Ο Λουκάς ήταν Ρωμαίος πολίτης, πράγμα που αποδεικνύει το ρωμαϊκό όνομά του, διότι μόνο Ρωμαίος πολίτης δικαιούνταν να έχει ρωμαϊκό όνομα. Το Λουκάς προέρχεται από την σύντμηση του λατινικού ονόματος Lucanus, Λουκανός. Το Lucanus παράγεται από το ουσιαστικό lux-lucis=φως και σημαίνει τον φωτεινό.
Υπήρξε κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, που μαρτυρείται από τα πρώτα χρόνια μέχρι σήμερα, ευαγγελιστής και ιστορικός της. Έγγραψε το κατά Λουκά ευαγγέλιο και τις Πράξεις των αποστόλων, που είναι η πρώτη εκκλησιαστική ιστορία του Χριστιανισμού. Σαν ευαγγελιστής ασχολείται με τους πτωχούς και καταφρονεμένους, τους περιθωριακούς και αμαρτωλούς. Οι παραβολές του Ασώτου, του Τελώνου και Φαρισαίου, του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου, του άφρονος πλουσίου, του Ζακχαίου, του καλού Σαμαρείτη και άλλες πολλές είναι αποκλειστικά δικές του. Είναι ο μόνος ευαγγελιστής που ασχολείται με τα παιδικά χρόνια του Χριστού, όπως και με σημαντικές στιγμές της ζωής της Παναγίας. Σαν ιστορικός θεωρείται έγκυρος και αμερόληπτος. Στα κείμενα του υπάρχει ιστορική και γεωγραφική ακρίβεια· ως προς δε τα πρόσωπα ή τις καταστάσεις που εξιστορεί υπάρχει θαυμαστή συναισθηματική ουδετερότητα.
Όταν χρησιμοποιεί την Παλαιά Διαθήκη, δεν υστερεί έναντι των άλλων συγγραφέων της Καινής Διαθήκης που είναι όλοι τους Ιουδαίοι. Την γνωρίζει πολύ καλά, όπως γνωρίζει τέλεια και τα ήθη και έθιμα των Ιουδαίων. Απ’ αυτό συνάγουν μερικοί θεολόγοι ότι πριν γίνει Χριστιανός ίσως ήταν προσήλυτος στον Ιουδαϊσμό. Δεν αποκλείεται όμως και ως εθνικός να γνώριζε τα της Παλαιάς Διαθήκης από προσωπική μελέτη και συναναστροφή με εξ Ιουδαίων αδελφούς Χριστιανούς.
Στην αγία Γραφή το όνομα του Λουκά αναφέρεται μόνο τρεις φορές, στις επιστολές του Παύλου. Ο ίδιος, απλός και ταπεινός όπως ήταν, δεν το αναφέρει ποτέ σε κανένα από τα συγγράμματά του. Αναφέρεται στον εαυτό του στις Πράξεις των αποστόλων, όμως μόνο αόριστα και σε πληθυντικό αριθμό μέσα από τη λέξη «ημείς» (Πρξ. 16,10-16· 20,5-28,31) με την οποία συμπεριλαμβάνει τον Παύλο και την συνοδεία του.
Οι περιπτώσεις που τον αναφέρει ο Παύλος είναι οι εξής:
α΄) «Ασπάζεται Λουκάς ο ιατρός ο αγαπητός» (Κολ. 4,14).
β΄) «Ασπάζεταί σε Επαφράς ο συναιχμάλωτός μου εν Χριστώ Ιησού, Μάρκος, Αρίσταρχος, Δημάς, Λουκάς οι συνεργοί μου» (Φιλημ. 23).
γ΄) «Λουκάς εστί μόνος μετ’ εμού» (Β΄ Τιμ. 4,11).
Από τα χωρία αυτά προκύπτουν τα εξής χαρακτηριστικά για τον Λουκά. Από το α΄ προκύπτει ότι ο Λουκάς ήταν εθνικός και όχι Ιουδαίος, διότι εδώ ο Παύλος σαφώς κατατάσσει τον Λουκά στους Χριστιανούς που προέρχονται από τους εθνικούς (Επαφράς, Δημάς), γιατί πιο πάνω μιλώντας για τον Αρίσταρχο, τον Μάρκο και τον Ιησού (Ιούστο) αναφέρει ότι ήταν «οι όντες εκ περιτομής» (πρβλ. Κολ.4,10-11). Επίσης προκύπτει ότι ήταν μορφωμένος και μάλιστα επιστήμονας γιατρός και μάλιστα λίαν αγαπητός. Από το β΄ και από άλλα πολλά χωρία προκύπτει ότι δεν ήταν απλώς ο ιατρός της συνοδείας του Παύλου αλλά και στενός συνεργάτης του. Και από το γ΄ προκύπτει ότι ήταν ο πιο πιστός ακόλουθός του, που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, ενώ άλλοι συνεργάτες του λιποτάκτησαν.
Ο αρχαίος εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας γράφει ότι ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Νεώτεροι ιστορικοί και ερμηνευτές λένε ότι μπορεί να καταγόταν από τους Φιλίππους της Μακεδονίας, επειδή εκεί τον άφησε ο Παύλος ως επίσκοπο για επτά χρόνια, να διοργανώσει την Εκκλησία. Η πρώτη όμως άποψη είναι η επικρατέστερη.
