Ο Άγιος Βλαδίμηρος γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1848 μ.Χ. στο χωριό Μάλιε Μορόσκι της επαρχίας του Ταμπώφ της Ρωσίας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο εκκλησιαστικό σχολείο και έπειτα σπούδασε στη θεολογική σχολή του Κιέβου. Όταν το 1874 μ.Χ. αποπεράτωσε τις σπουδές του, διορίσθηκε ως καθηγητής στην εκκλησιαστική σχολή του Ταμπώφ, όπου και νυμφεύθηκε.
Από μικρό παιδί είχε κλήση προς την ιεροσύνη. Έτσι, το έτος 1882 μ.Χ., χειροτονείται πρεσβύτερος και τοποθετείται στο ναό του Κοζλώφ. Η πρώτη δοκιμασία δεν άργησε να έλθει. Στην αρχή της ιερατικής του διακονίας, μαζί με τον σταυρό της ιεροσύνης, σηκώνει και τον σταυρό της χηρείας. Το 1886 μ.Χ. απεβίωσε η πρεσβυτέρα σύζυγός του και λίγο αργότερα το μονάκριβο παιδί του.
Η υπομονή του Αγίου ήταν όμοια με αυτή του πολύπαθου Ιώβ. Φεύγει πλέον από τον κόσμο και ακολουθεί τη μοναχική οδό. Εγκαταβιώνει σε μονή του Κοζλώφ και στις 6 Φεβρουαρίου 1886 μ.Χ. κείρεται μοναχός με το όνομα Βλαδίμηρος. Το έτος 1888 μ.Χ. εκλέγεται Επίσκοπος της πόλεως Σταρορούσκϊυ και καλείται να διακονήσει το λαό του Θεού. Αφιερώνεται ολόψυχα στο πολύπαθο και ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. Όλοι αναγνώριζαν στο πρόσωπό του τον αληθινό ποιμένα και πατέρα και του φιλανθρώπου Χριστού τον γνησιότατο μιμητή.
Στις 19 Ιανουαρίου 1891 μ.Χ. εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Σαμάρα, το 1892 μ.Χ. Αρχιεπίσκοπος Καρτάλιν και Καχεζίας και στις 21 Φεβρουαρίου 1898 μ.Χ. Μητροπολίτης Μόσχας. Το ποιμαντικό, φιλανθρωπικό και κοινωνικό του έργο είναι τεράστιο. Διακόπτεται, όμως και πάλι, όταν εκλέγεται, στις 23 Νοεμβρίου 1912 μ.Χ., Μητροπολίτης της Αγίας Πετρουπόλεως. Το 1915 μ.Χ. η Εκκλησία του αναθέτει τα καθήκοντα του Μητροπολίτη Κιέβου.
Σε κάθε τόπο που διακονούσε ο Άγιος Βλαδίμηρος άφηνε τα ίχνη της αγιότητάς του. Κυριολεκτικά δαπανούσε τον εαυτό του για την σωτηρία των ανθρώπων. Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Το επαναστατικό κίνημα άρχισε να φουντώνει. Ο Άγιος προβλέποντας τα μέλλοντα, μιλώντας προς τους σπουδαστές του εκκλησιαστικού σεμιναρίου της Μόσχας, έλεγε: «Ίσως να πιστεύετε ότι ο Πνευματικός άρτος που δίδει η Εκκλησία στον κόσμο έχει γίνει πολύ σκληρός, για να φαγωθεί από τους ανθρώπους. Θα έπρεπε να αναρωτηθούμε για το ποιοι εμείς είμαστε και τι κάνουμε για τους πτωχούς αδελφούς μας. Οι αδελφοί μας πεινάνε. Είναι στο σκοτάδι. Και εμείς οφείλουμε να εργασθούμε, για να φωτίσουμε την ζωή τους με το φως του Χριστού, την πίστη, την ελπίδα».
Τα γεγονότα της Οκτωβριανής επαναστάσεως (1917) αποτέλεσαν, για τους κατοίκους του Κιέβου, την αφορμή για να επιχειρήσουν την ανεξαρτησία τους. Το Ουκρανικό συμβούλιο πίεσε τον Άγιο να προβεί σε εκκλησιαστική αυτονομία. Εκείνος δεν το έπραξε και τον εκθρόνισαν.
Ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος, οντάς τότε 70 χρόνων, υπέφερε πολλές ύβρεις, απειλές καί θλίψεις. Στίς 12 Δεκεμβρίου 1917 τόνισε με θάρρος: «Δεν φοβάμαι τίποτε καί κανέναν. Είμαι έτοιμος σε κάθε στιγμή να δώσω τη ζωή μου για την αληθινή ρωσική πίστη καί για την Εκκλησία του Ίησού Χρίστου,για να εμποδίσω τους εχθρούς της Εκκλησίας από το να την εμπαίξουν. Θα υποφέρω τα μαρτύρια μέχρι τέλους, για να διατηρήσω τη Ρωσική Εκκλησία στο Κίεβο,οπού πήρε την αρχή της». Λέγοντας αυτά αναλύθηκε σε δάκρυα.
Μετά τον παραγκωνισμό του κατέφυγε στην περίφημη Μονή των Σπηλαίων (Περτσέσκαγια Λαύρα). Δεν θέλησε να υποχωρήσει, παρά τίς απειλές. "Αν υποχωρούσε, θα διέφευγε το μαρτυρικό θάνατο.
Δεν πέρασε πολύς καιρός καί το Κίεβο δοκίμασε τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου. Πολλές εκκλησίες καταστράφηκαν από τους βομβαρδισμούς των μπολσεβίκων. Το πανύψηλο κωδωνοστάσιο της Λαύρας θεωρήθηκε ότι ήταν παρατηρητήριο, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν. "Ομως το περίφημο μοναστήρι δέχθηκε ανηλεείς βομβαρδισμούς από τους μπολσεβίκους.
Τελικά το Κίεβο κατελήφθη από τον «κόκκινο στρατό». Στίς 23 Ιανουαρίου 1918 οι «κόκκινοι» κατέφθασαν στην Περτσέσκαγια Λαύρα. Μπήκαν στίς εκκλησίες αναιδέστατα, με τα τσιγάρα στο στόμα καί άρχισαν το αποτρόπαιο έργο της βεβήλωσης καί λεηλασίας. Την ώρα της εισβολής οι μοναχοί έψαλλαν την ακολουθία τους.Δεν τους σεβάστηκαν.'Αρχισαν να βλαστημούν, να βρίζουν, να καταστρέφουν, να αρπάζουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Το μένος τους στράφηκε καί κατά των μοναχών, τους οποίους έβγαλαν στην αυλή καί τους υποχρέωσαν να βγάλουν τα παπούτσια τους καί τα εξωτερικά τους ρούχα. Έπειτα άρχισαν να τους χτυπούν αλύπητα με μαστίγια από δέρμα.
Ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος έβλεπε με θλίψη όλο αυτό το όργιο λεηλασίας καί βεβήλωσης. Δεν αντέδρασε. Έβρισκε καταφύγιο στην προσευχή. Στίς 24 Ιανουαρίου τέλεσε τη Θεία Λειτουργία πού έμελλε να είναι ή τελευταία του. Λειτούργησε με έκδηλη κατάνυξη. Τήν ίδια μέρα κατέφθασε ένα άλλο στρατιωτικό απόσπασμα με τον αξιωματικό τους. Προχώρησαν στην τράπεζα της μονής για να φάνε. Το μαύρο ψωμί των μοναχών το περιφρόνησαν. Το πέταξαν με οργή στο πάτωμα λέγοντας «ότι δεν είναι γουρούνια για να φάνε τέτοιο ψωμί». Οι μοναχοί απάντησαν ήρεμα:
› Σάς δίνουμε το ψωμί πού τρώμε καί εμείς...
Την επόμενη μέρα τρείς άνδρες καί μία γυναίκα, οπλισμένοι, βρέθηκαν καί πάλι στην τράπεζα της μονής. Αφού έφαγαν, ό επικεφαλής αξιωματικός δήλωσε ψυχρά στους μοναχούς:
› Δεν θα ξαναδείτε το Μητροπολίτη σας.
Έπειτα μπήκαν στο ήγουμενείο, έκαναν ερευνά καί έκλεψαν χρήματα καί κάθε πράγμα αξίας. Ή έρευνα επεκτάθηκε καί σε αλλά κελλιά καθώς καί στο κελλί του Μητροπολίτη Βλαδίμηρου. Δεν βρήκαν τίποτα το αξιόλογο.
