«Τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ στάλθηκε από τον Θεό ο άγγελος Γαβριήλ σε μια παρθένο, που ήταν μνηστευμένη με έναν άνδρα». Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να αποκαλύψει την παγκόσμια σωτηρία των ανθρώπων. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, να φέρει στον Αδάμ τη βέβαιη αποκατάστασή του. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, στην παρθένο, για να μεταβάλει την ατιμία του γυναικείου φίλου σε τιμή. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να προετοιμάσει τον νυμφικό θάλαμο, ώστε να είναι αντάξιος για τον αμόλυντο Νυμφίο. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να συντελέσει να νυμφευθεί το πλάσμα με τον πλάστη. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, στο έμψυχο παλάτι του βασιλιά των αγγέλων. Στάλθηκε ο Γαβριήλ στην παρθένο που ήταν αρραβωνιασμένη με τον Ιωσήφ, αλλά που προοριζόταν για τον Ιησού, τον Υιό του Θεού. Στάλθηκε ο ασώματος δούλος σε αμόλυντη παρθένο. Στάλθηκε ο χωρίς αμαρτίες σ’ αυτήν που δεν θα γνώριζε τη φθορά. Στάλθηκε ο λύχνος, για να αναγγείλει τον ήλιο της δικαιοσύνης. Στάλθηκε ο όρθρος, που έρχεται πριν από το φως της ημέρας. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να διαλαλήσει αυτόν που βρίσκεται στους κόλπους του Πατέρα και στην αγκαλιά της μητέρας. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να δείξει αυτόν που κάθεται σε θρόνο αλλά και σε σπηλιά. Στάλθηκε ένας στρατιώτης, για να διατυμπανίσει το μυστήριο του μεγάλου βασιλιά. Χαρακτηρίζω μυστήριο αυτό που γίνεται κατανοητό με την πίστη και δεν εξερευνάται με τη φιλομάθεια, πρόκειται για μυστήριο που είναι άξιο προσκυνήσεως και όχι σχολαστικής εξετάσεως, δηλαδή για μυστήριο που είναι αντικείμενο θεολογικής έρευνας και όχι για κάτι που υπόκειται σε ακριβή μέτρηση.
Ομιλία στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου,
Ἅγιος Ἱωάννης ὁ Χρυσόστομος
Πάλι σήμερα έχουμε χαρμόσυνες ειδήσεις, πάλι έχουμε μηνύματα ελευθερίας, πάλι έχουμε μια ανάκληση από την πτώση και μια επάνοδο στη ζωή, μια υπόσχεση ευφροσύνης και μια απαλλαγή από τη δουλεία. Ένας άγγελος συνομιλεί με την Παρθένο, για να μην ξαναμιλήσει ο διάβολος με γυναίκα.
Λέει η Γραφή· «Τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ στάλθηκε από τον Θεό ο άγγελος Γαβριήλ σε μια παρθένο, που ήταν μνηστευμένη με έναν άνδρα». Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να αποκαλύψει την παγκόσμια σωτηρία των ανθρώπων. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, να φέρει στον Αδάμ τη βέβαιη αποκατάστασή του. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, στην παρθένο, για να μεταβάλει την ατιμία του γυναικείου φίλου σε τιμή. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να προετοιμάσει τον νυμφικό θάλαμο, ώστε να είναι αντάξιος για τον αμόλυντο Νυμφίο. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να συντελέσει να νυμφευθεί το πλάσμα με τον πλάστη. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, στο έμψυχο παλάτι του βασιλιά των αγγέλων. Στάλθηκε ο Γαβριήλ στην παρθένο που ήταν αρραβωνιασμένη με τον Ιωσήφ, αλλά που προοριζόταν για τον Ιησού, τον Υιό του Θεού. Στάλθηκε ο ασώματος δούλος σε αμόλυντη παρθένο. Στάλθηκε ο χωρίς αμαρτίες σ’ αυτήν που δεν θα γνώριζε τη φθορά. Στάλθηκε ο λύχνος, για να αναγγείλει τον ήλιο της δικαιοσύνης. Στάλθηκε ο όρθρος, που έρχεται πριν από το φως της ημέρας. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να διαλαλήσει αυτόν που βρίσκεται στους κόλπους του Πατέρα και στην αγκαλιά της μητέρας. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να δείξει αυτόν που κάθεται σε θρόνο αλλά και σε σπηλιά. Στάλθηκε ένας στρατιώτης, για να διατυμπανίσει το μυστήριο του μεγάλου βασιλιά. Χαρακτηρίζω μυστήριο αυτό που γίνεται κατανοητό με την πίστη και δεν εξερευνάται με τη φιλομάθεια, πρόκειται για μυστήριο που είναι άξιο προσκυνήσεως και όχι σχολαστικής εξετάσεως, δηλαδή για μυστήριο που είναι αντικείμενο θεολογικής έρευνας και όχι για κάτι που υπόκειται σε ακριβή μέτρηση.
«Τον έκτο μήνα στάλθηκε ο Γαβριήλ στην παρθένο». Ποιόν έκτο μήνα; Ποιόν; Από τότε που η Ελισάβετ δέχθηκε το χαρμόσυνο μήνυμα, από τότε που συνέλαβε τον Ιωάννη. Από πού το συμπεραίνουμε αυτό; Το αποκαλύπτει ο ίδιος ο αρχάγγελος όταν λέει στην Παρθένο· «να, η Ελισάβετ η συγγενής σου και αυτή συνέλαβε γιο στα γεράματα της. Κι αυτός είναι ο έκτος μήνας της εγκυμοσύνης της, αυτής που θεωρούνταν στείρα». Ο έκτος μήνας λοιπόν είναι ο έκτος μήνας από τη σύλληψη του Ιωάννη. Έπρεπε λοιπόν ο στρατιώτης να φθάσει πρώτος, έπρεπε ο ακόλουθος να προηγηθεί, έπρεπε να προπορευθεί αυτός που θα αποκάλυπτε τη δεσποτική παρουσία.
«Τον έκτο μήνα στάλθηκε ο άγγελος Γαβριήλ στην Παρθένο, που ήταν αρραβωνιασμένη με έναν άνδρα», αρραβωνιασμένη όχι παντρεμένη· αρραβωνιασμένη, αλλά άθικτη. Γιατί ήταν αρραβωνιασμένη; Για να μη μάθει πολύ γρήγορα ο διάβολος το μυστήριο. Για το ότι επρόκειτο διά μέσου παρθένου να έλθει ο Βασιλιάς, αυτό το γνώριζε ο πονηρός, γιατί είχε ακούσει τις προφητείες του Ησαΐα που έλεγαν· «Να, θα συλλάβει η παρθένος και θα γεννήσει γιο». Κάθε φορά λοιπόν, όπως είναι φυσικό, εξέταζε ό,τι αναφερόταν στην παρθένο, ώστε όταν αντιληφθεί ότι ολοκληρώνεται αυτό το μυστήριο, να προετοιμάσει τις κατηγορίες του. Γι αυτό ο Δεσπότης ήλθε στη γη διά μέσου αρραβωνιασμένης, για να ξεγελάσει δηλαδή τον πονηρό, αφού αυτή όντας αρραβωνιασμένη εξασφάλιζε αυτό.
«Τον έκτο μήνα στάλθηκε ο άγγελος Γαβριήλ σε μια Παρθένο, που ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον που λεγόταν Ιωσήφ». Άκουσε, ακροατή, τι λέει ο προφήτης γι αυτόν τον άνθρωπο και γι αυτήν την παρθένο. «Θα δοθεί αυτό το κλειστό βιβλίο σε έναν άνθρωπο, που γνωρίζει γράμματα». Τι σημαίνει κλειστό βιβλίο, ή τι σημαίνει γενικά η αμόλυντη παρθένος; Από ποιους θα δοθεί; Είναι φανερό πως θα δοθεί από τους ιερείς. Σε ποιόν; Στον Ιωσήφ τον μαραγκό. Οι ιερείς λοιπόν αρραβώνιασαν τη Μαρία με τον Ιωσήφ, επειδή ήταν σώφρονας, και την έδωσαν σ’ αυτόν περιμένοντας τον καιρό του γάμου και αυτός βέβαια επρόκειτο παίρνοντάς την να φυλάξει αμόλυντη την Παρθένο. Αυτό πριν από πολλά χρόνια ο προφήτης το προφήτεψε· «Θα δοθεί αυτό το κλειστό βιβλίο σε έναν άνθρωπο, που γνωρίζει γράμματα» και ο οποίος θα πει· «δεν μπορώ να το διαβάσω». Γιατί Ιωσήφ δεν μπορείς; Αυτός θα απαντήσει· «Δεν μπορώ να το διαβάσω, γιατί το βιβλίο είναι κλειστό». Για ποιον φυλάγεται; «Φυλάγεται για κατοικία του Δημιουργού του σύμπαντος».
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας. «Τον έκτο μήνα στάλθηκε ο Γαβριήλ στη Παρθένο» και είχε πάρει περίπου τέτοιες εντολές από τον Θεό. «Έλα λοιπόν, αρχάγγελε, γίνε υπηρέτης του φοβερού και κρυμμένου μυστηρίου, εξυπηρέτησε το θαύμα. Βιάζομαι εξαιτίας της ευσπλαχνίας μου να κατέβω από τον ουρανό και να αναζητήσω τον πλανεμένο Αδάμ. Η αμαρτία εξασθένησε τον άνθρωπο, που πλάσθηκε σύμφωνα με την εικόνα μου, σάπισε το δημιούργημα των χεριών μου και θάμπωσε την ομορφιά πού έπλασα. Ο λύκος κατατρώει το δημιούργημά μου, είναι έρημη η θέση του στον παράδεισο, το δένδρο της ζωής φυλάγεται από την πύρινη ρομφαία, έχει κλείσει πια ο τόπος της τρυφής. Επιθυμώ να ελεήσω τον κατατρεγμένο άνθρωπο και να συλλάβω τον εχθρό διάβολο. Επιθυμώ αυτό το μυστήριο να μην το μάθουν όλες οι ουράνιες δυνάμεις, σε σένα μόνο τον εμπιστεύομαι. Πήγαινε λοιπόν στην παρθένο Μαρία. Πήγαινε στη ζωντανή πόλη, για την οποία ο προφήτης έλεγε· “ Πόλη του Θεού, δοξασμένα και εξαίσια ειπώθηκαν για σένα”. Πήγαινε στον λογικό μου παράδεισο, πήγαινε προς την πύλη της ανατολής, πήγαινε στο άξιο κατοικητήριο του Λόγου μου, πήγαινε στον δεύτερο ουρανό που βρίσκεται πάνω στη γη, πήγαινε στο ελαφρό και ταχυκίνητο σύννεφο, πληροφόρησέ την για τη βροχή της παρουσίας μου, πήγαινε στο αγίασμα που ετοιμάστηκε για μένα, πήγαινε στον νυμφικό κοιτώνα της ενανθρωπήσεως, πήγαινε στον αμόλυντο νυμφικό κοιτώνα της κατά σάρκα γεννήσεώς μου. Μίλησε στα αυτιά της λογικής κιβωτού, προετοίμασέ τα να μ’ ακούσουν χωρίς να τα τρομάξεις, ούτε να ταράξεις την ψυχή της Παρθένου. Κόσμια εμφανίσου στον έμψυχο ναό μου, πες σ’ αυτήν πρώτα τη χαρούμενη είδηση. Εσύ πες στη Μαριάμ το “ Χαίρε Κεχαριτωμένη”, ώστε εγώ να ελεήσω την εξουθενωμένη Εύα».
Τ’ άκουσε αυτά ο αρχάγγελος και όπως ήταν φυσικό μονολογούσε· «Παράξενη είναι αυτή η υπόθεση, ξεπερνάει κάθε σκέψη αυτό που ειπώθηκε. Ο φοβερός στα Χερουβίμ, ο αθέατος στα Σεραφίμ, ο ακατάληπτος σ’ όλες τις ουράνιες αγγελικές δυνάμεις, υπόσχεται μια ξεχωριστή επικοινωνία στην κόρη, προμηνύει μια αυτοπρόσωπη παρουσία του, μάλλον υπόσχεται μια είσοδο διά μέσου της ακοής και βιάζεται αυτός που καταδίκασε την Εύα να δοξάσει τόσο πολύ τη θυγατέρα της; Λέει “ας ετοιμαστεί η είσοδός μου διά μέσου της ακοής”. Όμως είναι δυνατόν ανθρώπινη κοιλιά να χωρέσει τον αχώρητο; Πραγματικά αυτό το μυστήριο είναι φοβερό».
Ενώ αυτά είχε στο νου του ο άγγελος, ο Δεσπότης του λέει· «Γιατί ταράζεσαι και παραξενεύεσαι Γαβριήλ; Δεν σ’ έστειλα προηγουμένως στον ιερέα Ζαχαρία; Δεν του μετέφερες τη χαρμόσυνη είδηση της γεννήσεως του Ιωάννη; Δεν επέβαλες την τιμωρία της σιωπής στον ιερέα που δεν σε πίστεψε; Δεν καταδίκασες τον γέροντα σε αφωνία; Εσύ δεν το ανακοίνωσες κι εγώ το επικύρωσα; Δεν ακολούθησε τη χαρμόσυνη είδησή σου η πράξη; Δεν συνέλαβε η στείρα γυναίκα; Δεν υπάκουσε η μήτρα της; Δεν εξαφανίστηκε η αρρώστια της ατεκνίας; Δεν υποχώρησε η απραξία της φύσης; Τώρα δεν κυοφορεί αυτή που προηγουμένως ήταν στείρα; Μήπως για μένα τον Δημιουργό υπάρχει κάτι που είναι ακατόρθωτο; Πως λοιπόν σε κυρίεψε η αμφιβολία;».
Τι απάντησε ο άγγελος; «Δέσποτα, το να θεραπεύσεις τα σφάλματα της φύσης, το να ηρεμήσεις την τρικυμία των παθών των ανθρώπων, το να ανακαλέσεις στη ζωή νεκρωθέντα ανθρώπινα μέλη, το να διατάξεις τη φύση ώστε να γεννήσει μια στείρα γυναίκα, το να θεραπεύσεις τη στείρωση σε γερασμένα μέλη, το να μετασχηματίσεις ένα γερασμένο ξερό καλάμι σε χλοερό, το να κάνεις την άγονη γη ξαφνικά πηγή σπαρτών, είναι πράγματα που γίνονται πάντοτε με τη δική σου δύναμη. Μάρτυρες που αποδεικνύουν όλα τα παραπάνω είναι η Σάρρα, η Ρεβέκκα και η Άννα, οι οποίες, ενώ ήταν υποδουλωμένες στη φοβερή ασθένεια της στειρώσεως, απελευθερώθηκαν από σένα. Το να γεννήσει όμως παρθένος χωρίς τη συμμετοχή άνδρα, αυτό ξεπερνάει όλους τους νόμους της φύσης, αλλά και προαναγγέλλει τη δική σου παρουσία στην κόρη. Εσένα δεν σε χωρούν τα πέρατα του ουρανού και της γης, πως θα σε χωρέσει μια παρθενική μήτρα;». Ο Δεσπότης απάντησε· «Πως με χώρεσε η σκηνή του Αβραάμ;». Ο άγγελος είπε· «Επειδή, Δέσποτα, υπήρχε ένα πέλαγος φιλοξενίας, εκεί εμφανίστηκες στον Αβραάμ, δηλαδή στη σκηνή του, που ήταν δίπλα στο δρόμο και τη ξεπέρασες, επειδή τα πάντα γεμίζει η παρουσία σου. Πώς θα φέρεις το πυρ της θεότητος στη Μαριάμ; Ο θρόνος σου φλέγεται ακτινοβολώντας από την αίγλη σου και θα μπορέσει η ευκολόκαυστη παρθένος να σε δεκτεί;».
Ο Δεσπότης λέει· «Πράγματι, αν η φωτιά στην έρημο έβλαψε τη βάτο, κατά τον ίδιο τρόπο και η παρουσία μου θα βλάψει τη Μαρία. Αν εκείνη η φωτιά, η οποία σκιαγραφούσε την παρουσία από τον ουρανό της θεϊκής φωτιάς πότιζε τη βάτο και δεν την έκαιγε, τι θα έλεγες για την αλήθεια που κατεβαίνει από τον ουρανό όχι σαν πύρινη φλόγα, αλλά σαν βροχή;».
Τότε πλέον ο άγγελος εκτέλεσε τη διαταγή που πήρε και αφού παρουσιάστηκε στην Παρθένο της είπε πανηγυρικά· «“Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος είναι μαζί σου”. Ποτέ πια ο διάβολος δεν θα είναι εναντίον σου, γιατί το σημείο που πλήγωσε ο εχθρός σου προηγουμένως, σ’ αυτό πρώτα – πρώτα τώρα ο ιατρός της σωτηρίας επιθέτει το έμπλαστρο. Από εκεί όπου εμφανίστηκε ο θάνατος, από εκεί μπήκε η ζωή. Από τη γυναίκα προέρχονται όλες οι συμφορές, αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν όλα τα καλά. Χαίρε Κεχαριτωμένη, μη ντρέπεσαι σαν να είσαι αιτία καταδίκης. Θα γίνεις μητέρα αυτού που καταδίκασε και λύτρωσε τον άνθρωπο. Χαίρε, αμίαντη μητέρα του Νυμφίου Χριστού στην ορφανή ανθρωπότητα. Χαίρε, εσύ που καταπόντισες στη μήτρα σου τον θάνατο της μητέρας της ανθρωπότητας Εύας. Χαίρε, ο ζωντανός ναός του Θεού. Χαίρε, συ που είσαι εξίσου κατοικία ουρανού και γης. Χαίρε, ευρύχωρε τόπε της απόρρητης φύσης». Αφού όλα αυτά έτσι έχουν, εξαιτίας της ήλθε ο γιατρός για τους αρρώστους, «ο ήλιος της δικαιοσύνης, για να φωτίσει αυτούς που ζουν στο σκοτάδι», η άγκυρα για όλους τους ταλαιπωρημένους και το ασφαλισμένο λιμάνι. Γεννήθηκε ο Δεσπότης των δούλων που μισούνται αδιάλλακτα, ο σύνδεσμος της ειρήνης, εμφανίσθηκε ο λυτρωτής των αιχμαλώτων δούλων, η ειρήνη αυτών που βρίσκονται σε πόλεμο. «Αυτός βέβαια είναι η ειρήνη μας», την οποία ειρήνη μακάρι να απολαύσουμε όλοι μας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα, τιμή και δύναμη τώρα και πάντοτε και σ’ όλους τους αιώνες. Αμήν.
(Πηγή: «Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: Ομιλία στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου», Δημητρίου Γ. Τσάμη, Θεομητορικόν, τ. β΄, Εκδ. Λυδία, Θεσσαλονίκη, 2000, ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ )
Στὸν εὐαγγελισμὸ τῆς πανυπέραγνης Δέσποινάς μας Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας,
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
O ψαλμωδὸς προφήτης, ἀπαριθμώντας τὰ εἴδη τῆς δημιουργίας καὶ καθορώντας τὴν ἀποτεθειμένη σʼ αὐτὰ σοφία τοῦ Θεοῦ, γεμάτος θαυμασμὸ ὁλόκληρος, ἐκεῖ ποὺ ἔγραφε ἀνεφώνησε· «πόσο μεγαλοπρεπῆ εἶναι τὰ ἔργα σου, Κύριε, ὅλα τὰ ἔπλασες μὲ σοφία!».
Σʼ ἐμένα τώρα, πού ἐπιχειρῶ νὰ ἐξαγγείλω κατὰ δύναμι τὴν σαρκικὴ ἐπιφάνεια τοῦ Λόγου πού ἔκτισε τὰ πάντα, ποιὸς λόγος θὰ μοῦ ἀρκέση γιὰ ἐξύμνησι; Ἐὰν πραγματικὰ τὰ ὄντα εἶναι γεμάτα θαῦμα καὶ τὸ ὅτι αὐτὰ προῆλθαν στὴν ὕπαρξι ἀπὸ μὴ ὄντα εἶναι θεῖο καὶ πολυύμνητο, πόσο θαυμασιώτερο καὶ θειότερο εἶναι καὶ πόσο ἀναγκαιότερο εἶναι νὰ ὑμνῆται ἀπὸ μᾶς τὸ νὰ γίνη κάποιο ἀπὸ τὰ ὄντα θεός, καὶ ὄχι ἁπλῶς θεός, ἀλλὰ ὁ ὄντως ὧν Θεός, καὶ μάλιστα ἡ φύσις μας ποὺ δὲν μπόρεσε ἢ δὲν θέλησε οὔτε τὸν χαρακτήρα κατὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε νὰ φυλάξη καὶ γιʼ αὐτὸ δικαίως ἀπωθήθηκε στὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς; Διότι τόσο μεγάλο καὶ θεῖο, τόσο ἀπόρρητο καὶ ἀκατανόητο εἶναι τὸ ὅτι ἡ φύσις μας ἔγινε ὁμόθεος καὶ ὅτι δι’ αὐτῆς μᾶς χαρίσθηκε ἡ ἐπάνοδος στὸ καλύτερο ὥστε τοῦτο καὶ στοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ στοὺς προφῆτες, ἂν καὶ αὐτοὶ βλέπουν διὰ Πνεύματος, νὰ μένη στὴν πραγματικότητα ἀνεπίγνωστο, μυστήριο ποὺ εἶναι κρυμμένο ἀπὸ τὸν αἰώνα. Καὶ γιατί ἀναφέρω μόνο πρὶν πραγματοποιηθῆ; Διότι καὶ ὅταν ἔγινε, πάλι μένει μυστήριο, ὄχι βέβαια ὅτι ἔγινε ἀλλὰ πῶς ἔγινε· μυστήριο πιστευόμενο ἀλλὰ μὴ γινωσκόμενο, προσκυνούμενο, ἀλλὰ μὴ πολυπραγμονούμενο, προσκυνούμενο δὲ καὶ πιστευόμενο διὰ μόνου τοῦ Πνεύματος· «διότι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἰπῆ Κύριον Ἰησοῦ, παρὰ στὸ ἅγιο Πνεῦμα», καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ διὰ τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καὶ διὰ τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε, λέγει ὁ ἀπόστολος.