Υπάρχει η θεωρία από μερικούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς ότι ήταν από τους 70 μαθητές του Κυρίου και μάλιστα ο ένας από τους δύο συνοδοιπόρους του Χριστού καθώς βάδιζαν προς Εμμαούς (Λκ. 24, 13,35). Πάντως την θεωρία αυτή δεν την υποστηρίζουν όλοι οι πατέρες και οι γνώμες τους διίστανται.
Υμνογράφοι όπως ο Λέων ο Σοφός, ο Χριστόφορος ο Πατρίκιος και ο Θεοφάνης ο Γραπτός υπέλαβαν ότι ο συμπορευόμενος μετά του Κλεόπα μαθητής ήταν ο ίδιος ο ευαγγελιστής, ο οποίος από ταπείνωση δεν φανέρωσε το πρόσωπό του, όταν εξιστόρησε το γεγονός στο ευαγγέλιό του. Αυτή η γνώμη έχει υπερισχύσει και διατηρείται ζωντανή μέσα στην ορθόδοξη υμνολογία, όπως φαίνεται από τους ακόλουθους ύμνους.
«Η ζωή και οδός Χριστός, εκ νεκρών τω Κλεόπα, και τω Λουκά συνώδευσεν, οις περ και επεγνώσθη, εις Εμμαούς κλων τον άρτον· ων ψυχαί και καρδίαι, καιόμεναι ετύγχανον, ότε τούτοις ελάλει, εν τη οδώ, και Γραφαίς ηρμήνευεν, α υπέστη· μεθ’ ων, Ηγέρθη, κράξωμεν, ώφθη τε και τω Πέτρω.» (Εξαποστειλάριον Ε΄)
«Ω των σοφών σου κριμάτων, Χριστέ! Πως Πέτρω μεν τοις οθονίοις μόνοις έδωκας εννοήσαι σου την ανάστασιν, Λουκά δε και Κλεόπα συμπορευόμενος ωμίλεις, και ωμιλών ουκ ευθέως σεαυτόν φανεροίς. Διό και ονειδίζη, ως μόνος παροικών εν Ιερουσαλήμ, και μη μετέχων των εν τέλει βουλευμάτων αυτής. Αλλ’ ο πάντα, προς το του πλάσματος συμφέρων οικονομών, και τας περί σου προφητείας ανέπτυξας, και εν τω ευλογείν τον άρτον εγνώσθης αυτοίς, ων και προ τούτου αι καρδίαι προς γνώσίν σου ανεφλέγοντο· οι και τοις μαθηταίς συνηθροισμένοις, ήδη τρανώς, εκήρυττόν σου την ανάστασιν, δι’ ης ελέησόν ημάς.» (Εωθινόν Ε΄ όρθρου Κυριακής, ήχος πλ. Α΄)
«Έγνωμεν εκ των λόγων των σων, καθάπερ έφης, την των λόγων ασφάλειαν, ων έθου ενθέως, μύστα· επείπερ γράψαι ημίν περί των πραγμάτων επεχείρησας, ων πεπληροφόρησαι και καθώς σοι παρέδωσαν οι πριν αυτόπται, ων και συ ίσος γέγονας υπηρέτης τε της του Λόγου σαρκώσεως, ον, μετά την ανάστασιν, εις Εμμαούς έβλεψας και καιομένη καρδία μετά Κλεόπα συνέφαγες. Αυτού θείας θέρμης και ημών των σε τιμώντων τας ψυχάς πλήρωσον.» (Στιχηρόν προσόμοιον, ήχος πλ. Α΄)
Μεγάλοι όμως πατέρες όπως ο άγιος Χρυσόστομος (στον α΄ λόγο του στις Πράξεις και στην δ΄ ομιλία του στο κατά Ματθαίον), ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας (στην αρχή της ερμηνείας στο κατά Λουκάν) κ. ά., λέγουν ότι ο Λουκάς δεν υπήρξε αυτόπτης και μαθητής του Κυρίου αλλά μαθητής του αποστόλου Παύλου από το κήρυγμα του οποίου πίστεψε. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Συναξαριστή του και ο μεγάλος διδάσκαλος του γένους Ευγένιος Βούλγαρις συμφωνούν με τη γνώμη των τελευταίων.
Αλλά εκτός των μεγάλων αυτών πατέρων και διδασκάλων, ο ίδιος ο Λουκάς στον πρόλογο του ευαγγελίου του, λέγει ότι γράφει όπως και άλλοι πολλοί «καθώς παρέδοσαν ημίν οι αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του λόγου». Επίσης στην προς Εβραίους η οποία ως νόημα και διδαχή είναι του Παύλου αλλά ως συγγραφή είναι του Λουκά λέγεται «πως ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας; Ήτις αρχήν λαβούσα λαλείσθαι υπό του Κυρίου, υπό των ακουσάντων εις ημάς εβεβαιώθη» (Εβρ. 2,3). Άρα δεν ήταν αυτόπτης και αυτήκοος ο ίδιος.
Ας σταθούμε στους χαρακτηρισμούς που προκύπτουν από το λατινογενές όνομά του και από όσα γράφει ο απόστολος Παύλος στις επιστολές του που προαναφέραμε.