Το ίδιο βράδυ οι μπολσεβίκοι πήγαν στο ισόγειο ενός κτιρίου της μονής, εκεί πού ζούσε τον τελευταίο καιρό ό Μητροπολίτης. Χτύπησαν δυνατά το κουδούνι καί τους άνοιξε ένας μοναχός. Ρώτησαν αγριεμένοι:
› Που είναι ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος; Θέλουμε να του μιλήσουμε.
Ό Μητροπολίτης βρισκόταν στο προσευχητάριο του καί προσευχόταν. Σάν ακούσε τίς φωνές σταμάτησε την προσευχή του, παρουσιάστηκε μπροστά τους καί τους ρώτησε τί θέλουν.
Οι μπολσεβίκοι, μόλις τον είδαν, τον συνέλαβαν καί τον οδήγησαν στο κελλί του, οπού έμειναν για 20 λεπτά. Σ' αυτό το διάστημα άρχισαν να τον βρίζουν χυδαία, να τον απειλούν, να τον χτυπούν. Τον έσφιξαν στο λαιμό με την άλυσίδα του σταυρού του απαιτώντας να τους δώσει χρήματα. Έπειτα του είπαν να τους ακολουθήσει. Σύντομα ντύθηκε επίσημα, σαν να πήγαινε για να λειτουργήσει. Φόρεσε το ράσο, το άσπρο επάνω καλύμμαυχο καί το εγκόλπιο του. Κατά τη διαδρομή συνάντησαν τον επίσκοπο Θεόδωρο καί τον ηγούμενο της Λαύρας Αμβρόσιο. Ό Μητροπολίτης γύρισε καί τους είπε:
› Με πάνε για να με τουφεκίσουν.
Προχώρησαν λίγο ακόμη κι έφτασαν στη σκάλα πού όδηγούσε στο πρώτο πάτωμα. Ό Μητροπολίτης γύρισε καί τους είπε:
› "Αν θέλετε να με τουφεκίσετε, κάνετε το εδώ.
Ό αξιωματικός φώναξε αγριεμένος:
› Ποιος θέλει να σε τουφεκίσει; Εμπρός, πάμε.
Περπατώντας έξω στην αυλή, ένας ηλικιωμένος μοναχός, ό Φίλιππος,τον πλησίασε, του έβαλε μετάνοια καί ζήτησε την ευλογία του. Ό αξιωματικός τον έσπρωξε θυμωμένος καί φώναξε:
› 'Οχι πια προσκυνήματα σ' αυτές τίς βδέλλες πού πίνουν το αίμα του λάου! Αρκετά πια.
Ό Μητροπολίτης ατάραχος πλησίασε το γέροντα μοναχό , τον ευλόγησε, τον ασπάσθηκε καί του είπε:
› Αντίο Φίλιππε. (Λέξη πού στα ρωσικά σημαίνει καί «συγγνώμη».)
Ήταν καί ό τελευταίος πού αποχαιρέτησε. Σά να το ένιωσε, τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν δάκρυα.'Εβγαλε το μαντίλι του καί τα σκούπισε. Ό μοναχός Φίλιππος παρατηρούσε με συγκίνηση το Μητροπολίτη.
Διηγείτο μάλιστα:
› Ό Σεβασμιώτατος όταν έβγαινε από τη μονή ήταν τόσο ειρηνικός, όσο ήταν συνήθως πρίν τελέσει τη Θεία Λειτουργία.
