Θεϊκά σημάδια στη γέννηση του
Ο Άγιος Λάζαρος γεννήθηκε ιό 967 μ. Χ. σ' ένα μικρό χωριό της Μαγνησίας της Μ. Ασίας. Οι γονείς του, Νικήτας και Ειρήνη, ήσαν πολύ ευσεβείς και ενάρετοι. Ευθύς εξ αρχής ο Θεός έδειξε σημάδια, πως ο μικρός Λάζαρος θα γινόταν μεγάλος άγιος.
Τη στιγμή που γεννήθηκε το σπίτι γέμισε από ουράνιο φως. Φοβήθηκαν οι γυναίκες, που ήταν μαζεμένες εκεί και εγκατέλειψαν το σπίτι και φύγανε. Έμεινε μόνη η μητέρα με το νεογέννητο. Ακολούθησε όμως και δεύτερο θαύμα.
Όταν πέρασε πολλή ώρα, οι γυναίκες ήρθαν και πάλι στο σπίτι και είδαν το νεογέννητο να στέκεται προς ανατολάς όρθιο στα πόδια του και με σταυρωμένα τα χέρια σε προσευχή. Αυτό τους έκανε κατάπληξι και έλεγαν, ότι ο Θεός τον προορίζει να γίνει μεγάλος.
Όταν ο Όσιος έγινε πέντε ετών, οι γονείς του τον παρέδωσαν σε δάσκαλο, για να μάθη τα Ιερά Γράμματα. Σε λίγο καιρό, πέρασε όλους τους συμμαθητές ίου. Ο Λάζαρος ήταν πολύ έξυπνος. Όλοι τον θαύμαζαν για την εξυπνάδα του, και γενικά για ιόν καλό του χαρακτήρα.
Παρ’ ολίγον δούλος
Όταν ο Όσιος μεγάλωσε θέλησε να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο όμως ο μοναχός που ήταν μαζί του προσπάθησε να τον πουλήσει σε κάποιον για σκλάβο. Όμως κάποιος Χριστιανός καθώς άκουσε τι συμφωνία πάει να κάνει αμέσως προειδοποίησε τον Όσιο και αυτός έφυγε και πήγε σε ένα βουνό.
Εκεί βρήκε έναν ιερομόναχο του φανέρωσε την επιθυμία του και αυτός τον συμβούλεψε ότι άμα ήθελε να γίνει μοναχός μπορεί να μείνει σε εκείνο το Μοναστήρι και θα να πάει να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο όταν μεγαλώσει για να αποφύγει του πόλεμο του διαβόλου.
Γίνεται Μοναχός και Ασκητής Την συμβουλή του Γέροντα την άκουσε ο Λάζαρος και έμεινε στο Μοναστήρι. Έγινε μοναχός και άρχισε να κάνη μία ζωή γεμάτη από αρετές. Όλοι τον θαύμαζαν και τον επαινούσαν, για τα κατορθώματά του. Από όλους όμως περισσότερο τον θαύμαζε ο πνευματικός του πατέρας, ο Ηγούμενος του Μοναστηριού.
Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και ο καλός Ηγούμενος εκοιμήθη. Ο Λάζαρος έκλαιγε πολύ, για τον θάνατο του προστάτου του. Έπειτα από τρεις ημέρες έφυγε από το Μοναστήρι. Εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά, που ήταν εκεί κοντά. Αφάνταστη είναι η σκληραγωγία, με την οποία ζούσε ο Άγιος.
Όσο προσπαθούσε να κρύψει τις αρετές του από τους ανθρώπους, τόσο περισσότερο γινόταν ξακουστός. Και πολύ άνθρωποι πήγαιναν εκεί να πάρουν την ευχή του και να ωφεληθούν ψυχικά. Βλέποντας ο Άγιος τον ζήλο μερικών Χριστιανών για ασκητική ζωή, έκτισε στο μέρος εκείνο Ναό, αφιερωμένο στην Θεοτόκο. Έκτισε γύρω κελιά για να μένουν όσοι ήθελαν να γίνουν μοναχοί.
Στους Αγίους Τόπους
Ο Άγιος έβλεπε, ότι με το παράδειγμά του ωφελούσε ψυχικά πολλούς ανθρώπους, εν τούτοις δια ν' αποφύγει την δόξα ιών ανθρώπων και για να ικανοποιήσει την επιθυμία, που είχε από τα παιδικά του χρόνια, εγκατέλειψε το Μοναστήρι του για να πάει στα Ιεροσόλυμα.
Με λαχτάρα έφθασε στους Αγίους Τόπους. Τότε είδε τ' όνειρο του να πραγματοποιείται. Προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο και τα διάφορα άλλα προσκυνήματα. Έπειτα επήγε στη Λαύρα του Αγίου Σάββα. Εκεί έμεινε για πολύ καιρό.
Στο Μοναστήρι ο Άγιος συναγωνιζόταν στην αρετή τους Γέροντες. Ο Άγιος έμεινε εκεί εξ έτη. Όλοι θαύμαζαν για την ενάρετη ζωή του και όλοι οι μοναχοί τού Μοναστηριού τον έκριναν άξιον για ιερέα. Εκείνος όμως κατ’ αρχάς δεν ήθελε και έλεγε, δη είναι ανάξιος για το βαρύ αξίωμα της Ιεροσύνης.
Ο Ηγούμενος όμως, γνωρίζοντας τις πολλές αρετές του Οσίου, ήθελε να τον κάνη Ιερέα και ο Άγιος για να μη είναι ανυπάκουος στον Ηγούμενο χειροτονήθηκε. Έμεινε ως Ιερεύς ο Όσιος εκεί άλλα εξ έτη.
Στο Στύλο
Όταν ήλθε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή ο Άγιος έφυγε για την έρημο. Ο Άγιος, αφού βρήκε έναν υψηλό τόπο, έκτισε επάνω σ' αυτόν στύλο. Έπειτα αφού αρνήθηκε όλα τα εγκόσμια, ανέβηκε επάνω στον στύλο για να αρχίσει τον πόλεμο εναντίον του διαβόλου, στον όποιον είχε πολλές νίκες.
Έπειτα από πολύν καιρό ο Άγιος κατέβηκε από τον στύλο. Άκουσε τότε από ψηλά μία φωνή να του λέει τρεις φορές: «Λάζαρε πρέπει να πας στην πατρίδα σου». Οι Γέροντες του είπαν ότι η φωνή εκείνη προέρχεται από τον Θεό.
Στην επιστροφή όμως ο Σατανάς τον πείραζε αλλά ο Όσιος με την προσευχή του στον Θεό κατάφερε να φτάσει στην Έφεσο ελευθερωμένος από τους πειρασμούς. Εκεί βρήκε τον Επίσκοπο της Εφέσου ο οποίος τον παρακάλεσε να μείνει κοντά του.
Στο παλιό το Μοναστήρι
Ο Άγιος δεν υπάκουσε εντελώς στον δεσπότη της Εφέσου, διότι έφυγε από κοντά του και επήγε στο Μοναστήρι των Ορύβων. Από εκεί είχε φύγει για να πάει στα Ιεροσόλυμα. Κατ' αρχήν ο όσιος δεν φανερώθηκε. Έπειτα όμως, επειδή τον ρωτούσαν επίμονα να τους πη την πατρίδα του και το όνομά του, τους είπε ποιος είναι.
Αμέσως διαδόθηκε σε όλα τα περίχωρα ότι ήλθε ο Λάζαρος και πρώτη η μητέρα του, και όλοι οι γνωστοί του ήρθαν να τον δουν. Την εποχή αυτή ο Άγιος ήταν τριάντα οκτώ ετών. Με χαρά όλοι έβλεπαν το γλυκύτατο πρόσωπο του και άκουγαν με προσοχή τους ψυχωφελείς λόγους του. Μιλούσε ο ευλογημένος με τόση γλυκύτητα, ώστε και την σκληρή σαν πέτρα ψυχή την μαλάκωνε.
