆς Ἁγίας ὀπλίται τροπαιοῦχοι, ἡ λαμπρὰ δυὰς τῶν Μαρτύρων, ὠράθητε ἐν ἄθλοις, Σέργιος ὁ θεῖος ἀριστεύς, καὶ Βάκχος ὁ γενναῖος ἀθλητής, διὰ τοῦτο δοξασθέντες περιφανῶς, προΐστασθε τῶν βοώντων Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι' ὑμῶν, πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν νοῦν πρὸς ἐχθροὺς ἀνδρείως παρατάξαντες, τὴν πᾶσαν αὐτῶv ἀπάτην κατελύσατε, καὶ τὴν νίκην ἄνωθεv, εἰληφότες Μάρτυρες πανεύφημοι, ὁμοφρόνως ἐκράζετε. Καλὸν καὶ τερπνὸν τὸ συνεῖναι Χριστῷ.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ λόγον.
Τὰ τῆς πίστεως ἄνθη, τοὺς νοητοὺς μαργαρίτας Κυρίου καὶ ἀθλητάς, Σέργιον τιμήσωμεν, καὶ τὸν Βάκχον τοὺς Μάρτυρας, ὡς τοῦ ἐχθροῦ τὴν πλάνην, ἐνθέως πατήσαντας, καὶ τῶν εἰδώλων πᾶσαν ἰσχὺν ἐδαφίσαντας· ὅθεν ἐπαξίως, οὐρανόθεν τὸ στέφος, τῆς νίκης δεξάμενοι, σὺν Ἀγγέλοις χορεύουσι· διὸ πίστει βοήσωμεν· Πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Ὁ Οἶκος
Ἐν οὐρανοῖς Χριστέ, κατοικοῦντες, Σέργιός τε καὶ Βάκχος, καὶ τοῦ θείου φωτὸς τοῦ παρὰ σοῦ ἐμφορούμενοι, ἐμὲ τὸν ἐν σκότει τῆς ἀγνωσίας πορευόμενον, προφθάσειαν διὰ τάχους, καὶ τῶν παθῶν ἀφαρπάσειαν, μόνε ἀθάνατε, στολὴν μοι τῆς ἀφθαρσίας καταπέμποντες· ὅπως λευχειμονῶν, τὴν φωτοφόρον αὐτῶν ἑορτὴν ἀνυμνῶ, καὶ κραυγάζω σοι Κύριε· Καλὸν καὶ τερπνὸν τὸ συνεῖναι Χριστῷ.
Πηγή: Ακτίνες, Ορθόδοξος Συναξαριστής