Ὁ Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης Δαμασκηνὸς εἶναι ἐξέχουσα μορφὴ ἁγίου Ἱεράρχου ὄχι μόνον τοῦ 16ου αἰῶνος, ἀλλὰ ὅλων τῶν χρόνων τῆς δουλείας, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεῖ πνευματικὸ φάρο ποὺ κατέλαμψε τὸ τότε πνευματικὸ σκότος τοῦ Γένους, δοξάζοντας καὶ τὴν περίφημη Ἐπισκοπὴ Λητῆς καὶ Ρεντίνης, ἡ ὁποία κατέστη παγκοσμίως γνωστή χάρις σὲ αὐτόν.
Γεννημένος περὶ τὸ 1520 στὴ Θεσσαλονίκη ὅπου ἔλαβε ἄριστη μόρφωση, ὁ ἅγιός μας -κατὰ κόσμον ἴσως Δημήτριος- μετέβη νέος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου πρὶν τό 1546 ἔγινε Μοναχὸς τῆς Ἀδελφότητος «τῶν Στουδιτῶν», λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Δαμασκηνὸς καὶ τὴν προσωνυμία «Στουδίτης»· ἤδη ὡς ὑποδιάκονος, σπου-δάζοντας στὴν περίφημη Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία, ὑπῆρ-ξε καὶ περιφανὴς ἱεροκήρυκας τῆς Βασιλεύουσας, σπείροντας λόγους πλήρεις ὠφελείας, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ἀποτέλεσαν τὸ ὑλικὸ γιὰ τὸ βιβλίο του «Θησαυρός».
Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1550 καὶ 1558 ὁ Ἅγιος Δαμασκη-νὸς δραστηριοποιήθηκε στὴν περιοχὴ τῶν Τρικάλων, πιθανότατα ὡς Διδάσκαλος τῆς ἐκεῖ Σχολῆς, καὶ πρὶν τὸ 1558 ἔλαβε τὴν Ἱερωσύνη. Στὸ ἴδιο διάστημα μετέβη καὶ στὴ Βενετία γιὰ νὰ τυπώσει τὸν δημοφιλῆ «Θησαυρό».
Τὸ 1560 στὸ Ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων («Ροτόντα») τῆς Θεσσαλονίκης ὁ Ἱερομόναχος Δαμασκηνὸς χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος «Λητῆς καὶ Ρενδίνης» ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνᾶ (τόν πρό τοῦ 1560-65· δὲν πρόκειται περὶ τοῦ γνωστοῦ ἁγίου).
Παρὰ τὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ἦταν μόνον Ἐπίσκοπος, ὡστόσο δὲν ἔπαυσε νὰ διαλάμπει μὲ τὸν συν-δυασμὸ τῆς λαμπρῆς παιδείας του καὶ τῆς ἄμετρης ταπεινοφροσύνης του. Ὁ Γερμανὸς θεολόγος Στέφαν Γκέρλαχ (1546-1612), μολονότι ἐχθρικὸς πρὸς τὴν Ὀρθο-δοξία, ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ Λητῆς καὶ Ρεντίνης Δαμα-σκηνὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς πιὸ μορφωμένους Ὀρθοδόξους Κληρικοὺς τῆς ἐποχῆς του καὶ ἀπὸ αὐτούς ἦταν ὁ πιὸ ἐπαινετὸς «λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφρο-σύνης, ὀλιγαρκείας καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».
Λόγῳ τῶν χαρισμάτων του αὐτῶν ὁ Ἅγιος ἀπέλαυε τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν Πατριαρχῶν γιὰ σημαίνουσες ἀποστολές ὡς Ἔξαρχος, ὅπως στὸ Ἅγιον Ὄρος (1567), ἀλλὰ καὶ στὴ Μικρὰ Ρωσία (Οὐκρανία), ὅπου στὰ ἔτη 1565-1572 ὁ Δαμασκηνὸς συνετέλεσε ἀποφασιστικά στὴν κατανίκηση τῆς αἱρετικῆς ρωμαιοκαθολικῆς προπαγάνδας. Ἀργότερα, κατὰ τὴν Πατριαρχία τοῦ Ἱερεμίου Β΄τοῦ Τρανοῦ (†1595), ὁ ὁποῖος ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου, ὁ Δαμασκηνὸς ἔλαβε μέρος στὴ σύνταξη τῆς πατριαρχικῆς δογματικῆς ἀπαντήσεως (1572-73) στοὺς Λουθηρανοὺς Προτεστάντες τῆς Τυβίγγης, διετέλεσε δὲ καὶ τοποτηρητὴς τοῦ Θρόνου στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ ἀρκετοὺς μῆνες, κατὰ τὴν ἀπουσία τοῦ Πατριάρχου.
