Η Αγία Χίλντα ήταν στενή συγγενής του βασιλέα Έντουιν της Νορθουμβρίας, ενός από τα επτά βασίλεια στα οποία ήταν διαιρεμένη η Αγγλία τον 7° αιώνα, την εποχή που έβγαινε από την ειδωλολατρία. Είχε λάβει το άγιο Βάπτισμα χάρη στο κήρυγμα του Αγίου Παυλίνου, ενός από τους ιεραποστόλους της Ρώμης, και για τριάντα χρόνια καλλιεργούσε τις ευαγγελικές αρετές στον κόσμο, μέχρι την ημέρα που ανταποκρινόμενη στην κλήση του Θεού έλαβε την απόφαση να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, την οικογένειά της και την πατρίδα της. Μετέβη στο βασίλειο της ανατολικής Αγγλίας, ο βασιλιάς της οποίας είχε νυμφευθεί την αδελφή της, με την πρόθεση να περάσει στη Γαλλία για να γίνει μοναχή στην περίφημη Μονή της Σελ, κοντά στο Παρίσι, ένα από τα μοναστήρια που εξαρτιόταν από τη Μονή του Λουξέιγ (Άγιος Κολομβανός, 23 Νοεμβρίου), όπου πήγαιναν τότε και άλλες παρθένες ευγενικής σαξωνικής καταγωγής. Ο Άγιος Αιντάν (+651, 31 Αυγούστου) όμως, επίσκοπος της μοναστικής νήσου Λίντσφαρνε, το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής την εποχή εκείνη στα βρετανικά νησιά, την κάλεσε πίσω στη Νορθουμβρία και της παραχώρησε μια μικρή γαιοκτησία, όπου για ένα χρόνο άσκησε τον μοναχικό βίο επικεφαλής μιας μικρής ομάδας παρθένων. Αφού δοκιμάστηκαν έτσι γρήγορα τα τάλαντα της στην πνευματική καθοδήγηση, της ανατέθηκε η ηγουμενία μιας μεγάλης μοναχικής αδελφότητας στη Μονή του Χάρτλπουλ και εννέα χρόνια μετά, το 657, ίδρυσε τη Μονή του Χουίτμπυ.
Κατά τα τριάντα έτη της ηγουμενίας της στα δύο τούτα μοναστήρια, η Αγία Χίλντα επέδειξε μια αξιοθαύμαστη ικανότητα, όχι μόνον στη διεύθυνση των γυναικείων αδελφοτήτων της, τις όποιες οδηγούσε προς τον Θεό εξασφαλίζοντας με σοφία την τάξη και την αγάπη σε τέτοιο σημείο που λεγόταν ότι η Μονή του Χουίτμπυ ήταν η τέλεια εικόνα της Εκκλησίας των αποστολικών χρόνων, όπου πλούσιοι και φτωχοί είχαν τα πάντα κοινά και τους ένωνε η ίδια αγάπη, αλλά και στη διοίκηση ενός ανδρικού μοναστηρίου που ήταν προσαρτημένο στο Χουίτμπυ, όπως συνέβαινε την εποχή εκείνη, και το οποίο χάρη σε αυτήν έγινε πραγματικό κέντρο εκπαιδεύσεως πολλών ιεραποστόλων και αγίων επισκόπων.
Βασιλείς, πρίγκιπες των γειτονικών περιοχών, ο επίσκοπος Αιντάν καί όλος ο λαός προσέφευγαν στην Αγία Χίλντα για να λάβουν τις συμβουλές και τις πνευματικές οδηγίες της. Θεωρούνταν ως η αληθινή πνευματική μητέρα της χώρας. Αφού για πολλά χρόνια οδήγησε έτσι πολλές ψυχές προς τον Κύριο, δοκιμάστηκε εν συνεχεία για έξι χρόνια από μια σκληρή αρρώστια, η οποία δεν τήν εμπόδισε ωστόσο να συνεχίσει την πνευματική της καθοδήγηση. Το έβδομο έτος αυτού του μαρτυρίου της, στις 17 Νοεμβρίου του 680, σε ηλικία 66 χρόνων, συγκέντρωσε τις πνευματικές θυγατέρες της, μετέδωσε σε αυτές τις τελευταίες της οδηγίες για αγάπη και παρέδωσε με χαρά την ψυχή της στον Κύριο. Μία άλλη αγία της εποχής, η αγία Μπέγκου, είδε τότε την ψυχή της να υψώνεται προς τον ουρανό.