Α΄. Εθνικός και μάλιστα Ρωμαίος πολίτης. Είναι ο μόνος συγγραφέας των βιβλίων της αγίας Γραφής που ήταν εθνικός και όχι Ιουδαίος. Στο ευαγγέλιό του, που είναι για τους Χριστιανούς που κατάγονται από τους εθνικούς, ανάγει την γενεαλογία του Χριστού μέχρι τον Αδάμ, τον γενάρχη όλης της ανθρωπότητας, ενώ ο Ματθαίος που γράφει για τους Χριστιανούς εξ Ιουδαίων την ανάγει μέχρι τον Αβραάμ, τον γενάρχη των Εβραίων. Με τη γενεαλογία του αυτή διακηρύττει ότι ο Χριστός, σαν άνθρωπος, δεν ανήκει μόνο στους Εβραίους αλλά σε όλους τους ανθρώπους. Για την Αντιόχεια, που κατά την εγκυρότερη γνώμη ήταν ο τόπος καταγωγής του, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εκθέτει πως διαδόθηκε το ευαγγέλιο, πως ιδρύθηκε η εκκλησία της και πως εδώ οι πιστοί ονομάσθηκαν για πρώτη φορά Χριστιανοί (Πρξ. 11,26). Για τους έξι από τους επτά διακόνους δεν αναφέρει καταγωγή. Για τον ένα που καταγόταν από την Αντιόχεια σημειώνει ότι ήταν προσήλυτος Αντιοχεύς (Πρξ. 6,5).
Β΄. Ιατρός. Ο Λουκάς είναι ο πρώτος χριστιανός επιστήμονας που γνωρίζουμε από την Καινή Διαθήκη. Η ιατρική διδασκόταν στα πανεπιστήμια και θεωρείτο ισότιμη με την φιλοσοφία. Η Αντιόχεια που θεωρείτο η Αθήνα της Συρίας, «Συριάδες Αθήναι», είχε και πανεπιστήμια. Πιθανόν να σπούδασε και στην Αθήνα. Υπήρξαν οι μεγάλοι ιατροί Ιπποκράτης και Γαληνός των οποίων τα βιβλία θα μελέτησε ο Λουκάς. Σαν επιστήμονας χειριζόταν σωστά και με ακρίβεια την ελληνική γλώσσα και αυτό το μαρτυρούν τα συγγράμματά του, το ευαγγέλιο και οι Πράξεις των αποστόλων, όπως και η προς Εβραίους επιστολή, η οποία σαν νόημα και διδασκαλία είναι του Παύλου, αλλά -όπως υποστηρίζουν μερικοί ερμηνευτές- σαν συγγραφή είναι του μαθητού του, τού Λουκά. Από τις πληροφορίες που δίδει στις Πράξεις για τα ταξίδια του, τα δρομολόγια των πλοίων, τις καιρικές συνθήκες φαίνεται πολυταξιδεμένος και κοσμογυρισμένος.
Στα δύο τελευταία κεφάλαια των Πράξεων των Αποστόλων (27 & 28) ο Άγιος Λουκάς, ο αφοσιωμένος αυτός μαθητής του Αποστόλου Παύλου δίνει με ζωηρή και ακριβή περιγραφή την περιπετειώδη και επικίνδυνη αύτη θαλάσσια διαδρομή από την Καισαρεία μέχρι την αιώνια πόλη, την Ρώμη. Η Καισαρεία, η παραλιακή πόλη της Παλαιστίνης, από την οποία αποπλεύσανε δέσμιος ο Παύλος με τους συνεργάτες του, τον Λουκά και τον Αρίσταρχο απ' την Μακεδονία, και μαζί με 276 ακόμα συνταξιδιώτες, η Σιδώνα στην Φοινικική παραλία, τα Μύρα της Λυκίας, οι Καλοί Λιμένες στα νότια παράλια της Κρήτης, το προξενηθέν ναυάγιο του πλοίου, το νησί Μάλτα που παρέμειναν για τρεις μήνες, οι Συρακούσες της Σικελίας, το Ρήγιο και οι Ποτίολοι στην Κάτω Ιταλία υπήρξαν οι κυριότεροι σταθμοί αυτού του περιπετειώδους ταξιδιού. Στην τελευταία αύτη πόλη βρήκαν και χριστιανική παροικία. Η εξιστόρηση του Ευαγγελιστού Λουκά προκάλεσε ανέκαθεν το ενδιαφέρον των ιστορικών, γιατί απ΄ αυτήν διδασκόμαστε πολλά για την ναυτιλία στους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Γ΄. Αγαπητός. Όπως ο Χριστός είχε «μαθητήν ον ηγάπα» (Ιω. 13,23 ·19,26 ·21,7.20) τον Ιωάννη, έτσι και ο Παύλος είχε τον αγαπημένο του μαθητή, που δεν τον εγκατέλειψε και δεν τον πρόδωσε ποτέ. Από τότε που συναντήθηκαν στην Τρωάδα, όπως εξιστορούν οι Πράξεις των αποστόλων, ο Λουκάς βρισκόταν συνέχεια κοντά του. Μόνο για μια περίοδο επτά ετών χωρίσανε, που παρέμεινε ο Λουκάς στους Φιλίππους για ιεραποστολικούς λόγους και περίμενε τον Παύλο εκεί.
Δ΄. Συνεργός. Ο χαρακτηρισμός αυτός τιμά τον Λουκά ιδιαίτερα. Διότι με τα προσόντα και τις προϋποθέσεις που είχε σαν ιατρός, επιστήμονας, κοσμογυρισμένος, συγγραφέας θα μπορούσε να διαπρέψει στην κοινωνία και να κερδίσει δόξα, πλούτο, ακόμη και ψυχές για τον Χριστό. Αλλά ο Λουκάς, χωρίς κανένας να του το ζητήσει, διάλεξε να θάψει τον εαυτό του και την σταδιοδρομία του την επαγγελματική. Παραιτήθηκε από κάθε προσωπικό δικαίωμα και όνειρο, για ν’ αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στη διακονία του Παύλου. Πολύ μεγάλο επίτευγμα αυτό. Διότι στο διάβα της ιστορίας βρέθηκαν πολλές φορές άνθρωποι που θυσίασαν την περιουσία τους, την υγεία τους, την ζωή τους, τον εαυτό τους χάριν της Εκκλησίας, της πατρίδας, ή άλλων σπουδαίων σκοπών. Λίγες όμως φορές και πολύ σπάνια θυσίασαν το εγώ τους και την προσωπική τους προβολή. Η θυσία αυτή του Παύλου δεν έμεινε απαρατήρητη από το Θεό, ο οποίος τον αντάμειψε με την αιώνια προβολή και δόξα του συγγραφέως της Καινής Διαθήκης (ευαγγελιστού και ιστορικού), και τη δόξα του αποστόλου και συνεργάτη του Παύλου.
