Μέρος Α' › Τα πρώτα χρόνια
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1384 και ανήμερα της εορτής της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, στα Τρίκαλα Θεσσαλίας, γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Μόρφης. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας, είχε άλλα επτά αδέλφια, έμεινε ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία. Έτσι η φροντίδα της ανατροφής τους, έπεσε εξ' ολοκλήρου στους ώμους της μητέρας του. Αυτή με μόχθο προσπαθούσε, όχι μόνο να συντηρήσει τα παιδιά της, μα και να τα καθοδηγήσει στον δρόμο της αρετής και του Χριστού. Το 1395 την Θεσσαλία κατέλαβε ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Α' με τα στρατεύματά του. Για τους θριάμβους του στον πόλεμο και την αγριότητά του επονομαζόταν Κεραυνός. Επειδή οι Έλληνες δεν παραδόθηκαν αμέσως στις προσταγές του, η διοίκηση που επέβαλε, ήταν σκληρή και τυραννική. Ήταν δε αυτός που εφάρμοσε το φοβερό "παιδομάζωμα". Την στρατολόγηση δηλαδή νέων αγοριών 14-18 χρονών ή και μικρότερων για την δημιουργία ενός σώματος φανατικών Τούρκων εναντίον των Ρωμιών.
Τα μικρά Ελληνόπουλα που έπαιρναν, τα έστελναν σε ειδικά διαμορφωμένα στρατόπεδα και τα εκπαίδευαν με πολλή αυστηρότητα, ώστε να γίνουν ανελέητοι πολεμιστές. Αφοσιωμένοι απόλυτα στο Ισλάμ, τον Προφήτη τους Μωάμεθ και στον Σουλτάνο, αποτελούσαν τις ορδές των Γενιτσάρων, που σκορπούσαν τον τρόμο και τον θάνατο απ' όπου περνούσαν. Απολάμβαναν ιδιαίτερες εξουσίες και προνόμια ως το εκλεκτότερο τμήμα του Τουρκικού στρατού.
Ο Κωνσταντίνος στο μοναστήρι
Μέσα σε αυτό το φοβερό κλίμα που επικρατούσε στην σκλαβωμένη Ελλάδα, μόνη παρηγοριά των χριστιανών ήταν οι εκκλησίες και τα μοναστήρια. Εκεί έβρισκαν προστασία και παρηγοριά, όλοι οι διωκόμενοι από τους Τούρκους. Είναι ανυπολόγιστη η προσφορά της εκκλησίας μας και η βοήθεια που πρόσφερε τα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας. Έτσι η μητέρα του Κωνσταντίνου, προκειμένου να έχει και ο γιος της την ίδια τύχη των άλλων δεκαπεντάχρονων, τον προέτρεψε να φύγει από τα Τρίκαλα για να γλιτώσει. Ο Κωνσταντίνος, έχοντας μία ιδιαίτερη κλίση και αγάπη από μικρός προς την εκκλησία και την εκκλησιαστική ζωή, δέχτηκε ευχαρίστως να πάει σε μοναστήρι. Με τις ευχές και τα δάκρυα της μητέρας του και με τη βοήθεια του Χριστού, αφού αποχαιρέτησε και τ' αδέλφια του, ξεκίνησε προς νότο.
Έχοντας μόνο ένα ταγάρι με ψωμί, τυρί και ελιές για να τρέφεται στο ταξίδι, έκανε το σταυρό του και πήρε τον δρόμο, ψάχνοντας ασφαλέστερες περιοχές και μοναστήρια. Η Θεία Χάρη, οδήγησε τα βήματά του στην ξακουστή ανδρική Σταυροπηγιακή Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Αττική. Στην περιοχή αυτή, κοντά στην Νέα Μάκρη, από τον δέκατο και ενδέκατο αιώνα, υπήρχαν κελιά, καλύβες και ασκητήρια, όπου δεκάδες χριστιανοί με πίστη, ακολουθούσαν το δρόμο του Χριστού προς την Σωτηρία. Έτσι η τοποθεσία εκεί ονομάσθηκε το "Όρος των Αμώμων" δηλαδή των "καθαρών". Ο νεαρός Κωνσταντίνος, χτύπησε την πόρτα του μοναστηριού και ζήτησε την προστασία των μοναχών. Φτιαγμένο σ' ένα ειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον, γεμάτο πεύκα, ελιές και πλούσια βλάστηση, ατένιζε την θάλασσα, γαληνεμένη το καλοκαίρι, ανταριασμένη το χειμώνα, πρόσφερε ησυχία, ερημιά και σε προκαλούσε σε πνευματικές αναζητήσεις. Τον δέχτηκαν ως δόκιμο για μερικά χρόνια, μέχρι να φτάσει στην κατάλληλη ηλικία για μοναχός. Εκεί ο νεαρός βρήκε τον δρόμο του. Η αγνή καρδιά του του γαλήνεψε με την διάχυτη παρουσία του Δημιουργού. Η πίστη του εδραιώθηκε και περίμενε με λαχτάρα να γίνει δεκαοχτώ χρονών και να πάρει την μοναχική κουρά.
Ο Μοναχός Εφραίμ
Ο νεαρός Κωνσταντίνος το 1402 εκάρη μοναχός με το όνομα Εφραίμ. Δόθηκε ολόψυχα στην ασκητική ζωή, με υπακοή στον λόγο του Χριστού και παράδειγμά του τους μεγάλους Ασκητές και Πατέρες. Με ζήλο, ταπείνωση και σκληρούς αγώνες, έγινε υπόδειγμα μοναχού. Καθάριζε την ψυχή του και το σώμα του από κάθε τι κοσμικό. Με την άδεια του ηγούμενου, είχε βρει μακριά από το Μοναστήρι, μια απόμερη σπηλιά. Εκεί με νηστεία, προσευχή και περισυλλογή, πολεμούσε τους δικούς του δαίμονες, με μοναδικό απώτερο σκοπό την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Χρόνο με τον χρόνο ανέβαινε την Ουράνια κλίμακα. Με κατάνυξη, αξιώθηκε και έλαβε το χάρισμα της Ιεροσύνης. Προσευχόταν απ' την καρδιά του "υπέρ του σύμπαντος κόσμου", για τους εχθρούς και τους διώκτες του και για όλους τους προαπελθόντες κεκοιμημένους πατέρες και αδελφούς, πιστός την παράδοση της εκκλησίας μας. Παρακαλούσε τον Κύριο Ιησού Χριστό να τον ελεήσει και την Υπεραγία Θεοτόκο να μεσιτεύει υπέρ αυτού. Γονατισμένος μπροστά στο εικόνισμα της Μεγαλόχαρης, προσευχόταν αδιάκοπα για την προστασία και την σωτηρία των αδελφών χριστιανών που δοκιμάζονταν σκληρά.
ΜΕΡΟΣ Β' › Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ
Ο έξω κόσμος
Βρισκόμαστε σε μία ιστορική περίοδο πολύ δύσκολη. Η άλλοτε ένδοξη βυζαντινή αυτοκρατορία έχει εξασθενήσει από τις επιδρομές των Σταυροφόρων της φράγκικης Ευρώπης του 12ου αιώνα. Δεν μπορεί να είναι παντού παρούσα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προστατέψει τις επαρχίες της. Έτσι οι βάρβαροι Ασιάτες, από στεριά και θάλασσα κατακτούν όλο και περισσότερες περιοχές, όπως την Θεσσαλία το 1395. Λίγα χρόνια πριν το 1391, οι Τούρκοι με αρχηγό τον Εβρέν Μπέη, είχαν εισβάλλει στην Πελοπόννησο. Ρήμαξαν, σκότωσαν, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα πάντα για δεκαπέντε περίπου χρόνια. Από εκεί ανέβηκαν στην Αττική και έκαναν τα ίδια. Έκαψαν πόλεις, λήστεψαν χωριά, ρήμαξαν και ερήμωσαν τα πάντα. Σκότωναν αδιακρίτως ανθρώπους, χωρίς να λογαριάζουν τίποτα. Αναζητώντας συνεχώς πλούτη, στράφηκαν κατά των Μοναστηριών και των Προσκυνημάτων που στην Αττική υπήρχαν πολλά. Άρπαζαν ότι έβρισκαν και θεωρούσαν πολύτιμο. Αργυρά και χρυσά ιερά σκεύη, εικόνες, εκκλησιαστικά αντικείμενα, χρυσοκέντητα άμφια, ρούχα και τρόφιμα. Το 1424 έφτασαν και στη Νέα Μάκρη. Αφού επιδόθηκαν και εκεί σε λεηλασίες, αρπάζοντας όχι μόνο τα πολύτιμα μα και ότι γυάλιζε, αιχμαλώτιζαν νέους και νέες για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, ενώ σκότωναν τους ηλικιωμένους θεωρώντας τους βάρος. Το καλοκαίρι ανέβηκαν και στο Όρος των Αμώμων, πιστεύοντας ότι οι χριστιανοί κρύβουν τους πολύτιμους θησαυρούς τους στα Μοναστήρια. Αφού λεηλάτησαν όλα τα κελιά και τα ασκητήρια, έφτασαν και στην μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Έσπασαν την πόρτα και όρμησαν εξαγριωμένοι στο Μοναστήρι. Μάζεψαν όλους τους μοναχούς στην αυλή και απαίτησαν να τους παραδώσουν κατά διαταγή του Εβρέν Μπέη, τους θησαυρούς. Μη βρίσκοντας αυτά που περίμεναν, ξέσπασαν την οργή τους στους μοναχούς. Ανάμεσα τους, ο ηρωικός Ηγούμενος της Μονής, προσευχόταν μαζί τους:
› Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών...
Με απερίγραπτη μανία, τους έσφαξαν όλους, εκεί στην αυλή. Το αθώο αίμα τους, πότισε τις πέτρινες πλάκες. Έγιναν όλοι Μάρτυρες του Κυρίου. Κατόπιν κατέστρεψαν το Μοναστήρι και ότι δεν μπορούσαν να μεταφέρουν το κατέστρεψαν επίσης. Ο μόνος που γλίτωσε απ' όλη την Μοναστική κοινότητα, ήταν ο Ιερομόναχος Εφραίμ, που έλειπε την ημέρα εκείνη στη σπηλιά του.
Το μαρτυρικό τέλος
Όταν επέστρεψε ο μοναχός Εφραίμ στη Μονή, βρήκε έκπληκτος τα πάντα κατεστραμμένα και την αυλή με τα ματωμένα πτώματα των Πατέρων. Έπαθε σοκ από την εικόνα του μαρτυρίου και της καταστροφής. Θρηνώντας απαρηγόρητος, έκανε ότι έπρεπε κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνες. Κατόπιν, μόνος του ανέλαβε την κηδεία και την ταφή όλων των Μοναχών. Τελειώνοντας, κλείδωσε το Μοναστήρι και επέστρεψε στην σπηλιά του. Με άσκηση και περισυλλογή συνέχισε τον ασκητικό δρόμο που είχε διαλέξει.
