ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: Ο ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΟΣ ΒΙΟΣ
A’ OI ΚΑΤΑ ΣAΡKA
KAI KATA ΠΝΕΥΜΑ ΠΡΟΓΟΝΟΙ
Βάπτιση καί ξερριζωμός
Στά Φάρασα τῆς ἁγιοτόκου Καππαδοκίας, στίς 25 Ἰουλίου τοῦ 1924, ἀνήμερα τῆς ἁγίας Ἄννης γεννήθηκε ὁ Γέροντας.Στήν βάπτιση οἱ γονεῖς του ἤθελαν νά τόν ὀνομάσουν Χρῆστο, στό ὄνομα τοῦ παπποῦ. Ὁ ὅσιος Ἀρσένιος ὅμως εἶπε στήν γιαγιά του:
› Ἔ, Χατζηαννά[1], τόσα παιδιά σοῦ βάπτισα! Δέν θά δώσεις καί σέ ἕνα τό ὄνομά μου;
Καί στούς γονεῖς εἶπε:
› Καλά, ἐσεῖς θέλετε νά ἀφήσετε ἄνθρωπο στό πόδι τοῦ παπποῦ, ἐγώ δέν θέλω νά ἀφήσω καλόγηρο στό πόδι μου;
Καί γυρίζοντας στή νουνά[2] τῆς λέγει:
› Ἀρσένιο νά πῆς.
Τοῦ ἔδωσε δηλαδή τό ὄνομά του καί τήν εὐχή του, καί προεῖδε ὅτι θά γίνει καλόγηρος, ὅπως καί ἔγινε[3].
Τό ἔτος πού γεννήθηκε ὁ Γέροντας ἔγινε ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν καί ξερριζώθηκε ὁ Ἑλληνισμός τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό τίς πατρογονικές του ἑστίες. Πῆρε καί ἡ οἰκογένεια τοῦ Γέροντα μαζί μέ τούς ἄλλους Φαρασιῶτες καί τόν ὅσιο Ἀρσένιο τόν δρόμο τῆς πικρῆς προσφυγιᾶς. Στό καράβι μέσα στόν συνωστισμό κάποιος πάτησε τό βρέφος (Ἀρσένιο) πού κινδύνεψε νά πεθάνη. Ἀλλά ὁ Θεός κράτησε στήν ζωή τόν ἐκλεκτό Του, γιατί ἔμελλε νά γίνη χειραγωγός πολλῶν ψυχῶν στήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ Γέροντας βέβαια ἀπό ταπείνωση ἔλεγε ἀργότερα:
› Ἄν εἶχα πεθάνει τότε, πού εἶχα τήν χάρι τοῦ Βαπτίσματος, θά μέ ἔρριχναν στήν θάλασσα νά μέ φᾶνε τά ψάρια, καί τοὐλάχιστον θά μοῦ ἔλεγε «εὐχαριστῶ» κανένα ψαράκι, καί θά πήγαινα στόν παράδεισο.
Ἤθελε δηλαδή νά πῆ ὅτι τώρα πού ἔζησε δέν ἔκανε τίποτε.
Ἔμειναν γιά λίγο στόν Πειραιᾶ. Ἔπειτα μεταφέρθηκαν στό κάστρο τῆς Κερκύρας, ὅπου ἐκοιμήθη καί ἐτάφη ὁ ὅσιος Ἀρσένιος, σύμφωνα μέ τήν πρόρρησή του:
› Ἐγώ θά ζήσω σαράντα ἡμέρες στήν Ἑλλάδα καί θά πεθάνω σέ ἕνα νησί.
Μετακόμισαν στήν συνέχεια σέ χωριό τῆς Ἡγουμενίτσας καί τελικά ἐγκαταστάθηκαν στήν Κόνιτσα. Τόν νεοφώτιστο Ἀρσένιο, βρέφος σαράντα ἡμερῶν, οἱ γονεῖς του τόν ἔφεραν στήν μητέρα Ἑλλάδα, ἄγνωστο τότε ἀνάμεσα στά πλήθη τῶν προσφύγων. Αὐτόν πού μετά ἀπό χρόνια θά γινόταν γνωστός σέ ὅλο τόν κόσμο καί θά ὡδηγοῦσε πλήθη ἀνθρώπων στήν θεογνωσία. Ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες γνώρισε τόν πόνο καί τά βάσανα τῶν ἀνθρώπων. Ἀργότερα, ὁ ἴδιος θά γινόταν λιμάνι παρηγοριᾶς σέ χιλιάδες βασανισμένες ψυχές.
Β’ ΑΣKΗΤΙΚΑ ΠΡΟΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ
Ἀνατροφή «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου»
Ο μικρός καί εὐλογημένος Ἀρσένιος, μαζί μέ τό γάλα πού θήλαζε, μάθαινε ἀπό τούς γονεῖς του καί τήν εὐλάβεια πρός τόν Θεό. Ἀντί γιά
παραμύθια καί ἱστορίες τοῦ μιλοῦσαν γιά τόν βίο καί τά θαύματα τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου. Μέσα του γεννήθηκε θαυμασμός καί ἀγάπη γιά τόν Χατζεφεντῆ, ὅπως ἀποκαλοῦσαν τόν ὅσιο Ἀρσένιο. Ἀπό μικρός ἤθελε νά γίνη καί αὐτός μοναχός, γιά νά μοιάση τόν Ἅγιό του.
Τό πρόσωπο πού μετά τόν ὅσιο Ἀρσένιο ἐπηρέασε εὐεργετικά ὅλη του τήν ζωή ἦταν ἡ μητέρα του, πρός τήν ὁποία αἰσθανόταν ἰδιαίτερη ἀγάπη καί τήν βοηθοῦσε ὅσο μποροῦσε. Ἀπό αὐτήν διδάχθηκε τήν ταπεινοφροσύνη. Τόν συμβούλευε νά μήν θέλη νά νικᾶ τούς συμμαθητές του στά παιχνίδια καί ὕστερα νά ὑπερηφανεύεται, οὔτε νά ἐπιδιώκη νά μπαίνη πρῶτος στήν γραμμή, γιατί ἦταν τό ἴδιο, εἴτε πρῶτος, εἴτε τελευταῖος ἔμπαινε.
Ἐπί πλέον τοῦ ἔμαθε τήν ἐγκράτεια· νά μήν τρώγη πρίν ἀπό τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Τήν παράβαση τήν θεωροῦσε ὡς πορνεία.
Ἐπίσης τόν βοήθησε νά ἀποκτήση ἁπλότητα, ἐργατικότητα, νοικοκυροσύνη καί προσοχή στήν συμπεριφορά του πρός τούς ἄλλους, καί τόν προέτρεπε νά μήν ἀναφέρη καθόλου τό ὄνομα τοῦ πειρασμοῦ (διαβόλου).
Δυό φορές τήν ἡμέρα ὅλη ἡ οἰκογένεια προσευχόταν μπροστά στό εἰκονοστάσι. Ἡ μητέρα του ὅμως συνέχιζε νά προσεύχεται καί ὅταν ἔκανε τίς ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ λέγοντας τήν εὐχή.
Τέτοια ἦταν ἡ εὐλάβεια τῶν γονέων του, ὥστε καί στά ἁλώνια ἔπαιρναν μαζί τους ἀντίδωρο.
Ὁ μικρός Ἀρσένιος, μέ τό ἐνδιαφέρον καί τήν ἐξυπνάδα πού εἶχε, εὔκολα ἀφωμοίωνε ὅ,τι καλό ἄκουγε ἀπό τούς γονεῖς του. Ἀκολουθώντας τό παράδειγμά τους ἔμαθε νά νηστεύη, νά προσεύχεται καί νά ἐκκλησιάζεται. Ἦταν τό πιό ἀγαπητό ἀπό ὅλα τά παιδιά τῆς οἰκογενείας. Ἔλεγε ἀργότερα ὁ Γέροντας:
› Ὁ μέν πατέρας μου μέ ἀγαποῦσε, γιατί εἶχα κλίση στά τεχνικά καί ἔπιαναν τά χέρια μου, ἡ δέ μητέρα μου γιά τήν ψεύτικη (λίγη, μικρή) εὐλάβεια πού εἶχα.
Παιδικές ἀσκήσεις
Ὅταν ἔμαθε νά διαβάζη καλά, βρῆκε τήν Ἁγία Γραφή καί μελετοῦσε κάθε ἡμέρα τό Τετραβάγγελο. Εὕρισκε ἐπίσης βίους Ἁγίων καί ἐντρυφοῦσε. Εἶχε μαζέψει ἕνα κουτί μέ βίους. Μόλις γύριζε ἀπό τό σχολεῖο, δέν ἤθελε οὔτε νά φάη. Πρῶτα πήγαινε, ἄνοιγε τό κουτί, ἔπαιρνε καί διάβαζε τούς βίους τῶν Ἁγίων. Ὁ μεγαλύτερός του ἀδελφός τούς ἔκρυβε, ἄν καί εὐλαβής, διότι δέν ἤθελε νά ἀσχολῆται ὁ μικρός Ἀρσένιος πολύ μέ τά ἐκκλησιαστικά, γιά νά μήν παραμελῆ τά μαθήματα. Ὁ Ἀρσένιος δέν ἔλεγε τίποτε. Εὕρισκε ἄλλους βίους Ἁγίων καί τρεφόταν πνευματικά. Κάποτε ὁ μεγάλος του ἀδελφός θαύμασε, βλέποντάς τον νά διαβάζη τόν βίο κάποιου ἀγνώστου Ἁγίου, πού πρώτη φορά μάθαινε τό ὄνομά του:
› Ποῦ τόν βρῆκες πάλι αὐτόν τόν Ἅγιο; τόν ρώτησε μέ ἀπορία.
Ἡ εὐλαβής Κονιτσιώτισσα Καίτη Πατέρα, μεγαλύτερή του στήν ἡλικία, ἀναφέρει γιά τόν Ἀρσένιο:
«Εἶχε πολύ ἐνδιαφέρον γιά τήν Ἐκκλησία. Τόν ρώτησα κάποτε:
› Παιδί μου, ἔφαγες τίποτε σήμερα;
› Δέν ἔφαγα. Τί νά φάω, ἀφοῦ ἡ μητέρα μου τά βράζει ὅλα τά φαγητά στήν ἴδια κατσαρόλα, καί τό κρέας καί τά νηστήσιμα. Ἡ ἴδια κατσαρόλα ἀπορροφᾶ· δέν μπορῶ νά φάω.
› Παιδί μου, ἀφοῦ ἡ μάννα σου εἶναι τόσο καθαρή καί τήν πλένει καλά μέ ἀλισίβα[4].
› Δέν μπορῶ νά φάω ἀπό αὐτά, ἀπαντοῦσε.
Καί νήστευε, νήστευε συνέχεια καί ἀποτραβιόταν μοναχός του γιά νά προσεύχεται.»
Μαρτυρεῖ καί ὁ ἀδελφός του:
«Ὁ Ἀρσένιος ἀπό τήν δευτέρα Δημοτικοῦ διάβαζε θρησκευτικά βιβλία, ἀπομονωνόταν καί προσευχόταν πολύ. Δέν ἔπαιζε ὅπως τά ἄλλα παιδιά.»
Ἡ ἔμφυτη μοναχική του κλίση ἐκδηλώθηκε ἐνωρίς. Αἰσθανόταν ἀγάπη μεγάλη πρός τόν Θεό καί ἡ προσευχή του ἦταν ἐκδήλωση αὐτῆς τῆς ἀγάπης. Στίς μεγάλες γιορτές παρέμενε ἄγρυπνος, ἄναβε τό καντηλάκι καί προσευχόταν ὄρθιος ὅλη τή νύχτα. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του τόν ἐμπόδιζε. Ὅταν σηκωνόταν τίς νύχτες νά διαβάση τό Ψαλτήρι, δέν τόν ἄφηνε. Τόν ἔβαζε κάτω ἀπό τίς κουβέρτες. Γενικά ἡ τακτική τοῦ ἀδελφοῦ του ὄχι μόνο δέν ἔκαμψε τόν ζῆλο του, ἀλλά αὔξησε τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό. Ὅταν τόν ρωτοῦσαν, τί θά γίνει ὅταν μεγαλώση, ὁ Ἀρσένιος ἀπαντοῦσε σταθερά:
› Καλόγηρος.
Οἰκονόμησε ὁ Θεός καί πῆρε ἀπό μικρός τήν καλή στροφή, γι ̓ αὐτό δέν εἶχε ταλαντεύσεις στήν ἐκλογή του. Γιά τόν Ἀρσένιο ἕνας δρόμος ἀνοιγόταν μπροστά του, ἡ ἀγγελική ζωή τῶν μοναχῶν. Ὅ,τι διάβαζε στά Συναξάρια προσπαθοῦσε νά τό ἐφαρμόση. Διάβασε πώς, ὅταν φοβᾶσαι σέ ἕναν τόπο, πρέπει νά συχνάζης ἐκεῖ γιά νά διώξης τόν φόβο[5]. Ἐπειδή φοβόταν ὅταν περνοῦσε ἀπό τό κοιμητήρι, ἀποφάσισε νά πάη ἐκεῖ τή νύχτα, γιά νά τοῦ φύγη ὁ φόβος. Ἦταν τότε στήν τετάρτη τάξη τοῦ Δημοτικοῦ. Διηγήθηκε:
«Εἶδα ἀπό τήν ἡμέρα ἕναν ἄδειο τάφο. Μόλις νύχτωσε ἡ καρδιά μου χτυποῦσε, ἀλλά πῆγα καί μπῆκα στόν τάφο. Στήν ἀρχή ἦταν δύσκολο, ἀλλά μετά συνήθισα. Κάθησα ἀρκετή ὥρα καί ἐξοικειώθηκα. Πῆρα θάρρος καί ἄρχισα νά γυρίζω ἀπό μνῆμα σέ μνῆμα, ἀλλά πρόσεχα νά μή μέ δοῦν καί μέ περάσουν γιά φάντασμα. Αὐτό ἦταν· πῆγα τρία βράδυα καί ἔμεινα μέχρι ἀργά στό κοιμητήρι καί μοῦ ἔφυγε ὁ φόβος.»
Διηγήθηκε καί τό ἑξῆς:
«Ὅταν ἀκόμη ἤμουν στό σχολεῖο, διάβαζα τούς βίους τῶν Ἁγίων καί ἐπιθυμοῦσα ἀπό τότε νά γίνω ἀσκητής. Ἔβγαινα συχνά ἔξω ἀπό τό χωριό. Ἤμουν τότε ἕνδεκα χρονῶν. Μιά μέρα ἐπεσήμανα ἕναν βράχο μεγάλο. Πρωί-πρωί ξεκίνησα γιά νά ἀνεβῶ, νά γίνω στυλίτης. Πῆγα· ἦταν ψηλός ὁ βράχος. Ἀνέβηκα μέ δυσκολία καί ἄρχισα νά προσεύχωμαι. Ἐξάντλησα ὅλες μου τίς δυνάμεις καί μετά ἄρχισα νά σκέπτωμαι:
› Οἱ ἐρημίτες εἶχαν ρίζες καί ἔτρωγαν· λίγο νεράκι, ἕναν χουρμά... Ἐσύ δέν ἔχεις τίποτε ἐδῶ πάνω στόν βράχο. Πῶς θά ζήσεις;
Τέλος, ἀποφάσισα νά κατέβω, ἀλλά ἤδη εἶχε νυχτώσει. Τό κατέβασμα ἦταν πιό δύσκολο, γιατί δέν ἔβλεπα. Μέ μεγαλύτερη δυσκολία κατέβηκα. Ἡ Παναγία μέ φύλαξε καί δέν τσακίστηκα στά βράχια.»
Ἡ ἀδελφή του Χριστίνα θυμᾶται ὅτι, ἐνῶ κάποτε οἱ γονεῖς τους ἦταν στό χωράφι, ἄρχισε νά βρέχη. Ὁ Ἀρσένιος τούς σκεφτόταν πού βρέχονταν. Πῆρε τά δύο μικρότερα ἀδέλφια του, πῆγαν στό εἰκονοστάσι, γονάτισαν, ἔκαναν προσευχή καί ἡ βροχή σταμάτησε. Ὅταν ἔπεφταν κεραυνοί, συνήθιζε νά λέγη:
› Μέγα τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Θεοπτία
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας:
«Ἀπό ἕνδεκα χρονῶν διάβαζα βίους Ἁγίων καί ἔκανα νηστεῖες καί ἀγρυπνίες. Ὁ ἀδελφός μου ὁ μεγαλύτερος ἔπαιρνε καί ἔκρυβε τούς βίους. Δέν κατάφερε τίποτε. Πήγαινα στό δάσος καί συνέχιζα. Κάποιος φίλος του τότε, ὁ Κώστας, τοῦ εἶπε:
› Θά σοῦ τόν κάνω νά τά παρατήση ὅλα.
Ἦρθε καί μοῦ ἀνέπτυξε τήν θεωρία τοῦ Δαρβίνου. Κλονίστηκα τότε καί εἶπα θά πάω νά προσευχηθῶ, καί, ἄν ὁ Χριστός εἶναι Θεός, θά μοῦ παρουσιαστῆ νά πιστέψω. Μιά σκιά, μιά φωνή, κάτι θά μοῦ δείξει. Τόσο μοὔκοβε. Πῆγα καί ἄρχισα μετάνοιες καί προσευχή γιά ὧρες, ἀλλά τίποτε. Στό τέλος τσακισμένος σταμάτησα. Μοῦ ἦρθε τότε στήν σκέψη κάτι πού μοῦ ̓χε πεῖ ὁ Κώστας:
«Παραδέχομαι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἕνας σπουδαῖος ἄνθρωπος, δίκαιος, ἐνάρετος, τόν ὁποῖο ἐμίσησαν ἀπό φθόνο γιά τήν ἀρετή του καί τόν καταδίκασαν οἱ συμπατριῶτες του.»
Τότε εἶπα:
› Ἀφοῦ εἶναι τέτοιος, καί ἄνθρωπος νά ἦταν, ἀξίζει νά τόν ἀγαπήσω, νά τόν ὑπακούσω καί νά θυσιασθῶ γι ̓ Αὐτόν. Δέν θέλω οὔτε παράδεισο, οὔτε τίποτε. Γιά τήν ἁγιότητά του καί τήν καλωσύνη του ἀξίζει κάθε θυσία (καλός λογισμός καί φιλότιμο).
Ὁ Θεός περίμενε τήν ἀντιμετώπισή μου. Ὕστερα ἀπό αὐτό παρουσιάσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μέσα σέ ἄφθονο φῶς. Φαινόταν ἀπό τήν μέση καί πάνω. Μέ κοίταξε μέ πολλή ἀγάπη καί μοῦ εἶπε:
› Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται[6].
Τά λόγια αὐτά ἦταν γραμμένα καί στό Εὐαγγέλιο πού κρατοῦσε ἀνοικτό στό ἀριστερό χέρι Του.»