Αλλά ο Λουκάς ήταν ακόμα μαζί με τον Απόστολο Παύλο τόσο κατά την πρώτη φυλάκιση του, όσο και κατά την δεύτερη που αυτός υπήρξε μόνος μαζί με τον Απόστολο. Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Αποστόλου Παύλου στην Ρώμη κατά τον διωγμό του Νέρωνα το 64 μ.Χ. ο Άγιος Λουκάς αφού πρώτα του δόθηκε η ευκαιρία να συναντήσει τους αυτόπτες μάρτυρες και Απόστολους έρχεται στην Αχαΐα της Πελοποννήσου για να γράψει εκεί το περίφημο Ευαγγέλιό του. Τις πλούσιες και πολύτιμες εμπειρίες του τόσων χρόνων, από αυτά τα Θαυμάσια και κοσμοσωτήρια που άκουσε και είδε θέλει να τα καταγράψει λεπτομερώς για να διασωθούν και να μείνουν αναλλοίωτα εις τους αιώνες .
Εκθέτει λοιπόν τα σχετικά κοσμοϊστορικά και ανθρωποσωτήρια γεγονότα , με μεθοδικότητα και με χρονολογική ακρίβεια, σαν επιστήμονας που ήτανε και άνθρωπος των γραμμάτων, και κατέχοντας άριστα την ελληνική γλώσσα, ώστε δικαίως να θεωρείται ο κατ΄ εξοχήν ιστορικός των πρώτων χρόνων του Χριστιανισμού. Αλλά εκτός απο την μεθοδικότητα και την χρονολογική ακρίβεια που υπάρχουν στο ιερό Ευαγγέλιό του, αυτό συμπληρώνει ακόμα και τα δύο προηγούμενα ιερά Ευαγγέλια, διότι μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για ορισμένα σπουδαιότατα γεγονότα της Χριστιανικής Θρησκείας που δεν τα αναφέρουν στα ιερά κείμενά τους ο Ευαγγελιστής Ματθαίος και ο Ευαγγελιστής Μάρκος.
Έτσι π.χ. αυτός διηγείται ζωηρότερα από τους άλλους την Γέννηση του Χριστού. Όταν διαβάζει κανείς από το Ευαγγέλιό του τα γεγονότα, νομίζει ότι βλέπει το Χριστό βρέφος, ξαπλωμένο στην φάτνη. Βλέπει τους ποιμένες να θαυμάζουν μπροστά στο μυστήριο της Θείας οικονομίας και τους Αγγέλους να ψάλλουν το "Δόξα εν υψίστοις Θεώ...". Τις πληροφορίες αυτές ίσως να τις άκουσε από την Παναγία Μητέρα του Χριστού. Επίσης στο κείμενο των δύο υπέροχων βιβλίων του, γίνεται χρήση ιατρικών όρων και ιατρικών εκφράσεων, οι οποίες συνήθως βρίσκονται σε ιατρικούς συγγραφείς. Ολα αυτά δείχνουν ότι ο συγγραφέας αυτών των βιβλίων υπήρξε γιατρός. Και το Ευαγγέλιο του και τις Πράξεις των Αποστόλων ο Άγιος Λουκάς τα γράφει για χάρη κάποιου επίσημου προσώπου, του Θεόφιλου, τον όποίον ονομάζει "κράτιστον" και που [κατά μία άποψη] ήταν τότε ηγεμόνας της Αχαΐας.
Ο Θεόφιλος είχε κατηχηθεί στην χριστιανική θρησκεία από αποστολικούς άνδρες, της πρώτης χριστιανικής γενιάς. Είχε όμως ανάγκη για να στηρίξει και να εδραιώσει καλύτερα την πίστη του και από έγγραφες πηγές. Αυτές λοιπόν τις πηγές του τις προσφέρει ο Λουκάς πρώτα με το Ευαγγέλιο του, τον "πρώτον λόγον" όπως τον ονομάζει και αργότερα με το δεύτερο βιβλίο του προς τον Θεόφιλο, δηλαδή τις Πράξεις των Αποστόλων. Έτσι στην αρχή ο ηγεμόνας Θεόφιλoς και κατόπιν όλοι οι χριστιανοί εκείνης της εποχής, αλλά και μετέπειτα οι χριστιανοί όλων των αιώνων έμαθαν από τον Λουκά όλα τα θαυμάσια και εξαίσια που πραγματοποιήθηκαν από το Θεό για την σωτηρία του ανθρώπινου γένους.
