Ο μακάριος πατήρ ημών Ιλαρίων ήταν από την αρχοντική οικογένεια Δοκαούρη της ανατολικής Γεωργίας. Σε ηλικία 6 χρονών τον ανέθεσαν σε θεοφοβούμενο δάσκαλο για να μάθη γράμματα. Από την μικρή του ηλικία διακρινόταν η κλίση του στα θρησκευτικά. Βλέποντας αυτό ο πατέρας του στο χωριό, τον έκτισε μοναστήρι, στο οποίο σύντομα μαζεύτηκαν 16 Πατέρες. Εκεί μεγάλωνε ο μελλοντικός ασκητής. Όταν έγινε 14 ετών αποφάσισε να φύγει στην έρημα Γκαρέτζη για να αποφύγει την υπερβολική αγάπη και προστασία του πατέρα του. Βρήκε στην έρημο μικρό σπήλαιο και άρχισε την άσκηση. Ο μικρός ασκητής ζούσε σαν άσαρκος άγγελος και αγαπήθηκε από τους ερημίτες για την μεγάλη άσκησή του.
Για τις αρετές του μεγάλωνε η φήμη του και σε λίγο χρονικό διάστημα απέκτησε 11 υποτακτικούς. Προσευχόταν αδιάλειπτα και ήταν νηστευτής μεγάλος. Οι άνθρωποι καθημερινά τον επισκέπτονταν για να παρηγορηθούν, να λάβουν συμβουλές και την ευλογία του.
Όταν τον είδε ο επίσκοπος της πόλεως Ρουστάβα, πολύ αδύνατο και ντυμένο στα κουρέλια, τον παρακάλεσε να δεχθεί το αξίωμα της ιερωσύνης. Ο ταπεινός Ιλαρίων αρνήθηκε. Έλεγε να μη βαραίνει τον αμαρτωλό εαυτό του με τον ζυγό της ιερωσύνης, αλλά στο τέλος έκανε υπακοή. Μετά από λίγο καιρό ο μακάριος Ιλαρίων όρισε νέο ηγούμενο στην αδελφότητα και πηγε για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ στους Άγιους Τόπους.
Κατά την μετάβασή τους προσπάθησαν κάποιοι να τους ληστέψουν, αλλά μόλις βγάλαν τα σπαθιά, βρέθηκαν τα χέρια τους ξερά. Οι ληστές κατάλαβαν ότι τους τιμώρησε ο Θεός και έπεσαν στα πόδια του ασκητού για να τους συγχωρέσει. Ο Ιλαρίων τους σταύρωσε, τους γιάτρεψε και τους απόλυσε συγχωρεμένους. Ένας από τους ληστές τον συνόδευσε μέχρι το όρος Θαβώρ.
Μετά το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους ασκήτεψε μερικά χρόνια στο σπήλαιο του Προφήτη Ηλία. Ένα βράδυ είδε όραμα. Είδε την Παναγία στο όρος των Ελαιών, η οποία του είπε: «Ιλαρίων πήγαινε και ετοίμασε τον δείπνο στον Κύριον και Υιόν μου». Μόλις ξύπνησε ευχαριστούσε το Θεό και την Παναγία και πήρε τον δρόμο για την πατρίδα. Εκεί έμαθε ότι ο πατέρας και τα αδέλφια του είχαν πεθάνει. Η μητέρα του τού έδωσε όλα τα πλούτη και του είπε να τα χρησιμοποιήσει όπως θέλει.
Ο μακάριος Ιλαρίων έκτισε γυναικεία Μονή, έδωσε χωράφιααπό τα γύρω χωριά και έβαλε στη Μονή τυπικό. Μετά συγκέντρωσε 75 πατέρες και έκτισε και ανδρικό μοναστήρι. Τα Δε υπόλοιπα χρήματα τα μοίρασε στους φτωχούς.
Ο μισόκαλος διάβολος έβαλε τον θείο του ασκητή να τον σκοτώσει και να κάψει το Μοναστήρι, διότι ήθελε να τον κληρονομήσει. Η θεία Πρόνοια όμως τον επαίδευσε, εξομολογήθηκε, ζήτησε συγχώρεση από τον όσιο, έδωσε την περιουσία του στην Μονή και έγινε μοναχός.
Η φήμη για την αγιότητα του οσίου Ιλαρίωνα μαθεύτηκε σε όλα τα μέρη της Γεωργίας. Ο όσιος μισούσε πολύ την κοσμική δόξα, και όρισε ένα σοφό αδελφό ως ποιμένα για τα λογικά του πρόβατα και μαζί με δυό υποτακτικούς πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από κει στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας. Εκεί έμειναν για πέντε χρόνια σε ένα μικρό εγκαταλελυμένο εκκλησάκι... Μετά ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για να προσκυνήσει το Τίμιο Ξύλο και από κει στην Ρώμη, όπου έκανε πολλά θαύματα με την βοήθεια του Θεού.
Επιστρέφοντας, μετά δυο χρόνια, πήγε στη Θεσσαλονίκη για να προσκυνήσει τον Άγιο Δημήτριο. Στη Θεσσαλονίκη θεράπευσε το τετράχρονο παράλυτο παιδί του ηγεμόνα, ο οποίος του έκτισε εκκλησία σε ήσυχο μέρος για άσκηση. Η αγγελική ζωή του οσίου ξύπνησε σε πολλούς τον θείο ζήλο για την μοναχική ζωή και πολλοί παρέλαβαν το αγγελικό σχήμα από τα χέρια του.
Ο άγιος Ιλαρίων μέχρι την αναχώρησή του στην Άνω Ιερουσαλήμ ζούσε στην Θεσσαλονίκη. Πληροφορημένος από τον Θεό για τον θάνατό του φώναξε τον ηγεμόνα της πόλεως, τον ευχαρίστησε για όλα και τον άφησε διαθήκη να αγαπά τους φτωχούς και μοναχούς και να είναι δίκαιος και ελεήμων. Μετά την κοίμηση του αγίου Ιλαρίωνος ο ηγεμόνας παρήγγειλε λάρνακα για το άγιο λείψανό του, το οποίο έκαμνε πολλά θαύματα, θεραπεύοντας πολλούς αρρώστους. Το γεγονός αυτό πληροφορήθηκε ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Μακεδόνας από τον αρχιεπίσκοπο Θες/νίκης...
Με τρόπο κρυφό άνθρωποι του αυτοκράτορα πήρανε το άγιο λείψανο του οσίου Ιλαρίωνα από την Θες/νίκη στην Κωνσταντινούπολη, όπου με τιμές και ψαλμωδίες το υποδέχθηκαν.
Στην αρχή ο αυτοκράτορας κράτησε το λείψανο στα ανάκτορα. Την Τρίτη ημέρα όμως, ξύπνησε από ευωδία. Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί χωρίς να το κατορθώσει και είδε τον άγιο με ιερατική στολή, ο οποίος του είπε: Αυτή την ευωδία δεν την κέρδισα στις πόλεις αλλά στην έρημο και για να έχεις χάρη από τον Θεό στείλε με στην έρημο.
Ο βασιλιάς διηγήθηκε το περιστατικό στον Πατριάρχη και με μεγάλες τιμές μετέφεραν το άγιο λείψανό του στην Μονή Αγίου Ρωμανού.
Πηγή: (Περιοδικό "Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου", Ιανουάριος – Απρίλιος 2001, Τεύχος 1ο, Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη) Ιερά Μονή Παντοκράτορος