Τό γεγονός αὐτό διέλυσε στόν δεκαπενταετῆ Ἀρσένιο τούς λογισμούς ἀμφιβολίας, πού τάραζαν τήν παιδική του ψυχή, καί γνώρισε μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ τόν Χριστό ὡς Θεό ἀληθινό καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Βεβαιώθηκε γιά τόν Θεάνθρωπο, ὄχι ἀπό ἄνθρωπο ἤ ἀπό βιβλία, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, πού τοῦ ἀποκαλύφθηκε καί μάλιστα σέ τέτοια ἡλικία. Στερεωμένος πλέον στήν πίστη μονολογοῦσε:
› Κώστα, ἅμα θέλης τώρα, ἔλα νά συζητήσουμε.
Φροντίδα γιά τούς ἄλλους
Ὁ Ἀρσένιος μέ τήν προσεκτική ζωή καί τίς συμβουλές του βοήθησε πνευματικά καί ἄλλους νέους. Συναναστρεφόταν συνήθως μέ μικρότερα παιδιά. Τά συγκέντρωνε στήν ἁγία Βαρβάρα, διάβαζαν βίους Ἁγίων καί τά παρακινοῦσε νά κάνουν μετάνοιες καί νά νηστεύουν. Μερικές μητέρες ἀνησύχησαν καί ἀπέτρεπαν τά παιδιά τους νά τόν συναναστρέφωνται. Οἱ γονεῖς ἑνός παιδιοῦ μέ τό ὁποῖο ἐργαζόταν στόν ἴδιο μάστορα καί προσεύχονταν μαζί, φοβήθηκαν μή γίνη καλόγηρος καί δέν τόν ἄφηναν νά ἔχη σχέση μέ τόν Ἀρσένιο οὔτε νά ἀγωνίζεται. Ἀργότερα πῆγε νά ἐργασθῆ στήν Γερμανία καί σκοτώθηκε. Οἱ γονεῖς του αἰσθάνθηκαν τύψεις καί ἔλεγαν:
› Καλύτερα νά εἶχε γίνει καλόγηρος.
Κάποιο παιδί, πού καταγόταν ἀπό τά Φάρασα, ἤθελε ὁ Ἀρσένιος νά τό πάρη μαζί του γιά μοναχό καί προσπαθοῦσε νά πείση τήν μητέρα του. Ἄλλον νέο τόν στήριξε νά γίνη ἱερέας. Κληρικός καταγόμενος ἀπό τήν Κόνιτσα ὁμολογεῖ ὅτι βοηθήθηκε στήν μοναχική του κλίση ἀπό τόν λαϊκό ἀκόμη Ἀρσένιο.
Εἶχε ἐνδιαφέρον καί πόθο μεγάλο νά γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό. Κάποιον γέρο βοσκό, πού ζοῦσε μόνος πάνω στά βουνά καί εἶχε πάει στήν Ἐκκλησία δύο-τρεῖς φορές σέ ὅλη του τήν ζωή, ὁ Ἀρσένιος τόν πλησίασε καί φρόντισε νά τόν φέρη κοντά στόν Χριστό.
Στήν Κόνιτσα κάποιος Μουσουλμάνος ὀνόματι Μπαϊράμης εἶχε ἄρρωστη τήν μητέρα του. Ὁ μικρός Ἀρσένιος πήγαινε τή νύχτα καί βοηθοῦσε τήν ἄρρωστη. Ὁ Μπαϊράμης ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία νά γίνη Χριστιανός. Τά λίγα χρήματα πού ἔπαιρνε ὡς μαθητευόμενος ξυλουργός, τά μοίραζε ἐλεημοσύνη σέ φτωχά παιδιά τοῦ ὀρφανοτροφείου. Ἔφερνε καί στό σπίτι τους φτωχά παιδιά γιά φαγητό. Ὁ κ. Χατζηρούμπης Ἀπόστολος, Κονιτσιώτης, ἀναφέρει:
«Ὁ Ἀρσένης ἦταν ὁ μόνος πού προτιμοῦσε νά ἀδικῆται παρά νά ἀδικῆ. Εἶχε πάντα στήν τσέπη του ἕνα θρησκευτικό βιβλίο πού τό διάβαζε συχνά. Θυμᾶμαι τόν ζῆλο του νά ἐξασφαλίση ἀκροατήριο ἀπό τόν παιδικό κόσμο, ἀντί ὁποιουδήποτε τιμήματος, ὅπως λ.χ. νά ἀναλαμβάνη τήν φύλαξη τῶν ζώων μας, νά γίνεται νεροκουβαλητής μας, κ.ἄ., ἀρκεῖ ἐμεῖς νά τόν προσέχαμε, ὅταν μᾶς διάβαζε τήν Ἁγία Γραφή.
Δέν θά ξεχάσω ποτέ τό πάθος του νά χρωματίζη αὐτά πού ἔλεγε, ὅταν ἀναφερόταν στήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ. Γινόταν τόσο παραστατικός, ὥστε κατώρθωνε νά ἀποσπᾶ τήν προσοχή καί τῶν πιό ζωηρῶν παιδιῶν. Ἔβλεπα κατακάθαρα στό νεανικό του πρόσωπο τήν ἱκανοποίηση καί τήν ἀγαλλίασή του, γιατί μποροῦσε νά διδάσκη τόν λόγο τοῦ Κυρίου σέ τόσο ἁγνό ἀκροατήριο. Ἀπό ὅσο θυμᾶμαι αὐτή τήν τακτική τήν συνέχισε τέσσερα μέ πέντε χρόνια μέχρι πού πῆγε στρατιώτης.»
Ὁ Ἀρσένιος πέρασε τά νεανικά του χρόνια μέ ἀμεριμνία καί ἀγῶνες ἀσκητικούς. Ἔπειτα ἦρθαν τά δύσκολα χρόνια τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου, τῆς Κατοχῆς καί τοῦ ἀνταρτοπολέμου. Τότε πέρασε πολλές δυσκολίες καί κινδύνους.
Στόν ἀνταρτοπόλεμο τόν συνέλαβαν οἱ κομμουνιστές αἰχμάλωτο καί τόν φυλάκισαν. Κακοπάθησε ὅσο διάστημα ἔμεινε στήν φυλακή καί ὑπέφερε ἀπό τίς ψεῖρες καί τό πολύ στρίμωγμα. Σέ ἕνα μικρό δωμάτιο ἔβαλαν πολλούς. Ὅταν ξάπλωναν ὁ τελευταῖος ἔμπαινε σάν σφήνα ἀνάμεσά τους.
Δοκιμάστηκε καί ἠθικῶς, γιατί τόν ἔκλεισαν σέ ἕνα δωμάτιο μόνο του καί ὕστερα ἔβαλαν δύο ἀντάρτισσες σχεδόν γυμνές. Προσευχήθηκε ἔντονα ἐπικαλούμενος τήν Παναγία καί ἀμέσως ἔνιωσε «δύναμιν ἐξ ὕψους», πού τόν ἐνίσχυσε καί τίς ἔβλεπε μέ ἀπάθεια σάν ἀδελφές του, ὅπως ὁ Ἀδάμ τήν Εὔα στόν παράδεισο. Τίς μίλησε μέ τρόπο καλό. Ἐκεῖνες ἦρθαν σέ συναίσθηση, ντράπηκαν καί ἔφυγαν κλαίγοντας.
* * * * * *
Ἄν καί ὁ πόλεμος ἔκανε τόν Ἀρσένιο νά ἀναβάλη τήν ἀναχώρησή του, ὅμως ὁ ζῆλος του δέν ψυχράνθηκε. Στούς ἀγῶνες καί στίς ἀσκήσεις προσέθετε νέους ἀγῶνες καί ὑψηλότερες ἀσκήσεις. Ἔβλεπε τά ἐθνικά πράγματα σέ ἄσχημη κατάσταση. Σέ λίγο θά τόν καλοῦσαν νά ὑπηρετήση τήν Πατρίδα. Στό ἐξωκκλήσι τῆς ἁγίας Βαρβάρας παρακάλεσε τήν Παναγία:
«Ἄς ταλαιπωρηθῶ, ἄς κινδυνεύσω, μόνο νά μή σκοτώσω ἄνθρωπο, καί ν ̓ ἀξιωθῶ νά γίνω μοναχός.»
Τότε ἔκανε τάμα, ἄν τόν διαφυλάξη ἡ Παναγία στόν πόλεμο, νά ὑπηρετήση γιά τρία χρόνια τό Μοναστήρι της πού τό ἔκαψαν οἱ Γερμανοί, καί νά βοηθήση νά κτισθῆ πάλι ἡ Ἱερά Μονή Στομίου.
Γ ́. ΣTΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΘΗΤΕΙΑ
Ἀσυρματιστής φιλότιμος
Τό ἔτος 1945 κλήθηκε νά ὑπηρετήση τήν Πατρίδα. Παρουσιάστηκε στό Ναύπλιο καί πῆρε τήν εἰδικότητα τοῦ διαβιβαστοῦ. Κατόπιν πῆρε μετάθεση στό Ἀγρίνιο. Τόν ρωτοῦσαν:
› Τί μέσο ἔχεις καί πῆρες τόσο καλή εἰδικότητα;
› Δέν ἔχω μέσο.
› Ἄστ ̓ αὐτά.
› Ἔ..., τόν Θεό, ἀπαντοῦσε.
Καί πράγματι «ἦν Κύριος μετ ̓ αὐτοῦ καὶ ἦν ἀνὴρ ἐπιτυγχάνων[7]» .
Ἡ ἀγάπη του πρός τούς ἄλλους ἔφθανε μέχρι θυσίας. Ἔκανε τίς ὑπηρεσίες τους, ἐργαζόταν πολύ. Ὅταν κάποιος ζητοῦσε ἔξοδο, ὁ Ἀρσένιος πρόθυμα τόν ἀντικαθιστοῦσε. Πολλοί ἐκμεταλλεύονταν τήν καλωσύνη του καί τόν θεωροῦσαν κορόιδο. Ὁ ἴδιος ὅμως ἔνιωθε χαρά ἀπό τήν θυσία, καί συγχρόνως εὕρισκε εὐκαιρία νά μένη μόνος καί νά προσεύχεται. Ὁ Διοικητής του ἔλεγε:
› Τί θά γίνει μέ αὐτόν τόν ἄνθρωπο (Ἀρσένιο); Δέν λέει ποτέ νά ξεκουραστῆ.
Κάποτε εἶχε 39,5 πυρετό ἀλλά δέν ζήτησε νά βγῆ ἐλεύθερος ὑπηρεσίας. Τελικά δέν ἄντεξε καί ἔπεσε λιπόθυμος. Οἱ στρατιῶτες τόν ἔβαλαν στό φορεῖο γιά νά τόν πᾶνε στό Νοσοκομεῖο, καί τόν φώναζαν εἰρωνικά μέ μοναχικά ὀνόματα:
› Ἔ, Βενέδικτε, Ἀκάκιε.
Εἶχαν καταλάβει ὅτι θά γίνει μοναχός. Ἡ εἰρωνεία μετατράπηκε σιγά-σιγά σέ ἐκτίμηση καί θαυμασμό. Τούς ἀλλοίωσε ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του, ἡ μεγάλη ἀγάπη καί ὁ ἀκέραιος χαρακτήρας του. Δέν τόν θεωροῦσαν πλέον κορόιδο, ἀλλά θησαυρό καί εὐλογία γιά τήν Μονάδα. Πάντως ἡ εἰδικότητα τοῦ ἀσυρματιστοῦ τόν ἀπάλλαξε ἀπό τήν ἔνοπλη συμμετοχή στόν πόλεμο, καί ἔτσι, θεία χάριτι, διαφυλάχθηκε ἀπό τό νά φονεύση ἄνθρωπο. Προοιμίαζε δέ καί τήν μετέπειτα ἰδιότητά του ὡς μοναχοῦ, νά στέλνη σήματα στόν Θεό (νά προσεύχεται).
Κακουχίες
Ἡ διλοχία πού ὑπηρετοῦσε ὁ Γέροντας ἔκανε πολεμικές ἐπιχειρήσεις καί οἱ κακουχίες πού πέρασαν μοιάζουν ἀπίστευτες.
Διηγεῖτο ὅτι κάποτε τελείωσαν τά τρόφιμα καί ἔτρωγαν σπυρωτό χιόνι. Ἄλλοτε ἔμειναν νηστικοί γιά δεκατρεῖς ἡμέρες καί ἐπέζησαν τρεφόμενοι μόνον μέ ἄγρια κάστανα. Συχνότερα ὑπέφεραν ἀπό τήν δίψα. Ἀναγκάζονταν τότε νά πίνουν στάσιμο νερό ἀπό τίς πατημασιές τῶν ζώων. Ὁ μεγάλος ἐχθρός ἦταν τό κρύο. Κοιμόνταν στίς σκηνές καί τό πρωί ξυπνοῦσαν θαμμένοι στά χιόνια· μετροῦσαν τούς κρυοπαγημένους. Ἕνα πρωινό ἔβγαλε εἴκοσι ἕξι κρυοπαγημένους σκάβοντας μέ τόν κασμά τά χιόνια. Κάποτε ἔμεινε γιά τρεῖς ἡμέρες στά χιόνια καί ἔστελνε σήματα στό Ἀρχηγεῖο. Ἔπαθε καί ὁ ἴδιος κρυοπαγήματα. Οἱ σάρκες τῶν ποδιῶν του ξεφλουδίζονταν. Τόν ἔστειλαν στό Νοσοκομεῖο, ἀλλά βοήθησε ὁ Θεός νά μήν ἀκρωτηριασθῆ. Ἄλλοτε τόν κλώτσησε ἕνα μουλάρι. Τό χτύπημα ἦταν πολύ δυνατό. Μελάνιασε τό στῆθος του καί φαίνονταν τά σημάδια ἀπό τά πέταλα. Λιποθύμησε, καί ὅταν συνῆλθε, συνέχισε τήν πορεία.
Χαιρόταν νά βρέχεται, νά κρυώνη, νά κουράζεται ὁ ἴδιος, γιά νά μήν ταλαιπωροῦνται οἱ ἄλλοι.
Μερικοί στρατιῶτες, ὅταν ἔκαναν ζημιά, γιά νά δικαιολογηθοῦν, τήν ἐπέρριπταν στόν Ἀρσένιο. Ὁ Ἀξιωματικός τόν μάλωνε, καί ἐκεῖνος, γιά νά μήν τούς ἐκθέσει, ὑπέμενε μέ ταπείνωση σιωπηλά τούς ἐλέγχους. Ὁ Διοικητής ὅμως τόν ἐκτιμοῦσε καί τόν ἐμπιστευόταν. Στίς δύσκολες ἀποστολές ἔστελνε τόν Ἀρσένιο, γιατί γνώριζε ὅτι ἦταν ἱκανώτατος καί ἔφερνε σέ πέρας ὅ,τι τοῦ ἀνέθεταν.
Μόνο μιά φορά πῆρε ἄδεια καί πῆγε στό σπίτι του. Ἐκεῖ ἀρρώστησε, ἔχασε πολύ αἷμα καί εἰσήχθη στό Νοσοκομεῖο Ἰωαννίνων γιά δεκαπέντε ἡμέρες. Ὅταν συνῆλθε ἐπέστρεψε στήν Μονάδα του.
Ἀσκήσεις καί ἐμπειρίες
Μέσα σέ τέτοιες ταλαιπωρίες ἔκανε καί ἀγῶνα πνευματικό. Νήστευε καί προσευχόταν. Συνήθως ἔτρωγε τό μισό φαγητό, καί ὅταν σήμαινε σιωπητήριο γιά ὕπνο, ὁ Ἀρσένιος ἀνέβαινε στήν ταράτσα τοῦ κτιρίου καί ἄρχιζε τίς προσευχές. Ἔλεγε:
«Μιά περίοδο ἔκανα πέντε μῆνες νά λειτουργηθῶ, διότι ποῦ νά βρεθῆ παπᾶς καί Ἐκκλησία πάνω στά βουνά. Ὅταν μετά μέ ἔστειλε ὁ Διοικητής στό Ἀγρίνιο νά πάρω ἀνταλλακτικά γιά τόν ἀσύρματο, στόν δρόμο πού βάδιζα, πέρασα ἔξω ἀπό μιά Ἐκκλησία, ὅπου μέσα γίνονταν οἱ Χαιρετισμοί. Ἔκανα τόν σταυρό μου, προσκύνησα καί μέ πῆραν τά δάκρυα. Εἶπα:
› Παναγία μου, πῶς ἔχω γίνει ἔτσι;
Ποῦ νά φανταζόμουν τότε ὅτι ἀργότερα θά οἰκονομοῦσε ὁ Θεός νά ἔχω Ἐκκλησάκι καί μέσα στό Καλύβι μου!»
Καί δόξαζε γι ̓ αὐτό ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του τόν Θεό. Συγκρίνοντας αὐτά πού πέρασε στόν Στρατό μέ τήν ἄσκηση πού ἔκανε ὡς μοναχός, ἔλεγε μέ αὐτομεμψία:
› Γιά τόν Χριστό δέν ἔκανα τίποτε. Ἄν αὐτή τήν ἄσκηση (ταλαιπωρία στόν Στρατό) τήν ἔκανα σάν καλόγηρος, θά εἶχα ἁγιάσει.
Ὡς στρατιώτης ἔζησε θεῖες ἐμπειρίες. Κάποτε προσευχόταν σέ ἐρημικό μέρος καί ἡρπάγη σέ θεωρία. Διηγήθηκε καί τό ἐξῆς:
«Κάποτε πού εἴχαμε πάει στό πεδίο βολῆς στήν Τρίπολη, εἶδα ἕνα ἀλλοιώτικο φῶς νά βγαίνη ἀπό μιά ρεματιά καί νά διαχέεται σέ ὅλο τό πεδίο βολῆς, ἐνῶ ἦταν μέρα. Ἀποροῦσα τί νἆταν αὐτό τό φῶς πού οἱ ἄλλοι δέν ἔβλεπαν! Ἀργότερα κατάλαβα. Ἐπειδή ἐκεῖ γίνονταν ἐκτελέσεις καταδίκων, καί ἴσως νά εἶχαν ἐκτελεσθῆ ἄδικα καί κάποιοι ἀθῶοι, γι ̓ αὐτό φαινόταν ἐκεῖνο τό φῶς. Ὁ Θεός φύλαξε πού δέν μέ ἔστειλαν στό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα. Φυσικά δέν θά μποροῦσα (νά σκοτώσω)...»
Θυσία γιά τούς ἄλλους
Οἱ περισσότεροι στρατιῶτες εἶχαν πνεῦμα θυσίας, ἀλλά ὁ Ἀρσένιος ἦταν ἄφοβος στούς κινδύνους καί στόν θάνατο. Πολλές φορές κινδύνευσε νά συλληφθῆ αἰχμάλωτος καί ἀντίκρυσε τόν θάνατο ἀπό πολύ κοντά.