Η Αγία Χίλντα υπήρξε, με την Αγία Έμπα του Κόλντινγκχαμ (τιμάται 25 Αυγούστου), μία από τις μεγάλες μορφές του νέου εκείνου αγγλοσαξωνικού χριστιανισμού και προσφέρει ένα σπάνιο παράδειγμα μιας πνευματικής μητέρας που έλαβε από τον Θεό το χάρισμα να οδηγεί όχι μόνον μοναχές, αλλά και μοναχούς, ακόμη δε και επισκόπους· γιατί ουκ ένι άρσεν και θήλυ·πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού (Γαλ. 3, 28).
Επιπλέον βιογραφικά στοιχεία.
Η Αγία Hilda (Χίλντα) ήταν ηγουμένη του μεγάλου μοναστηριού του Whitby στη νότια Αγγλία. Γεννήθηκε το 614 μ.Χ. στην Northumbria και κοιμήθηκε το 680 μ.Χ.
Ήταν κόρη του Hereric ανιψιού του βασιλέα Edwin της Northumbria και έγινε Χριστιανή στα δεκατρία της χρόνια ακολουθώντας τα κηρύγματα του Αγίου Παυλίνου του Γιορκ (τιμάται 10 Οκτωβρίου). Το κανονικό της όνομα ήταν Hild και σημαίνει «μάχη».
Όταν έγινε 20 ετών, πήγε στο μοναστήρι Chelles στην Γαλλία, όπου βρισκόταν και η αδερφή της, Αγία Hereswitha και έγινε μοναχή. Το 649 μ.Χ. ο Άγιος Aidan (τιμάται 31 Αυγούστου) την κάλεσε πίσω στην Northumbria και έγινε ηγουμένη του μικτού μοναστηριού στο Hartlepool.
Ύστερα από μερικά χρόνια, η Αγία Hilda έγινε ηγουμένη του μικτού μοναστηριού του Whitby στο Streaneshalch και έμεινε εκεί μέχρι την κοίμηση της.
Το μοναστήρι της γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία και πολλοί μοναχοί και άρχοντες έτρεχαν να τη συμβουλευτούν. Αρκετοί από τους μοναχούς έγιναν αργότερα επίσκοποι, όπως ο Άγιος Ιωάννης του Beverly και ο Άγιος Wilfrid της Υόρκης (τιμάται 12 Οκτωβρίου), ενώ μοναχός του μοναστηριού ήταν και ο Caedmon, ο πρώτος Άγγλος θρησκευτικός ποιητής.
Στο μοναστήρι της, το 664 μ.Χ., έγινε μία σύνοδος για το αν θα ακολουθούσαν τα Κέλτικα ή τα Ανατολικά εκκλησιαστικά έθιμα. Αν και υπερίσχυσε η πρώτη άποψη, στο μοναστήρι της η Αγία Hilda ακολούθησε τα Ανατολικά εκκλησιαστικά έθιμα.
Επτά χρόνια πριν από το θάνατο της προσβλήθηκε από πυρετό ο οποίος δεν την άφησε μέχρι να πεθάνει. Παρόλα αυτά δεν παραμέλησε καθόλου τα καθήκοντα της προς το Θεό και προς τα πνευματικά της παιδιά. Κοιμήθηκε ειρηνικά αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού και ο ήχος της καμπάνας του μοναστηριού ακούστηκε θαυματουργικά στο Hackness 13 μίλια μακριά, όπου μια αφοσιωμένη μοναχή με το όνομα Begu είδε την ψυχή της Αγίας να μεταφέρεται από Αγγέλους στους Ουρανούς.
Τον βίο της Αγίας Hilda συνέγραψε ο Άγιος Bede (τιμάται 27 Μαΐου).
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδόσεις Ίνδικτος, τόμος τρίτος, Νοέμβριος, σελίδες 197-199.