ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Είναι πολύ δύσκολον πράγμα να ομιλήσει κάποιος επαρκώς, όταν αναφέρεται εις τον βίον και την πολιτείαν των αγίων της Εκκλησίας μας, και τούτο διότι δεν διαπραγματεύεται θέματα τα οποία αγγίζουν έργα κοσμικών ανθρώπων, όσο σπουδαία και αν είναι αυτά, αλλά καλείται να διαπραγματευτεί θέματα αγίων ανδρών, οίτινες έκαναν πράξιν την πρόκλησιν και πρόσκλησιν του Θεού: «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ Άγιος ειμί» (Λευιτ. 20,26).
Τέτοιον μέγιστον έργον είναι και το έργον που θα παρουσιάσωμεν εις την συνέχειαν, και το οποίον αποτελείται από τον βίον και τα θαύματα του αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου, ενός εκ των κορυφαίων της Εκκλησιας ημών αγίων, ο οποίος απολαμβάνει πλείστας όσας τιμάς εις ολόκληρον τον Χριστιανικόν κόσμον, εξαιρέτως δε εις την ιδιαιτέραν του πατρίδα την Θεσσαλονίκην, της οποίας τυγχάνει προστάτης μέγιστος και βοηθός και την οποίαν έχει βοηθήσει πολλάκις εις το παρελθόν.
Κατά την διαπραγμάτευσιν του θέματος ευρέθημεν έμπροσθεν πλουσίου υλικού τόσον εκ των πηγών, όσον και εκ πλείστων βοηθημάτων διά την ζωήν του αγίου και την εν γένει πολιτεία του και ευελπιστούμεν ότι κατορθώσαμεν να δώσωμε έστω ολίγα ψήγματα από τον πλούτον της ζωής του αγίου. Τούτο διότι εάν θα ήθελε κάποιος να επεκταθεί εις απάσας τας πτυχάς του έργου του αγίου, το οποίον είναι πολυποίκιλον, θα έπρεπε να διαθέτει πολλήν υπομονήν, επιμονήν, πείσμα και χρόνον καθώς επίσης και πλήθος γραφικής ύλης δια να αντεπεξέλθη σε ένα τέτοιον εγχείρημα.
Όσον αφορά τώρα τα περί της παιδικής ηλικίας του αγίου αι πηγαί μας σιωπούν και έτσι δεν έχομεν επαρκείς πληροφορίας περί αυτής και τούτο δυσχεραίνει την ακριβήν εικόνα της ζωής του αγίου προ του μαρτυρίου του. Επαρκείς πληροφορίας έχομεν εκ της καθόδου του Μαξιμιανού εις την Θεσσαλονίκην, ήτις εγένετο ολίγον τι προ του μαρτυρίου του αγίου, το οποίον μαζί με τον βίον θα παρουσιάσωμεν εις την συνέχειαν της εργασίας μας.
2. ΒΙΟΣ
Ο άγιος ήκμασε περί το 290μ.χ. όταν αυτοκράτορες εις την Ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν ήσαν ο Διοκλητιανός ( 284 – 304) και ο Μαξιμιανός ( 286 – 305 ). Κατήγετο από την πόλιν της Θεσσαλονίκης εξ` αριστοκρατικής οικογενείας και ανετράφη με τα υψηλά διδάγματα του Χριστιανισμού. Ετιμάτο δε όχι τόσον δια την αριστοκρατικήν του καταγωγήν, όσον διά την αρετήν και την αγαθότητα της ψυχής του, ακόμα και ως προς την σωματικήν ωραιότητα ήτο ο ωραιότερος πάντων των συνομηλίκων του. Ήτο ο Δημήτριος «χαρίεις την μορφήν, ψυχήν δε χαριέστερος, ηδύς το φθέγμα τον τρόπον ηδύτερος, γλυκύς τον λόγον, το ήθος δε γλυκύτερος». (Θ.Η.Ε. τομ. 4ος στ. 1050)
Όταν ο Άγιος εμεγάλωσε εφαίνετο ακόμα ευγενέστερος και τιμιώτερος. Ησχολείτο δε με το να καλλιεργεί τας αρετάς του, την φρόνησιν, την εγκράτειαν και την δικαιοσύνην. Κατεγίνετο ακόμα να γυμνάζεται εις τα πολεμικά έργα, διότι η πολεμική τέχνη ετίμα πολύ τους νέους της εποχής εκείνης. Είχε δε αποκτήσει τεραστίαν φήμην όχι μόνον εις την πόλιν του την Θεσσαλονίκην, αλλά και εις όλην την περιφέρειαν αυτής. Την εποχήν εκείνην οι αυτοκράτορες Διοκλητιανός και Μαξιμιανός είχαν ορίσει Καίσαρα, ο οποίος εξουσίαζε την Ελλάδα και την Μακεδονία, τον Μαξιμιανόν τον επονομαζόμενον Γαλέριον. Αυτός είχε λάβει ως σύζυγόν του την θυγατέραν του Διοκλητιανού Βαλερίαν. Αυτός ο Μαξιμιανός ακούσας περί του Δημητρίου και θαυμάσας τας αρετάς του ( Δεν είχε γίνει έτι γνωστόν ότι ο Δημήτριος ήτο Χριστιανός την πίστην ) τον ετίμησε με αξιώματα πολιτικά και στρατιωτικά. Τον διόρισε ανθύπατον της Ελλάδος και στρατηγόν όλης της Θεσσαλίας διότι ήκουσε ότι ήτο φρόνιμος και ανδρείος εις τους πολέμους και ότι η ανδρεία του αύτη και η φρόνησις εσυνδυάζετο με την στρατηγικήν εμπειρίαν. Μετά από αυτήν την τιμήν που του εγένετο ήρχισε πλεον φανερά να λέγει ότι είναι Χριστιανός και να κηρύττει την πίστην του. Την εποχήν εκείνην επίσημος θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήτο η λατρεία των ειδώλων. Οι άνθρωποι ελάτρευαν τους «θεούς» του Ολύμπου , τον Δία τον Απόλλωνα και πολλούς άλλους και ετελούσαν θυσίες προς τιμήν τους. Ο Χριστιανισμός εθεωρείτο ως απαγορευμένη θρησκεία και χωρίς να υπάρχει ειδικό διάταγμα προς τούτο οποιοσδήποτε Χριστιανός εσυλλαμβάνετο αρκούσε και μόνη η ομολογία του ότι ήτο Χριστιανός και οδηγείτο να θυσιάσει εις τα είδωλα. Αν ηρνείτο την θυσίαν οδηγείτο εις τον τόπον του μαρτυρίου και εθανατώνετο με βασανιστήρια. ( Βλασίου Ι. Φειδά Εκκλησιαστική Ιστορία Τόμος Α`. Αθήναι 1992) Πολλοί Χριστιανοί, οι οποίοι δεν διέθεταν την ψυχικήν δύναμιν να ανθέξουν εις αυτά απαρνούντο την θρησκείαν τους και προσχωρούσαν εις την ειδωλολατρείαν. Ο Δημήτριος έχων εις την καρδίαν του την προτροπήν του Αποστόλου ( Β` Τιμ. 4,2 ) είχε δημιουργήσει πέριξ αυτού έναν κύκλον μαθητών, νέων εις την ηλικίαν, και εδίδασκε εις τα Δυτικά της πόλεως εις την λεγομένην Χαλκευτικήν Στοάν υπό τας υπογείους καμάρας πλησίον του Δημοσίου Λουτρού. Μεταξύ των μαθητών αυτού ήτο και ο Νέστωρ και η φράσις του «Ο Θεός του Δημητρίου βοήθει μοι» ( Βίκτ. Ματθαίου Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας Οκτώβριος σελ. 599 ) δείχνει ότι αυτός πράγματι είχε οδηγηθεί εις την Χριστιανικήν πίστιν υπό του Δημητρίου. Κύριον έργον του Αγίου ήτο να καταφέρει να κάνει πράξιν την εντολήν του Κυρίου ( Ματθ. 13,8 ) ώστε να σπείρει τον Λόγον του Θεού εις τας ψυχάς αυτών που τον ήκουον και προς τους οποίους έλεγε ότι ο άνθρωπος εδημιουργήθη υπό του Θεού αθάνατος και ετέθη εις τον παράδεισον δια να χαίρει και να εντρυφά εν αυτώ. O Διάβολος όμως από φθόνο παρέσυρε αυτόν εις την βρώσιν του απαγορευμένου καρπού, παρέβη την εντολήν του Θεού ( Γεν. 2,17 ) και ο Θεός από αγάπην και πάλιν κινούμενος «ίνα μη το γενόμενον απόλλυται» ( Ηλία Μουτσούλα, Κίμ. Παπαχριστοπούλου << Ο Μέγας Αθανάσιος >> Έκδοσις Αποστ. Διακονίας Εκκλησίας της Ελλάδος Αθήναι 1974 σελ. 140 ) εξώρισεν αυτόν από του παραδείσου της τρυφής εις τον κόσμον τούτον. Δεν τον εγκατέλειψεν όμως αβοήθητον εις τας μεθοδείας του διαβόλου αλλά θέλων να αναβιβάσει αυτόν εις την προτέραν μακαριότητα απέστειλε τον Υιόν Αυτού τον μονογενή, ο οποίος ενηνθρώπησεν, έλαβε δηλαδή σάρκα εκ της Αγίας Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, εγένετο τέλειος άνθρωπος, καθώς και ημείς, άνευ όμως της αμαρτίας, εσταυρώθη, εθανατώθη και ανελήφθη εις τους ουρανούς και ότι πρόκειται να έλθη πάλιν δια να κρίνη τον κόσμον κατά την Δευτέραν παρουσίαν και να αποδώση εκάστω κατά τα έργα αυτού. ( Αποκ. 22,12 και Ματθ. 25,31—46 ).
3. ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Ο Σατανάς, ο οποίος εξ αρχής υπήρξεν ανθρωποκτόνος και ο οποίος μισεί τα έργα του φωτός, βλέπων ότι οι μεν Χριστιανοί ηυξάνοντο, οι δε ειδωλολάτραι ηλαττούντο κατάφερε ώστε ο άγιος να συκοφαντηθή δια την εις Χριστόν πίστιν του εις τον αυτοκράτορα Μαξιμιανόν, ο οποίος υποτάξας τους Σκύθας και Σαυρομάτας υπό την εξουσίαν της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατήλθε και διέτριβε εις την των Θεσσαλονικέων πόλιν. Ο βασιλεύς ως ήκουσε παρά των ειδωλολατρών, ότι ο Δημήτριος ήτο Χριστιανός κατ` αρχάς μεν ελυπήθη διότι θα έχανε έναν τόσον ικανόν και άξιον άνθρωπον. Έπειτα όμως θέλοντας να μάθει παρά του ιδίου την αλήθειαν προσέταξε να φέρουν ενώπιόν του τον άγιον. ΟΙ Ειδωλολάτραι επορεύθησαν και μετ` ολίγον εύρον τον άγιον διδάσκοντα και συλλαβόντες αυτόν τον οδήγησαν έμπροσθεν του ηγεμόνος. Ο άγιος έστη έμπροσθεν του ηγεμόνος με θάρρος και γενναιότητα και τοσούτον χαίρων και ευφραινόμενος ώστε το πρόσωπον αυτού εφαίνετο ωσεί πρόσωπον αγγέλου. ( Πράξ. Αποστ. 6,15 ). Ο βασιλεύς ατενίζων προς τον άγιον είπε:
› Τέτοια τιμή ανέμενον από σού να μου δώσεις; Έτσι ήλπιζα να με τιμάς ώστε σε ανεβίβασα εις τέτοιον μέγιστον βαθμόν;
Αφού ήκουσε τούτα τα λόγια ο άγιος από τον βασιλέα του απεκρίθη:
› Βασιλεύ ουδόλως αρνούμαι ότι τιμώ την βασιλείαν σου, όμως περισσότερον τιμώ τον Θεόν όστις είναι βασιλεύς ουρανού και γης.
Ο βασιλεύς ηρώτησε:
› Και ποίος είναι αυτός ο βασιλεύς σου και Θεός;
Ο άγιος απεκρίθη:
› Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ο Θεός μου.
Ο βασιλεύς του είπε:
› Ώστε λοιπόν αυτόν πιστεύεις σύ ως θεόν σου και βασιλέα; Τι καλόν είδες από τον Χριστόν σου ώστε να τον έχεις εις τέτοιαν εκτίμησιν; Δεν είναι θεοί ο Δίας, ο Απόλλων και οι άλλοι; Αυτήν την τιμήν αποδίδεις εις εμέ που σε ετίμησα κατά αυτόν τον τρόπον; Δι` αυτό λοιπόν και εγώ θα σου ανταποδώσω την αχαριστίαν σου με βασάνους και τιμωρίας δια να μάθεις ποίος είμαι και αν θα σε βοηθήσει ο θεός σου.
Ο άγιος απεκρίθη:
› Βασιλεύ, ο θάνατος με τον οποίον με απειλείς δεν με φοβίζει, μάλλον δε μέ χαροποιεί διότι με αυτόν θα ευρεθώ πιο σύντομα κοντά εις τον Χριστόν, τον οποίον λατρεύω ως Θεόν μου.
Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς οργίσθη τόσον πολύ ώστε εκέλευσε να φυλακίσουν αμέσως τον άγιον. Δεν εθανάτωσε αυτόν διότι εσυλλογίσθη ότι ο άγιος οδηγούμενος εις την φυλακήν και τα βασανιστήρια ηδύνατο να μεταβάλλει γνώμιν και να μεταστραφεί εις την ειδωλολατρείαν. Έλαβον λοιπόν οι στρατιώται τον άγιον και τον οδήγησαν όχι εις την κανονικήν φυλακήν αλλά εις ένα ακάθαρτον μέρος το οποίον εχρησίμευε παλαιότερον δια λουτρόν και που τώρα εχύνοντο τα περιττώματα. Εισερχόμενος δε ο άγιος εντός αυτής της φυλακής είδε σκορπίον μέγαν, εις τον οποίον είχεν εισέλθει ο σατανάς με σκοπόν να τον κεντρίσει και έτσι να αποθάνει άδοξα, να βαδίζει επάνω του. Ο άγιος όμως έκανε το σημείον του Σταυρού και επεκαλέσθη τα λόγια του Ιησού ( Λουκ. 10,19 ) και ώ του θαύματος ο σκορπιός έπεσε κάτω νεκρός. Ευθύς δε άγγελος Κυρίου ενεφανίσθη και έθηκε επί της κεφαλής του Μάρτυρος στέφανον ειπών:
› Ειρήνη σοι αθλητά του Χριστού, ίσχυε και ανδρίζου. ( Migne P.G.. 116,1192 c )
Ο δε άγιος ήρχισε να προσεύχεται λέγων:
› Ο Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες, κύριε εις το βοηθήσαι μοι σπεύσον. Ότι σύ ει η υπομονή μου, Κύριε, η ελπίς μου εκ νεότητός μου. Επί σε επεστηρίχθην από γαστρός, εκ κοιλίας μητρός μου σύ μου εί σκεπαστής. Ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω. Δια τούτο αγαλλιάσεται τα χείλη μου, όταν ψάλλω σοι, και η γλώσσα μου όλην την ημέραν μελετήσει την δικαιοσύνην σου. ( Migne P.G.. 116,1192 A-B ).