Κάποτε ἐπρόκειτο νά ρίξουν κλῆρο γιά τό ποιός θά πάει στό χωριό γιά ἐφόδια.
› Θά πάω ἐγώ, εἶπε ὁ Ἀρσένιος.
Τόν εἶδαν οἱ ἀντάρτες, ἀλλά τόν πέρασαν γιά δικό τους. Πῆρε τά ἐφόδια καί γύρισε πίσω.
Ὅταν ἔβαζαν κάποιον νά κάνη ἐπικίνδυνη βάρδια ἤ περίπολο, τόν ρωτοῦσε ὁ Ἀρσένιος:
› Τί οἰκογένεια ἔχεις;
Ἄν τοῦ ἔλεγε, «εἶμαι παντρεμένος, ἔχω καί παιδί», ἔλεγε, «καλά». Πήγαινε στό ὑπασπιστήριο, τόν ἄλλαζε καί πήγαινε αὐτός στήν θέση του. Τόν ἄλλο ἀσυρματιστή δέν τόν ἄφηνε νά κουβαλᾶ οὔτε τόν ἀσύρματο, οὔτε τήν μπαταρία, γιά νά εἶναι ἐλεύθερος σέ περίπτωση κινδύνου νά σωθῆ. Διηγήθηκε:
«Σέ μιά μάχη εἶχα σκάψει μιά μικρή λακκούβα. Ἔρχεται ἕνας καί μοῦ λέει:
› Νά μπῶ καί ἐγώ;
Στριμώχθηκα καί μέ δυσκολία χωρέσαμε. Ἔρχεται καί ἄλλος. Τόν ἄφησα καί αὐτόν καί ἐγώ βγῆκα ἔξω. Σέ μιά στιγμή μέ παίρνει ἕνα βλῆμα ξυστά στό κεφάλι. Δέν εἶχα κράνος, φοροῦσα μόνο κουκούλα. Πιάνω μέ τό χέρι μου τό κεφάλι, δέν βλέπω αἵματα. Τό ξαναπιάνω, τίποτα. Τό βλῆμα εἶχε περάσει ξυστά ἀπό τό κεφάλι μου καί εἶχε ξυρίσει μόνο τά μαλλιά καί ἔκανε μιά γραμμή ἕξι πόντους φάρδος χωρίς μαλλιά καί οὔτε γρατζουνιά δέν ἄφησε. Τό εἶχα κάνει μέ τήν καρδιά μου. Καλύτερα, εἶπα, νά σκοτωθῶ μιά φορά ἐγώ, παρά νά σκοτωθῆ ὁ ἄλλος, καί μετά νά μέ σκοτώνη ἡ συνείδησή μου σέ ὅλη μου τήν ζωή. Πῶς νά ἀντέξω μετά, ὅταν θά σκέφτομαι ὅτι μποροῦσα νά τόν σώσω καί δέν τόν ἔσωσα; Καί ὁ Θεός φυσικά βοηθᾶ πολύ αὐτόν πού θυσιάζεται γιά τούς ἄλλους.»
Εὐεργετεῖ καί συκοφαντεῖται
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας:
«Ἔκανα ἔρανο μεταξύ τῶν στρατιωτῶν καί ἀγόρασα καντήλια καί μανουάλια γιά κάποιο ἐξωκκλήσι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ἐκεῖ κοντά εἶχε καταυλισμό ἡ διλοχία μας. Ἦρθαν χειμῶνα καιρό οἱ μεταγωγικοί (χωρικοί, κυρίως γυναῖκες καί παιδιά) μέ τά ζῶα καί μᾶς ἔφεραν προμήθειες. Ἐπειδή χάλασε ὁ καιρός καί ἄρχισε νά χιονίζη, κάθησαν νά διανυκτερεύσουν σέ πρόχειρες ἐλάτινες σκηνές.
Κάποιος Ἀνθυπολοχαγός κτηνώδης ἐνωχλοῦσε μιά νέα. Ἐκείνη ἡ καημένη προτίμησε νά πεθάνη παρά νά ἁμαρτήση. Ἔφυγε καί τήν ἀκολούθησε καί μια ἡλικιωμένη. Βάδιζαν μέσα στά χιόνια καί βρέθηκαν στό ἐξωκκλήσι, ἀλλά ἡ πόρτα ἦταν κλειστή. Ἔμειναν ἔξω, κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο τρέμοντας ἀπό τό κρύο.
Τήν ἴδια νύχτα μοῦ ἦρθε ξαφνικά ἕνας ἐπίμονος λογισμός νά πάω στό ἐξωκκλήσι νά ἀνάψω τά καντήλια. Τό χιόνι εἶχε φθάσει τά ὀγδόντα ἑκατοστά περίπου. Πῆγα καί χωρίς νά γνωρίζω τί προηγήθηκε, βρῆκα ἔξω ἀπό τό ἐξωκκλήσι τίς δύο γυναῖκες μελανιασμένες ἀπό τό κρύο. Τίς ἔδωσα ἀπό ἕνα γάντι, ἄνοιξα τήν πόρτα, μπῆκαν μέσα καί ἀφοῦ συνῆλθαν κάπως, διηγήθηκαν τά σχετικά.
› Ἐγώ, εἶπε ἡ νέα, ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα. Ἀπό ̓κεῖ καί πέρα, ἄς κάνη καί ὁ Θεός τά ὑπόλοιπα.
Τίς συμπόνεσα τίς καημένες καί αὐθόρμητα τίς εἶπα:
› Τελείωσαν τά βάσανά σας. Αὔριο θά πᾶτε στά σπίτια σας, ὅπως καί συνέβη.»
Ὁ Ἀνθυπολοχαγός, ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ Ἀρσένιος τίς βοήθησε καί σώθηκαν, ἴσως γιά νά καλύψη τήν ἐνοχή του, διέδιδε συκοφαντικά ὅτι ὁ Ἐζνεπίδης ἔβαλε στήν Ἐκκλησία τούς μεταγωγικούς μέ τά μουλάρια. Τόν κάλεσε ὁ Διοικητής σέ ἀπολογία. Εἶπε:
› Τόσο ἀσυνείδητος εἶμαι, κ. Διοικητά, νά βάλω τούς μεταγωγικούς μέ τά μουλάρια μέσα στήν Ἐκκλησία;
Ὅμως δέν φανέρωσε τήν ὑπόθεση τοῦ ἔνοχου Ἀνθυπολοχαγοῦ· ἀπολογήθηκε μόνον ἐπειδή τόν κατηγόρησαν γιά καταφρόνηση τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ.
Σώζει τήν Μονάδα τους
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας:
«Κάποτε ἡ διλοχία μας βρέθηκε περικυκλωμένη ἀπό χίλιους ἑξακόσιους ἀντάρτες σέ ἕνα φυσικό ὀχύρωμα ἀπό βράχο. Ὅλοι οἱ στρατιῶτες κουβαλοῦσαν πυρομαχικά καί ὁ Διοικητής κάλεσε καί μένα νά ἀφήσω τόν ἀσύρματο, νά κουβαλάω καί ἐγώ. Μάλιστα μέ ἀπείλησε καί μέ τό πιστόλι. Νόμιζε ὅτι ἀπέφευγα νά κουβαλάω, γιατί ἤθελα δῆθεν νά κρύβωμαι.
Κουβαλοῦσα, ἀλλά πήγαινα καί στόν ἀσύρματο καί προσπαθοῦσα νά πιάσω ἐπαφή μέ τό Ἀρχηγεῖο. Ὁπότε ἀπό τά πολλά ἔπιασα ἐπαφή καί ἔδωσα νά καταλάβουν ὅτι βρισκόμαστε σέ δύσκολη θέση. Τήν ἄλλη μέρα, ἐνῶ οἱ ἀντάρτες εἶχαν πλησιάσει πολύ κοντά, ὥστε νά ἀκούγωνται οἱ βρισιές τους, ἦρθε ἡ ἀεροπορία καί τούς διεσκόρπισε.»
Τό γεγονός αὐτό ἀνέφερε ἀργότερα ὁ Γέροντας σάν παράδειγμα σέ ὅσους ρωτοῦσαν:
› Τί προσφέρουν οἱ μοναχοί στήν ἔρημο καί δέν βγαίνουν στόν κόσμο νά βοηθήσουν;
› Οἱ μοναχοί, ἀπαντοῦσε, εἶναι οἱ ἀσυρματιστές τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν πιάσουν ἐπαφή μέ τόν Θεό διά τῆς προσευχῆς, τότε ἔρχεται καί βοηθᾶ ὁ Θεός καλύτερα. Ἕνα ἀκόμη λιανοντούφεκο δέν ἔκανε τίποτε, ἐνῶ, ὅταν ἦρθε ἡ ἀεροπορία, ἔκρινε τήν μάχη.
Αὐτοθυσία
Ὁ νῦν μοναχός Ἀρσένιος ἀπό τήν Κέρκυρα καί τότε κ. Παντελής Τζέκος, συστρατιώτης τοῦ Γέροντα, διηγεῖται:
«Στή Ναύπακτο, ἐνῶ ἔπαιρνα ἕνα σῆμα ἀπό τήν Πάτρα, μέ πλησιάζει ὁ Ἀρσένιος καί μοῦ λέει:
› Ξέρεις; Εἴμαστε ἀδέλφια.
› Ἀπό ποῦ εἴμαστε ἀδέλφια;
Μοῦ προτείνει τά δυό χοντρά δάχτυλα[8] καί μοῦ λέει:
› Ἔχομε τά ἴδια δάχτυλα, ὅμοια τά δικά σου καί τά δικά μου, γι ̓ αὐτό εἴμαστε ἀδέλφια.»
Ἑνώθηκαν μέ ἀδελφική φιλία καί κάποτε ὁ Ἀρσένιος μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του τόν ἔσωσε. Ἡ διήγηση εἶναι αὐτούσια τοῦ κ. Παντελῆ, μόνο πού διακόπτεται ἀπό λυγμούς καί ἄφθονα δάκρυα συγκινήσεως καί εὐγνωμοσύνης γιά τόν φίλο καί σωτῆρα του:
«Κοντά στή Ναύπακτο κάναμε μιά μάχη. Ἐκεῖ πού ὑποχωρούσαμε, διότι εἶχαν περισσότερες δυνάμεις οἱ ἀντάρτες, σέ κάποια στιγμή ἔπεσα καί χτύπησα, γιατί εἶχα ἕναν βαρύ ἀσύρματο στήν πλάτη. Ὅταν ἔφθασαν οἱ στρατιῶτες στήν γραμμή πού εἶχαν ὁριοθετήσει οἱ ἀξιωματικοί μας, εἶδε ὁ Ἀρσένιος ὅτι ἔλειπα. Βγάζει τόν ἀσύρματό του καί τρέχει. Τοῦ φώναζαν οἱ ἀξιωματικοί καί οἱ στρατιῶτες:
› Ἄσ ̓ τον αὐτόν. Πάει αὐτός, χάθηκε!
Ἦρθε κοντά μου ὅπως μοῦ εἶπαν μετά οἱ ἄλλοι, μέ σήκωσε, μέ ἔβαλε στήν πλάτη του καί μέ πῆρε στίς γραμμές πίσω. Ὅταν συνῆλθα, ἄκουσα νά τοῦ λέγη ὁ λοχαγός Βουδούρης:
› Ἐσύ κάποιον Ἅγιο ἔχεις καί σέ βοήθησε καί βοήθησες καί τοῦτον ἐδῶ.
Ρώτησα:
› Τί ἔγινε παιδιά;
Καί μοῦ ἐξήγησαν. Ἐκεῖ πού ἔπεσα ἦταν ἑκατό μέτρα ἀπό τήν γραμμή τῶν ἀνταρτῶν καί διακόσια ἀπό τήν γραμμή τήν δική μας.»
Προσεύχεται ἐν μέσω σφαιρῶν
Συνεχίζει ὁ κ. Παντελής:
«Μιά μέρα ἤμασταν πάνω σέ ἕνα ὕψωμα πού λεγόταν «Φονιάς». Μᾶς εἶχαν ἀποκλείσει οἱ ἀντάρτες καί δέν μπορούσαμε νά φύγουμε ἀπό πουθενά, γιατί δέν ὑπῆρχε διέξοδος. Ὁ Ἀρσένιος ἦταν ὄρθιος. Οἱ σφαῖρες ἔπεφταν καί σφύριζαν. Ἐγώ τόν ἔπιανα ἀπό τό χιτώνιο καί τόν τραβοῦσα νά πέση κάτω. Αὐτός τίποτε. Κοίταζε ψηλά καί εἶχε τά χέρια του ἔτσι, σταυρωμένα. Ἔ, φαίνεται μᾶς λυπήθηκε ὁ Μεγαλοδύναμος, καί κάποια στιγμή ἦρθαν τά ἀεροπλάνα καί ἄνοιξαν δρόμο. Ὅταν φεύγαμε, τοῦ λέω:
› Καλά, Χριστιανέ μου, γιατί δέν ἔπεφτες κάτω;
› Προσευχόμουν.
› Προσευχόσουν; ρώτησα μέ μεγάλη ἀπορία.
Τί δύναμη εἶχε ἡ προσευχή του καί πόσο μεγάλη ἦταν ἡ πίστη του, ὥστε νά ἀψηφᾶ τίς σφαῖρες! Τό πιθανώτερο ἦταν νά παρακαλοῦσε τόν Θεό νά σωθοῦν οἱ ἄλλοι καί ἄς σκοτωθῆ ὁ ἴδιος. Γι ̓ αὐτό στεκόταν ὄρθιος καί ἀκάλυπτος. Καί ὁ δίκαιος Θεός, βλέποντας τήν αὐτοθυσία του, τόν ἔσωσε μαζί μέ τούς ἄλλους.»
Ἀνυπακοή σέ βλάσφημο
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας ἕνα περιστατικό πού συνέβη λίγο καιρό πρίν ἀπολυθῆ:
«Γυρίζαμε ἀπό τήν Φλώρινα, ἀφοῦ εἶχε τελειώσει ὁ πόλεμος. Στό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ἄκουσα τόν Λοχαγό νά βρίζη τά θεῖα. Τόν πλησίασα καί τοῦ εἶπα:
› Ἀπό αὐτή τήν στιγμή ἀρνοῦμαι νά ἐκτελέσω ὁποιαδήποτε διαταγή σας, διότι βρίζοντας τά θεῖα προσβάλατε καί τήν πίστη μου καί τόν ὅρκο μου (Πατρίδα-Θρησκεία› Οἰκογένεια).
Ἀκούγοντας αὐτά προσβλήθηκε καί μέ ἀπεκάλεσε αὐθάδη. Ὅταν ἀργότερα μοῦ εἶπε:
› Σέ διατάσσω», ἀπάντησα,
› Σᾶς τό δήλωσα πρίν ἀπό λίγο ὅτι στό ἑξῆς δέν θά ἐκτελῶ διαταγές σας.
Ὁ Ἀξιωματικός τότε μοῦ εἶπε:
› Ἄς θεωρήσουμε τό θέμα λῆξαν.
Ὅταν φθάσαμε στό στρατόπεδο, πῆγα χωρίς καθυστέρηση καί ἀνέφερα ὅσα συνέβησαν στόν Διοικητή. Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε ὅτι ἡ ἄρνηση νά ἐκτελῶ διαταγή ἀνωτέρου συνεπάγεται στρατοδικεῖο. Ξαναδήλωσα ὅτι δέν πρόκειται νά ἐκτελέσω διαταγές τοῦ Λοχαγοῦ, διότι εἶναι ἐπίορκος, ἐπειδή βρίζει τόν Θεό, στόν ὁποῖο καί οἱ δυό ὡρκιστήκαμε. Καί εἶπα μέ ἀγανάκτηση:
› Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις[9].»
* * * * * *
Ὁ Ἀρσένιος, ἀφοῦ γιά μιά πενταετία περίπου ὑπηρέτησε τήν Πατρίδα, τόν Μάρτιο τοῦ 1950 πῆρε τό ἀπολυτήριο τοῦ Στρατοῦ ἀπό τήν Μακρακώμη Λαμίας.
Ὅταν ἀποχαιρετοῦσε τόν φίλο του κ. Παντελῆ, ἐκεῖνος τόν προσκάλεσε νά ἐγκατασταθοῦν στήν Κέρκυρα μαζί, νά φτιάξουν ἀπό ἕνα σπίτι καί νά κάνουν οἰκογένεια. Ὁ Ἀρσένιος ἀρνήθηκε λέγοντας ὅτι θά γίνει καλόγηρος.
Τελείωσε τήν στρατιωτική του θητεία, καί τώρα ἐπιθυμοῦσε μιά ἄλλη στρατεία, τήν κατάταξή του στό μοναχικό τάγμα, γιά νά ὑπηρετῆ τόν ἐπουράνιο Βασιλέα.
Δ’. ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
ΣΤΙΣ ΜΟΝΕΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Ἀγῶνες ἀρχαρίου
Ὁ Ἀρσένιος προσῆλθε στήν ἱερά Μονή Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου Ὄρους πού τότε δέν εἶχε γίνει ζηλωτική γιά νά μονάση. Ἔχοντας πρότυπα τούς ὁσίους Πατέρες, προσπαθοῦσε νά τούς μιμηθῆ. Ἔβαλε ὡς θεμέλιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν ὑπακοή καί ἐπιδόθηκε σέ ἀγῶνες ὑπέρ τήν ἀντοχή του.
Τίς ἡμέρες κοπίαζε σωματικά καί τίς νύχτες παρέμενε ἄϋπνος, προσευχόμενος καί δοξολογώντας τόν Θεό. Αἰσθανόταν μεγάλη κούραση, ἀλλά ἦταν ἀνυποχώρητος στήν ἄσκηση. Συνεχῶς πρόσθετε νέους ἀγῶνες, πάντα μέ εὐλογία καί παρακολούθηση ἀπό τόν Ἡγούμενο. Ὅλα τά ἔκανε μέ χαρούμενη διάθεση. Ἔλεγε:
«Κάναμε πολύ σκληρή δουλειά στόν τόρνο ὅλη τήν ἡμέρα. Τό βράδυ πήγαινα στό Ἀρχονταρίκι καί βοηθοῦσα μέχρι τίς 10 ἤ 11 ἡ ὥρα. Δέν μοῦ ἔμενε χρόνος οὔτε γιά πνευματικά. Γι ̓ αὐτό στήν συνέχεια, ὅταν πήγαινα στό Κελλί μου, δέν κοιμόμουν, μόνο ἔβαζα ἕνα τέταρτο τά πόδια ψηλά γιά νά ξεκουραστοῦν λίγο καί νά κατέβη τό αἷμα (πού μαζευόταν ἀπό τήν πολύωρη ὀρθοστασία). Μετά στεκόμουν ὄρθιος σέ μιά λεκάνη μέ νερό, γιά νά μή μέ παίρνη ὁ ὕπνος, καί ἔκανα τά κομποσχοίνια. Κοιμόμουν μισή μέχρι μία ὥρα, καί μετά πήγαινα στήν ἀκολουθία γιά νά διαβάσω τό Μεσονυκτικό. Καί ἐπειδή εἶχα τόν λογισμό, μήπως δέν θά κατάφερνα ἀργότερα νά κάνω τά καθήκοντα τοῦ μεγαλοσχήμου, ζήτησα εὐλογία ἀπό τόν Ἡγούμενο καί μοῦ ἔδωσε, νά κάνω τόν κανόνα τοῦ μεγαλοσχήμου ἀπό δόκιμος. Ὄχι ἀπό ἐγωισμό, ἀλλά μήπως δέν μπορέσω νά ἀνταποκριθῶ στίς ὑποχρεώσεις τοῦ Σχήματος. Δέν τἄκανα μέ ὑπερηφάνεια. Ἄν δέν μπορῶ, ἔλεγα, νά μήν κοροϊδεύω τόν ἑαυτό μου.»