Oμως ο Άγιος Λουκάς δεν υπήρξε μόνον ο Ευαγγελιστής, αλλά και ο σπουδαίος Απόστολος, γιατί δεν αρκέστηκε μόνο να γράψει το ιερό Ευαγγέλιο του, αλλά θέλησε και να το κηρύξει με την ζωντανή παρουσία του σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Έτσι αφού ο Λουκάς κήρυξε πρώτα το Ευαγγέλιο στον Ελλαδικό χώρο όπως στην Αχαΐα, την Βοιωτία και την Μακεδονία, μετά πήγε σε μακρινά μέρη, όπως στην Δαλματία και την Γαλλία, μερικοί ακόμα υποστηρίζουν ότι πήγε και στην Ιταλία και την Αφρική.
Εκτός όμως από το θαυμάσιο συγγραφικό του έργο και την σπουδαία ιεραποστολική του δράση, ο Άγιος Λουκάς, είχε και ένα μεγάλο καλλιτεχνικό ταλέντο, είχε μεγάλη κλίση προς την ζωγραφική. Πηγές που του έδιναν εμπνεύσεις στην ζωγραφική του τέχνη ήταν οι μεγάλες προσωπικότητες της νέας αληθινής θρησκείας που τόσο τον είχε συγκλονίσει και τόσο πολύ είχε αφοσιωθεί ολόψυχα σ' αυτήν από την νεανική του ηλικία. Ο Σωτήρας Χριστός, ο λυτρωτής του κόσμου, που τόσο τον είχε αγαπήσει και είχε αφιερώσει την ζωή του σ' αυτόν, τον ενέπνευσε να ζωγραφίσει τον καλό Ποιμένα Χριστό που φέρει στους ώμους του το απολωλός πρόβατο.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς μαρτυρείται ότι μαρτύρησε στην Θήβα της Βοιωτίας, όπου είχε έρθει για να κηρύξει το ευαγγέλιο μετά το μαρτύριο του αποστόλου Παύλου. Τον κρέμασαν σε μια ελιά όπως ιστορεί ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (14ος αιών) στην Εκκλησιαστική Ιστορία του. Ο τόπος του μαρτυρίου του, κατά παράδοση, βρίσκεται στο σημερινό παλαιό νεκροταφείο των Θηβών (ανατολικά της πόλεως), η εκκλησία του οποίου είναι αφιερωμένη στον άγιο Λουκά. Μέσα στο ναό αυτό, στο δεξιό μέρος του ιερού, βρίσκεται αρχαία ρωμαϊκή λάρνακα, όπου είχε εναποτεθεί το άγιο λείψανο. Η αγία αυτή λάρνακα μυροβλύζει κατά καιρούς (π.χ. στις 22-12-1997) και είναι πολύ θαυματουργός. Υπάρχουν όμως και πληροφορίες άλλων συναξαριστών ότι κοιμήθηκε εν ειρήνη στην Θήβα ή ως επίσκοπος στην Αίγυπτο.
Το έτος 357 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, γιος του Αγίου Κωνσταντίνου, έδωσε εντολή στον Άγιο Αρτέμιο, τον μεγάλο Δούκα της Αιγύπτου και Μάρτυρα, να μεταφέρει τα τίμια λείψανα του Αγίου Λουκά στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν το εικοστό έτος της βασιλείας του Κωνσταντίου, που πραγματοποιήθηκε η μεταφορά των λειψάνων του Αγίου και κατέθεσαν αυτά στο Ναό των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινουπόλεως δίπλα στα τίμια λείψανα των Αγίων Αποστόλων Ανδρέα και Τιμόθεου. Σήμερα όμως το άγιο λείψανο του βρίσκεται στην Πάδουα της Ιταλίας, κοντά στη Βενετία.
Για το πώς έγινε η μεταφορά αυτή δεν υπάρχουν ιστορικές ενδείξεις. Διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις εκ των οποίων οι επικρατέστερες είναι ότι επισυνέβη α) επί αυτοκρατορίας του Ιουλιανού του Παραβάτη (361 μ.Χ.) ή β) κατά την περίοδο της εικονομαχίας (762-846 μ.Χ.). Επίσης υπάρχει και η άποψη μερικών ιστορικών ότι η μετακομιδή έγινε κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την έρευνα του Claudio Belinatti, διευθυντή των ιστορικών αρχείων της Πάδουας, ο οποίος δηλώνει ότι η παρουσία των οστών μαρτυρείται στα αρχεία αυτής της πόλεως ήδη από το 1177 (πριν δηλ. την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204 μ.Χ.), όταν το μολύβδινο φέρετρο, το οποίο εξ αιτίας των βαρβαρικών επιδρομών είχε κρυβεί στο κοιμητήριο του περιβόλου της Αγίας Ιουστίνης, μαζί με άλλα σώματα που φυλάσσονταν στην εκκλησία, επανευρίσκεται, καταγράφεται και επανατοποθετείται μέσα στον ναό.
Απομένει προς συμπλήρωση ένα μικρό κομμάτι του παζλ που προκύπτει από τη μελέτη της διαχρονικής πορείας των ιερών λειψάνων του Ευαγγελιστού Λουκά. Το οστούν της δεξιάς ωλένης του Ευαγγελιστού, η απουσία του οποίου διαπιστώθηκε και από την Επιστημονική Επιτροπή της Πάδουας, διαφυλάχθηκε δια μέσου των αιώνων σε ένα ιστορικό μοναστήρι της περιοχής των Αγράφων της Ευρυτανίας, μακρινός «απόγονος» του οποίου είναι ο ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου του εν Βουνένοις, στο χωριό Κορίτσα – Κλειτσού του Δήμου Φουρνάς, του Νομού Ευρυτανίας.