Oι στρατιώται μετά τον εγκλεισμόν του Αγίου εις την φυλακήν επέστρεψαν ευχαριστημένοι εις τον βασιλέα και ανέφεραν εις αυτόν ότι εξετέλεσαν την διαταγήν του. Ο βασιλεύς εχάρη και διέταξε να εκτελέσουν τότε τον αγώνα του πεντάθλου, άθλημα το οποίον είχε θεσπισθή και καθιερωθή υπό των Ελλήνων. Εις το άθλημα τούτο δεν προεβλέπετο όμως εις τους νικηθέντας θάνατος και μάλιστα δια ξίφους πλην ενός αγωνίσματος του παγκρατίου, το οποίον ήτο σκληρόν άθλημα σώμα με σώμα και εις το οποίον προεβλέπετο θάνατος δια πνιγμού αν προηγουμένως ο ηττηθείς δεν ανεγνώριζε την ήτταν του. Ίσως την εποχήν που εγένετο το πένταθλον επί Μαξιμιανού να είχε εκπέσει το άθλημα τούτο από την προτέραν του αίγλην και δόξαν. ( Περισσότερα περί του αγωνίσματος τούτου βλέπε εις το Εγκυκλ. Λεξικόν Ελευθερουδάκη τόμοι: Δεύτερος σελ. 495, Δέκατος σελ. 327 και 578). Ταύτα λοιπόν τα αγωνίσματα εκέλευσε ο βασιλεύς να τελεσθούν και ο οποίος εκάθητο και παρακολουθούσε από ένα υψηλόν μέρος, δια να βλέπει άπαντα όσα θα εδιαδραματίζοντο. Υπήρχε τότε ένας άνθρωπος από αυτούς που ηγωνίζοντο και ο οποίος υπερέβαλλε πάντας εις την σωματικήν ρώμην ούτως ώστε ουδείς ετόλμα να τον αντιμετωπίσει. Αυτός κατήγετο από κάποια πόλιν της Σκυθίας ονομαζομένην Ουάνδαλα και ήτο φίλος του βασιλέως, το δε όνομα αυτού Λυαίος και τον οποίον ο βασιλεύς δια τας πολλάς νίκας του ετίμα πολύ και είχε χαρίσει εις αυτόν αρκετά δώρα. Ο Λυαίος δια των κηρύκων καλούσε να εύρει μονομάχους υποσχόμενος εις αυτούς πλούσια δώρα. Κάποιος νέος όμως της Θεσσαλονίκης, ωραίος εις την όψιν, ο οποίος ήτο μαθητής του Δημητρίου και κρυπτοχριστιανός βλέπων τον Λυαίον να φονεύει τους ανθρώπους κατ` αυτόν τον τρόπον και τον βασιλέα να υπερηφανεύεται και μη αντέχων να βλέπει το όνομα του Θεού να βλασφημείται προσέτρεξε εις το Λουτρόν όπου ήτο φυλακισμένος ο άγιος και πεσών παρά τους πόδας αυτού έλεγε:
› Δούλε του Θεού Δημήτριε βούλομαι τω Λυαίω μονομαχήσαι αλλ` εύξαι μοι τον Χριστόν ονομάσας. ( Migne P.G., 1177 C ).
Ο άγιος ευλόγησε τον νέον ποιών το σημείον του σταυρού επί του μετώπου αυτού και προφητικώς ειπών:
› Και τον Λυαίον θέλεις νικήσει, και δια τον Χριστόν θέλεις μαρτυρήσει. ( Νικοδ. Αγιορείτου Συναξαριστής Δώδεκα μηνών του Ενιαυτού σελ. 161 ).
Ο Νέστωρ ευχαριστών τον άγιον φεύγει και τρέχει προς το στάδιον, όπου ήτο ο Λυαίος. Εισελθών εις αυτό και ρίψας τον χιτώνα αυτού κάτω έστη έμπροσθεν του βασιλέως και του εξέφρασε την επιθυμίαν του να παλαίσει με τον φοβερό γίγαντα Λυαίο. Ο βασιλεύς ευθύς ως ήκουσε τον Νέστορα να προσκαλεί τον Λυαίον δια πάλην και βλέπων το νεαρόν της ηλικίας του απεκρίθη:
› Νέε δεν λυπάσαι την ζωήν σου και την νεότητά σου και ήλθες να αγωνιστείς με τον Λυαίο; Μήπως δεν γνωρίζεις πόσους έως τώρα έχει φονεύσει; Μήπως αναγκάζεσαι να αγωνιστείς ένεκα πτωχείας δια να πλουτίσεις; Αν συμβαίνει αυτό μην εκθέτεις την ζωήν σου εις κίνδυνον διότι θα σε πλουτίσω εγώ.
Αφού ήκουσε ο Νέστωρ αυτά από τον βασιλέα του απεκρίθη:
› Βασιλεύ και πλούτον έχω και δεν καταφρονώ την ζωήν μου αλλά θέλω να αποκτήσω δόξαν νικώντας τον Λυαίο διότι άνευ αυτής τα πλούτη δεν μου είναι αρκετά.
Ο Λυαίος ο οποίος δεν καταδεχόταν να αγωνιστεί με έναν τέτοιον ανίσχυρον αντίπαλον, όπως νόμιζε τον Νέστορα, ευθύς ως ήκουσε τα υπερήφανα λόγια του εξοργίσθη τόσον πολύ ώστε φώναξε τον Νέστορα και ητοιμάσθη να τον φονεύσει. Ο Νέστωρ βάδισε προς αυτόν, εποίησε το σημείον του σταυρού και αναβλέψας εις τον ουρανόν είπε:
› Ο Θεός Δημητρίου του δούλου σου και ο ηγαπημένος σου παις Ιησούς Χριστός, ο υποτάξας Γολιάθ τον αλλόφυλον τω πιστώ Δαυίδ, αυτός κατάβαλε το θράσος του Λυαίου και Μαξιμιανού του τυράννου. ( Migne P.G. 116,1180 C ).