Στο Γαλήσιο Όρος
Επειδή όμως πήγαιναν εκεί πάρα πολλοί και του ετάραζαν την ησυχία, ο Άγιος αποφάσισε να εγκαταλείψει το Μοναστήρι και να πάει σε τόπον ήσυχο. Επήγε λοιπόν ο Άγιος να ησυχάσει στο ασκητήριο, που ήταν απέναντι του Γαλησίου Όρους. Εκεί ζούσε με δύο άλλους μοναχούς.
Ο Δεσπότης της Εφέσου, όταν έμαθε ότι εγκαταστάθηκε σε εκείνο το μέρος, επήγε κοντά του. Τον χαιρέτησε χαρούμενος και του έδωσε στην εξουσία του το ασκητήριο. Παράγγειλε δε στους αδελφούς να υπακούουν εις τον Άγιο, όπως τα παιδιά υπακούουν στον πατέρα τους.
Ο Όσιος Λάζαρος ησυχάζοντας εκεί, αγωνιζόταν συνεχώς στους ασκητικούς αγώνες. Έτσι καθημερινώς ερχόταν στον Άγιο πολλοί άνθρωποι. Πρώτον έργον του Αγίου ήταν να τους ωφελήσει ψυχικώς. Έπειτα έκανε δείπνο σε όλους τους επισκέπτες του.
Τόση μεγάλη φιλανθρωπία είχε ο Άγιος, ώστε υπερέβαινε όλους ως προς αυτό. Διότι ενώ οι άλλοι έκαναν ελεημοσύνη από τα περισσεύματα, ο Άγιος έδινε και την τροφή, την οποίαν είχε δια να ξεκουράσει το αδυνατισμένο από την νηστεία σώμα του. Οι δύο αδελφοί όμως δεν μπορούσαν να υποφέρουν την τόση φιλανθρωπία τού Αγίου. Τον άφησαν με μερικούς άλλους μαθητές του και έφυγαν.
Στη σπηλιά του Γαλησίου
Έπειτα από ολίγον καιρόν ο Άγιος βλέποντας, ότι δεν ωφελείται από τις ενοχλήσεις και τις ταραχές των ανθρώπων, έφυγε από εκεί και επήγε σε κάποιον γέροντα, ο όποιος ήτο εγκατεστημένος στο Γαλήσιο όρος.
Εκεί πληροφορήθηκε ο Άγιος, ότι στην κορυφή τού όρους υπάρχει μια σπηλιά πολλή κατάλληλη για να μένει κανείς ως ασκητής, διότι είχε μεγάλη ησυχία και ήτο απομονωμένη από τον κόσμο. Ο Όσιος αποφάσισε να κατοικήσει εκεί. Επήρε τον δρόμο, για να φθάσει στην κορυφή τού όρους που ήτο η σπηλιά.
Οι δαίμονες όμως όταν είδαν, ότι θα καθίσει στο μέρος εκείνο ένας μεγάλος εχθρός τους, άρχισαν να τον εμποδίζουν να πάει. Εκείνος όμως με περισσότερο θάρρος προχωρούσε προς τον σκοπό του, χωρίς να φοβάται καθόλου τους πονηρούς δαίμονες.
Όταν ο Άγιος ανέβηκε στην κορυφή του βουνού, στάθηκε μπροστά στην σπηλιά και τελείωσε τον ψαλμό, που έλεγε στον δρόμο. Έπειτα σημείωσε το σημείο του σταυρού επάνω σε μια πέτρα, που ήταν εκεί και ω του θαύματος!
Στην πέτρα έγινε αμέσως ο σταυρός, τόσο ωραίος και βαθύς ώστε να νομίζει κανείς ότι είναι φτιαγμένος ο σταυρός από ειδικό τεχνίτη. Ο Άγιος από το γεγονός αυτό κατάλαβε, ότι ο Θεός τον βοηθάει και τον προστατεύει εκεί και δόξαζε συνεχώς τον Θεό για την προστασία του. Κατόπιν ήλθαν και έξι μοναχοί, οι οποίοι τον παρακαλούσαν να τους δεχτεί να κατοικήσουν μαζί του. Έπειτα από πολλές παρακλήσεις τους δέχθηκε.