Ὅτι δὲ τὸ μυστήριο τοῦτο εἶναι ἀκατανόητο, ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους, ἀποδεικνύει σαφῶς καὶ τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζεται ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα. Ὁ ἀρχάγγελος εὐαγγελίσθηκε στὴν Παρθένο τὴ σύλληψι· ὅταν δὲ αὐτὴ ἀναζητοῦσε τὸν τρόπο κι εἶπε πρὸς αὐτόν, «πῶς θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο, ἀφοῦ δὲν γνωρίζω ἄνδρα;», μὴ μπορώντας νὰ ἑρμηνεύση τὸν τρόπο κατὰ κανένα τρόπο ὁ ἀρχάγγελος, κατέφυγε καὶ αὐτὸς πρὸς τὸν Θεό, λέγοντας «Πνεῦμα ἅγιο θὰ ἔλθη σʼ ἐσὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου θὰ σὲ ἐπισκιάση». Ὅπως δηλαδή, ἂν κανεὶς ἐρωτοῦσε τὸν Μωυσῆ, πῶς κατασκευάζεται ἀπὸ γῆ ἄνθρωπος, πῶς ἀπὸ χῶμα προέρχονται ὀστᾶ καὶ νεῦρα καὶ σάρκα, πῶς αἰσθητήρια ἀπὸ ἀναίσθητη ὕλη, πῶς πάλι ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀδαμιαία πλευρά, πῶς τὸ ὀστοῦν διαπλώθηκε καὶ διαιρέθηκε, ἑνώθηκε καὶ συνδέθηκε, πῶς ἀπὸ τὸ ὀστοῦν προῆλθαν σπλάγχνα καὶ χυμοὶ διάφοροι καὶ ὅλα τὰ ἄλλα; Ὅπως λοιπόν, ἂν κάποιος ἐρωτοῦσε αὐτὰ τὸν Μωυσῆ, δὲν θὰ ἔλεγε τίποτε περισσότερο πλὴν τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἔπλασε τὸν Ἀδάμ, καὶ μία ἀπὸ τὶς πλευρὲς τοῦ Ἀδὰμ καὶ κατασκεύασε τὴν Εὔα, ὥστε θὰ ἔλεγε μὲν ποιὸς εἶναι ὁ κτίστης, ἀλλὰ τὸν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν ἐκεῖνα δὲν θὰ τὸν ἔλεγε· ἔτσι καὶ ὁ Γαβριήλ, ὅτι τὸν ἄσπορο τόκο θὰ κατασκευάσουν τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου, τὸ εἶπε, τὸ πῶς ὅμως, δὲν τὸ εἶπε. Ἂν μάλιστα, ὅταν ἐμνημόνευσε προηγουμένως τὴν Ἐλισάβετ, ὅτι συνέλαβε σὲ γηρατειὰ ἐνῶ ἦταν στεῖρα, δὲν εἶχε νὰ εἰπῆ τίποτε παραπάνω πλὴν τοῦ ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἰπῆ τὸν τρόπο στὴν περίπτωσι αὐτῆς πού συνέλαβε κι ἐγέννησε παρθενικά;
Ἔχει ὅμως καὶ κάτι περισσότερο τὸ λεγόμενο ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο πρὸς τὴν Παρθένο, ποὺ ἐνέχει μεγαλύτερο μυστήριο· «θὰ ἔλθη», λέγει, «ἅγιο Πνεῦμα σʼ ἐσὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου θὰ σʼ ἐπισκιάση». Γιατί; Διότι καὶ τὸ γεννώμενο δὲν εἶναι προφήτης οὔτε ἁπλῶς ἄνθρωπος, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἀλλὰ θὰ ὀνομασθῆ υἱὸς τοῦ Ὑψίστου, σωτὴρ καὶ λυτρωτὴς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ βασιλεὺς αἰώνιος. Ὅπως τοὺς λίθους ποὺ ἐξέπεσαν ἀπὸ κορυφὴ ὅρους καὶ κινοῦνται ἕως τὸ τέλος τῆς ὑπωρείας τοὺς διαδέχονται πολλοὶ κρημνοί, ἔτσι κι ἐμᾶς, ἀφοῦ ἐξεπέσαμε ἀπὸ τὴ θεία ἐντολὴ στὸν παράδεισο κατεβήκαμε ἕως τὸν ἅδη, πολλὰ δεινά μας εὑρῆκαν διαδοχικά. Διότι δὲν εἶναι μόνο ἡ γῆ ποὺ ἀνέπτυξε ἀγκάθια καὶ τριβόλια αἰσθητά, κατὰ τὴν κατάρα πρὸς τὸν προπάτορα, ἀλλὰ ἐσπαρθήκαμε κι ἐμεῖς μὲ τὰ πολυειδὴ ἀγκάθια τῶν πονηρῶν παθῶν καὶ τὰ φοβερὰ τριβόλια τῆς ἁμαρτίας. Καὶ δὲν ἔλαβε τὸ γένος μας ἐκείνη μόνο τὴ λύπη τὴν ὁποία ἐκληροδότησε ἡ προμήτωρ διὰ τῆς πρὸς αὐτὴν κατάρας, ποὺ τὴν κατεδίκασε νὰ γεννᾶ μὲ λύπη, ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ βίος μας ἔγινε σχεδὸν ὀδύνη καὶ λύπη.
Ὁ Θεὸς ὅμως ποὺ μᾶς ἔπλασε ἀπὸ εὐσπλαγχνία ἐπέβλεψε πρὸς ἐμᾶς φιλανθρώπως καὶ ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς κατέβηκε καὶ παίρνοντας ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο τὴ φύσι μας τὴν ἀνακαίνισε καὶ τὴν ἐπανέφερε, μᾶλλον δὲ τὴν ἀνεβίβασε σὲ θεῖο καὶ οὐράνιο ὕψος. Θέλοντας λοιπὸν νὰ πραγματοποιήση αὐτό, μᾶλλον δὲ νὰ φέρη σὲ πέρας τὴν προαιώνια βουλὴ του σήμερα, στέλλει τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «στὴ Ναζαρὲτ πρὸς Παρθένο μνηστευμένη μὲ ἄνδρα, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦταν Ἰωσήφ, ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν πατριὰ τοῦ Δαβίδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου ἦταν Μαριάμ».
Στέλλει λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸν ἀρχάγγελο πρὸς Παρθένο καὶ τὴν καθιστᾶ μητέρα του μὲ μόνη τὴν προσφώνησι ἂν καὶ μένει παρθένος, ἐπειδὴ βέβαια, ἂν συλλαμβανόταν ἀπὸ σπέρμα, δὲν θὰ ἦταν νέος ἄνθρωπος οὔτε θὰ ἦταν ἀναμάρτητος καὶ σωτὴρ τῶν ἁμαρτωλῶν διότι ἡ κίνησις τῆς σαρκὸς γιὰ γέννησι, ἀφοῦ μένει ἀνυπότακτη πρὸς τὸν νοῦ ποὺ εἶναι ταγμένος νὰ ἡγεμονεύη τῶν λειτουργιῶν μας, δὲν εὑρίσκεται ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γιʼ αὐτὸ καὶ ὁ Δαβὶδ ἔλεγε, «μὲ ἀνομίες συνελήφθηκα καὶ μὲ ἁμαρτίες μ’ ἐκυοφόρησε ἡ μητέρα μου». Ἐὰν λοιπὸν ἡ σύλληψις τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀπὸ σπέρμα, δὲν θὰ ἦταν νέος ἄνθρωπος οὔτε ἀρχηγὸς τῆς νέας καὶ μὴ παλαιουμένης καθόλου ζωῆς. Ἂν ἦταν τῆς παλαιᾶς μερίδος καὶ κληρονόμος ἐκείνου τοῦ πταίσματος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φέρη στὸν ἑαυτὸ του τὸ πλήρωμα τῆς ἄφθαρτης θεότητος καὶ νὰ κάμη τὴν σάρκα τοῦ ἀνεξάντλητη ἁγιασμοῦ, ὥστε καὶ τῶν προπατόρων ἐκείνων νʼ ἀποπλύνη τὸν μολυσμὸ μὲ περίσσεια δυνάμεως καὶ στοὺς ἐπιγόνους ὅλους νὰ ἐπαρκῆ γιʼ ἁγιασμό. Γι’ αὐτὸ δὲν ἦλθε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλʼ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἦλθε καὶ μᾶς ἔσωσε, ποὺ συνελήφθηκε καὶ ἐσαρκώθηκε σὲ μήτρα Παρθένου κι ἔμεινε ἀναλλοιώτως Θεός.
Ἔπρεπε δὲ νὰ ἔχη καὶ μάρτυρα τῆς ἄσπορης συλλήψεως τὴν Παρθένο καὶ συνεργὸ σὲ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ τελεσθοῦν κατʼ οἰκονομία. Ποιὰ εἶναι αὐτά; Ἡ ἄνοδος στὴ Βηθλεέμ, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο καὶ ὁ ἐξαγγελλόμενος καὶ δοξαζόμενος τοκετός· ἡ προσέλευσις στὸ ἱερό, ὅπου τὸ βρέφος μαρτυρεῖται Κύριος ζωῆς καὶ θανάτου ἀπὸ τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα· ἡ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο ἐμπρὸς στὸν Ἡρώδη καὶ ἡ ἐπάνοδος ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κατὰ τὶς ἱερὲς προφητεῖες καὶ τὰ ἄλλα ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο τώρα νὰ ἀπαριθμήσω. Γιʼ αὐτὰ παρελήφθηκε ὡς μνηστὴρ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἐστάλθηκε ὁ ἄγγελος σὲ παρθένο μνηστευμένη μὲ ἄνδρα ὀνομαζόμενο Ἰωσήφ. Τὴν δὲ φράσι «ἀπὸ τὸν οἶκο καὶ τὴν πατριὰ τοῦ Δαβὶδ» θὰ τὴν ἐννοήσης καὶ γιὰ τοὺς δύο· διότι τόσο ἡ Παρθένος ὅσο καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀνέφεραν τὴν γενεά τους στὸν Δαβίδ.
Καὶ τὸ ὄνομα, λέγει, τῆς Παρθένου ἦταν Μαριάμ, ποὺ ἑρμηνεύεται Κυρία. Τοῦτο δεικνύει καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς Παρθένου καὶ τὸ βέβαιό της παρθενίας, καὶ τὸ ἀλλοιώτικο καὶ προσεκτικὸ καὶ κατὰ κάποιον τρόπο παναμώμητό του βίου της· διότι, ἐπειδὴ ἦταν κυρίως παρθένος φερωνύμως, εἶχε τὴν πλήρη κατοχὴ τῆς ἁγνείας, ὄντας παρθένος καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, καὶ κατέχοντας τὶς ψυχικὲς δυνάμεις καὶ ὅλες τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος ὑπεράνω κάθε μολυσμοῦ, καὶ μάλιστα τόσο κυρίως καὶ βεβαίως καὶ ἐγκύρως καὶ καθʼ ὅλα ἱερῶς ὅλον τὸν χρόνο, ὅπως ἡ κλεισμένη πύλη διατηρεῖ τοὺς θησαυροὺς καὶ τὸ σφραγισμένο βιβλίο διατηρεῖ τὰ γραπτὰ ἀνέγγικτα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς· διότι περὶ αὐτῆς ἔχει γραφή, τοῦτο εἶναι τὸ σφραγισμένο βιβλίο καὶ αὐτὴ ἡ πύλη θὰ εἶναι κλεισμένη, καὶ κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ περάση ἀπὸ αὐτήν.
Ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλον τρόπο πάλι εἶναι Κυρία ἡ Παναγία κατʼ ἀξία, ὡς δεσπόζουσα τῶν ὅλων, ἐπειδὴ συνέλαβε σὲ παρθενία κι ἐγέννησε θείως τὸν κατὰ φύσι δεσπότη τοῦ παντός. Ἐπίσης βέβαια εἶναι Κυρία ὄχι μόνο ὡς ἐλευθέρα ἀπὸ δουλεία καὶ μέτοχος θείας κυριότητος, ἀλλὰ καὶ ὡς πηγὴ καὶ ρίζα τῆς ἐλευθερίας τοῦ γένους, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν ἀπόρρητη καὶ χαρμόσυνη γέννα. Διότι αὐτὴ ποὺ συζεύχθηκε μὲ ἄνδρα εἶναι μᾶλλον κυριευμένη παρὰ κυρία, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν περίλυπη καὶ ὀδυνηρὴ γέννα, κατὰ τὴν ἀρά ἐκείνη πρὸς τὴν Εὔα, «θὰ γεννήσης τέκνα μὲ λύπη, θὰ ἐξαρτᾶσαι ἀπὸ τὸν ἄνδρα σου καὶ αὐτὸς θὰ σὲ αὐθεντεύη»· γιὰ νὰ ἐλευθερώση ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀρά τὸ ἀνθρώπινο γένος ἡ παρθενομήτωρ, λαμβάνει τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐλογία διὰ τοῦ ἀγγέλου· διότι ὁ ἄγγελος, λέγει, ἀφοῦ εἰσῆλθε εἶπε πρὸς τὴν Παρθένο, «Χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, εἶσαι εὐλογημένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες»· Ὁ ἀρχάγγελος δὲν τῆς προαγγέλλει τὸ μέλλον λέγοντας, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, ἀλλὰ ἐξαγγέλλει ὅ,τι ἔβλεπε τότε ἀοράτως νὰ τελῆται. Καὶ ἀντιλαμβανόμενος ὅτι αὐτὴ εἶναι τόπος θείων καὶ ἀνθρωπίνων χαρισμάτων καὶ στολισμένη μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ θείου Πνεύματος, κυριολεκτικῶς τὴν ἀναγόρευσε κεχαριτωμένη, βλέποντας δὲ ὅτι ἤδη ἔλαβε ἔνοικο αὐτὸν στὸν ὁποῖο εὑρίσκονται οἱ θησαυροὶ ὅλων τούτων καὶ προορώντας τὴν ἀνώδυνη κυοφορία καὶ τὴν γέννα ποὺ θὰ ἐγινόταν χωρὶς ὠδίνες, τῆς ἀπηύθυνε τὸ «χαίρειν» κι ἐβεβαίωσε ὅτι εἶναι ἡ μόνη εὐλογημένη καὶ εὐλόγως δοξασμένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες· διότι κατὰ τὴν ὑπερβολὴ τῆς δόξας τῆς θεομήτορος Παρθένου δὲν ὑπάρχει ἄλλη δοξασμένη, κι ἂν ἐδοξάσθηκε.
Ἀλλὰ ἡ Παρθένος, καθὼς εἶδε κι ἐφοβήθηκε μήπως εἶναι κάποιος ἀπατηλὸς ἄγγελος, ποὺ παραπλανᾶ τὶς ἀπερίσκεπτες κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς Εὔας, δὲν δέχθηκε ἀνεξετάστως τὸν χαιρετισμό· καὶ μὴ γνωρίζοντας ἀκόμη καθαρῶς τὸν σύνδεσμο πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ εὐαγγελιζόταν αὐτός, ταράχθηκε, λέγει, μὲ τὸν λόγο του, ἐπιμένοντας σταθερὰ στὴν παρθενία, «καὶ διαλογιζόταν τί εἴδους ἀσπασμὸς εἶναι αὐτός»· Γιʼ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος διαλύει ἀμέσως τὸν θεοφιλῆ φόβο τῆς χαριτωμένης Παρθένου, λέγοντάς της· «μὴ φοβῆσαι, Μαρία· διότι ἐπέτυχες τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ». Ποιὰ χάρι; Αὐτὴ ποὺ εἶναι δυνατὴ μόνο σʼ αὐτὸν ποὺ δύναται τὰ ἀδύνατα καὶ φυλάχθηκε πρὸ τῶν αἰώνων σὲ σένα μόνη. «Ἰδοὺ θὰ συλλάβης τέκνο». Ἀκούοντας δὲ σύλληψι, λέγει, μὴ σκεφθῆς καμμιὰ ἀφαίρεσι τῆς παρθενίας, μὴ στενοχωρῆσαι καὶ μὴ ταράσσεσαι γιʼ αὐτό· διότι τοῦτο τὸ «ἰδοὺ θὰ συλλάβης», λεγόμενο τότε πρὸς αὐτὴν ποὺ ἦταν παρθένος, ὑπεδείκνυε πλέον τὴ σύλληψι ὡς συνοδοιπόρο μὲ τὴν παρθενία.
«Ἰδοὺ λοιπὸν θὰ συλλάβης καὶ θὰ γεννήσης υἱόν»· δηλαδὴ παραμένοντας ὅπως εἶσαι σήμερα καὶ διατηρώντας ἀνέπαφη τὴν παρθενία σου, θὰ συλλάβης ἔμβρυο καὶ θὰ γεννήσης τὸν υἱὸν τοῦ Ὑψίστου. Τοῦτο προβλέποντας καὶ ὁ Ἠσαΐας πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἔλεγε, «ἰδοὺ ἡ Παρθένος θὰ κυοφορήση καὶ θὰ γεννήση υἱόν», καὶ «προσῆλθα πρὸς τὴν προφήτιδα. Πῶς λοιπὸν ὁ προφήτης προσῆλθε πρὸς τὴν προφήτιδα; Ὅπως τώρα ὁ ἀρχάγγελος πρὸς αὐτὴν διότι αὐτὸ ποὺ εἶδε τώρα αὐτός, τοῦτο προεῖδε καὶ προεῖπε ἐκεῖνος. Ὅτι δὲ ἡ Παρθένος ἦταν προφήτις, ποὺ εἶχε προφητικὴ χάρι, θὰ τὸ δείξη στὸν θέλοντα ἡ ὠδή της ποὺ περιέχεται στὸ εὐαγγέλιο.
Προσῆλθε λοιπόν, λέγει, ὁ Ἠσαΐας πρὸς τὴν προφήτιδα, ἀσφαλῶς μὲ τὸ προβλεπτικὸ πνεῦμα καὶ συνέλαβε τέκνο, πρὶν ἔλθη ὁ πόνος τῶν ὠδίνων, ἐξέφυγε καὶ ἐγέννησε ἀρσενικὸ τέκνο· ὁ δὲ ἀρχάγγελος λέγει τώρα πρὸς αὐτήν, «θὰ γεννήσης υἱὸν καὶ θὰ τὸν ὀνομάσης Ἰησοῦν, ποὺ ἑρμηνεύεται Σωτήρ· θὰ εἶναι δὲ μέγας». Εἶπε λοιπὸν πάλι ὁ Ἠσαΐας, «θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ὁμοίως μὲ αὐτὸν τώρα λέγει καὶ ὁ ἀρχάγγελος, «αὐτὸς θὰ εἶναι μέγας καὶ θὰ ὀνομασθῆ υἱὸς Ὑψίστου» (πῶς δὲ δὲν εἶπε, εἶναι μέγας καὶ υἱὸς Ὑψίστου, ἀλλὰ θὰ εἶναι καὶ θὰ ὀνομασθῆ; Τοῦτο συμβαίνει διότι ὡμιλοῦσε περὶ τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος τοῦ Χριστοῦ), ἐνῶ συγχρόνως δηλώνει ὅτι καὶ θὰ γνωσθῆ σὲ ὅλους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς θὰ κηρυχθῆ ὅτι εἶναι τέτοιας λογῆς, ὥστε ὕστερα νὰ μπορῆ καὶ ὁ Παῦλος νὰ λέγη, «ὁ Θεὸς φανερώθηκε σὲ σάρκα, κηρύχθηκε στὰ ἔθνη, πιστεύθηκε στὸν κόσμο». Ἀλλὰ λέγει ἐπίσης, «θὰ τοῦ δώση ὁ Κύριος τὸν θρόνο τοῦ πατρὸς του Δαβίδ, καὶ θὰ βασιλεύση στὸ γένος τοῦ Ἰακὼβ ἐπὶ αἰῶνες καὶ τῆς βασιλείας του δὲν θὰ ὑπάρξη τέλος»· αὐτὸς δέ, τοῦ ὁποίου ἡ βασιλεία ὡς αἰωνία δὲν ἔχει τέλος, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἀλλʼ αὐτὸς ἔχει καὶ πατέρα τὸν Δαβίδ, ἑπομένως εἶναι ὁ ἴδιος καὶ ἄνθρωπος, ὥστε αὐτὸς ποὺ θὰ γεννηθῆ νὰ εἶναι συγχρόνως Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, υἱὸς ἀνθρώπου καὶ υἱὸς Θεοῦ, ποὺ ὡς ἄνθρωπος λαμβάνει τὴν ἀδιάδοχη βασιλεία ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, ὅπως εἶδε καὶ προεξήγγειλε ὁ Δανιήλ· «παρατηροῦσα», λέγει, «ἕως ὅτου τοποθετήθηκαν θρόνοι κι κάθησε ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν καὶ ἰδοὺ κάποιος ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόταν ἐπάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔφθασε μέχρι τῶν Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν, κι ἐδόθηκε σʼ αὐτὸν ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐξουσία· καὶ ἡ βασιλεία του εἶναι βασιλεία αἰώνιος καὶ δὲν θὰ δοθῆ σὲ ἄλλον βασιλέα».
Θὰ καθήση δὲ στὸν θρόνο τοῦ Δαβὶδ καὶ θὰ βασιλεύση στὸ γένος τοῦ Ἰακώβ· ἐπειδὴ βέβαια ὁ μὲν Ἰακὼβ εἶναι πατριάρχης ὅλων τῶν θεοσεβῶν, ὁ δὲ Δαβὶδ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ ὅλους ποὺ ἐβασίλευσε θεοσεβῶς μαζὶ καὶ θεαρέστως σὲ τόπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος συνήνωσε σὲ μία ἀρχὴ οὐράνια καὶ αἰώνια τὴν πατριαρχία καὶ τὴν βασιλεία. Ἡ δὲ χαριτωμένη Παρθένος, μόλις ἄκουσε ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο τὰ τόσο ἐξαίσια καὶ θεία λόγια, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, καὶ ἰδοὺ θὰ συλλάβης καὶ θὰ γεννήσης υἱό, λέγει, «πῶς θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο; Διότι δὲν ἔχω σχέσεις μὲ ἄνδρα». Διότι ἂν καὶ μοῦ μεταφέρεις πολὺ πνευματικὸ καὶ ἀνώτερο σαρκικῶν παθῶν μήνυμα, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος μου ἀναφέρεις σύλληψι στὴν γαστέρα καὶ κυοφορία καὶ τοκετό, προσθέτεις δὲ γιὰ τὴ σύλληψι καὶ τὸ ἰδού· πῶς λοιπὸν θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο; Διότι, λέγει, δὲν ἔχω σχέσεις μὲ ἄνδρα.
Λέγει δὲ τοῦτο ἡ Παρθένος, ὄχι ἀπὸ ἀπιστία, ἀλλʼ ἐπειδὴ ζητοῦσε νὰ μάθη κατὰ τὸ δυνατὸ πῶς ἔχει τὸ πράγμα· γιʼ αὐτὸ καὶ ὁ ἀρχάγγελος λέγει πρὸς αὐτή, «Πνεῦμα ἅγιο θὰ ἔλθη σʼ ἐσένα καὶ δύναμις τοῦ Ὑψίστου θὰ σʼ ἐπισκιάση· γιʼ αὐτὸ καὶ τὸ ἅγιο ποὺ θὰ γεννηθῆ θὰ ὀνομασθῆ Υἱὸς Θεοῦ». Ἁγία βέβαια εἶσαι ἐσύ, λέγει, καὶ χαριτωμένη, Παρθένε· Πνεῦμα δὲ πάλι ἅγιο θὰ ἔλθη σʼ ἐσένα, ποὺ θὰ ἑτοιμάση καὶ καταρτίση τὴν θεουργία μέσα σου μὲ ὑψηλότερα προσθήκη ἁγιασμοῦ· καὶ θὰ σὲ ἐπισκιάση δύναμις Ὑψίστου, ἡ ὁποία συγχρόνως θὰ σὲ ἐνδυμαμώνη καὶ διὰ τῆς ἐπισκιάσεως σʼ ἐσένα καὶ τῆς συνάφειας μὲ τὸν ἑαυτό της θὰ μορφώνη τὴν ἀνθρωπότητα, ὥστε τὸ γεννώμενο νὰ εἶναι ἅγιο, Υἱὸς Θεοῦ καὶ δύναμις Ὑψίστου μορφωμένη κατὰ ἄνθρωπο. Διότι ἐξ ἄλλου ἰδοὺ καὶ ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου, ποὺ πέρασε ὅλον τὸν βίο τῆς στείρα, τώρα μὲ τὴν βούλησι τοῦ Θεοῦ σὲ γηρατειὰ παραδόξως κυοφορεῖ, διότι κανένα πράγμα δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό.
Τί πράττει λοιπὸν πρὸς αὐτὰ ἡ χαριτωμένη Παρθένος, ἡ θεία κατὰ τὴν σύνεσι καὶ ἀπαράμιλλη; Πάλι τρέχει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν μὲ εὐχὴ λέγοντας πρὸς τὸν ἀρχάγγελο· ἄν, ὅπως λέγεις, ἔλθη σʼ ἐμένα ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ μὲ καθαρίση περισσότερο καὶ νὰ μὲ δυναμώση νὰ δεχθῶ τὸ σωτήριο ἔμβρυο, ἂν μʼ ἐπισκιάση δύναμις τοῦ Ὑψίστου ποὺ θὰ μορφώση μέσα μου κατὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν ποὺ φέρει τὴν μορφὴ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ δημιουργήση ἄσπορη λοχεία, ἂν τὸ γεννώμενο θὰ εἶναι ἅγιο καὶ Υἱὸς Θεοῦ καὶ Θεὸς καὶ βασιλεὺς αἰώνιος, βέβαια τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό, «ἰδοὺ ἐγὼ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου, ἂς γίνη σύμφωνα μὲ τὸ λόγο σου». Κι ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ ἄγγελος, ἀφοῦ ἄφησε στὴν γαστέρα της τὸν ποιητὴ τοῦ σύμπαντος συνημμένο μὲ σῶμα καὶ ἀφοῦ μὲ τὴν συνάφεια αὐτή, ποὺ ἐξυπηρέτησε, προξένησε τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἔτσι καὶ ὁ Ἠσαΐας προεικόνισε ἐναργῶς μὲ ὅσα ἀξιώθηκε ἤδη μακαρίως νὰ πάθη. Διότι αὐτὸς δὲν εἶδε τὸ Σεραφεὶμ νὰ παίρνη ἀμέσως τὸν ἄνθρακα ἀπὸ τὸ νοητὸ θυσιαστήριο τοῦ οὐρανοῦ· τοῦτον τὸν ἐπῆρε τό Σεραφεὶμ μὲ τὴν λαβίδα, μὲ τὴν ὁποία ἔγγισε καὶ τὰ χείλη του, δίδοντας τὴν κάθαρσι. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τῆς λαβίδας ἦταν τὸ ἴδιο μʼ ἐκεῖνο τὸ μεγάλο θέαμα ποὺ εἶδε ὁ Μωυσῆς, μία βάτο ποὺ ἦταν ἀναμμένη μὲ πῦρ καὶ δὲν κατακαιόταν.
Ποιὸς δὲν γνωρίζει ὅτι ἐκείνη ἡ βάτος καὶ αὐτὴ ἡ λαβίδα ἤσαν σὰν ἡ παρθενομήτωρ, ποὺ συνέλαβε μέσα της τὸ θεῖο πῦρ ἀπυρπολήτως, ἀφοῦ καί. ἐδῶ ἀρχάγγελος ἐμεσίτευε στὴν σύλληψι καὶ συνήνωνε δι’ αὐτῆς τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ μὲ τὴν ἀπόρρητη συνάφεια μᾶς ἐξάγνισε; Ἑπομένως αὐτὴ ἡ παρθενομήτωρ εἶναι ἡ μόνη μεθόριο κτιστῆς καὶ ἄκτιστης φύσεως· ὅσοι βέβαια γνωρίζουν τὸν Θεὸ θὰ ἀναγνωρίσουν καὶ αὐτὴν ὡς χώρα τοῦ ἀχωρήτου καὶ αὐτὴν θὰ ὑμνήσουν μετὰ τὸν Θεὸ ὅσοι ὑμνοῦν τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι καὶ αἰτία τῶν πρὶν ἀπὸ αὐτὴ καὶ προστάτις τῶν μετὰ ἀπὸ αὐτὴ καὶ πρόξενος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Αὐτὴ εἶναι ὑπόθεσις τῶν προφητῶν, ἀρχὴ τῶν Ἀποστόλων, ἑδραίωμα τῶν μαρτύρων, κρηπίδα τῶν διδασκάλων. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα τῶν ἐπὶ γῆς, ἡ τερπνότης τῶν οὐρανίων, τὸ ἐγκαλλώπισμα ὅλης τῆς κτίσεως. Αὐτὴ εἶναι ἡ καταρχή, ἡ πηγὴ καὶ ἡ ρίζα τῆς ἀποθησαυρισμένης γιὰ μᾶς ἐλπίδος στοὺς οὐρανούς.
Αὐτὴν τὴν ἐλπίδα εἴθε νʼ ἀποκτήσουμε ὅλοι ἐμεῖς μὲ τὶς δικές της προσβεῖες γιά μᾶς, σὲ δόξα τοῦ πρὸ αἰώνων γεννηθέντος ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ σαρκωθέντος κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες ἀπὸ αὐτὴν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Σʼ αὐτὸν πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
(Πηγή: «Στὸν εὐαγγελισμὸ τῆς πανυπέραγνης Δέσποινάς μας Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας», Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα )
Περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου,
Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως
Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁμολογεῖ ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἦν πρό τόκου παρθένος, καί ἐν τόκῳ παρθένος, καί μετά τόκον πάλιν παρθένος διέμεινε, φυλάξασα ἀλώβητον τήν ἑαυτῆς παρθενίαν. (Ὁμολογία Ὀρθοδόξου πίστεως ἐν ἐρωταποκρίσει λ´).
Ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὁ προφητεύσας τήν ἐκ παρθένου γέννησιν τοῦ Σωτῆρος, παρθένον τήν μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ ὠνόμασεν· «Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσει τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ». (Ἡσ. ζ´. 14). Τοῦτο δέ δηλοῖ οὐ μόνον τήν πρό τόκου παρθένον, ἀλλά καί τήν ἐν τόκῳ καί τήν μετά τόκον παρθένον, διότι ἡ παρθένος ἔμελλε νά ἀναδειχθῇ μήτηρ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅν θά ἐκυοφόρει, θά ἐγαλακτοτρόφει καί θά ἀνέτρεφε κατά τήν βρεφικήν καί παιδικήν αὐτοῦ ἡλικίαν.
Ἡ παρθένος ἀνεδείχθη μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ οὐχί μόνον διά τόν χρόνον τῆς κυήσεως, ἀλλά διά τό διηνεκές. Κατά τόν προφήτην ὁ Θεός παρθένον, ἤτοι ἐλευθέραν παντός συζυγικοῦ δεσμοῦ ἐξελέξατο, καί πρός οὐδένα ὑποχρεωμένην. Τοῦτο δηλοῖ καί ἡ λέξις ἁελμάχ, ὡς μαρτυρεῖται καί ἐκ τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσ. κεφ. κδ´, 43, ἔνθα ἡ παρθένος Ρεβέκκα καλεῖται ἁελμάχ, καί ἐκ τοῦ βιβλίου τῶν ψαλμῶν (ἐν ψαλμῷ ξζ´. ἑβδμ. ἤ ξη´. Ἑβραϊκ.), ἔνθ᾿ αἱ τυμπανίστριαι νεάνιδες καλοῦνται ἁελμόθ, ἤτοι αἱ παρθένοι. Ἐπίσης καί εἰς τό Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων κεφ. Α´. στίχ. 3 φέρεται κατά τούς ἑβδομήκοντα «διά τοῦτο νεάνιδες ἠγάπησάν σε»· τό δέ ἑβραϊκόν ἔχει ἁελμόθ, ἤτοι παρθένοι ἠγάπησάν σε. Βεβαίως ἐνταῦθα οὐ περί ἐγγάμων ἤ μεμνηστευμένων πρόκειται· ὅτι δέ περί παρθένων πρόκειται, τοῦτο εἶναι εὔδηλον καί οὐδείς δύναται νά τό ἀρνηθῇ.
Ὥστε ὁ προφήτης προλέγων τήν ἐκ παρθένου γέννησιν τοῦ Ἐμμανουήλ, θεωρεῖ τήν παρθενίαν ἀπηλλαγμένην πάσης πρός τινας ὑποχρεώσεως. Ἐκ τῆς προφητείας δηλοῦται ὅτι ἡ παρθένος αὕτη ἦν προορισμένη πρό αἰώνων καί ἐκλελεγμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν, ὅπως γίνῃ μήτηρ τοῦ Θεοῦ. Ὥστε ἡ παρθένος ἡ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ ὡς ἐκλελεγμένη ὑπό τοῦ Θεοῦ, μόνῳ τῷ Θεῷ ἀνῆκε καί οὐδενί ἑτέρῳ· ἐάν δέ ὁ Θεός πρός ἐξυπηρέτησιν τῆς θείας βουλῆς ἔδωκεν αὐτῇ τόν Ἰωσήφ ὡς μνηστῆρα, ὁ δεσμός οὗτος ἦν ὅλως πνευματικοῦ χαρακτῆρος καί οὐδέν παρεῖχε δικαίωμα συζυγίας τῷ Ἰωσήφ. Τοῦτο ἐδηλώθη σαφῶς ὑπό τοῦ Ἀρχαγγέλου τῷ Ἰωσήφ, ὅστις ἐπιγνούς τῆς θείας οἰκονομίας τό μυστήριον, ἐδείχθη πρόθυμος ὑπηρέτης τῆς θείας βουλῆς. Οὐκ ἄρα ὁ Θεός τήν μνηστήν τοῦ Ἰωσήφ ἐξελέξατο ὡς μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ, ἀλλά τήν προεκλελεγμένην ἤδη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν ἐνεπιστεύθη τῷ Ἰωσήφ πρός ἀμοιβήν τῆς αὐτοῦ ἀρετῆς· διότι πάντως ὁ Ἰωσήφ ἦτον ἐκλελεγμένος μεταξύ ἁπάντων τῶν Ἰουδαίων.
Κατά ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος προωρίσθη νά ἀναδειχθῇ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ. Ὡς τοιαύτη δέ ἔδει νά ᾖ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ εἰς τό διηνεκές· διότι ἀφοῦ πρός τοῦτο προωρίσθη, χρεών ἦν νά ἀφοσιωθῇ ὅλῃ ψυχῇ καί καρδίᾳ τῷ ὑψηλῷ αὑτῆς προορισμῷ, καί οὗτος μόνος νά ᾖ ἡ ἀδιάλειπτος αὐτῆς μέριμνα καί φροντίς, τό μόνον μέλημα, καί ἡ ἄπαυτος μελέτη· διότι ἀληθῶς πᾶσα ἑτέρα φροντίς ἤ μέριμνα, ἤ πᾶν ἕτερον μέλημα καί ἑτέρα μελέτη καί ἀπασχόλησις, ὡς ἀποσπῶσα αὐτήν τοῦ ὑψηλοῦ αὐτῆς προορισμοῦ καί τῆς ἁγίας αὐτῆς ἀποστολῆς θά ἐδείκνυον αὐτήν ἐστερημένην τῆς πρωτίστης ἀρετῆς τῆς συναισθήσεως τοῦ ὑψίστου αὐτῆς καθήκοντος καί τῆς μετ᾿ αὐταπαρνήσεως τελείας πληρώσεως αὐτοῦ.
Ἡ ἁγία παρθένος ὡς μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ δέν ἠδύνατο νά ἀναλάβῃ τήν ὑποχρέωσιν νά γίνῃ μήτηρ ἄλλων τέκνων. Πρῶτον διότι ἡ μητρική στοργή πρός τό θεῖον τέκνον, ἡ εὐλάβεια πρός αὐτό, ἡ ἀφοσίωσις καί ἡ λατρεία πρός αὐτό, τό θεῖον πῦρ τό διαφλέξαν τήν καρδίαν αὐτῆς καί ἐκπυρακτῶσαν αὐτήν, τό πληρῶσαν αὐτήν τοῦ τελείου ἀγαθοῦ, τό μηδεμίαν θέσιν καταλιπόν ταῖς γηΐναις ἀπολαύσεσι καί ἐπιθυμίαις, οὐδόλως ἐπέτρεπον αὐτῇ νά ἀναλάβῃ ἑτέραν ὑποχρέωσιν πρός ἕτερα τέκνα.
Δεύτερον διότι ἡ πτερωθεῖσα αὐτῆς διάνοια, ἡ τό θεῖον διερευνῶσα βρέφος καί πρός αὐτό μόνον τήν ἀνύψωσιν ἔχουσα, καί περί αὐτοῦ μόνον ἀσχολουμένη, καθίστα ἀδύνατον τήν περί ἄλλας σκέψεις καί φροντίδας τροπήν.
Τρίτον διότι τό θεῖόν ἐστι ζηλότυπον, ζητεῖ δέ ἀπόλυτον ἀγάπην· ἀγάπην ἐξ ὅλης ψυχῆς, ἐξ ὅλης ἰσχύος, ἐξ ὅλης καρδίας, καί ἐξ ὅλης διανοίας· ἐάν δέ ὁ Ἰησοῦς ἀπῄτησε τοιαύτην ἀγάπην παρά τῶν ἑαυτοῦ ὀπαδῶν, πολλῷ μᾶλλον τοῦτο ἀπῄτει παρά τῆς μητρός αὐτοῦ. Ἐπειδή δέ πᾶν τό ὑπό τοῦ Σωτῆρος ἀπαιτούμενον εἶναι δώρημα παρ᾿ αὐτοῦ διδόμενον, παρά δέ τῶν λαμβανόντων διαθέσεως μόνον δεόμενον, ἕπεται ὅτι ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου, ἡ τοιαύτης ἀξιωθεῖσα χάριτος καί δωρεᾶς, ἠγάπησε τόν Υἱόν αὑτῆς ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, καί ἐκολλήθη ἡ ψυχή αὐτῆς ὀπίσω τοῦ υἱοῦ αὐτῆς, καί οὐδεμία δύναμις ἠδύνατο νά ἀποσπάσῃ αὐτήν ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ θείου αὐτῆς τέκνου.
Τέταρτον διότι ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοίτησις καί ἡ μοναδική γέννησις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ οὐ μόνον ἀνέδειξαν τήν Παρθένον Μαρίαν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἀλλά καί ναόν Ἅγιον καί κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἀπέδειξαν. Τά δέ ἅπαξ τῷ Θεῷ ἀφιερωθέντα καί ὑπό τοῦ Θεοῦ ἁγιασθέντα οὐ γίνονται κοινά, ἀλλ᾿ εἰς τό παντελές διαμένουσι ἱερά καί ἅγια τῷ Θεῷ καί μόνῳ αὐτῷ ἀνήκουσι. Δέν ἠδύνατο ἄρα ἡ Θεοτόκος νά τέκῃ ἄλλα τέκνα. Ἐάν δέ παρθένοι τῷ Θεῷ ἀφιερωθεῖσαι καί ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ τρωθεῖσαι βασιλείων γάμων καταφρονῶσι, τί περί τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἐροῦμεν;
Τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου προεκήρυξαν ἤδη πρό αἰώνων καί οἱ προφῆται. Καί ἐν πρώτοις, μετά τούς λόγους τοῦ Ἡσαΐου, οἱ λόγοι τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ περί τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας τῆς βλεπούσης κατά ἀνατολάς, ἥν ὁ Θεός ἐπέδειξεν αὐτῷ ἐν ὁράσει τινί ἔσται κεκλεισμένη, τήν Παρθένον ἐδήλουν. Ἰδού δέ οἱ λόγοι οὗτοι τοῦ προφήτου· «Καί ἐπέστρεψέ με κατά τήν ὁδόν τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας, τῆς βλεπούσης κατά ἀνατολάς· καί αὕτη ἦν κεκλεισμένη. Καί εἶπε Κύριος πρός με· ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται καί οὐδείς μή διέλθῃ δι᾿ αὐτῆς· ὅτι Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἰσελεύσεται δι᾿ αὑτῆς καί ἔσται κεκλεισμένη. Δότι ὁ ἡγούμενος οὗτος καθήσεται ἐν αὐτῇ τοῦ φαγεῖν ἄρτον ἐναντίον Κυρίου» (Ἰεζεκιήλ μδ´ 1-3).
Διά τῶν λόγων τούτων τῆς ὁράσεως ὁ προφήτης προαναγγέλει μυστικῶς τήν μέλλουσαν ἐκ παρθένου σάρκωσιν καί γέννησιν τοῦ Ἐμμανουήλ καί τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου.
Πάντες οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπό τῶν πρώτων αἰώνων καί ἐξ ἀποστολικῆς παραδόσεως οὕτως ἡρμήνευσαν τήν ὅρασιν ταύτην τοῦ Προφήτου. Ἀλλά πλήν τούτου, ἐάν ἡ προφητεία αὕτη, ἡ δι᾿ ὁράσεως γενομένη, δέν ἔλαβε τήν ἔκβασιν ἐν τῇ γεννήσει τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἡγουμένου τοῦ Ἰσραήλ, ἐκ τῆς παρθένου Μαρίας, τότε οὐδέποτε πλέον ἔκβασιν λήψεται διά τήν ἔλευσιν τοῦ Σωτῆρος. Διότι διά τῆς ὁράσεως ἀπεκαλύφθη τῷ προφήτῃ ἡ εἴσοδος τοῦ Βασιλέως τοῦ Μεγάλου εἰς τόν κόσμον τοῦτον ὡς υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἥτις ἐγένετο διά τῆς παρθένου Μαρίας· ἀπεκαλύφθη ὅτι μόνος ὁ ἡγούμενος τοῦ Ἰσραήλ ὁ μέλλων φαγεῖν ἄρτον ἐν αὐτῇ τῇ πύλῃ, τῇ παρθένῳ, ἤτοι ἐνσαρκωθῆναι ἐν αὐτῇ, διελεύσεται δι᾿ αὐτῆς καί ἔσται κεκλεισμένη. Ὥστε ἡ ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου ἦν προωρισμένη ὑπό τῆς θείας βουλῆς ὡς καί αὕτη ἡ παρθένος ἦν προωρισμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν ὑπό τῆς θείας βουλῆς, ὅπως γίνῃ καί μείνῃ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ.
Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἑρμηνεύων τήν ὅρασιν ταύτην τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ λέγει: «Τίς ἐστιν αὕτη ἡ πύλη, εἰμή ἡ Μαρία κεκλεισμένη διά τοῦτο, διότι παρθένος; Πύλη λοιπόν ἡ Μαρία, δι᾿ ἧς ὁ Χριστός εἰσῆλθεν εἰς τοῦτον τόν κόσμον, ὅτε ἐκ παρθενικοῦ τόκου προῆλθε, τά τῆς παρθενίας κλεῖθρα μή λύσας». (Ambros. De instit. Virgin).
Τήν Ἁγίαν Παρθένον θείᾳ εὐδοκίᾳ κυοφοροῦσαν, τίκτουσαν καί μετά τόκον ὡς πρό τόκου διαμένουσαν, προδιετύπωσαν ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ ἐξαίσια προσέτι γεγονότα. Ἡ βάτος ἡ φλεγόμενη καί μή κατακαιομένη, ἡ ἄφλεκτος διαμείνασα μετά τήν τοῦ θείου πυρός ἐπιφοίτησιν, τήν Παρθένον προδιετύπωσεν. Ἡ θάλασσα ἡ μετά τήν πάροδον τοῦ Ἰσραήλ μείνασα ἄβατος, τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου προεσήμηνεν.
Ἡ πέτρα ἡ ἐκβλύσασα τό ὕδωρ τό ζῶν τήν Παρθένον προεικόνισεν. Ἡ πύρινος στήλη ἡ τόν Ἰσραήλ φωταγωγήσασα καί ἡ ὁλόφωτος νεφέλη ἐν αἷς ἐγένετο Κύριος ὁ Θεός, τήν Παρθένον προενέφηναν. Ἡ σκηνή τοῦ Μαρτυρίου τήν Παρθένον προεδήλωσεν. Ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης τήν Παρθένον ὑπέδειξεν. Ἡ ῥάβδος τοῦ Ἀαρών ἡ βλαστήσασα τήν Παρθένον προεμήνυσεν. Ἡ στάμνος ἡ τό οὐράνιον μάννα χωρήσασα τήν Παρθένον διετύπωσεν.
Ἡ κλῖμαξ τοῦ Ἰακώβ, δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός, τήν Παρθένον προεσήμηνεν. Ὁ πόκος ὁ ἔνδροσος τήν Παρθένον προϋπέγραψεν. Αὐτός ὁ Ναός τῆς Ἱερουσαλήμ τόν Ναόν τόν ἔμψυχον τοῦ Παμβασιλέως ὑπετύπωσεν. Ἡ λαβίς ἡ μυστική, ἥν εἶδεν ὁ Ἡσαΐας, ἡ λαβοῦσα τόν ἄνθρακα ἐκ τοῦ θυσιαστηρίου, τήν Παρθένον ὑπέδειξε, τήν συλλαβοῦσαν ἐν γαστρί τον θεῖον ἄνθρακα Χριστόν. Τό ὄρος τό ἀλατόμητον ἐξ οὗ ἐτμήθη ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος Χριστός τήν Παρθένον προδιετύπωσεν.
Πῶς ἤδη ἡ Παρθένος ἡ προωρισμένη γενέσθαι μήτηρ Θεοῦ, ἡ ἐκλελεγμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν, ἡ προδιατυπωθεῖσα διά τοιούτων μυστικῶν συμβολικῶν παραστάσεων, ἡ ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ, ἠδύνατο νά ἀποβῇ σύζυγος τοῦ Ἰωσήφ; Οὐδέποτε! Οὐδέποτε! Ἡ Παρθένος ἦν πρό τόκου Παρθένος, καί ἐν τόκῳ Παρθένος, καί μετά τόκον πάλιν Παρθένος διέμεινε. Τά ἅγια οὐδέποτε γίνονται κοινά· τά ἀφιερωθέντα τῷ Θεῷ μόνῳ τῷ Θεῷ ἀνήκουσι· διό καί ἱερόσυλοι οἱ συλῶντες τά ἱερά καί ἀσεβεῖς θεωροῦνται καί ἄξιοι κατακρίσεως, ὅτι τά τῷ Θεῷ ἀφιερωθέντα ἐσύλησαν.
Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναγίας Μητρός τοῦ Κυρίου ἱστορεῖ τά ἑξῆς· «Τῷ ἕκτω μηνί ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριήλ ὑπό τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ, πρός παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου Δαβΐδ καί τό ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ. Καί εἰσελθών ὁ ἄγγελος πρός αὐτήν εἶπε· Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ· εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξίν. Ἡ δέ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπί τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καί διελογίζετο, ποταμός εἴη ὁ ἀσπασμός οὗτος. Καί εἶπεν ὁ ἄγγελος αὐτῇ· Μή φοβοῦ, Μαριάμ εὗρες γάρ χάριν παρά τῷ Θεῷ. Καί ἰδού συλλήψῃ ἐν γαστρί, καί τέξῃ υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Οὗτος ἔσται μέγας καί υἱός ὑψίστου κληθήσεται. Καί δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός τόν θρόνον Δαυΐδ τοῦ Πατρός αὐτοῦ· καί βασιλεύσει ἐπί τόν οἶκον Ἰακώβ εἰς τούς αἰῶνας, καί τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος. Εἶπε δέ Μαριάμ πρός τόν ἄγγελον· Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω; Καί ἀποκριθείς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ, καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διό καί τό γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται Υἱός Θεοῦ…Εἶπε δέ Μαριάμ· «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ῥῆμά σου. Καί ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῆς ὁ ἄγγελος».
Ἐκ τῆς διηγήσεως ταύτης τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ δηλοῦται α´) ὅτι ἡ μεμνηστευμένη τῷ Ἰωσήφ Μαριάμ, οὖσα ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Ἰωσήφ διετέλει παρθένος. β´) ὅτι θαυμάζει περί τοῦ τρόπου τῆς πληρώσεως τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου ὡς μή γνοῦσα ἄνδρα καί ὡς μή γνωσομένη τοιοῦτον· διότι ἐάν προὔκειτο νά ἔλθῃ εἰς γάμου κοινωνίαν τῷ Ἰωσήφ, ἦν λίαν φυσικόν, μεμνηστευμένη οὖσα, νά ὑποθέσῃ ὅτι ὁ ἄγγελος διαλέγεται αὐτῇ περί τοῦ συλληφθησομένου ἐκ τοῦ γάμου· ἀλλ᾿ οὐχ ὑπέθεσε, διότι ἀφιερωμένη ἦν τῷ Θεῷ· γ´) ἡ τοῦ Ἀγγέλου ἀναγγελία, ὅτι εὗρε χάριν παρά τῷ Θεῷ, δηλοῖ ὅτι αὕτη ἐξελέγη, ἵνα γίνῃ καί διατελῇ μήτηρ τοῦ Θεοῦ· διό καί ἔστιν εὐλογημένη ἐν γυναιξί.
Πῶς εἶναι ἤδη δυνατόν νά ὑποθέσῃ τις ὅτι ἡ ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ Παρθένος, ἡ εὑροῦσα χάριν παρά τῷ Θεῷ, ὅπως γίνῃ Μήτηρ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλογημένη ἐν γυναιξίν, ἡ γενομένη ἔμψυχος ναός τοῦ Σωτῆρος, αὕτη ἐγκαταλείπει τό θεῖον κλέος και αὐτόν τόν θεῖον Υἱόν ἵνα γίνῃ μήτηρ υἱῶν ἀνθρώπου καί μερίζει τήν ἀγάπην καί τήν φροντίδα τήν ὀφειλομένην πρός τό θεῖον τέκνον καί πρός ἄλλα τέκνα; Οἱ τοιαῦτα ὑποτιθέντες ἀγνοοῦσι τί ἐστιν ἀγάπη τρωθείσης καρδίας ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ θείου, καί μάλιστα κόρης Θεομήτορος.
Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἱστορῶν τήν γέννησιν τοῦ Σωτῆρος λέγει ὅτι ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐφανερώθη τῷ Ἰωσήφ καί ἐγνώρισεν αὐτῷ τήν σύλληψιν τῆς παρθένου Μαρίας ἐκ Πνεύματος Ἁγίου· καί ὅτι τοῦτο ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τό ῥηθέν ὑπό τοῦ Κυρίου διά τοῦ προφήτου λέγοντος· «Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός». Ἐνταῦθα παρατηροῦμεν ὅτι ὁ Ἄγγελος, ἐν ᾧ, καλεῖ τήν Μαριάμ γυναῖκα τοῦ Ἰωσήφ, ἐν τούτοις βεβαιοῖ αὐτήν παρθένον.
Ἀλλά, καί τοι οὕτω σαφῶς εἰσιν εἰρημένα τά περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου, τινές παρεξηγοῦντες τούς λόγους τοῦ Εὐαγγελιστοῦ τούς ῥηθέντας ἐπί τούτῳ ὅπως δείξῃ ὅτι ὁ μονογενής υἱός τῆς Παρθένου ἐκ τῆς Παρθένου ἐγεννήθη ὡς καί συνελήφθη ὑπό τῆς Παρθένου, ὑποθέτουσιν ὅτι μετά τόν θεῖον τοκετόν ἔτεκεν αὕτη καί ἄλλα τέκνα, συνάγοντες τό συμπέρασμα ἐκ τῆς ἑξῆς περικοπῆς τοῦ Εὐαγγελίου· «Καί παρέλαβε τήν γυναῖκα αὑτοῦ καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον». Ἀλλ᾿ ἀγνοοῦσι φαίνεται οἱ τό τοιοῦτον συμπέρασμα συνάγοντες, ὅτι τό «ἕως οὗ» καί τό «πρωτότοκος» ἐν τῇ Γραφῇ εἰσι δηλωτικά ἐννοίας πολύ διαφόρου τῆς κοινῆς ἐννοίας.
Τό «ἕως οὗ», ὁσάκις ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἁγία Γραφῇ, δηλοῖ τό διηνεκές, καθώς καί ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει· «Τοῦτο ἀκούοντες μή ὑποπτεύσωμεν διά τοῦ ἕως ὅτι μετά αὐτήν ἔγνω· τό γάρ ἕως ἔθος ἐστί τῇ Γραφῇ πολλάκις τιθέναι εἰς τό διηνεκές· οἷον «οὐχ ὑπέστρεψεν ὁ κόραξ εἰς τήν κιβωτόν, ἕως οὗ ἐξηράνθη ἡ γῆ»· καί τοι γε οὐδέ μετά ταῦτα ἐπέστρεψε». Καί ὁ Ἰσίδωρος· «Τό ἕως ὡς τό «ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου» καί τό «ἕως ἄν κατηγηράσητε ἐγώ εἰμι», καί τό «οὐκ ἐπέστρεψε ἡ περιστερά πρός τόν Νῶε ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τό ὕδωρ», ἅπερ εἰσί διηνεκῶς εἰρημένα. Νοητέον δέ καί οὕτως· «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν πόθεν συνέλαβεν «ἕως οὗ ἔτεκε» καί εἶδε τά γενόμενα σημεῖα».
Ἐπίσης καί τό «πρωτότοκος» ἔχει ἐν τῇ Γραφῇ ἄλλην σημασίαν. Ὁ Ζυγαδηνός λέγει «Πρωτότοκον δέ λέγει νῦν οὐ τόν πρῶτον ἐν ἀδελφοῖς, ἀλλά τόν καί πρῶτον καί μόνον· ἔστι γάρ τι καί τοιοῦτον εἶδος ἐν ταῖς σημασίαις τοῦ πρωτοτόκου. Καί γάρ πρῶτον ἔστιν ὅτε τόν μόνον ἡ Γραφή καλεῖ. Ὡς τό «ἐγώ εἰμι Θεός πρῶτος καί μετ᾿ ἐμέ οὐκ ἔσται ἕτερος» (Ἡσ. μδ´, 6). Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος ἐν τῇ ὁμιλίᾳ εἰς τήν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ λέγει· «Οὐ πάντως ὁ πρωτότοκος πρός τούς ἐπιγινομένους ἔχει τήν σύγκρισιν, ἀλλ᾿ ὁ πρῶτον διαγοίγων μήτραν πρωτότοκος ὀνομάζεται». Καί ὁ Θεοφύλακτος ἐν κεφ. ΙΙ τοῦ Λουκᾶ (σελ. 315) λέγει· «Πρωτότοκον υἱόν ὠνόμασε τῆς Παρθένου τόν Κύριον, καί τοι μή δευτέρου τινός τεχθέντος, εἰκότως· πρωτότοκος γάρ λέγεται καί ὁ πρῶτος τεχθείς, κἄν μή δεύτερος ἐπετέχθη». Καί ὁ αὐτός πάλιν ἐν κεφ. Ι πρός Κολοσσαεῖς (σελ. 635) λέγει· «Ὁ πρωτότοκος οὐ πάντως πρός τούς ἑξῆς λέγεται παρά τῇ Γραφῇ, ἀλλ᾿ ἀπολύτως οὕτως, ὁ πρῶτος τεχθείς. Οὕτως οὖν καί ἡ Θεοτόκος Μαριάμ ἔτεκεν αὐτόν τόν κατά σάρκα πρωτότοκον οὐκ ἔχοντα πάντως ἀδελφούς ἐφεξῆς αὐτῷ· μονογενής γάρ καί ἐκ ταύτης».
Ὁ Παῦλος ἐν τῇ πρός Ρωμαίους ἐπιστολῇ (η´ 29) καλεῖ τόν Χριστόν «πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς»· καί ἐν Κολοσσαεῖς (α´ 15) καλεῖ τόν Χριστόν πρωτότοκον πάσης κτίσεως, λέγων· «Ὅς ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως· ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα»· καί ἐν στίχῳ 18 λέγει· «καί αὐτός ἐστι κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς Ἐκκλησίας· ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν». Καί ἐν τῇ πρός Ἑβραίους (α´ 5-6) λέγει· «Υἱός μου εἶ σύ, ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε· καί πάλιν· ἐγώ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καί αὐτός ἔσται μοι εἰς Υἱόν· ὅταν δέ πάλιν εἰσαγάγῃ τόν πρωτότοκον εἰς τήν οἰκουμένην λέγει· Καί προσκυνησάτωσιν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ»· καί ἐν κεφ. ιβ´ 23 τήν Ἐκκλησίαν καλεῖ «Ἐκκλησίαν πρωτοτόκων».
Ἐκ τῶν χωρίων τούτων δηλοῦται ὅτι τό πρωτότοκος ἐν τῇ Γραφῇ, ὁσάκις λέγεται περί τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκφράζει τήν ἔννοιαν τοῦ μονογενής· ὥστε τό πρωτότοκος εἶναι ἴσον τῷ μονογενής.
Ὁ Θεοφύλακτος σαφηνίζων τοῦτο λαμπρῶς λέγει· «Ἐκ πατρός πρωτότοκος, οὐχ ὡς πρός τά λοιπά κτίσματα, ἀλλ᾿ ἀπολύτως· μονογενής γάρ καί κατά τήν ἄνω γέννησιν» (ἐν τῷ μέρει Ἀπόστολοι σελ. 346). Καί ὁ Μέγας Βασίλειος· «Εἰ δέ πρωτότοκος νεκρῶν εἴρηται διά τό αἴτιος εἶναι τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως, οὕτω καί πρωτότοκος κτίσεως διά τό αἴτιος εἶναι τοῦ ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τό εἶναι παραγαγεῖν τήν κτίσιν» (κατά Εὐνομιανῶν). Οἱ αἱρετικοί Εὐνομιανοί, οἱ ἀρνούμενοι τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου, καί οἱ σημερινοί ὀπαδοί αὐτῶν ὡς δευτέραν ἔνστασιν προσάγουσι τά ἐν τοῖς εὐαγγελισταῖς ἀπαντῶντα χωρία, ἐν οἷς ἀναφέρονται ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ (Ματθ. ιβ´ 46-48, 49, Μαρκ. ς´. 3, Ἰωάν. β´. 17, ζ´. 3), ἀλλ᾿ ἐκ τούτων δέν ἕπεται ποσῶς, ὅτι οἱ ἀδελφοί οὗτοί εἰσι τέκνα τῆς Παναγίας Παρθένου Μαρίας. Ἐν ταῖς ἁγίαις Γραφαῖς καλοῦνται ἀδελφοί καί οἱ συγγενεῖς. Ἐπί παραδείγματι ὁ Ἀβραάμ καί ὁ Λώτ ὠνομάσθησαν ἀδελφοί (Γεν. ιγ´. 8). ἐν ᾧ ὁ Λώτ ἦτο ἀνεψιός τοῦ Ἀβραάμ (Γεν. ιβ´ 4, 5, ιδ´ 14-16). Ὁ Ἰακώβ καί ὁ Λάβαν ὠνομάσθησαν ἐπίσης ἀδελφοί, ἐν ὧ ὁ Ἰακώβ ἦτο ἀνεψιός τοῦ Λάβαν ὡς υἱός τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ Ρεβέκκας, συζύγου τοῦ Ἰσαάκ (Γεν. κη´ καί κθ´ καί λς´ καί λζ´). Ἐν ταύτῃ τῇ ἐννοίᾳ ἐπίσης δέον νά ληφθῇ καί ἡ ἐπωνυμία ἀδελφοί τοῦ Κυρίου, ἤτοι οἱ πλησίον συγγενεῖς καί οὐχί ἀδελφοί ὁμομήτριοι. Διότι οἱ καλούμενοι ἀδελφοί τοῦ Κυρίου εἰσί τέκνα τοῦ Ἰωσήφ ἐκ τῆς πρώτης αὐτοῦ γυναικός.
Ὅτι δέ ἡ Θεοτόκος μόνον τόν Ἰησοῦν ἀφράστως ἔτεκε μαρτυροῦσι α´) οἱ λόγοι τοῦ Σωτῆρος οἱ ἀπό τοῦ Σταυροῦ πρός τήν Μητέρα ἑαυτοῦ καί πρός τόν Ἰωάννην, δι᾿ ὧν συνίστα πρός μέν τόν Ἰωάννην τήν Μητέρα ἑαυτοῦ ὡς Μητέρα τοῦ Ἰωάννου, πρός δέ τήν Μητέρα τόν Ἰωάννην ὡς Υἱόν αὐτῆς (Ἰωάν. ιθ´. 26). Ἐάν ἡ Μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ εἶχε καί ἕτερα τέκνα, ἡ σύστασις αὕτη ἦν ὅλως περιττή· τά τέκνα αὐτῆς θά ἐφρόντιζον περί αὐτῆς. β´) Ἡ ἀρχαιοτάτη παράδοσις περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου, ἥτις ἐπιβεβαιοῖ τοῦτο. γ´) Ἡ καταδίκη τῶν Εὐνομιανῶν καί ὅλων ἐκείνων τῶν αἱρετικῶν τῶν ἀρνουμένων τήν ἀειπαρθενίαν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας ὑπό τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἥτις μαρτυρεῖ ἐπίσης τό ἑνιαῖον φρόνημα τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου.
Τό περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου δόγμα στηρίζεται ἐπί ἀκραδάντου βάσεως, τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιότητος καί ὁμολογεῖται ὑπό τῶν ἀρχαιοτάτων τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων.
Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος, ἀποστολικός Πατήρ, μαθητής Ἰωάννου τοῦ Ἀποστόλου καί θέμεθλος τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας ἐν τῇ πρός Ἐφεσίους ἐπιστολῇ καλεῖ τήν Θεοτόκον Μαρίαν Παρθένον. Προστίθησι δέ τάδε· «Τρία τινά ἔλαθον τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου, τουτέστι τόν Διάβολον· ἡ παρθενία Μαρίας, ὁ τοκετός Αὐτῆς καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου». «Οὗτος ἐκυοφορήθη ἐκ Μαρίας κατ᾿ οἰκονομίαν ἐκ σπέρματος μέν Δαυΐδ, πνεύματος δέ Ἁγίου…Καί ἔλαθε τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου ἡ παρθενία Μαρίας, ὁ τοκετός Αὐτῆς, ὁμοίως καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου». Ἄρα ὑπερφυσικῶς ἔτεκεν ἡ Θεοτόκος Μαρία, καί Παρθένος, ὡς ἦν, μετά τόκον διέμεινεν. Ἐντεῦθεν ὁ θεῖος οὗτος πατήρ τόν τοκετόν τοῦτον ὀνομάζει Μυστήριον, ἐπισυνάπτων τοῖς εἰρημένοις· «Τρία μυστήρια κραυγῆς, ἅτινα ἐν ἡσυχία ἐπράχθη, ἡμῖν δέ ἐφανερώθη».
Κατά τάς ἀρχάς δέ τοῦ Β´ αἰῶνος καί ὁ Εἰρηναῖος, ἐπίσκοπος Λουγδούνων, ἀντιπολεμῶν πρός τούς τήν παρθενίαν τῆς Θεοτόκου πολεμοῦντας Θεοδοτίωνα, Ἀκύλαν κτλ. κηρύττει ἀπολύτως τήν Θεοτόκον Μαρίαν Παρθένον, λέγων· «Καθώς ἐκείνη (ἡ Εὔα) ἔχουσα μέν τόν Ἀδάμ, παρθένος δέ εἰσέτι ὑπάρχουσα… παρακούσασα, καί ἑαυτῇ καί παντί τῷ ἀνθρωπίνῳ γένει αἰτία ἐγένετο θανάτου, οὕτω καί ἡ Μαρία προωρισμένον μέν ἔχουσα ἄνδρα, παρθένος δέ οὖσα ὑπακούσασα, καί ἑαυτῇ καί παντί τῷ ἀνθρωπίνῳ γένει αἰτία ἐγένετο σωτηρίας».
Καί πάλιν· «ὅ ἔδησεν ἡ Εὔα παρθένος δι᾿ ἀπιστίαν, τοῦτο ἔλυσεν ἡ Παρθένος Μαρία διά τήν πίστιν». Καί πάλιν· «Ὥσπερ ἐκείνη (ἡ Εὔα) διά λόγου ἀγγέλου ἀπεχωρίσθη, ὥστε ἐκφεύγειν τόν Θεόν, ὡς παραβᾶσα τό ρῆμα αὐτοῦ, οὕτω καί αὕτη (ἡ Μαρία) δι᾿ ἀγγελικοῦ λόγου εὐηγγελίσθη, ὥστε βαστάζειν τόν Θεόν, ὡς ὑπακούσασα τῷ ῥήματι Αὐτοῦ. Ἐκείνη μέν παρήκουσε τοῦ Θεοῦ, αὕτη δε ἐπείσθη ὑπακοῦσαι τῷ Θεῷ, ὥστε τῆς παρθένου Εὔας ἡ Παρθένος Μαρία ἐγένετο συνήγορος». (Adνer. Haeres III, c. 21 § 4 καί V, c, 19).
Ὁ δέ Ὡριγένης ὡσαύτως λέγει: «Αὕτη ἡ παρθένος Θεόν ἐγέννησε καί μήτηρ ἐγένετο, ἀλλά τήν παρθενίαν οὐκ ἀπέβαλεν». (ὁμιλ. Α´. εἰς Ματθ.).
Καί ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος (ἐν Αἱρέσ. οη´) διακηρύττει τά ἑξῆς· «Τίς ποτε Μαρίαν εἰπών καί διερωτηθείς οὐχί τήν παρθένον προσέθετο;» Ὁ δέ Ἱερώνυμος, ἀκμάσας περί τά μέσα τοῦ Δ´ αἰῶνος, κατά τοῦ αἱρετικοῦ Πελαγίου γράφων, λέγει· «Μόνος ὁ Χριστός τάς πύλας τῆς παρθενικῆς μήτρας ᾐνέωξεν, αἵ καί ἑξῆς κεκλεισμέναι διέμειναν» (διάλογ. β´).
Καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, ὡσαύτως περί τά μέσα τοῦ Δ´ αἰῶνος, ἐδίδασκε τάδε· «Ἡ Μαρία τόν τύπον ἐν ἑαυτῇ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας ἐνέδειξεν· ὥσπερ τόν Υἱόν γεννῶσα παρθένος διέμεινεν, οὕτως αὕτη ἐν παντί καιρῷ τά μέλη ἑαυτῆς γεννᾷ καί τῆς παρθενίας οὐ στέρεται». (De symbol. Ad Catech. Libr. IV, 1). Καί ἐν τῷ περί παρθενίας (κεφ. 4) ὁ αὐτός τά ἑξῆς· «Ἡ Παρθενία τῆς Μαρίας εἶναι τοσούτῳ μᾶλλον πολύτιμος καί κεχαριτωμένη, ὅσω εἶναι ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ παρ᾿ αὐτῆς τῆς Παρθένου πρό τῆς συλλήψεως αὐτῆς τοῦ Χριστοῦ.
Τοῦτο δέ δείκνυται ἐκ τῶν λόγων αὐτῆς πρός τόν Ἄγγελον τόν εὐαγγελισάμενον αὐτῇ τήν σύλληψιν· «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;» Βεβαίως ἡ παρθένος δέν θά ὡμίλει οὕτως ἐάν αὕτη δέν εἶχε ὁριστικῶς ὑποσχεθῇ τῷ Θεῷ νά μείνῃ Παρθένος. Ἀλλ᾿ ὡς τοῦτο ἦτο ἐναντίον τοῖς Ἰουδαϊκοῖς ἤθεσιν αὕτη ἐμνηστεύθη μετά ἀνδρός δικαίου, ὅστις ὤφειλεν οὐ μόνον νά σέβηται αὐτήν, ἀλλ᾿ ἔτι νά καθιστᾶ καί τοῖς ἄλλοις σεβαστόν ὅ,τι αὕτη ἀφιέρωσε τῷ Θεῷ».
Ὁ δέ Τερτυλλιανός λέγει· «Εἰς παρθένον ἔτι τήν Εὔαν εἶχεν εἰσέλθῃ ὁ λόγος ὁ τῆς ζωῆς ποιητικός, ὥστε τό ἀπολεσθέν διά τοιούτου φύλου (τῆς γυναικός), διά τοῦ αὐτοῦ πάλιν φύλου νά ἀποκαταστηθῇ». De carne Christi cap. 17).
Ὁ Μέγας δέ καί Οὐρανοφάντωρ Βασίλειος, ὄχι μόνον Παρθένον, ἀλλά καί ἀειπάρθενον κηρύττει τήν Θεοτόκον, λέγων ἐν τῷ εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ λόγῳ ὅτι «οὐκ ἐπαύσατό ποτε παρθένος εἶναι ἡ Θεοτόκος», καί διατρανῶν ὅτι οὐδέ εἶναι δυνατόν τά ὦτα τῶν φιλοχρίστων νά καταδεχθῶσαι νἀκούσωσι τό ἐναντίον· «Διά τό μή καταδέχεσθαι τῶν φιλοχρίστων τήν ἀκοήν, ὅτι ποτέ ἐπαύσατο εἶναι παρθένος ἡ Θεοτόκος, ἐκείνας ἡγοῦμαι τάς μαρτυρίας αὐτάρκεις».
Καί ὁ χρυσοῦς τήν γλῶτταν Ἰωάννης ἐν τῷ εἰς τόν Εὐαγγελισμόν λόγῳ (πθ´), πρός τήν Παρθένον ἀποτεινόμενος, λέγει· «Εὗρες νυμφίον φυλάσσοντά σου τήν παρθενίαν». Καί ἀλλαχοῦ «Δέσποιναν ἁγίαν καί ἀειπαρθένον» τήν Θεοτόκον καλεῖ (ὁμιλ. LXII tομ. VI). Καί πάλιν· «Θεοτόκον καί ἀειπαρθένον Μαρίαν» (ὁμιλ. CXI τόμ.V).
Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας «ἀπειρόζυγον δάμαλιν» καλεῖ τήν Παρθένον. Καί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ μέγας, περί τῆς Παναγίας Παρθένου λαλῶν, λέγει· «Διό καί Παρθενομήτωρ, ὡς Θεοτόκος, ἡ ἁγία Παρθένος» (τόμ. ΙΙ σελ. 34).
Καί αὐτός δέ ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος ἐν τῷ περί οὐρανίου Ἱεραρχίας (IV σελ. 49) «Θεομήτορα τήν Παναγίαν Παρθένον» καλεῖ.
Ὁ δέ Γρηγέντιος (ἐν ταῖς συζητήσεσι πρός Ἰουδαῖον) «ἀείπαιδα καί Θεοτόκον» τήν Μαρίαν ὀνομάζει. Καί ὁ Καισάριος ἐν διαλόγῳ (ἐρωτήσει ΧΧ) λέγει· «ἡ θεανδρική τοῦ λόγου ἐκ τῆς ἀείπαιδος Μαρίας προέλευσις». Καί Τίτος ὁ Βόστρων «πανάμωμον» τήν ὄντως πανάμωμον ἀποκαλεῖ.
Αὐτή ἡ Ἐκκλησία τέλος εἰς ἀρχαιοτάτας αὑτῆς ᾠδάς ὑμνεῖ τήν Παναγίαν Παρθένον Μαρίαν, ὡς θεοτόκον, θεογεννήτριαν, ἀειπαρθένον, θεομήτορα, παρθενομήτορα, ἀπειρόγαμον μητέρα, ἄγαμον νύμφην, μητροπάρθενον, φαεσφόρον, ναόν ἔμψυχον, ἀνύμφευτον νύμφην, ἁγνείας θησαύρισμα, χώραν ἀνήροτον, σκηνήν ἐπουράνιον. Συνελέξαμεν δέ πλέον τῶν ἑκατόν τιμητικῶν ἐπιθέτων τῆς Θεοτόκου ἐκφραστικῶν τοῦ περί τῆς ἀειπαρθενίας Αὐτῆς φρονήματος τῆς ἁγίας ἡμῶν ἐκκλησίας. Πολλά δέ τούτων εὑρίσκονται καί ἐν τοῖς συγγράμμασι ἀρχαίων τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων.
Ἡ ὑμνῳδία ἄλλως τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας ἐκφράζει τό στερρόν τῆς καθόλου ἐκκλησίας φρόνημα τό ἐπικρατῆσαν ἐν αὐτῇ ἀπό τῶν πρώτων αἰώνων καί μέχρις ἡμῶν διασωθέν. Ἐκεῖ δέ ὅπου λαλεῖ ἡ οἰκουμενική ἐκκλησία σιγησάτω πᾶσα γλῶσσα βροτεία· διότι ὅταν ὁμιλῇ ἡ ἐκκλησία, ὁμιλεῖ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό ἅγιον· ὁ δέ τῇ ἐκκλησίᾳ ἀντιλέγων τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιλέγει.
Ἀντιλέγουσι δέ τῷ ὄντι τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ οἱ τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου ἀρνούμενοι, ὡς ἀρνούμενοι, αὐτήν τήν ἀλήθειαν, ἥν καί διά τῶν κατά τόπους καί καιρούς θεοφόρων Πατέρων καί διά αὐτῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἡ Ἐκκλησία ἐκύρωσεν ὡς παράδοσιν ἁγίαν καί ἀποστολικήν πάντοτε, πανταχοῦ καί ὑπό πάντων τῶν εὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων παραδεδεγμένην.
Αὐτή ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθεῖσα, διακηρύττει φαεινῶς τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν αὐτῷ τῷ Συμβόλῳ τῆς Πίστεως, λέγουσα περί τῆς σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς θείας ἐναναθρωπήσεως, ὅτι ἐγένετο «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου». Ἡ ἐπίσημος δέ αὕτη ἀνακήρυξις τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου ὑπό Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐκφράζει τό πνεῦμα τῆς καθόλου Ἐκκλησίας ἀπό τῶν ἀποστολικῶν χρόνων. Οὐχ ἧττον τό δόγμα τοῦτο καί οἰκουμενικαί καί τοπικαί καί ἐπαρχιακοί Σύνοδοι ὡς δόγμα πίστεως ἀπαράβατον ἐπεκύρωσαν.
Ἡ ΣΤ´ μάλιστα οἰκουμενική Σύνοδος μακρόν ποιεῖται λόγον περί τῆς παρθενίας καί ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου (ἐν πράξει ια´) καί κηρύττει τήν Θεοτόκον παρθένον πρό τόκου καί ἐν τόκῳ καί μετά τόκον. Ὁμοίως καί ἐν τῷ Α´ κανόνι ἡ Σύνοδος αὕτη ἀνομολογεῖ τήν Θεοτόκον ἀειπάρθενον, κηρύττουσα ἕνα Χριστόν, τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ σαρκωθέντα καί τήν αὐτόν τεκοῦσαν ἀσπόρως ἀειπάρθενον, κυρίως καί κατ᾿ ἀλήθειαν Θεοτόκον. Ἡ δέ ἐν Τρούλλῳ Σύνοδος καλεῖ τήν παρθένον «ἄχραντον παρθενομήτορα» (ἐν Κανόνι LXXIX).
Πᾶσαι αὗται αἱ μαρτυρίαι τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν διατηρησασῶν ἀναλοίωτον τήν ἱεράν ἀποστολικήν παράδοσιν, εἰσίν ἱκαναί ὅπως πείσωσι καί πληροφορήσωσι πάντας τούς πιστεύοντας ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ εἰς τάς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας. Οὐχ ἧττον τήν ἀλήθειαν καί τό κῦρος τῆς ἀληθείας τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων δέχεται οὐ μόνον ἡ Δυτική ἐκκλησία ἀλλά καί αὐτή ἡ Ἀγγλικανική. Ἐπί τοῦ κύρους δέ τούτου στηριζόμενοι καί μεγάλοι ἄνδρες τῆς Ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας ἀποδέχονται τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου. Οὕτως ὀ Νέλσων λέγει· «Τό ἰδίως ἔξοχον καί ἀσύγκριτον προνόμιον ἐκείνης τῆς μητρός, ἡ ὀφειλομένη ἐξαίρετος τιμή καί προσκύνησις εἰς ἐκεῖνον τόν υἱόν, ἥτις παρ᾿ αὐτῆς πάντοτε προσηνέχθη αὐτῷ, τό σέβας πρός ἐκεῖνο τό Ἅγιον Πνεῦμα τό ἐπισκιάσαν αὐτήν, ἡ υἱϊκή ἀγαθότης καί εὐσέβεια τοῦ Ἰωσήφ, ᾧτινι ἐδόθη ὡς νύμφη, ἐπληροφόρησαν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καθ᾿ ὅλους τούς αἰῶνας, ὥστε νά πιστεύσῃ ὅτι αὕτη (ἡ Θεοτόκος) εἰσέτι ἐξακολουθεῖ οὖσα εἰς τήν ἰδίαν Παρθενίαν. Καί λοιπόν ἡμεῖς ἔχομεν χρέος νά ὁμολογῶμεν Αὐτήν Παρθένον Μαρίαν» (Nelsons Fest. London 1732 pag. 172).
Καί ὁ John Pearson λέγει: «Ὅταν λέγηται· «ἐγώ πιστεύω εἰς τόν Ἰησοῦ Χριστόν τόν γεννηθέντα ἐκ τῆς παρθένου Μαρίας», διά τούτου πρέπει νά ἐννοῶμεν τόσον· «ἐγώ συνομολογῶ τοῦτο, ὡς ἀληθεστάτην καί ἀλανθαστοτάτην ἀλήθειαν, ἤγουν ὅτι ὑπῆρξε γυνή τις ὀνόματι Μαρία, νύμφη τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ἐκ Ναζαρέτ, ἥτις πρό καί μετά τά νυμφεῖα ὑπῆρξε καθαρά καί ἄμωμος Παρθένος, καί ἐνῷ ἦτο καί ἠκολούθει νά εἶναι εἰς τοιαύτην παρθενίαν, συνέλαβε, διά τῆς ἀμέσου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργείας, ἐν τῇ μήτρᾳ αὑτῆς τόν μονογενῃ Υἱόν τοῦ Θεοῦ· καί μετά τόν φυσικόν τῶν ἄλλων γυναικῶν καιρόν, ἐγέννησεν αὐτόν, ὡς πρωτότοκον αὑτῆς Υἱόν, ἀκολουθοῦσα εἰσέτι νά εἶναι ὁποία καθαρωτάτη καί μόνη ἄμωμος παρθένος». (Παράβλ. Καί Ἐπιστολμ. Διατριβή ἤτοι ἀνασκευή τῆς ὑπό τοῦ Κ. Ἀλβέρτου ἀπαντήσεως ὑπέρ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου Μαρίας ὑπό Ἀρσένη Παύδη. Κέρκυρα 1850).
Οὕτω λοιπόν καί διά τῶν Ἁγίων Συνόδων καί διά τῶν Θεοφόρων Πατέρων καί διά τῆς ἐν γένει ἀποστολικῆς καί Ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, καθώς καί διά τῆς μαρτυρίας αὐθεντικοῦ κύρους ἀνδρῶν ἀλλοδόξων, ἐπικυροῦται καί ἐπιστηρίζεται τό ἑδραῖον καί ἀκλόνητον τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας δόγμα περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναχράντου καί Παναμώμου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Μητρός.
Εἰς ἐπισφράγισιν τῶν ὅσων περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς παναγίας Μητρός τοῦ Κυρίου εἴπομεν, παραθέτομεν ἐνταῦθα καί τά θαυμάσια ταῦτα ρήματα τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ἅτινα ἔγραψε «Γρηγορίῳ τῷ παρακανδιδάτῳ, αἰτησαμένῳ λύσιν ἀπορίας».
«Ὁ ἀσπασμός ἄνωθεν· ἡ σύλληψις ἄσπορος, κύησις ἄφραστος, ὠδῖνες ἀλόχευτοι· σφραγίς τῆς παρθενίας, ἡ τῶν ὠδίνων διάλυσις, (ὁ γάρ τόκος ἄφθορος καί ἡ τεκοῦσα παρθένος καί μετά γέννησιν). Ὁ Θεός ἐν σαρκί τό τικτόμενον· χορός ἀγγέλων ᾆσμα τό θαῦμα ποιούμενοι· ἔνθα τοσούτων καί τηλικούτων συνδρομήν, πῶς ἄν τις διαμφισβητήσειε, κἄν πάντα ἀσεβεῖν ἔθετο μελέτην, ὅτι μή οὐχί παρθένος ἡ παρθένος καί μέχρι τέλους διέμεινεν; Εἰ δέ τό «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον», ὑπόθεσιν βλασφημίας ἑαυτοῖς τινες ἀνευρίσκουσιν, ἴστωσαν, ὡς ἡ τῶν ἀχράντων λογίων ἀλήθεια τό μέν παράδοξον καί ὑπερφυές καί ὑπέρ κατάληψιν ἠβουλήθη παραστῆσαι, ὅπερ ἐστί τόκος ἄνευ ἀνδρός ἐπιγνώσεως· τό δέ μετά ταῦτα νοεῖν κατέλιπεν ὡς ἀκόλουθον. Τό γάρ τήν ἐν τόκῳ παρθενεύουσαν καί τό λοιπόν διά βίου παρθενεύειν, οὔτε καινόν ὅλως ἤ παράδοξον, ἀλλά καί τοῖς προηγιασμένοις ἐξ ἀναγκαίου μᾶλλον ἑπόμενον. Ἄλλως τε δέ καί τῶν Ἰουδαίων τέως ἐπιστομίζειν ἔγνω τό βλάσφημον, οἵ ἐκ πορνείας τόν ἄσπορον τόκον διέσυρον· διό καί πρός τήν ἐκείνων ἵσταται κακόνοιαν, δι᾿ ᾧν τρανοῖ καί ἀνακηρύττει τῆς τεκούσης τό ἀνέπαφον. Κἀκεῖνο δέ συνιέτωσαν, ὅτι μηδ᾿ αὐτάς τάς λέξεις, ἐξ ὧν οἱ θεῖοι χρησμοί, συνιέναι ἠβουλήθησαν· εἰ γάρ ἄν τό «Ἕως» κατέμαθον ἐνίοτε μέν πρός ἀντιδιαστολήν τοῦ ἐφεξῆς χρόνου παραλαμβανόμενον, ἐνίοτε δέ ἐπί δηλώσει μεγάλων μέν ἔργων καί θεοπρεπῶν·καθάπερ καί νῦν, οὐ τήν πρός ἀντιδιαστολήν ἑτέρου χρόνου τινός, ἀλλά καί τοὐναντίον εἰς ὑποδήλωσιν ἀπεράντου διαστήματος.
Καί ἀνά χεῖρα τά παραδείγματα· «Ἀνατελεῖ γάρ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καί πλῆθος εἰρήνης, ἕως οὗ ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη·» καί, «Κάθου ἐκ δεξιῶν μου (ἀνάγραπτός ἐστιν ὁ Πατήρ λέγων τῷ Υἱῷ) ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου·» καί, «Ἰδού, ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι (πάλιν ὁ Σωτήρ τοῖς μαθηταῖς φησιν) ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Καί δῆλον ὡς ἐνταῦθα τό ἕως οὗ χρονικόν τι μεθόριον καί πέρας παρεισάγει, μέγεθος δέ θείων πραγμάτων ἡ λέξις συμπαραδηλοῦσα εἰς ἀπεριόριστον παράτασιν τόν νοῦν τῶν ἐντυγχανόντων ἀναπέμπει. Οὐ μόνο δέ, ἀλλά καί τρίτον ἐστίν ἰδεῖν αὐτοῦ σημαινόμενον, δι᾿ οὗ μέγα μέν καί ὑπέρογκον οὐδέν ὑποδηλοῦται, ἁπλῶς δέ τό ἐναντίον τοῦ προτέρου ἕως διασημαίνεται· ὡς τό, «Οὐκ ἀνέστρεψε πρός τόν Νῶε ἡ περιστερά, ἕως τοῦ καταξηρανθῆναι τήν γῆν·» καί, «Ἕως ἄν καταγηράσητε, (ἀλλαχοῦ φησιν) ἐγώ εἰμι ὁ Θεός»· καί ἄλλα μυρία, δι᾿ ὧν εὔδηλον καί τοῖς λίαν ἐθελοκωφοῦσι καθίσταται, ὡς ἀντί τοῦ διηνεκῶς καί εἰς τόν αἰῶνα ἡ λέξις παραλαμβάνεται. Ὅταν οὖν δείξωσιν οἱ πάντα θρασεῖς, μετά τήν τῆς σελήνης ἀναίρεσιν, τήν τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν δικαιοσύνην εἰς τό μή ὄν καταδύουσαν, καί τό πλῆθος αὐτοῦ τῆς εἰρήνης μειούμενον, καί εἰς ἔχθραν διαχεόμενον· καί μετά γε τό ὑποτεθεικένει τούς ἐχθρούς αὑτοῦ ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ, τῆς δεξιῶν καθέδρας τοῦ Πατρός παρακινούμενον· (τόδε τό βλάσφημον εἰς τάς τῶν ἀναισχυντούντων κεφαλάς·) εἶτα δέ καί μετά τήν συντέλειαν τοῦ αἰῶνος, ὅτε μᾶλλον τοῖς μαθηταῖς ἡ οἰκείωσις, αὐτῶν ἀφιστάμενον· καί ἐπειδάν καταγηράσωσιν οἱ τότε ἄνθρωποι, μηκέτι ὄντα τόν Θεόν· εἰ βούλει δέ, καί τήν περιστεράν μετά τό ξηρανθῆναι τήν γῆν πρός τόν Νῶε ἀναστρέψασαν, τότε διαπορείτωσαν, καί εἰ μετά τόν ἄρρητον καί παρθένιον τόκον, ἀνδρός ὁμιλίαν ἡ παρθένος ἐμελέτησεν. Εἰδέ μή κατ᾿ ἐντολήν ἔγραφον, πλείους ἄν, Θεοῦ διδόντος, τάς ἀποδείξεις σοι παρεθέμεθα· ἀλλ᾿ ἱκανά καί ταῦτα οἷς μή μετά τῆς ἀγνοίας καί ἡ διάνοια προσαπώλετο.»
(Πηγή: «Περὶ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου», Ἅγιος Νεκτάριος, users.uoa.gr/~nektar/ )
Εις τον Ευαγγελισμόν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών και Αειπαρθένου Μαρίας,
Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας
Εάν πρέπει κάποτε να χαίρη ο άνθρωπος και να σκιρτά και να ψάλλη με ευφροσύνη, εάν υπάρχη μιά περίοδος που απαιτεί να λεχθή ό,τι υπάρχει πιο μεγάλο και πιο λαμπρό και που κάνει τον άνθρωπο να ποθή να έχη όσο το δυνατόν ευρύτερη σχέση, ωραιότερη έκφραση και δυνατώτερο λόγο, για να υμνήση τα μεγαλεία της, δεν βλέπω ποια άλλη μπορεί να είναι αυτή, αν όχι η σημερινή γιορτή.
Γιατί σαν σήμερα έφθασε στη γη Άγγελος από τον ουρανό αναγγέλλοντας την απαρχή όλων των καλών. Σήμερα ο ουρανός μεγαλύνεται. Σήμερα η γη αγάλλεται. Σήμερα ολόκληρη η κτίση χαίρει. Και δεν μένει έξω από τη γιορτή ούτε Αυτός που κρατεί στα χέρια του τον ουρανό. Γιατί αυτά που συμβαίνουν σήμερα είναι ένα πραγματικό πανηγύρι. Όλοι συναντιούνται σ’ αυτό, στην ίδια χαρά. Όλοι ζουν και δίνουν και σ’ εμάς την ίδια ευφροσύνη: Ο Δημιουργός, τα δημιουργήματα όλα, η ίδια η μητέρα του Δημιουργού που του πρόσφερε τη φύση μας και τον έκαμε έτσι κοινωνό στις χαρμόσυνες συνάξεις και τις γιορτές μας. Χαίρει πριν απ’ όλους ο Δημιουργός. Γιατί είναι βέβαια ευεργέτης κι από την αρχή της δημιουργίας έχει σαν έργο Του την ευεργεσία. Ποτέ Του δεν είχε ανάγκη από τίποτε και δεν ξέρει άλλο από το να προσφέρη και να ευεργετή. Σήμερα όμως, χωρίς να σταματήση το σωτήριο έργο Του, περνά στη δεύτερη θέση, έρχεται ανάμεσα σ’ αυτούς που ευεργετούνται. Και δεν χαίρεται τόσο για τις μεγάλες δωρεές που χάρισε Αυτός στην κτίση και που τον αποδεικνύουν γενναιόδωρο, όσο για τα μικρά που έλαβε από τους ευεργετημένους, γιατί έτσι φανερώνεται ότι είναι φιλάνθρωπος. Kαι θεωρεί ότι τον δοξάζουν όχι μόνο εκείνα που ο ίδιος έδωσε στους φτωχούς δούλους, αλλά κι όσα oι φτωχοί του χάρισαν. Γιατί αν και διάλεξε από τη θεία δόξα την κένωση και καταδέχτηκε να πάρη σαν δώρο από μας την ανθρώπινη φτώχεια, ο πλούτος Του έμεινε αναλλοίωτος και μετέτρεψε πάνω του το δώρο μας σε κόσμημα και βασιλεία.
Για την κτίση πάλι -και λέγοντας κτίση εννοώ όχι μόνο την ορατή, αλλά κι εκείνη που ξεπερνά το ανθρώπινο μάτι- τι θα μπορούσε να αποτελέση μεγαλύτερη αφορμή ευφροσύνης από το γεγονός ότι βλέπει το Δημιουργό της να έρχεται μέσα της και τον Κύριο των όλων να παίρνη θέση ανάμεσα στους δούλους; Κι αυτό όχι απογυμνώνοντας τον εαυτό Του από την εξουσία Του, αλλά προσλαμβάνοντας το δούλο, όχι αποβάλλοντας τον πλούτο, αλλά μεταδίδοντάς τον στο φτωχό, όχι ξεπέφτοντας από τα ύψη Του, αλλά εξυψώνοντας τον ταπεινό.
Αλλά χαίρει και η Παρθένος, χάρις στην οποία όλες αυτές oι δωρεές δόθηκαν στους ανθρώπους. Kαι χαίρει για πέντε λόγους. Πριν απ’ όλα σαν άνθρωπος, που συμμετέχει, όπως όλοι, στα κοινά αγαθά. Χαίρει όμως και γιατί oι δωρεές δόθηκαν σ’ Αυτή και πριν και αφθονώτερα από τους άλλους, κι ακόμη περισσότερο, γιατί Αυτή είναι η αιτία που oι δωρεές αυτές δόθηκαν σ’ όλους. Ο πέμπτος όμως και μεγαλύτερος λόγος για τον οποίο χαίρει η Παρθένος είναι ότι όχι απλώς διά μέσου αυτής ο Θεός, αλλά και αυτή η ίδια, χάρις σ’ εκείνα που γνώρισε και προείδε, έφερε την ανάσταση στους ανθρώπους.
Γιατί η Παρθένος δεν είναι όπως η γη που συνετέλεσε μεν, αλλά δεν έκαμε όμως η ίδια τίποτε στη δημιουργία του ανθρώπου, που χρησιμοποιήθηκε σαν απλή ύλη από τον Δημιουργό και απλώς «έγινε» χωρίς να «πράξη» τίποτε. Η Παρθένος πραγματοποίησε η ίδια μέσα της και πρόσφερε στο Θεό όλα εκείνα που προσείλκυσαν τον Τεχνίτη στη γη, που παρακίνησαν το δημιουργικό χέρι. Και ποια είναι αυτά; Βίος πανάμωμος, ζωή πάναγνη, άρνηση κάθε κακίας, άσκηση όλων των αρετών, ψυχή από το φως καθαρώτερη, σώμα εντελώς πνευματικό, λαμπρότερο από τον ήλιο, από τον ουρανό καθαρώτερο, από τους χερουβικούς θρόνους ιερώτερο. Φτερούγισμα νου, που δεν δειλιάζει μπρος σε κανένα ύψος, που ξεπερνά ακόμη και τα φτερά των Αγγέλων. Θείος έρως, που απορρόφησε και αφομοίωσε κάθε άλλη επιθυμία της ψυχής. Κτήμα του Θεού, ένωση με το Θεό που δεν χωράει σε καμιά ανθρώπινη σκέψη.
Έτσι, έχοντας στολίσει με τέτοιο κάλλος και το σώμα και την ψυχή Της, κατορθώνει να ελκύση επάνω της το βλέμμα του Θεού. Ανέδειξε, χάρις στη δική Της ωραιότητα, ωραία την κοινή ανθρώπινη φύση. Και κατέκτησε τον απαθή. Και έγινε άνθρωπος εξ αιτίας της Παρθένου Εκείνος που εξ αιτίας της αμαρτίας ήταν στους ανθρώπους μισητός.
Kαι το «μεσότοιχον της έχθρας» και ο «φραγμός» δεν είχαν για την Παρθένο καμιά ισχύ, αλλά κάθετι που χώριζε το ανθρώπινο γένος από το Θεό σε ό,τι αφορά την ίδια είχε καταργηθή. Έτσι και πριν από την κοινή καταλλαγή είχε συναφθή ανάμεσα στο Θεό και την Παρθένο μόνη ειρήνη. Ακόμη περισσότερο, δεν χρειάσθηκε ποτέ να προσφέρη εκείνη σπονδές ειρήνης και συμφιλιώσεως, μια και στεκόταν από την αρχή στην κορυφή του χορού των φίλων. Όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν για τους άλλους. Και υπήρξε πριν από τον Παράκλητο, «παράκλητος υπέρ ημών προς τον Θεόν», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Παύλου, υψώνοντας προς Αυτόν για χάρη των ανθρώπων όχι τα χέρια Της, αλλά, αντί για άλλη ικεσία, την ίδια τη ζωή Της. Κι έφθασε η αρετή μιας ψυχής να σταματήση την κακία των ανθρώπων όλων των αιώνων. Όπως η Κιβωτός που έσωσε τον άνθρωπο κατά το κοινό ναυάγιο της οικουμένης δεν έλαβε η ίδια μέρος στις συμφορές και διέσωσε στο γένος τη δυνατότητα να συνεχισθή, το ίδιο συνέβηκε και με την Παρθένο. Διατήρησε πάντοτε τη σκέψη Της τόσο άθικτη και ιερή, σαν να μην είχε αποτολμηθή ποτέ στη γη καμμιά αμαρτία, σαν να ήταν όλοι συνεπείς σ’ αυτά που έπρεπε, σαν να έμεναν όλοι ακόμα στην εστία του Παραδείσου. Ούτε καν αισθάνθηκε, πράγματι, την κακία που ξεχύθηκε σ’ όλη την γη. Και ο κατακλυσμός της αμαρτίας που ξαπλώθηκε παντού κι έκλεισε τον ουρανό κι άνοιξε τον Άδη κι έβαλε σε πόλεμο τους ανθρώπους με τον Θεό κι έδιωξε από τη γη τον Αγαθό, φέρνοντας στη θέση του τον Πονηρό, δεν κατάφερε ούτε στο παραμικρό να θίξη τη μακαρία Παρθένο. Αλλ’ ενώ κυριάρχησε σ’ ολόκληρη την οικουμένη κι έσεισε και συντάραξε και γκρέμισε τα πάντα, νικήθηκε από ένα μόνο λογισμό, από μια ψυχή. Και δεν νικήθηκε από την Παρθένο μόνο, αλλά χάρις σ’ αυτήν υποχώρησε η αμαρτία κι από ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.
Αυτή ήταν η συμβολή της Παρθένου στο έργο της σωτηρίας, πριν φθάση, η ημέρα εκείνη, κατά την οποία έπρεπε ο Θεός, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο Του, να κλίνη τους ουρανούς και να κατέβη στη γη: από τη στιγμή που γεννήθηκε οικοδομούσε κατάλυμα για εκείνον, που μπορούσε να σώση τον άνθρωπο, αγωνιζόταν να καταστήση ωραία την κατοικία του Θεού, τον εαυτό Της, τέτοια που να μπορή να είναι άξια γι’ Αυτόν. Έτσι τίποτε δεν βρήκε να κατηγορήση στα ανάκτορα ο βασιλιάς. Κι ακόμη περισσότερο, δεν του πρόσφερε η Παρθένος μόνο βασιλική κατοικία αξία του μεγαλείου του, αλλά του ετοίμασε από τον εαυτό της και τη βασιλική πορφύρα και τη ζώνη και, όπως λέγει ο Δαβίδ, την «ευπρέπεια», τη «δύναμη» και την ίδια τη «βασιλεία». Όπως μια λαμπρή πολιτεία, που ξεπερνά όλες τις άλλες στο μέγεθος και την ωραιότητα, στο υψηλό ηθικό φρόνημα και στο πλήθος των κατοίκων και στον πλούτο και σε κάθε είδους δύναμη, δεν περιορίζεται μόνο στο να δεξιωθή και να φιλοξενήση απλώς το βασιλιά, αλλά γίνεται το κράτος του και αποτελεί την εξουσία του και την τιμή του και τη δύναμη και τον οπλισμό του. Έτσι και η Παρθένος, με το να δεχθή μέσα της το Θεό, με το να του δώση τη σάρκα της, έκαμε να παρουσιασθή ο Θεός μέσα στον κόσμο και να γίνη στους μεν εχθρούς συμφορά ακαταμάχητη, στους δε φίλους σωτηρία και πηγή όλων των αγαθών.
Μ’ αυτόν τον τρόπο ωφέλησε το ανθρώπινο γένος πριν ακόμη έρθη ο καιρός της γενικής σωτηρίας: Αλλά κι όταν ήρθε ο καιρός και παρουσιάσθηκε ο ουράνιος αγγελιοφόρος, πάλι έλαβε ενεργητικό μέρος στη σωτηρία με το γεγονός ότι πίστεψε σε ό,τι της είπε και δέχθηχε να αναλάβη τη διακονία που της ζήτησε ο Θεός. Γιατί ήταν κι αυτά απαραίτητα και χρειάζονταν οπωσδήποτε για τη σωτηρία μας. Αν η Παρθένος δεν τηρούσε αυτή τη στάση, καμιά πια ελπίδα δεν θα απόμενε στους ανθρώπους. Δεν ήταν βέβαια δυνατό, όπως είπα πιο πάνω, να προσβλέψη ο Θεός με ευμένεια προς το ανθρώπινο γένος και να θελήση να κατέβη στη γη, αν δεν είχε προπαρασκευασθή η Παρθένος, αν δεν υπήρχε δηλαδή εκείνος που θα την υποδεχόταν, και θα μπορούσε να διακονήση στη σωτηρία. Κι ούτε πάλι ήταν δυνατό να πραγματοποιηθή το θέλημα του Θεού για τη σωτηρία μας, αν δεν πίστευε σ’ αυτό η Παρθένος και δεν δεχόταν να διακονήση. Αυτό γίνεται φανερό από το ότι ο μεν Γαβριήλ με το «χαίρε» που είπε στην Παρθένο και με το γεγονός ότι την ονόμασε «κεχαριτωμένη» τελείωσε την αποστολή του, φανέρωσε ολόκληρο το μυστήριο. Όση όμως ώρα η Παρθένος ζητούσε να μάθη τον τρόπο, με τον οποίον θα γινόταν η κύηση, ο Θεός δεν κατερχόταν. Ενώ τη στιγμή που πείσθηκε κι αποδέχθηκε την πρόσκληση, ολόκληρο το έργο με μιας πραγματοποιήθηκε: ο Θεός πήρε επάνω Του σαν ενδυμασία τον άνθρωπο κι έγινε μητέρα του Κτίστου η Παρθένος.
Αλλά το ακόμη πιο θαυμαστό είναι το εξής: Ο Θεός ούτε προειδοποίησε τον Αδάμ ούτε τον έπεισε να του δώση την πλευρά, από την οποία έπρεπε να δημιουργηθή η Εύα. Τον εκοιμισε κι έτσι, έχοντάς του αφαιρέσει τις αισθήσεις, του απέσπασε το μέλος. Ενώ για να προχωρήση στη δημιουργία του Νέου Αδάμ εδίδαξε προηγουμένως την Παρθένο και περίμενε την πίστη και την παραδοχή της. Για τη δημιουργία του Αδάμ πάλι συσκέπτεται με τον μονογενή του Υιό λέγοντας: «ποιήσωμεν άνθρωπο». Όταν όμως χρειάσθηκε να «εισαγάγη τον πρωτότοκον»-αυτόν τον «θαυμαστόν Σύμβουλον» -«εις την οικουμένην», όπως λέγει ο Παύλος, και να πλάση τον δεύτερο Αδάμ, παίρνει στην απόφασή του αυτή συνεργάτη την Παρθένο. Έτσι τη μεγάλη εκείνη «βουλή» του Θεού, για την οποία ομιλεί ο Ησαΐας, την ανήγγειλε ο Θεός και την επεκύρωσε η Παρθένος. Και με αυτόν τον τρόπο η σάρκωση του Λόγου ήταν έργο όχι μόνο του Πατρός, που «ευδόκησε», και της Δυνάμεώς του, που «επεσκίασε», και του Πνεύματος, που «επεδήμησε», αλλά και της θελήσεως και της πίστεως της Παρθένου. Γιατί, όπως χωρίς εκείνους δεν ήταν δυνατόν να υπάρξη και να προσφερθή στους ανθρώπους η απόφαση για τη σάρκωση του Λόγου, έτσι χωρίς την προσφορά της θελήσεως και της πίστεως της Πανάγνου ήταν άδύνατη η πραγματοποίηση της θείας βουλής.
Αφού λοιπόν μ’ αυτόν τον τρόπο την καθοδήγησε και την έπεισε ο Θεός, την κάνει στη συνέχεια μητέρα του. Έτσι δανείζεται τη σάρκα από έναν άνθρωπο που και θέλει να τη δανείση και ξέρει γιατί το κάνει. Γιατί έπρεπε να συμβή στην Παρθένο ό,τι συνέβηκε και στον ίδιο. Όπως Αυτός ήθελε και «συνελήφθη», έτσι κι εκείνη έπρεπε να κυοφορήση και να γίνη μητέρα του όχι αναγκαστικά, αλλά μ’ όλη την ελεύθερη θέλησή της. Γιατί έπρεπε ακόμη -πράγμα πολύ σημαντικώτερο- όχι μόνο να συντελέση στην oικovoμία της σωτηρίας σαν κάτι το ετεροκίνητο, που απλώς χρησιμοποιήθηκε, αλλά να προσφέρη η ίδια τον εαυτό Της και να γίνη συνεργάτης του Θεού στη φροντίδα για το ανθρώπινο γένος έτσι, ώστε νάχη μ’ Αυτόν μερίδιο και να είναι κοινωνός και στη δόξα που προέρχεται από αυτή τη φιλανθρωπία. Έπειτα, αφού ο Σωτήρας δεν ήταν άνθρωπος και υιός ανθρώπου εξ αιτίας μόνο της σάρκας, αλλ’ είχε καί ψυχή και νου και θέληση και κάθετι το ανθρώπινο, ήταν ανάγκη να έχη και μητέρα τελεία, που θα υπηρετούσε στη γέννησή Του όχι μόνο με τη φύση του σώματος, αλλά και με το νου και τη θέληση και με όλη την ύπαρξή της: να είναι μητέρα και κατά τη σάρκα και κατά την ψυχή, να εισαγάγη ολόκληρο τον άνθρωπο στην απόρρητη γέννηση.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πριν η Παρθένος θέση τον εαυτό της στην υπηρεσία του θείου μυστηρίου μαθαίνει, πιστεύει, θέλει και εύχεται την πραγματοποίησή του. Αλλά αυτό έγινε και επειδή ο Θεός ήθελε να κάμη με αυτό τον τρόπο φανερή την αρετή της Παρθένου. Πόσο δηλαδή μεγάλη ήταν η πίστη της και πόσο υψηλό το φρόνημά της, ποια η ακεραιότης του νου και ποιο το μεγαλείο της ψυχής της, πράγματα που φανερώθηκαν με το γεγονός ότι η Παρθένος παραδέχθηκε και πίστεψε τον παράδοξο λόγο του Αγγέλου: ότι δηλαδή επρόκειτο να έρθη αληθινά ο Θεός στη γη και να φροντίση προσωπικά ο ίδιος για τη σωτηρία μας και ότι αυτή θα είναι ικανή να διακονήση συμμετέχοντας ενεργητικά σ’ αυτό το έργο. Το γεγονός δηλαδή ότι πρώτα ζήτησε εξηγήσεις και πείσθηκε, είναι λαμπρή απόδειξη του ότι γνώριζε πολύ καλά τον εαυτό της και δεν έβλεπε τίποτε μεγαλύτερο, άξιο να το επιθυμήση. Εξάλλου το ότι ο Θεός θέλησε να φανερώση την αρετή της είναι ισχυρή απόδειξη του ότι η Παρθένος γνώριζε πολύ καλά το μέγεθος της θείας αγαθότητος και φιλανθρωπίας. Και μόνον φαίνεται ότι χάριν αυτού ακριβώς δεν μυήθηκε κατά τρόπο άμεσο από τον ίδιο τον Θεό, για να αποκαλυφθή δηλαδή πλήρως ότι η πίστη με την οποία ζούσε κοντά στο Θεό ήταν αυτοπροαίρετη εκδήλωσή Της και να μη θεωρηθούν όλα σαν αποτελέσματα της δυνάμεως τού πείθοντος Θεού. Γιατί όπως ακριβώς εκείνοι από τους πιστούς που δεν είδαν και επίστευσαν είναι πια μακάριοι από όσους απαιτούν να δουν, έτσι κι αυτοί που έχουν πιστεύσει στα μηνύματα που έστειλε διά μέσου δούλων ο Δεσπότης έχουν περισσότερη φρόνηση από εκείνους πού χρειάσθηκε να τους πείση ο ίδιος. Το γεγονός πάλι ότι είχε συνείδηση πως δεν υπήρχε στην ψυχή της τίποτε το αταίριαστο προς το μυστήριο και πως τα ήθη της άρμοζαν προς αυτό τόσο πολύ, ώστε να μην κάνη μνεία καμιάς ανθρώπινης αδυναμίας, καθώς και το γεγονός ότι δεν αμφέβαλε για το πώς θα συμβούν όλα αυτά και δεν συζήτησε καθόλου για τους τρόπους που θα την οδηγούσαν στην καθαρότητα, ούτε είχε ανάγκη από μυσταγωγό, όλα αυτά δεν ξέρω αν είναι πράγματα που μπορούμε να υποθέσουμε ότι ανήκουν στην κτιστή φύση.
Γιατί κι αν ακόμη ήταν Χερουβείμ ή Σεραφείμ ή κάτι πολύ καθαρώτερο από τις αγγελικές αυτές υπάρξεις, πώς θα μπορούσε να υποφέρη αυτή τη φωνή; Πώς θα νόμιζε ότι ήταν δυνατό να εκπληρώση τις επαγγελίες; Πώς θά εύρισκε δύναμη κατάλληλη γι’ αυτά τα μεγαλειώδη έργα; Και ο Ιωάννης βέβαια, από τον οποίον «καvείς δεν υπήρξε ποτέ μεγαλύτερος», σύμφωνα με την κρίση του ίδιου του Σωτήρα, δεν αξίωσε τον εαυτό του ούτε τα υποδήματα Εκείνου να αγγίξη, κι αυτό καίτοι ο Κύριος εμφανιζόταν με την πτωχή ανθρώπινη φύση. Ενώ η Πανάμωμη τον ίδιο τον λόγο του Πατρός, την ίδια την υπόσταση του Θεού, και πριν ακόμη κενωθή, πήρε το θάρρος να φέρη μέσα στα σπλάχνα της. «Τις ειμί εγώ και τις ο οίκος του πατρός μου; Και εν εμοί, Κύριε, σώσεις τον Ισραήλ;» Τέτοιες φράσεις μπορεί κανείς ν’ ακούση από τους δικαίους, μολονότι καλούνται σε έργα πολλές φορές κι’ από πολλούς πραγματοποιημένα. Ενώ τη μακαρία Παρθένο ο Άγγελος την κάλεσε να πραγματοποιήση κάτι το εντελώς ασυνήθιστο, κάτι που δεν ήταν σύμφωνο με την ανθρώπινη φύση, που ξεπερνούσε τη λογική κατανόηση. Γιατί στ’ αλήθεια τι μικρότερο της ζητήθηκε από το να ανυψώση τη γη στον ουρανό, από το να μετακινήση και να αλλάξη, χρησιμοποιώντας σαν μέσο τον εαυτό Της, το σύμπαν; Kι όμως δεν ταράχθηκε ο λογισμός Της ούτε θεώρησε ότι δεν άξιζε γι’ αυτό το έργο. Αλλά όπως σε τίποτε δεν ενοχλούνται τα μάτια, όταν πλησιάζη το φως, κι όπως δεν είναι παράξενο να ισχυρισθή κανείς ότι, μόλις ανατείλη ο ήλιος, γίνεται ημέρα, έτσι καθόλου δεν παραξενεύθηκε η Παρθένος, όταν πληροφορήθηκε ότι θα μπορέση να δεχθή και να κυοφορήση μέσα της τον αχώρητο σε όλους τους τόπους Θεό. Και δεν άφησε βέβαια να περάση ανερεύνητη η προσφώνηση ούτε έπαθε τίποτε ανεξέταστα κι ούτε πάλι παρασύρθηχε από το πλήθος των εγκωμίων. Αλλά συγκέντρωσε την προσοχή της και με όλη της την ένταση εξέταζε το χαιρετισμό, ζητώντας να μάθη με ακρίβεια τόσο τον τρόπο της κυήσεως, όσο και κάθετι το σχετικό. Πέρα όμως από αυτά δεν ενδιαφέρεται καθόλου να ρωτήση αν είναι η ίδια ικανή και κατάλληλη για μια τόσο υψηλή διακονία, αν έχη αγνίσει όσο χρειάζεται το σώμα Της και την ψυχή Της. Εκπλήσσεται για τα θαυμάσια που επέρχονται στη φύση και αντιπαρέρχεται κάθετι που έχει σχέση με τη δική Της προπαρασκευή. Γι’ αυτό ζήτησε την εξήγηση για το πρώτο από το Γαβριήλ, ενώ το δεύτερο το ήξερε από τον εαυτό της. Το θάρρος προς το Θεό και την παρρησία τα εύρισκε πράγματι η Παρθένος μέσα της, αφού δεν είχε «την καρδίαν της καταγινώσκουσαν», όπως λέγει ο Ιωάννης, αλλά «συνηγορούσαν».
«Πώς θα γίνη αυτό;» ερωτά. Όχι γιατί έχω η ίδια ανάγκη από περισσότερη καθαρότητα και μεγαλύτερη αγιότητα, αλλά γιατί είναι νόμος της φύσεως να μην μπορούν να κυοφορήσουν όσοι, όπως εγώ, έχουν διαλέξει τη ζωή της παρθενίας. «Πώς θα γίνη αυτό, ερωτά, αφού δεν έχω σχέση με άνδρα;» Εγώ βέβαια, συνεχίζει, είμαι έτοιμη για την υποδοχή του Θεού. Έχω αρκετά προπαρασκευασθή. Πες μου όμως συ, αν η φύση θα συμμορφωθή και με ποιο τρόπο. Kαι τότε, μόλις ο Γαβριήλ ανακοίνωσε τον τρόπο της παράδοξης κυοφορίας λέγοντας το γνωστό: «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι» και τα εξήγησε όλα, η Παρθένος δεν αμφιβάλλει πλέον για το αγγελικό μήνυμα, ότι είναι μακαρία, τόσο γι’ αυτά, τα τόσο υπέροχα, στα οποία διακόνησε, όσο και γι’ αυτά στα οποία πίστεψε, ότι δηλαδή θα είναι αξία να αναλάβη αυτή τη διακονία.
Κι αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας ελαφρότητος. Ήταν η φανέρωση του θαυμαστού και απόρρητου εκείνου θησαυρού, που έκρυβε μέσα της η Παρθένος, θησαυρού γεμάτου από ύψιστη σύνεση, πίστη και καθαρότητα. Αυτό το έκανε φανερό το Πανάγιο Πνεύμα ονομάζοντας την Παρθένο μακαρία, ακριβώς επειδή αποδέχθηκε το μήνυμα και δεν δυσκολεύθηκε καθόλου να πιστέψη στις ουράνιες αγγελίες. Η μητέρα του Ιωάννου, πράγματι, μόλις γέμισε η ψυχή της από το Άγιο Πνεύμα, την εμακάρισε λέγοντας: «Ας είναι μακαρία αυτή που πίστεψε ότι θα πραγματοποιηθούν όσα της είπε ο Κύριος». Η ίδια η Παρθένος άλλωστε είχε ειπεί για τον εαυτό της απαντώντας στόν Άγγελο: «Ιδού η δούλη Κυρίου». Γιατί είναι, στ’ αλήθεια, δούλη του Kυρίoυ αυτή που τόσο βαθιά κατανόησε το μυστήριο του ερχομού του. Αυτή που, «όταν ήρθε» ο Δεσπότης και «έκρουσε», όπως λέγει η Γραφή, άνοιξε αμέσως την οικία της ψυχής και του σώματός της και χορήγησε έτσι σ’ Εκείνον που ήταν πριν από αυτήν ά-οικος πραγματικό κατοικητήριο ανάμεσα στους ανθρώπους.
Συνέβη στο σημείο αυτό κάτι παραπλήσιο μ’ εκείνο που συνέβη στον Αδάμ. Ενώ όλο το ορατό σύμπαν κτίσθηκε για χάρη δική του κι όλα τα υπόλοιπα κτίσματα είχαν βρει το καθένα τον κατάλληλο σύντροφό του, μόνο για τον Αδάμ δεν βρέθηκε, πριν από την Εύα, κατάλληλος βοηθός. Έτσι και για το Λόγο, που έφερε στην ύπαρξη τα πάντα κι όρισε για το κάθε πλάσμα του τον κατάλληλο τόπο, δεν υπήρχε κανείς τόπος και καμμιά κατοικία πριν από την Παρθένο. Η Παρθένος όμως δεν έδωσε «ύπνον τοις οφθαλμοίς ουδέ νυσταγμόν τοις βλεφάροις» ως τη στιγμή που πρόσφερε σ’ Αυτόν σκήνωμα και τόπο. Γιατί βέβαια τα λόγια αυτά πρέπει να τα θεωρήσουμε σαν φωνή της Πανάγνου, που την πρόφερε η γλώσσα του Δαυΐδ, μια κι αυτός ήταν ο αρχηγός της γενιάς της. Όπως ακριβώς, σύμφωνα μ’ αυτά που λέγει ο Παύλος, στο πρόσωπο του Αβραάμ, που έδωσε τη δεκάτη στο Μελχισεδέκ, έχει δώσει δεκάτη και ο Λευΐ «εν τη οσφύϊ του πατρός ών».
Αλλά το πιο μεγάλο και πιο παράδοξο από όλα είναι ότι, χωρίς τίποτε να ξέρη από πριν, χωρίς καμιά προειδοποίηση τόσο πολύ ήταν προετοιμασμένη για το μυστήριο, ώστε μόλις φάνηκε ξαφνικά ο Θεός, να είναι σε θέση να τον υποδεχθή όπως έπρεπε, με ψυχή έτοιμη και άγρυπνη και σταθερή. Κι αυτό το λόγο, που ήταν κατάλληλος και άρμοζε σ’ αυτήν, απάντησε για να γνωρίσουν όλοι oι άνθρωποι τη σωφροσύνη με την οποία έζησε πάντοτε η μακαρία Παρθένος, πόσο δηλαδή ήταν ανώτερη από την ανθρώπινη φύση, πόσο ήταν πρωτοφανής, πόσο ήταν μεγαλύτερη από όσο μπορούσαν να καταλάβουν oι άνθρωποι, Αυτή που άναψε μέσα στην ψυχή της τόσο σφοδρό έρωτα για το Θεό, όχι γιατί της είχαν προαγγελθή αυτά που επρόκειτο να της συμβούν προσωπικά και στα οποία αυτή μόνο θα λάβαινε μέρος, αλλά χάρις στις γενικές δωρεές που δόθηκαν ή επρόκειτο να δοθούν από τον Θεό στους ανθρώπους. Γιατί, όπως ο Ιώβ θαυμάζεται όχι τόσο για την υπομονή που έδειξε μέσα στις συμφορές του, όσο γιατί δεν ήξερε τι επρόκειτο να του δοθή σαν αμοιβή γι’ αυτό τον αγώνα της υπομονής, έτσι κι εκείνη ανέδειξε τον εαυτό της άξιο να λάβη τις δωρεές που ξεπερνούν κάθε ανθρώπινη λογική, χάρις σ’ αυτά που δεν εγνώριζε. Υπήρξε νυμφικός θάλαμος, χωρίς να περιμένη το Νυμφίο. Ήταν ουρανός, μολονότι αγνοούσε ότι μέσα από αυτή επρόκειτο να ανατείλη ο Ήλιος.
Τι είναι δυνατόν να εξισωθή με του νου αυτού τη μεγαλωσύνη; Και ποιά θα ήταν αν τα ήξερε όλα με σαφήνεια από πριν και είχε έτσι και της ελπίδας τα φτερά; Γιατί όμως δεν τα είχε πληροφορηθή προηγουμένως; Μήπως επειδή μ’ αυτό γίνεται φανερό ότι δεν υπήρχε άλλος χώρος στον οποίον έπρεπε να προχωρήση, αφού δεν είχε αφήσει αξεπέραστη καμιά κορυφή αγιότητος, κι ότι δεν υπήρχε τίποτε το οποίο όφειλε να προσθέση σ’ αυτά που είχε, ούτε ήταν δυνατόν να γίνη καλύτερη στην αρετή, αφού κατέλαβε την ίδια την κορυφή; Γιατί, αν ήταν πραγματοποιήσιμα αυτά και υπήρχε, πέρα από όσα είχε ήδη κατορθώσει, και μια κάποια άλλη κορυφή αρετής, δεν θα την αγνοούσε η Παρθένος, αφού αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ήρθε στη ζωή, και αφού ο Θεός διδάσκει, έτσι ώστε να μπορή να τη διατρέξη και αυτή και να είναι καλύτερα προπαρασκευασμένη για τη διακονία του μυστηρίου. Διότι δεν είναι δυνατόν να ισχυρισθή κανείς ότι δεν θα είχε δήθεν η Παρθένος εξ αιτίας αυτών των ελπίδων μεγαλύτερη έφεση για την αρετή, αν βέβαια ήταν ποτέ δυνατόν να συμβή αυτό. Αλλά αυτή ακριβώς η άγνοιά της την απέδειξε ακόμη καλύτερη, αυτην η οποία, παρ’ όλο ότι δεν υπήρχαν εκείνα που θα μπορούσαν να την ωθήσουν στην αρετή, τόσο πολύ τελειοποίησε την ψυχή της, ώστε διαλέχθηκε από το δίκαιο Θεό μέσα από ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Ούτε πάλι είναι φυσικό για το Θεό να μην είχε κοσμήσει τη μητέρα του με όλα τα αγαθά και να μην την είχε πλάσει κατά τον καλύτερο και τελειότερο τρόπο.
Με το γεγονός λοιπόν ότι είχε σιωπήσει και δεν της προείπε τίποτε από αυτά που επρόκειτο να συμβούν απoδείχθηκε ότι δεν εγνώριζε τίποτε καλύτερο ή μεγαλύτερο από όσα έβλεπε να έχη κατορθώσει η Παρθένος. Kαι από αυτό πάλι γίνεται φανερό ότι διάλεξε για μητέρα του όχι απλώς την καλύτερη ανάμεσα σ’ αυτές που υπήρχαν, αλλά την απόλυτα καλύτερη. Ούτε εκείνη που ταίριαζε σ’ Αυτόν περισσότερο από όλους μέσα στο ανθρώπινο γένος, αλλά αυτήν που ταίριαζε απόλυτα, έτσι ώστε να πρέπη να είναι μητέρα του.
Γιατί ήταν βέβαια οπωσδήποτε ανάγκη να παρουσιάση κάποτε η φύση των ανθρώπων τον εαυτό της κατάλληλο για το έργο εκείνο για το οποίο δημιουργήθηκε. Να φέρη δηλαδή στη ζωή κάποιον άνθρωπο που να μπορή να διακονήση άξια στο σκοπό του Δημιουργού. Εμείς βέβαια δεν δυσκολευόμαστε να παραβιάζουμε το σκοπό για τον οποίον κατασκευάσθηκαν τα διάφορα εργαλεία χρησιμοποιώντας τα άλλοτε στη μια κι άλλοτε στην άλλη τέχνη. Ο Δημιουργός όμως δεν έδωκε στην ανθρώπινη φύση ένα προορισμό στην αρχή και μετά τον άλλαξε. Από την πρώτη στιγμή την έπλασε τέτοια, ώστε, όταν θα χρειαζόταν να γεννηθή, να πάρη από αυτή τη μητέρα. Κι αφού έδωκε πρώτα αυτόν το προορισμό στην ανθρώπινη φύση, έπλασε στη συνέχεια τον άνθρωπο χρησιμοποιώντας για κανόνα αυτή τη σαφή χρησιμότητα. Ήταν επομένως ανάγκη να υπάρξη κάποτε ένας άνθρωπος που να μπορή να εκπληρώση αυτόν το σκοπό. Γιατί βέβαια ούτε επιτρέπεται να μη θεωρήσουμε σαν σκοπό της δημιουργίας του ανθρώπου τον καλύτερο από όλους, εκείνον που προξενεί στον Τεχνίτη τη μεγαλύτερη τιμή και δόξα, ούτε πάλι είναι δυνατό να νομίσουμε ότι μπορεί κατά οποιονδήποτε τρόπο να αποτύχη ο Θεός σ’ αυτά που δημιουργεί. Αυτό βέβαια αποκλείεται, αφού ακόμη κι oι κτίστες κι oι ράφτες κι οι υποδηματοποιοί κατορθώνον να φτιάχνουν τα έργα τους πάντοτε σύμφωνα προς το σκοπό που θέλουν, αν κι αυτοί δεν εξουσιάζουν εντελώς την ύλη. Kαι μολονότι το υλικό που χρησιμοποιούν δεν τους υπακούει πάντοτε, μολονότι μερικές φορές τους εναντιώνεται, αυτοί κατορθώνουν με την τέχνη τους να το υποτάξουν και να το σύρουν προς το σκοπό τους. Άν λοιπόν το κατορθώνουν αυτοί, πόσο φυσικώτερο είναι να το επιτύχη ο Θεός, που δεν είναι απλώς ο κυρίαρχος της ύλης, αλλά και ο δημιουργός της, που, όταν τη δημιούργησε, ήξερε πώς θα την χρησιμοποιήση. Τι λοιπόν θα εμπόδιζε να είναι η ανθρώπινη φύση σε όλα σύμφωνη προς το σκοπό για τον οποίον δημιουργήθηκε; Ο Θεός είναι αυτός που κυβερνά την οικονομία. Κι αυτό ακριβώς είναι το μεγαλύτερο έργο Του, το κατ’ εξοχήν έργο των χειρών Του. Και την πραγματοποίησή του δεν την εμπιστεύθηκε σε κανέναν άνθρωπο ή Άγγελο, αλλά την κράτησε ο ίδιος για τον εαυτό Του. Δεν είναι λοιπόν λογικό να φρόντισε ο Θεός περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τεχνίτη, να τηρήση κατά τη δημιουργία τους κανόνες που έπρεπε; Και μάλιστα, όταν δεν πρόκειται για ένα οποιοδήποτε, αλλά για το καλύτερο από τα δημιουργήματά του; Σε ποιον δε άλλον από όλους θα έδινε ο Θεός αυτό που χρειαζόταν, αν όχι στον εαυτόν του; Και πράγματι ο Παύλος ζητεί από τον Επίσκοπο να προσπαθή πριν από τις φροντίδες για το κοινό καλό να διευθετή σωστά ό,τι έχει σχέση με τον εαυτό του και τον οίκο του.
Έχει καλώς. Όταν λοιπόν όλα αυτά συνέβηκε να βρεθούν μαζί: ο δικαιότατος κυβερνήτης του σύμπαντος, ο καταλληλότατος διάκονος του σχεδίου του Θεού, το καλύτερο από όλα τα έργα του Δημιουργού όλων των αιώνων, πώς ήταν δυνατόν να μην είναι εδώ κάθετι που έπρεπε; Γιατί ήταν βέβαια άνάγκη να διατηρηθή η αρμονία και η απόλυτη συμφωνία σε όλα τα σημεία και τίποτε το αταίριαστο να μην υπάρξη στο μεγάλο και θαυμαστό αυτό έργο. Γιατί ο Θεός είναι ο κατ’ εξοχήν δίκαιος. Αυτός που δημιούργησε τα πάντα όπως έπρεπε και τα «ζυγίζει όλα στη ζυγαριά της δικαιοσύνης Του». Σαν απάντηση λοιπόν σ’ όλα αυτά, που ζητούσε η δικαιοσύνη του Θεού, η Παρθένος, μόνη γι’ αύτό κατάλληλη, πρόσφερε τον Υιό της. Κι έγινε μητέρα εκείνου, του οποίου ήταν κατά πάντα δίκαιo να είναι μητέρα. Κι αν λοιπόν καμμιά άλλη ωφέλεια δεν επρόκειτο να προέλθη από το γεγονός ότι έγινε ο Θεός υιός ανθρώπου, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως το ότι ήταν κατά πάντα δίκαιο να γίνη η Παρθένος μητέρα του Θεού, έφθανε για να προκαλέση τη σάρκωση του Λόγου. Kαι πως ακόμη το γεγονός ότι ο Θεός δεν ήταν δυνατόν παρά να αποδώση στο κάθε πλάσμα Του εκείνο που του άρμοζε, να ενεργή δηλαδή πάντοτε με δικαιοσύνη, ήταν αρκετή αιτία για να προκαλέση αυτόν τον καινούργιο τρόπο υπάρξεως των δύο φύσεων.
Γιατί, αν η Πανάμωμη τήρησε όλα εκείνα που είχε υποχρέωση να τηρήση, αν αποδείχθηκε άνθρωπος τόσο ευγνώμων και δεν παρέλειψε τίποτε απ’ όσα του χρωστούσε, πως είναι δυνατόν να μη φερόταν εξίσου δίκαια και ο Θεός; Αν η Παρθένος δεν παρέλειψε τίποτε από αυτά που μπορούν να αναδείξουν τη μητέρα του Θεού και Τον αγάπησε με τόσο σφοδρό έρωτα, θα ήταν βέβαια εντελώς απίθανο να μη θεωρήση ο Θεός υποχρέωσή του να της δώση ισάξια αμοιβή, να γίνη υιός της. Γιατί πάλι, αν δίνη ο Θεός στους πονηρούς άρχοντα σύμφωνα με την επιθυμία τους, πώς δεν θα έπαιρνε για μητέρα του αυτή που αποδείχθηκε κατά πάντα σύμφωνη με την δική του επιθυμία; Τόσο πολύ πράγματι ήταν συγγενικό και ταιριαστό στη μακαρία αυτό το δώρο. Γι’ αυτό, όταν της είπε με σαφήνεια ο Γαβριήλ ότι θα γεννήση τον ίδιο τον Θεό -γιατί αυτό φανέρωσε λέγοντας ότι αυτός που θά γεννηθή «βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος»- η Παρθένος δέχθηκε την είδηση με χαρά, σαν να άκουσε κάτι συνηθισμένο, κάτι που δεν ήταν καθόλου παράξενο ούτε αταίριαστο προς αυτά που συνήθως συμβαίνουν. Κι έτσι με γλώσσα μακαρία, με ψυχή καθαρή από ανησυχίες, με σκέψεις γεμάτες γαλήνη: «Ιδού η δούλη Κυρίου, είπε, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου».
Αυτά είπε κι αμέσως όλα πραγματοποιήθηκαν. «Και ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Έτσι, μόλις η Παρθένος έδωσε την απάντησή της στο Θεό, δέχεται αμέσως από αυτόν το Πνεύμα, που δημιουργεί την ομόθεη εκείνη σάρκα. Ήταν λοιπόν η φωνή της «φωνή δυνάμεως», όπως είπε ο Δαυΐδ. Και πλάθεται έτσι με λόγο μητρικό ο του Πατρός Λόγος. Και κτίζεται με την φωνή του κτίσματος ο Δημιουργός. Κι όπως, μόλις είπε ο Θεός «γενηθήτω φως», έγινε αμέσως φως, έτσι αμέσως με τη φωνή της Παρθένου το αληθινό ανέτειλε Φώς κι ενώθηκε με την ανθρώπινη σάρκα και κυοφορήθηκε αυτός που φωτίζει «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Ω φωνή ιερή! Ω λόγια που κατορθώσατε τέτοιο μεγαλείο! Ω γλώσσα ευλογημένη, που ανακάλεσες μεμιάς από την εξορία ολόκληρη την οικουμένη! Ω θησαυρέ ψυχής αγνής, που με τα λίγα λόγια της σκόρπισε σε μας τέτοια αφθονία αγαθών! Γιατί αυτά τα λόγια μετέτρεψαν τη γη σε ουρανό κι άδειασαν τον Άδη ελευθερώνοντας τους φυλακισμένους. Έκαμαν να κατοικηθή από ανθρώπους ο ουρανός και φέρνοντας τόσο κοντά τους Αγγέλους στους ανθρώπους συνέπλεξαν το ουράνιο και το ανθρώπινο γένος σ’ ένα μοναδικό χορό γύρω από αυτόν που είναι ταυτόχρονα και τα δυο, αυτόν που, όντας Θεός, έγινε άνθρωπος.
Γι’ αυτά Σου τα λόγια ποια ευχαριστία θα ήταν άξια να Σου προσφερθή από μας; Πώς να σε προσφωνήσουμε Εσένα, που δεν υπάρχει τίποτε αντάξιό σου ανάμεσα στους ανθρώπους; Γιατί τα δικά μας τα λόγια είναι γήινα, ενώ Σύ ξεπέρασες όλου του κόσμου τις κορυφές. Αν λοιπόν χρειάζεται να Σου προσφερθούν τιμητικοί λόγοι, αυτό νομίζω πως πρέπει να είναι έργο Αγγέλων, νου χερουβικού, πύρινης γλώσσας. Γι’ αυτό κι εμείς, αφού θυμηθήκαμε όσο μπορούσαμε τα κατορθώματά Σου και υμνήσαμε κατά τη δύναμή μας Εσένα, την ίδια μας τη σωτηρία, ζητούμε τώρα να βρούμε αγγελική φωνή. Kαι καταλήγουμε στην προσφώνηση του Γαβριήλ, τιμώντας έτσι και την ίδια μας την ομιλία: «Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου»!
Αλλά δώσε, Παρθένε, όχι μόνο να μιλάμε για όσα φέρνουν τιμή και δόξα σ’ Αυτόν και σ’ Εσένα που τον εγέννησες, αλλά και να τα εφαρμόζουμε. Προετοίμασέ μας δηλαδή να γίνουμε κι εμείς οικητήρια δικά Του γιατί σ’ Αυτόν αρμόζει η δόξα εις τους αιώνες. Αμήν.
(Πηγή: Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, «Η Θεομήτωρ (Τρείς Θεομητορικές Ομιλίες)», κείμενο, μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια: Παν. Νέλλας, Σειρά «Επί τας Πηγάς», εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα, 1995, Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος )
Γιά τή Θεομήτορα,
Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης
Ὅταν ἡ ψυχή κατέχεται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε, ὤ, πῶς εἶναι ὅλα εὐχάριστα, ἀγαπημένα καί χαρούμενα. Αὐτή ἡ ἀγάπη ὅμως συνεπάγεται θλίψη· κι ὅσο βαθύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη, τόσο μεγαλύτερη εἶναι κι ἡ θλίψη.
Ἡ Θεοτόκος δέν ἁμάρτησε ποτέ, οὔτε κἄν μέ τό λογισμό, καί δέν ἔχασε ποτέ τή Χάρη, ἀλλά κι Αὐτή εἶχε μεγάλες θλίψεις. Ὅταν στεκόταν δίπλα στό Σταυρό, τότε ἦταν ἡ θλίψη Της ἀπέραντη σάν τόν ὠκεανό κι οἱ πόνοι τῆς ψυχῆς Της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτεροι ἀπό τόν πόνο τοῦ Ἀδάμ μετά τήν ἔξωση ἀπό τόν Παράδεισο, γιατί κι ἡ ἀγάπη Της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Ἀδάμ στόν Παράδεισο. Κι ἄν ἐπέζησε, ἐπέζησε μόνο μέ τή Θεία δύναμη, μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ Κυρίου, γιατί ἦταν θέλημά Του νά δῆ τήν Ἀνάσταση κι ὕστερα, μετά τήν Ἀνάληψή Του, νά παραμείνη παρηγοριά καί χαρά τῶν Ἀποστόλων καί τοῦ νέου χριστιανικοῦ λαοῦ.
Ἐμεῖς δέν φτάνουμε στήν πληρότητα τῆς ἀγάπης τῆς Θεοτόκου, καί γι᾽ αὐτό δέν μποροῦμε νά ἐννοήσωμε πλήρως τό βάθος τῆς θλίψεώς Της. Ἡ ἀγάπη Της ἦταν τέλεια. Ἀγαποῦσε ἄπειρα τό Θεό καί Υἱό Της, ἀλλ᾽ ἀγαποῦσε καί τό λαό μέ μεγάλη ἀγάπη. Καί τί αἰσθανόταν τάχα, ὅταν ἐκεῖνοι, πού τόσο πολύ ἀγαποῦσε ἡ Ἴδια καί πού τόσο πολύ ποθοῦσε τή σωτηρία τους, σταύρωναν τόν ἀγαπημένο Υἱό Της;
Αὐτό δέν μποροῦμε νά τό συλλάβωμε, γιατί ἡ ἀγάπη μας γιά τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους εἶναι λίγη. Κι ὅμως ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας ὑπῆρξε ἀπέραντη καί ἀκατάληπτη, ἔτσι ἀπέραντος ἦταν κι ὁ πόνος Της πού παραμένει ἀκατάληπτος γιά μᾶς.
Ἄσπιλε Παρθένε Θεοτόκε, πές σ᾽ ἐμᾶς τά παιδιά Σου, πῶς ἀγαποῦσες τόν Υἱό Σου καί Θεό, ὅταν ζοῦσες στή γῆ; Πῶς χαιρόταν τό πνεῦμα Σου γιά τό Θεό καί Σωτῆρα Σου; Πῶς ἀντίκρυζες τήν ὀμορφιά τοῦ προσώπου Του; Πῶς σκεφτόσουν ὅτι Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος, πού Τόν διακονοῦν μέ φόβο καί ἀγάπη ὅλες οἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν;
Πές μας, τί ἔνοιωθε ἡ ψυχή Σου, ὅταν κρατοῦσες στά χέρια Σου τό Θαυμαστό Νήπιο; Πῶς τό ἀνέτρεφες; Πῶς πονοῦσε ἡ ψυχή Σου, ὅταν μαζί μέ τόν Ἰωσήφ Τόν ἀναζητοῦσες τρεῖς μέρες στήν Ἱερουσαλήμ; Ποιάν ἀγωνία ἔζησες, ὅταν ὁ Κύριος παραδόθηκε στήν σταύρωση καί πέθανε στό Σταυρό;
Πές μας, ποιά χαρά αἰσθάνθηκες γιά τήν Ἀνάσταση ἤ πῶς σπαρταροῦσε ἡ ψυχή Σου ἀπό τόν πόθο τοῦ Κυρίου μετά τήν Ἀνάληψη;
Οἱ ψυχές μας λαχταροῦν νά γνωρίσουν τή ζωή Σου μέ τόν Κύριο στή γῆ· ἀλλά Σύ δέν εὐδόκησες νά τά παραδώσης ὅλ᾽ αὐτά στή Γραφή, ἀλλά σκέπασες τό μυστήριό Σου μέ σιγή.
Πολλά θαύματα καί ἐλέη εἶδα ἀπό τόν Κύριο καί τή Θεοτόκο, ἀλλά μοῦ εἶναι τελείως ἀδύνατο ν᾽ ἀνταποδώσω κάπως αὐτή τήν ἀγάπη.
Τί ν᾽ ἀναταποδώσω ἐγώ στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, πού δέν μέ περιφρόνησε ἐνῶ ἤμουν βυθισμένος στήν ἁμαρτία, ἀλλά μ᾽ ἐπισκέφθηκε σπλαγχνικά καί μέ συνέτισε; Δέν Τήν εἶδα, ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νά Τήν ἀναγνωρίσω ἀπό τά γεμάτα χάρη λόγια Tης καί τό πνεῦμα μου χαίρεται κι ἡ ψυχή μου παρασύρεται τόσο ἀπό τήν ἀγάπη πρός Αὐτήν, ὥστε καί μόνη ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Tης γλυκαίνη τήν καρδιά μου.
Ὅταν ἤμουν νεαρός ὑποτακτικός, προσευχόμουν μιά φορά μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καί μπῆκε τότε στήν καρδιά μου ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ κι ἄρχισε ἀπό μόνη της νά προφέρεται ἐκεῖ.
Μιά ἄλλη φορά ἄκουγα στήν ἐκκλησία τήν ἀνάγνωση τῶν προφητειῶν τοῦ Ἡσαΐα, καί στίς λέξεις «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε» (Ἡσ. α ́ 16) σκέφτηκα: «Μήπως ἡ Παναγία ἁμάρτησε ποτέ, ἔστω καί μέ τό λογισμό;». Καί, ὤ τοῦ θαύματος! Μέσα στήν καρδιά μου μιά φωνή ἑνωμένη μέ τήν προσευχή πρόφερε ρητῶς: «Ἡ Θεοτόκος ποτέ δέν ἁμάρτησε, οὔτε κἄν μέ τήν σκέψη». Ἔτσι τό Ἅγιο Πνεῦμα μαρτυροῦσε στήν καρδιά μου γιά τήν ἁγνότητά Της.
Ἐν τούτοις κατά τόν ἐπίγειο βίο Tης δέν εἶχε ἀκόμα τήν πληρότητα τῆς γνώσεως καί ὑπέπεσε σ᾽ ὁρισμένα ἀναμάρτητα λάθη ἀτέλειας. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό Εὐαγγέλιο· ὅταν ἐπέστρεφε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ, δέν ἤξερε πού εἶναι ὁ Υἱός Της καί Τόν ἀναζητοῦσε τρεῖς μέρες μέ τόν Ἰωσήφ (Λουκ. β ́ 44-46).
Ἡ ψυχή μου γεμίζει ἀπό φόβο καί τρόμο, ὅταν ἀναλογίζωμαι τή δόξα τῆς Θεομήτορος.
Εἶναι ἐνδεής ὁ νοῦς μου καί φτωχή κι ἀδύναμη ἡ καρδιά μου, ἀλλά ἡ ψυχή μου χαίρεται καί παρασύρομαι στό νά γράψω ἔστω καί λίγα λόγια γι᾽ Αὐτήν.
Ἡ ψυχή μου φοβᾶται νά τό ἀποτολμήση, ἀλλά ἡ ἀγάπη μέ πιέζει νά μήν κρύψω τίς εὐεργεσίες τῆς εὐσπλαγχνίας Tης.
Ἡ Θεοτόκος δέν παρέδωσε στή Γραφή οὔτε τίς σκέψεις Tης οὔτε τήν ἀγάπη Tης γιά τόν Υἱό καί Θεό Tης οὔτε τίς θλίψεις τῆς ψυχῆς Tης, κατά τήν ὥρα τῆς σταυρώσεως, γιατί οὔτε καί τότε θά μπορούσαμε νά τά συλλάβωμε. Ἡ ἀγάπη Tης γιά τό Θεό ἦταν ἰσχυρότερη καί φλογερότερη ἀπό τήν ἀγάπη τῶν Χερουβείμ καί τῶν Σεραφείμ κι ὅλες οἱ Δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων ἐκπλήσσονται μ᾽ Αὐτήν.
Παρ᾽ ὅλο ὅμως πού ἡ ζωή τῆς Θεοτόκου σκεπαζόταν, θά λέγαμε, ἀπό τήν ἅγια σιγή, ὁ Κύριος ὅμως φανέρωσε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πώς ἡ Παναγία μας ἀγκαλιάζει μέ τήν ἀγάπη Tης ὅλο τόν κόσμο καί βλέπει μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς καί, ὅπως καί ὁ Υἱός Tης, ἔτσι κι Ἐκείνη σπλαγχνίζεται καί ἐλεεῖ τούς πάντες.
Ὤ, καί νά γνωρίζαμε πόσο ἀγαπᾶ ἡ Παναγία ὅλους, ὅσους τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, καί πόσο λυπᾶται καί στενοχωριέται γιά κείνους πού δέν μετανοοῦν! Αὐτό τό δοκίμασα μέ τήν πείρα μου.
Δέν ψεύδωμαι, λέω τήν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πώς γνωρίζω πνευματικά τήν Ἄχραντη Παρθένο. Δέν Τήν εἶδα, ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νά γνωρίσω Αὐτήν καί τήν ἀγάπη Tης γιά μᾶς. Χωρίς τήν εὐσπλαγχνία Tης ἡ ψυχή θά εἶχε χαθῆ ἀπό πολύν καιρό. Ἐκείνη ὅμως εὐδόκησε νά μ᾽ ἐπισκεφθῆ καί νά μέ νουθετήση, γιά νά μήν ἁμαρτάνω. Μοῦ εἶπε: «Δέν μ᾽ ἀρέσει νά βλέπω τά ἔργα σου». Τά λόγια Της ἦταν εὐχάριστα, ἤρεμα, μέ πραότητα καί συγκίνησαν τήν ψυχή. Πέρασαν πάνω ἀπό σαράντα χρόνια, μά ἡ ψυχή μου δέν μπορεῖ νά λησμονήση ἐκείνη τή γλυκειά φωνή καί δέν ξέρω πῶς νά εὐχαριστήσω τήν ἀγαθή καί σπλαγχνική Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Ἀληθινά, Αὐτή εἶναι ἡ βοήθειά μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί μόνο τ᾽ ὄνομά Της χαροποιεῖ τήν ψυχή. Ἀλλά κι ὅλος ὁ οὐρανός κι ὅλη ἡ γῆ χαίρονται μέ τήν ἀγάπη Tης.
Ἀξιοθαύμαστο κι ἀκατανόητο πράγμα. Ζῆ στούς οὐρανούς καί βλέπει ἀδιάκοπα τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν λησμονεῖ κι ἐμᾶς τούς φτωχούς κι ἀγκαλιάζει μέ τήν εὐσπλαγχνία Της ὅλη τή γῆ κι ὅλους τούς λαούς.
Κι Αὐτή τήν Ἄχραντη Μητέρα Του ὁ Κύριος τήν ἔδωσε σ᾽ ἐμᾶς.
Αὐτή εἶναι ἡ χαρά καί ἡ ἐλπίδα μας.
Αὐτή εἶναι ἡ πνευματική μας Μητέρα καί βρίσκεται κοντά μας κατά τή φύση σάν ἄνθρωπος καί κάθε χριστιανική ψυχή ἑλκύεται ἀπό τήν ἀγάπη πρός Αὐτήν.
(Πηγή: ἀπό το βιβλίο «Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης», Ἔκδ.Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου ΕΣΣ, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου )
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’.
Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό Κεφάλαιον, καί τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος Μυστηρίου ἡ φανέρωσις· ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, Υἱός τῆς Παρθένου γίνεται, καί Γαβριήλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται. Διό καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’.
Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τά νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε. Ἀλλ᾽ ὡς ἔχουσα τό κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε.
Κάθισμα Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὁ μέγας Στρατηγός, τῶν ἀΰλων ταγμάτων, εἰς πόλιν Ναζαρέτ, ἐπιστὰς Βασιλέα, μηνύει σοι Ἄχραντε, τῶν αἰώνων καὶ Κύριον· Χαῖρε, λέγων σοι, Εὐλογημένη Μαρία, ἀκατάληπτον, καὶ ἀνερμήνευτον θαῦμα, βροτῶν ἡ ἀνάκλησις.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Σήμερον ἅπασα κτίσις ἀγάλλεται, ὅτι τὸ χαῖρέ σοι φωνεῖ Ἀρχάγγελος, εὐλογημένη σὺ Σεμνή, καὶ Ἄχραντε πανάμωμε. Σήμερον τοῦ ὄφεως, ἀμαυροῦται τὸ φρύαγμα· ἀρᾶς γὰρ διαλέλυται, τοῦ Προπάτορος σύνδεσμος. Διὸ καὶ κατὰ πάντα βοῶμέν σοι· Χαῖρε ἡ Κεχαριτωμένη.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος δ'. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Γαβριὴλ ἐξ οὐρανοῦ, τὸ Χαῖρε κράζει τῇ σεμνῇ, ὅτι συλλήψῃ ἐν γαστρί, τὸν προαιώνιον Θεόν, τὸν διὰ λόγου τὰ πέρατα συστησάμενον· ὅθεν Μαριὰμ ἀπεφθέγγετο· Ἄνανδρός εἰμι, καὶ πῶς τέξω Υἱόν; ἄσπορον γονὴν τὶς ἑώρακε; καὶ ἑρμηνεύων ἔλεγεν ὁ Ἄγγελος, τῇ Θεοτόκῳ καὶ Παρθένῳ· Ἐλεύσεταί σοι· Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ'.Αὐλῶν ποιμενικῶν.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ γῆς νῦν κατῆλθεν, ὁ Ἄγγελος βοῶν, τῇ Παρθένῳ ἐπέστη· Χαῖρε Εὐλογημένη, ἡ τὴν σφραγῖδα μόνη φυλάξασα, ἐν μήτρᾳ δεξαμένη, τὸν πρὸ αἰώνων Λόγον καὶ Κύριον, ἵνα ἐκ πλάνης σώσῃ ὡς Θεός, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος πρωτοστάτης, οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ, σωματούμενόν σε θεωρῶν Κύριε, ἐξίστατο καὶ ἵστατο, κραυγάζων πρὸς αὐτὴν τοιαῦτα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος , Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ Ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν Ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Μεγαλυνάριον
Νῦν εὐαγγελίζεται Γαβριήλ, τὸ χαῖρε κραυγάζων, μετὰ δέους τῇ Μαριάμ. Ὢ τοῦ ξένου τρόπου! ἐν μήτρᾳ γὰρ ἀχράντῳ, συνείληπται ὁ Πλάστης σῴζων ὃν ἔπλασε.
Πηγή: ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ , Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα , users.uoa.gr/~nektar/ , Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος , Ιερά Μητρόπολις Μόρφου , Ορθόδοξος Συναξαριστής