Η ιστορική γη της Εφέσου καυχάται δικαίως για τους φωτεινούς πνευματικούς αστέρες, που γεννήθηκαν, έλαμψαν ή τελείωσαν τον επίγειο βίο τους στην αγιασμένη αυτή μικρασιατική γη, αποτελώντας για τους χριστιανούς του 21ου αιώνα λαμπρά παραδείγματα ηρωϊκού φρονήματος και ακλόνητης πίστης και προσήλωσης στον Ιησού Χριστό.
Στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα και σε μία περίοδο, κατά την οποία η Εκκλησία του Χριστού δοκιμαζόταν από σκληρούς διωγμούς, γεννήθηκε στην Έφεσο η Αγία παρθενομάρτυς Μυρόπη. Ο πατέρας της απεβίωσε νωρίς και η χιακής καταγωγής μητέρα της, που ονομαζόταν Άφρα, την ανέθρεψε χριστιανικά. Σύμφωνα μάλιστα με την παράδοση η Μυρόπη επισκεπτόταν συχνά τον τάφο της Αγίας Ερμιόνης, της τέταρτης θυγατέρας του Αγίου Φιλίππου, ο οποίος ήταν ένας από τους επτά διακόνους της πρώτης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Από τον τάφο αυτό η Μυρόπη έπαιρνε το μύρο, που ανέβλυζε και το μοίραζε για ευλογία στους χριστιανούς. Το γεγονός αυτό της έδωσε μάλιστα και το όνομα Μυρόπη.
Όμως τον Σεπτέμβριο του 249μ.Χ. και μόλις ξέσπασε ο σκληρός διωγμός εναντίον των χριστιανών επί των ημερών του αυτοκράτορος Δεκίου, η Μυρόπη και η μητέρα της, η Άφρα, εγκατέλειψαν την Έφεσο και με ένα μικρό πλοίο έφτασαν στο μυροβόλο νησί της Χίου και εγκαταστάθηκαν σε κτήμα στην περιοχή του χωριού Θυμιανά. Στον τόπο, όπου αποβιβάστηκαν, ανήγειραν ένα προσκυνητάρι προς τιμήν της Αγίας Ερμιόνης, η οποία αργότερα έδωσε και την ονομασία της στην περιοχή αυτή της Χίου, που κοσμείται μέχρι τις ημέρες μας με ομώνυμο ιερό ναό.
Την περίοδο όμως αυτή, κατά την οποία βρισκόταν στη Χίο η Μυρόπη με τη μητέρα της, έφτασαν στο νησί και τα ρωμαϊκά πολεμικά πλοία, στα οποία μεταξύ άλλων υπηρετούσε ως αξιωματικός και ένα νεαρό αρχοντόπουλο από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο Ισίδωρος, ο οποίος είχε ασπασθεί τη χριστιανική πίστη. Ο νεαρός Ισίδωρος άρχισε να έρχεται σε επαφή με τη χριστιανική κοινότητα της Χίου, αλλά το γεγονός αυτό καταγγέλθηκε στον ειδωλολάτρη ναύαρχο Νουμέριο, ο οποίος άρχισε να τον παρακαλεί να αρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα των ψεύτικων θεών. Ο γενναίος Ισίδωρος έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του και μετά από πολλά βασανιστήρια αποκεφαλίσθηκε στις 14 Μαΐου του 250 μ.Χ.
Το λείψανο του πρωτομάρτυρος της Χίου Αγίου Ισιδώρου ρίχθηκε μέσα σε φαράγγι και ο Νουμέριος διέταξε, να το φρουρούν για να μην κλαπεί. Κατά τη διάρκεια όμως της νύχτας και την ώρα, που οι φρουροί κοιμόνταν, η Μυρόπη έκλεψε μαζί με τις υπηρέτριες της το αιμόφυρτο σώμα του νεαρού Ισιδώρου και αφού το άλειψε με μύρο, το ενταφίασε με τις πρέπουσες τιμές στο ρωμαϊκό νεκροταφείο, όπου μέχρι σήμερα σώζονται τα ερείπια του παλαιού ναού του Αγίου Ισιδώρου.
Την άλλη ημέρα μόλις έγινε γνωστό το γεγονός της αρπαγής του λειψάνου, ο ναύαρχος Νουμέριος εξαγριώθηκε τόσο πολύ, ώστε απείλησε τους φρουρούς με αποκεφαλισμό, εάν δεν έβρισκαν το λείψανο και αυτόν, ο οποίος το έκλεψε. Μάλιστα για να τους εκφοβίσει και να τους ταλαιπωρήσει, τους έδεσε με σίδερα και διέταξε, έτσι όπως ήταν σιδεροδέσμιοι, να βρουν το κλεμμένο λείψανο. Μόλις η Μυρόπη είδε τους σιδεροδέσμιους φρουρούς να ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν το λείψανο, τους λυπήθηκε και με παρρησία ομολόγησε σ’ αυτούς την πράξη της. Στη συνέχεια οδηγήθηκε από τους φρουρούς στον Νουμέριο, όπου με ηρωϊκό φρόνημα ομολόγησε την αρπαγή του ιερού λειψάνου. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με την περιφρονητική στάση της Μυρόπης απέναντι στο πρόσωπο του Νουμερίου και την ψεύτικη θρησκεία των ειδώλων εξαγρίωσαν τόσο πολύ τον σκληρόκαρδο ειδωλολάτρη ναύαρχο, ώστε διέταξε να τη χτυπήσουν αλύπητα με χονδρά ραβδιά και να τη σύρουν από τις τρίχες του κεφαλιού της σε όλη την πόλη της Χίου.