Ό Μητροπολίτης ακολουθούσε τους στρατιώτες «ως πρόβατον επί σφαγήν». Βγήκαν από την κεντρική πύλη του μοναστηριού καί προχώρησαν. Δεν είχε πλέον καμιά άμφιβολία για τίς προθέσεις καί διαθέσεις των μπολσεβίκων. Στίς δύσκολες τελευταίες αυτές στιγμές, όταν ή δειλία προσπαθεί να εισβάλει στην ψυχή καί να φέρει αναστάτωση ή καί απόγνωση, ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος, μιμούμενος τους αγίους μάρτυρες, σ' όλη τη διαδρομή προσευχόταν, έψαλλε ύμνους κι έκανε το σημείο του σταυρού. Προχώρησαν περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από τη Λαύρα. Εκεί σταμάτησαν. Ό Μητροπολίτης κατάλαβε. Γύρισε καί ήρεμα ρώτησε:
› Εδώ θέλετε να με εκτελέσετε;
Ένας από τους εκτελεστές απάντησε ειρωνικά:
› Γιατί όχι; Μήπως περιμένεις να σε τιμήσουμε;
Κι ενώ το εκτελεστικό απόσπασμα έπαιρνε θέση,ζήτησε να του χαρίσουν λίγη ώρα να προσευχηθεί. 0ι δήμιοι του επέτρεψαν λέγοντας:
› Ναί, μόνο κάνε γρήγορα.
'Υψωσε τα χέρια του στον ουρανό καί προσευχήθηκε δυνατά.
› Κύριε, συγχώρεσε μου όλα τα αμαρτήματα, τα εκούσια καί τα ακούσια καί δέξου την ψυχή μου εν ειρήνη.
Έπειτα, πιάνοντας με τα δύο του χέρια το σταυρό του, μιμούμενος τον άνεξίκακο Κύριο του, ευλόγησε τους δημίους του καί είπε:
› Ό Θεός να σας συγχωρήσει.
Οι δήμιοι δεν περίμεναν άλλο. Ή μορφή του ήταν έλεγχος στη συνείδηση τους. "Ηθελαν να τελειώνουν γρήγορα. Έστρεψαν τίς κάνες των οπλών τους καί τον πυροβόλησαν. Μέσα στη νύχτα ακούστηκαν τέσσερις πυροβολισμοί. 'Επειτα δύο. Κι άλλος ένας. Ή ψυχή του νεομάρτυρα Μητροπολίτη φτερούγισε για τον ουρανό, για να συναντήσει Αυτόν πού τόσο αγάπησε καί για να δεχτεί το μαρτυρικό στεφάνι. Ή αγιασμένη γη του Κιέβου ποτίστηκε με το αίμα του πρώτου νεομάρτυρα Μητροπολίτη.
«Ην δε νύξ». Κατάλληλη ώρα για τέτοιου είδους εγκλήματα, όπως είπε ό Χριστός εκείνη τη νύχτα στη Γεθσημανή.
«Αυτή εστίν υμών ή ώρα καί ή εξουσία του σκότους». Οι πυροβολισμοί ακούστηκαν στο μοναστήρι. Ένας δόκιμος μοναχός είπε ανήσυχος:
› Πυροβόλησαν το Μητροπολίτη.
Ένας άλλος απάντησε:
› "Οχι, δεν πιστεύω, οι πυροβολισμοί ήταν πολλοί για ένα μάρτυρα.
Δεν πέρασαν παρά ελάχιστα λεπτά καί δεκαπέντε επαναστάτες με ρόπαλα καί φανάρια άρχισαν να τρέχουν στην αυλή του μοναστηρίου. Ένας άπ' αυτούς ρώτησε τους μοναχούς:
› Συνέλαβαν τό Μητροπολίτη;
Οί μοναχοί απάντησαν:
› Ναί, τον οδήγησαν έξω από την πόλη.
Οί επαναστάτες έτρεξαν έξω. Σέ μισή ώρα ξαναγύρισαν καί οι μοναχοί τους ρώτησαν:
› Βρήκατε το Μητροπολίτη;
Κι αυτοί απάντησαν:
› Ναί, τον βρήκαμε καί θα κάνουμε σ' όλους σας, ο,τι έγινε μ' αυτόν!
Λέγοντας αυτά έφυγαν.