Αφού αποτελείωσε τούτα τα λόγια τρέχει και συμπλέκεται με τον Λυαίον. Αποφεύγει τα κτυπήματά του και ευθύς τον κτυπά εις την καρδίαν με τον ακινάτην ( Ακινάτης-ου-acinaces- Περσική λέξις, βραχύ και ευθύ ξίφος.—Λεξικόν αρχ. ελλην. γλώσσης. Ιωάν. Σταματάκου, σελ. 50 ) και τον σωριάζει κάτω νεκρόν. Ορώντες άπαντες τούτο το παράδοξον γεγονός εταράχθησαν σφόδρα και ο βασιλεύς συνεταράχθη τόσον πολύ, ως να είχε χάσει την βασιλείαν του. Διέταξε τους στρατιώτας του να του παρουσιάσουν έμπροσθέν του τον Νέστορα και του είπε:
› Τι μάγια εχρησιμοποίησες ώστε να καταβάλλεις τον Λυαίον διότι δεν είναι δυνατόν μόνος σου να κατόρθωσες τούτο. Εις το παρελθόν ο Λυαίος έχει φονεύσει ισχυροτέρους από σένα.
Ο Νέστωρ απεκρίθη:
› Με καμμία μαγεία δεν κατόρθωσα τούτο αλλ` ο θεός του Δημητρίου, ο Θεός των Χριστιανών, ούτος απέστειλε άγγελον εξ ουρανού και βοήθησε το χέρι μου ώστε να φονεύσω τον ειδωλολάτρη και αλαζόνα Λυαίο.
Ο βασιλεύς ακούσας ταύτα οργίσθη και διέταξε τους στρατιώτας του να τον οδηγήσουν εις τα Δυτικά μέρη της πόλεως εις την επονομαζομένην Χρυσήν πύλην όπου τον εφόνευσαν αποκόπτοντάς του την κεφαλήν δια ξίφους και ούτως εκτήσατο τον στέφανον του μαρτυρίου. Οι άρχοντες οι πλησίον ευρισκόμενοι εις τον βασιλέα διαβάλλουν ως αίτιον του θανάτου του Λυαίου τον Δημήτριον, ο οποίος ευρίσκετο εν τη φυλακή και ο βασιλεύς προστάσσει να φονευφεί ο άγιος. Οι στρατιώται πράγματι εκτελούν την εντολήν του αυτοκράτορος, έρχονται εις την φυλακήν και κατατρυπούν την πλευράν του αγίου δια πολλών λογχών και ούτως ο άγιος έλαβε παρά του αγωνοθέτου θεού τον στέφανον του μαρτυρίου και ηξιώθη, ως λέγει το μεγαλυνάριόν του, να τρωθή την πλευράν ως ο Δεσπότης. ( Βίκτωρος Ματθαίου, Μέγας Συναξαριστής της ορθ. Εκκλησίας σελ. 590 ). Μερικοί δε ευλαβείς Χριστιανοί εισελθόντες κρυφίως εκεί όπου έκειτο το σώμα του μάρτυρος το παρέλαβαν και το ενεταφίασαν με τιμάς παρά τον τόπον του μαρτυρίου. Κάποιος φίλος του αγίου ονόματι Λούπος, ο οποίος παρευρίσκετο εις το μαρτύριον του αγίου έβγαλε το δακτυλίδιον του αγίου από το δεξιόν δάκτυλον και λαβών το μανδήλιον και το επανωφόριον του αγίου και εμβάψας αυτά εις το αίμα του εποίει πολλά θαύματα. Ο βασιλεύς μαθών περί αυτών απέστειλε στρατιώτας και απεκεφάλισε αυτόν εις το μέρος το οποίον ονομάζετο Τριβουνάλιον. Η Εκκλησία τίμησε τον άγιο Μεγαλομάρτυρα, τον κατέταξε εις την χορείαν των αγίων εις την εν ουρανοίς θριαμβεύουσαν εκκλησίαν και καθιέρωσε η μνήμη του μάρτυρος να τιμάται πανηγυρικώς την εικοστήν έκτην Οκτωβρίου εκάστου έτους και μετά του λαού ψάλλει το Απολυτίκιόν του.
4. ΑΠΟΚΡΥΦΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Εις ένα χειρόγραφον του ΙΣΤ` αιώνος της πατριαρχικής βιβλιοθήκης του Κάρλοβιτς ευρέθη κάποιος βίος του αγίου Δημητρίου και εχαρακτηρίσθη υπό του K. Radcenko που τον εξέδωσε ως απόκρυφος. ( Αντ. Μ. Παπαδοπούλου Ο Άγιος Δημήτριος εις την Ελλην. Και Βουλγ. Παράδοσιν σελ. 86 ). Ο απόκρυφος ούτος βίος χρονολογείται από τον ΙΔ` αιώνα και η υπόθεσίς του είναι αύτη:
Κατά την εποχή που ήτο βασιλεύς εις την Ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν ο Μαξιμιανός ήλθαν εις την Θεσσαλονίκην οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος δια να κηρύξουν τον Χριστιανισμόν. Όταν εισήλθαν εντός της πόλεως ήτο εσπέρα και ο ήλιος επλησίαζε εις την δύσιν του. Κουρασμένοι δε καθώς ήσαν εκάθησαν παρά την πύλην της πόλεως δια να αναπαυθούν και να πληροφορηθούν ποίους θεούς ελάτρευαν οι άνθρωποι, οι οποίοι διέμεναν εντός αυτής. Έτσι επληροφορήθησαν ότι οι περισσότερο τιμώμενοι θεοί ήσαν ο Απόλλων, ο Ηρακλής και η Άρτεμις. Προχωρώντας εις την συνέχεια εντός της πόλεως εσκέφθησαν να επισκεφθούν τον έπαρχον της πόλεως Θεόδωρον, που ήτο Βούλγαρος, ενώ η σύζυγος αυτού Ελληνίς, δια να αποκτήσουν συνεργάτας. Ο αυτοκράτωρ πληροφορηθείς περί της ελεύσεως των δύο Αποστόλων εκάλεσε τον έπαρχον προκειμένου να του δώσει εντολήν να ανεύρει τους Αποστόλους. Εις την συνέχεια οι Απόστολοι επεσκέφθησαν τον έπαρχον εις την οικίαν του και του εγνώρισαν ποίοι ήσαν. Παρακάλεσαν τούτον να μην παραδώσει αυτούς εις τον αυτοκράτορα αλλά να πιστεύσει εις τον αληθινόν θεόν και ο θεός θα ικανοποιήσει την επιθυμίαν του να αποκτήσει τέκνον. Ο έπαρχος επίστευσε και εγένετο Χριστιανός, ομοίως δε και η σύζυγος αυτού και οι υπηρέται αυτού. O γεννηθείς υιός του Θεοδώρου ονομάσθη Δημήτριος. Αφ` ότου εμεγάλωσε εγένετο γνωστός δια τα πνευματικά και ψυχικά του χαρίσματα. Ο Μαξιμιανός πληροφορηθείς περί αυτού τον εκάλεσε πλησίον του και κατά την διάρκειαν των μαχών εναντίον των Σαρακηνών και Χαλδαίων τον διόρισε Στρατηγόν. Ο Δημήτριος προσκάλεσε τους Στρατιωτικούς που ήσαν εις την υπηρεσίαν του να ασπασθούν τον Χριστιανισμόν. Πληροφορηθέντων τούτων ο αυτοκράτωρ εκάλεσε τον Δημήτριον κοντά του αλλ` αυτός απέστειλε προς τον αυτοκράτορα τον δούλον του Νέστορα. Επακολουθεί η νικηφόρος πάλη του Νέστορος, όστις κατατροπώνει τον Λυαίον. Εν συνεχεία καταφθάνει έφιππος ο Δημήτριος εις τον αυτοκράτορα. Ούτος τον προτρέπει να απαρνηθεί τον Χριστόν και να τελέσει θυσίας εις τα είδωλα. Αυτός όμως αρνείται και ο Μαξιμιανός διατάζει την θανάτωσίν του. Το σώμα του θάπτεται εντός φρέατος ευρισκομένου εις την κατοικίαν του πατρός του.
