Πατρίδα του Αγίου Λαυρεντίου ήταν τα Μέγαρα, που βρίσκονται 40 χιλιόμετρα δυτικά της Αθήνας. Γεννήθηκε λίγο προ του 1650. Οι γονείς του, Δημήτριος και Κυριακή ονομαζόμενοι, ήσαν πτωχοί αγρότες, αλλά Ορθόδοξοι και πολύ ευσεβείς. Την ευσέβεια τους αυτήν και τον φόβο του Θεού τα μετέδωσαν και στο παιδί τους τον Λάμπρο. Έτσι ονομαζόταν τότε.
Ο Λάμπρος ακολούθησε τη δουλειά του πατέρα του. Ήταν γεωργοί, αλλά και κτίστες, Οικοδόμοι. Με αυτά ζούσαν στα δύσκολα εκείνα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Όταν έφτασε σε νόμιμη ηλικία στεφανώθηκε μια πιστή και ευσεβή γυναίκα, που την λέγανε Βασίλω. Γέννησε δύο παιδιά τον Ιωάννη και τον Δημήτριο. Ζούσε πάντοτε με τον φόβο του Θεού και απέφευγε κάθε τι το αμαρτωλό και πονηρό. Προσπαθούσε να φυλάττει όλες τις εντολές του Θεού.
Κάποτε πήγε κοντά στα Μέγαρα σε μια τοποθεσία, που τη λέγανε Λιάντρο. Πήγε για να καλλιεργήσει τους αγρούς του, που είχε εκεί. Τη νύχτα, που κοιμότανε βλέπει στο όνειρο του την Παναγία. Του υπέδειξε μία τοποθεσία και του είπε να της κτίσει Ναό. Όταν ο Άγιος ξύπνησε, διαλογιζόταν, ποια να ήταν αυτή, που τον διέταξε να της κτίσει Ναό. Αμέσως όμως ακούστηκε φωνή που έλεγε:
› Ο Ναός μου βρίσκεται στη νήσο Σαλαμίνα στο Βόρειο μέρος της. Και είναι ερειπωμένος.
Ο Άγιος δεν το πίστεψε. Νόμισε μήπως ήταν εκ του πονηρού. Βλέπει όμως την άλλη νύχτα την Κυρία Θεοτόκο να τον φοβερίζει και να τον διατάσσει τα ίδια. Αλλά και πάλιν δεν συνεμορφώθη. Φοβόταν τις πλεκτάνες του Σατανά. Παρουσιάζεται όμως για τρίτη φορά η Θεοτόκος και του είπε επιτακτικά:
› Τάχιστα πορεύου, ἄνθρωπε, εἰς τὴν νῆσον, εἰς τὴν ὁποίαν σοῦ εἶπον, νὰ ἐκτελέσῃς τὸ παρ᾿ ἐμοῦ προσταττόμενον (τρέξε γρήγορα στο νησί, που σου είπα, να τελειώσεις την εντολή, που σου έδωσα).
Τότε κατάλαβε, ότι ήταν η εντολή πραγματικά από την Παναγία και τον έπιασε φόβος και τρόμος. Γύρισε κατόπιν στα Μέγαρα και διηγήθηκε όσα είδε κι άκουσε από την Κυρία Θεοτόκο. Οι περισσότεροι τα πίστεψαν, αλλά μερικοί τα νόμιζαν φαντασίες και τον περιπαίζανε. Ο άνθρωπος κάθισε στο σπίτι του και δεν ήξερε τι να κάνει. Αλλά τότε παρουσιάζεται και πάλιν την νύχτα η Θεοτόκος και τον απείλησε να μεταβεί αμέσως στη νήσο Σαλαμίνα και να εκτελέσει ότι τον διέταξε. Συγχρόνως όμως του υπέδειξε στο όνειρο του και τα κτήματα της Μονής, που τα είχαν μερικοί αρπάξει, σαν δικά τους.
