Η γυναίκα του τούρκεψε
Ο Οσιομάρτυς Τιμόθεος, καταγόταν από το χωριό Παράορα, της Ανατολικής Θράκης. Πρωτύτερα ονομαζόταν Τριανιάφυλλος. Όταν έφτασε σε ηλικία, πανδρεύτηκε και απέκτησε δύο κορίτσια. Δυστυχώς όμως υστέρα από λίγα χρόνια, η γυναίκα του, με την συνεργασία του διαβόλου αγάπησε ένα Αγαρηνό (Τούρκο), και εγκατέλειψε και τον σύζυγο και τα παιδιά της. Ύστερα τούρκεψε η δυστυχισμένη και παντρεύτηκε τον Αγαρηνό. Ο Τριαντάφυλλος λυπόταν για την ψυχή της. Προνόησε και πήγε τα κορίτσια του σε ένα χωριού με τους συγγενείς του ώστε να είναι προστατευμένα να μην τα παραπλανήσουν και αυτά.
Το τολμηρό σχέδιο
Πέρασε λίγος καιρός, και η γυναίκα κατάλαβε τι είχε κάνει. Όμως δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα χέρια των Αγαρηνών. Τότε ο Θεός που είδε την μετάνοια της την βοήθησε με ένα σχέδιο. Έπρεπε να τουρκέψει τον πρώτο της άνδρα και αυτός να ζητήσει πίσω την γυναίκα του, να ζήσουν κάποιο διάστημα μαζί με τους Αγαρηνούς για να μην τους καταλάβουν και έπειτα να βρουν μια δικαιολογία για να φύγουν στον Αίνο ώστε η γυναίκα να πάει σε ένα Μοναστήρι και ό Άγιος να πάει να γίνει μοναχός στο Άγιον Όρος.
Έτσι και έγινε. Ο Τριαντάφυλλος δέχτηκε να την βοηθήσει. Και αφ’ ότου του έκαναν περιτομή και του έδωσαν την γυναίκα του αυτοί έμεινα 6 μήνες εκεί και μετά έφυγαν.
Κατευθύνθηκαν προς τις Κυδωνιές και εκεί η γυναίκα του αποκαταστάθηκε σε ένα γυναικείο Μοναστήρι. Ύστερα και αυτός πήγε στο Αγιον Όρος.
Έχει πόθο να μαρτυρήσει
Κατά πρώτον πήγε στο Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, όπου έγινε κηπουρός. Μετά από ολίγον καιρό, έλαβε το μικρό Σχήμα και μετονομάστηκε Τιμόθεος. Έμεινε εκεί έξι έτη, εκτελώντας όλα τα καθήκοντα του Μοναχού, τις νηστείες, τις προσευχές. Είχε, τέλεια υπακοή, πραότητα, ταπείνωση, και όλες τις λοιπές αρετές. Είχε όμως ο μακάριος πόθο εγκάρδιο να μαρτυρήσει. Ζήτησε λοιπόν άδεια από τούς προεστώτες της Λαύρας, και πήγε στο Ιερό Κοινόβιο του Εσφιγμένου και έβαλε μετάνοια. Ύστερα από ολίγον έγινε και Μεγαλόσχημος, όποτε αύξησε τον κανόνα και τις λοιπές υποχρεώσεις της Μοναχικής ζωής. Τις αρετές του τις μεγάλωσε. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν ευχαριστημένος ψυχικώς.
Ποθούσε το Μαρτύριο. Ο πόθος του αυτός αύξανε από ημέρα, σε ημέρα, ώσπου φανέρωσε τον σκοπό του στον Ηγούμενο και τον παρακαλούσε να τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει τον πόθο του.
Ο Τιμόθεος στέλλεται στο μαρτύριο
Οι παρακλήσεις αυτές έγιναν πολλές φορές, έως ότου ο Ηγούμενος υποχώρησε και παραδέχθηκε την αίτηση του. Τότε τον εφοδίασε με γράμματα, και τον απέστειλε προς τον ιεροδιδάσκαλο Γερμανό, πού έμενε στα παράλια της Προποντίδος. Με τα γράμματα αυτά τον παρακαλούσε ο Ηγούμενος, να συνοδεύσει τον Τιμόθεο εις το Μαρτύριο του, να τον υποστηρίζει και να τον συμβουλεύει στην άθληση.
Όταν έφθασε στον Ελλήσποντο, όπου βρισκόταν ο Ιεροδιδάσκαλος Γερμανός, έτυχε να είναι εκεί και ένας άλλος ιερομόναχος, πού λεγόταν Ευθύμιος Βυζάντιος. Αυτός, όταν άκουσε τα σχέδια του Τιμοθέου, επιθύμησε παρακινηθείς από τον εαυτόν του, να τον συνοδεύσει στο Μαρτύριο, και αν είναι δυνατόν να μαρτυρήσουν μαζί.
Έτσι μαζί έφυγαν για το Κισσάνιον. Εκεί προσπαθούσαν να επαναφέρουν στη σωστή πίστη αρνησίχριστους. Τους πρόδωσαν όμως και αφού τους συνέλαβαν τους μετέφεραν στις φυλακές της Αδριανούπολης.