Τυγχάνει απορίας άξιον εν προκειμένω τόσον οι αναχρονισμοί και οι συγχύσεις όσον και η εις τέτοιον βαθμόν υπογραμιζομένη Βουλγαρική καταγωγή του αγίου Δημητρίου, ότι δηλαδή ο πατήρ του ήτο Βούλγαρος εκτελών χρέη επάρχου εν τη Θεσσαλονίκη. Η εξήγησις βεβαίως αύτη δεν είναι δύσκολον να ευρεθεί. Οι Βούλγαροι επεχείρησαν να προβάλλουν τον άγιον Δημήτριον προστάτη των άγιον και εκ της ιδικής των μάλιστα καταγωγής καθ` όλην την διάρκειαν του Δευτέρου Βουλγαρικού κράτους ως επίσης τους Κύριλλον και Μεθόδιον τους Έλληνας Ιεραποστόλους ως Βουλγάρους ως έδειξεν ο Αντ. Αιμ. Ταχιάος. ( Αντ. Αιμ. Ταχιάος, Κύριλλος και Μεθόδιος οι εκ Θεσσαλονίκης σελ. 32 και 206 ). Εξ αυτού γίνεται φανερόν ότι οι Βούλγαροι ως ορθόδοξοι υιοθέτησαν τον Άγιον Δημήτριον διότι ησθάνοντο την ανάγκην να δημιουργήσουν άγιον προστάτην. Μην μπορώντας να ανεύρουν εκ της ιδικής των ιστορίας τοιούτον εστράφησαν προς τους Έλληνας και εσφετερίσθησαν τον άγιον Δημήτριον ούτως ώστε να ανταγωνισθούν περισσότερον αυτούς. ( Αντ. Μ. Παπαδοπούλου Ο Άγιος Δημήτριος εις την Ελληνικήν και Βουλγαρικήν παράδοσιν σελ.89.
5.ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Μετά τον θάνατον του αγίου θέλων ο Θεός να τον δοξάσει έτι περισσότερον οικονόμησε έτσι τα πράγματα ούτως ώστε όλος ο κόσμος να γίνει γνώστης των θαυμάτων του αγίου. Πλήθος θαυμάτων αναφέρονται εις τον άγιον Δημήτριον και σε πολλά εξ αυτών διαφαίνεται η δυναμική του παρουσία εις την πόλιν του εις την οποίαν έχει τεθεί ως προστάτης, την ποίαν εις το παρελθόν πολλάκις έσωσεν από βαρβαρικάς επιδρομάς.
Το πρώτο σημείον και το πρώτον θαύμα το οποίον εφανέρωσε ότι ο άγιος Δημήτριος κατετάγη εις την χορείαν των αγίων και μακαρίων και των εις το Δείπνον του Γάμου του Αρνίου κεκλημένων ( Αποκάλυψις Ιωάννου 19,9 ) υπήρξεν η έκχυσις Μύρου εκ του σώματος του αγίου και εκ των σημείων όπου επλήγη υπό των λογχών των ειδωλολατρών και το οποίον ήτο ανεξάντλητον. Τούτο το μύρον είχε τοιαύτην δύναμιν ώστε να προξενεί πολλάς ιάσεις εις πάσχοντας δι` αυτό και οι πιστοί προσέτρεχαν εις τον άγιον και ζητούσαν την βοήθειάν του.
Όταν απέθανε ο Μαξιμιανός, ο ειδωλολάτρης εκείνος αυτοκράτωρ, εις τον θρόνον ανήλθε ο γνωστός εις όλους ημάς, ο οποίος εθεμελίωσε και βοήθησε τον Χριστιανισμόν, όσον κανένας άλλος, Κωνσταντίνος ο επονομασθείς και Μέγας. Εις την υπηρεσίαν του υπήρχε κάποιος στρατηγός ονόματι Λεόντιος και ο οποίος ησθένει βαρέως, ώστε ουδείς ιατρός ηδύνατο θεραπεύσαι αυτόν. Πληροφορηθέντος αυτού ότι ο άγιος Δημήτριος ποιεί πολλά θαύματα και ιάσεις, ζήτησε παρά των υπηρετών του και τον έφεραν εις το μέρος όπου έκειτο το λείψανον του αγίου και ευθύς προσέπεσε και ζήτησε την βοήθειαν του αγίου και ω του θαύματος, ιάθη πλήρως υπό του αγίου και ως πλήρης υποχρεωμένος εις τον άγιον με χρήματά του ανήγειρε Ναόν εις την Θεσσαλονίκην προς τιμήν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. ( Ο Ναός ούτος επί Τουρκοκρατίας μετετράπη εις Μουσουλμανικόν Τέμενος. Μετά την απελευθέρωσιν της Θεσσαλονίκης το 1912 επανήλθε εις τους Χριστιανούς και κατεστράφη εκ πυρκαϊάς το έτος 1917. Αργότερα ανοικοδομήθη μεγαλοπρεπέστατος και αποτελεί κόσμημα της Θεσσαλονίκης Βίκτωρος Ματθαίου Μέγας Συναξαριστής σελ. 601 ). Εις την συνέχειαν θέλων να επιστρέψει εις την επαρχίαν του επεθύμησε να λάβει ένα τεμάχιον εκ του λειψάνου του αγίου δια να κτίσει Ναόν και εις την επαρχίαν του. Όμως ο άγιος εμφανισθείς κατ` όναρ εις αυτόν τον προτρέπει να μην πειράξει το λείψανόν του. Ο Λεόντιος συνεμορφώθη με την προσταγήν του αγίου και αντί τεμαχίου λειψάνου έλαβε χώμα εκ του τάφου του αγίου, το δακτυλίδιον και το μανδήλιον, τα οποία προηγουμένως είχεν ο Λούπος και τα έθεσε όλα εις ένα κιβώτιον. Μόλις δε έφθασε εις τον Δούναβιν ποταμόν, εύρε αυτόν πλημυρισμένον και δεν ηδύνατο να τον διαβεί και ετέλει εν απορία. Την νύκτα εμφανισθείς ο Άγιος εις τον ύπνον του τον προτρέπει να λάβει το κιβώτιον ανά χείρας και να διαβεί αφόβως αυτός και οι μετ` αυτού τον ποταμόν, όπερ και εγένετο και έφθασε εις την επαρχίαν του όπου και ανοικοδόμησε και άλλον Ναόν προς τιμήν του αγίου.