Στήν Ἐκκλησία δέν καθόταν καθόλου. Στεκόταν ὄρθιος στό στασίδι. Πήγαινε καμμιά φορά νά τόν κλέψη ὁ ὕπνος καί ἀμέσως τιναζόταν.
Τόν χειμῶνα δέν ἄναβε φωτιά. Εἶχε τόση ὑγρασία στό Κελλί, πού ἡ μούχλα γινόταν σάν βαμβάκια στούς τοίχους. Ὅταν τό κρύο ἦταν ἀνυπόφορο, εἶχε ἕνα δέρμα ζώου, ἀπό αὐτά πού ἔκανε τά σαμάρια, καί τύλιγε τά πόδια του. Δούλευε ἔξω στό κρύο μόνο μέ τό ζωστικό, καί ἔβαζε ἀπό μέσα ἕνα χαρτί γιά νά τόν προστατεύη λίγο.
Πρίν ἀπό τήν Μεγάλη Σαρακοστή εἶχαν τυπικό στό Μοναστήρι νά δίνουν σέ ὅλους τούς πατέρες ἀπό ἕνα κουτί γάλα. Καί ἐκεῖνο ὁ Ἀρσένιος δέν τό ἔπινε, ἀλλά τό ἔδινε στόν γερο-Νικήτα πού ἦταν προφυματικός. Στή νηστεία τά φασόλια δέν τά μασοῦσε καλά, γιά νά ἀργοῦν νά χωνέψουν καί ἔτσι νά τόν κρατοῦν κάπως. Κοιμόταν γιά ἄσκηση κάτω στίς πλάκες καί ἄλλες φορές στά τοῦβλα, πού «ἦταν πιό φιλάνθρωπα».
Ἄρχισε σιγά-σιγά νά γίνεται ἀντιληπτή στούς πατέρες ἡ ἄσκηση καί ἡ εὐλάβειά του. Οἱ ἱερεῖς τόν προτιμοῦσαν νά τούς ψάλλη στά παρεκκλήσια.
Δαιμονικές ἐμφανίσεις
Ὁ διάβολος δέν ἀρκεῖτο μόνο στόν πόλεμο τῶν λογισμῶν, ἀφοῦ μάλιστα δέν μποροῦσε μέ αὐτούς νά ἀνακόψη τήν ἀγωνιστικότητά του. Παρουσιαζόταν καί αἰσθητῶς. Τόν ἔβλεπε ὀφθαλμοφανῶς καί συνωμιλοῦσαν. Προσπαθοῦσε ὁ πειρασμός μέ κάθε τρόπο νά τόν ἐκφοβίση καί νά τόν ἐμποδίση ἀπό τούς ἀγῶνες του. Φαίνεται ὅτι ἀπό τήν πεῖρα του καταλάβαινε τί θά γινόταν αὐτός ὁ ἀρχάριος.
Ὁ δόκιμος Ἀρσένιος δέν ταρασσόταν οὔτε φοβόταν ἀπό τήν παρουσία τοῦ διαβόλου. Ἔλεγε:
› Νἄρχεσαι, διότι μοῦ κάνεις καλό. Μέ βοηθᾶς νά θυμᾶμαι τόν Θεό, ὅταν τόν ξεχνῶ, καί νά προσεύχωμαι.
Ἀργότερα σχολίαζε ὁ Γέροντας:
«Ποῦ νά μείνη ὁ πειρασμός! Ἐξαφανιζόταν ἀμέσως. Δέν εἶναι χαζός νά προξενῆ στεφάνια στόν μοναχό.
› Γέροντα, πειρασμό ἐννοεῖτε τούς λογισμούς; τόν ρώτησε μέ ἀφέλεια κάποιος μοναχός.
› Βρέ, πειρασμός! (διάβολος)· καταλαβαίνεις; Τί λογισμοί;
Ὁ δόκιμος Ἀρσένιος μέ τήν εὐστροφία του «ἐνίκησε δαιμόνων πανουργίαν δι ̓ ἀνθρωπίνης ἐπινοίας[10].»
Ρασοευχή
Στίς 27 Μαρτίου 1954 μετά ἀπό τήν κανονισμένη δοκιμασία ἐκάρη μοναχός. Ἔλαβε ρασοευχή καί τό ὄνομα Ἀβέρκιος. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ πρότεινε νά λάβη τό Μεγάλο Σχῆμα, ἀλλά δέν δέχθηκε. Ἀνέφερε:
«Ἄν καί μποροῦσα νά γίνω ἀμέσως μεγαλόσχημος, διότι μοῦ εἶπαν:
› Ἐσύ Στρατό τελείωσες, δέν σέ ἐμποδίζει τίποτε.
Εἶπα:
› Ἀρκεῖ ἡ ρασοευχή.»
Θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο, ἀλλά καί δέν ἤθελε νά δεσμευθῆ μέ τίς ὑποσχέσεις τοῦ Μεγάλου Σχήματος, ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης του γιά τήν ἡσυχαστική ζωή πού ἐπιθυμοῦσε.
Ἐπίσκεψη τῆς θείας χάριτος
Τήν τραχύτητα τῆς ἀσκήσεως ἦρθε νά γλυκάνη ἕνα πρωτόγνωρο γεγονός, ἡ ἐπίσκεψη τῆς θείας χάριτος. Διηγήθηκε:
«Ὅταν εἶχαν σωθῆ τελείως οἱ μπαταρίες (ἐξαντλήθηκαν οἱ δυνάμεις), ἔζησα ἕνα γεγονός: Μιά νύχτα, ἐνῶ προσευχόμουν ὄρθιος, ἔνιωσα κάτι νά κατεβαίνη ἀπό πάνω καί νά μέ περιλούζη ὁλόκληρο. Αἰσθανόμουν μιά ἀγαλλίαση καί τά μάτια μου ἔγιναν δύο βρύσες πού ἔτρεχαν συνέχεια δάκρυα. Ἔβλεπα καί ζοῦσα αἰσθητά τήν χάρι[11]. Μέχρι τότε, συγκινήσεις καί τέτοια εἶχα αἰσθανθῆ πολλές φορές, ἀλλά τέτοιο πρᾶγμα πρώτη φορά μοῦ συνέβη. Ἦταν τόσο δυνατό πνευματικά αὐτό τό γεγονός, ὥστε μέ στήριξε καί κράτησε γιά δέκα περίπου χρόνια μέχρι πού ἀργότερα στό Σινᾶ, ἔζησα μεγαλύτερες καταστάσεις μέ ἄλλον τρόπο.»
Μικρόσχημος
Ὁ π. Ἀβέρκιος ἐκάρη μικρόσχημος μοναχός και τοῦ δόθηκε τό ὄνομα Παΐσιος στίς 3 Μαρτίου 1957. Μετά τήν κουρά ἔβγαλε μιά φωτογραφία καί τήν ἔστειλε στήν μητέρα του, καί ἀπό πίσω ἔγραψε καὶ ἕνα ποίημα.
Εὐλογίες ἀπό τήν Παναγία
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας:
«Ἢμουν ἂγρυπνος καί νηστικός καί περίμενα τό «μοτόρι», στον ἀρσανά τῆς Ἰβήρων. Ἀπό τήν ἐξάντληση δέν αἰσθανόμουν καλά. Φοβήθηκα νά μήν λιποθυμήσω ἐκεῖ καί μέ δοῦν οἱ ἐργάτες. Γι ̓ αὐτό ἔκανα κουράγιο καί πῆγα πίσω ἀπό μιά ντάνα ξύλα. Σκέφθηκα πρός στιγμήν νά παρακαλέσω τήν Παναγία καί ἀμέσως εἶπα στόν ἑαυτό μου:
› Ἄθλιε, τήν Παναγία γιά τό ψωμάκι τήν ἔχουμε;
Καί μόλις εἶπα αὐτό, νά ἡ Παναγία καί μοῦ ἔδωσε ζεστό ψωμί καί σταφύλι!
Ἔ, ἀπό κεῖ καί πέρα μετά...»
Κάποιος, τόν ὁποῖον ὁ Γέροντας θεράπευσε ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια, ἀκούγοντας τήν διήγηση, ρώτησε ἔκπληκτος:
› Καλά, Γέροντα, μετά πού ἔφαγες τίς ρόγες τοῦ σταφυλιοῦ, τό κοτσάνι σοῦ ἔμεινε στό χέρι;
› Καί τό κοτσάνι καί ψίχουλα, ἀπάντησε μέ ἔμφαση.
Ε’. ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΣΤΟΜΙΟΥ ΚΟΝΙΤΣΗΣ
Ἀνακαίνιση τοῦ Μοναστηριοῦ
Παρά Κυρίου τά διαβήματα ἀνθρώπου κατευθύνεται[12]. Μέ ἀποκάλυψη κατευθύνει ὁ Κύριος καί τώρα τά βήματα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ Παϊσίου στήν Μονή Στομίου, τῆς Ἐπαρχίας Κονίτσης. Διψοῦσε γιά ἐρημική ζωή καί προετοιμαζόταν γιά τήν ἔρημο, ἀλλά μέ ἐντολή τῆς Παναγίας βρέθηκε σέ Μοναστήρι τοῦ κόσμου.
Ἄρχισε τήν ἀνακαίνιση τοῦ καμένου Μοναστηριοῦ, χωρίς νά ἔχη τά ἀπαραίτητα χρήματα καί ὑλικά. Ἀγόρασε ξυλεία καί μόνος ἔκανε πόρτες, παράθυρα, στασίδια, τραπέζια καί ὅ,τι ἄλλο χρειαζόταν. Ἐπίσης ἄλλαξε τήν σκεπή τῆς Ἐκκλησίας, ἔκανε Κελλιά γιά μοναχούς, Ἀρχονταρίκι, στέρνα καί ἄλλα ἔργα. Αὐτός ἀνέστησε τό κατεστραμμένο Μοναστήρι μέ πολλούς κόπους. Ἦταν ἄρρωστος ἀλλά καί νηστευτής. Τή νηστεία δέν τήν χαλοῦσε ποτέ.
Πηδᾶ στόν γκρεμό
Κάποτε μετέφερε τά ἅγια Λείψανα καί εἶχε τήν λειψανοθήκη δεμένη μέ λουριά ἀπό τούς ὤμους του. Σέ ἕνα σημεῖο τοῦ δρόμου, πού λέγεται «Μεγάλη Σκάλα», κόπηκε τό λουρί καί ἔπεσε ἡ λειψανοθήκη στόν γκρεμό. Ὁ Γέροντας ἀπό τόν πόθο καί τήν εὐλάβεια πρός τά ἅγια Λείψανα, χωρίς νά ὑπολογίση τόν ἑαυτό του καί χωρίς τόν παραμικρό δισταγμό, πήδησε ἀμέσως στόν γκρεμό γιά νά τά προλάβη.
Κατρακυλοῦσε ἡ λειψανοθήκη καί χτυποῦσε στά βράχια. Τελικά ὁ ἴδιος διαφυλάχθηκε, χάριτι Θεοῦ, σῶος· δέν ἔπαθε τίποτε, οὔτε γρατσουνιά! Ἡ λειψανοθήκη μέ τά ἅγια Λείψανα ἔμειναν ἐπίσης ἄθικτα, ἐνῶ ὁ μεταλλικός κορβανᾶς πού ἦταν προσαρμοσμένος στήν λειψανοθήκη εἶχε κατατσαλακωθῆ ἀπό τά χτυπήματα.
Ἦταν τόσο βαθύς καί ἀπότομος ὁ γκρεμός πού ἦταν ἀδύνατο νά ξανανεβῆ ὁ Γέροντας. Γιά νά βγῆ στό μονοπάτι, βάδιζε πολλή ὥρα μέσα στό ποτάμι.
Κόποι, ἀσκήσεις καί ἡσυχία
Νήστευε αὐστηρά καί δουλαγωγοῦσε μέ κάθε τρόπο τό εὔθραυστο σῶμα του, παρ ̓ ὅτι ἔκανε θεραπεία μέ ἐνέσεις. Κάποιες φορές μέ ἕνα ποτήρι νερό περνοῦσε ὅλο τό ἡμερονύκτιο. Ἄν καί καλλιεργοῦσε στόν κῆπο τοῦ Μοναστηριοῦ κηπευτικά πολλῶν εἰδῶν, ἡ συνηθισμένη τροφή του ἦταν τσάϊ μέ παξιμάδι ἤ καρύδια κοπανισμένα.
Ἀναφέρει ἡ κυρία Πηνελόπη Μπαρμπούτη:
«Στόν κῆπο πήγαινε ξυπόλυτος καί τό βράδυ καθάριζε τά ἀγκάθια ἀπό τά πόδια του. Ἕνα παξιμάδι ἔτρωγε τό πρωΐ καί ἕνα τό βράδυ. Ἄλλοτε ἔπινε σκέτο τσάϊ. Δούλευε παρά πολύ. Δέν κοιμόταν σχεδόν καθόλου. Προσπαθοῦσε νά μήν χαλάση τό χατήρι κανενός και ἤθελε ὅλους νά τούς ἀναπαύη. Ποτέ δέν ἔλεγε ὄχι. Τά χέρια του εἶχαν κάνει ρόζους ἀπό τίς πολλές μετάνοιες. Τά πόδια του ἦταν μόνο κόκκαλα. Εἶχε πολλά προβλήματα μέ τήν ὑγεία του.»
Τήν ἡμέρα ἐργαζόταν σκληρά καί τή νύχτα ἀγρυπνοῦσε. Μόνος του διάβαζε ὅλες τίς ἀκολουθίες, ὅπως εἶχε μάθει στό Ἅγιον Ὄρος. Παρ ̓ ὅλο πού τό Μοναστήρι ἦταν σέ ἔρημο καί ἥσυχο μέρος, ὁ Γέροντας ἀποσυρόταν ἐνίοτε σέ μιά σπηλιά. Πήγαινε τίς νύχτες καί ἔκανε ἀγρυπνίες μέ τό κομποσχοίνι καί ἀναρίθμητες μετάνοιες. Ἦταν ὅμως ἀνήλια καί ἔσταζε νερό.
Προστάτης πτωχῶν καί ὀρφανῶν
Ἐκτός ἀπό τά κτισίματα μεριμνοῦσε συγχρόνως καί γιά ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Καί αὐτοί ἦταν πολλοί. Στά χωριά τῆς Κόνιτσας ὑπῆρχε τότε μεγάλη φτώχεια, ἐγκατάλειψη, δυστυχία. Ὁ Γέροντας συγκέντρωνε ροῦχα, χρήματα, τρόφιμα καί φάρμακα, τά ἔκανε δέματα καί τά ἔστελνε σέ ἀνθρώπους πού στεροῦνταν. Στό ἔργο τῆς φιλανθρωπίας εἶχε ὡς βοηθούς εὐλαβεῖς γυναῖκες. Ὅσες εἶχαν τήν διάθεση τίς ἔστελνε νά ὑπηρετοῦν ἄτομα ἀνήμπορα, κυρίως γεροντάκια, πού δέν εἶχαν κανένα συγγενῆ κοντά τους.
Εἶχε πάρει ἄδεια ἀπό τήν ἀστυνομία καί σέ κάθε γειτονιά τῆς Κόνιτσας εἶχε ἀφήσει ἀπό ἕνα κουμπαρά καί ὥρισε καί ἕναν ὑπεύθυνο. Ὑπῆρχε καί ἕνας ἐπί πλέον κουμπαράς ἔξω ἀπό τό Ἀστυνομικό Τμῆμα. Ἔκανε ἐπιτροπή, ἡ ὁποία διαχειριζόταν τά χρήματα, καί πρόσφεραν ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες.
Ἐνδιαφέρθηκε γιά φτωχά καί ὀρφανά παιδιά νά συνεχίσουν τίς σπουδές τους. Τά παρέπεμπε στά κατάλληλα πρόσωπα ἀλλά τά βοηθοῦσε καί ὁ ἴδιος οἰκονομικά, ὅσο μποροῦσε. Πολλοί ἀπό αὐτούς εἶναι σήμερα ἐπιστήμονες καί εὐγνωμονοῦν τόν Γέροντα.
Ἔδινε τά κτήματα τῆς Μονῆς σέ φτωχές οἰκογένειες νά τά καλλιεργοῦν. Ἐνοίκιο δέν ζητοῦσε. Τούς ἔλεγε, ἄν ἔχουν καλή σοδειά, νά προσφέρουν στό Μοναστήρι ὅ,τι ἤθελαν. Ἄν ἡ χρονιά δέν πήγαινε καλά, δέν ζητοῦσε τίποτε. Ὅσες φορές ἡ ἀδελφή του Χριστίνα πήγαινε ροῦχα ἤ τρόφιμα, δέν τά δεχόταν. Τῆς ἔλεγε νά τά πάη σέ οἰκογένειες, πού γνώριζε ὅτι στεροῦνταν.
Οἰκειότητα μέ τά ἄγρια ζῶα
Ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Γέροντα πρός τόν Θεό καί τήν εἰκόνα του, τόν ἄνθρωπο, πλημμύριζε τήν καρδιά του καί τό ξεχείλισμά της ἀγκάλιαζε καί τήν ἄλογη κτίση. Ἰδιαίτερα ἀγαποῦσε τά ἄγρια ζῶα, καί αὐτά ἔνιωθαν τήν ἀγάπη του καί τόν πλησίαζαν.
Ἕνα ἐλαφάκι ἐρχόταν καί ἔτρωγε ἀπό τά χέρια του. Τοῦ ἔκανε ἕνα σταυρό στό μέτωπο μέ μπογιά. Εἰδοποίησε τούς κυνηγούς νά μήν κυνηγοῦν κοντά στό Μοναστήρι καί νά προσέξουν αὐτό τό ἐλαφάκι μέ τόν σταυρό, ὅπου καί ἄν τό βροῦν, νά μήν τό χτυπήσουν. Ἀλλά δυστυχῶς, ἕνας κυνηγός περιφρονώντας τήν ἐντολή του, κάποια ἡμέρα εἶδε τό ἐλαφάκι καί τό σκότωσε. Ὁ Γέροντας στενοχωρήθηκε πολύ καί εἶπε μιά προφητεία πού ἐπαληθεύτηκε στό ἀκέραιο. Δεν ἀναφέρεται γιατί τό πρόσωπο αὐτό ζεῖ μέχρι σήμερα.