Αν η «φήμη» του κειμηλίου της «χειρός» του αγίου Λουκά ήταν απλώς μια προφορική παράδοση, το γεγονός δεν θα είχε και πολύ μεγάλη σημασία, δεδομένης της «περίσσειας» και πλησμονής παρομοίων ευσεβών φημών για διάφορα λείψανα που έχουν έλθει μέχρι σε μας μέσω της Παράδοσης. Η περίσσεια αυτή, μαρτυρούμενη και από τον ιστορικό Κ. Παπαρρηγόπουλο και δικαιολογημένη από τα δύσκολα, σκληρά και πικρά χρόνια που πέρασε ο Ελληνικός Λαός κατά τη διάρκεια του μακραίωνα Οθωμανικού ζυγού δεν στερείται ιστορικής βάσεως και επιστημονικής στήριξης.
Στην περίπτωση μάλιστα του κειμηλίου που φυλάσσεται στον άγιο Νικόλαο τον Νέο στην Κορίτσα-Φουρνάς υπάρχουν έγγραφα ιστορικά ντοκουμέντα, έστω και σχετικά πρόσφατα, που ισχυροποιούν τον ιστό της προφορικής παραδόσεως ο οποίος τα συνοδεύει. Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση μετά τον θάνατο του Ανδρόνικου Γ΄ του Παλαιολόγου (1341), ο Δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος Β΄(1335-1338 & 1356-1359), γαμβρός του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, εξεστράτευσε εναντίον των Αλβανών που λεηλατούσαν τα χωριά του Δεσποτάτου (στο οποίο υπαγόταν και η Ευρυτανία μετά της περιοχής των Αγράφων). Αλλά σε μάχη παρά τον Αχελώο (1359 μ.Χ.) φονεύθηκε ο Νικηφόρος, ο οποίος έφερε μαζί του το ιερό κειμήλιο του Αγίου Λουκά και κατά την παράδοση ένας από τους ακολούθους του έφερε τον θησαυρό αυτόν στη Σταυροπηγιακή γυναικεία Μονή του Αγίου Νικολάου του εν Βουνένοις στην Κορίτσα – Κλειτσού των Αγράφων.
Κατʼ άλλη εκδοχή το κειμήλιο μετέφεραν στην Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου του Νέου δύο μοναχές από την Κωνσταντινούπολη, μετά την άλωσή της (1453) από τους Τούρκους. Ας σημειωθεί ότι η Κορίτσα ανήκε μεν στην ευρύτερη περιοχή των Αγράφων υπαγόταν όμως διοικητικά και εκκλησιαστικά τόσο κατά τους Βυζαντινούς όσο και κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας στη Λάρισσα της Θεσσαλίας. Στρατιωτικός διοικητής της Λάρισσας υπήρξε ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος ο οποίος εμαρτύρησε στα Βούνενα τις Θεσσαλίας κατά το 720 μ.Χ. Άρχαιότερη έκφραση της τιμής της μνήμης του Αγίου Νικολάου του νέου που διαδόθηκε ταχύτατα στον περί τη Λάρισσα θεσσαλικό χώρο είναι η ομώνυμη ιερά μονή στον Υψηλάντη Βοιωτίας (10ος μ.Χ. αιώνας) για να επακαλουθήσουν σειρά όλη μονών όπως εκείνη στα Καμπιά της Βοιωτίας όπως και αυτή της Κορίτσας Ευρυτανίας.
Η παρουσία του λειψάνου του Ευαγγελιστού Λουκά στην τελευταία αυτή Μονή μαρτυρείται από δύο συγίλια γράμματα που φυλάσσονται στο Ναό. Το ένα του Δοσιθέου, Επισκόπου Λιτζάς και Αγράφων (έδρα της Επισκοπής του οποίου πιστεύεται ότι ήταν εκ περιτροπής ο Κλειτσός και τα Άγραφα), με χρονολογία Απρίλιο του 1795, και δεύτερο του Νεοφύτου Ζ΄, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης (έτος 1799), το οποίο εξεδόθη προς υποστήριξη εράνου για την αποκατάσταση βλαβών του ιερού Ναού και στο οποίο ευκρινώς αναφέρεται ότι τον Ναόν «πλουτεί ιερόν κειμήλιον θαύματος άξιον τον εκ του αγκώνος πήχυν της ζωγραφικής χειρός του αγίου ενδόξου αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά».
Το ότι το ιερόν κειμήλιον είναι «θαύματος άξιον» δεν καταδεικνύεται από φοβερά, τρομερά, εξωπραγματικά ή υπερφυσικά γεγονότα αλλά από την απλή, λιτή και συγχρόνως σκληρή πραγματικότητα, αν αναλογιστεί κανείς τι φοβερούς κινδύνους εξαφανισμού και καταστροφής και τι περιπέτειες και τραγικές καταστάσεις πέρασε αυτό το κειμήλιο για να διασωθεί μέχρι τις ημέρες μας μέσα από άγριο κυνηγητό αλλοεθνών, Τούρκων και Αλβανών που καταβασάνισαν τους καταφρονεμένους αλλά και σκληροτράχηλους ραγιάδες.
Ακόμη και η δική μας η γενιά έζησε το θαύμα της διάσωσης του κειμηλίου τα πέτρινα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης. Όταν το χωριό εκκενώθηκε από τους κατοίκους που μεταφέρθηκαν στην Καρδίτσα και ο καθένας κοίταζε να σώσει τον εαυτό του και την οικογένειά του βρέθηκαν άνθρωποι (οικογένεια Κ. Σαμαρά) να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους προκειμένου να διαφυλάξουν τον θησαυρό αυτόν και να τον επαναφέρουν σώον και ακέραιον στην αρχική του εστία.