Όταν αυτοκράτωρ εις το Βυζάντιον ήτο ο Ιουστινιανός θέλησε να λάβει κάποιο τεμάχιον εκ του λειψάνου του αγίου ούτως ώστε να έχει αυτό αφ` ενός μεν ως βοήθειαν και σωτηρίαν του και αφ` ετέρου επειδή είχε ανεγείρει τον γνωστόν Ναόν της του Θεού Σοφίας επιθυμούσε να μην ελλείπει από εκεί και τμήμα του λειψάνου του αγίου. Απέστειλε λοιπόν εμπίστους ανθρώπους εις την Θεσσαλονίκην να πραγματοποιήσουν τούτο. Ελθόντων δε τούτων εις την πόλιν έκαναν γνωστόν εις τους Θεσσαλονικείς το θέλημα του βασιλέως. Οι Θεσσαλονικείς απήντησαν εις αυτούς ότι οι ίδιοι ουδέποτε θα ετόλμων να πράξουν τέτοιο πράγμα και συνέστησαν εις αυτούς να το πράξουν οι ίδιοι εάν επιθυμούν. Οι άνθρωποι του βασιλέως ήρχισαν να σκάπτουν τον τάφον του αγίου και φθάσαντες έμπροσθεν της λάρνακος, ήτις περιείχε το τίμιον λείψανον, ητοιμάζοντο να λάβουν τμήμα του λειψάνου. Αίφνης όμως ενεφανίσθη μία μεγάλη φλόγα και απειλούσε να τους κατακαύσει, συγχρόνως δε φωνή ηκούσθη λέγουσα:
› Περισσότερον μη σκάψητε.
( Βίκτωρος Ματθαίου Μέγας Συναξαριστής Ορθ. Εκκλησίας σελ. 605 ). Βλέποντες ταύτα οι άνθρωποι του βασιλέως έπεσαν χαμαί και εδέοντο εις τον άγιον να μην τους προξενήσει κακό. Ύστερον δε από αρκετήν ώραν ηγέρθησαν, έλαβαν χώμα από τον τάφον του αγίου και ανεχώρησαν δια τον βασιλέα εις τον οποίον και εξέθεσαν τα όσα είδον.
Κατά τον έβδομον αιώνα όπως μας πληροφορεί ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ιωάννης ( Αντ. Παπαδοπούλου Ο Άγιος Δημήτριος εις την Ελληνικήν και Βουλγ. Παράδοσιν σελ. 43 ) ενέσκηψε λιμός μέγας εις την Θεσσαλονίκην. Ούτος συνέβη μετά την μεγάλη Αβαροσλαβική πολιορκία και είχε διαδοθεί ότι η πόλις είχε πέσει εις τας χείρας των βαρβάρων. Ως εκ τούτου κανένα πλοίον δεν προσέγγιζε προς την Θεσσαλονίκην δια την μεταφοράν σίτου. Κάποιο πλοίο μεταφέρον σίτον έβαινε προς την Κωνσταντινούπολιν. Εις τον πλοίαρχον τούτου του πλοίου ενεφανίσθη ο άγιος Δημήτριος και προέτρεψεν αυτόν να αλλάξει πορείαν και να καταπλεύσει εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης, δια να μεταφέρει τον σίτον εις τους διατρέχοντας τον κίνδυνον Θεσσαλονικείς. Πράγματι ο πλοίαρχος ήλλαξε κατεύθυνσιν και ελθών εις την Θεσσαλονίκην άφησε το φορτίον του και ούτως έσωσε την πόλιν εκ βεβαίας καταστροφής.
Εις τα μέρη της Καππαδοκίας ήτο κάποιος γεωργός όστις εκαθάριζε τον αγρόν του. Εκεί όπου εκαθάριζε αυτόν εύρε πολλάς πέτρας, σημείον ότι εκεί ευρίσκοντο θεμέλια παλαιού κτίσματος και ήρχισε να καταστρέφει αυτά. Ευθύς όμως ενεφανίσθη κάποιος ωραιότατος νέος, έφιππος, έχων Στρατιωτικήν περιβολήν και επετίμησε τον γεωργόν λέγων προς αυτόν ότι κατέστρεφε τον οίκον του και του απεκάλυψε ότι ήτο ο Μεγαλομάρτυς Δημήτριος. Ακούσας ταύτα ο γεωργός εφοβήθη και απεχώρησε εκ του τόπου εκείνου ακολουθών την οδόν δια την οικίαν του. Ειδόντες αυτόν εις τέτοιαν σύγχυσιν και αναστάτωσιν οι συγγενείς αυτού ζήτησαν από αυτόν να πληροφορηθούν δια την αιτίαν της συγχύσεως. Αυτός απεκάλυψεν εις αυτούς άπαντα τα διαδραματισθέντα. Αμέσως κίνησαν να εύρουν το μέρος όπου ευρίσκοντο τα θεμέλια. Αφού έφθασαν εκεί εκαθάρισαν το μέρος και αντελήφθησαν ότι παλαιότερον εκεί υπήρχε εκκλησία, ήτις είχε καταστραφεί. Μετά δε ταύτα ανήγειραν εκκλησία προς τιμήν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου και εντός αυτής έθεσαν Μέγαν Σταυρόν δια να συμβολίζει τον Μάρτυρα, διότι και ο άγιος με την δύναμιν του Σταυρού ενίκησε την πλάνην των ειδώλων. Εζωγράφησαν δε εις μίαν εικόνα τον Σταυρόν και τον άγιον και εξ` αυτού του πράγματος ονομάσθη η εκκλησία εκείνη του αγίου Δημητρίου του Σταυρικού και ετελούντο πλείστα θαύματα υπό του αγίου.
Κάποιος ασκητής ακούσας ότι ο τάφος του αγίου αναβλύζει άφθονον μύρον δεν επείσθη διότι εσυλλογίζετο ότι και εις το παρελθόν και άλλοι είχαν μαρτυρίσει δια τον Χριστόν και όμως εκ των τάφων των ουδέποτε ανέβλυσε μύρον. Κάποια νύκτα αφού ο ασκητής αποτελείωσε την ακολουθίαν του και έπεσε να κοιμηθεί είδε εις τον ύπνον του ότι ευρέθη εις την Θεσσαλονίκην, εις την εκκλησίαν του αγίου και εντός αυτής υπήρχε κάποιος όστις εκράτει τας κλείς του τάφου του αγίου και τον οποίον παρεκάλεσε να του ανοίξει δια να προσκυνήσει. Πράγματι ούτος επραγματοποίησε την επιθυμίαν του ασκητού και ήνοιξε τον τάφον. Ενώ δε προσεκύνει είδεν ότι ο τάφος ήτο πλήρης Μύρου. Παρεκάλεσε τότε τον φύλακα να τον βοηθήσει να σκάψουν δια να ιδεί από πού ήρχετο το μύρον. Ενώ δε έσκαπτον αντίκρυσαν μέγα μάρμαρον, το οποίον και ήγειραν και εφάνη το σώμα του αγίου λαμπρόν και ωραίον και εκ του οποίου ανέβλυζε μύρον. Ο ασκητής φοβηθείς μην πνιγεί εκ της μεγίστης ποσότητος του μύρου έκραξε φωνή μεγάλη και είπε:
› Άγιε Δημήτριε βοήθει.