Στό δάσος γύρω ἀπό τό Μοναστήρι ζοῦν ἀρκοῦδες. Μιά συνάντησε ὁ Γέροντας σέ στενό μονοπάτι, ἐνῶ ἀνέβαινε στό Μοναστήρι μέ ἕνα γαϊδουράκι φορτωμένο. Ἡ ἀρκούδα μαζεύτηκε στήν ἄκρη, γιά νά περάση ὁ Γέροντας. Αὐτός πάλι τῆς ἔκανε νόημα μέ τό χέρι νά περάση πρώτη.
«Καί αὐτή, διηγεῖτο χαριτολογώντας, ἅπλωσε τό πόδι της καί μοὔπιασε τό χέρι, γιά νά περάσω ἐγώ. Τῆς εἶπε:
› Αὔριο νά μήν ἐμφανισθῆς ἐδῶ κάτω, γιατί περιμένω κόσμο. Ἀλλοιῶς θά σέ πιάσω ἀπό τό αὐτί καί θά σέ δέσω μέσα στό παχνί.»
Ἔλεγε ὅτι ἡ ἀρκούδα ἔχει ἕναν ἐγωισμό. Ὅταν βρεθῆ σέ κίνδυνο, δείχνει ὅτι δέν φοβᾶται, ἀλλά μετά φεύγει τρέχοντας. Μιά ἀρκούδα ἐρχόταν συχνά, εἶχε ἐξοικειωθῆ μαζί του καί ὁ Γέροντας τήν τάιζε. Τίς ἡμέρες πού ἐρχόταν κόσμος στό Μοναστήρι ὁ Γέροντας τήν προειδοποιοῦσε νά μήν ἐμφανίζεται καί προκαλῆ ἔτσι φόβο στούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀρκούδα μερικές φορές παρέβαινε τήν ἐντολή τοῦ Γέροντα, ἐμφανιζόταν ἀπροσδόκητα καί ὅσοι τήν ἔβλεπαν τρόμαζαν. Πολλοί τήν εἶχαν δεῖ· μεταξύ αὐτῶν καί ἡ Καίτη Πατέρα, ὅπως διηγήθηκε:
«Ἀνέβαινα μιά νύχτα στό Μοναστήρι μέ φακό γιά νά προλάβω τήν θεία Λειτουργία. Ἄκουσα ἕναν θόρυβο, ἔρριξα τό φῶς καί εἶδα ἕνα ζῶο κάτι σάν σκυλί μεγάλο. Μέ ἀκολούθησε καί, ὅταν ἔφθασα, ρώτησα τόν π. Παΐσιο, ἄν τό σκυλί εἶναι τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἀπάντησε:
› Σκυλί εἶναι αὐτό; Γιά κοίταξε καλά. Ἀρκούδα εἶναι.»
Ὅταν εἶδε ὅτι τελείωσε ἡ ἀποστολή του στήν ἔρημο τοῦ κόσμου, καί ἀφοῦ ξεπλήρωσε τό τάμα πρός τήν Παναγία, ἄφησε ὁριστικά τό Στόμιο στίς 30 Σεπτεμβρίου 1962 καί ἀναχώρησε γιά τό Θεοβάδιστο Ὄρος Σινᾶ.
ΣΤ ́. EΡHMITHΣ
ΣTO ΘEOBAΔIΣTON OΡOΣ ΣINA
Μακαρία ἐρημική ζωή
Ὁ Γέροντας ζήτησε εὐλογία νά μείνη μόνος στήν ἔρημο. Ἐγκαταστάθηκε στό ἀσκητήριο τῶν ἁγίων Γαλακτίωνος καί Ἐπιστήμης, πού ἀποτελεῖται ἀπό τό Ἐκκλησάκι καί ἕνα πολύ μικρό συνεχόμενο Κελλάκι. Βρίσκεται σέ ὡραία θέση σέ ὕψωμα, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπό τήν ἁγία Κορυφή, καί ἀπέχει λιγώτερο ἀπό μία ὥρα ἀπό τό Μοναστήρι.
Διακόσια μέτρα πιό πάνω βρίσκεται ἡ σπηλιά τοῦ ἁγίου Γαλακτίωνος καί λίγο πιό πίσω εἶναι ἡ Σκήτη πού ἔμενε ἡ ἁγία Ἐπιστήμη μέ τίς ἄλλες ἀσκήτριες. Ἅγια μέρη, εὐλογημένα. Παρ ̓ ὅλη τήν αὐχμηρότητά τους, ἐμπνέουν αὐτά τά βράχια. Ἐκεῖ ψηλά λοιπόν, σάν ἀετός, ἔστησε ὁ Γέροντας τήν φωλιά του, ἔκανε μᾶλλον τήν πολεμίστρα του ὁ ἀετός τοῦ πνεύματος.
Πολύ κοντά, «ὡσεί λίθου βολήν», στό ἀσκητήριο εἶχε μιά μικρή πηγούλα. Μάζευε τό 24ωρο δυό-τρία κιλά νερό. Ἔλεγε ὁ Γέροντας:
«Πήγαινα μέ ἕνα τενεκάκι νά πάρω νερό, γιά νά κάνω τσάι ἤ νά βρέξω λίγο τό μέτωπο, λέγοντας τούς χαιρετισμούς μέ εὐγνωμοσύνη καί τά μάτια μου πλημμύριζαν ἀπό δάκρυα.
› Θεέ μου, ἔλεγα, λίγο νερό νά πίνω· δέν θέλω τίποτε ἄλλο.»
Τόσο πολύτιμο ἦταν αὐτό τό λιγοστό νεράκι γι ̓ αὐτόν πού ἤθελε νά ζήση ἐκεῖ στήν ἔρημο. Ἀλλά καί αὐτό ὁ Γέροντας τό μοιραζόταν μέ τά ἄγρια ζῶα καί τά διψασμένα πουλιά τῆς ἐρήμου.
› Γέροντα, πῶς ζούσατε στό Σινᾶ; τόν ρώτησε κάποιος.
Ἀπάντησε:
› Ἡ τροφή μου ἦταν τσάι μέ παξιμάδι πού τό ἔκανα μόνος μου. Ἔκανα πέτουρα (λεπτά φύλλα ζύμης) καί τά ξέραινα στόν ἥλιο. Γίνονταν τόσο σκληρά, πού ἔσπαζαν σάν τζάμι. Καμμιά φορά ἔβραζα καί ρύζι στουμπισμένο μέσα σέ ἕνα κονσερβοκούτι. Αὐτό ἦταν καί μπρίκι καί κατσαρόλα καί πιάτο καί ποτήρι. Αὐτό τό κονσερβοκούτι καί ἕνα κουτάλι λίγο πιό μικρό ἀπό τῆς σούπας ἦταν ὅλο τό νοικοκυριό μου.
Καἰ ὁ Γέροντας συνεχίζει:
«Ἀκόμη, εἶχα μιά φανέλλα, πού τήν φοροῦσα τή νύχτα γιά νά ἀντιμετωπίζω τό κρύο. Ἔπινα καί ἕνα τσάι μαῦρο, γιά νά μέ βοηθᾶ στήν ἀγρυπνία, καί ἔβαζα καί μιά κουταλιά ζάχαρη παραπάνω, πού ἀντιστοιχοῦσε μέ ἄλλη μιά φανέλλα. (Δηλαδή οἱ θερμίδες πού τοῦ ἔδινε ἡ παραπανίσια ζάχαρη ἦταν σάν νά φοροῦσε ἀκόμη μιά φανέλλα). Εἶχα καί μιά ἀλλαξιά χοντρά ροῦχα, γιατί τή νύχτα ἔκανε πολύ κρύο. Δέν εἶχα οὔτε φανάρι, οὔτε φακό, παρά μόνο ἕναν ἀναπτήρα, γιά νά βλέπω λίγο στό σκοτάδι, ὅταν βάδιζα σέ κανένα πέτρινο μονοπάτι μέ σκαλοπάτια. Τόν χρειαζόμουν ἐπίσης γιά νά ἀνάβω καμμιά φορά φωτιά μέ φρύγανα, γιά νά κάνω κανένα ζεστό. Εἶχα καί λίγες τσακμακόπετρες καί ἕνα μπουκαλάκι πετρέλαιο πολύ μικρό γιά τόν ἀναπτήρα. Τίποτε ἄλλο.
Μιά φορά φύτεψα καί μιά ρίζα ντομάτα, ἀλλά μετά μέ πείραξε ὁ λογισμός μου καί τήν ξερρίζωσα, γιά νά μήν προκαλῶ τούς Βεδουΐνους. Μοῦ φαινόταν ἀταίριαστο, οἱ φτωχοί Βεδουΐνοι νά μήν ἔχουν ντομάτες, καί ἐγώ πού ἤμουν καλόγηρος νά ἔχω, ἔστω καί μιά ρίζα.
Τήν ἡμέρα ἔλεγα τήν εὐχή καί ἔκανα ἐργόχειρο. Εὐχή καί ἐργόχειρο. Αὐτό ἦταν τό τυπικό μου. Τή νύχτα ἔκανα μερικές ὧρες μετάνοιες, χωρίς νά τίς μετρῶ. Ἀκολουθία δέν διάβαζα, τήν ἔκανα μέ κομποσχοίνι.
Γιά νά μή μέ ἐνοχλοῦν οἱ περίεργοι, ἔκανα μέ πράσινη λαδομπογιά νεκροκεφαλές (σῆμα κινδύνου) στά βράχια. Μιά φορά ἕνας τουρίστας Γερμανός θέλησε νά ἀνεβῆ ἐπάνω. Νόμισε ὅτι εἶναι ναρκοπέδιο, ἀλλά ἐπειδή φαίνεται ἤξερε ἀπό τέτοια, πρόσεχε ποῦ πατοῦσε καί κατώρθωσε νά φθάση μέχρι ἐπάνω. Ἐγώ τόν παρακολουθοῦσα ἀπό ψηλά. Τόν ἄφησα νά πλησιάση, μετά μπῆκα στήν σπηλιά τοῦ ἁγίου Γαλακτίωνος καί τράβηξα ἕνα δεμάτι ἀγκάθια στήν εἴσοδο. Ἔψαξε, ἀλλά δέν μπόρεσε νά μέ βρῆ καί γύρισε πίσω.»
Ἁπλοποίησε πολύ τήν ζωή του καί ἐπιδόθηκε στήν ἄσκηση μέ ὅλες του τίς δυνάμεις, χωρίς περισπασμούς. «Ἡ ἔρημος ἐρημώνει τά πάθη. Ὅταν τήν σεβασθῆς καί προσαρμοσθῆς πρός τήν ἔρημο, σοῦ δίνει νά αἰσθανθῆς τήν παρηγοριά της», ἔλεγε ἀργότερα ὁ Γέροντας μέ νοσταλγία, ἐκφράζοντας μέ λίγες λέξεις τήν ἐμπειρία του ἀπό τήν Σιναϊτική ἔρημο.
Ἀγαποῦσε ὁ Γέροντας νά ἐπισκέπτεται τόπους, ὅπου ἔζησαν ἀσκητές. Θαύμαζε τά μικρά ἀσκητικά σπήλαια. Ἀλλοῦ σωζόταν μιά μικρή στερνούλα, σέ ἄλλα φαινόταν μαυρισμένος ὁ βράχος ἀπό τήν φωτιά πού ἄναβαν κάπου-κάπου γιά νά μαγειρεύουν. Τόν ἐνέπνεαν καί τόν συγκινοῦσαν αὐτά τά παλαιά ἀσκητήρια. Ἐπισκέφθηκε καί τό ἀσκητήριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἀρσελαΐτου. Εἶναι μιά πανέρημος κατάλληλη γιά ἀναχωρητές. Τήν Μεγάλη Σαρακοστή τήν πέρασε στό ἀσκητήριο τοῦ ἁγίου Στεφάνου, πού ἀναφέρει καί ἡ Κλίμακα[13], κάτω ἀπό τήν ἁγία Κορυφή, μέ μεγάλη νηστεία, σχεδόν ἀσιτία. Εἶχε ἐκεῖ μόνο ἕνα τενεκεδάκι, γιά νά βγάζη νερό ἀπό τό πηγάδι πού ὑπῆρχε πιό κάτω, στόν προφήτη Ἠλία.
Εἶχε τυπικό νά μή φοράη παπούτσια. Εἶχαν σχιστῆ οἱ φτέρνες του καί ἔτρεχαν αἷμα. Τά παπούτσια τά εἶχε στό ντορβά καί τά φοροῦσε μόνο ὅταν κατέβαινε στό Μοναστήρι ἤ συναντοῦσε κάποιον στόν δρόμο. Γιά ὅποιον γνωρίζει τίς συνθῆκες τῆς ἐρήμου, εἶναι πολύ ὀδυνηρό νά βαδίζη κανείς ξυπόλυτος πάνω στά βράχια ἤ στήν ἄμμο. Τήν ἡμέρα καῖνε τόσο πολύ, πού οἱ Βεδουΐνοι βάζουν αὐγά στήν ἄμμο καί γίνονται μελάτα, ἐνῶ τή νύχτα εἶναι τόσο κρύα τά βράχια, σάν νά πατᾶ κανείς πάνω σέ πάγο.
Στό Μοναστήρι κατέβαινε κάθε Κυριακή ἤ κάθε δεκαπέντε ἡμέρες. Βοηθοῦσε στήν ἀκολουθία καί κοινωνοῦσε.
Λύει τήν ἀνομβρία
Ὅταν πρωτοπῆγε στό Σινᾶ εἶχε μεγάλη ἀνομβρία. Σέ φυσιολογικές συνθῆκες στήν περιοχή αὐτή βρέχει πολύ ἀραιά. Τήν χρονιά ἐκείνη ἦταν ἰδιαίτερα αἰσθητή ἡ ἔλλειψη νεροῦ. Ἕνα καραβάνι ἑτοιμάσθηκε γιά νά πάη νά κουβαλήση νερό ἀπό μακρυά. Ὁ Γέροντας τούς εἶπε:
› Περιμένετε, μήν πᾶτε ἀπόψε.
Τή νύχτα ἔκανε προσευχή καί ἔβρεξε πολύ.
Ἐργόχειρο κί ἐλεημοσύνες
Τό ἐργόχειρο τοῦ Γέροντα ἦταν ἡ ξυλογλυπτική. Ἀνέφερε ὁ ἴδιος:
«Ἔκανα σέ ξύλο εἰκόνες σκαλιστές τόν προφήτη Μωυσῆ νά παίρνη τόν Δεκάλογο. Τά ξύλα τά ἔκοβα μόνος μου. Πολλές φορές καί τή νύχτα ἄνοιγα λίγο τήν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ καί στό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ ἔλεγα τήν εὐχή καί γυαλοχάρτιζα καί προετοίμαζα τά ξύλα. Γιά ἐργαλεῖα εἶχα μόνο δυό μαχαιράκια ἀπό ἕνα ψαλίδι Singer, πού τό ἔφερα ἀπό τήν Ἑλλάδα· τό διέλυσα στά δύο, τό ἀκόνισα καί τό ἔβαψα μέ λαδομπογιά πράσινη, γιά νά μήν ἀντανακλᾶ τίς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καί θαμπώνει τά μάτια μου.
Τά ἐργόχειρα τά ἔδινα στό Μοναστήρι καί τά πωλοῦσαν· γίνονταν ἀνάρπαστα ἀπό τούς προσκυνητές. Τά χρήματα πού ἔπαιρνα τά ἔδινα σέ γνωστούς ταξιτζῆδες ἀπό τό Κάιρο. Τούς ἔλεγα νά ψωνίζουν ροῦχα, καπελλάκια, μπισκότα, τρόφιμα κ.ἄ. Μετά γέμιζα τό σακκίδιο μέ εὐλογίες καί ρωτοῦσα ποῦ ὑπάρχουν καταυλισμοί Βεδουίνων. Πήγαινα στίς σκηνές τους, φώναζα πιό ἔξω τά μικρά παιδιά καί μοίραζα τίς εὐλογίες.»
Ἀπό τήν πολλή του ἀγάπη πρός τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ ὁ Γέροντας ἄφησε τόν ἑαυτό του στήν ἄκρη, κουραζόταν γιά νά τούς βοηθᾶ, καί δέν πῆγε νά προσκυνήση στά Ἱεροσόλυμα, πού τόσο ἐπιθυμοῦσε, γιά νά μή στερηθοῦν τά Βεδουϊνάκια τίς εὐλογίες του. Καί αὐτά καταλάβαιναν τήν μεγάλη του ἀγάπη, πού δέν εἶχε σκοπιμότητα καί ἰδιοτέλεια, καί τόν ὑπεραγαποῦσαν. Γινόταν σωστό πανηγύρι ἀπό τήν χαρά πού ἔκαναν κάθε φορά πού τούς ἐπισκεπτόταν ὁ ἀγαπημένος τους «Ἀμπούνα Παΐζι». (Στά Βεδουίνικα: πατήρ Παΐσιος).
Ἀλλά καί ὅταν τά Βεδουινάκια πήγαιναν στό ἀσκητήριό του μέ σκασμένα τά πόδια, ἐπειδή περπατοῦσαν ξυπόλυτα, τούς ἔβαζε κερί στά σχισίματα καί τούς ἔδινε καί ἀπό ἕνα ζευγάρι σανδάλια. Σέ ἄλλα μοίραζε καπελλάκια, γιά νά μή τά ζαλίζη ὁ ἥλιος, καί ὅ,τι ἄλλο εἶχε.
«Ἦν ἐν τῇ ἐρήμῳ πειραζόμενος...»
Κάποια ἡμέρα ἔκανε ἐργόχειρο λέγοντας τήν εὐχή καθισμένος σέ ἕνα βράχο, ἐνῶ ἀπό κάτω ὑπῆρχε βαθύς γκρεμός. Παρουσιάζεται ὁ διάβολος καί τοῦ λέγει:
› Πήδα κάτω, Παΐσιε· σοῦ ὑπόσχομαι, δέν θά πάθεις τίποτε.
Ὁ Γέροντας συνέχισε ἀτάραχος τήν εὐχή καί τό ἐργόχειρό του. Δέν ἔδωσε σημασία στόν διάβολο. Ὁ πειρασμός συνέχισε νά τόν παρακινῆ νά πηδήση στον γκρεμό ἐπαναλαμβάνοντας την ἴδια ὑπόσχεση. Αὐτό κράτησε μιάμιση ὥρα περίπου.
Στό τέλος παίρνει μιά πέτρα καί τήν ρίχνει στόν γκρεμό λέγοντας στόν διάβολο:
› Ἄντε νά σοῦ ἀναπαύσω τόν λογισμό σου.