Από τα βασανιστήρια η Μυρόπη βγήκε μισοπεθαμένη και οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου μάλιστα τοποθετήθηκε και φύλακας για να τη φρουρεί. Ο φύλακας έμεινε άγρυπνος κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά έμεινε έκπληκτος από τα θαυμαστά και παράδοξα, που έλαβαν χώρα μέσα στη φυλακή και τα οποία έζησε με τα ίδια του τα μάτια. Η Μυρόπη προσευχόταν στον Πανάγαθο Θεό, όταν τα μεσάνυχτα ένα λαμπερό φως πλημμύρισε το δωμάτιο, μέσα στο οποίο ήταν φυλακισμένη. Στη συνέχεια ακολούθησε μέσα σ’ αυτό το φως χορός Αγγέλων, που έψαλλε τον Τρισάγιο Ύμνο. Στη μέση αυτών βρισκόταν ο Άγιος Ισίδωρος, ο οποίος κοίταζε επίμονα την Αγία Μυρόπη και της είπε, ότι η παράκλησή της εισακούστηκε στον Θεό και θα έρθει μαζί του στην αιώνια χαρά του Παραδείσου, αφού θα λάβει τον στέφανο της αγιότητος.
Μόλις τελείωσε τον λόγο του ο Άγιος Ισίδωρος, η Μυρόπη παρέδωσε την αγία της ψυχή στον Θεό και η φυλακή γέμισε από άρρητη ευωδία. Βλέποντας οι φύλακες τα θαυμαστά αυτά γεγονότα, τρόμαξαν τόσο πολύ, ώστε κινδύνεψαν να χάσουν και τον νου τους. Μάλιστα ο φύλακας, που έμεινε άγρυπνος και βίωσε το παράδοξο γεγονός, βαπτίσθηκε χριστιανός και μαρτύρησε αργότερα για τη χριστιανική του πίστη.
Το λείψανο της Αγίας παρθενομάρτυρος Μυρόπης τοποθετήθηκε στον τόπο, όπου η Αγία είχε πρωτύτερα ενταφιάσει το λείψανο του Αγίου Ισιδώρου. Αργότερα ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πωγωνάτος ανήγειρε περικαλλή ναό πάνω στους τάφους των δύο Αγίων πρωτομαρτύρων της Χίου Ισιδώρου και Μυρόπης, τον οποίο μάλιστα διεκόσμησε με μάρμαρα και ψηφιδωτά, που σώζονται μέχρι σήμερα.
Η μνήμη της ενδόξου πρωτομάρτυρος γυναικός της νήσου Χίου Αγίας Μυρόπης, που τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 2 Δεκεμβρίου, εορτάζεται στον ιερό ενοριακό ναό του Αγίου Ισιδώρου στον Βροντάδο της Χίου, όπου το δεξιό κλίτος είναι αφιερωμένο επ’ ονόματί της, τη δε ασματική της Ακολουθία εποίησε ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος.
Ἀπολυτίκιον Ήχος α`. Της ερήμου πολίτης.
Καλλιμάρτυς Μυρόπη, και Χριστού Νύμφη άφθορε, νυν Αυτώ παρεστώσα ως ωραία και πάγκαλος, ως λίθους φαιδρούς και διαυγείς, τα στίγματα φέρουσα σαρκός, και αιμάτων την πορφύραν ως βασιλίς περικειμένη ένδοξε, δυσώπει αυτόν υπέρ ημών, των εκ πόθου ευφημούντων σου, ύμνοις επινικίοις και ωδαίς την θείαν άθλησιν.
Κοντάκιον Ήχος γ`. Η Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως άφθονα, ω Αθληφόρε Μυρόπη, μύρα βρύεις χάριτας, τας των θαυμάτων και νέμεις, άπασι τοις δεομένοις και εκζητούσι, πίστει τε και ευλαβεία προσερχομένοις, τη σορώ σου τη πανσέπτω, ήτις κατέχει Μάρτυς την κόνιν την σην.
Κάθισμα Ήχος δ`. Επεφάνης σήμερον.
Αικισμών ταις στίγμασι, πεποικιλμένη, και βαφαίς αιμάτων σου, πεφοινιγμένη νοερώς, Χριστού εν δόξη παρίστασαι, τω θείω θρόνω, Μυρόπη αοίδιμε.