Μετά την φωνήν ηγέρθη εκ του ύπνου και αντελήφθη ότι ήτο πλήρης αυτός και τα ενδύματά του εκ του μύρου. Μετά δε τούτο άφησε το ασκητήριόν του και ήλθεν εις την Θεσσαλονίκην κηρύττων το θαύμα και δοξάζων τον Θεόν. Επ` ευκαιρία των τοιούτων θαυμάτων άνθρωποι κάθε ηλικίας συνέρρεον εις την Θεσσαλονίκην και τελούσαν πανήγυριν κατά την ημέραν της μνήμης του αγίου. Τούτου του πράγματος ήσαν γνώσται οι Σαρακηνοί, λαός άγριος και βάρβαρος και θέλοντες να κυριεύσουν την Θεσσαλονίκην αποφάσισαν να πράξουν τούτο κατά την ημέραν της μνήμης του αγίου όπου οι πιστοί θα ήσαν αμέριμνοι και αφοσιωμένοι εις την λατρείαν του αγίου. Έθεσαν λοιπόν εις εφαρμογήν το σχέδιόν των και κατά την νύκταν της παραμονής της εορτής του αγίου αγκυροβόλησαν εις τον λιμένα της πόλεως με σκοπόν να καταλάβουν την πόλιν. Mόλις ετελείωσε ο Εσπερινός του αγίου, λίγο αργά, και απεχώρησαν οι πιστοί ξέσπασε φωτιά εις το κουβούκλιον, το οποίον ήτο εις τον τάφον του αγίου. Ειδόντες την φωτιάν ταύτην οι άνθρωποι και την εκκλησίαν παραδοθείσαν εις τας φλόγας έτρεξαν να την σβήσουν. Τινές όμως προσεπάθησαν εκ της γενομένης συγχύσεως να εκμεταλευτούν ταύτην και ήρχισαν να αρπάζουν τον χρυσόν και τον άργυρον που ευρίσκετο εκεί. Μόλις το αντελήφθη ο φύλαξ της εκκλησίας θέλησε να τους διασκορπίσει και αποτρέψει από τέτοιαν βεβήλωσιν και ιεροσυλίαν και με έμπνευσιν του αγίου χωρίς βεβαίως να γνωρίζει ότι οι εχθροί ήσαν προ των πυλών τους φώναξε ότι εις τα τείχη ευρίσκοντο οι εχθροί. Αμέσως έτρεξαν οι Θεσσαλονικείς εις τα τείχη και αντίκρυσαν τους εχθρούς να αναρριχώνται επάνω. Ζήτησαν την βοήθειαν και συμπαράστασιν του Αγίου και ήρχισαν να πολεμούν. Ο άγιος ήκουσε την παράκλησιν και ήλθεν βοηθός και μάλιστα ενεφανίσθη εις τα τείχη και ανέκοψε τους εισβολείς και ούτως εσώθη η πόλις εκ της αιχμαλωσίας και της λεηλασίας. Όταν αυτοκράτωρ εις το Βυζάντιον ήτο ο Μαυρίκιος, μία άλλη βαρβαρική φυλή οι Άβαροι είχαν εκστρατεύσει με σκοπόν να καταλάβουν την Θεσσαλονίκην. Ήρχισαν λοιπόν να περικυκλώνουν την πόλιν και προσεπάθησαν να αναβούν επί των τειχών μέσω κλιμάκων. Ο άγιος όμως ενεφανίσθη επί του τείχους και τους εξηνάγκασε να υποχωρήσουν. Εστρατοπέδευσαν πέραν του τείχους και εσκέπτοντο δια νέαν έφοδον. Ήρχισαν λοιπόν να εκσφενδονίζουν λίθους με την βοήθειαν μηχανών εντός της πόλεως. Οι Θεσσαλονικείς ευρέθησαν εις απόγνωσιν και μη δυνάμενοι να αντισταθούν ζήτησαν την βοήθειαν του αγίου. Πράγματι ο άγιος ανταποκρίθηκε εις το αίτημά των και ενεφανίσθη εις τα τείχη προτρέπων τους Θεσσαλονικείς να αναβούν εις τα υψηλότερα μέρη του φρουρίου δια να αντιπαραταχθούν εις τους πολεμίους. Ο άγιος έλαβε έναν μικρόν λίθον και γράψας επάνω εις αυτόν «Εν τω ονόματι Ιησού του Θεού ημών, Άγιε Δημήτριε βοήθει» τον εκσφενδόνισε προς το μέρος των εχθρών. Αυτός έπεσε εκεί όπου ήσαν οι σωροί των λίθων των εχθρών και τους συνέτριψε καθώς επισης και τας μηχανάς συνέτριψε. Οι Θεσσαλονικείς λαβόντες θάρρος ήρχισαν να αντεπιτίθενται και εξηνάγκασαν τους εχθρούς εις άτακτον φυγήν με αποτέλεσμα να λυθεί η πολιορκία. Μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού οι Άβαροι ανασυντάχθηκαν και βάδισαν εκ νέου εναντίον της πόλεως. Αίφνης όμως ενεφανίσθη ο άγιος Δημήτριος να εξέρχεται εκ του τείχους με πληθύν στρατευμάτων και εις την θέαν ταύτην ετράπησαν εις φυγήν χωρίς να τους καταδιώκει κανείς. Άφησαν δε εις τον τόπον εις ον είχαν στρατοπεδεύσει όχι μόνον τα όπλα των αλλά και τροφάς, ως επίσης και τας σκηνάς των και ούτως ελύθη η πολιορκία της πόλεως. Άπαντες εδόξασαν τον άγιον Δημήτριον δια το θαύμα το οποίον επετέλεσε και ελύτρωσε την πόλιν εκ των εχθρών. Πράγματι πολλάκις ο άγιος ελύτρωσε την των Θεσσαλονικέων πόλιν από λιμούς και βαρβαρικάς επιδρομάς αλλ` όμως ως πληροφορούμεθα εκ των πηγών ( P.G. 116, 1388-1389 ) ένεκα των αμαρτιών των Θεσσαλονικέων ο Θεός απέσυρε την προστασίαν του από αυτήν και η πόλις παρεδόθη εις τους βαρβάρους. Τούτο εγένετο επί βασιλείας του Λέοντος του Σοφού. Οι Θεσσαλονικείς ευρεθέντες προ του κινδύνου προσέτρεξαν εις τον Ναόν του αγίου και ζητούσαν την μεσιτείαν του δια μίαν εισέτι φοράν. Η Θεσσαλονίκη όμως έπεσε εις τας χείρας των Αγαρηνών. Οι Θεσσαλονικείς όμως ουδέποτε αμφέβαλλαν περί της αγάπης του αγίου και παρουσίασαν αυτόν θρηνούντα και απακαλούντα την Θεσσαλονίκην ως πόλιν του. Εμφανισθείς έμπροσθεν του Αγίου Αχιλλείου φαίνεται να λέγει προς αυτόν ότι παρεκάλεσε τον Θεόν να συγχωρήσει τα αμαρτήματα των συμπατριωτών του και να σώσει την πόλιν των, αλλ` ο Θεός επέτρεψε να συμβούν ταύτα ένεκα των αμαρτιών των. Ο άγιος όμως δεν εγκατέλειψε την πόλιν του και μετά την άλωσίν της. Οι Θεσσαλονικείς ευεργετηθέντες κατά το παρελθόν υπό του Θεού δια πρεσβειών του αγίου ενεθυμούντο τας ευεργεσίας του μάρτυρος και επίστευαν ότι η πόλις των οσάκις εκινδύνευε εσώζετο υπό του αγίου. (P.G. 116,1336 C ). Εις όλην την περί του αγίου Δημητρίου Βυζαντινήν φιλολογίαν και εκκλησιαστικήν ποίησιν τονίζεται η αγάπη του αγίου υπέρ της πόλεώς του. Ο Συμεών Θεσσαλονίκης θέτει εις το στόμα του αγίου τα εξής δια των οποίων καθίσταται δήλον η αγάπη του αγίου δια την πατρίδαν του: ( Αντ. Παπαδοπούλου Ο Άγιος Δημήτριος εις την Ελλην. Και Βουλγ. Παράδοσιν σελ. 52-53