Κτίζει Μοναστήρι
Ο Άγιος ήθελε πολύ να κτίση στην είσοδο της σπηλιάς μια Εκκλησία. Με την βοήθεια του Θεού βρήκε βοηθούς και συνεργούς τους εξ μοναχούς. Αλλά για να κτιστεί η Εκκλησία, έπρεπε να υπάρχουν πολλά χρήματα.
Με την βοήθεια του Θεού βρέθηκαν. Διότι μια ενάρετη γυναίκα από την Έφεσο, έδωσε όσα χρήματα χρειαζόταν και έτσι έγινε μια πολύ ωραία Εκκλησία στην είσοδο της σπηλιάς, αφιερωμένη στον Δεσπότη Χριστό. Κατόπιν επήγαν και άλλοι για να κατοικήσουν με τον Άγιο.
Ο τόπος όμως ήταν στενός και δεν ήταν δυνατόν να κτισθούν κελιά. Τότε ανέβηκε με μερικούς μοναχούς επάνω στην κορυφή του Γαλησίου Όρους και έκτισε Εκκλησία αφιερωμένη στην Θεοτόκο, καθώς και πολλά κελιά για να καθίσουν οι μοναχοί.
Τα κελιά τα έκτισε πολύ μακριά το ένα από το άλλο, για να μπορούν οι μοναχοί να έχουν ησυχία. Πολλοί μοναχοί έρχονταν στο Μοναστήρι του Αγίου για να συγκατοικήσουν μαζί του. Ο Άγιος τους δεχόταν με χαρά, αλλά τις νύχτες συνεχώς έκλαιγε και παρακαλούσε τον Θεό να εύρη έναν τόπο να κτίση κελιά, για τους μοναχούς που ερχόταν.
Ενώ μία νύχτα προσευχόταν ο Άγιος στον θεό να τον βοηθήσει, άκουσε μία φωνή να του λέει να βγει έξω από το Μοναστήρι. Όταν βγήκε έξω είδε ένα στύλο φωτεινό έως τον ουρανό, και τους Αγγέλους να ανεβοκατεβαίνουν στον ουρανό ψάλλοντες: «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού».
Αμέσως τότε ο Άγιος κατάλαβε, ότι ήτο θέλημα του Θεού σε εκείνο το μέρος να κτίση Εκκλησία και κελιά. Πράγματι, σε λίγο με την βοήθεια του Θεού υψώθηκε, σε εκείνο το μέρος, μεγαλοπρεπής Ναός και πολύ ωραία κελιά τα όποια γέμισαν με μοναχούς. Όλα τα έξοδα των οικοδομών τα δαπάνησε ο Κωνσταντίνος ο Θ’, ο Μονομάχος.
Στυλίτης
Αφού ο Άγιος τελείωσε τις οικοδομές, έκτισε έναν στύλο στο πίσω μέρος τού ναού. Εκεί ο Άγιος ανέβηκε φορώντας μονάχα ένα δερμάτινο φόρεμα, βαστάζοντας βαριά σίδερα. Υπέφερε πολύ εκεί ψηλά ο Άγιος από το δυνατό κρύο του χειμώνα, από τις βροχές και τις καταιγίδες. Ο Θεός επίσης, έδωσε στον Όσιο Λάζαρο και το χάρισμα να θαυματουργεί. Και πολλά θαύματα επιτέλεσε ο Όσιος εν ζωή.
Παρατείνεται η ζωή του 15 χρόνια
Ο Άγιος όμως αρρώστησε βαρεία αυτός περίμενε το θάνατο του με χαρά, όπως ακριβώς ο Απόστολος Παύλος, δια να πάει κοντά εις τον Χριστό. Όλοι οι μαθητές του στέκονταν γύρω από τον Άγιο και έκλαιγαν. Ήσαν έτοιμοι ακόμη και αυτή τη ζωή τους να δώσουν, προκειμένου να σωθεί ο δάσκαλος τους.