Ὁ διάβολος, ἀφοῦ ἀπέτυχε νά τόν ρίξη στόν γκρεμό, τοῦ λέγει δῆθεν μέ θαυμασμό:
› Τέτοια ἀπάντηση οὔτε ὁ Χριστός δέν μοῦ ἔδωσε. Ἐσύ καλύτερα ἀπάντησες.
› Ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Δέν εἶναι σάν καί μένα τόν καραγκιόζη. «Ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ».
Καί ἔτσι, μέ τήν ἐνοικοῦσα θεία χάρι, ἀπέφυγε τόν πρῶτο πειρασμό νά πηδήση στόν γκρεμό, νά τσακισθῆ στά βράχια· ἀκόμη ἀπέφυγε καί τόν βαθύτερο γκρεμό τῆς ὑπερηφανείας, νά δεχθῆ τόν ἔπαινο τοῦ διαβόλου, θεωρώντας τόν ἑαυτό του ἀνώτερο ἀπό τόν Χριστό.
Ἐγκαταλείπει τήν γλυκειά ἔρημο
Ἐνῶ ζούσε τέτοια ζωή καί χαιρόταν πού βρῆκε ἐπιτέλους αὐτό πού ἀναζητοῦσε ἀπό χρόνια, ἡ ὑγεία του χειροτέρευε. Ὺπέφερε ἀπό πονοκεφάλους πού ὀφείλονταν στήν ἔλλειψη ὀξυγόνου λόγω τοῦ ὑψομέτρου. Τελικά, ὅταν εἶδε νά ἐπιδεινώνεται ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του, πῆρε τήν ἀπόφαση νά ἐγκαταλείψει τήν γλυκειά ἔρημο τοῦ Σινά καί νά ἐπιστρέψει στό Ἄγιον Ὄρος.
Ζ ́. ΣΤΗΝ ΙΒΗΡΙΤΙΚΗ ΣKHTH
Ὁ Γέροντας πῆγε στήν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, ὃπου βρῆκε τήν Καλύβη τῶν Ἀρχαγγέλων (12-5-1964). Ὁ ἴδιος σε ἐπιστολή του (24-6-64) ἀναφέρει σχετικά:
«Ἐπήρα με τήν χάριν τοῡ θεοῡ μία Καλύβη στήν ἐρημωμένη Σκήτη τῶν Ἰβήρων. Ἒχει ὃλες τις προϋποθέσεις διά μία ἡσυχαστική ζωή. Ἀπό δεκαπέντε καλύβες κατοικούνται μόνον οἱ ἑπτά. Τό Καλύβι τό δικό μου ἒχει Ἐκκλησάκι τῶν ἁγίων Ἀρχαγγέλων. Τό σπίτι εἶναι φυσικά παλαιό καί κάνω μερικές ἐπισκευές.»
Κάθε νύχτα ἔκανε ἀγρυπνία μέ ἀμέτρητες μετάνοιες καί πολλά κομποσχοίνια. Τό κύριο ἒργο του ἢταν ἡ προσευχή. Προσπαθούσε νά μήν διακόπτεται ἡ νοερά ἐπικοινωνία του μέ τόν Θεό, να εἶναι ἀδιάλειπτη. Παρά τήν κλονισμένη ὑγεία του, βίαζε τόν ἑαυτό του, νηστεύοντας μέχρις ἐξαντλήσεως. Καί ἐκεῖ ποῦ «ἐσώνονταν οἱ μπαταρίες» καί ἒφθανε στό «Ἀμήν», ὃλως παραδόξως, ἀνακτοῦσε δυνάμεις καί συνέχιζε τούς ἀγώνες.
Τροφή ἀπό Ἂγγελο
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας:
«Ἦταν μιά Σαρακοστή τῆς Παναγίας μας (15 Αὐγούστου) καί εἶχα μέρες νά δοκιμάσω φαγητό. Ἐν τῷ μεταξύ μοῦ εἶπαν νά κατεβάσω ἕναν ἄρρωστο πατέρα (μοναχό) στήν παραλία. Τόν κατέβασα καί μετά ἔνιωσα μιά τρομερή ἀδυναμία. Κοντά νά φθάσω στό Κελλί μου, παρουσιάστηκε κάποιος μπροστά μου (ἦταν Ἄγγελος) καί μοῦ ἔδωσε ἕνα καλαθάκι μέ φροῦτα, σταφύλια καί σῦκα, καί ἀμέσως ἐξαφανίστηκε.»
Ἐγχείρηση στούς πνεύμονες
Ἀπό νέος μοναχός ὁ Γέροντας εἶχε ἐνοχλήσεις στούς πνεύμονες. Ἤδη ἀπό τήν Ἐσφιγμένου εἶχε αἱμοπτύσεις καί ἐσωτερική αἱμορραγία, καί νοσηλεύθηκε στό Νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς. Στήν συνέχεια σέ ὅλη του τήν ζωή θά ταλαιπωρεῖται ἀπό αὐτή τήν πάθηση. Ἀπό τήν Φιλοθέου ἀναγκάσθηκε νά βγῆ στόν κόσμο γιά θεραπεία. Αὐτή ἡ εὐπάθεια τῶν πνευμόνων του, πού ἐπετείνετο ἀπό τήν ἔλλειψη ὀξυγόνου, ἦταν ἡ αἰτία πού τόν εἶχε ἀναγκάσει νά ἐγκαταλείψη τό Σινᾶ.
Ἡ ἀσθένειά του ὅμως διαρκῶς χειροτέρευε. Ἔπρεπε νά χειρουργηθῆ ὁπωσδήποτε. Ἡ ἐπέμβαση ἔγινε στό Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ἑλλάδος. Τοῦ ἀφαίρεσαν σχεδόν ὁλόκληρο τόν ἀριστερό πνεύμονα καί ἐπίσης τοῦ ἀφαίρεσαν δύο πλευρά. Ὁ Γέροντας περιγράφει ὡς ἑξῆς τήν ἐγχείρηση:
«Ἦτο μία πολύ σοβαρή ἐγχείρηση. Μοῦ ἀφαιρέσανε τόν ἕνα λοβό ἀριστερά, καθώς λιγάκι ἀπό τόν ἄλλον. Ἦτο ὁ λοβός γεμᾶτος ἀπό σακκουλίτσες (βρογχεκτασίες). Διήρκησε ἡ ἐγχείρηση περί τίς 10 ὧρες. Δέν σταματοῦσε τό αἷμα στήν ἐγχείρησιν καί αὐτό δυσκόλευε. Ἐχρειάσθη 4 κιλά αἷμα...
Τά λάστιχα (παροχετεύσεις) μοῦ τά βγάλανε στίς 9 μέρες καί ἔπαθα μεγάλη δυσφορία καί ἔτσι μέ πήγανε ξανά στό χειρουργεῖο ἐπί δύο ὧρες καί μοῦ τά ξανατοποθετήσανε καί τ ̓ ἀφήσανε πάνω ἀπό εἴκοσι ἡμέρες. Μοῦ ἄφησε καί μιά ἀναπηρία στά μάτια. Τό μέν δεξί βλέπει πολύ ζωηρά, τό δέ ἄλλο πού ἔγινε ἡ ἐγχείρηση εἶναι κλειστότερο καί βλέπει ταπεινά. Δέν μέ ἀπασχολεῖ αὐτό, διότι ἄλλοι ἔχουν γεννηθῆ τελείως τυφλοί. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὑποφέρω πολύ, ἀλλά ἄξιζε κανείς νά πληρώνη χωρίς νά ἔχη καί πάθηση καί νά περνάη ἕνα τέτοιο μικρό μαρτύριο, διότι πολύ ὠφελήθηκα.
Ἐδιάβαζα πρίν τό Πάθος τοῦ Κυρίου στήν Ἁγία Γραφή σάν ἁπλῆ ἱστορία, καθώς καί τούς Συναξαριστάς τῶν Ἁγίων. Τώρα θά τούς νιώθω, διότι ἔνιωσα ὀλίγους πόνους. Ἔχω εἰκοσιπέντε ἡμέρες τώρα πού δέν ἔχω ἀναπαυθῆ.»
Ἵδρυση Ἡσυχαστηρίου
Στό Νοσοκομεῖο συνδέθηκε πνευματικά μέ κάποιες εὐλαβεῖς καί φιλομόναχες νέες. Τόν ἐπισκέπτονταν καί τοῦ ἔδωσαν αἷμα πού χρειάσθηκε κατά τήν ἐγχείρηση. Ὁ Γέροντας ἀπό ὑποχρέωση τίς βοήθησε ἀργότερα πνευματικά μέ κάθε τρόπο. Γι ̓ αὐτό τίς βοήθησε νά βροῦν τόπο νά μονάσουν, καί ἔτσι ἱδρύθηκε τό γνωστό Ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν Σουρωτή. Στήν συνέχεια, ὥς τήν κοίμησή του, τίς κατεύθυνε πνευματικά, καί ἐκεῖ ἄφησε καί τό πολυπαθές λείψανό του. Ἔλαβε αἷμα ἀπό τίς ἀδελφές καί αὐτός τίς ἔδωσε πνεῦμα, δηλαδή πνευματική βοήθεια.
Η’. ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΒΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Ὁ Γέροντας, ἐγκαταστάθηκε γιά λόγους ἡσυχίας στήν Καλύβη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στις 2-3-69. Τόν συγκινοῦσε καί τόν ἐνέπνεε ὁ τόπος, διότι εἶχε ἰδιαίτερη χάρι ἀπό τούς ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες τοῦ παπα-Τύχωνα καί τά θεῖα γεγονότα πού εἶχαν συμβῆ ἐκεῖ.
Ἐξωτερικά ἡ ζωή τοῦ Γέροντα στό Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἦταν περίπου ἡ ἑξῆς: Ἀποβραδίς κοιμόταν δυό-τρεῖς ὧρες καί ξυπνοῦσε κοντά στά μεσάνυχτα. Ἔκανε ἀγρυπνία καί ξεκουραζόταν λίγο τό πρωί, πρίν ἀπό τό φώτισμα. Τήν ἡμέρα, ἄν δέν εἶχε ἐπισκέπτες, ἔκανε ἐργόχειρο: Σταμπωτά εἰκονάκια καί Σταυρούς στήν πρέσσα. Τίς ὑπόλοιπες ὧρες μελετοῦσε, προσευχόταν καί ἀπαντοῦσε στά πολλά γράμματα πού ἐλάμβανε ἀπό πλῆθος ἀνθρώπων καί πού παρακαλοῦσαν γιά προσευχή ἤ ζητοῦσαν ἀπάντηση σέ σοβαρά προβλήματα. Ἔγραφε ἐπί ὧρες τήν ἡμέρα, καί ὅταν σκοτείνιαζε συνέχιζε μέ τό κερί. Μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν οἱ ἐπισκέπτες αὐξήθηκαν κατά πολύ. Πολλές ὧρες τόν ἀπασχολοῦσαν μέ τά προβλήματά τους. Ἔγραφε:
«Ἤμουν κρυωμένος μέ πυρετό. Οἱ ἐπισκέπτες ἀπό τό ἕνα μέρος μοῦ ἀνεβάζανε τόν πυρετό, ἀλλά ἀπό τό ἄλλο δέν μ ̓ ἀφήνανε νά πεθάνω, γιατί δέν εὐκαιροῦσα.»
«Φῶς ταῖς τρίβοις μου»
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας:
«Βρισκόμουν σέ κάποιο Μοναστήρι (Σταυρονικήτα). Ἦταν ἑσπέρα. Φεύγοντας, βρίσκω ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ ἕναν λαϊκό, πού ἤθελε να μοῦ μιλήση. Προχωρώντας ἄρχισε νά μοῦ λέη τά προβλήματά του. Ἡ ὥρα περνοῦσε καί ἤμουν ἄρρωστος. Ἦταν τέτοια ἡ ἀρρώστια, πού οὔτε μποροῦσα νά καθήσω νά ξεκουραστῶ, οὔτε νά στέκωμαι ὄρθιος. Ἐνῶ λοιπόν μοῦ μιλοῦσε, πέρασε ἡ ὥρα καί νύχτωσε. Σκέφθηκα σέ μιά στιγμή τήν ἀρρώστια μου καί θέλησα νά διακόψω τήν συζήτηση, ἀλλά εἶπα:
› Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόσα προβλήματα, ἐγώ τόν ἑαυτό μου θά κοιτάζω;
Καί ἔτσι συνέχισε νά μοῦ μιλᾶ, μέχρι πού νύχτωσε τελείως. Ὁ λαϊκός εἶχε νά κοιμηθῆ κάπου, σέ γνωστό του Κελλί. Ἡ πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ εἶχε κλείσει.
Ἀφοῦ τελειώσαμε, πῆρα τόν δρόμο γιά νά πάω στό Καλύβι. Μπῆκα στό μονοπάτι καί θά περνοῦσα ἀπό ἕνα σημεῖο πού εἶναι στενό καί ἀπότομο. Ὅταν ἔφθασα στό σημεῖο αὐτό, ἐπειδή δέν ἔβλεπα, δέν εἶχα καί φακό μαζί μου, πέφτω μέσα στά κλαδιά καί στά βάτα καί πιάστηκα ἀπό τά κλαδιά. Δέν ἔβλεπα καθόλου καί μοῦ ἦρθε τό σακκίδιο στό κεφάλι μου. Στήν θέση πού βρισκόμουν σκέφθηκα:
› Τί νά κάνω; Ἄς κάνω τό Ἀπόδειπνο.
Ἀρχίζω «Ἅγιος ὁ Θεός...» κ.λπ. Σέ μιά στιγμή ἀνάβει ἕνα φῶς δυνατό· τό κεφάλι μου ἔγινε σάν λάμπα! Γύρω μου ἔγινε μέρα! Ὁπότε εἶδα ποῦ βρισκόμουν καί σκαρφάλωσα καί βγῆκα. Τό φῶς συνέχιζε νά φωτίζη γύρω μου. Ἡ καρδιά μου ἦταν γεμάτη ἀπό οὐράνια ἀγαλλίαση. Ἔφθασα στό Καλύβι, πῆρα τό κλειδί ἀπό τήν θέση πού τό εἶχα, ἄνοιξα, μπῆκα στήν Ἐκκλησία, ἄναψα τά καντήλια καί τότε τό φῶς ὑποχώρησε.»
Ἐμφάνιση τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου
Στίς 21 Φεβρουαρίου 1971 ὁ Γέροντας καθόταν στήν αὐλή τῆς Καλύβης του καί διάβαζε ἀπό τό χειρόγραφο τόν βίο τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου, πού εἶχε πρωτογράψει, γιά νά ἐπισημάνη τυχόν λάθη. Γράφει:
«Ἤθελε δύο ὧρες ὁ ἥλιος νά βασιλέψη, κι ἐνῶ διάβαζα, μέ ἐπισκέφθηκε ὁ πατήρ Ἀρσένιος· καί ὅπως ὁ καθηγητής χαϊδεύει τό μαθητή, πού ἔγραψε καλά τό μάθημα, τό ἴδιο μοῦ ἔκανε καί αὐτός. Παράλληλα μέ ἄφησε μέ μιά ἀνέκφραστη γλυκύτητα καί ἀγαλλίαση οὐράνια στήν καρδιά μου, πού ἦταν ἀδύνατο νά τήν ἀντέξω. Ἔτρεχα ἔξω μετά στήν περιοχή τοῦ Καλυβιοῦ μου σάν τρελλός καί τόν φώναζα, γιατί νόμιζα ὅτι θά τόν εὕρισκα[14].»
Ἡ ἁγία Εὐφημία!
Ὁ Γέροντας, διηγήθηκε τό ἑξῆς:
«Εἶχα γυρίσει ἀπό τόν κόσμο, ὅπου εἶχα βγῆ γιά ἕνα ἐκκλησιαστικό θέμα. Τήν Τρίτη[15], κατά ἡ ὥρα 10 τό πρωΐ, ἤμουν μέσα στό Κελλί μου καί ἔκανα τίς Ὧρες. Ἀκούω χτύπημα στήν πόρτα καί μιά γυναικεία φωνή νά λέη:
› Δι ̓ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν...
Σκέφθηκα:
› Πῶς βρέθηκε γυναίκα μέσα στό Ὄρος;
Ἐν τούτοις ἔνιωσα μιά θεία γλυκύτητα μέσα μου καί ρώτησα:
› Ποιός εἶναι;
› Ἡ Εὐφημία, ἀπαντᾶ.
Σκεφτόμουν:
› Ποιά Εὐφημία; Μήπως καμμιά γυναίκα ἔκανε καμμιά τρέλλα καί ἦρθε μέ ἀνδρικά στό Ὄρος; Τώρα τί νά κάνω;
Ξαναχτυπᾶ. Ρωτάω:
› Ποιός εἶναι;
› Ἡ Εὐφημία, ἀπαντᾶ καί πάλι.
Σκέφτομαι καί δέν ἀνοίγω. Στήν τρίτη φορά πού χτύπησε, ἄνοιξε μόνη της ἡ πόρτα, πού εἶχε σύρτη ἀπό μέσα. Ἄκουσα βήματα στόν διάδρομο. Πετάχτηκα ἀπό τό Κελλί μου καί βλέπω μιά γυναίκα μέ μανδήλα. Τήν συνώδευε κάποιος, πού ἔμοιαζε μέ τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ, ὁ ὁποῖος ἐξαφανίσθηκε. Παρ ̓ ὅλο πού ἤμουν σίγουρος ὅτι δέν εἶναι τοῦ πειρασμοῦ, γιατί λαμποκοποῦσε, τήν ρώτησα ποιά εἶναι·
› Ἡ μάρτυς Εὐφημία, ἀπαντᾶ.
› Ἄν εἶσαι ἡ μάρτυς Εὐφημία, ἔλα νά προσκυνήσουμε τήν Ἁγία Τριάδα. Ὅ,τι κάνω ἐγώ νά κάνης καί σύ.
Μπῆκα στήν Ἐκκλησία, κάνω μιά μετάνοια λέγοντας:
› Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός...
Τό ἐπανέλαβε μέ μετάνοια.
› Καί τοῦ Υἱοῦ.
› Καί τοῦ Υἱοῦ, εἶπε μέ ψιλή φωνή.
› Πιό δυνατά, ν ̓ ἀκούω, εἶπα καί ἐπανέλαβε δυνατώτερα.
Ὕστερα κάθησε ἡ Ἁγία στό σκαμνάκι καί ἐγώ στό μπαουλάκι καί μοῦ ἔλυσε τήν ἀπορία πού εἶχα (στό ἐκκλησιαστικό θέμα). Μετά μοῦ διηγήθηκε τήν ζωή της. Ἤξερα ὅτι ὑπάρχει μιά ἁγία Εὐφημία, ἀλλά τόν βίο της δέν τόν ἤξερα. Ὅταν μοῦ διηγεῖτο τά μαρτύριά της, ὄχι ἁπλῶς τά ἄκουγα, ἀλλά σάν νά τά ἔβλεπα· τά ζοῦσα. Ἔφριξα! Πά, πά, πά! Ρώτησα:
› Πῶς ἄντεξες τέτοια μαρτύρια;
› Ἄν ἤξερα τί δόξα ἔχουν οἱ Ἅγιοι, θά ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα νά περάσω πιό μεγάλα μαρτύρια.
Μετά ἀπ ̓ αὐτό τό γεγονός γιά τρεῖς μέρες δέν μποροῦσα νά κάνω τίποτα. Σκιρτοῦσα καί συνεχῶς δόξαζα τόν Θεό. Οὔτε νά φάω, οὔτε τίποτα... συνεχῶς δοξολογία.»
Ἡ κολασμένη ψυχή
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας:
«Μιά γνωστή μου γριά ἦταν πολύ τσιγγούνα. Ἡ κόρη της ἦταν πολύ καλή καί ὅ,τι ἤθελε νά δώση ἐλεημοσύνη τό ἔρριχνε ἀπό τό παράθυρο ἔξω, ἔβγαινε μέ ἄδεια χέρια, γιατί τήν ἔλεγχε μήπως πῆρε τίποτε, καί ὕστερα τό ἔπαιρνε καί τό ἔδινε. Ὅμως ἄν τῆς ἔλεγε ὅτι ὁ καλόγηρος (ἐγώ δηλαδή), εἶπε νά μοῦ δώσης αὐτό τό πρᾶγμα, τό ἔδινε.
Μετά τόν θάνατό της βλέπω ἕναν νέο (θἄτανε ὁ φύλακάς της Ἄγγελος) καί μοῦ λέει:
› Ἔλα καί σέ θέλει ἡ...
Δέν μπόρεσα νά καταλάβω τί μοῦ συνέβη καί βρεθήκαμε στήν Κόνιτσα, μπροστά σ ̓ ἕνα τάφο. Κάνει τό χέρι του ἔτσι καί ἀνοίγει ὁ τάφος. Βλέπω μέσα ἕνα πολτό ἀπό γλῖτσες καί τήν γνωστή μου γριά, πού εἶχε ἀρχίσει νά λυώνη καί νά φωνάζη:
› Καλόγερε, σῶσε με.
Τήν πόνεσα, τήν λυπήθηκα. Χωρίς νά τήν σιχαθῶ, κατέβηκα μέσα, τήν ἀγκάλιασα καί τήν ρωτοῦσα:
› Τί ἔχεις;
Μοῦ λέει:
› Πές μου, ὅ,τι μοῦ ζήτησες ἐγώ πρόθυμα δέν σοῦ τὄδωσα;
› Ναί, ἔτσι εἶναι, εἶπα.
› Ἐντάξει, τήν καθησύχασε ὁ νέος (φύλακας Ἄγγελός της).
Ἔκανε πάλι τό χέρι του ἔτσι καί ξανατράβηξε τόν τάφο σάν κουρτίνα και βρέθηκα πάλι στό Καλύβι. Οἱ ἀδελφές ἀπό τήν Σουρωτή μέ ρώτησαν:
› Τί σοῦ συνέβη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα[16];
Ἀπαντῶ:
› Νά κάνετε προσευχή γι ̓ αὐτή τήν ψυχή.
Σέ δυό μῆνες[17] τήν βλέπω πάλι. Ὑπῆρχε ἕνα χάος καί ψηλά σ ̓ ἕνα ἴσιωμα ἦταν παλάτια, σπίτια πολλά, ἄνθρωποι πολλοί. Ἐκεῖ πάνω ἦταν ἡ γριά πολύ χαρούμενη. Τό πρόσωπό της ἦταν σάν μικροῦ παιδιοῦ· μόνο ἕνα σημαδάκι εἶχε καί ἕνα Ἀγγελάκι τό ἔτριβε γιά νά καθαρίση καί αὐτό.
Βαθειά στό χάος εἶδα κάποιους νά χτυπιοῦνται, νά ταλαιπωροῦνται καί νά προσπαθοῦν νά ἀνέβουν πάνω. Τήν ἀγκάλιασα ἀπό χαρά. Τήν πῆρα πιό πέρα, γιά νά μήν μᾶς βλέπουν καί πληγώνωνται. Μοῦ εἶπε:
› Ἔλα νά σοῦ δείξω πού μέ ἔβαλε ὁ Κύριος.»
Φῶς γλυκύτατον
Διηγήθηκε:
«Κάποτε ἐνῶ ἔλεγα τήν εὐχή τή νύχτα, ἦρθε μέσα μου μιά χαρά μεγάλη. Συνέχισα νά λέω τήν εὐχή καί ξαφνικά τό Κελλί μου πλημμύρισε ἀπό φῶς. Ἦταν λευκό μέ μιά μικρή ἀπόχρωση πρός τό γαλάζιο. Ἡ καρδιά μου χτυποῦσε γλυκά. Συνέχισα νά κάνω κομποσχοίνι μέχρι πού βγῆκε ὁ ἥλιος. Τό φῶς ἦταν τόσο δυνατό! Πιό δυνατό ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου. Ὁ ἥλιος ἔχανε τήν λάμψη μπροστά του. Ἔβλεπα τόν ἥλιο καί μοῦ φαινόταν τό ἡλιακό φῶς ὠχρό, ὅπως εἶναι τό φῶς τῆς σελήνης κατά τήν πανσέληνο. Τό φῶς τό ἔβλεπα γιά πολύ. Μετά, ὅταν τό φῶς ἔλειψε καί ἡ χάρις μειώθηκε, τότε δέν εὕρισκα καμμιά παρηγοριά καί χαρά.»
Μέ τέτοιες παρακλήσεις πνευματικές ἡ θεία χάρις παρηγοροῦσε τόν ἑκουσίως πτωχεύσαντα καί μέ αὐταπάρνηση ἀσκούμενο Γέροντα Παΐσιο.
Ὁ Γιωργάκης ἀπό τό Θιβέτ
Ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος καί γύριζε στά μοναστήρια ἕνας νέος ἡλικίας 16-17 χρόνων, ὁ Γιωργάκης. Ἀπό ἡλικίας τριῶν ἐτῶν οἱ γονεῖς του τόν ἔβαλαν σέ βουδδιστικό μοναστήρι στό Θιβέτ. Προχώρησε πολύ στήν Γιόγκα, ἔγινε τέλειος μάγος, μποροῦσε νά καλῆ ὅποιον δαίμονα ἤθελε. Εἶχε μαύρη ζώνη καί ἤξερε τέλεια καράτε. Μέ τήν δύναμη τοῦ Σατανᾶ ἔκανε ἐπιδείξεις πού προξενοῦσαν ἐντύπωση. Χτυποῦσε μέ τό χέρι του μεγάλες πέτρες καί ἔσπαζαν σάν καρύδια. Μποροῦσε νά διαβάζη κλειστά βιβλία. Ἔσπαζε στήν παλάμη του φουντούκια, ἔπεφταν κάτω τά τσόφλια καί οἱ καρποί ἔμεναν κολλημένοι στό χέρι του.
Κάποιοι μοναχοί ἔφεραν τόν Γιωργάκη στόν Γέροντα γιά νά τόν βοηθήση. Ρώτησε τόν Γέροντα, τί δυνάμεις εἶχε καί τί μποροῦσε νά κάνη. Ἀπάντησε ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἔχει καμμιά δύναμη καί ὅτι ὅλη ἡ δύναμη εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Γιωργάκης θέλοντας νά ἐπιδείξη τήν δύναμή του συγκέντρωσε τό βλέμμα του σέ μιά μεγάλη πέτρα πού ἦταν σέ ἀπόσταση καί ἡ πέτρα ἔγινε θρύψαλα. Τότε ὁ Γέροντας σταύρωσε μιά μικρή πέτρα καί τοῦ εἶπε νά τήν σπάση καί αὐτή. Αὐτός συγκεντρώθηκε, ἔκανε τά μαγικά του, ἀλλά δέν κατάφερε νά τήν σπάση. Τότε ἄρχισε νά τρέμη, καί οἱ σατανικές δυνάμεις, πού νόμιζε ὅτι ἔλεγχε, μή μπορώντας νά σπάσουν τήν πέτρα, στράφηκαν ἐναντίον του καί τόν ἐκσφενδόνισαν στήν ἄλλη ὄχθη τοῦ ρέματος. Ὁ Γέροντας τόν μάζεψε σέ ἄθλια κατάσταση.
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας:
«Ἄλλη φορά ἐνῶ συζητούσαμε, ξαφνικά σηκώθηκε, μοῦ ἔπιασε τά χέρια καί μοῦ τά γύρισε πρός τά πίσω.
› Ἄν μπορῆ, ἄς ἔρθη νά σ ̓ ἐλευθερώση ὁ Χατζεφεντῆς, μοῦ εἶπε.
Τό αἰσθάνθηκα σάν βλασφημία. Κούνησα ἔτσι λίγο τά χέρια μου καί τινάχθηκε πέρα. Μετά σάν ἀντίδραση πήδησε ψηλά καί πῆγε νά μέ χτυπήση μέ τό πόδι του, ἀλλά τό πόδι του σταμάτησε κοντά στό πρόσωπό μου, σάν νά βρῆκε ἕνα ἀόρατο ἐμπόδιο! Μέ φύλαξε ὁ Θεός.
Τή νύχτα τόν κράτησα καί κοιμήθηκε στό Κελλί μου. Οἱ δαίμονες τόν ἔσυραν μέχρι κάτω στόν λάκκο καί τόν ἔδειραν γιά τήν ἀποτυχία του. Τό πρωί σέ κακή κατάσταση, τραυματισμένος, γεμᾶτος ἀγκάθια καί χώματα, ὡμολογοῦσε:
› Μέ ἔδειρε ὁ Σατάν, γιατί δέν μπόρεσα νά σέ νικήσω.»
Ἔπεισε τόν Γιωργάκη νά τοῦ φέρη τά μαγικά του βιβλία καί τά ἔκαψε. Ὁ Γέροντας τόν κράτησε λίγο κοντά του καί τόν βοήθησε, ὅσο ἔκανε ὑπακοή. Ἐνδιαφέρθηκε νά μάθη, ἄν εἶναι βαπτισμένος, καί μάλιστα ἔμαθε καί σέ ποιά Ἐκκλησία εἶχε βαπτισθῆ. Ὁ Γιωργάκης συγκλονισμένος ἀπό τήν δύναμη καί τήν χάρι τοῦ Γέροντα, ἐπιθυμοῦσε νά γίνη μοναχός ἀλλά δέν μπόρεσε.
Ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε τήν περίπτωση τοῦ Γιωργάκη γιά νά ἀποδείξη πόσο μεγάλη εἶναι ἡ πλάνη αὐτῶν πού νομίζουν ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ἴδιες, ὅλες τόν ἴδιο Θεό πιστεύουν, καί ὅτι δέν διαφέρουν οἱ Θιβετιανοί μοναχοί ἀπό τούς Ὀρθοδόξους.
Ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας στόν ἱερομόναχο Γ.:
«Ἔνιωθα κάποια δυσκολία νά προσευχηθῶ στόν Χριστό. Τήν Παναγία τήν ἔχω σάν μάννα. Τήν ἁγία Εὐφημία τό ἴδιο. Τήν φωνάζω: «ἁγία Εὐφημούλα μου». Στόν Χριστό ἔνιωθα δύσκολα. Τήν εἰκόνα Του μέ φόβο τήν φιλοῦσα. Καί ὅταν τήν ὥρα πού ἔλεγα τήν εὐχή ἔφευγε καμμιά φορά ὁ νοῦς μου ἀπό τόν Χριστό, δέν στενοχωριόμουνα.
› Ποιός εἶμαι ἐγώ, γιά νἄχω συνέχεια τόν νοῦ μου στόν Χριστό, σκεπτόμουν.
Καί συνέβη αὐτό πού θά σοῦ πῶ. Ἦταν βράδυ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, θά ξημέρωνε τοῦ ἁγίου Κάρπου[18]. Νιώθω ἀνάλαφρος, πούπουλο. Καμμιά ὄρεξη νά κοιμηθῶ. Σκέφτομαι:
› Ἄς καθήσω νά γράψω κάτι γιά τόν παπα-Τύχωνα νά τό στείλω στίς ἀδελφές.
Μέχρι τίς 8.30 ́ ἁγιορείτικα ἔγραψα ὥς τριάντα σελίδες. Ἄν καί δέν νύσταζα, εἶπα νά ξαπλώσω, γιατί ἔνιωθα λίγη κούραση στά πόδια.
Παίρνει νά φωτίζη. Στίς 9 ἡ ὥρα (6 περίπου κοσμικά τό πρωί) δέν εἶχα κοιμηθῆ. Σέ μιά στιγμή σάν νά χάθηκε ὁ τοῖχος τοῦ Κελλιοῦ μου (δίπλα στό κρεββάτι πρός τό ἐργαστήριο). Βλέπω τόν Χριστό μέσα στό φῶς, σέ ἀπόσταση ἕξι μέτρα περίπου. Τόν ἔβλεπα ἀπό τό πλάϊ. Τά μαλλιά του ἦταν ξανθά καί τά μάτια του γαλανά. Δέν μοῦ μίλησε. Κοίταξε λίγο δίπλα, ὄχι ἀκριβῶς ἐμένα.
Δέν ἔβλεπα μέ τά σωματικά μάτια. Αὐτά εἴτε ἀνοιχτά εἶναι εἴτε κλειστά, καμμιά διαφορά δέν ἔχει. Ἔβλεπαν τά μάτια τῆς ψυχῆς. Ὅταν Τόν εἶδα σκέφθηκα: Πῶς μπόρεσαν νά φτύσουν τέτοια μορφή; Πῶς μπόρεσαν -οἱ ἀθεόφοβοι› νά ἀκουμπήσουν τέτοια μορφή; Πῶς μπόρεσαν νά μπήξουν καρφιά σ ̓ αὐτό τό σῶμα; Πά! πά! πά!
Ἀπόμεινα! Τί γλυκύτητα ἔνιωθα! Τί ἀγαλλίαση! Δέν μπορῶ νά ἐκφράσω μέ δικά μου λόγια τήν ὀμορφιά αὐτή. Ἦταν αὐτό πού λέει: «Ὁ Ὡραῖος κάλλει παρά τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων». Αὐτό ἦταν. Δέν ἔχω δεῖ ποτέ τέτοια εἰκόνα του. Μόνο μία κάποτε -δέν θυμᾶμαι ποῦ› ἔμοιαζε κάπως.
Θἄξιζε νά ἀγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια γιά νά δῆ αὐτή τήν ὀμορφιά γιά μιά στιγμή μόνο. Τί μεγάλα καί ἀνείπωτα εἶναι δυνατόν νά χαρισθοῦν στόν ἄνθρωπο, καί μέ τί τιποτένια ἀσχολούμαστε!
Πιστεύω πώς εἶναι ἕνα δῶρο πού μοῦ ἔκανε ὁ παπα-Τύχων. Νά μήν τό πῆς σέ κανέναν. Πολύ τό σκέφθηκα νά τό πῶ καί σέ σένα. Βλέπεις τόση ὥρα δέν σοῦ μίλησα, τώρα πού φεύγεις[19].»
Ὕστερα ἀπό δύο μέρες ὅταν ξανασυναντήθηκαν, ὁ Γέροντας εἶπε:
› Ὅλη τή νύχτα ἔκλαιγα γιατί σοῦ τὄπα. Δέν φοβᾶμαι πώς θά τό πεῖς. Ἀλλά ἐγώ ζημιώθηκα.
Τό γεγονός αὐτό τό αἰσθάνθηκε καί μιά ἀδελφή στήν Σουρωτή καί ἔγραψε στόν Γέροντα:
«Τάδε τοῦ μηνός, τάδε ὥρα... Τά ὑπόλοιπα θά μᾶς τά πεῖτε ἐσεῖς.»
Καί πράγματι, ὅταν ἀργότερα βγῆκε ἔξω, τούς τό διηγήθηκε καί μάλιστα περιέγραψε καί ἁγιογράφησαν τόν Χριστό, ὅπως ἀκριβῶς τόν εἶδε.
Θεόσταλτο ψάρι
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας:
«Ἦταν ἡ Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ. Αἰσθανόμουν ἐξάντληση καί μοῦ πέρασε ὁ λογισμός ὅτι, ἄν εἶχα νά φάω λίγο ψαράκι, θά μοῦ ἔκανε καλό. Ὄχι ἀπό ἐπιθυμία, ἀλλά σάν φάρμακο. Εἶχα προβλήματα καί μέ τά ἔντερά μου. Βγῆκα νά πάω ἔξω. Γυρίζοντας εἶδα ἕνα μεγάλο πουλί σάν ἀετό νά χαμηλώνη πολύ καί ἔσκυψα νά μήν μέ χτυπήση. Φοβήθηκα μήπως εἶναι τίποτε τοῦ πειρασμοῦ, γι ̓ αὐτό δέν ἔδωσα σημασία καί μπῆκα γρήγορα στό Κελλί μου.
Σέ λίγο χρειάσθηκε πάλι νά βγῶ ἔξω. Στό ἴδιο σημεῖο πού εἶχα σκύψει εἶδα νά σπαρταράη ἕνα μεγάλο ψάρι. Πρῶτα ἔκανα τόν σταυρό μου, εὐχαρίστησα τόν Θεό καί μετά πῆρα τό ψάρι. Ἀλλά, σοῦ κάνει καρδιά μετά νά τό φᾶς;»
Ὁ φύλακας Ἄγγελος
Ὁ Γέροντας διηγήθηκε:
«Ἦταν τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου[20]. Περνοῦσα μιά περίοδο μέ πολλές στενοχώριες, καί ἐξ αἰτίας αὐτῶν εἶχα δυνατούς πονοκεφάλους. Ἀπό τήν πίεση χτυποῦσε τό μάτι μου καί κινδύνευα νά πάθω ἐγκεφαλικό. Τό ἔνιωθα σάν νά χτυποῦσε κάποιος ἀπό μέσα μέ σφυρί καί ἤθελε νά πεταχθῆ ἔξω. Κατά ἡ ὥρα 9 τό βράδυ (κοσμική ὥρα), ἐνῶ εἶχα ξαπλώσει στό κρεββάτι, εἶδα ἕναν Ἄγγελο πολύ ὡραῖον, σάν νά βγῆκε ἀπό μέσα μου, με μορφή μικροῦ παιδιοῦ δώδεκα χρονῶν. Τά μαλλάκια του ἦταν κατάξανθα μέχρι τούς ὤμους. Μοῦ χαμογέλασε καί πέρασε ἁπαλά τό χέρι του πάνω ἀπό τά μάτια μου. Ἀμέσως μοῦ ἔφυγε ὅλη ἡ στενοχώρια καί ἔπαψαν οἱ πόνοι. Ἔνιωθα τέτοια γλυκύτητα πού προτιμοῦσα νά ξαναπονέσω, ἀρκεῖ νά δῶ καί πάλι τόν φύλακα Ἄγγελό μου.»