Κατάπληκτος ξύπνησε ο Άγιος και προσευχόταν να τον βοηθήσει ο Θεός να φέρει εις πέρας το έργον. Ο Θεός τον οδήγησε στην παραλία των Μεγάρων. Εκεί κοίταξε μήπως βρει κανένα μέσον να περάσει στο νησί. Η θάλασσα όμως ήταν αγριεμένη και δεν φαινόταν πουθενά πλοιάριο, που θα πήγαινε στη Σαλαμίνα. Ενώ όμως ήταν θλιμμένος και στενοχωρημένος γι αυτό, άκουσε άνωθεν μια φωνή, που του έλεγε:
› Ρίξε στη θάλασσα την κάπα σου (επανωφόρι), κάθισε επάνω και θα φθάσεις, χωρίς κανένα κίνδυνο στη Σαλαμίνα.
Το έκαμε αμέσως με πίστη. Πέταξε στη θάλασσα την κάπα του, έκαμε το σταυρό του, κάθισε επάνω και βγήκε στο νησί, χωρίς κίνδυνο. Έτρεξε κατ ευθείαν στο μέρος, που του υπέδειξε η Παναγία. Εκεί ήταν πράγματι παλαιός ναός εις τιμήν της Παναγίας, αλλά ερειπωμένος. Μόλις άρχισε να σκάβει στα ερείπια, βρήκε την εικόνα της Παναγίας. Η χαρά και ο ενθουσιασμός του δεν περιγράφεται. Μπήκε τότε μπρος να ανοικοδομήσει το Μοναστήρι με πολλούς κόπους και ιδρώτα. Ξόδεψε ότι είχε αυτός. Αλλά έτρεχε και μάζευε δωρεές και από τους ευσεβείς. Κατόρθωσε να το κάμει ένα τέλειο Μοναστήρι, στο οποίο καταφεύγουν ακόμη ψυχές, που θέλουν να σώσουν τις ψυχές τους και να αρέσουν στο Θεό. Το Μοναστήρι λέγεται Παναγία η Φανερωμένη. Και τούτο, διότι φανερώθηκε η εικόνα της Παναγίας, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερον και προσκυνείται και θαυματουργεί.
Σ' αυτό το Μοναστήρι μόνασε και ο ίδιος. Ντύθηκε το μοναχικό ράσο και ονομάστηκε από Λάμπρος Λαυρέντιος. Έπειτα από λίγο έγινε μοναχή και η σύζυγος του Βασιλική και έλαβε το όνομα Βασσιανή. Όταν διαδόθηκε η φήμη της αγιασμένης ζωής τους, πήγαν πολλοί και έγιναν μοναχοί εκεί. Ζούσε την ασκητική ζωή. Προσευχόταν μαζί τους και αγωνιζόταν να επιτύχει τον προορισμό του: να γίνει άγιος, όπως είπε ο Θεός, «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ Άγιος ειμι».
Ο Όσιος Λαυρέντιος αγωνίζονταν για τον καταρτισμό του. Έκανε σκληρή άσκηση. Καθάρισε το εσωτερικό του από κάθε τι το γήινο και μάταιο και φθαρτό. Σκεπτόταν τα θεία και τα ουράνια. Έγινε σκεύος Του Αγίου Πνεύματος. Γέμισε από την χάριν του Θεού και τον θείον φωτισμό. Υπηρέτησε την Παναγία με ζήλο θεϊκό. Γι αυτό έλαβε και την δύναμιν να κάμνει θαύματα, όταν ήταν ακόμη ζωντανός.
Ο Άγιος Λαυρέντιος κατόπιν της εντολής της Θεοτόκου μπόρεσε σε λίγο χρόνο να ελευθερώσει και ξαναπάρει τα κτήματα της Μονής, που είχαν αρπάξει ξένοι. Μόνον ένα ελαιώνα στην Γλυφάδα δεν κατόρθωσε να τον πάρει. Τον κατακρατούσε ένας Οθωμανός, που είχε μεγάλη θέση και εξουσία. Άδικα κοπίαζε ο άγιος πατήρ. Επήγε μάλιστα και στην Κωνσταντινούπολη στον Οικουμενικό Πατριάρχη προς τούτο. Αλλά δεν επέτυχε τίποτε.