Οι Θεσσαλονικείς όταν επεκαλούντο εν ημέραις πολέμου την παρά του Θεού βοήθειαν και συμπαράστασιν δια των πρεσβειών του αγίου απέβλεπον ού μόνον εις την σωτηρίαν των αλλά και εις το να δείξουν εις τα βάρβαρα έθνη τα τους πολέμους θέλοντα και τα μη εις Χριστόν πιστεύοντα ότι είς εστίν ο αληθής Θεός ο υπ` αυτών λατρευόμενος. Η προσευχή που παρατίθεται εις την συνέχειαν δεικνύει καθαρά ταύτην την πεποίθησιν των Θεσσαλονικέων: «Και τα νυν εξελού ημάς, ο Θεός, εκ της παγίδος των θηρευόντων, μη είπωσιν οι εχθροί ημών, πού έστιν ο θεός αυτών εφ` ον ήλπισαν; Και κραξόμεθα και ημείς δια του αθλοφόρου σου Κύριε, η ψυχή ημών ως στρουθίον, ερρύσθη εκ της παγίδος των θηρευόντων, η παγίς συνετρίβη και ημείς ερρύσθημεν, η βοήθεια ημών εν ονόματι Κυρίου, του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην» (Migne P.G. 116, 1329 D-1332 A πρβ. Και τον ψαλμό 123, 7- 8). Οι Θεσσαλονικείς Χριστιανοί κατέφευγον εις την βοήθειαν του Θεού θεωρώντας τούτον αεί παρόντα εις τας δοκιμασίας των και τον επεκαλούντο δια των πρεσβειών του μάρτυρος. Βεβαίως δεν αμελούσαν και οσάκις ευεργετούντο υπό του Θεού να αναπέμπουν ευχαριστίας εις τον Ναόν του μάρτυρος. ( Migne.P.G. 116, 1333A ) Την ευσέβειαν ταύτην των Θεσσαλονικέων τονίζουν πάντες όσοι ησχολήθησαν με το έργον του Μάρτυρος και εξέθεσαν αυτό. Οι δε Θεσσαλονικείς ένεκα ταύτης της ευσεβείας εχαρακτηρίσθησαν Φιλομάρτυρες, ακριβείς και ασφαλέστατοι αεί. ( Migne P.G. 116,1240 A ). Κατά δε την απελευθέρωσιν εκ των Τούρκων η οποία έλαβε χώραν το 1912 οι Θεσσαλονικείς δεν εδίστασαν να αποδώσουν ταύτην εις τον κηδεμόνα των άγιον Δημήτριον, εις τον οποίον άγιον έχει ανατεθεί η προστασία της Θεσσαλονίκης έως της σήμερον.
6.ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τοιούτος άγιος ανεδείχθη εις το στερέωμα της Εκκλησίας ο εν μάρτυσι θαυμαστός Μεγαλομάρτυς Δημήτριος, ο οποίος από την παιδικήν ηλικίαν συνεδύαζε όλας τας αρετάς εις το πρόσωπόν του και τας οποίας έκανε πράξιν όταν το απαίτησαν αι ανάγκαι και ανεδείχθη στύλος ακλόνητος της Εκκλησίας Χριστού και λύχνος αεί φωτίζων τας ψυχάς των εις Χριστόν πιστευόντων.
Εάν θα θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια της Γραφής (Ψαλμός 1 ος στίχος 3 ) ήτο ο άγιος ένα δένδρον πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων του Αγίου πνεύματος και αντιθέτως με το δένδρον του ψαλμού που δίδει καρπόν εις ένα μόνο καιρόν ο άγιος απέδιδε εις κάθε καιρόν και αποδίδει τους καρπούς του Αγίου πνεύματος πάντοτε και καθώς το φύλλον του δένδρου αυτού, όπως λέγει ο ψαλμωδός δεν θα τιναχθεί ποτέ ούτως και το δένδρον του αγίου δεν θέλει αποτιναχθεί ποτέ, αλλά θα δίδει τας ευλογίας του ανελλιπώς εις όσους προσέρχονται με πίστιν εις αυτόν διότι ανεδείχθη Μάρτυς αξιόπιστος, τον δρόμον τον καλόν ετελείωσε, την πίστιν εφύλαξε, έως αίματος αντέστη δια να φυλάξει την παρακαταθήκην της πίστεως και να φέρει εις τον δρόμον τον στενόν και εις την οδόν την τεθλιμμένην την απάγουσαν όμως εις την ζωήν τους πριν εις τα είδωλα πιστεύοντας. Κατόρθωσε ακόμα να διαφυλάξει την πόλιν εκ της οποίας κατήγετο σώαν, αβλαβήν και φυλάττουσαν τον Χριστιανισμόν έως της σήμερον. Τέλος δε προσφορότερον χαρακτηρισμόν από εκείνον του ψαλμωδού δια τον άγιον δεν θα ηδυνάμεθα να ανεύρωμεν: ( Ψαλμός 1,1-2 )
«Μακάριος ανήρ ος ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστι και επί καθέδρα λοιμών ουκ εκάθισεν, αλλ` ή εν τω νόμω Κυρίου το θέλημα αυτού και εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός» . Ευτυχής είναι ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος δεν εβάδισε ποτέ δρόμον σύμφωνον με τας σκέψεις και τα θελήματα των ασεβών ανθρώπων, ούτε εστάθη έστω και προς ολίγον εκεί όπου διέρχονται οι αμαρτωλοί, ουδέ συνεκάθισε δια να συνεδριάσει με ανθρώπους, οίτινες διαφθείρουν την κοινωνίαν, τουναντίον όλην του την θέλησιν και την σκέψιν έχει βάλει εις τον νόμον του Κυρίου και τον νόμον τούτον θα μελετά ημέραν και νύκτα.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος γ’.
Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις, σὲ ὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τοῖς τῶv ἰαμάτωv σου ῥείθροις Δημήτριε, τὴv Ἐκκλησίαν Θεὸς ἐπορφύρωσεv, ὁ δούς σοι τὸ κράτος ἀήττητοv, καὶ περιέπωv τὴν πόλιv σου ἄτρωτοv· αὐτῆς γὰρ ὑπάρχεις τὸ στήριγμα.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λογον.
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις καταπλουτῶν, ἀσεβείας τὴν πλάνην καταβαλών, Μάρτυς κατεπάτησας, τῶν τυράννων τὰ θράση, καὶ τῷ θείῳ πόθῳ, τὸν νοῦν πυρπολούμενος, τῶν εἰδώλων τὴν πλάνην, εἰς χάος ἐβύθισας· ὅθεν ἐπαξίως, ἀμοιβὴν τῶν ἀγώνων, ἐδέξω τὰ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, Ἀθλοφόρε Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Πηγή: Κιβωτός, Ορθόδοξος Συναξαριστής