Ο Άγιος Νικόδημος της Τισμάνα γεννήθηκε στο βυζαντινό Πρίλοπο στα νότια της Σερβίας το 1320. Ήταν συγγενής με την οικογένεια του σέρβου δεσπότη Αγ.Λαζαρου και του Ρουμάνου ηγεμόνα Νικολάου Αλεξάνδρου Μπασαράμπ. Από νέος πήγε στο Άγιον Όρος και έγινε μοναχός στη Μονή Χιλανδαρίου, όπου αργότερα έγινε ηγούμενος και πρωτοεπιστάτης του Αγ.Όρους. Το 1365 ήρθε στη Ρουμανία και με τη βοήθεια του ηγεμόνα Βλάικου Βόντα (1364-1367) και του Ράντου του Α (1377-1383) έφτιαξε τις μονές Βόντιτσα (1369) και Τισμάνα (1377).
Επίσης έχτισε στα νότια του Δούναβη τις μονές Βράτνα, Μαναστίριτσα και Βίσινα. Στα τέλη του 14ου αιώνα έχτισε και τη Μονή Πρισλόπ.
Η Ορθόδοξη εκκλησία τιμάει τη μνήμη του στις 26 Δεκεμβρίου,ημέρα της κοιμήσεώς του.
Φτάνοντας στο Άγιον Όρος, πρώτα ασκήθηκε σε κοινόβιο και έπειτα μόνος του σε μια σπηλιά κοντά στη Μονή Χιλανδαρίου. Όταν έγινε ηγούμενος στη Μονή Χιλανδαρίου μάζεψε γύρω του 100 περίπου μοναχούς, ελληνικής, σερβικής, ρουμανικής και βουλγαρικής καταγωγής. Ολοι είχαν φόβο Θεού και τρέφονταν από τις διδασκαλίες της Αγ. Γραφής, όντας και ένας έμπειρος δάσκαλος της προσευχής του Ιησού. Ήταν ένας φωτισμένος και έμπειρος θεολόγος και πνευματικός πατέρας και γι' αυτό πολλοί ησυχαστές, μοναχοί και ηγούμενοι ερχόνταν να τον συμβουλευτούν.
Επειδή ο Άγ. Νικόδημος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης απ' όλους, μετά από παράκληση του κνέζη Λαζάρου, πήγε με τους υποτακτικούς του Ησαία και Παρθένιο στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο συμβιβασμό με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας. Βλέποντας ο πατριάρχης και ο αυτοκράτορας την ταπεινότητα και τη σοφία του αγίου, έκαναν άρση του αναθέματος προς τη Σερβική Εκκλησία.
Μετά από θεική αποκάλυψη ήρθε στη Ρουμανία όπου βρισκόνταν ένα μικρό ησυχαστηριο. Με τη βοήθεια του ηγεμόνα Βλάντισλαβ-Βλάικου Βόντα έχτισε στις όχθες του ποταμού Βόντιτσα ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγ. Αντώνιο τον Μέγα,το οποίο εγκαινιάστηκε ο 1369.
Έπειτα κοντα στον ποταμό Τισμάνα, όπου από τις αρχές του 14ου αιώνα ζούσαν πολλοί ασκητές, έχτισε τη φημισμένη Μονή Τισμάνα την οποία αφιέρωσε στην Κοίμηση της Θεοτόκου και η οποία ακολουθούσε το αγιορείτικο τυπικό. Μαζεύοντας κοντά του μερικούς λόγιους μοναχούς, έφτιαξε στην Τισμάνα ένα σχολείο καλλιγραφίας και αντιγραφής εκκλησιαστικών βιβλίων ονομαστό σε όλην την Βαλκανική Χερσόνησο. Επίσης καθοδηγούσε πνευματικά όλα τα μοναστήρια που είχε φτιάξει και αλληλογραφούσε με ηγουμένους και μοναχούς από το Άγιον Όρος, τη Σερβία και τη Ρουμανία, όπως και με τον Άγ. Ευθύμιο πατριάρχη Τίρνοβο.
Όταν γέρασε εμπιστεύθηκε τη φροντίδα των μονών Τισμάνα και Βόντιτσα στον υποτακτικό του ιερομόναχο Αγάθωνα και ο ίδιος αποτραβήχθηκε σ' ένα σπήλαιο κοντά στο μονστήρι το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα. Εκεί περνούσε την εβδομάδα με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή ενώ την Κυριακή κατέβαινε στη μονή για να λειτουργήσει και να νουθετήσει τους αδελφούς.
Αναφέρονται πολλά θαύματα του αγίου δια των προσευχών του, αλλά και αγγίζοντας οι ασθενεις το ράσο του. Μεταξύ εκείνων που θεράπευε αναφέρεται και η κόρη του βασιλιά Σιγισμούνδου η οποία υπέφερε από επιληψία.
Εκοιμήθη στις 26 Δεκεμβρίου 1406 και τα λείψανά του τοποθετήθηκαν στην μονή. Δεν είναι γνωστό πότε ανακομίστηκαν τα άφθαρτα λείψανά του. Ένα μέρος αυτών βρίσκονται στη Σερβία. Ο δείκτης του δεξιού του χεριού βρίσκεται άφθαρτος στη Μονή Τισμάνα. Άλλη πηγή - ένα βιβλίο των αρχών του 19ου αιώνα γραμμένο από τον ιερομόναχο Στέφανο, αναφέρει ότι τα λέιψανά του μεταφέρθηκαν κρυφά από σέρβους μοναχούς στο πατριαρχείο του Πεκίου όσο οι ρουμανοι μοναχοί κρυβόνταν στο όρος Τσιοκλοβίνα εξαιτίας του Αυστρο-τουρκικού πολέμου.
Πηγή: Προσκυνητής