Εκείνο όμως που δεν κατόρθωσε ούτος το έκανε η Παναγία. Δεν πέρασε πολύς καιρός και αρρώστησε, για θάνατο η γυναίκα του Τούρκου, που κατοικούσε στην Αθήνα. Οι γιατροί και τα φάρμακα δεν μπόρεσαν να της κάνουν τίποτε. Η άρρωστη είχε ακούσει, ότι ο Άγιος θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς. Παρακαλούσε, λοιπόν, να καλέσουν τον Όσιο να την απαλλάξει από την ασθένεια της. Αλλ επ ουδενί λόγω επέτρεπε ο σύζυγος της. Όταν όμως είδε να πλησιάζει ο θάνατος, αναγκάστηκε να δεχθεί τον Όσιο.
Πράγματι! Επήγε ο Όσιος Λαυρέντιος στην άρρωστη. Προσευχήθηκε και την σταύρωσε με την ράβδο του. Η ασθενής άρχισε να παίρνει το καλλίτερο και σε λίγες μέρες θεραπεύθηκε τελείως. Τότε ο Τούρκος σύζυγος της ζήτησε συγγνώμη από τον Όσιο και επέστρεψε στο Μοναστήρι το λιοστάσι, που κατακρατούσε άδικα.
Θαύματα του Οσίου Λαυρεντίου
1. Στο χωριό Φύλλα της Εύβοιας κατοικούσε αόμματος, Κυριαζής ονόματι. Αυτός, όταν έμαθε για τον Όσιο Λαυρέντιο, ήλθε με πολύ ζήλο και ευλάβεια στο Μοναστήρι του, στη Φανερωμένη της Σαλαμίνος. Έπεσε στα πόδια του Αγίου και τον ικέτευε με δάκρυα να μεσιτέψει στην Παναγία να του δώσει το φως του. Και, ω! του θαύματος! Μόλις διάβασε ο Άγιος, αμέσως άνοιξαν τα μάτια του. Χαρούμενος τότε ευχαριστούσε τον Θεό, την Παναγία και τον όσιο Λαυρέντιο. Όταν δε επέστρεψε βλέποντας στην Εύβοια, διηγιόταν παντού τα μεγαλεία του Θεού.
2. Στη νήσο Κύθνο των Κυκλάδων ζούσε την εποχή εκείνη κάποιος, που τον έλεγαν Γεώργιο. Αυτός ήταν δαιμονισμένος είκοσι χρόνια. Υπέφερε πολύ από τα ακάθαρτα πνεύματα. Όταν άκουσε όμως για τα θαύματα του Όσιου Λαυρεντίου, έτρεξε με πολύ ζήλο και πίστη στο Μοναστήρι του Αγίου στη Σαλαμίνα. Τον παρακαλούσε κλαίοντας και λέγοντας:
› Άγιε του Θεού, σε παρακαλώ, ικέτευσε για μένα τον άθλιο την Παναγία να με λυπηθεί και να με απαλλάξει από την φοβερή μάστιγα των ακαθάρτων δαιμόνων.
Ο όσιος τον λυπήθηκε. Προσευχήθηκε στην Παναγία Μητέρα του Θεού και, ω! του θαύματος, θεραπεύθηκε ο άνθρωπος. Δεν τον ξαναπείραξε το πονηρό πνεύμα. Επέστρεψε κατόπιν υγιής και χαρούμενος στην πατρίδα του, δοξάζοντας τον Θεό.
3. Την δεκάτη πέμπτη Αυγούστου την εορτή της κοιμήσεως της Θεοτόκου εόρταζε και εορτάζει και σήμερον η Ιερά Μονή της Φανερωμένης Σαλαμίνος. Έτρεχαν σ' αυτή την πανήγυρι πλήθη ανθρώπων από τα Μέγαρα, την Αθήνα, τον Πειραιά και από πλείστα άλλα μέρη. Τότε που ζούσε ο Άγιος, πήγε στην πανήγυρι ένας Επίσκοπος από την Αθήνα, Ιάκωβος ονόματι. Αυτός ήταν ο δυστυχής φιλάργυρος και άρπαξε τα κεριά, τα αφιερώματα και τα χρήματα και έβρισε σκαιότατα τον Πατέρα Λαυρέντιο. Κατόπιν έφυγε με τα πράγματα, που άρπαξε και πήγε σε κάποιο σπίτι της νήσου. Την ερχομένη όμως νύχτα βλέπει στον ύπνο του την Παναγία. Τον πάτησε στο λαιμό και του είπε, φοβερίζοντας τον:
› Στείλε αμέσως στο Μοναστήρι όσα άρπαξες άδικα.
Ο Επίσκοπος ξύπνησε κατατρομαγμένος, και μόλις ξημέρωσε έστειλε γρήγορα στη Μονή όσα πήρε την προηγουμένη, για να συγχωρεθεί.
Αντί Επιλόγου
Ο Όσιος Λαυρέντιος για την πολλή του ταπείνωση, την απλότητα και αγιότητα τον αγάπησε η Παναγία και τον κάλεσε να την υπηρετήσει. Αξιώθηκε να βρει τη θαυματουργό εικόνα της και να κτίση την Ιερά Μονή, που διατηρείται μέχρι σήμερα. Μετά το κτίσιμο της Μονής αφοσιώθηκε εξ ολοκλήρου στην υπηρεσία του Θεού. Έκανε μεγάλες νηστείες και προσευχές και ζούσε με σκληραγωγίες. Ήταν συμπαθής στους δυστυχείς και προσπαθούσε πως να τους ωφελούσε σωματικά και ψυχικά. Και προπαντός ψυχικά, διότι από την ασθένεια της ψυχής, την αμαρτία έρχονται και οι ασθένειες του σώματος και η κόλασις η αιώνιος. Τον αξίωσε ο Θεός να κάνει και πολλά θαύματα, όπως είδαμε.
Στην άσκηση και την προσευχή έζησε ο όσιος Λαυρέντιος αρκετά χρόνια και κοιμήθηκε δε εν Κυρίω την 9η Μαρτίου του 1707, κατά άλλους όμως στις 6 Μαρτίου του 1707, ημέρα της μνήμης των αγίων Σαράντα Μαρτύρων, όπως φαίνεται από μία ανορθόγραφη σημείωση σε χειρόγραφο, σωζόμενο στην Ιερά Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνας από τα χρόνια εκείνα. Τον διαδέχτηκε στην Ηγουμενία ο γιός τους Ιωάννης, ο οποίος είχε γίνει ήδη Μοναχός, με το όνομα Ιωακείμ. Η μετάθεση της μνήμης του στην 7η Μαρτίου φαίνεται ότι έγινε από τους Μοναχούς της Ιεράς Μονής του, για να μη συμπίπτει με τη μεγάλη εορτή των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
Το σεπτό λείψανο του το έθαψαν στο παραπλεύρως του καθολικού της Μονής παρεκκλήσιον, ναΰδριο του Αγίου Νικολάου. Εκεί βρίσκεται και η θαυματουργική εικόνα, που ανακαλύφθηκε και φανερώθηκε με τα ίδια τα χέρια του Οσίου Λαυρεντίου. Στο ίδιο παρεκκλήσιο της Μονής υπάρχει και η πάνσεπτος κάρα του Αγίου, που ευωδιάζει και κάμνει θαύματα σε όσους με πίστη τρέχουν και ζητούν τη βοήθειά του.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Μεγάρων τὸν γόνον, Ἀσκητῶν τὸν ὁμότροπον, καὶ φρουρὸν Μονῆς Σαλαμῖνος, θεοφόρον Λαυρέντιον, τιμήσωμεν προφρόνως ἀδελφοί, ὡς μέτοχον τῆς δόξης τοῦ Χρίστου, ἶνα τούτου ταὶς πρεσβείαις πάσης ὀργῆς, ρυώμεθα κραυγάζοντες, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, ἠμιν Πάτερ τὰ πρόσφορα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄.