Στην Αδριανούπολη
Στην φυλακή της Ανδριανούπολης ήταν ο Βαρνάβας ο Μοναχός και ο Νικόλαος ο Ιερομόναχος. Για αυτούς είχαν δε διαταγή πάρει οι δήμιοι, να τούς δέρνουν κάθε βράδυ, δημιουργώντας σ’ αυτούς κάθε βράδυ τριάντα οκτώ πληγές στα πόδια, και αυξάνοντας κάθε βράδυ τις πληγές, έως το τέλος της σελήνης εκείνης. Και αν επιμένουν στην ομολογία τους, να τούς θανατώσουν, στην αρχή της νέας σελήνης.
Όταν έφθασαν και οι δύο αυτοί ο Τιμόθεος και ο Ευθύμιος, παρουσιάστηκαν στον πασά. Εκεί ομολόγησαν την πίστη των, χωρίς κανένα φόβο, και δέχθηκαν αμέσως την τιμωρία τους, μέσα στη ίδια φυλακή του Βαρνάβα. Δέχθηκαν τα ίδια δηλ. τούς ασφάλισαν τα πόδια μέσα στο τιμωρητικό ξύλο, όπως θα λέγαμε σήμερα στη φάλαγγα, μαζί με τον ιερομόναχο Βαρνάβα.
Η καταδίκη τού Τιμοθέου
Αλλά συνέβαινε το έξης παράδοξο. Τον μεν Βαρνάβα έδερναν κάθε μέρα, τον Τιμόθεο όμως όχι. Τού είπαν μόνον, ότι η καταδίκη έλεγε ότι εάν δεν επιστρέψει στην θρησκεία των Αγαρηνών θα τον εκτελέσουν μαζί με τους άλλους στην αρχή της νέας σελήνης.
Στην φυλακή ο Ιερομόναχος Γερμανός
Ο Ιερομόναχος Γερμανός έμαθε ότι ήταν επιθυμία των ομολογητών να κοινωνήσουν τα Άχραντα Μυστήρια. Όμως οι Χριστιανοί φοβούμενοι μην πέσουν στα χέρια των Αγαρηνών κρυβόντουσαν. Τότε ο Ιερομόναχος Γερμανός έμαθε ότι όποιος δεν είχε πληρώσει κεφαλικό φόρο τον έβαζαν στην φυλακή μαζί με τους ομολογητές. Φρόντισε να μαθευτεί ότι δεν έχει πληρώσει τον φόρο και έτσι τον έβαλαν στην φυλακή με τους ομολογητές. Εκεί στην φυλακή το βράδυ έψαλλαν αγρυπνία ολονύκτια, εξομολογήθηκαν στον Γερμανό και κοινώνησαν από αυτόν τα Άχραντα Μυστήρια.
Η εκτέλεση του Τιμοθέου
Κατά το τέλος τού μηνός Οκτωβρίου τού 1820, όταν ήλθε η νέα Σελήνη, έβγαλαν τον Τιμόθεο από την φυλακή και τον παρουσίασαν στον πασά, ο οποίος αφού τον εξέτασε, προσπάθησε να τον πείσει να επιστρέψει στον Μωαμεθανισμό. Επειδή όμως δεν κατόρθωσε να τον μεταπείσει, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Τότε τον έδεσαν οι δήμιοι και τον έφεραν στον τόπον της καταδίκης. Εκεί έκλινε τα γόνατα και ο δήμιος έκοψε την τίμια του κεφαλή την 29ην Οκτωβρίου του 1820.
Ο θάνατος του Τιμοθέου καταντρόπιασε τον πασά, τόσο πολύ, ώστε τούς άλλους τρεις δηλ. τον ιερέα Ευθύμιο, τον ιερέα Νικόλαο και τον Βαρνάβα, τούς άφησαν ελεύθερους, χωρίς να τούς κακοποιήσουν. Ο ιερεύς Ευθύμιος δεν ήθελε κατ’ ουδένα λόγο να φύγει. Ζητούσε να πάρει το σώμα τού Τιμοθέου, αλλά δεν τού το έδιναν. Για να απαλλαγούν λοιπόν απ αυτόν, τον έβαλαν, με την βία στο πλοίο και τον έστειλαν στον Αίνο. Τούς άλλους δύο τούς έδιωξαν.
Επειδή δεν δέχθηκαν να πωλήσουν το σώμα τού Μακαρίου Τιμοθέου, για να εκδικηθούν, το έριξαν στο ποτάμι.
Όλα αυτά έγιναν πριν φύγει ο Γερμανός. Έτσι ο Γερμανός κατάφερε να αγοράσει τα ματωμένα ενδύματα τού Τιμοθέου, και έτσι έφυγε κάπως ικανοποιημένος, και έφθασε στην Αδριανούπολη. Περνώντας από το χωριό ΓΙαράορα, πού ήταν η πατρίδα τού Τιμοθέου και έμεναν τα παιδιά του, επήγε και έδωσε ένα μέρος από αυτά στα κορίτσια του. Από εκεί προχώρησε στον προορισμό του και έφθασε στην Μονή του Εσφιγμένου, οπού τον δέχθηκαν με μεγάλη συγκίνηση και τιμή λόγω των κειμηλίων πού έφερε.
Στίχος
Τομήν κεφαλής Τιμόθεος υπέστη, Τιμών κεφαλήν Χριστόν, όν περ’ ηγάπα Εικάδι αμφ’ ενάτη άορ Τιμόθεον κατέπεφνε.