Τὸ 1574, ὁ Ἅγιός μας προβιβάσθηκε σὲ «Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης καὶ Ἔξαρχον πάσης Αἰτωλίας» ὡς Δαμασκηνὸς Γ΄ ὁ Στουδίτης, θρόνο ποὺ ὑπηρέτησε ἐπὶ δύο περίπου ἔτη, μέχρι τὸ 1576, ὅταν συγκαταλέχθηκε μεταξὺ τῶν λογίων τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Λίγο ἀργότερα, τὸ σωτήριον ἔτος 1577, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ καὶ ἐτάφη στὴ μητροπολιτική του περιφέρεια, στὴ Ναύπακτο ἢ τὴν Ἄρτα. Ἐπίγραμμα ἀναφερόμενο στὸν Ἅγιο, πλέκει τὸν ἔπαινό του, χαρακτηρίζοντας τὸν Δαμασκηνὸ ὡς «σοφία τῶν Ἑλλήνων» καὶ τὸν θάνατό του ὡς κακὴ στιγμή, ἡ ὁποία ἄφησε τοὺς φιλέλληνες ὀρφανούς: «Ἑλλήνων μὲν τὴν σοφίαν βαρὺς ὤλεσεν αἰών. Ὃς δὲ φιλέλληνας πάντας ἀπωρφάνισεν».
Στὰ συγγράμματά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ βιβλίο «Θησαυρός», τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε πάμπολλες φορές (51 περίπου φορὲς μέχρι τὸ 1926) καὶ ποὺ μαρτυρεῖ τὰ γνήσια μοναχικὰ του βιώματα καὶ τὸ σέβας στὴν Ὀρθοδοξία καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, συμπεριλαμβάνονται διάφορα κείμενα, ὅπως Κανόνες πρὸς τιμὴν τοῦ Νεομάρτυρος Νικολάου (†1554), ποιήματα πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας σὲ ὁμηρικὴ γλῶσσα, μία Παραίνεσις πρὸς Μοναχούς, καὶ ἄλλα, ὅπως σύγγραμμα ζωολογίας καὶ ἕτερο μετεω-ρολογίας, ποὺ πιστοποιοῦν τὴν εὐρεῖα παιδεία του. Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς πρέπει νὰ ὑπῆρξε διδάσκαλος καὶ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς τελευταίους Στουδίτες, τοῦ Ὁσίου Διονυσίου τοῦ «Ρήτορος» (†1606), μετέπειτα ἀσκητοῦ στὴ Μικρὰ Ἁγία Ἄννα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Παρὰ τὴ λιπαρή του παιδεία, χάρις στὴν ὁποία κατεῖχε ἄριστα τὴν ὁμηρικὴ καὶ τὴν ἀττικὴ διάλεκτο, ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης, Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης, ἔγραφε καὶ σὲ ἁπλῆ καὶ καθαρὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα γιὰ τὸν ἁπλὸ λαὸ τῆς ἐποχῆς του, ποὺ εἶχε πολλὴν ἀνάγκη τῆς «στερεᾶς τροφῆς» τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ «Θησαυρὸς» τοῦ Δαμασκηνοῦ ὑπῆρξε τὸ πιὸ διαδεδομένο στὸν τομέα του βιβλίο καὶ ἐνίσχυσε τὸ δοῦλο Γένος στὶς θλίψεις καὶ τὰ μαρτύρια. Ἡ προσφορά του ἐπεκτάθηκε ὅταν μεταφράσθηκε καὶ στὰ τουρκικά (1731), γιὰ τοὺς τουρκόφωνους Ρωμηούς, στὰ σερβικὰ (1580) καὶ τὰ ρωσικά (1656,1715). Ἰδιαιτέρως στὴ Βουλγαρία θεωρεῖται ὅτι ἡ μετάφρασή του (Δαμασκηνάρια) ἀπέτρεψε τὸν ἐκτουρκισμὸ τῶν Ὀρθοδόξων Βουλγάρων.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Λητῆς καὶ Ρεντίνης χρυσολόγον ἐπίσκοπον, εἴτα δὲ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης θεοφόρητον πρόεδρον, τὸν θεῖον καὶ σοφὸν Δαμασκηνὸν, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς, τὸν διδάξαντα τῇ βίβλῳ αὐτοῦ λαούς, πρὸς ὅν καὶ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ σὲ σοφίσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ταμιεύσαντι ἐν σοί, χαρίτων θησαυρῶν Αὐτοῦ.
Πηγή: (Έκδοσις Ιερού Ησυχαστηρίου Παντοκράτορος Μελισσοωρίου) Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου