Σχόλιο Τ.Ι.: Η μνήμη του Αγίου τιμάται στις 2 Μαρτίου, την ημέρα δηλαδή της οσιακής κοιμήσεώς του ή την πλησιέστερη Κυριακή, εάν η μνήμη του πέσει μέσα στην περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής.
Στην υλιστική και τεχνοκρατική κοινωνία του 20ού αιώνα έζησαν με τη χάρη του Θεού και διακρίθηκαν για τις πνευματικές τους αρετές αγιασμένες μορφές, οι οποίες αποτελούν τους φωτεινούς σηματοδότες για κάθε άνθρωπο, που αναζητά να ανακαλύψει την αγιότητα και την αρετή. Μία τέτοια μορφή έζησε και στην περιώνυμη πόλη των Αθηνών με την ανεκτίμητη πολιτιστική της κληρονομιά και την ένδοξη εκκλησιαστική της ιστορία, η οποία δεν εξαντλείται κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες με την παρουσία επιφανών ιεραρχών, όπως οι Άγιοι Ιερόθεος και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και σοφών απολογητών, όπως ο Άγιος Αριστείδης ο φιλόσοφος ή και με τη δράση γενναίων αγωνιστών της πίστεως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όπως η Αγία Φιλοθέη και ο Άγιος Μιχαήλ ο Πακνανάς.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα και για 50 περίπου χρόνια (1884 – 1932) έζησε και έλαμψε στο «κλεινόν άστυ» των Αθηνών με τον πλούτο της ευσέβειας και την αδιάκοπη λειτουργική του διακονία ένας ολιγογράμματος, αλλά απλοϊκός και ταπεινός ιερέας. Ο λόγος για τον παπά – Νικόλα τον Πλανά, του οποίου η ζωή είχε ως κέντρο τη θεία λατρεία και την προσευχή, και η αγιαστική και θαυματουργική του χάρη γινόταν αντιληπτή από τους ίδιους τους εκκλησιαζόμενους.
Ο σύγχρονος αυτός άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας γεννήθηκε το 1851 στο μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων, τη Νάξο. Οι γονείς του, ο Ιωάννης Πλανάς και η Αυγουστίνα Μελισσουργού, ήταν εύποροι και διέθεταν εκτός από την κτηματική τους περιουσία και ένα εμπορικό καΐκι, που εκτελούσε δρομολόγια από τη Νάξο στη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια. Διέθεταν επίσης ένα εκκλησάκι επ’ ονόματι του προστάτου των ναυτικών, του Αγίου Νικολάου, μέσα στο οποίο ο μικρός Νικόλας έψαλλε και προσευχόταν ντυμένος με ένα σεντόνι ως ιερέας. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από τον παππού του, τον ιερέα Γεώργιο, και από την παιδική του ηλικία διακρινόταν για την αγάπη του στην Εκκλησία, την κλίση του στην ιεροσύνη και τη φιλευσπλαχνία του.
Σε ηλικία 17 ετών έμεινε ορφανός από τον πατέρα του, ο οποίος δεν άντεξε την καταστροφή του εμπορικού του καϊκιού στα στενά της Κωνσταντινουπόλεως λόγω σφοδρής θαλασσοταραχής. Μετά τον θάνατο του πατέρα του και λόγω προβλημάτων επιβίωσης, μετακόμισε η μητέρα του με τα δυο της παιδιά στην Αθήνα, η οποία την εποχή εκείνη βρισκόταν σε μεγάλη ηθική κρίση λόγω της εισβολής της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Ο Νικόλας αναζήτησε πνευματικούς ανθρώπους και συχνά πήγαινε σε ναούς και μοναστήρια για να ψάλλει στις ιερές ακολουθίες και να διακονήσει μέσα στο άγιο Βήμα. Η μεγάλη επιθυμία του ήταν να γίνει ιερέας, ο πόθος όμως της μητέρας του ήταν πρώτα να παντρευτεί και ύστερα να χειροτονηθεί. Έτσι την Κυριακή των Μυροφόρων του έτους 1879 και στον ιστορικό Ιερό Ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Πλάκα παντρεύτηκε την Ελένη Προβελέγγιου από τα Κύθηρα. Στον ίδιο ναό και στις 28 Ιουλίου του ίδιου έτους χειροτονήθηκε διάκονος. Μετά από τον γάμο του απέκτησε έναν γιο, τον Ιωάννη, αλλά κατά τον τοκετό η σύζυγός του απεβίωσε. Τότε ο διάκονος αποφάσισε να αφιερωθεί στην Εκκλησία ως καλόγερος. Γι’ αυτό και παρέδωσε το παιδί του στη μητέρα του και την αδελφή του και έγινε μεγαλόσχημος μοναχός.
Ευσεβής, φιλάγιος και φιλεύσπλαχνος όπως ήταν, επισκεπτόταν όλα τα βυζαντινά εκκλησάκια της Αθήνας, όπου έβρισκε την ψυχική γαλήνη και την πνευματική ανάταση, ενώ βοηθούσε τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους στις φτωχογειτονιές. Στις 2 Μαρτίου 1884 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στο ταπεινό εκκλησάκι του Προφήτου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι, στο οποίο έψαλλε κάθε Κυριακή ο αείμνηστος διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Μετά τη χειροτονία του μοίρασε την πατρική περιουσία με την αδελφή του, και το μερίδιο του το έδωσε στους φτωχούς. Αρχικά τοποθετήθηκε εφημέριος στον Άγιο Παντελεήμονα Ιλισσού και στη συνέχεια στον Άγιο Ιωάννη τον Κυνηγό, που βρίσκεται επί της οδού Βουλιαγμένης.
Ο ευσεβής, ενάρετος και σεμνός παπά – Νικόλας ο Πλανάς διακρίθηκε για την καλοσύνη, την αφιλοχρηματία, τη φιλευσπλαχνία και τον ένθερμο ζήλο για τη θεία λατρεία. Αγαπούσε ιδιαίτερα τις αγρυπνίες και για 50 χρόνια λειτουργούσε καθημερινά από τα χαράματα μέχρι το μεσημέρι. Κατά τη διάρκεια των λειτουργιών, που τελούσε ο απλοϊκός, ταπεινός και ασκητικός αυτός ιερέας της Αθήνας, πολλά και θαυμαστά είναι αυτά, που γίνονταν αντιληπτά από τους πιστούς. Πλημμυρισμένος από τη θεία χάρη και το ουράνιο φως επικοινωνούσε με τους αγίους και τους αγγέλους και απεκάλυπτε στους πιστούς το θαυματουργικό του χάρισμα. Στη θεία Λειτουργία μνημόνευε όλους ανεξαιρέτως τους αγίους, αλλά και τα χιλιάδες ονόματα «ζώντων και τεθνεώτων», τα οποία τα τύλιγε σε δύο μεγάλα μαντήλια και τα κουβαλούσε πάντα μαζί του.
Υπομονετικός και ανεκτικός αντιμετώπιζε κάθε πρόβλημα μέσα στην Εκκλησία με αγάπη, ταπείνωση και σιωπή, ενώ με τη δύναμη της προσευχής του πολλοί ήταν εκείνοι, που θεραπεύτηκαν από ψυχικές και σωματικές ασθένειες. Παρόλο που ήταν ολιγογράμματος, κατέστη πόλος έλξης για εκατοντάδες πιστούς και πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο αείμνηστος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, αλλά και οι κορυφαίοι σκιαθίτες λογοτέχνες Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, οι οποίοι έψαλλαν στις κατανυκτικότατες αγρυπνίες, που τελούσε στο ιστορικό εκκλησάκι του Προφήτου Ελισσαίου.
Στις 2 Μαρτίου 1932 ο παπά–Νικόλας, κουρασμένος σωματικά από τον αγώνα της ζωής και την άσκηση, παρέδωσε το πνεύμα του και ανεχώρησε για το αιώνιο ταξίδι. Το θλιβερό γεγονός της κοιμήσεως του ταπεινού και απλοϊκού ιερέα, κατά την ημέρα μάλιστα της εις πρεσβύτερον χειροτονίας του, διαδόθηκε ταχύτατα σε όλη την Αθήνα και χιλιάδες πιστοί προσήλθαν στον Άγιο Ιωάννη για να προσκυνήσουν τη σεπτή σορό του ευσεβούς, ενάρετου και φιλεύσπλαχνου αγίου ιερέα. Ενταφιάστηκε στον περίβολο του Ιερού Ναού και τα ιερά λείψανά του, μετά την ανακομιδή τους στις 7 Ιανουαρίου 1992, τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα μέσα στον περικαλλή νέο Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννου της οδού Βουλιαγμένης, ο οποίος θεμελιώθηκε τον Αύγουστο του 1954. Τα ιερά λείψανα του Αγίου Νικολάου του Πλανά αποτελούν πολυτιμότατο πνευματικό θησαυρό για την αγιοτόκο πόλη των Αθηνών, αφού προσφέρουν πλουσιοπάροχα στήριγμα, ελπίδα και αγιαστική χάρη σε κάθε πιστό, που προέρχεται με πίστη και ευλάβεια.
Το 1992 και κατόπιν εισηγήσεως του αοιδίμου Μητροπολίτου Πατρών κυρού Νικοδήμου, ο οποίος συνέθεσε και την ασματική ακολουθία προς τιμήν του Αγίου, αναγνωρίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο η αγιότητά του και κατετάχθη επισήμως στο αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 2 Μαρτίου, την ημέρα δηλαδή της οσιακής κοιμήσεώς του ή την πλησιέστερη Κυριακή, εάν η μνήμη του πέσει μέσα στην περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής .
Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς: ο απλοϊκός, ταπεινός, ασκητικός και φιλεύσπλαχνος άγιος ιερέας της Αθήνας, που θα διδάσκει τον άνθρωπο του 21ου αιώνα με τη γνησιότητα και το ανεπιτήδευτο του χαρακτήρα του και με την απέραντη αγάπη και καλοσύνη του, και θα παραδειγματίζει κάθε ορθόδοξο κληρικό με την αφιλαργυρία και τη φιλευσπλαχνία του και με την καθημερινή και σεμνή διακονία του στο άγιο θυσιαστήριο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ο Άγιος παπα – Νικόλας Πλανάς – ο απλοϊκός ποιμήν των απλών προβάτων, Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ», Αθήναι 1999.
- Πρωτοπαπά Νικολάου Ι., Αρχιμανδρίτου (νυν Μητροπολίτου Φθιώτιδος), Ο νέος άγιος της Εκκλησίας μας ιερεύς Νικόλαος Πλανάς, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, Α΄ Έκδοση, Αθήνα 1993.
(Πηγή: «Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΠΛΑΝΑΣ (1851 – 1932) Ο εκ της νήσου Νάξου απλοϊκός, ταπεινός και ασκητικός άγιος ιερέας της Αθήνας», Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος - Εκπαιδευτικός, Ιερά Μητρόπολις Χίου, Ψαρών και Οινουσσών)
Περιστατικά από τον βίο του Αγίου Νικολάου του Πλανά
1. «Έχασες το δρόμο, πάτερ μου;»
Κάποτε, όταν ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς δεν ήτανε ακόμη και τόσο πολύ ηλικιωμένος, ξεκίνησε να πάει μόνος του σ’ ένα ερημοκκλήσι στο Περιστέρι, όπου θα γινόταν εκεί αγρυπνία. Αφού πήγε για ένα διάστημα, έχασε το δρόμο και πήρε κάτι μονοπάτια μέσα στα χωράφια· δεν ήξερε πού πήγαινε! Κι ενώ προχωρούσε στενοχωρημένος και προσευχόμενος, βλέπει μπροστά του ένα νέο παλληκάρι να του λέει:
› Έχασες το δρόμο, πάτερ μου; Να σε οδηγήσω εγώ!
Μπροστά πήγαινε ο νέος και στο κατόπι ο παπα–Νικόλας, ώσπου έφθασαν μέχρι την πόρτα της εκκλησίας. Εδώ, στο σημείο αυτό, το συμβάν αυτό, το αφηγείται μόνος του, ο ίδιος ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς:
› Μόλις φτάξαμε ὣς τὴν πόρτα, γύρισα νὰ τοῦ δώσω εὐχαρίστηση καὶ ἀμέσως ἤλαμψένε (σὲ ναξιώτικη προφορὰ = ἔλαμψε) καὶ τὸν ἔχασα.
2. «Ακούς τους Αγγέλους;»
Όταν λειτουργούσε, ήθελε τα πάντα να συντελούν στη μεγαλοπρέπεια της Λειτουργίας. Δεν ήθελε π.χ. κατά την είσοδο του Ευαγγελίου να προηγείται μικρό κεράκι, επειδή ήθελε μεγάλες λαμπάδες, όπως και μπροστά στην Αγία Πύλη. Όταν έλεγε τη νύκτα τα «Τριαδικά», άναβε πολλά–πολλά κεριά μπροστά στην εικόνα του Χριστού. Φορούσε το φελόνι του κι έπαιρνε επίσημη στάση. Τα έψελνε με τέτοια κατάνυξη, ώστε μια από τις πολλές φορές ενώ αυτός έψαλλε, άκουσε τα «Τριαδικά» να τα ψέλνουν Άγγελοι! Διέκοψε ο άγιος Παππούς τη ψαλμωδία και πιάνει το χέρι της πνευματικής κόρης που τον βοηθούσε και της λέει:
› Ακούς; Ακούς, Μαριγούλα τους Αγγέλους;
› Δεν τους ακούω, πάτερ μου!
Αμέσως, μετάνιωσε που είπε αυτό το λόγο και μονολογούσε:
› Δεν έπρεπε να το πω!... Δεν έπρεπε να το πω!...
Εκείνη τη νύκτα που έγινε αυτό, έτυχε να απουσιάσουν οι άλλες μαθήτριές του και τις το μετέφερε αυτό το γεγονός η αδελφή που ήτανε μαζί του. Κι άλλες οπτασίες έβλεπε, μα τις έλεγε μόνο τη στιγμή εκείνη σ’ όποιον ήτανε κοντά του. Αν τον ρωτούσες άλλη ώρα, δεν τις έλεγε. Μονάχα έλεγε:
› Δὲν εἶδα τίποτα· ἀπὸ λόγου μου τὰ λέω!
3. «Σσσσσώπα!... Είναι ο άγιος ιερομάρτυς Φωκάς!...»
Μια νύχτα, ξημέρωνε η γιορτή του αγίου ιερομάρτυρος Φωκά (22 Σεπτεμβρίου). Είχαν συγκεντρωθεί όλες οι αδελφές που τον διακονούσαν για τον Όρθρο. Μία από τις κατά πνεύμα θυγατέρες του, ήταν δίπλα του από τα δεξιά· και όπως ήτανε όρθια, την πήρε ένας ελαφρύς ύπνος. Και βλέπει πίσω από τον άγιο πατέρα Νικόλαο να βρίσκεται ένας μεγαλοπρεπής Ιερέας με επανωκαλύμμαυχο και να παρακολουθεί την ακολουθία. Συνήλθε αμέσως και λέει σιγά στον πατέρα Νικόλαο:
› Πάτερ..., ένας μεγαλοπρεπής Ιερέας πίσω σας, παρακολουθεί προσεκτικά πώς ψάλλουμε την ακολουθία…
Ο άγιος Νικόλαος έφερε το δάχτυλο στο στόμα του και της λέει:
› Σσσσσώπα!... Είναι ο άγιος ιερομάρτυς Φωκάς!...
Και σώπαινε να μη το ακούσουν αυτό και οι άλλες. Όσο μπορούσε, τέτοια συμβάντα τα έκρυβε. Είχε μεγάλη επικοινωνία με τους Αγίους· και το νόμιζε πολύ φυσικό να τους βλέπει.
5. «Είμαι ο Ιάκωβος· μ’ έστειλε ο παπα–Νικόλας!»
Πριν από σαράντα και παραπάνω χρόνια, τον κάλεσε μια οικογένεια, εδώ στην Αθήνα, να πάει να της κάνει Ευχέλαιο. Ένα δωμάτιο του σπιτιού της το είχε νοικιάσει κάποιος που ήταν άρρωστος σε προχωρημένο επίφοβο βαθμό. Όταν τελείωσε το Ευχέλαιο, του είπε η οικοδέσποινα να περάσει και στον ασθενή να τον μυρώσει. Αφού τον μύρωσε σταυροειδώς με το λάδι του Ευχελαίου, κάθισε κοντά του, και τον ρώτησε πώς τον λένε κ.τλ. Του λέει ο ασθενής ότι τον λένε Ιάκωβο.
› Ααα! Μπράβο, παιδί μου! Έχεις και τ’ όνομα του Αδελφοθέου Ιακώβου, αδελφού του Κυρίου!
Αυτός, όμως, με αρκετή απιστία και με σχετική ειρωνεία, του είπε:
› Μπααα! Είχε κι άλλα αδέλφια ο Χριστός;!
Κάθισε ο Παππούς και του ανέπτυξε το ζήτημα και του εξιστόρησε ότι ο Ιωσήφ ο Μνήστωρ, πριν ακόμη μνηστευθεί την Κυρία Θεοτόκο, είχε από νόμιμο γάμο πέντε παιδιά, γι’ αυτό και ο γιος του, ο Ιάκωβος, ονομάσθηκε «Αδελφόθεος». Του ανθρώπου αυτού, του ήρθε κατάνυξη από την αφήγηση του αγίου πατέρα μας Νικολάου και του είπε:
› Αχ, πάτερ μου! Παρακάλεσε τον άγιο Ιάκωβο να γίνω καλά, κι εγώ θα τον γιορτάζω κάθε χρόνο, όσο πιο επίσημα μπορώ!.
Διηγείται τα περαιτέρω ο ίδιος ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς:
› Όταν πήγα κι εγώ στο σπίτι μου, έκαμα το καθήκον μου ως ιερεύς...
Ζήτημα δηλαδή είναι αν θα κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ ο άγιος πατέρας Νικόλαος! Γιατί, το ίδιο εκείνο βράδυ, βλέπει στον ύπνο του, ο ασθενής, έναν μεγαλοπρεπή Αρχιερέα να κρατά στα χέρια του ένα κουτάκι με αλοιφή και να του λέει:
› Γύρισε μπρούμυτα να σταυρώσω τις πλάτες σου!
Γύρισε κι ο ασθενής και μ’ αυτή την αλοιφή τού σταύρωσε τις πλάτες. Τον ρωτά, μετά, ο άρρωστος:
› Ποιος είσαι συ;
Και του απαντά:
› Είμαι ο Ιάκωβος· μ’ έστειλε ο παπα–Νικόλας!
Με το όραμα αυτό έγινε ο άνθρωπος σωματικά καλά, αλλά αναγεννήθηκε και ψυχικά και, από την πλησμονή της χαράς του, παντρεύτηκε και την κόρη της οικογενείας όπου έμενε. Έκτοτε, ο άνθρωπος αυτός, γιόρταζε τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο επισημότατα, με αρτοκλασία και γλυκά. Μέχρι και μπάντα μουσικής έφερε για να παίξει εορταστικό εμβατήριο προς τιμήν του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου.
6. «Σου άρεσα, παιδί μου, έτσι όπως με είδες;»
Ο άγιος πατέρας μας Νικόλαος ήξερε να ελέγχει, να φωτίζει, να διορθώνει ψυχές χωρίς ρητορικά κηρύγματα, παρά μόνο με την αγία ζωή και την σεπτή παρουσία του. Μια κυρία, γνωστού εμπόρου των Αθηνών, αρρώστησε. Η κυρία αυτή, είχε μια ξαδέλφη που είχε έρθει από την Αίγυπτο, πλούσια, Ελένη Βλάχου ονομαζόταν. Ήρθε για να δει την άρρωστη ξαδέλφη της. Με τη συζήτηση που έγινε, της είπε προτρεπτικά:
› Να στείλεις να φέρεις τον παπα–Νικόλα να σου διαβάσει καμιά ευχή “υπέρ υγείας”!
Στην κόρη της άρρωστης, της άρεζε υπερβολικά και ήθελε πολύ την εξωτερική (την κοκεταρίστικη και φιλάρεσκη) ομορφιά. Ο Παππούς, όμως, λόγω του ότι λειτουργούσε καθημερινά, ανακατεμένος με κεριά όλη την ώρα, μέσα σε σκονισμένα ερημοκκλήσια με τις λαδιές τους κ.λπ., δεν μπορούσε να διατηρηθεί ολοκάθαρος. Βέβαια, καθαρός ήτανε, αλλά όχι όπως ακριβώς θα τον ήθελε η δεσποινίδα εκείνη. Λέει λοιπόν αυτή στη θεία της:
› Καλή μου θεία, να φέρουμε από τις μεγάλες εκκλησιές κανέναν άλλον ευπρεπή ιερέα, κι όχι αυτόν που θά ’ναι σκονισμένος.
Την ίδια νύχτα κιόλας, βλέπει στον ύπνο της τον ευλογημένο παπα–Νικόλα, με ολόχρυση αμφίεση και με φελόνια χρυσά κ.τλ., να της λέει:
› Σου αρέσω, παιδί μου;
Ξύπνησε έντρομη η κοπέλα κι έστειλε αμέσως να φωνάξει τη θεία της και την παρακάλεσε να φροντίσει να φωνάξει, το συντομότερο δυνατό, τον καλό Παππούλη. Αυτή, πάλι, ανέθεσε σε μια βαπτιστήρα της την υπόθεση και της λέει:
› Πήγαινε γρήγορα από μέρους μου να πεις τον Παππού να έρθει αμέσως μετά τη Λειτουργία στο σπίτι.
Ήρθε η κοπέλα συγκινημένη για τα όσα προηγήθησαν και μας τα είπε. Μετά, πήρε τον άγιο παπα–Νικόλα και τον πήγε στην ασθενή. Όταν ανέβαιναν τις σκάλες, κατέβηκε πρώτη η κόρη της άρρωστης να τον υποδεχθεί, με μεγάλη ευλάβεια. Και καθώς αυτή έσκυβε να του φιλήσει το χέρι, της λέει ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς:
› Σου άρεσα, παιδί μου, έτσι όπως με είδες;
Συγκίνηση και κατάπληξη διαπέρασε όλο της το σώμα. Ποτέ δεν περίμενε έναν τέτοιο έλεγχο για τη ματαιοδοξία της.
(Πηγή: «Ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς (Ο απλοϊκός ποιμήν των απλών προβάτων)», Μάρθας Μοναχής Παπαδοπούλου Μαθήτριας του Αγίου Νικολάου Πλανά, σελ. 17–19, εισαγωγή Φώτη Κόντογλου· 1895–1965, μέρος 1ο, κεφ. κα΄, κδ΄–κη΄, σελ. 40–47, εκδοτικός οίκος «Αστήρ», Αθήνα, επιμέλεια ανάρτησης - πληκτρολόγηση κειμένου π. Δαμιανός, Τὸ Εἰλητάριον)
Πώς μαλακώνει μια σκληρή καρδιά;
Στην οικογένεια που συχνότατα πήγαινε ο Παππούς (άγιος Νικόλαος Πλανάς), τον χώρο τους εντός της αυλής τον είχε νοικιάσει ένας τσαγκάρης κομουνιστής, εκ των σημαινόντων στελεχών. Το μίσος του προς όλους, και εξαιρετικώς προς τους ιερείς, δεν είχε όρια. Εκεί που εργαζόταν παραληρούσε μονολογώντας, από πού θα αρχίσει με την παρέα του να σφάζουν τους παππάδες. Και έλεγε:
› Πρώτα – πρώτα, θα σφάξουμε τους παπάδες της Ζωοδόχου Πηγής.
Και έλεγε συνέχεια και για τους άλλους. Όπως σας είπα αυτός εργαζόταν εντός της αυλής. Ο Παππούς με την καλοσύνη του πήγε κοντά του και του λέει:
› Καλησπέρα, παιδί μου.
Εκείνος, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του από την δουλειά του, κάτι μουρμούρισε. Το άλλο Σάββατο πήγε πάλι ο Παππούς:
› Καλησπέρα, Λουκά μου.
Εκείνος του απάντησε «καλησπέρα», και πάλι χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του. Σε τρίτη επίσκεψη, του λέει πάλι ο Παππούς:
› Καλησπέρα, Λουκά μου, τι κάνεις παιδί μου;
Εδέησε να πει «καλά, παππού». Συνέχεια ο Παππούς να τον επισκέπτεται εκεί που δούλευε, ώσπου έσπασε ο πάγος. Σηκώνεται από τη δουλειά του, τού ασπάζεται με σεβασμό το χέρι, και λέει σε μας:
› Όταν θα σκοτώσουν τους παπάδες, εγώ θα πω για τον παπα-Νικόλα να μην τον σκοτώσουν. Και όχι μόνο θα πω, αλλά θα τον περιφρουρήσω.
Κατόπιν όταν ερχόταν ο Παππούς, έσπευδε αυτός να τον συναντά και να του φιλά το χέρι. Ούτε ήξερε ο Παππούς τις προθέσεις του, ούτε από κομμουνισμό είχε ιδέα, ούτε και την μεταβολή του κατάλαβε -έτσι νομίζουμε εμείς.- Ποιος ξέρει πώς έβλεπε αυτός με το διορατικό της ψυχής του.
Λοιπόν, ο κομμουνιστής αυτός, όσα κηρύγματα και αν άκουγε και όσες συμβουλές να του έλεγαν, τίποτα από αυτά δεν θα μπορούσε να επιδράσει στην πωρωμένη ψυχή του, όσο η αγαθότητα του πολιού αυτού γεροντάκου, με το να τον επισκέπτεται όρθιος κάθε φορά, αδιαφορώντας αν αυτός κατ’ αρχήν τον περιφρονούσε. Με την ευχούλα του Παππούλη μετανόησε. Και όταν σε λίγο καιρό αρρώστησε με μία ασθένεια (παράλυση των κάτω άκρων των ποδιών του) και πέθανε σε ηλικία 30 ετών, εκοιμήθη ως καλός χριστιανός και χωρίς να… σκοτώσει κανέναν.
Αυτήν την επίδραση είχε η φυσιογνωμία του Παππού σε όσους τον γνώριζαν. Και για αυτό δεν είχε εχθρό κανέναν. Μόνο τον σατανά, αλλά και αυτόν τον εκμηδένιζε δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που είχε εγκατασταθεί στην ψυχή του.
(Πηγή: «Από το βίο του Αγίου Νικολάου Πλανά: Πώς μαλακώνει μια σκληρή καρδιά;», εκδόσεις Αστήρ σελ. 62-63, Άγιος Κοσμάς «ο Αιτωλός»)
Ο παπα-Νικόλας Πλανάς και το...πρόσφορο!
Κάποια μέρα που ο Άγιος βρισκόταν σ’ ένα από τα αγαπημένα του ξωκκλήσια για να λειτουργήσει, παρατήρησε πως δεν υπήρχε κανένα πρόσφορο. Δεν ταράχτηκε. Προτίμησε να περιμένει με τη βεβαιότητα ότι σύντομα κάποιο πρόσφορο θα βρισκόταν. Άλλωστε τόσα χρόνια, όσες φορές είχε συμβεί να μην έχει πρόσφορο, πάντα την κατάλληλη στιγμή, κάποιος θα έφερνε, ή αν έπρεπε κάποιος από το εκκλησίασμα πήγαινε σε κοντινό φούρνο και αγόραζε ένα. Εκείνη τη μέρα όμως τα πράγματα δυσκόλευαν…
Η ώρα περνούσε και κανένας δεν έφερνε πρόσφορο. Έψαξε καλά στα ράφια του ιερού μήπως και υπήρχε κάποιο από προηγούμενη φορά, μα δε βρήκε τίποτα. Τότε έκανε νόημα σε δύο πνευματικά του παιδιά να πλησιάσουν στο ιερό και τους ζήτησε να πάνε γρήγορα στο φούρνο και να ζητήσουν πρόσφορο κι αν δεν έβρισκαν να ζητούσαν από κάποιες ενορίτισσες που πάντα φρόντιζαν και είχαν. Έφυγαν τρέχοντας από το εκκλησάκι οι δύο, μα μάταιος ο κόπος τους. Λίγη ώρα αργότερα γύρισαν με άδεια χέρια πίσω και ανακοίνωσαν στον Άγιο πως, παρά την προσπάθεια τους, κανένας δε βρέθηκε να τους εξυπηρετήσει.
Ο Άγιος ευχαρίστησε τα πνευματικά του παιδιά για τον κόπο τους και έμεινε μόνος του στο ιερό. Στενοχωρήθηκε πολύ και τα ασκητικά του μάτια γέμισαν δάκρυα. Η ώρα είχε περάσει. Ο Όρθρος έφτανε στο τέλος και ο ευλογημένος ιερέας δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στη Θεία Λειτουργία. Τόσα χρόνια, καθημερινά λειτουργούσε, μα εκείνη τη μέρα με θλίψη θα έπρεπε να διακόψει αυτή την ευλογημένη σειρά. Με ασταμάτητα δάκρυα κοιτούσε την εικόνα του Εσταυρωμένου και με δυνατή προσευχή παρακαλούσε τον Κύριο να μη του στερήσει τη Θεία Λειτουργία.
Ξαφνικά βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα ένα μικρό πρόσφορο που άχνιζε. Ήταν ολόφρεσκο και τοποθετημένο στη μέση. Μόλις το είδε ο Άγιος έκανε το σταυρό του και ύψωσε τη δακρυσμένη ματιά του προς τον ουρανό ευχαριστώντας το Θεό. Το θαύμα είχε γίνει. Κάποιος άγγελος σταλμένος από το Χριστό είχε τοποθετήσει το μικρό πρόσφορο στην Αγία Τράπεζα. Ο Άγιος σκέφτηκε πως ένα τέτοιο θαυμαστό γεγονός δεν έπρεπε να μείνει κρυφό. Κρατώντας λοιπόν το θεόσταλτο δώρο βγήκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ιερού και διακόπτοντας τους ψάλτες έδειξε το πρόσφορο προς το εκκλησίασμα και είπε συγκινημένος:
› Κοιτάξτε παιδιά μου τι σημείο μας έκανε ο Θεός.
Ο κόσμος σάστισε. Χωρίς πολλά λόγια ο Άγιος εξήγησε τι είχε προηγηθεί και αμέσως προχώρησε πάλι μέσα στο ιερό και σαν να είχε συμβεί κάτι απλό και συνηθισμένο συνέχισε την ακολουθία. Στο μεταξύ, βαθιά συγκίνηση κατέλαβε τους παρευρισκόμενους όταν συνειδητοποίησαν πως ένα μεγάλο θαύμα – σημείο, όπως τους είπε ο Παππούς – είχε συμβεί εκείνη την ώρα. Όλων τα μάτια βούρκωσαν και στράφηκαν με ευγνωμοσύνη προς την εικόνα του Χριστού που τη φώτιζε αμυδρά ένα μικρό καντήλι. Ευχαριστούσαν τον Κύριο για το μεγάλο θαύμα. Τον ευχαριστούσαν όμως και για την ευλογημένη παρουσία του Παππού κοντά τους.
Μέχρι την απόλυση της Θείας Λειτουργίας όλοι ήταν συγκλονισμένοι και με δυσκολία συγκρατούσαν τα δάκρυα τους. Μόνο ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς έμοιαζε να μην έχει συναίσθηση του θαύματος που είχε γίνει. Άλλωστε για τον ίδιο τα θαύματα ήταν μέρος του καθημερινού του προγράμματος και η ταπεινή του ψυχή ποτέ δεν υπερηφανεύτηκε για τα θεία σημεία. Ήταν για τον Άγιο τα θαύματα φυσιολογικά, όπως φυσιολογική ήταν και η αστείρευτη πίστη και αγάπη του στο Θεό.
(Πηγή: από το βιβλίο «Το πρώτο μου συναξάρι», εκδόσεις Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής, 1997, Παναγία Παλατιανή)
Ο Παπα-Νικόλας, Πλανάς από τη νήσο Νάξο
Υπάρχουν άνθρωποι, σπάνιο φυσικά, που έρχονται στον κόσμο έτοιμοι για τη βασιλεία του Θεού, ευλογημένοι και μακάριοι. Έρχονται καθαροί τη καρδία και ειρηνοποιοί. Ο Παπα-Νικόλας, Πλανάς από τη νήσο Νάξο, που έζησε στις τελευταίες δεκαετίες, του 19ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ανήκει σ΄ αυτή την κατηγορία ανθρώπων.
Για τον άγιο αυτό άνθρωπο έγραψαν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Φώτης Κόντογλου, η Μοναχή Μάρθα και πολλοί άλλοι. Ο Σκιαθίτης διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έψαλλε, μαζί με το συμπατριώτη του διηγηματογράφο Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, όταν λειτουργούσε ο Παπα-Νικόλας Πλανάς στα ερημικά εξωκλήσια στην περιοχή των Αθηνών. Ο παπα-Νικόλας δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίναι». Νήπιος του Θεού, αγιάστηκε μέσα στην απλότητα και την άσπιλη ζωή, υμνώντας τον Κύριο από πρωίας μέχρι εσπέρας και από εσπέρας μέχρι πρωίας. Έζησε όπως εκείνους που αναφέρει ο απόστολος Παύλος ως «μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες» . Ζητούσε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και μετά όλα «προσετίθεντο αυτώ».
Ας δούμε όμως τι έγραψαν για τον άγιο αυτό ιερέα εκείνοι που τον έζησαν. Και πρώτα ο μεγάλος νεοέλληνας διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:
«Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τας πόλεις και εις τα χωριά. Είναι τύποι λαϊκοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνούσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον. Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκώτερος των ανθρώπων. Δια πάσαν ιεροπραξίαν αν του δώσης μίαν δραχμήν, ή πενήντα, ή μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν του δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Δια τρεις δραχμάς εκτελεί παννύχιον Ακολουθίαν, Λειτουργίαν, Απόδειπνον, Εσπερινόν, Όρθρον, Ώρας, το όλον διαρκεί εννέα ώρας. Αν του δώσης μόνον δυο δραχμάς, δεν παραπονείται. Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ του το δώσης, το κρατεί δια πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δυο ή τρείς χιλιάδας ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. Η προσκομιδή παρ' αυτώ διαρκεί δυο ώρας. Η Λειτουργία άλλες δύο. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός του ιερού από πρόσφορα ή αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε…
Μιάν φοράν έτυχε να χρεωστή μικρόν χρηματικόν ποσόν, και ήθελε να το πληρώση. Είχε δέκα ή δεκαπέντε όραχμάς, όλα εις χαλκόν. Επί δυο ώρες εμετρούσεν, εμετρούσεν, εμετρούσεν, και δεν ημπορούσε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος είς άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και του τα εμέτρησεν. Είναι ολίγον τι βραδύγλωσσος και περισσότερον αγράμματος. Εις τας ευχάς, τας περισσοτέρας λέξεις τας λέγει ορθάς, εις το Ευαγγέλιον, τάς περισσοτέρας εσφαλμένας. Θα είπητε, διατί η αντίθεσις αυτή; Αλλά τάς ευχάς τας ιδίας απαγγέλλει καθ' εκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν του Ευαγγελίου θα την αναγνώση άπαξ ή δις ή, το πολύ, τρις του έτους, εξαιρέσει ορισμένων περικοπών συχνά, αλλ' ατάκτως επανερχομένων, ως εις τους Αγιασμούς, εις τας Παρακλήσεις. Τα λάθη όσα κάμνει εις την ανάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά. Και όμως εξ όλων των ακροατών του, εξ όλου του εκκλησιάσματος, κανείς μας δεν γελά. Διατί; Τον εσυνηθίσαμεν και μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοϊκός και ενάρετος. Είναι άξιος του πρώτου Μακαρισμού του Σωτήρος.
Τώρα υποθέσατε ότι αυτός ο ίδιος ιερεύς είχεν εξέλθει από το βέλτιον; Θα ήτο πασαλειμμένος με ολίγα ατελή, κακοχώνευτα και συγκεχυμένα γράμματα, με περισσοτέραν οίησιν και αξιώσεις. Θα ήτο δια τούτο καλύτερος;»
0 Παπαδιαμάντης αναφέρεται επίσης και σ' ένα από τα πιο σημαντικά διηγήματά του στον Παπα-Νικόλα: «Στα Τραγούδια του θεού ». Αυτή τη φορά τον αναφέρει ονομαστικά. Λέγει ο Παπαδιαμάντης, ότι η μικρή Κούλα πέθανε και οι ψάλτες μαζί με τους ιερείς έψαλλον το «δεύτε τελευταίον ασπασμόν» και συνεχίζει λέγοντας χαρακτηριστικά:
«Μόνος ο παπα-Νικόλας από τον Άη-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι έπιανε χωριστήν ακολουθίαν, εμουρμούριζε μέσα του, και τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα.
› Τι μουρμουρίζεις παπά;
του είπα από το όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακουμβήσει.
› Λέγω την ακολουθίαν των νηπίων μέσα μου, είπεν ο παπα-Νικόλας.
› Εις αυτό το άκακον αρμόζει η ακολουθία των νηπίων.»
Το 1984, κυκλοφόρησε στην Αθήνα ο βίος και τα περιστατικά της ζωής του παπα-Νικόλα Πλανά, όπως τα είδε και τα έζησε από κοντά για είκοσι και περισσότερα χρόνια, η Ουρανία Παπαδοπούλου, η μετέπειτα μοναχή Μάρθα και με πρόλογο του Φώτη Κόντογλου. Γράφει για τη βιογραφία του παπα-Νικόλα, όπως τη συνέγραψε η μοναχή Μάρθα και για τον άγιο και απλοϊκό ιερέα του Υψίστου ο Φώτης Κόντογλου, ο Κυδωνιεύς:
«Τέτοιος βίος, μονάχα από τέτοιαν βιογράφον θα έπρεπε να γραφή, όπως η σεβάσμια Μοναχή Μάρθα, η εν ευσεβεία γηράσασα παρά τους πόδας όχι του σοφού Γαμαλιήλ, αλλά Νικολάου του Απλού. Ωσάν να ήτο η σκιά του γέροντα, δεν άφησε μήτε ένα κρυφόν μορφασμό του, μήτε ένα γρήγορο και απαρατήρητο βλέμμα του, μήτε τον παραμικρό λόγο του, μήτε ένα μουρμουρητό του, μήτε μιά κίνησή του, που να μην τα τύπωσε βαθιά μέσα στην ψυχή της. Όσα απ' αυτά μπόρεσε, τα έγραψε μ' έναν τρόπο απλόν κι απερίτεχνο, που ταιριάζει με τον αγαπημένο γέροντά της. Είναι κι αυτή μία από τις ψυχές που ζήσανε με φόβο και αγάπη Κυρίου, όπως εκείνη η Άννα, η θυγάτηρ του Φανουήλ που επέραοε τη ζωή της μέσα στο ναό, ανάβοντας τα κεράκια που έφεγγαν σαν νάτανε πνεύματα, κ' ευφραινόμενη από το λιβάνι που έβγαινε σαν μυρίπνοο σύννεφο από το θυμιατήρι του παπα-Νικόλα, του νέου Συμεών.
Από νεότητός της δεν απέλειπε από τις αγρυπνίες κι από τις λειτουργίες, που γινόντανε εκείνον τον καιρόν στον Άγιο Ελισσαίο, με ψάλτη τον Παπαδιαμάντη και τον Μωραϊτίδη, στον Άγιο Γιάννη τον Κυνηγό, στους Τρεις Ιεράρχες του Παγκρατίου, στον Άγιο Γεώργιο στο Κουκάκι, στον Άγιο Λάζαρο, στον Άγιο Φανούριο του Παγκρατίου, στον Άγιο Σπυρίδωνα του Μαντουκά, στον Άγιο Δημήτρη τον Δουμπαρδιάρη κοντά στην Ακρόπολη, και σ' ένα πλήθος ερημοκκλήσια γύρω στην Αθήνα. Όπου πήγαινε ο γέροντας, από πίσω κι ο ίσκιος του, η μοναχή Μάρθα. Ευλογία του Θεού είναι για μας που την έχουμε ακόμα ζωντανή μεταξύ μας, και ακούμε την κατανυκτική, μα μαζί έξυπνη και ιλαρή ομιλία της. Είναι μια ποιήτρια της Ορθοδοξίας, χωρίς να γράψη άλλο τίποτα, παρεκτός από τα σημειώματα για τον αγαπημένο της «Παππού», που τυπώνονται σε τούτο το μικρό βιβλίο.»
Αξίζει όμως να δούμε τη μαρτυρία της Ουρανίας Παπαδοπούλου (μοναχής Μάρθας) μέσα από τα περιστατικά που αφηγείται και που αποδεικνύουν εύγλωτα την αγιότητα του απλοϊκού ποιμένα, του παιδιού αυτού της Βασιλείας. Γράφει η μοναχή Μάρθα:
«Μια μέρα πήραμε ένα αμάξι να μας πάη, μαζί με τον Παππού, από τον Προφήτη Ελισσαίον στην οδόν Χέϋδεν. Όταν φθάσαμε, είπαμεν στον αμαξά, να πλησίαση το αμάξι κοντά στο πεζοδρόμιο, για να κατεβή με ευκολία ο Παππούς. Ο αμαξάς απαντά ειρωνικώς:
› Από σας περίμενα να μου το ειπήτε; Μήπως ξέρετε με ποιόν έχετε να κάνετε; μήπως ξέρετε τον θησαυρόν;
Και τον κατέβασε από το αμάξι του σαν να κατέβαζε άγια λείψανα. Οι άνθρωποι που περίμεναν τον Παππού τον πήραν μέσα. Και αυτός -ο αμαξάς - άρχισε να μας λέγη τι του είχε συμβή.
› Κάποτε εις τον Νέον Κόσμον, εγίνετο ένας γάμος και με έστειλεν η οικογένεια του γαμβρού να πάρω τον παπα-Νικόλα, που έμενε στη Γαργαρέττα. Επήγα στο σπίτι του παπά, ο οποίος καθώς βγήκε από το σπίτι του, και τον είδανε τα άλογα μου αφήνιασαν τόσο πολύ, ώστε ήτο αδύνατον να τα συγκρατήσω. Σήκωναν τα πόδια τους σούζες κ.τ.λ. Λέγω εις τον γέροντα:
› Πάτερ μου, είναι αδύνατον να σε πάρω εις το αμάξι μου με τέτοια ταραχή που έχουν τα άλογα μου. Θα τρέξω μια στιγμή να τους ειδοποιήσω, ότι δεν σε πήρα στο αμάξι.
› Δεν πειράζει, παιδί μου, του είπε, πηγαίνω με τα πόδια μου.
› Τι μεγάλη έκπληξις με περίμενε, έλεγε ο αμαξάς, όταν έφθασα κοντά στο σπίτι του γαμβρού και βλέπω τον παπα-Νικόλα (γνωστόν για την βραδυπορίαν του) να περπατή στο πεζοδρόμιο, κοντά σχεδόν στο σπίτι του γαμβρού! Μπορείτε να καταλάβετε, μας έλεγε, πόση απόστασις είναι από τον Άγιον Ιωάννην της Γαργαρέττας, ως τον Νέον Κόσμον.
Και ρώτησε:
› Πέστε μου και σεις, πώς πήγε περπατώντας, ενώ εγώ δεν είχα φθάσει ακόμα στο σπίτι;
Και αυτός, δηλαδή, ο αμαξάς, επίστευσε ότι πραγματικά κάποια υπερφυσική δύναμις τον επήγε, ή μάλλον τον βοήθησε, καθώς και μεις όλοι που τον ξέραμε το πιστεύουμε.»
Ας δούμε ακόμη ένα συγκλονιστικό περιστατικό από τη ζωή του παπα-Νικόλα Πλανά, που δείχνει, πόσο μακάριοι είναι όσοι πορεύονται στο νόμο του Θεού. Γράφει η μοναχή Μάρθα:
«Μια κυρία, ήταν από τους τύπους εκείνους, πού έχουν την δαιμονικήν περιέργειαν να δοκιμάζουν τους Αγίους, με την προσπάθειαν να εύρουν αιτία να εξαπολύσουν λιβέλλους εναντίον των Ιερωμένων. Όταν άκουσε τας αρετάς του πατρός Νικολάου, απεφάσισε να τον δοκιμάση. Πήγε μια μέρα στην εκκλησία, και του λέγει:
› Να έλθης, πάτερ μου, στο σπίτι να μου κάμης 40 παρακλήσεις, διότι έχω οικογενειακές φουρτούνες, θα σε περιμένω κάθε απόγευμα.
› Μετά χαράς, παιδί μου, της είπε.
Της πήρε την διεύθυνσιν και την επομένην, επήγε. Της έκαμε την παράκληση. Στο τέλος του έδωσε μια δεκάρα. Την πήρε απαθώς. Του λέγει:
› Και αύριο σε περιμένω.
› Μετά χαράς, επανέλαβε ο πατήρ.
Επήγε την επομένην κατάκοπος ως συνήθως και γέρων πλέον, της έκαμε πάλι παράκληση, και αυτή πάλι του έδωσε μια δεκάρα. Την πήρε και πάλιν ο πράος αθώος. Αυτό επανελήφθη 40 ημέρες. Να του δίνη μια δεκάρα κάθε παράκληση και η αγιότης του να εξακολουθεί να πηγαίνει. Στο τέλος έπεσε στα πόδια του συντετριμμένη και του ζήτησε συγχώρεση και του είπε:
› Συ είσαι ο ενδεδεγμένος ιερεύς της υπομονής και του καθήκοντος!»
(Πηγή: «Ο Παπα-Νικόλας, Πλανάς από τη νήσο Νάξο», του Δρος Κλείτου Ιωαννίδη, Ιερος Ενοριακός Ναός Αγίου Νικολάου του Νέου Θηβών)
π. ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΛΑΝΑΣ, Ο ΝΕΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ,
Μακαριστού Μητροπολίτη Πατρών κυρού Νικοδήμου
Εις την πόλιν των Αθηνών, παρά τους παλαιούς στρατώνες και την πλατείαν Μοναστηρακίου υπήρχε ιδιωτικό παρεκκλήσιο, έπ' ονόματι τού Προφήτου Ελισαίου εις την οδόν Άρεως 14. Αργότερο κατηδαφίσθη.
Eις το εκκλησάκι αυτό ελειτούργει ο απλούς τον τρόπο σεβάσμιος ιερέας Νικόλαος Πλανάς, εκ της νήσου Νάξου καταγόμενος. Ακαταπόνητος, περίπου επί πεντηκονταετία (18841932) ετελούσε καθημερινά την θ. Λειτουργία, πλην Σαββάτων και Κυριακών και επισήμων εορτών, οπότε ιερούργει εις την ενορία του, τού Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού αρχικά και ακολούθως εις την τού Αγ. Ιωάννου τού Προδρόμου της οδού Βουλιαγμένης. Την δε Μ. Τεσσαρακοστή ετελούσε καθ' εκάστην Προηγιασμένας λειτουργίας.
Την εποχή εκείνη που εχειροτονήθη (Διάκονος την 28ην Ιουλίου 1879 και Πρεσβύτερος, μετά πενταετία την 2α Μαρτίου 1884, άγων το 33ο έτος της ηλικίας του) η πόλις των Αθηνών, κατά μαρτυρία τού ιδίου, έφθανεν από την Ακρόπολη ως την Παναγία Βλασαρού (παρά τον Άγιο Φίλιππο Μοναστηρακίου). Και αι ενορίαι απηρτίζοντο από ελαχίστες οικογενείας (13 οικογενείας η τού Αγ. Παντελεήμονος και 8 οικογενείας η τού Αγ. Ιωάννου, αμφότερες διαδοχικά της εφημερίας τού π. Νικολάου Πλανού!).
Απέριττος λειτουργός
Ο απέριττος λειτουργός τού Θεού ήτο ησκημένος εις την λιτότητα. Ορφανός πατρός από της ηλικίας των 14 ετών, ήλθε εις Αθήνας μετά της μητρός του και της μόνης αδελφής του, αφού εμοιράσθηκε μετά της αδελφής την πατρική περιουσία, αξιόλογο ίσως, άλλ' εδέησε να ενεχυριάση το μερίδιό του, χάριν εμπεριστάτου συμπατριώτου του, χωρίς ποτέ να την ανακτήση. Και διέμεινε πτωχός.
Κατ' επιθυμία της μητρός του, δεκαεπταετής ενυμφεύθηκε την Ελένη το γένος Προβελεγγίου, εκ Κυθήρων. Και απέκτησε υιόν εξ αυτής, τον Ιωάννην· άλλ' η σύζυγος απέθανε κατά τον τοκετό. Ο ίδιος αφιέρωσε έκτοτε, νεαρώτατος, τον εαυτόν του εις τον Θεόν και την Εκκλησία. Και γενόμενος ιερέας ηρκείτο συνήθως εις τεμάχιο άρτου και ολίγα χόρτα, τα οποία συνέλεγε μόνος του, ενίοτε δε και εις ολίγον γάλα που τού προσέφεραν ποιμένες της περιοχής, ερημικής τότε, και σήμερον πολυανθρωποτάτης και αστικής, εν μέσαις Αθήναις. Και τα ελάχιστα διδόμενα εις αυτόν χρήματα ή άλλο τι διέθετεν εις αγαθοεργίας. Ό,τι τού εδίδετο το έδιδε ευθύς, εις ορφανά, εις σπουδαστές, εις πτωχές οικογενείας, δια τον επιούσιο και τας ανάγκας που ανεκάλυπτε και εκάλυπτεν αθορύβως, αφανά και με πάσαν εχεμύθεια.
Πλούτος και θησαυρός του, και κέντρο και άξων της ζωής και της υπάρξεώς του ήτο η λειτουργική ζωή της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Ο ναός τού Θεού και τα τελούμενα εν αυτώ.
Προφανώς και κατ' αλήθεια εχαρακτηρίσθη ως ο λειτουργικώτερος ιερέας της εποχής μας, άνθρωπος της προσευχής, τού οποίου η ζωή υπήρξε συνεχής διακονία τού θυσιαστηρίου, αληθής μύστης της χάριτος, την οποία, δια των έργων και τού παραδείγματός του, μετέδιδε εις τους πιστούς (Θ. Η. Εγκυκλοπαίδεια, τ. 10, Ε. Ν. Τζιράκης). Κατά πλήρη εφαρμογή, θα προσθέσουμε, τού αποστολικού παραγγέλματος· τον κόπτωντα γεωργό δει πρώτον των καρπών μεταλαμβάνειν (Β' Τιμ. 2, 6).
Από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός διέτριβεν εις τον Ναόν, κατά το ψαλμικό ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων· επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς τού Κυρίου (Ψαλ. 831).Ήρχιζε την ιερά Ακολουθία το πρωί και ετελίωνε τας μεταμεσημβρινάς και πολλάκις τας απογευματινάς ώρας! Κατά δε την ιερά Προσκομιδήν των Τιμίων Δώρων εμνημόνευεν σωρίαν ονομάτων. Διετήρει όλα τα κοινά λεγόμενα ψυχοχάρτια πού τού έφερο έστω και με μία δραχμήν ή μία δεκάραν συνοδευόμενα και τα εμνημόνευε συνεχώς και αδιαλείπτως, επί ώρας καθ' εκάστην. Λέγεται δε ότι, φειδόμενοι τού κόπου της αγάπης του, κάποτε εκ των υπηρετούντων αυτόν κατά την Θ. Λειτουργία, αφαιρούσαν μέρος εξ αυτών, δια να τον ανακουφίσουν.
Ένθεος ζήλος
Άλλ' όχι απλώς το μήκος και η διάρκεια της ιερουργίας ήτο ενδεικτική τού ένθεου ζήλου του. Έτι μάλλον συνήρπαζε η κατάνυξη, η αίσθηση της αγιότητας τού ιερουργούντος και η μεταδιδομένη γαλήνη και ο μετεωρισμός τού εκκλησιάσματος προς τα άνω ου ο Χριστός έστιν εν δεξιά τού Θεού καθήμενος (Κολ. 3, 1). Αναφέρονται μαρτυρίαι παιδιών ότι τον έβλεπο μετάρσιο, μη πατούντα επί της γης εν ώρα θ. Λειτουργίας!
Ονομαστές και αλησμόνηται είναι αι αγρυπνίαι, τας οποίας ετελούσε εις τον ναόν τού Αγ. Ελισαίου. Ιερατικά συνέπραττε με αυτού ο ιερεύς της ενορίας μου (αγ. Νικολάου Πευκακίων Αθηνών), π. Αντώνιος Νικηφόρος, εκ Θουρίας Καλαμών (1937). Κατ' επανάληψη δε τον ηκολούθησα, κατά τα μαθητικά μου χρόνια και μού εδόθη η ευκαιρία η ευλογία μάλλον να ιδώ ιερουργούντα τον μακαριστόν π. Νικόλαο Πλανάν.
Ήτο πολύ μικρός το δέμας. Και κυρτός πλέον σωματικά εκ της ηλικίας. Θα αναφέρω όμως όποιο σεβασμό και ευλάβεια ενέπνεε το πρόσωπόν του και η παρουσία του. Εις μία αγρυπνία μετέβημεν μαζί με την μητέρα μου. Αναγνώστης εγώ τότε χειροθετημένος υπό τού προκατόχου μου μητροπολίτη Πατρών και έπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου Παναγιωτοπούλου (+ 8.1.1962), τότε βοηθού επισκόπου Σταυρουπόλεως ανέγνωσα πολλάκις των ί. αναγνωσμάτων. Ενώ δε, πέρα το μεσονύκτιο, ανεγίνωσκον την ακολουθία της Θείας Μεταλήψης, εσημειώθηκε μικρά κίνηση τού εκκλησιάσματος διανοίγοντος δίοδον και υποκλινομένου ευλαβώς. Η μητέρα μου ενόμισε δτι εισήρχετο Αρχιερέας, ινα ιερουργήση και επί τη εισόδω του ο λαός έκυπτε την κεφαλή, δια να λάβη την ευλογία του. Άντ' αυτού όμως βλέπει μικρόσωμο ιερέα εισερχόμενο υπό την τόσον έκδηλο ευλάβεια των υποδεχομένων αυτόν χριστιανών. Ήτο ο π. Νικόλαος Πλανάς. Το κεντρικό πρόσωπο της ιερουργίας. Με ταπεινή όψη και φωνή. Και με πανθομολογουμένη αγιότητα, ενώπιο της οποίας υπεκλίνοντο ευλαβώς οι γινώσκοντες αυτόν. Ηξιώθημεν να αγιασθούμε δια της ευλογούσης χειρός του· και να κοινωνήσουμε της χάριτος δια της ύπ' αυτού τελεσιουργηθείσης θείας Ευχαριστίας.
Με τους δύο Αλεξάνδρους
Παλαιότερο εις τας παννυχίδας αυτάς επλαισιώνετο από τούς γνωστούς διηγηματογράφους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντην και Αλέξανδρο Μωραϊτίδην (έπειτα μοναχό Ανδρόνικον) άδοντας και ψάλλοντας εν τη καρδία αυτών τω Κυρίω, εις την εκκλησία τού Προφήτου Ελισαίου.[...]
Όταν έφθασε εις ώριμο γήρας (ογδοηκοντούτης), εκάμφθη υπό το βάρος των κοπώσεων. Και μετά εννεάμηνο παροπλισμό του (από Ιουνίου 1931 μέχρι και Φεβρουαρίου 1932) εκτός ενεργού ιερατείας, λόγω εξαντλήσεως των σωματικών του δυνάμεων, εκοιμήθη εν Κυρίω την 2α Μαρτίου 1932, επέτειο της εις πρεσβύτερο χειροτονίας του.
Το τέλος αυτού γράφει ο μακαριστός Μητροπολίτης πρ. Παραμυθίας Τίτος Ματθαιάκης, διατελέσας πνευματικό τέκνο τού αοιδίμου γέροντος υπήρξε τέλος όντως αγίου. Συνωμίλει μετά τού Σωτήρος Χριστού, ικετεύων αυτόν όπως λάβη την ψυχή αυτού και αναπαύση το βεβαρημένο σώμα του. Έζησε ως δίκαιος και εκοιμήθη ως άγιος τον ύπνο τού ανθρώπου τού Θεού ηρέμως...
Η είδηση της κοιμήσεως αυτού διεδόθη αστραπιαίος εις την ενορία του και καθ' άπασαν την πόλιν των Αθηνών. Το σεπτό σκήνωμα του, μετακομισθέν εις τον ναόν τού Αγ. Ιωάννου (της οδού Βουλιαγμένης), ετέθη εις προσκύνημα επί τριήμερο, τη επιμόνω αξιώσει των ενοριτών αυτού συνεχίζει ο πρ. Παραμυθίας Τίτος χωρίς να προηγηθή ουδεμία ταρίχευση αυτού ουδέ να υποστή αλλοίωσίν τινά.
Χιλιάδες λαού στην κηδεία του
Χιλιάδες λαού συνέρρευσαν, άνθρωποι πάσης ηλικίας και τάξεως, ίνα προσκυνήσουν το σεπτό αυτού σκήνωμα. Εκηδεύθηκε τη 5η Μαρτίου εν μέσω χιλιάδων λαού. Της κηδείας αυτού προέστη ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (+1938), ο οποίος εκφωνήσας επικήδειον λόγον, ανεφέρθηκε εις τας πολλάς και σπανίας αρετάς τού κοιμηθέντος... εξάρας δεόντως τα πολλά αυτού χαρίσματα και την εξαίρετο ιερατική αυτού δράσιν εν τω αμπελώνι τού Σωτήρος Χριστού. Ως απόδειξη δε της μεγάλης τιμής ηξιώθηκε ούτος εν τη Εκκλησία επεκαλέσθη το πλήθος των πιστών, όπερ παρηκολούθησε την κηδείαν αυτού. Κατόπιν ανεφέρθηκε εις την φήμην την αγαθή, ην απέκτησε ως εξομολόγος και παρωμοίασε αυτόν προς μεγάλον της Εκκλησίας ημών Πατέρα.
Η κηδεία αυτού ενεθύμιζε ημέραν Μεγάλης Παρασκευής. Ως δ' εάν επρόκειτο περί κηδείας Πατριάρχου ή Βασιλέως, ο λαός είχε κατακλύσει την πλατείαν τού Ναού και τας παρόδους, η συγκοινωνία είχε διακοπή, επιμόνω δ' αξιώσει αυτού δεν ετάφη ευθύς αμέσως μετά την ακολουθία της κηδείας. Περαιωθείσης την 12ην μεσημβρινή ώραν, αλλά περί την 4ην απογευματινή, αφού περιεφέρθηκε επί των ώμων των ευσεβών αυτού ενοριτών το σκήνωμα αυτού εις τας κυριωτέρας οδούς της ενορίας ταύτης... Το τι επηκολούθησε κατά τας τέσσαρας ταύτας ώρας μέχρι της ταφής αυτού δεν περιγράφεται. Όλοι ωμίλουν περί γενομένης εις αυτούς εκ μέρους τού κοιμηθέντος καλωσύνης, βοηθείας, παρηγορίας, σωτηρίας. Τούς πάντας είχε ευεργετήσει καθ' όλη την μακρά ιερατική του υπηρεσία. Ετάφη εις ανοιγέντα τάφο παρά τω ιερώ βήματι τού ναού τούτου (Περιοδ. Εκκλησία έ. 1966, σελ. 632).
Δημοσιεύματα εκκλησιαστικών εντύπων
Έγραψαν σχετικά περί αυτού τα τότε εκδιδόμενα φύλλα, Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ της 12ης Μαρτίου 1932, μεταξύ άλλων:
«Κατά τα υπερπεντήκοντα έτη της υπηρεσίας του ο αείμνηστος ιερεύς Νικόλαος δια της εξομολογήσεως εγνωρίσθη ευρύτατα, χιλιάδες δε πιστών προσήρχοντο προς αύτόν. Ήσκει έπ' αυτών, δια της ιεροπρεπείας του και των μεγάλων αρετών ύφ' ων περιεκοσμείτο ευεργετικώτατη επίδρασιν.»
Ο ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ της 1ης Απριλίου 1932 έγραφεν:
«Ο παπα-Νικόλαος των αγρυπνιών τού Αγίου Ελισαίου απεδήμησε εις την αιώνιο χαρά... Λέγων προσευχές εφαινόταν εμπνευσμένος. Ο πλούτος του ήτο η ευτέλεια της περιβολής του η δόξα του, η καλωσύνη και η προθυμία του να εξυπηρετεί τούς ζητούντας την φωτισμένη διάνοιάν του η εξωτερική του εμφάνισις, συγκριτικά προς τας επιδεικτικές εμφανίσεις, ήτο ανυπαρξία αξίας τινός, αλλά δια μέσου αυτής της ανυπαρξίας εφαινόταν το μεγαλείον της εσωτερικής αγιότητος... Ήτο φοβερό φαινόμενο εξουθενητού της επιδεικνυομένης πορφύρας και βύσσου, τού χρυσού και τού αργύρου... Δίκαιο είναι να κληθή ζωντανή εικών μακαρίου πτωχού τω πνεύματι χριστιανού άξιου της βασιλείας των ουρανών, καθώς ο Κύριος ρητώς εδίδαξε και εχαρακτήρισε.»
Οι ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ έγραψαν:
«...Ο αείμνηστος ιερεύς ήτο τύπος σεμνού και ευσεβεστάτου κληρικού, κεκοσμημένου όλων των αρετών, διο και απήλαυε τού γενικού σεβασμού και της αγάπης εκ μέρους της κοινωνίας. Η εφημερίς ΕΣΠΕΡΙΝΗ της 7ης Μαρτίου 1932, μεταξύ άλλων, γράφει: ... Είναι άπειροι εκείνοι πού εσώθησαν από την ελεημοσύνη τού ιερέα αυτού... Υπολογίζεται ότι από της προχθές παρήλασαν προ της σορού του και το ησπάσθηκαν περισσότεροι των οκτώ χιλιάδων...»
Η αυτή δε εφημερίς της 6ης Μαρτίου 1932 δημοσίευσε στην 1ην σελίδα την φωτογραφία τού αγίου ανδρός υπό τους τίτλους:
«Τα σπάνια ανθρώπινα φαινόμενα της εποχής μας. Ένας άγιος ιερέας που απέθανε πάμπτωχος. Τον θρηνούν χιλιάδες πιστών. Ο Νικόλαος Πλανάς και το χριστιανικώτατο έργον του. Υπήρξε ο μοναδικός προστάτης χιλιάδων πτωχών. Παν ότι συνέλεγε το εμοίραζε αμέσως. Η αυτοθυσία του θα μείνη αλησμόνητος. Τα οράματα που είδε προ τού θανάτου του. Ήλθε ένας άγγελος και εκάθησε παρά το προσκέφαλό του.»
Θαυμαστοί ιάσεις ασθενών
Τελευταίο πρέπει να μνημονεύσουμε ότι και θαύματα μαρτυρούνται τελεσθέντα δια των ευχών και της ενώπιο τού Κυρίου παρρησίας του. Εις εκδοθέν περί αυτού βιβλίο, υπό τον τίτλο ‘Ο παπα-Νικόλαος Πλανάς: ο απλοϊκός ποιμήν των απλών προβάτων» (Εκδ. Οίκος Αστήρ Α.Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1965. Πρόλογος Φ. Κόντογλου, Επίλογος Άρχιμ. Φιλοθέου Ζερβάκου) η συγγραφέας μοναχή Μάρθα, εκ τού αμέσου περιβάλλοντος τού μακαριστού Γέροντος και τακτική συνοδός αυτού, διηγείται τινά εκ των θαυμάτων των ύπ' αυτού συντελεσθέντων υπό της Χάριτος τού Θεού. Περί ενός δ' εξ αυτών (μνημονευομένου εν σελ. 37-38) ο προδιαληφθείς Μητροπολίτης πρ. Παραμυθίας Τίτος βεβαιεί ότι έτυχε να είναι παρών ότε συνέβη τούτο, επαληθεύσαντος τού λόγου τού Σωτήρος Χριστού· καν θανάσιμό τι πίωση, ου μη αυτούς βλάψη (Μαρκ. 16, 18). Πρόκειται δε δια το φάρμακον με το οποίον ετέλεσε τη θεία Λειτουργία, όπερ κατά λάθος παρέλαβε μεθ' εαυτού, αντί τού νάματος (Περιοδ. Εκκλησία, ένθ. άνωτ., έτ. 1966, σ. 631).
Εν δε τω περιοδικώ ‘Ενορία’ τού Ανδρέου Κεραμίδα, αρθρογραφών περί αυτού ο ιερέας Ιωάννης Αδαμόπουλος εφημέριος τού Ι. Ναού Αγ. Κωνσταντίνου Ομονοίας, Αθηνών γνωρίσας προσωπικά τον αείμνηστον τω 1930 και συνδεθείς στενά με αυτού ως διάκονος, γράφει το και ανωτέρω μνημονευθέν, ότι παιδάκια αθώα κατά τας μαρτυρίας πολλών τον έβλεπαν ιστάμενο υψηλότερο τού εδάφους όταν ιερουργούσεν. Ιστορεί δε και τέσσερα εκ των γνωσθέντων θαυμάτων αυτού, λία χαρακτηριστικά, δύο θαυμαστές ιάσεις ασθενών, θαυμαστήν κάλυψη στρατιώτου εν πολέμω και ημέρωσιν αποθηριωθέντος αμαξηλάτου μετά θεραπείας τού ημιθανούς ίππου του και ανανήψης και μετανοίας τού βλασφήμου εκείνου, όστις εφεξής αφωσιώθηκε εις τον γέροντα και τον πηγαινοέφερνε από το σπίτι του εις τον Προφήτην Ελισαίον (Περιοδ. Ενορία έ. 1949, σελ. 296 και 313-14). Ικανά ταύτα, νομίζουμε, και ενδεικτικά της αγιότητας τού ανδρός.
Εν όψει δε πάντων των ανωτέρω, εκ των οποίων διαπιστούται η γενική έξωλθε μαρτυρία της αγιότητας τού ιερέα Νικολάου Πλανά ουδεμία ουδαμόλθε υπήρξε διαμφισβήτηση αυτής. Νωπαί δε είναι εξ άλλου εις τας ακοάς ημών μαρτυρίαι φθάσασαι μέχρις ημών δια στόματος πολλών επιζώντων μέχρι πρότινος πνευματικών αυτού τέκνων και άλλων εκ τού κύκλου τού περιβάλλοντος και της με αυτού ανάστροφης ειδότων την αυτού θεάρεστον βιωτήν και πολιτείαν, ευλαβώς εισηγούμεθα την υπό της καθ' ημάς αγιωτάτης Εκκλησίας ανομολόγησιν της αγιότητας αυτού και την ενέργεια των δεόντων δια την υπό της Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, επίσημο ανακήρυξη ταύτης και καθορισμό της εορτίου μνήμης αυτού τη 2α Μαρτίου εκάστου έτους, επετείω της τε χειροτονίας αυτού ως πρεσβυτέρου και της μακαρίας κοιμήσεως αυτού εν Κυρίω.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
(Πηγή: «π.ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΛΑΝΑΣ, Ο ΝΕΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ», Μακαριστού Μητροπολίτη Πατρών κυρού Νικοδήμου, εισήγηση προς τη διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, Τρελο-γιάννης)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τᾶς τοῦ πλάνου παγίδας ἐκφυγῶν, ἱερώτατε, ἀπλανῶς ἐπορεύθης διὰ βίου, πατὴρ ἠμῶν, Νικόλαε ἀοίδιμε Πλανᾶ, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, ἀγρυπνίαις καὶ νηστείαις, ἱερουργῶν ὁσίως τῷ Κυρίῳ σου. Ὅνπερ καθικετεύων ἐκτενῶς, Νάξιον ἱεράτευμα, πρέσβευε δωρηθῆναι καὶ ἠμὶν τὸ θεῖον ἔλεος.
Κοντάκιον Ήχος βαρύς. Επί του όρους μετεμορφώθης.
Εν παντί έθνει, καιρώ και χρόνω Θεός αμάρτυρον ουκ αφήκεν Αυτού την θείαν δόξαν και την θειότητα τους δε όντας αγίους εν τη γη αυτού και Πλανάν τον Νικόλαον εδόξασε και ημίν εδωρήσατο πρεσβευτήν, πατέρα και θερμόν εν ανάγκαις αντιλήπτορα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, του Προδρόμου δούλος πιστός, των αγρυπνιών τε ο εργάτης ο θαυμαστός, χαίροις, εκκλησίας προφήτου Ελισσαίου το σέμνωμα και δόξα, πάτερ Νικόλαε!
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Χίου, Ψαρών και Οινουσσών, Τὸ Εἰλητάριον, Άγιος Κοσμάς «ο Αιτωλός», Παναγία Παλατιανή, Ιερος Ενοριακός Ναός Αγίου Νικολάου του Νέου Θηβών, Τρελο-γιάννης, Ορθόδοξος Συναξαριστής