Ας σημειωθεί ότι ο θησαυρός αυτός, είτε ως απλή και απέριττη περιέχουσα θήκη είτε ως το σεπτό οστούν δεν έχει ούτε την ελάχιστη οικονομική ή εμπορική αξία, σε αντίθεση με την τεράστια πνευματική αξία που απορρέει από την αφοσίωση και την απόδοση υψίστης τιμής από τους απλούς, βασανισμένους, αλλά μεγαλόψυχους πιστούς.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά στις 18 Οκτωβρίου, την δε κατάθεση των τιμίων λειψάνων του στο Ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως εορτάζει στις 20 Ιουνίου.
Oι πρώτες εικόνες της Παναγίας και ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Πολλοί έχουν τη γνώμη ότι οι πρώτες εικόνες της Παναγίας είναι του Αποστόλου Λουκά. Δεν είναι σωστό αυτό. Οι πρώτες εικόνες της Παναγίας είναι οι αχειροποίητες, δηλαδή χωρίς ανθρώπινο χέρι.
Η παράδοση λέει ότι όταν ζούσε η Παναγία, ο απόστολος Πέτρος και ο Ιωάννης έφτιαξαν μια εκκλησία για τη Παναγία χωρίς η ίδια να το γνωρίζει, στη Λήδα – απέξω από το Τελ Αβίβ – που είναι η πατρίδα του Αγίου Γεωργίου και υπάρχει ο τάφος του. Παρακάλεσαν τότε τη Παναγία να πάει εκεί και να ευλογήσει την Εκκλησία. Εκείνη τους είπε πηγαίνετε και θα με βρείτε εκεί. Οι Απόστολοι νόμισαν πως θα πήγαινε εκεί με κάποιο άλλο μέσο και από ευγένεια και ευσέβεια έσπευσαν γρηγορότερα για να την προλάβουν και να την υποδεχθούν. Όμως όταν μπήκαν μέσα παραδόξως είδαν σε μιά κολόνα στο Ιερό μια εικόνα της Παναγίας με το πρόσωπό της και το σώμα της ολόκληρο.
Αυτή ήταν η πρώτη και αχειροποίητη εικόνα της. Παρόμοια αχειροποίητη εικόνα ήταν και εκείνη του Ιερού Μανδηλίου με τη μορφή του προσώπου του Κυρίου που αποτυπωθηκε από τον ιδρώτα του Χριστού και θεράπευσε το βασιλιά της Εδέσσης Αύγαρο, όταν εκείνος είχε στείλει απεσταλμένους να τον βρούν για να προσευχηθεί γι’ αυτόν.
Υπήρξε και δεύτερη αχειροποίητη εικόνα της Παναγίας: Οι πρώτοι χριστιανοί έφτιαξαν ένα πολύ ωραίο Ναό, αλλά κάποια στιγμή οι Εβραίοι ήθελαν να τον πάρουν. Μετά από διαμάχη τελικά το θέμα έφθασε στα δικαστήρια και επειδή ήταν δύσκολη απόφαση, ο δικαστής ζήτησε να σφραγίσουν τον Ναό και να περιμένουν όλοι κάποιο σημάδι εξ ουρανού. Όταν αργότερα άνοιξαν τον Ναό, είδαν παραδόξως στο αριστερό πάνω μέρος του Ιερού την εικόνα της Παναγίας. Ο δικαστής τότε ρώτησε τι είναι αυτό που βλέπει, και του απάντησαν οι χριστιανοί ότι είναι η μορφή της Παναγίας, της Μαρίας μητρός του Χριστού και Θεού μας και έτσι αποφάσισε να τη δώσουν στους χριστιανούς.
Μετά τις παραπάνω δύο εικόνες που αναφέραμε έρχονται οι εικόνες του Ευαγγελιστού Λουκά. Όμως μόνο τρείς εικόνες που υπάρχουν μέχρι σήμερα είναι του Ευαγγελιστού.
Η μία βρίσκεται στα Καλάβρυτα στο Μέγα Σπήλαιο και είναι από κερί και λιβάνι (κηρομαστίχα) ανάγλυφος, η δεύτερη είναι της Σουμελά κοντά στη Βέροια, είναι με χρώμα και η Τρίτη είναι στη Κύπρο της Παναγίας του Κύκκου και είναι φτιαγμένη με ψηφίδα. Όλες οι άλλες εικόνες που υπάρχουν είναι σύμφωνα με αυτές του Ευαγγελιστού Λουκά και όχι του ίδίου του Λουκά.
Από αυτές τις τρείς έχουν ξεσηκώσει οι αγιογράφοι, ο καθένας με τη τέχνη του, όλες τις άλλες που ανέρχονται κατ’ άλλους σε πενήντα και κατ’ άλλους σε εκατόν είκοσι ή και εκατό πενήντα.
Στη συνέχεια θα αναφέρουμε πως δημιουργήθηκαν αυτές εικόνες.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς ήταν ερασιτέχης ζωγράφος και από ευχαρίστηση και σεβασμό ήθελε να φτιάσει σε μια εικόνα ένα πορτραίτο της Παναγίας. Πήγε μιά μέρα και ρώτησε τη Παναγία να της φτιάξει μια εικόνα και έλαβε την θετική της απάντηση.
Τότε εμφανίσθηκε ο αρχάγγελος Μιχαήλ μεταφέροντας τρία σανίδια και του τα έδωσε. Εκείνος από σεβασμό δεν τον ρώτησε γιατί του έδωσε τρία σανίδια, αφού μιά εικόνα ήθελε να φτιάξει.