Τῶν Μεγάρων τὸν γόνον, ἀσκητῶν ἐγκαλλώπισμα, τὸν φρουρὸν μονῆς Σαλαμῖνος, θεοφόρον Λαυρέντιον, τιμήσωμεν προφρόνως ἀδελφοί, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ὅτι τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς, καὶ πίστεως τετέλεκε. Πρέσβευε οὖν ὑπὲρ ἡμῶν, Λαυρέντιε παμμακάριστε καὶ τὴν σὴν μονήν τε καὶ πόλιν σαῖς εὐχαῖς διαφύλαττε.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν Ὁσίων καύχημα πόλεως παμμάκαρ, τὸν Χριστὸν ἐπόθησας θεόφρον πάτερ, διὰ τοῦτό σε ὁ πλάστης, στεφάνῳ δόξης κεκόσμηκε.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ Μεγάρων Ὅσιε, οἷάπερ φοῖνιξ βλαστήσας, μυστικῶς ἐξήνθησας, ἐν Σαλαμῖνι τῇ νήσῳ· ἔνθα δή, Μονὴν ἐγείρας τῇ Θεοτόκῳ, σκήνωμα, τοῦ Παρακλήτου λαμπρὸν ἐδείχθης, τῇ ὁσίᾳ σου ἀσκήσει, Χριστοῦ θεράπον, Πάτερ Λαυρέντιε.
Κάθισμα Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ. Μετὰ τὴν α΄ στιχ.
Παμμάκαρ ἀληθῶς, ἀνεδείχθης θεόφρων, ἀκλόνητος φωστήρ, διαλάμπων τοῖς πᾶσι, κατεπλούτησας, πάντας τοὺς ἐν ἀσκήσει, χαίρων ἤσκησας, καὶ κατεφρόνησας πάντα, τοῦ βίου τὰ γήϊνα.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ´. Τὴν σοφίαν καὶ λόγον. Μετὰ τὴν Β´ Στίχ.
Μετανάστης ἐγένου πάτερ σαφῶς, καὶ πατρίδα καὶ πλοῦτον καταλιπών, μονὴν ἐνῳκοδόμησας, ἐν αὐτῇ ἑξασκήσας, καλῶς τὸν βίον μάκαρ, ἐξετέλεσας ἔνδοξε, ὅθεν νῦν ἀγάλλῃ, μετὰ πάντων Ὁσίων, ἐν σκηναῖς δικαίων τε, θεοφόρε Λαυρέντιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον. Μετὰ τὸν πολυέλεον.
Τὸν προστάτην τὸν μέγαν ἀνευφημήσωμεν, τῶν Ὁσίων τὸ σκεῦος τὸ καθαρώτατον, τὸν θερμὸν ἀντιλήπτορα, καὶ τῶν πιστῶν καλλονήν, ἁπάντων τε τῶν δικαίων, τῶν προστρεχόντων ἐν πίστει, ἐν πανσέπτῳ τεμένει αὐτοῦ.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὸν σταυρὸν τοῦ Κυρίου ἄρας σοφέ, καὶ αὐτῷ μέχρι τέλους ἀκολουθῶν, τὸν νοῦν οὐχ ὑπέστρεψας ἐν τῷ κόσμῳ θεόσοφε, ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις, τὰ πάθη ἐνέκρωσας, καὶ ναὸν ἡτοίμασας, σαυτὸν τῷ Κυρίῳ σου· ὅθεν χαρισμάτων ἀμοιβὴν ἐκομίσω, ἰᾶσθαι νοσήματα, καὶ διώκειν τὰ πνεύματα, θεοφόρε Λαυρέντιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τοῦ βίου τὰ πρόσκαιρα καταλιπών, καὶ ποθήσας παμμακάριστε Ὅσιε τὰ ἄφθαρτα, τὰ διηνεκῶς διαμένοντα, καὶ καλῶς ἑξασκήσας ἐν τῇ Μονῇ σου, ἀδιαλείπτως προσευχόμενος τῷ Κυρίῳ ὑπήνεγκας γενναίως τοὺς πειρασμοὺς τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν καὶ ὡς οὐδὲν ἐλογίσω τούτοις πάτερ, ἀλλὰ κατεπάτησας τῇ δυνάμει τοῦ ἁγίου πνεύματος, διὰ τοῦτό σε ὁ πλάστης, στεφάνῳ δόξης κεκόσμηκε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ τῶν Μεγαρεών, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις Σαλαμῖνος, Μονῆς θεῖος δομήτωρ, καὶ φύλαξ καὶ προστάτης, Πάτερ Λαυρέντιε.