Ο Άγιος τότε, βλέποντας τον θρήνο των μαθητών του, λυπήθηκε και παρακάλεσε προς χάριν τους την Υπεραγία Θεοτόκο να του χαρίσει ακόμη έτη ζωής, όχι επειδή αγαπούσε την ζωή, αλλά συμπόνεσε τα πνευματικά του παιδιά.
Η Δέσποινα Θεοτόκος, η οποία πάντοτε βοήθησε τον Άγιο, παρεκάλεσε τον Υιό Της, που είναι εξουσιαστής της ζωής και του θανάτου, να του χαρίσει ακόμα δεκαπέντε έτη ζωής. Ο Όσιος ενώ προσευχόταν είδε την Παναγία ν να παρακαλεί τον Υιό Της, και αμέσως ο Όσιος έγινε καλά από την ασθένεια.
Όταν ο Όσιος έφθασε στο δέκατο τέταρτο έτος, ήτο πάρα πολύ καταβεβλημένος από την μεγάλη νηστεία, που έκανε. Έτρωγε ο Άγιος μια φορά την εβδομάδα μόνο χόρτα ωμά, και συνεχώς προσευχόταν. Το σώμα του από τις πολλές κακουχίες είχε γεμίσει πληγές.
Θαυμαστή η διαθήκη
Όταν τελείωσαν τα δεκαπέντε έτη, ο Άγιος κατάλαβε τον θάνατον του. Δεν είπε όμως σε κανένα μοναχό τίποτε, για να μη λυπούνται, για το θάνατο του. Ο Άγιος αφού έφτιαξε διαθήκη, για όλα τα πράγματα του Μοναστηρίου, παρέδωσε την ψυχή του στον ουράνιο Πατέρα μας.
Ήταν το έτος 1053. Θαυμαστά πράγματα ακολούθησαν τον θάνατο του Αγίου. Όταν η ψυχή του έφυγε από το σώμα, ένα ολόφωτο σύννεφο κατέβηκε από τον ουρανό και καλούσε όλους τους μοναχούς στον στύλο, που έμενε ο Άγιος.
Όλοι πήγαιναν στον στύλο και όταν έβλεπαν το νεκρό σώμα του Οσίου, έκλαιγαν και ήθελαν να πεθάνουν μαζί του. Οι μαθητές όμως του Οσίου ελυπούντο, όχι μόνον δια τον θάνατον του Αγίου, αλλά και επειδή νόμιζαν, ότι ο Άγιος πέθανε χωρίς να αφήσει διαθήκη.
Περισσότερο από όλους ελυπείτο ο μαθητής του Οσίου, που ονομαζόταν Γρηγόριος, διότι αυτός είχε μεγάλη οικειότητα με τον Άγιο. Ενώ λοιπόν έκλαιγε ο Γρηγόριος, λέγει προς το νεκρό σώμα του Αγίου:
› Γιατί, Πατέρα, μας λύπησες τόσο πολύ; Γιατί μας προξένησες δύο λύπες, τις οποίες δεν μπορούμε να υποφέρουμε; Γιατί δεν θέλησες να κάνης διαθήκη, για να κάνουμε εκείνα, τα όποια εσύ ήθελες; Δεν λυπάσαι, Πατέρα μας, τα παιδιά σου;
Ενώ έλεγε αυτά ο Γρηγόριος έγινε το θαύμα! Το νεκρό χέρι του Αγίου επήρε αμέσως ζωή. Έβγαλε αμέσως από τον κόρφο του την διαθήκη, την έδωσε στον Γρηγόριο και το χέρι έγινε ξανά νεκρό. Ο Γρηγόριος άνοιξε την διαθήκη και όταν είδε, ότι ο Άγιος στην διαθήκη δεν έχει βάλει την υπογραφή, είπε προς τον Άγιο:
› Εάν, Πατέρα, δεν βάλεις την υπογραφή σου, εμείς να ξέρης δεν θα σε ενταφιάζουμε.
Τότε, ω του θαύματος! Ο Όσιος σηκώθηκε πάλι, κάθισε και υπέγραψε. Έπειτα πάλι απεκοιμήθη τον αιώνιο ύπνο. Το νεκρό σώμα του Αγίου ενταφιάστηκε κοντά στον στύλο, όπου ο Άγιος είχε ασκηθεί.
Στίχος.
Ἐτοίμασον τόν κόλπον, Ἀβραάμ Πάτερ, οὔχ ὑστερούντι Λαζάρω σου Λαζάρου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς ἐπαγρύπνοις προσευχαῖς, ἐν ὀχετοῖς δακρύων τόν στύλον κατέβρεχες• καί τοῖς ἐκ βάθων στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας• καί γέγονας ποιμήν, τοῖς προσιούσι νέμων συγχώρησιν, Ὅσιε Πατήρ ἠμῶν Λάζαρε• πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῶ σωθῆναι τάς ψυχᾶς ἠμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’.
Τή ὑπερμάχω. Τούς ὑπέρ φύσιν σου Σοφέ πόνους καί σκάμματα, αὐτοί οἱ Ἄγγελοι ἰδόντες κατεπλάγησαν, δί? ὧν εἴληφας θεόθεν καί τούς στεφάνους, Ἄλλ? ὡς ἔχων παρρησίαν πρός τόν Κύριον, ἐκ παντοίων ἠμᾶς σῶζε περιστάσεων, ἴνα κράζωμεν, Χαίροις Πάτερ Ποιμήν ἠμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’.
Ἐπφάνης σήμερον Ὡς φωστήρα μέγιστον ἡ Ἐκκλησία Χριστοῦ δοξάζει μετ’ ἐφροσύνης ψαλμικῶς• διο μή παύση πρεσβεύων Χριστῷ, δοθῆναι πάσι πταισμάτων συγχώρησιν.
Ὁ Οἴκος.
Ἄγγελος ἐξ ἀνθρώπων, Θεοφόρε ἐγένου, ἐκ γής πρός τά οὐράνια φθάσας• διο σύν ἀσωμάτοις χοροῖς, ἀμιλλώμενον σέ θεωρῶν Ὅσιε, ἐξίσταμαι καί φόβω σοί κραυγάζω σχετικῶς τοιαῦτα.
Μεγαλυνάριον.
Ὕλην ἀπορρίψας τήν γεηρᾶν, ἔσοπτρον ἐδείχθης, τῆς αὔλου μαρμαρυγῆς, Λάζαρε παμμάκαρ, ἐν Γαλησίω Ὄρει, ὡς ἄυλος βιώσας, Χριστοῦ τῷ ἔρωτι.
Χαῖρε, κανών ἀπλανής μονοτρόπων, χαῖρε, λειμών ἀρετῆς ψυχοτρόφε,
Χαῖρε, πρεσβευτά τῶν ψυχῶν ἀκαταίσχυντε, χαῖρε, χορευτά τῶν ἀγγέλων ὁμόσκηνε,
Χαῖρε, ὅτι σύ ἐπλήθυνας τῶν θρεμμάτων τόν χορόν• χαῖρε, ὅτι σύ διέσωσας εἴσω ταῦτα τῆς Ἐδέμ,
Χαῖρε, τῆς αὐταρκείας σύν Θεῶ δούς τόν ἄρτον, χαῖρε, τῆς αὐθαδείας τῶν δαιμόνων διώκτα,
Χαῖρε, πηγή θαυμάτων ἀέναε, χαῖρε,τρυφῆς μελλούσης ἐχέγγυε,
Χαῖρε, λαμπτήρ τῆς Ἀσίας ἁπάσης, χαῖρε, φωστήρ Μοναστῶν ποδηγέτα,
Χαίροις, Πάτερ Ποιμήν ἠμῶν.
Πηγή: Φλόγα Κυρίου