Στις μεγάλες γιορτές κατέβαινε στο Μοναστήρι, τελούσε την Θεία λειτουργία, υπηρετούσε με κατάνυξη το Ιερό Θυσιαστήριο, μεταλάβαινε των Αχράντων Μυστηρίων και επέστρεψε πάλι στην σπηλιά του. Έκανε τακτικά τα μνημόσυνα υπέρ των μαρτυρικά τελειωμένων συνασκητών του και ευχόταν να αξιωθεί το ίδιο τέλος για τον ευατόν του. Αντιμετώπιζε δυσκολίες, με το ζόρι εύρισκε τα απαραίτητα για τις λειτουργίες (άρτον, οίνο, κεριά, λάδι, θυμίαμα) και τρεφόταν μόνο με χόρτα, ελιές και σύκα που έβρισκε στο δάσος. Μετά από πολλούς μήνες, οι Τούρκοι επέστρεψαν πάλι στο Όρος των Αμώμων, συνεχίζοντας τις λεηλασίες.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1425, ο μοναχός Εφραίμ κατέβηκε από την σπηλιά του στο μοναστήρι για να τελέσει την Λειτουργία στην μεγάλη εορτή της Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού. Οι αλλόθρησκοι τον είδαν και τον συνέλαβαν αμέσως. Εξοργισμένοι θεωρώντας ότι ο μοναχός είχε αποδράσει από την προηγούμενη σφαγή, άρχισαν να τον χτυπούν και να τον βασανίζουν. Απαιτούσαν να μαρτυρήσει που βρισκόταν κρυμμένοι οι θησαυροί της Μονής. Ο μοναχός τους απαντούσε πως μόνο πνευματικοί θησαυροί υπήρχαν εκεί και προσευχόταν για να πάρει δύναμη. Έφτασαν να του προτείνουν ακόμα και ν' αλλαξοπιστήσει για να γλιτώσει τον θάνατο. Η απάντηση του μοναχού ήταν φυσικά μία:
› Δεν φοβάμαι ούτε τα μαρτύρια, ούτε τον θάνατο. Καμιά δύναμη δεν θα με κάνει ν' αρνηθώ την Πίστη μου στον Πανάγιο Θεό.
Ήταν ανήμερα των γενεθλίων του, έκλεινε τα σαράντα ένα του χρόνια, όταν άρχισαν τα φρικτά βασανιστήρια. Καθημερινά τον ξυλοκοπούσαν και τον υπέβαλλαν σε οδυνηρούς σωματικούς πόνους. Με αστείρευτη υπομονή δεχόταν ο Μεγαλομάρτυρας τις κακοποιήσεις, προσευχόμενος συνεχώς στον Θεό να του δίνει δύναμη, παρακαλώντας ταυτόχρονα τον Ιησού να συγχωρήσει τους διώκτες του. Επί οκτώμισι μήνες υπέμεινε τα πάνδεινα, ακλόνητος στην Πίστη του και παίρνοντας θάρρος από την εικόνα του Ιησού στον Σταυρό, όταν θυσιαζόταν για όλους μας.
Κάποτε οι Τούρκοι κουράστηκαν να ελπίζουν στην εύρεση θησαυρών και χάνοντας την υπομονή τους μπροστά στην ακατάβλητη Πίστη του μοναχού, αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. Σε μια μεγάλη μουριά, που υπάρχει ως σήμερα στον προαύλιο της Μονής, τον κρέμασαν ανάποδα. Με τα πόδια επάνω και το κεφάλι κάτω, συνέχιζαν να τον βασανίζουν αλύπητα. Εξαγριωμένοι με την αντοχή του και την αδιάκοπη προσευχή που έβγαινε από τα χείλη του, λύσσαξαν πραγματικά. Με μεγάλα καρφιά στα πόδια και το κεφάλι, κάρφωσαν το σώμα του στον κορμό του δέντρου και δεν σταμάτησαν εκεί. Ήταν 5 Μαΐου του 1426, πρωινό Τρίτης, όταν πήραν ένα μυτερό σκληρό ξύλο και αφού του έβαλαν φωτιά, κατατρύπησαν με αυτό το χιλιοβασανισμένο σώμα του, δίνοντας τέλος στο μαρτύριο του. Ήταν ανήμερα της γιορτής της Αγίας Ειρήνης, που ειρήνευσε η Αγία ψυχή του, παραδομένη στον Κύριο Ιησού Χριστό, λαμβάνοντας ως έπαθλο το αμάραντο στεφάνι του Αγίου και Μεγαλομάρτυρα.
(Πηγή: «ΒΙΟΣ: Άγιος Εφραίμ», Βίοι Αγίων, religious.gr)
ΜΕΡΟΣ Γ' › Η ΦΑΝΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Πεντακόσια εικοσιτέσσερα χρόνια έχουν περάσει από τό 1426, όταν στίς 5 Μαϊου Αγαρηνοί πειρατές, εισβάλλοντας στό μοναστήρι τών Αμώμων, στόν λόφο τής Νέας Μάκρης, παλούκωσαν μέ αναμμένο δαυλό στήν κοιλιά τόν Άγιο Εφραίμ, ηγούμενο τότε σ΄αυτό τό μοναστήρι. Έκτοτε παρέμενε άγνωστος, μέχρι τό 1964, όταν γιά λόγους πού μόνο ό Θεός γνωρίζει, κάνει στόν χώρο τής αρχαίας Μονής καί πάλι ζωντανή τήν παρουσία του. Στό ερειπωμένο αυτό μοναστήρι ζεί τώρα μιά ευσεβής καλόγρια. Είναι ή Μακαρία Δεσύπρη, αυτή ή φωτεινή ψυχή πού μέ τήν ταπεινή παρουσία της σημάδεψε τήν ζωή τού Μοναστηριού στά χρόνια πού ακολούθησαν. Διηγείται ή ίδια:
«Καθισμένη πάνω στά ερείπια τού παλιού Μοναστηριού, όπου ή θεία Πρόνοια οδήγησε τά βήματά μου, έφερνα τόν στοχασμό μου σέ χρόνια περασμένα, σέ παλιούς καιρούς, όταν σκορπισμένα ήταν παντού τά κόκκαλα τών Αγίων μαρτύρων... Καί καθώς καταγινόμουν στό καθάρισμα τών χαλασμάτων, αναλογιζόμουνα ότι βρισκόμουνα σέ τόπο ιερό καί έλεγα:
› Θεέ μου, αξίωσέ με τήν ανάξια, νά ιδώ κι΄ εγώ έναν από τούς παλιούς πατέρες πού εδώ έζησαν...
Καί ενώ περνούσε ό καιρός έχοντας πάντα εσωτερικά τήν ίδια επιθυμία, ένοιωθα μιά φωνή μέσα μου νά μού λέει:
› Σκάψε, καί εκείνο πού ζητάς θά τό βρείς!
Καί μ΄ έναν τρόπο θαυμαστό, ή μυστική αυτή φωνή, μού υπέδειξε τό κομμάτι γής στήν αυλή τού μοναστηριού, πού έπρεπε νά ψάξω.
Ό καιρός περνούσε, καί ή φωνή αυτή, κάθε φορά πιό δυνατή μέ προέτρεπε ν΄ αρχίσω...
Έδειξα τό σημείο στόν εργάτη πού φώναξα γιά μιά άλλη επισκευή, στό παλιό Ηγουμενείο, καί τού είπα νά σκάψει. Αυτός, απρόθυμος άρχισε αλλού τό σκάψιμο. Καί αφού είδα ότι δέν μέ άκουγε νά πάει εκεί πού τού έδειχνα, τόν άφησα νά κάνει τό θέλημά του χτυπώντας τούς άγονους βράχους. Τελικά, κατάλαβε τό λάθος του καί γύρισε στό σημείο... καί φθάνοντας, έπειτα από ώρες, στό 1,70 βάθος, έφερε ό κασμάς στήν επιφάνεια τήν κεφαλή τού ανθρώπου τού Θεού. Τήν ίδια στιγμή, γέμισε άρωμα ή ατμόσφαιρα!
Ό εργάτης χλώμιασε, δέθηκε ή γλώσα του, καί κόπηκε ή μιλιά του:
› Άφησέ με μόνη, τόν παρακάλεσα...
Γονάτισα μέ ευλάβεια καί ασπάσθηκα τό σκήνωμα τού Αγίου συλλογιζόμενη τήν έκταση οδύνης καί πόνου τού τότε μαρτυρίου του...»
Καί αλλού, ή μοναχή Μακαρία Δεσύπρη, εξιστορεί πώς είδε ολοζώντανο τόν Άγιο:
«Ήταν βράδυ, καί διάβαζα μόνη μου τόν Εσπερινό στό ερειπωμένο μοναστήρι, όταν ξαφνικά άκουσα βήματα... Ξεκινούσαν από τό βάθος τού τάφου προχώρησαν στήν αυλή κι΄ έφθασαν στήν πόρτα τής Εκκλησίας. Τά βήματα ακούγονταν δυνατά καί σταθερά καθώς πλησίαζαν. Γιά πρώτη φορά στήν ζωή μου μέσα σ΄ εκείνη τήν ερημιά φοβήθηκα... Δέν γύρισα ούτε πού νά κοιτάξω ώσπου άκουσα τήν φωνή του νά λέει:
› Ώς πότε θά μ΄έχεις εκεί πέρα; Κι΄αυτός (ό εργάτης), πώς πέταξε τό κεφάλι μου έτσι;
Γύρισα τότε τρομαγμένη καί τόν είδα! Ήταν ψηλός, μέ μάτια μικρά στρογγυλά πού τρεμόπαιζαν στίς κόγχες τους. Έβλεπα τίς ρυτίδες του, καί τά γένια του πού έφθαναν μέχρι τόν λαιμό του. Τό μαύρο ράσο του μαύρο μέ πτυχώσεις, καί στό αριστερό του χέρι κρατούσε ένα φώς υπέρλαμπρο ενώ μέ τό δεξί ευλογούσε!
Ήταν ένα πλάσμα, 500 ετών, καί βρισκόταν μέ τήν δύναμι τού Χριστού ολοζώντανο, ακριβώς δίπλα μου!!
› Συγχώρεσέ με, τού είπα, καί αύριο μόλις ξημερώσει ό Θεός τήν ημέρα του, θά σέ φροντίσω...
Καί αμέσως έγινε άφαντος!
Συνέχισα ειρηνικά τόν Εσπερινό μου, καί τό πρωϊ καθάρισα τά άγια λείψανα, τά έπλυνα, καί άναψα ένα μικρό καντηλάκι. Τό ίδιο βράδυ είδα τόν Άγιο στόν ύπνο μου. Στεκόταν όρθιος καί κατάφωτος μέσα στήν Εκκλησία. Κρατούσε τήν εικόνα του στά χέρια του καί μέ κοίταζε... Άκουσα τήν φωνή του πεντακάθαρα...
› Σ΄ ευχαριστώ πολύ, μού είπε. Ονομάζομαι Εφραίμ...
Πέρασε αρκετός καιρός απ΄ αυτό τό περιστατικό καί πάντα μέσα μου είχα μιά απορία... Ώσπου μιά μέρα, μετά τό τέλος τού Εσπερινού, καθώς μέ τό χέρι μου έκλεινα τήν πόρτα τής Εκκλησίας, ακούω τρία χτυπήματα, σάν από κεχριμπαρένιο κομπολόϊ. Κατάλαβα ότι ήταν ό Άγιος, μπήκα στό ιερό πού βρίσκονταν τά άγια λείψανά του, άναψα ένα κερί καί ευλαβικά τά προσκύνησα. Αλλά τί νά ειπώ καί τί νά λαλήσω, όταν τήν ίδια ακριβώς στιγμή σάν χείμαρος πλημμύρησε όλος ό τόπος από τήν Παραδεισένια εκείνη ευωδία πού τά άγια λείψανα έβγαζαν...»
Έτσι περιγράφει ή αείμνηστος ηγουμένη Μακαρία Δεσύπρη τήν εμφάνιση τού αγίου σάν μία σφραγίδα › πρόλογο σέ κάθε ένα από τά βιβλία γιά τόν Άγιο Εφραίμ,πού μέχρι σήμερα τό μοναστήρι έχει κυκλοφορήσει, μέ τόν γενικό τίτλο «ΟΠΤΑΣΙΑΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ τού Αγίου Μεγαλομάρτυρος Εφραίμ τού θαυματουργού», Αθήναι, 1998.
Νά σημειώσουμε εδώ, ότι τά περιγραφόμενα θαύματα είναι πάντα επώνυμα, μέ στοιχεία καί διευθύνσεις, καί αφορούν ανθρώπους διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων καί επαγγελμάτων. Εργάτες, επαγγελματίες,υπάλληλοι,γιατροί, αξιωματικοί, καί δικηγόροι, είναι οί άνθρωποι πού μέ τό χέρι στήν καρδιά ομολογούν θαυματουργικές επεμβάσεις τού Αγίου Εφραίμ, αλλά καί εμφανίσεις πρόσωπο μέ πρόσωπ ο σέ περιστατικά περίεργα καί παράδοξα...
Περιστατικά πού συνέβησαν εδώ καί τώρα, στήν εποχή μας, μιά εποχή μέ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καί επικινδυνότητες, γι΄ αυτό καί ό Άγιος Εφραίμ από τίς πρώτες κι΄ όλας εμφανίσεις του στήν τότε ηγουμένη Μακαρία, είχε πεί:
«Θά κάνω πολλά θαύματα, γιά νά πιστέψει ό κόσμος καί νά σωθεί (νά σώσει δηλαδή τήν ψυχή του), πρίν έλθουν τά μεγάλα δεινά...»
(Προφανώς εννοεί, τίς φοβερές εκείνες ημέρες τών πολέμων αλλά καί τών μετέπειτα διωγμών τού Αντίχριστου, πού μέ τόν μυστηριώδη σατανικό αριθμό 666 θά προσπαθήσει νά σφραγίσει καί νά θέσει υπό τήν ιδιοκτησία τού Εωσφόρου όλη τήν ανθρωπότητα, αρχής γενομένης από τίς συναλλαγές καί τά τρόφιμα σέ παγκόσμια κλίμακα...)
ΜΕΡΟΣ Δ' › ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΗΛ. ΠΑΛΙΟΥΔΑΚΗΣ: ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΣΤΗ ΚΟΡΗ ΜΟΥ
Με δάκρυα στα μάτια ο γνωστός τραγουδοποιός και ιεροψάλτης, Ηλίας Παλιουδάκης, ανοίγει τη καρδιά του στο «Αγιορείτικο Βήμα» και μιλά για το θαύμα που έζησε στην ενάμιση ετών κόρη του που την έσωσε ο Όσιος Εφραίμ, όπως υποστηρίζει. Ο κ. Παλιουδάκης σημειώνει:
«Πριν δυόμιση χρόνια που γεννήθηκε η κόρη μου. Μετά από μιάμιση ώρα από την γέννηση της οι γιατροί δεν έδιναν καμία ελπίδα να επιζήσει καθώς διαπιστώθηκε ότι δεν είχε αίμα… Είχε 6 αιματοκρίτη! Έπαθε ανακοπή και διασωληνώθηκε άμεσα. Ξεκίνησε η διαδικασία και έδινε τη μάχη της. ΕΛΕΓΑ στους γιατρούς:
› Δώστε μια ελπίδα.
Με κοιτάγανε στα ματιά και μου μιλάγανε με αυτά αλλά η ελπίδα δεν υπήρχε. Την είδα στη θερμοκοιτίδα υποστηριζόμενη από τα μηχανήματα. Γονάτισα μπροστά στη θερμοκοιτίδα και επικαλέστηκα τον Όσιο Εφραίμ. Ζήτησα αν μπορώ να αφήσω μία εικόνα μέσα στην θερμοκοιτίδα και μου το αρνήθηκαν οι γιατροί καθώς εκεί είναι όλα αποστειρωμένα. Αφήστε το πάνω από την θερμοκοιτίδα, μου είπε η νοσοκόμα.
Άφησα μία εικόνα από τον Όσιο Εφραίμ. Το βράδυ η σύζυγος μου λέει ότι είναι καλύτερα. Αυτό που βιώνουμε εδώ στην εντατική είναι πρωτόγνωρο, μας είπαν οι γιατροί που με έκπληξη παρακολουθούσαν την εξέλιξη. Διαπιστώνω ότι αυτό που είχα αφήσει πάνω στην θερμοκρασία τα είχαν βάλει πάνω στο σώμα της. Τάξαμε την μικρή στην Παναγία. Ζούμε ένα θαύμα μου είπαν οι γιατροί. Εάν αυτό το παιδί επανέλθει θα πιστέψουμε περισσότερο σε αυτό που εσείς επικαλείστε, μου είπανε χαρακτηριστικά. Είχα παρακαλέσει τον Άγιο Εφραίμ, ας φύγει και μέσα από την εντατική ας φύγει όμως αλώβητη…
Μετά από 25 μέρες από την εντατική πήγαμε στο σπίτι μας. Οι γιατροί μας ζητάνε συνεχώς να μαθαίνουν νέα από την μικρή. Η κ. Παπαζαφειράτου ήταν η διευθύντρια της κλινικής των νεογνών. Η κόρη ενός Θεού, το τραγούδι αυτό προέρχεται από αυτή την προσωπική μας ιστορία. Ο Νικος Τερζής που είναι φίλος μου έγραψε αυτό το τραγούδι Η ψευδαίσθηση του θαύματος είναι μόνο για εκείνους που δεν πιστεύουν και τα αναλύουν όπως εκείνοι θέλουν διασύροντας τα. Εύχομαι καμία στιγμή στη ζωή τους να μη χρειαστεί να βιώσουν θαύμα. Όπως στη δική μου περίπτωση.»
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ: ΕΙΔΑ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ...
Μία πολύ ζωντανή περιγραφή τού μαρτυρίου τού Αγίου Εφραίμ, μάς δίνει ό κ. Παναγιώτης Σπυρόπουλος, Κανδρινού 76, Αθήνα, μέσω ενός ξεχωριστού οράματος πού είδε καί έχει καταχωρηθεί στό επίσημο βιβλίο τής Ιεράς Μονής, στόν Γ΄ τόμο:
«Είδα, ότι βρισκόμουν ντυμένος σάν παπαδάκι στό μοναστήρι, καί βοηθούσα τόν Άγιο στήν Εκκλησία. Ξαφνικά, βλέπω νά μπαίνουν μέσα κάτι αγριάνθρωποι μέ σαρίκια στό κεφάλι τους, κρατώντας ρόπαλα, ξύλα, καί σπαθιά. Από τόν τρόμο μου έτρεξα καί κρύφτηκα κυττώντας μέ αγωνία τό τί θά γίνει...
Όλοι αυτοί, φωνάζοντας δυνατά, έπιασαν τόν Άγιο καί αφού τόν έδεσαν στό δέντρο, άρχισαν νά τόν κτυπάνε, νά τόν τρυπάνε μέ τά σπαθιά τους καί τό αίμα νά τρέχει στήν γή...
Τού έκαναν μαρτύρια ανήκουστα, κόβοντας κοματάκια από τό κορμί του, ενώ μέ γυρισμένα τά μάτια στόν ουρανό ό Άγιος προσευχόταν. Ακόμη καί ένα μικρόσωμο σκυλάκι πού συνεχώς γαύγιζε δίπλα του προσπαθώντας νά τόν ελευθερώσει, τό κυνήγησαν κι΄ αυτό οί τύραννοι...
Από τόν φόβο μου καί τήν αγωνία μου, συνεχίζει ό κ. Σπυρόπουλος, βλέποντας τήν ζωντανή αναπαράσταση τού μαρτυρίου τού Αγίου Εφραίμ, ξύπνησα, αλλά όταν σέ λίγο ξανακοιμήθηκα τό ίδιο όνειρο συνεχίσθηκε...
Δέν έβλεπα τώρα τούς τυράννους αλλά μόνο τόν Άγιο δεμένο πάνω στό δένδρο πού καί σήμερα υπάρχει, κατακόκκινο μέσα στό αίμα του, χαρακωμένο από παντού, αλλά δέν ζούσε πιά, είχε πεθάνει...
Κι΄ εγώ, πάντα κρυμμμένος πίσω από μιά βρύση καί προσευχόμενος στόν Θεό νά μού δώσει δύναμη, φοβόμουν νά βγώ μή ξέροντας πιά τί νά κάνω.
Καί ξαφνικά βλέπω, νά μπαίνουν βιαστικά εκεί μερικοί άνθρωποι, νά ξεκρεμάνε τόν Άγιο, καί νά τόν μεταφέρουν σ΄ έναν λάκκο πιό πέρα, βάζοντάς τον μέσα.
Έβλεπα ακόμη, τό μικρόσωμο σκυλάκι μέ ένα κομμάτι κρέας στό στόμα νά κατευθύνεται στόν λάκκο, καί ρίχνοντάς το μέσα νά απομακρύνεται ουρλιάζοντας πένθιμα.
Ήταν ακριβώς τό ίδιο σκυλάκι, γιά τό οποίο σέ ένα άλλο όραμά είχε πάλι αναφερθεί ό Άγιος, «… ότι ήταν τό μόνο πλάσμα πού μού συμπαραστάθηκε τότε, γλύφοντας τίς πληγές μου…»
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΥ: 25 ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ...
«Σεβαστή ηγουμένη και αγία Μητέρα, Με σεβασμό φιλώ τό χέρι σας, ή δούλη τού Θεού, Αγγελική.
Κατ' αρχάς ζητώ μιά πολύ μεγάλη συγγνώμη άπό τόν Άγιο Έφραίμ, διότι άργησα, λόγω πολλών προβλημάτων, πάρα πολύ, σχεδόν 9 χρόνια, από τότε πού ό Άγιος επισκέφθηκε εμένα τήν αμαρτωλή καί δέν αξιώθηκα νά γράψω τό θαύμα, γιά νά τό γράψετε στό βιβλίο θαυμάτων.
Ελπίζω ακράδαντα στον Κύριο μας, στην Υπεραγία Θεοτόκο καί στον Άγιο μας ότι θά με συγχωρήσουν. Είχα πάρα πολλά προβλήματα οικογενειακά, αρρώστιες καί θανάτους, πού μέ απορρόφησαν τόσο, ώστε νά ξεχάσω νά σας γράψω τό θαύμα, χωρίς ποτέ, μά ποτέ νά ξεχνώ τή μεγάλη ευεργεσία του Αγίου μας, καί χωρίς νά πάψω νά Τόν ευχαριστώ καί νά προσεύχομαι. Ήταν ένα απόγευμα του Νοέμβρη 1990, όταν χτύπησε τό τηλέφωνο μου. Ήταν μιά συνάδελφος καί πολύ καλή μου φίλη, ή οποία μού είπε:
› Αγγελικούλα, έμαθα πώς στή Ν. Μάκρη, σ' ένα Μοναστήρι, είναι ένας Άγιος πού τόν λένε Έφραίμ, θέλεις νά πάμε νά προσκυνήσουμε;
Έδώ πρέπει νά κάνω μιά παρένθεση, μια και εγώ τότε ήμουν πολύ μακριά άπό τό Θεό, όχι πώς δέν πίστευα, αλλά είχαμε πάρα πολλά οικογενειακά προβλήματα, όπως σας προανέφερα, τά όποια είχαν κλονίσει τήν πίστη μου, πού ήταν χλιαρή•όλα μας πήγαιναν ανάποδα, τίποτε δέν πήγαινε δεξιά. Αγανακτισμένη καί φορτισμένη λοιπόν, βλασφημούσα μέ πάρα πολύ κακές λέξεις, σάν αυτές πού χρησιμοποιούν οι κατώτερες τάξεις της κοινωνίας πού είναι μακριά άπό τό Θεό, όπως ήμουν εγώ.
Εργαζόμουν στην Αθήνα, καί 25 χρόνια καί δέν πήγαινα τίς Κυριακές στην Εκκλησία, ούτε κοινωνούσα. Στην Εκκλησία πήγαινα μόνο τό Πάσχα, όταν κατέβαινα στην πατρίδα μου, καί χωρίς νά νοιώθω τό βαθύ συναίσθημα της πίστεως. ΄Ημουν πάρα πολύ επηρεασμένη άπό τόν ανθρωποκτόνο ( διάβολο ) καί μέ έκανε ό,τι ήθελε...
Έτσι, εκείνο τό απόγευμα πού μεσολάβησε τό τηλεφώνημα της φίλης μου πού μου έλεγε νά έλθουμε στον Άγιο, εγώ ήμουν ακόμα πολύ χλιαρή. Ή φίλη μου απεναντίας πίστευαν οικογενειακώς στό Θεό καί εκτελούσαν όλα τά θρησκευτικά καθήκοντα, ήταν άνθρωποι του Θεού....
Επειδή, λοιπόν, ήταν πολύ καλή μου φίλη καί μέ βοηθούσε ψυχολογικά καί ηθικά, δέν ήθελα νά της χαλάσω τό χατίρι, δέχτηκα νά έρθουμε, καί μάλιστα εγώ ή αμαρτωλή, όταν μοϋ μιλούσε στό τηλέφωνο καί κατάλαβα τί ήθελε νά μοϋ πει, έκανα μέ βαρύ αναστεναγμό:
› Ωχ... τώρα θά μού πεί νά πάμε στό Μοναστήρι, θά τρέχω τώρα καί στά Μοναστήρια! (ήμουν πολύ μακριά άπό αυτά τότε).
Πόσο λάθος σκέψη έκανα όμως, χωρίς νά ξέρω πόσο καλό θά μοϋ έκανε εκείνη ή πρώτη μου επίσκεψη στον Άγιο, τόν όποιο δέν είχα ακούσει ποτέ μου, ούτε και τό όνομα Του. Όταν μου είπε τό όνομα Του, τό άκουγα γιά πρώτη φορά καί τήν ρώτησα:
› Πώς είπες ότι λένε τόν Άγιο;
› Άγιο Εφραίμ μού λέει.
Καί τής απαντώ:
› Πώς είπες, Εφραίμ; Πρώτη φορά ακούω αυτό τό όνομα, τί όνομα είναι αυτό; Τούρκικο; Αιγυπτιακό; Τι είναι;
Καί μού είπε:
› Όχι, Ελληνικό είναι.
Τελικά, ήρθαμε στή χάρη Του καί Τόν προσκύνησα με σεβασμό, επειδή ήταν Άγιος, αλλά όχι με τό βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα πού έχει ό κάθε πιστός. Όταν βγήκαμε από τήν Ιερά Μονή στό προαύλιο, είδα τό δένδρο πού κρέμασαν τόν Άγιο μας, αλλά δέν τό σκέφτηκα σοβαρά, τό αντιμετώπισα πολύ χλιαρά. Στό προαύλιο τότε υπήρχε μιά μικρή βιβλιοθήκη. Πλησίασα μόνη μου, ή φίλη μου μάλλον μέ παρακολουθούσε διακριτικά, αφήνοντας στον Άγιο τήν προτεραιότητα, ενώ εγώ εκεί στήν βιβλιοθήκη διάβαζα τά εξώφυλλα των βιβλίων: «Οπτασίαι καί θαύματα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Εφραίμ τοϋ Θαυματουργού». Εκείνη τή στιγμή ξαφνιάστηκα καί μονολόγησα:
› Μά καλά τώρα, θαύματα; Τί λέει τώρα; Τί θαύματα γίνονται σήμερα τόν 20ο αιώνα; Τί λέει, θαύματα;
Ήμουν όλο απορία καί δυσπιστία, είχα σκοτάδι στην ψυχή μου καί ειρωνεύτηκα αυτά πού διάβαζα εκείνη τήν στιγμή. Όμως, εκείνη τή στιγμή πού ειρωνευόμουν καί περιεργαζόμουν τό βιβλίο, κάτι μέσα μου μού έλεγε:
› Πάρτο… πάρτο…
Μέ πολύ δισταγμό καί χωρίς νά ξέρω τί νά κάνω, άπλωσα τό χέρι μου δειλά-δειλά νά πάρω τό βιβλίο, κάτι μου έσπρωχνε τό χέρι καί σάν νά μου έλεγε:
› Πάρτο.
Τελικά, παίρνω τήν απόφαση καί λέω:
› Θά τό πάρω άπό περιέργεια, νά δώ τί γράφει...
Πού νά ήξερα ή αμαρτωλή, ότι άπό εκείνη τηστιγμή άρχιζε γιά μένα ή σωτηρία τής ψυχής μου άπό τόν Κύριο μας, αλλά φυσικά εκείνη τή στιγμή εγώ δέν κατάλαβα όλο το βάθος, αλλά έκ τών υστέρων τό κατάλαβα. Νά μή σάς κουράζω, καί ζητώ συγγνώμη, αλλά πρέπει μέ λεπτομέρεια αυτά νά τά γράψω. Όταν πήρα τελικά τό βιβλίο, άρχισα νά τό διαβάζω κάθε μέρα πρίν τόν μεσημεριανό μου ύπνο, άπό λίγο-λίγο, όμως τό λίγο-λίγο μέ έκανε νά διαβάζω πιό πολύ. Τά 2 ή 3 κεφάλαια γίνονταν περισσότερα, καί δέν κοιμόμουν τά μεσημέρια γιά νά τελειώσω όλο τό βιβλίο. Άρχισε νά μ' ευχαριστεί, νά μέ τραβάει κάτι τό ενδιαφέρον, άρχισα στή μέση τοϋ βιβλίου νά αγαπώ πάρα, μά πάρα πολύ τόν Άγιο μας, ένοιωσα ότι Τόν γνώριζα πολλά χρόνια, ενώ στην πραγματικότητα κανένας μας δέν γνωρίζει κάποιον Άγιο. Έγώ εκείνη τή στιγμή ένοιωθα νοερά, πολύ κοντά μου τόν Άγιο.
Τίς ώρες πού διάβαζα τό βιβλίο, ένοιωθα ότι Τόν γνώριζα πολύ καλά τόν Άγιο καί Τόν ευχαριστούσα πού θεράπευσε τούς αρρώστους σάν νά Τόν έστελνα εγώ. Τέτοια χαρά ένοιωθα, καί όλο Τόν ευχαριστούσα. Κάποια στιγμή αισθάνθηκα πολύ προσβεβλημένη πού όλα αυτά τά 25 χρόνια δέν πήγαινα στην Εκκλησία, δέν είχα Εξομολογηθεί ποτέ μου καί φυσικά δέν κοινωνούσα, καί ευθύς, όπως ήμουν καθιστή στό κρεβάτι, σηκώνω τά μάτια μου στον ουρανό καί λέω:
› Θεέ μου, Χριστέ μου, Σ' ευχαριστώ πού θεράπευσες τούς αρρώστους καί συγχώρεσε με κι΄ εμένα… Εγώ πού ήμουν Κύριε, 25 ολόκληρα χρόνια καί δέν πάτησα στην Εκκλησία Σου ποτέ μου; (παρ' όλο πού στή γειτονιά μου υπήρχαν 4 Εκκλησίες γύρω μου, ή μία στην ανατολή, ή άλλη στή δύση, ή άλλη Βορρά καί ή άλλη Νότο).
Καί ύστερα άρχισα νά ευχαριστώ καί πάλι τόν Άγιο μας καί είπα:
› Άγιε μου Έφραίμ, νά Σέ αγκαλιάσω καί νά Σέ φιλήσω πού θεράπευσες τούς αρρώστους διά μέσου τοϋ Κυρίου.
Καί, ώ, τού θαύματος, εκείνη τή στιγμή, αφού έβαλα τό σελιδοδείκτη, γυρνάω τό βιβλίο νά φιλήσω καί νά ευχαριστήσω, μέ μιά ανείπωτη χαρά καί αγαλλίαση, τόν Άγιο πού είναι στό εξώφυλλο… Προτού όμως ν' ακουμπήσω τά χείλη μου στον Άγιο, πέρασε ενδιάμεσα μιά πάρα πολύ ωραία μυρωδιά σάν κολόνια. Εκείνη τή στιγμή δεν κατάλαβα ότι ή μυρωδιά αυτή λεγόταν θεία εύωδία, διότι όπως σάς έγραψα καί πιό πάνω, ήμουν μακριά άπό τήν Εκκλησία καί δεν τά ήξερα από αυτά τα πράγματα….
Τήν ίδια εκείνη στιγμή άρχισα νά έχω μιά πολύ μεγάλη περιέργεια καί αναρωτιόμουν, τί μυρίζει έτσι ωραία, καί μύριζα τό βιβλίο γιά νά καταλάβω τί ήταν εκείνη ή ωραία μυρωδιά. Μύριζα τά ροϋχα πού φορούσα, μύριζα μετά τόν αέρα μέσα στό δωμάτιο μου δέν μ' άφησε έτσι, συνέχιζα νά μυρίζω όλη τήν γκαρσονιέρα καί νά λέω, μά τί ήταν αυτό; Τήν άγνοιά μου, τήν απορία μου καί τήν περιέργεια μου, μού τήν έλυσε ή φίλη μου πού μέ έφερε στό Μοναστήρι, αφού προηγουμένως της τηλεφώνησα καί τής το είπα:
› Αγγελική», μού είπε, σ' επισκέφθηκε Άγιος Έφραίμ!
Την ρώτησα έκείνη την στιγμή πού μιλούσαμε στό τηλέφωνο:
› Πού είναι ό Άγιος; Πού είναι, δέν Τόν βλέπω, δέν Τόν είδα νά μπει στό σπίτι μου.
Καί μου είπε ή φίλη μου:
› Ό Άγιος σέ επισκέφθηκε διά τής θείας ευωδίας Του, διότι πήγαμε καί Τόν προσκύνησες. Ή μυρωδιά πού ένοιωσες, λέγεται θεία εύωδία, καί αυτή ήταν ή παρουσία του Αγίου, έτσι ήθελε νά έρθει σέ σένα ό Άγιος.
Με ρώτησε τότε ή φίλη μου:
› Έχεις ανάψει τό καντήλι σου;
Καί απαντώ:
› Παραδόξως, ναι.
Πράγματι, δέν ξέρω πώς, είχα ανάψει τό καντήλι μου, και εκείνο πού θυμάμαι είναι ότι θυμιάτισα καί γονάτισα νά ευχαριστήσω τό Θεό καί τόν Άγιο πού μέ φώτισαν καί νά μέ συγχωρήσουν πού τόσα χρόνια απουσίαζα από κοντά Τους.
Σεβαστή μου ηγουμένη, εκεί πού γονάτισα καί έκλαιγα, χωρίς νά έχω κάποια στενοχώρια, ένοιωσα κάποια εσωτερική αλλαγή καί έσκυβα κατά γής τό κεφάλι μου καί ζητούσα συγγνώμη γιά όλες μου τιςαμαρτίες, γιά όλα αυτά τά χρόνια πού ήμουν μακριά, πολύ μακριά άπό τό Θεό. Τήν στιγμή πού φωτίστηκα, ζήτησα άπό μόνη μου, έκανα τή σκέψη μόνη μου:
«Πώς δηλαδή μπορώ νά μάθω κι΄ εγώ όλα αυτά πού διαβάζονται στην Εκκλησία καί νά γνωρίσω καλύτερα τό Χριστό, νά είμαι κοντά Του, πώς μπορώ νά μάθω αυτά πού ψέλνει ό Ιερέας καί οι ψάλτες, καί πώς μπορώ νά μάθω γιά τούς Άγίους μας;»
Καί μου έρχεται πάλι ή θεία φώτιση! Νά πάω νά αγοράσω τούς Βίους των Αγίων καί πολλά άλλα Χριστιανικά βιβλία, γιά νά μάθω τίς Θείες λειτουργίες καί όλα τά σχετικά περί Εκκλησίας, καθώς και τά τροπάρια καί Απολυτίκια Αγίων. Έτσι καί έγινε. Κατά τήν πρώτη μου Θεία Εξομολόγηση τά είπα όλα στον Πνευματικό μου καί όταν έφυγα γιά τό σπίτι μου μετά άπό τή Θεία Εξομολόγηση, δέν μπορώ νά σάς περιγράψω τί βράχος έφυγε από πάνω μου, περπατούσα καί ήταν σαν να πετούσα, σάν πουλί στον αέρα (έγινα πραγματικά ελεύθερη).
Από τότε πού φωτίστηκα καί αναβαπτίστηκα άπό τόν Άγιο Έφραίμ, μπήκα πλέον σ' έναν καλό θρησκευτικό δρόμο, καί αυτό τό οφείλω στον Κύριο μας καί στην Υπεραγία Θεοτόκο πού μεσολάβησαν στέλνοντας τόν Άγιο μας Έφραίμ νά μέ φωτίσει. Χρωστάω λοιπόν ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ στον Άγιο καί Μεγαλομάρτυρα 'Εφραίμ. Άπό τότε, πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Κυριακή καί τίς Μεγάλες Εορτές, Εξομολογούμαι καί κοινωνάω.
Γι΄ αυτό τό θαύμα πού μού έκανε ό Άγιος Έφραίμ, Τόν δοξάζω καί Τόν ευχαριστώ κάθε μέρα, καί ομολογώ στον κόσμο τό θαύμα Του, καί τούς δίνω τήν Παράκληση Του, εικόνες Του καί τά βιβλία Του νά τά διαβάζουν. Σεβαστή μου Μητέρα και ηγουμένη, ζητώ συγγνώμη άπό τόν Κύριο καί τόν Άγιο μας πού αμέλησα νά σάς γράψω αυτό τό καλό πού μοϋ έκαναν, επίσης ζητώ συγγνώμη καί άπό εσάς, πού σάς κούρασα…
Εύχομαι καί προσεύχομαι ό Άγιός μας νά προστατεύει τήν Ιερά Μονή σας μαζί με τίς αδελφές καί νά προσεύχεσθε καί γιά μένα τήν αμαρτωλή. Με αγάπη Κυρίου ή ταπεινή δούλη σας.
Αγγελική Δ. Αβραμοπούλου,
Οκτώβριος 2003, Αμαλιάδα»
(από ένα γράμμα καταχωρημένο στό βιβλίο θαυμάτων, σ. 136, τόμος ΙΗ΄, Σεπτ. 2011)
ΜΑΝΤΕΝΙΩΤΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΗ: ΜΕ ΕΣΩΣΕ ΑΠΟ ΜΑΓΕΙΑ, ΑΛΛΑ ΜΟΥ ΒΡΗΚΕ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ...
«Εύοσμος, 9-12-1999
Σεβαστή μου Γερόντισσα, Γνώρισα τον Άγιο Εφραίμ στήν Χίο από μιά κυρία πού κάναμε παρέα εκεί, τόν Μάϊο τού 1997.
Είχα μεγάλο πρόβλημα υγείας, συγκεκριμένα από μάγια, καί πήγα στή Μονή του Αγίου Εφραίμ καί προσκύνησα. Άπό τότε έγινα καλά καί έκοψα μέχρι καί τά φάρμακα πού έπαιρνα. Αυτό ήταν τό πρώτο θαύμα του Αγίου μου…
Τό δεύτερο δέν άργησε νά έρθει. Είχαμε οικονομικό πρόβλημα, έπρεπε νά βοηθήσω τόν άντρα μου, νά βρω δουλειά, καί τήν βρήκα από αγγελία μέσα σέ δύο μέρες! Μάλιστα στό γραφείο πού έπιασα δουλειά είναι καί ή εικόνα τοΰ Αγίου Εφραίμ. Καί τό αφεντικό μου πηγαίνει κάθε μήνα καί προσκυνάει τή Χάρη του καί τή Χάρη του Αγίου Ραφαήλ στή Μυτιλήνη.
Τήν επόμενη φορά τόν είδα ολοζώντανο στό σπίτι μου μέσα, μέ ένα θυμιατό στό χέρι νά θυμιατίζει, μπαίνοντας άπό τό παράθυρο καί νά βγαίνει άπό τήν πόρτα. Μεγάλη ή Χάρη Του. Είναι ό πιό γρήγορος Άγιος. Μόλις τόν επικαλεστείς, αμέσως θά βρεθεί δίπλα σου. Καί τό τελευταίο θαύμα του, γιά νά μήν σας κουράζω άλλο, ήταν ή απάντηση πού μού έδωσε σέ κάτι πού μέ βασάνιζε πολύ καιρό, αφού παρουσιάστηκε ένα βράδυ στον ύπνο μου ή εικόνα Του καί ζωντάνεψαν τά μάτια Του.
Συγκεκριμένα τά άνοιξε πάνω, κάτω, δεξιά,αριστερά. Ήταν ή απάντηση σέ αυτό πού ήθελα. Τόν ευχαριστώ άπό τά βάθη της ψυχής μου. Ευχαριστώ τό Θεό πού μού έστειλε αυτόν τόν Άγιο στό σπίτι μου, γιά νά μας προστατεύει άπό κάθε κακό. Μέ ευλάβεια. Μία ακόμη πιστή του,
Μαντενιώτου Καλλιόπη, Εύοσμος, Θεσσαλονίκη.»
ΦΩΤΕΙΝΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ: ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΣΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΑΝ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ...
«Αγία Ηγουμένη,
Πρίν περίπου δύο χρόνια είχα έρθει στη Μονή σας καί στον Άγιό μας. Πρίν νά έρθω, γιά πρώτη φορά, προσευχήθηκα νά μού πει αν μέ δέχεται. Καί τόν είδα στον ύπνο μου, πανύψηλο, μέ ένα γκρί ράσο πού ανέμιζε, καί πολύ αδύνατο... Προχτές, στίς 6 Μαίου, είχα φοβερή καί έντονη επιθυμία νά έρθω στό Μοναστήρι σας. Ήρθα μέ μιά φίλη μου καί τήν κόρη της μέ ταξί. Μέσα στό αυτοκίνητο είχα πάρει ενα βιβλίο τού ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ «ΟΠΤΑΣΙΑΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ». Ξαφνικά βλέπω ότι τήν προηγουμένη ημέρα ήταν ή γιορτή Του.
Τό παιδί μου όλο αυτό τό διάστημα έψαχνε γιά δουλειά καί δέν έβρισκε. Περισσότερο από όλα όμως ήθελε νά πάει στην ΑΜΣΤΕΛ γιά νά φτιάχνει μπύρα, γιατί μέ αυτό ήθελε ν' ασχοληθεί επαγγελματικά. Τήν ώρα πού ήμουν μπροστά στό ΑΓΙΟ ΣΚΗΝΩΜΑ ΤΟΥ, ήταν 12 μέ 12.30 μεσημέρι. Όταν ήρθα σπίτι, έμαθα ότι εκείνη ακριβώς τήν ώρα τηλεφώνησαν στον γιό μου, τήν άλλη μέρα νά πάει στην ΑΜΣΤΕΛ γιά δουλειά.
Μέ άπειρο σεβασμό Φωτεινή Πνευματικού,
Υμηττού 153 Τερψιθέα › Άνω Γλυφάδα Αθήνα, ΤΚ 16561»
Η ΙΑΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ Β.
Στα πενήντα και πλέον χρόνια από την εύρεση των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Εφραίμ, έχουν καταγραφεί πολλά θαύματα του από χριστιανούς που είδαν την αλήθεια της πίστης τους στην ζωή τους. Άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, απ' όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, έτρεχαν και τρέχουν καθημερινά στην χάρη του. Ζητούν την ευλογία του και δέχονται ιάσεις, προστασία και συμπαράσταση. Ένα μικρό μέρος από τα θαύματα αυτά θα γράψουμε στην συνέχεια σαν οδηγό σε αυτούς που αμφισβητούν και απορρίπτουν την Χριστιανική Πίστη και το Μεγαλείο του Υψίστου Θεού. Σύμφωνα με την διήγηση της αδελφής Μακαρίας. υπήρχε μία κυρία που πρόσφερε δωρεάν εργασία στο Μοναστήρι, ράβοντας ρούχα για τα παιδιά του ιδρύματος. Μια μέρα που η κυρία Β. προσευχόταν γονατιστή στον Άγιο, αισθάνθηκε το άγγιγμα του και πλημμύρισε ευωδία καθώς περνούσε δίπλα της. Για αρκετό καιρό την έχασαν. Δεν ερχόταν στη Μονή, μέχρι που μια γνωστή της τους πληροφόρησε πως ήταν σοβαρά άρρωστη. Η αδελφή Μακαρία έφυγε αμέσως να την επισκεφθεί παίρνοντας μαζί και τα Λείψανα του Αγίου. Η εικόνα της ετοιμοθάνατης που αντίκρυσε την άφησε άφωνη. Αμέσως άρχισε να προσεύχεται στον Άγιο. Η ετοιμοθάνατη άνοιξε τα μάτια της, την είδε και είπε:
› Μητέρα, ήρθες κοντά μου.
Η αδελφή Μακαρία ακούμπησε επάνω της τα Ιερά Λείψανα συνεχίζοντας την προσευχή. Η κυρία, πήρε ξαφνικά ζωή, το χρώμα επανήλθε στο πρόσωπό της και ζήτησε φαγητό. Συζητώντας με την αδελφή στη συνέχεια, της ζήτησε να σταυρώσει και μία γιαγιά δίπλα που ήταν τυφλή. Με την χάρη των Λειψάνων του Αγίου και η γιαγιά βρήκε το φως της. Όταν η κυρία έγινε τελείως καλά πήγε στο χωριό της. Εκεί είχε ένα παραθαλάσσιο κτήμα με ένα σπιτάκι. Ο τόπος της ήταν ξερός και άνυδρος. Παρακάλεσε λοιπόν θερμά τον Θεό και τον Άγιο, να την βοηθήσουν να βρει νερό. Έτσι και έγινε. Με την υπόδειξη του Αγίου, οι εργάτες έσκαψαν πηγάδι που αμέσως γέμισε νερό. Μετά από καιρό, η κόρη της κυρίας βλέπει προς την πλευρά της θάλασσας, να στέκεται ο Άγιος με δυο Αγγέλους. Η κόρη ταράχτηκε, μα ο Άγιος γύρισε και της είπε:
› Μην φοβάσαι Αννούλα, είμαι ο Άγιος σου Εφραίμ. Ήρθα παιδί μου να πάρω μαζί μου την μητέρα σου, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Να μην στεναχωρηθείς, γιατί θα την πάω σ' ένα υπέροχο μέρος, σαν τον κήπο της Εδέμ. Θα είμαι δε πάντα δίπλα σου να σε προσέχω.
Γύρισε ο Άγιος να φύγει και του λέει η κοπέλα:
› Καθίστε λίγο ακόμα μαζί μου, Άγιέ μου.
› Δεν μπορώ παιδί μου να μείνω περισσότερο γιατί με ζητούν οι άρρωστοι.
Οι Άγγελοι συμφώνησαν μαζί του και όλοι παρέα χάθηκαν προς τη θάλασσα.
Ο ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ
Ετοιμάζονταν στο Μοναστήρι για αγρυπνία στη μνήμη του Αγίου. Ένας παράλυτος, τους ζήτησε να παρευρεθεί. Πράγματι τον έφεραν οι συγγενείς του, κουβαλώντας τον στον Μοναστήρι μέχρι μέσα στην Εκκλησία. Δεν σταμάτησε στιγμή να κλαίει και να προσεύχεται στον Άγιο παρακαλώντας τον:
› Ελέησέ με Άγιε του Θεού, λυπήσου με και κάνε με καλά. Συγχώρεσε τις αμαρτίες μου, γιατί εγώ φταίω που υποφέρω.
Ήταν τόσο δραματική η παρουσία του, που όλοι έκλαψαν. Έφτασε η ώρα που θα πηγαίναμε στον τάφο να ψάλλουν. Ξεκίνησε η πομπή, με την αδελφή Μακαρία να κρατάει τα Άγια Λείψανα, να βγει από την Εκκλησία. Ο παράλυτος συνέχιζε να κλαίει σπαρακτικά. Ξαφνικά τον είδαν όλοι να σηκώνεται, να κάνει τον Σταυρό του και να ακολουθεί την πομπή, περπατώντας μόνος του ως τον τάφο. Από τότε όπου βρισκόταν και όπου στεκόταν δεν σταματούσε να μιλάει για την θαυματουργή χάρη του Θεού και του Αγίου. Παρουσιάζοντας τον ευατόν του σαν ζωντανό παράδειγμα, προέτρεπε τους πάντες να πιστεύουν και να δοξάζουν τον Κύριο. Μια Κυριακή που είχε πάει επίσκεψη στο Μοναστήρι, είχαν πάει ένα παιδάκι μισοπαράλυτο. Μόλις το είδε, γονάτισε και κλαίγοντας παρακαλούσε τον Άγιο να το γιατρέψει όπως γιάτρεψε κι εκείνον. Έτσι και έγινε.
Ο ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ
Ένας χριστιανός, βρέθηκε από μία ατυχία στη φυλακή. Καθισμένος στο κρεβάτι του κελιού του, συλλογιζόταν το πρόβλημα του. Ξαφνικά είδε μπροστά του έναν καλόγηρο που στο αριστερό του χέρι άναβε ένα φως και τον άκουσε να του λέει:
› Μην ανησυχείς, εγώ θα σε προστατεύσω. Να έχεις Πίστη.
Την άλλη μέρα που πήγε η γυναίκα του στο επισκεπτήριο, της διηγήθηκε τι είχε συμβεί. Αυτή κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν ο Καλόγηρος. Του έδειξε μία εικονίτσα που είχε στην τσάντα της και αφού την βεβαίωσε πως ήταν ο ίδιος, έκανε τον Σταυρό της λέγοντας:
› Ο Καλόγηρος που σε επισκέφθηκα ήταν ο Άγιος Εφραίμ.
Έχουν περάσει περίπου είκοσι μέρες και ο Καλόγηρος τον επισκέφθηκε πάλι και του είπε:
› Το δικαστήριο θα γίνει στις 3 Σεπτεμβρίου. Εγώ θα είμαι κοντά σου. Να έχεις Πίστη στον Θεό και να μην ανησυχείς.
Έφυγε, έτσι ξαφνικά όπως είχε εμφανιστεί, αφήνοντας μία ευωδία να πλανιέται στον αέρα. Συζητούσε μετά από αυτό με τους συγκρατούμενούς του και τους έλεγε πως η δίκη θα γίνει 3 Σεπτεμβρίου και όλα θα πάνε καλά. Αυτοί γελούσαν, μέχρι που είδαν τις κλήσεις για το δικαστήριο να γράφουν 3 Σεπτεμβρίου. Την παραμονή της δίκης, με άγχος και ανησυχία, έγειρε να κοιμηθεί. Βλέπει λοιπόν στον ύπνο του:
«Στην αίθουσα του δικαστηρίου, πρόεδρος ήταν ο Καλόγηρος. Ένας από τους δικαστές, του έδωσε ένα λευκό χαρτί λέγοντάς του πως είναι αθώος.»
Έτσι και έγινε. Την άλλη μέρα αθωώθηκε και βγαίνοντας από την φυλακή, πήγε κατευθείαν στο Μοναστήρι. Άναψε λαμπάδα, προσκύνησε τα Ιερά Λείψανα του Αγίου και με δάκρυα στα μάτια του αφιέρωσε τον σταυρό που φορούσε. Ο ίδιος άνθρωπος, που ήταν πλοιοκτήτης, διηγείται άλλο ένα περιστατικό που του συνέβη και τον βοήθησε ο Άγιος. Ήταν χειμώνας, όταν μία νύχτα με φοβερή θαλασσοταραχή, έχασε κάθε επικοινωνία με το καράβι του. Τον έτρωγε η αγωνία. Δεν ήξερε τι είχε συμβεί στο πλοίο και ανησυχούσε τρομερά για τους ανθρώπους που ήταν μέσα σαν πλήρωμα. Αποκαμωμένος, έκλεισε για λίγο τα μάτια του να ξεκουραστεί και βλέπει:
› Τον Άγιο επάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, να έχει δέσει το καράβι μ' ένα σχοινί και να το τραβάει στην στεριά.
Την άλλη μέρα τον ειδοποίησαν πως το καράβι του είχε πιάσει λιμάνι και όλο το πλήρωμα ήταν καλά. Επίσης ο Άγιος τον έσωσε από βέβαιο θάνατο, όταν του συνέβη ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Οδηγούσε σ' έναν χιονισμένο δρόμο, το αμάξι γλίστρησε, έφυγε από το δρόμο κι έπεσε μέσα σε χαράδρα. Οι οδηγοί που ακολουθούσαν, κατέβηκαν σιγά › σιγά να μαζέψουν από τα συντρίμμια ότι θα είχε απομείνει από τον οδηγό. Εκεί με έκπληξη βλέπουν τον οδηγό ελαφρά τραυματισμένο και δίπλα του μια εικονίτσα του Αγίου και την ταυτότητά του.
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΩΖΕΙ ΝΕΑΡΗ ΚΟΠΕΛΑ
Είναι 1974, λίγες μέρες μετά την επιστράτευση. Στην Χαλκίδα μένει ένας χριστιανός που κάποτε ο Άγιος του είχε θεραπεύσει μία σοβαρή ασθένεια στο μάτι. Μια νύχτα καθώς κοιμάται, παρουσιάζεται ο Άγιος και του λέει:
› Σήκω γρήγορα. Πήγαινε αμέσως στο διπλανό σπίτι γιατί ένας άνθρωπος πεθαίνει.
Εκείνος, νομίζοντας πως βλέπει όνειρο συνέχισε τον ύπνο του. Μα ο Άγιος τον ξυπνά πάλι και με έντονο ύφος του λέει:
› Γιατί δεν έκανες αυτό που σου είπα; Σήκω γρήγορα και πήγαινε στο διπλανό σπίτι πριν πεθάνει.
Επιτέλους εκείνος σηκώθηκε, έτρεξε στο διπλανό σπίτι και άρχισε να χτυπά το κουδούνι. Δεν του άνοιξε κανείς, μα σαν να άκουσε από το βάθος ένα βογκητό. Γρήγορα, ειδοποίησε την αστυνομία να τρέξει να προλάβει. Πραγματικά, η αστυνομία παραβίασε την πόρτα και μπαίνοντας μέσα, βρήκαν μία κοπέλα που είχε κόψει τις φλέβες της και έτρεχε το αίμα, επειδή πήραν στρατιώτη τον άνδρα της. Έτσι ο Άγιος, έσωσε την κοπέλα, δοξασμένο το όνομά του.
Η ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ
Η αδελφή καθόταν και παρακολουθούσε την Γερόντισσα που ζωγράφιζε μία εικόνα του Αγίου Εφραίμ. Ξαφνικά χτυπάει η πόρτα, μπαίνει μία άγνωστη γυναίκα και του λέει πως είναι άρρωστη και έχει ανάγκη την προσευχή τους. Πράγματι η αδελφή και η Γερόντισσα αρχίζουν να προσεύχονται και να βάζουν μετάνοιες μπρος στο μισοζωγραφισμένο Άγιο. Η άγνωστη είχε πέσει κάτω σαν μισοπεθαμένη και σφάδαζε. Τότε η αδελφή κατάλαβε, σκύβει και της λέει:
› Κατάλαβα τι έχεις. Σε έχουν κυριεύσει δαιμόνια.
Η άγνωστη ανοίγει τα μάτια της και με αγριεμένη φωνή απαντάει:
› Πως το κατάλαβες πως βρίσκομαι μέσα της; Και να βγάλετε εμένα με τις προσευχές σας, υπάρχουν στρατιές ολόκληρες.
Στράφηκαν αμέσως προς την εικόνα του Αγίου, ο οποίος σαν να πήρε ζωή, τις προέτρεψε να συνεχίσουν την προσευχή και όλοι μαζί να εκδιώξουν τον δαίμονα. Εκείνη την ημέρα κατάλαβαν πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της Προσευχής. Όπλο φοβερό εναντίον των δαιμόνων και Ουράνιο δώρο και παρηγοριά, στον πόνο, την θλίψη, τις αδυναμίες και τις δυσκολίες της ζωής.
Ο ΑΓΙΟΣ ΟΛΟΖΩΝΤΑΝΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ
Από όλους εκείνους που πίστεψαν πραγματικά στον Άγιο, ακούμε συνέχεια τις φράσεις: μ' έκανε καλά, τον ονειρεύτηκα, τον οραματίστηκα, με βοήθησε. Μερικές τέτοιες μαρτυρίες θ 'αναφέρουμε παρακάτω προς αγαλλίαση των ψυχών των χριστιανών. Τα παλιότερα χρόνια που το Μοναστήρι λειτουργούσε με τους μοναχούς, οι αγρότες της περιοχής, νοίκιαζαν τα κτήματα της Μονής, άλλοι για τις ελιές, άλλοι για τ' αμπέλια και άλλοι για το ρετσίνι των πεύκων. Ένας από αυτούς, έβλεπε έναν Καλόγηρο να κάνει βόλτες στην περιοχή παρ' όλο που το Μοναστήρι είχε εγκαταλειφθεί. Μια μέρα μάλιστα είδε έξω από το παλιό λιοτρίβι τον Καλόγηρο να μπαίνει από την μια πόρτα και να βγαίνει από την άλλη. Ανησύχησε για το λάδι του και του φώναξε:
› Που πας παππού, έλα από δω να σε κεράσω και καφεδάκι.
Ο Καλόγηρος, όπως περπατούσε εξαφανίστηκε και ο αγρότης πολύ αργότερα κατάλαβε πως ο παππούς που έκανε βόλτες στα κτήματα ήταν ο Άγιος Εφραίμ. Η μοναχή Μακαρία διηγείται άλλο ένα όνειρο που αφορούσε τον Άγιο. Είδε ένα βράδυ στον ύπνο της πως βρισκόταν μέσα στην Εκκλησία. Ο Άγιος, φορώντας λαμπρά Αρχιερατικά άμφια, λειτουργούσε στο Ιερό. Κάποια στιγμή πρόβαλλε στην Ωραία Πύλη κρατώντας το Άγιο Δισκοπότηρο και είπε:
› Μετά φόβου Θεού, Πίστεως και αγάπης προσέλθετε.
Η μοναχή πλησίασε, έβαλε μετάνοια και ήπιε τρεις φορές από το Άγιο Ποτήριο. Ήταν η γλυκύτερη Θεία Κοινωνία που είχε μεταλάβει στη ζωή της. Ένας πιστός, διηγείται μία φορά πως είχε δει τον Άγιο να περιφέρεται ανάμεσα στους πιστούς, ανήμερα της γιορτής του και κατά την μεταφορά των Ιερών Λειψάνων του. Πολλοί διηγούνται επίσης, ότι έβλεπαν τον Άγιο να προσεύχεται ανάμεσά τους, να φρουρεί το Μοναστήρι ή να ειδοποιεί πως το καντηλάκι του έσβησε, για να το ανάψουν. Μια μοναχή, είδε τον Άγιο καταμεσήμερο επάνω στον τάφο του, νεκρό, άταφο και πληγωμένο. Άρχισε αμέσως να θρηνεί και άκουσε τον Άγιο να της λέει:
› Κατάλαβες τώρα γιατί πρέπει να ανάβεις το καντήλι μου.
Πολλές φορές ο Άγιος εμφανιζόταν λουσμένος στο φως. Μοναχές, λένε ιστορίες, για ένα φως που τις νύχτες έκανε τον γύρω του Μοναστηριού, σαν να το προστάτευε. Άλλοτε πάλι ένα λαμπρό φως, ανέβαινε από τον τάφο, έκανε βόλτα όλη την Μονή σκορπώντας λάμψη και θερμότητα και επέστρεφε στον τάφο. Μια νύχτα μάλιστα που οι μοναχές παρασυρμένες από την ομορφιά και το μεγαλείο του τόπου τους και του φεγγαριού, έμειναν έξω ως αργά συζητώντας, είδαν το φως να βγαίνει από τον τάφο, να περνάει πάνω από τα κεφάλια τους, να στέκεται περισσότερη ώρα πάνω από μία αδελφή που παραπονιόταν ότι δεν είχε δει ποτέ τον Άγιο και να φεύγει.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ
Ο Άγιος δεν εμφανιζόταν μόνο στο Μοναστήρι του ή στην Ελλάδα. Πολλοί χριστιανοί απ' όλο τον κόσμο δίνουν μαρτυρίες για εμφανίσεις και θαύματα του Αγίου. Μια μέρα έφτασε στη Μονή μία κυρία, που βαθιά συγκινημένη ζήτησε να προσκυνήσει τα Ιερά Λείψανα. Μετά, με γαληνεμένη την ψυχή της, διηγήθηκε την ιστορία της:
› Κοιμόμουν στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού μου στην Αμερική, όταν ξαφνικά έτριξε η πόρτα σαν να την άνοιγε κάποιος.
Ανασηκώθηκε από το κρεβάτι και βλέπει μπροστά της έναν Καλόγηρο λουσμένο στο φως. Αμέσως γονάτισε μπροστά του και ο Καλόγηρος της είπε:
› Είμαι ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας Εφραίμ, από το Όρος των Αμώμων. Να έρθεις στον Μοναστήρι μου, να με προσκυνήσεις.
Έτσι ξαφνικά όπως είχε εμφανιστεί, ο Καλόγηρος χάθηκε και το φως έσβησε, αφήνοντας πίσω μια γλυκιά ευωδία. Μια άλλη κυρία στην Αμερική, έπασχε από ανίατη ασθένεια. Ακούγοντας για το θαύματα του Αγίου Εφραίμ και με βαθιά ριζωμένη στην καρδιά της την χριστιανική πίστη, έστειλε στο Μοναστήρι ένα ρούχο της. Παρακαλούσε της Μοναχές να το σταυρώσουν στην εικόνα του Αγίου και να της το στείλουν πίσω να το φορέσει. Έτσι κι έγινε και η γυναίκα θεραπεύτηκε. Με την πρώτη δε ευκαιρία, χωρίς να λογαριάσει κόπο και έξοδα, πήγε η ίδια στο Μοναστήρι να προσκυνήσει στα Άγια Λείψανα και να ευχαριστήσει προσωπικά τον Άγιο, για το θαύμα του.
Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ
Μια πιστή έπασχε από παράλυση των νεύρων της καρδιάς. Τέσσερα χρόνια ήταν κατάκοιτη υποφέροντας από φρικτούς πόνους. Κάποια γνωστή που την επισκέφθηκα, της πήγε ένα βιβλίο με τα θαύματα του Αγίου Εφραίμ. Αφού το διάβασε όλο και έμεινε έκπληκτη από τα τόσα θαυμαστά, έκλεισε τα μάτια της και προσευχήθηκε στον Χριστό, να στείλε και σ' εκείνη τον απεσταλμένο Του, Άγιο Εφραίμ να την ελεήσει. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την προσευχή και το βλέπει ολοζώντανο δίπλα της, να της λέει με γλυκιά φωνή:
› Παιδί μου τι έχεις;
› Η καρδιά μου, το κεφάλι μου, το σώμα μου ολόκληρο, υποφέρω από τρομερούς πόνους. Σε παρακαλώ, Άγιε του Χριστού, βοήθησέ με.
Έπιασε σιγά-σιγά ο Άγιος να ψηλαφίζει όλες τις κλειδώσεις της. Ενώ στην αρχή οι πόνοι της ήταν αφόρητοι και ήθελε να ουρλιάξει, ένοιωσε το κορμί της να χαλαρώνει πόντο με τον πόντο. Κατόπιν έσκυψε ο Άγιος και ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος της. Αισθάνθηκε την ανάσα του να δίνει πνοή στην καρδιά της, άρχισε να νοιώθει καλά και άκουσε τον Άγιο να της λέει:
› Πες παιδί μου το όνομά μου δυνατά.
› Άγιε μου Εφραίμ, Άγιε μου Εφραίμ, Άγιε μου Εφραίμ.
Κι ενώ η πρώτη φορά ίσα που ακούστηκε, η δεύτερη ήταν πιο δυνατή και την τρίτη, το φώναξε με τόση δύναμη, που ξύπνησε το παιδί της και την ρωτούσε τι συμβαίνει. Ο Άγιος είχε χαθεί, ενώ η γυναίκα σηκώθηκε επιτέλους από το κρεβάτι, άναψε το καντήλι της και προσευχήθηκε, ευχαριστώντας τον Χριστό και τον Άγιο Εφραίμ. Όταν το πρωί την πήρε ο ύπνος, είδε στο όνειρό της, ότι βρισκόταν στην Εκκλησία του Άγιου και έκανε να κατέβει τα σκαλάκια για να πάει να προσκυνήσει στον τάφο του. Μια άγρια φωνή την σταμάτησε, λέγοντά της πως είναι αμαρτωλή και δεν μπορούσε, ενώ κάτι χέρια πήραν από μπροστά της τα σκαλιά. Εκείνη αμετάπειστη δήλωσε, πως ακριβώς επειδή ήταν αμαρτωλή, θα προσκυνούσε τον τάφο του ακόμα και πηδώντας μέσα σ' αυτόν. Έτσι κι έκανε. Πήδηξε μέσα κι ένοιωσε τα πόδια της να βρέχονται, γιατί ο τάφος είναι πάντα βρεγμένος. Όταν βγήκε έξω, βρέθηκε σε μία αυλή παραδεισένια, που της είπαν ότι είναι του Αγίου. Εκεί καθόταν μία μαυροφορεμένη γυναίκα, που κρατούσε στα χέρια της έναν δίσκο στολισμένο με αγγελάκια. Όταν ρώτησε, της είπαν πως είναι η Μητέρα του Αγίου, χήρα με επτά παιδιά.
Μετά από λίγο καιρό, η γυναίκα αξιώθηκε να πάει να προσκυνήσει. Τα έχασε, όταν αντίκρισε την Εκκλησία και τον τάφο, ακριβώς όπως τα είχε δει στο όνειρό της.
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΡΟΛΟΙ
Επάνω στην εικόνα του Άγιου υπάρχουν πολλά τάματα. Ένα από αυτά, το χρυσό ρολόι του κυρίου Γιώργου, διηγείται την δική του ιστορία. Συνοδευόμενη από μία μικρή δόκιμη η αδελφή Μακαρία πήγε στην Εκκλησία. Εκεί αντίκρισε μπροστά στην θαυματουργή εικόνα του Αγίου, τον κύριο Γιώργο, την γυναίκα του και τον γιο τους, να προσεύχονται στον Άγιο. Ο κύριος Γιώργος ήταν γνωστός τους. Λίγα χρόνια νωρίτερα, είχε πάει στο Μοναστήρι τους, με μεγάλο πόνο, να ζητήσει από τον Άγιο να σώσει το μονάκριβο παιδί του που ήταν βαριά άρρωστο. Ο Άγιος του έκανε την χάρη και μέχρι σήμερα το καμαρώνει με το θέλημα του Θεού. Σήμερα, είχε έρθει να παρακαλέσει για τον εαυτό του, επειδή αντιμετώπιζε προβλήματα στην καρδιά. Έψαλλαν όλοι μαζί ευλαβικά την παράκληση για τον κύριο Γιώργο και αυτός συγκινημένος πήρε την οικογένειά του κι έφυγε. Μετά από δεκαπέντε περίπου ημέρες, επέστρεψε στον Μοναστήρι και γεμάτος χαρά τους διηγήθηκε τα εξής:
«Μια μέρα, καθώς διάβαζε την παράκληση του Αγίου, γέμισε το σπίτι του γλυκιά ευωδία. Αμέσως σκύβει και ασπάζεται την εικόνα του. Πέρασαν οκτώ ημέρες από αυτό το περιστατικό και βλέπει στον ύπνο του πως είναι άρρωστος. Ξαπλωμένος σ' ένα κρεβάτι στην πλατεία ενός χωριού. Βλέπει τον Άγιο να πλησιάζει αργά προς το μέρος του, να κάθεται στο κρεβάτι και να του λέει:
› Για 'σένα ήρθα Γιώργο.
Έπειτα πήρε το κεφάλι του, το ακούμπησε στα γόνατά του και του διάβασε μία ευχή περί ιάσεως. Αυτό ήταν, αμέσως έγινε καλά.»
Συγκινημένος και με δάκρυα στα μάτια, προσκύνησε την εικόνα του Άγιου, κρέμασε το χρυσό ρολόι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και έφυγε.
ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
Ήταν νύχτα. Η Μονή είχε βυθιστεί στην σιωπή, όταν κάποιοι αργοπορημένοι επισκέπτες, έφτασαν στο Μοναστήρι. ένας κύριος, που ο αδελφός του ήταν ετοιμοθάνατος, παρακάλεσε την αδελφή Μακαρία να πάει μέχρι το νοσοκομείο, να τον σταυρώσει με τα Λείψανα του Αγίου. Αυτή πήγε, ήταν η Παρασκευή των Βαΐων, και βρήκε τους συγγενείς να κλαίνε γύρω του, ενώ είχαν κάνει κι όλες τις απαραίτητες ετοιμασίες. Ο ασθενής, άνοιξε τα μάτια του, είδε την Μοναχή και με μεγάλη προσπάθεια ρώτησε για ποιον Άγιο πρόκειται. Η αδελφή του είπε:
› Είναι ο Άγιος Εφραίμ. Με τη βοήθειά του θα γίνεις καλά και θα έρθεις στο Μοναστήρι μας να προσκυνήσεις.
Πράγματι την Μεγάλη Παρασκευή, όταν τελείωσε η Ακολουθία, βγαίνοντας η Μοναχή από την Εκκλησία, τον βλέπει να στέκεται στο προαύλιο υγιέστατος και χαρούμενος από το πολύτιμο δώρο που του χάρισε ο Άγιος. Είχε φτάσει η παραμονή της γιορτής του Αγίου και οι αδελφές ετοίμαζαν την Εκκλησία για την Λειτουργία. Η αδελφή Μακαρία τοποθετούσε ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα στην εικόνα του Αγίου. Όταν τελείωσε, ένα τριαντάφυλλο έπεσε και σταμάτησε επάνω στον τζάμι στο μάγουλο του Άγιου. Σκέφτηκε να το φτιάξει, μα το άφησε εκεί, για να το δώσει ο Άγιος όπου ήθελε. Πολύ κόσμος παρακολούθησε την ακολουθία με κατάνυξη. Ανάμεσά τους και ο προαναφερόμενος άνθρωπος. Όταν έφτασε μπροστά στην εικόνα να προσκυνήσει συνέβη το εξής. Το τριαντάφυλλο που όλες αυτές τις ώρες ήταν κρεμασμένο, έπεσε στο κεφάλι του. Συγχρόνως άκουσε την γλυκιά φωνή του λέει:
› Πες το δυνατά παιδί μου, να το ακούσουν όλοι, πως έγινες καλά. Μην κρύβεις την ευεργεσία που έλαβες.
Πράγματι, αυτός διηγήθηκε τι είχε συμβεί ενώ η οικογένεια του στεκόταν δίπλα του ευτυχισμένη. Η ευγνωμοσύνη είναι μεγάλη αρετή και πρέπει να εκφράζεται δημόσια.
Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ
Ήταν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μια αδελφή του Μοναστηριού, στις 19, 20 και 21 Απριλίου του 1967, έβλεπε συνέχεια τον Άγιο, θλιμμένο και ανήσυχο να προσεύχεται. Έμπαινε στην Εκκλησία, έβγαινε στην αυλή, πήγαινε έξω από το Μοναστήρι, άλλοτε γονατιστός και άλλοτε όρθιος με τα χέρια υψωμένα σαν να ικέτευε. Ποια μπορούσε να φανταστεί τα γεγονότα που θ' ακολουθούσαν στην χώρα μας. Μετά από λίγες μέρες, είδαν όλες οι αδελφές ξαφνιασμένες το πρόσωπο του Αγίου στην εικόνα του, να ιδρώνει. Ο ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπο, στο πρόσωπο, στα γένια και στο σώμα του ολόκληρο. Ήταν άραγε από αγωνία;
Την ίδια εποχή, άρχισε να τρέχει ξαφνικά από την εικόνα του Αγίου μύρο. Έβαλαν ένα δοχείο, για να το μαζεύουν για τους αρρώστους. Το μύρο έτρεχε, το δοχείο γέμισε, μα δεν χυνόταν έξω. Μια αδελφή που ήταν σκυμμένη, άκουσε την φωνή του Αγίου, πλημμυρισμένη θλίψη να λέει:
› Θα γίνει και καλό, μα θα γίνει και πάρα πολύ μεγάλο κακό.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είναι πάρα πολλές οι μαρτυρίες για τις εμφανίσεις και τα θαύματα του Αγίου Εφραίμ, που είναι αδύνατον να τα γράψουμε όλα σ' αυτό το μικρό βιβλίο, το αφιερωμένο στην ζωή του. Το τελευταίο που θα αναφέρουμε, αφορά την Εκκλησία του. Όταν έφτασε η ευλογημένη ώρα, που αξίωσε ο Κύριος, να χτιστεί ο Ναός του Αγίου, βρέθηκε από Θεία Πρόνοια, παλιά πέτρα που στόλιζε άλλοτε ένα οικοδόμημα στην Αθήνα. Η Ηγουμένη Μακαρία αναρωτιόταν, που ακριβώς θα ήθελε ο Άγιος να χτιστεί η Εκκλησία του. Φτάνει τότε μια προσκυνήτρια στο Μοναστήρι και της λέει:
› Είδα στο όνειρό μου τον Άγιο Εφραίμ και μου είπε: «Να πας να πεις της Γερόντισσας, ότι τον τάφο μου τον θέλω μέσα στην Εκκλησία μου».
Πεντέμισι αιώνες φύλαγε η γη, σαν πολύτιμο θησαυρό, στους κόλπους της τον Άγιο Εφραίμ, μέχρι που ο πολυεύσπλαχνος Θεός μας τον φανέρωσε, για να τον έχουμε βοηθό και οδηγό στις δύσκολες μέρες που ζούμε. Ας αναγνωρίσουμε όλοι την δύναμη της πίστης και της προσευχής και ας προστρέχουμε σ' Αυτόν, με ταπεινή καρδιά, παρακαλώντας Τον να μας ελεήσει. Και όλοι μαζί, ας ζητήσουμε από αυτόν τον Άγιο του Θεού Εφραίμ, να είναι πάντα δίπλα μας, να μας φωτίζει, να μας στηρίζει και να μας καθοδηγεί.
(Πηγή: «Θα κάνω πολλά θαύματα... πριν έλθουν τα μεγάλα δεινά...», Άγιος Εφραίμ)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ηχος α΄. Της ερήμου πολίτης.
Εν όρει των Αμώμων ώσπερ ήλιος έλαμψας, και μαρτυρικώς, θεοφόρε, προς θεόν εξεδήμησας, βαρβάρων υποστας επιδρομάς, Εφραίμ Μεγαλομάρτυς του Χριστού, δια τούτο αναβλύζεις χάριν αεί, τοις ευλαβώς βοώσι σοι, δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου, πάσιν ιάματα.
Κοντάκιον Ήχος β’. Ότε εκ του ξύλου.
Προστάτης θερμός των επικαλουμένων σε, υπάρχεις Εφραίμ Οσίων εγκαλλώπισμα, μη παρίδης τας δεήσεις των δούλων σου, αλλά πρόφθασον ως συμπαθής εις την βοήθεια ημών των εν χαλεπαίς ασθενείαις κατακειμένων, ίνα πόθω βοώμεν ο Θεός ημών δόξα Σοι.
Μεγαλυνάριον
Βίω διαλάμπων ασκητικώ, εν όρει Αμώμων, ηγωνίσω μαρτυρικώς, και θαυμάτων χάριν, θέοθεν εκομίσω, Εφραίμ Οσιομάρτυς, Αγγέλων σύσκηνε.
Πηγή: religious.gr, Άγιος Εφραίμ