Οι μοναχοί έμειναν με την απορία καί την αμφιβολία για την τύχη του Μητροπολίτη. Ή νύχτα κύλησε μέσα σε κλίμα αγωνίας καί φόβου. Το θλιβερό γεγονός μαθεύτηκε την άλλη μέρα. Μερικές πιστές γυναίκες, πού συνήθιζαν κάθε μέρα να πηγαίνουν στην πρωινή ακολουθία της Λαύρας, βρήκαν το σώμα του Μητροπολίτη. Συγκλονισμένες έτρεξαν στο μοναστήρι κι ενημέρωσαν τους μοναχούς. Οί μοναχοί, με επικεφαλής τον αρχιμανδρίτη 'Ανφίν καί μαζί με τέσσερις γιατρούς, έτρεξαν καί βρήκαν το σώμα του σ' ένα χωράφι πεσμένο ανάσκελα καί σκεπασμένο μ' ένα πανωφόρι. Οί δήμιοι είχαν κλέψει το εγκόλπιο, το σταυρό, το ρολόι, ακόμα καί τα παπούτσια του νεομάρτυρα.
Αργότερα ή ιατρική εξέταση απέδειξε ένα τραύμα από πυροβολισμό στο δεξί του μάτι, μια τομή στο κεφάλι του,μια βαθιά πληγή κάτω από το δεξί αυτί, τέσσερις κοψιές στα χείλη του, δύο πληγές από πυροβολισμούς στη δεξιά ωμοπλάτη, ένα βαθύ τραύμα στο στήθος, μια βαθιά πληγή στη μέση.
Οί μοναχοί ανέπεμψαν σύντομη δέηση στον τόπο του μαρτυρίου. Έπειτα τοποθέτησαν το σώμα του σε φέρετρο καί το μετέφεραν στο μοναστήρι. Κατά τη μεταφορά του μαρτυρικού σκηνώματος του περικύκλωσαν τους μοναχούς δέκα οπλισμένοι επαναστάτες, οι όποιοι άρχισαν να περιπαίζουν, να ειρωνεύονται καί να βρίζουν το νεομάρτυρα Μητροπολίτη καί τους μοναχούς. Φώναζαν στον αρχιμανδρίτη Άνφίν:
› Θέλεις να θάψεις αυτόν; Αυτός αξίζει να πεταχτεί στο χαντάκι. Θέλεις να κάνεις άγια λείψανα, Γι αυτό παίρνεις το σώμα του.
Όταν ή νεκρική πομπή πλησίασε στη Λαύρα, οι πιστές γυναίκες πού ακολουθούσαν έκλαιγαν, προσεύχονταν κι έλεγαν:
› Βασανισμένε άγιε μάρτυρα. Σου αξίζει ό παράδεισος.
Καί οί μπολσεβίκοι απαντούσαν με μίσος:
› Στήν κόλαση είναι ή θέση του, βαθιά στην κόλαση!
Το μαρτυρικό λείψανο του τοποθετήθηκε στην εκκλησία οπού παρέμενε τον τελευταίο καιρό προσευχόμενος. Ή νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε μέσα σε γενική συγκίνηση.
Το θλιβερό νέο μαθεύτηκε στη Μόσχα, Οπου γινόταν ή σύναξη των Ρώσων επισκόπων. Τα μέλη της συνόδου με πολλή συγκίνηση άκουσαν για το μαρτυρικό θάνατο του καί κήρυξαν τη μέρα της έκδημίας του ως ημέρα ετήσιας προσευχής για όλους τους Ρώσους μάρτυρες καί όμολογητές της πίστης, πού βρήκαν το θάνατο κατά τη μαρτυρική αύτη περίοδο. 'Εγινε μάλιστα ειδική τελετή, οπού έλαβαν μέρος ό Πατριάρχης Τυχών, τα μέλη της συνόδου καί όλος ό κλήρος της Μόσχας.'Ολοι ένιωθαν ότι το μαρτύριο του μητροπολίτη Βλαδίμηρου ήταν προανάκρουσμα μιας μαρτυρικής πορείας καί ό πρώτος κρίκος στην αλυσίδα αμέτρητων νεομαρτύρων.
Από την πρώτη στιγμή στη συνείδηση των πιστών ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος εθεωρείτο άγιος. Ή επίσημη διακήρυξη της αγιότητας του έγινε 71 χρόνια μετά, στίς 3 Όκτωβρίου 1989, από τη σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας.
Το λείψανό του βρίσκεται στην Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.
Πηγή: (Από το βιβλίο «Ρώσοι νεομάρτυρες και ομολογητές 1917-1922», Αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Αντωνόπουλος, Σειρά Αγιολογική Βιβλιοθήκη 13, Εκδόσεις Ακρίτας, 2000) Προσκυνητής