Σε λίγο καιρό έφτιαξε μια εικόνα και αμέσως την παρουσίασε στη Παναγία μας.
Εκείνη όταν την είδε του είπε ότι ήταν ωραία, αλλά, πρόσθεσε ότι κάτι λείπει. «Μόνη μου είμαι; Δεν έχω γυιό;» Ο Λουκάς την είχε φτιάσει δεομένη, μόνη της.
Αυτή η εικόνα είναι στα Σουμελά στο συνοικισμό των Ποντίων. Κατόπιν έφτιασε άλλη μία με το Χριστό μαζί, είναι η σημερινή ευρισκόμενη στο Μέγα σπήλαιο στα Καλάβρυτα. Την αποκάλυψε και αυτή στη Παναγία. Εκείνη τον ενεθάρρυνε πως είναι πολύ καλή αλλά.. είχε βάλει το Χριστό μας δεξιά γι’ αυτό λέγεται δεξιοκρατούσα. Όπότε έφτιαξε τη τρίτη εικόνα που είχε βάλει το Χριστό στο άλλο κανονικό χέρι, την ευρισκομένη σήμερα στη Κύπρο και είναι που απεικονίζεται με κεκαλυμμένο το πρόσωπό της. Να λοιπόν τα τρία σανίδια που έφερε στον Ευαγγελιστή Λουκά ο αρχάγγελος που προαναφέραμε.
Τις τρείς αυτές εικόνες τις ευλόγησε η Παναγία μας με το πανάγιό της χέρι και είπε: «Η χάρις του εξ’ εμού γεννηθέντος Κύριού μου και Θεού μου, να είναι μετ’ αυτών» Αυτή η ευλογία, τις διασώζει μέχρι σήμερα μετά από τόση κακία είκοσι αιώνων, διότι είναι αλήθεια ότι δεν είναι τόσο εύκολο οι εικόνες αυτές να παραμένουν τόσους αιώνες, αν δεν υπάρχει η από άνωθεν βοήθειά της.
Με βάση αυτές τις εικόνες έχουμε τις άλλες αντίγραφες εικόνες και από διάφορα ιστορικά περιστατικά έχουμε επίσης πολλές άλλες εικόνες με εξακόσιες περίπου προσωνυμίες κάτω από διάφορα περιστατικά όπως είναι η Παναγία η Τριχερούσα, η Φανερωμένη, του Άξιον Εστί, η Πορταϊτισσα, της Τήνου, η Κανάλα, η Ελευθερώτρια και άλλες.
Συμπερασματικά, οι παραπάνω τρείς αχειροποίητες είκονες, μιά του Κυρίου και δύο της Παναγίας μας, και οι τρείς του Ευαγγελιστού Λουκά, απαντούν στους ασεβείς που δεν δέχονται τις εικόνες.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε, καὶ Εὐαγγελιστὰ Λουκᾶ, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀκέστωρ σοφώτατος, Ἱερομύστα Λουκᾶ, ζωγράφος πανάριστος, τῆς Θεοτόκου Μητρός, ἐδείχθης Ἀπόστολε, ἔγραψας μάκαρ, λόγους, διὰ πνεύματος θείου, ἔδωκας ἐννοῆσαι, συγκατάβασιν ἄκραν, Χριστοῦ τῆς παρουσίας, διὸ πρέσβευε σωθήναι ἠμᾶς.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Λουκᾶν τὸν θεηγόρον καὶ τοῦ Παύλου συνέκδημον καὶ Εὐαγγελίου τοῦ τρίτου συγγραφέα θεόπνευστον, ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν, πιστοί, ὡς ἄξιον ἐργάτην τοῦ Χριστοῦ. Τῷ φωτι γὰρ τοῦ Κυρίου καταυγασθεὶς μετέδωκε φῶς τῷ κόσμῳ. Γράψας τὰς θαυμαστὰς παραβολάς, σύστασιν ἐκκλησίας τε τῇ ἐπελεύσει τοῦ πνεύματος ἱστορησάμενος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μαθητὴς γεvόμενος τοῦ Θεοῦ Λόγου, σὺν τῷ Παύλῳ ἅπασαν, ἐφωταγώγησας τὴv γῆν, καὶ τὴν ἀχλὺν ἀπεδίωξας, τὸ θεῖον γράψας, Χριστοῦ Εὐαγγέλιον.
Ὁ Οἶκος
Ὡς ἰατρὸς καὶ μαθητὴς Λουκᾶ ἠγαπημένος, μυστικῇ χειρουργίᾳ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς μου, καὶ τὰ τοῦ σώματος ὁμοῦ ἴασαι, καὶ δὸς μοι κατὰ πάντα εὐεκτεῖν, καὶ σοῦ τὴν παναοίδιμον γηθόμενος γεραίρειν πανήγυριν, ὄμβροις τε δακρύων, ἀντὶ μύρων τὸ σεπτόν σου καὶ πάντιμον σῶμα καταβρέχειν· ὡς στήλη γὰρ ζωῆς ἐγγεγραμμένη τῷ ναῷ τῷ θαυμαστῷ τῶν Ἀποστόλων πᾶσιν ἐκφώνει, καθάπερ καὶ σὺ τὸ πρῶτον, τὸ θεῖον γράψας Χριστοῦ Εὐαγγέλιον.
Πηγή: Ευγένιος Βούλγαρης, Νεκρός για τον κόσμο, Πνευματικά Θησαυρίσματα, Ορθόδοξος Συναξαριστής