Εὔθυμα καί εὔστροφα[21]
Ὁ Γέροντας συχνά διηγεῖτο χαριτωμένες ἱστορίες πού προκαλοῦσαν αὐθόρμητο γέλιο, γιά νά παρηγορήση θλιμμένες ψυχές, ἀλλά ἦταν καί ἴδιον τοῦ χαρακτῆρος του. Εἶχε ὅμως καί τήν λεπτότητα νά μήν πληγώνη κανέναν καί νά μήν κατακρίνη πρόσωπα. Ἀπό τά πολλά σημειώνονται λίγα ἐπιλεκτικά:
Στήν «Παναγούδα» μιά ἡμέρα φύτευε κοκκάρι πού τό εἶχε μέσα σ ̓ ἕνα κουτί ἀπό καλαμαράκια. Ἦρθε ἕνας «ἔξυπνος» μέ τά χέρια πίσω καί τόν ρώτησε τί κάνει.
› Φυτεύω καλαμαράκια, ἀπάντησε ὁ Γέροντας.
› Πιάνουν, Γέροντα;
› Πῶς; Ἅμα τά βάλης μέ τά μουστάκια κάτω, πιάνουν.
******
Στήν πνευματική ζωή νά μή χωλαίνουμε, νά μή μένουμε στό χώλ (προθάλαμο). Ὅσοι χωλαίνουν δέν μπαίνουν στό σαλόνι τοῦ Θεοῦ, ἐννοώντας τόν παράδεισο.
******
Παραμονές τοῦ Τριωδίου εἶπε σέ κάποιον προσκυνητή:
› Ἔχεις περάσει ἀπό τά διόδια; Ἐκεῖ ὅταν περνᾶνε πληρώνουν. Ἐμεῖς ὅταν περνᾶμε στό Τριώδιο πληρώνουμε; (ἐννοώντας: κάνουμε καμμιά θυσία);
******
Ἐπικρίνοντας μέ χαριτωμένο τρόπο τήν χρήση νοθευμένου κεριοῦ, ἔλεγε ὅτι ἐπειδή εἶναι ἀπό παραφίνη, παρά (χρήματα) ἀφήνει.
******
Κάποιος δαιμονισμένος τοῦ εἶπε:
› Ἐγώ εἶμαι ὁ Ὤν. Πέσε νά μέ προσκυνήσης.
Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας:
› Ὄνος εἶσαι, βρέ, ὄνος εἶσαι, ἀπευθυνόμενος στό δαιμόνιο πού στήν πραγματικότητα μιλοῦσε.
Θ’. ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΟΥΔΑ
ΔΟΣΙΜΟ ΣΤΟΥΣ ΠΟΝΕΜΕΝΟΥΣ
Ἐγκατάσταση στήν «Παναγούδα»
Ὁ Γέροντας, ἀφοῦ πέρασε ἕνδεκα χρόνια ἀγώνων καί προσφορᾶς στό Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀποφάσισε ὕστερα γιά κάποιον πνευματικό λόγο νά ἀναχωρήση ἀπό αὐτό.
Στίς 27 Φεβρουαρίου, ἡμέρα πού τοῦ εἶχε ἐμφανισθῆ ἡ ἁγία Εὐφημία, βρῆκε, καθ ̓ ὑπόδειξη τοῦ γερο-Ἰωακείμ, τήν «Παναγούδα». Τό γεγονός τό αἰσθάνθηκε ὡς εὐλογία τῆς Ἁγίας καί συγκινημένος τήν εὐχαρίστησε γιά τήν πρόνοιά της.
Τό Καλύβι εἶχε βασικές ἐλλείψεις γιατί ἦταν παλαιό καί ἐγκαταλελειμμένο. Ἔλειπαν πόρτες, παράθυρα, ταβάνια· τό πάτωμα εἶχε τρύπες καί ἡ σκεπή ἔβαζε νερά. Ἄρχισε μέ πολύ κόπο τίς πλέον ἀναγκαῖες ἐπισκευές. Χρήματα δέν εἶχε, ἀλλά καί δύσκολα δεχόταν.
Ἐκτός ἀπό τήν ὁλοήμερη κοπιαστική ἐργασία εἶχε καί τόν κόσμο. Ὅλη τήν ἡμέρα τούς δεχόταν, τούς κερνοῦσε καί θυσίαζε ὧρες πολλές μαζί τους γιά νά ἀκούση τά προβλήματά τους, νά σηκώση τόν σταυρό τους, νά πάρη τόν πόνο τους, νά συμβουλεύση, νά ἐπιτιμήση, νά θεραπεύση, ἀκόμη καί νά τούς διασκεδάση, χωρίς καθόλου νά ὑπολογίζη, ἄν ὁ ἴδιος ἦταν ἄγρυπνος, νηστικός, διψασμένος, κουρασμένος, ἄρρωστος.
Σύν τῷ χρόνῳ ὅμως ὁ ἀριθμός τῶν ἐπισκεπτῶν αὐξήθηκε ὑπερβολικά· ξεπερνοῦσε τά ὅρια τῆς ἀντοχῆς του. Ἔλεγε ἐξομολογητικά:
› Δέν ὁρίζω τόν ἑαυτό μου. Ἔχω γίνει πρόγραμμα τῶν ἀνθρώπων. Παλαιά ὁ νοῦς μου βυθιζόταν στήν εὐχή. Τώρα ζῶ τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Πολλές φορές πετιέμαι στόν ὕπνο!
Παρ ̓ ὅτι ὅμως τούς δεχόταν ὅλους, ὁ κόσμος δέν τόν ἀλλοίωσε· δέν τόν ἐκκοσμίκευσε. Ἀντίθετα ὁ Γέροντας μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ μεταμόρφωνε τούς ἀνθρώπους.
Ἐμφάνιση τοῦ ἁγίου Βλασίου
Ἦταν ἡ 21η Ἰανουαρίου 1980, Κυριακή τοῦ Ἀσώτου, πρός Δευτέρα. Ὁ Γέροντας ἐνῶ προσευχόταν τό βράδυ στό Κελλί του μέ τό κομποσχοίνι, βλέπει να παρουσιάζεται μπροστά του μέσα σέ φῶς ἕνας Ἅγιος ἄγνωστος πού φοροῦσε μανδύα καλογερικό. Δίπλα του στόν τοῖχο τοῦ Κελλιοῦ του, πάνω ἀπό τήν σόμπα φαίνονταν ἐρείπια Μοναστηριοῦ. Αἰσθανόταν ἀπερίγραπτη χαρά καί ἀγαλλίαση καί σκεφτόταν:
› Ποιός Ἅγιος εἶναι;
Τότε ἄκουσε φωνή ἀπό τήν Ἐκκλησία:
› Εἶναι ὁ ἅγιος Βλάσιος ἀπό τά Σκλάβαινα[22].
Ἀπό εὐγνωμοσύνη, γιά νά εὐχαριστήση τόν Ἅγιο γιά τήν τιμή πού τοῦ ἔκανε, μετέβη στά Σκλάβαινα καί προσκύνησε τά χαριτόβρυτα Λείψανά του.
«Χριστέ μου, εὐλόγησέ με...»
Στίς 26 Μαρτίου 1984 συνέβη στόν Γέροντα ἕνα γεγονός πού τό διηγήθηκε μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ὡς ἑξῆς:
«Ἐνῶ προσευχόμουν ἀντικρύζοντας τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, κάτι ἔνιωσα μέσα μου καί πέφτοντας στό πάτωμα εἶπα:
› Χριστέ μου, εὐλόγησέ με.
Καί ἀμέσως αἰσθάνθηκα μιά εὐωδία γιά πολλή ὥρα νά γεμίζη ὅλο τό Κελλί μου. Ἀκόμη καί ἕνα χαλάκι γεμᾶτο χῶμα πού εἶχα καί αὐτό εὐωδίαζε. Ἔμεινα γονατιστός καί ἀσπαζόμουν καί αὐτό τό χαλάκι μέ τίς σκόνες.»
«Φοβερό ὅραμα!»
Ὁ Γέροντας στίς 11-4-1984 τήν Τρίτη τῆς Διακαινισίμου, στίς 12 τά μεσάνυχτα, εἶδε ἕνα ὅραμα πού ἀναφέρεται στό φοβερό ἔγκλημα τῶν ἐκτρώσεων. Διηγήθηκε:
«Ἐνῶ εἶχα ἀνάψει δύο κεράκια, ὅπως συνήθως, καί ὅταν κοιμᾶμαι ἀκόμη, γιά ὅσους πάσχουν ψυχικά καί σωματικά, πού συμπεριλαμβάνονται καί οἱ κεκοιμημένοι, βλέπω ἕνα φοβερό ὅραμα!
Ἕναν κάμπο ἀπό σιτάρι, ἀλλά τό σιτάρι δέν εἶχε ξεσταχυάσει ἀκόμη, μόλις ἄρχιζε νά καλαμιάζη. Ἐγώ βρισκόμουν ἔξω ἀπό τήν μάνδρα τοῦ χωραφιοῦ καί κολλοῦσα κεριά ἀπ ̓ ἔξω στόν τοῖχο γιά τούς κεκοιμημένους. Ἀριστερά ἦταν ἕνας τόπος ἀνώμαλος, κρημνώδης καί χέρσος, ὁ ὁποῖος σειόταν ἀπό μία δυνατή βοή, ἀπό χιλιάδες φωνές σπαρακτικές, πού ἔκαναν νά ραγίζη καί ἡ πιό σκληρή καρδιά. Ἐνῶ ὑπέφερα ἀπό τό ἄκουσμα τῶν σπαρακτικῶν ἐκείνων φωνῶν καί δέν μποροῦσα νά ἐξηγήσω τό ὅραμα, ἄκουσα μιά φωνή νά μοῦ λέη:
› Ὁ μέν κάμπος μέ τό σπαρμένο σιτάρι, πού δέν ἔχει ξεσταχυάσει, εἶναι τό κοιμητήρι μέ τίς ψυχές τῶν νεκρῶν πού θ ̓ ἀναστηθοῦν. Ὁ δέ τόπος ἐκεῖνος, πού σείεται ἀπό τίς σπαρακτικές φωνές, εἶναι ὁ τόπος πού βρίσκονται οἱ ψυχές τῶν παιδιῶν ἀπό τίς ἐκτρώσεις.
Ἐνῶ λοιπόν συνῆλθα ἀπό τό ὅραμα, δέν μποροῦσα ὅμως νά συνέλθω ἀπό τόν πολύ πόνο πού ἕνιωσα καί δέν μποροῦσα νά πλαγιάσω, γιά νά ξεκουρασθῶ λίγο, παρ ̓ ὅλο πού ἤμουν κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία καί ὀρθοστασία τῆς προηγούμενης ἡμέρας!»
«Ἡ Παναγία!»
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας:
«Τήν περασμένη Σαρακοστή[23] παρουσιάστηκε ἡ Παναγία ντυμένη στ ̓ ἄσπρα. Μοῦ εἶπε ὅτι θά συμβοῦν πολλά στόν κόσμο, γι ̓ αὐτό νά φροντίσω νά πάρω... (κάτι πού ἀφοροῦσε προσωπικά τόν ἴδιο).»
Φανερώθηκε κοντά στήν Βορειοανατολική γωνία τῆς Καλύβης του. Ὅταν τήν εἶδε ὁ Γέροντας, εἶπε ταπεινά:
› Παναγία μου, καί ὁ τόπος εἶναι βρώμικος[24] καί ἐγώ βρώμικος.
Ὅμως ἔκτοτε εὐλαβεῖτο καί τόν τόπο «οὗ ἔστησαν οἱ πόδες» τῆς ἀχράντου Θεομήτορος. Ἤθελε στό μέρος ἐκεῖνο νά φυτέψη λουλούδια, γιά νά μήν πατιέται.
Περί Ἀντιχρίστου, 666 καί ταυτοτήτων
Ὁ π. Παΐσιος συμμεριζόταν τίς ἀγωνίες τῶν ἀνθρώπων καί ἀπαντοῦσε στόν προβληματισμό τους. Ἕνα θέμα πού προβλημάτισε ἰδιαίτερα ἐκείνη τήν περίοδο τούς πιστούς, ἦταν καί τό θέμα τῶν ταυτοτήτων.
Ὁ Γέροντας ἔλαβε θέση καί μίλησε ξεκάθαρα. Δέν ἀρκέσθηκε μόνο νά ἀπαντᾶ στά πολλά ἐρωτήματα τῶν πιστῶν, ἀλλά τό ἔτος 1987 ἔγραψε τήν γνωστή του ἐπιστολή: «Σημεῖα τῶν καιρῶν-666»[25]. Ἔγινε μέ ἀνακούφιση δεκτή καί μέχρι σήμερα καθοδηγεῖ. Πολλοί ἀναθεώρησαν τίς ἀπόψεις τους, καί συντάχθηκαν μέ τίς ἀπόψεις τοῦ Γέροντα. Ἐπειδή προεῖδε ὅτι καί στό μέλλον θά χρειασθεῖ, τήν ἔγραψε ἰδιοχείρως καί τήν ὑπέγραψε, γιά νά μήν ἀλλοιωθοῦν οἱ ἀπόψεις του, πού τίς κράτησε ὥς τήν κοίμησή του.
Συμπερασματικά ὁ Γέροντας πίστευε ὅτι: Τό σφράγισμα εἶναι ἄρνηση. Ἀκόμη καί ἡ ταυτότητα εἶναι ἄρνηση. Ὅταν ἔχουν πάνω στήν ταυτότητα τό σύμβολο τοῦ διαβόλου 666[26] καί ὑπογράφω, ἄρα τό ἀποδέχομαι αὐτό τό πρᾶγμα. Εἶναι ἄρνηση, ξεκάθαρα πράγματα. Ἀρνεῖσαι τό Ἅγιο Βάπτισμα, βάζεις ἄλλη σφραγίδα, ἀρνεῖσαι τήν σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ καί παίρνεις τοῦ διαβόλου. Ἄλλο εἶναι πού στά νομίσματα ἔχουν τό 666 -«ἀπόδοτε τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι...[27]»- καί ἄλλο ἡ ταυτότητα πού εἶναι κάτι τό προσωπικό.
Ἀκόμη καί ἄν δεχθῆ νά σφραγισθῆ κανείς ἀπό ἀδικαιολόγητη ἄγνοια ἤ ἀδιαφορία, πάλι χάνει τήν θεία χάρι καί δέχεται δαιμονική ἐνέργεια.
«Μεταμόρφωσις»
Ἦταν ἡ 28η Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1992. Σέ ἕνα Κελλί τῆς Καψάλας γινόταν ἀγρυπνία πρός τιμήν τοῦ ὁσίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Μεταξύ τῶν πατέρων ἦταν καί ὁ γέροντας Παΐσιος, πού εὐλαβεῖτο ἰδιαιτέρως τόν ἅγιο Ἰσαάκ. Συμμετεῖχε στήν ἀγρυπνία ἀπό ἕνα Κελλάκι, πού ἦταν συνέχεια τῆς μικρῆς Λιτῆς.
Πρίν ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ Ἑσπερινοῦ οἱ ψάλτες ἦταν ὅλοι στόν δεξιό χορό καί ἔψαλλαν τό δοξαστικό. Στό μικρό Ἐκκλησάκι ἐπικρατοῦσε ἔντονα κατανυκτική ἀτμόσφαιρα. Ὅλοι ἄκουγαν μέ προσοχή. Τήν ἀγρυπνία παρακολουθοῦσαν καί δυό Ὀρθόδοξοι Λιβανέζοι, ἕνας κληρικός καί ἕνας νέος, πού τήν ὥρα ἐκείνη στέκονταν στά στασίδια τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ. Σέ μιά στιγμή γύρισε νά πῆ κάτι ὁ κληρικός στό νέο καί βλέπει τόν Γέροντα ὄρθιο, ὑπερυψωμένον ἀπό τό ἔδαφος 25-30 ἑκατοστά, νά κρατᾶ μέ τό ἀριστερό χέρι τό κομποσχοίνι του καί νά βρίσκεται ὁλόκληρος μέσα σέ φῶς. Τά ἀκάλυπτα μέρη τοῦ σώματός του, πρόσωπο καί χέρια, ἐξέπεμπαν φῶς· πολύ δυνατό φῶς! Ἀντικρύζοντας τό ἀσυνήθιστο καί ὑπερκόσμιο θέαμα τοῦ ἦρθε νά ξεφωνήση, ἀλλά ἡ φωνή του δέν ἔβγαινε. Βλέποντας τήν ἔκπληξη τοῦ κληρικοῦ ἐστράφη καί ὁ νέος πρός τά πίσω καί εἶδε καί αὐτός τό ἴδιο θέαμα. Ὁ Γέροντας εἶχε λίγο σκυμμένο τό κεφάλι, προσέχοντας στόν ἑαυτό του. Φαινόταν εὐχαριστημένος καί μειδιοῦσε. Αἴφνης δέν μποροῦσαν νά τόν ἀντικρύσουν θαμβωμένοι ἀπό τό φῶς πού εἶχε δυναμώσει. Ὅταν σέ λίγο κατώρθωσαν νά σηκώσουν πάλι τά μάτια τους νά τόν κοιτάξουν, τόν εἶδαν πλέον στήν φυσιολογική του κατάσταση.
ΑΛΛΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΩΝ
«Ἔχεις σπασμένα πόδια»
Γραπτή μαρτυρία Κωνσταντίνου... ἀπό Ἀ.:
«Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού πήγαινα στόν π. Παΐσιο. Μέ ρώτησε:
› Κώστα, πῶς ἦρθες ἐδῶ; Ἐσύ ἔχεις σπασμένα πόδια.
Καί συνέχισε:
› Κώστα, ὁ Θεός γιά νά τήν πάρη, τήν ἀγάπησε πιό πολύ.
› Ποιά πάτερ; Ρώτησα μέ ἀπορία.
› Τή μνηστή σου.
Πράγματι, τό 1991 εἶχα πάθει σοβαρό ἀτύχημα, εἶχα σπάσει τά πόδια μου καί σκοτώθηκε ἡ μνηστή μου.»
«Θά πάρουμε τήν Πόλη»
Μιά ὁμάδα μαθητῶν τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς συμφώνησαν νά ρωτήσουν τόν Γέροντα ἄν θά πάρουμε τήν Πόλη καί ἄν θά ζοῦν καί οἱ ἴδιοι τότε. Πῆγαν στό Καλύβι του, πῆραν κέρασμα, ἀλλά ντρέπονταν νά ρωτήσουν. Ὁ ἕνας ἔκανε νόημα στόν ἄλλο καί τελικά κανείς δέν τολμοῦσε νά κάνη τήν ἐρώτηση. Τότε τούς λέγει ὁ Γέροντας:
› Τί εἶναι, βρέ παλληκάρια; Τί θέλετε νά ρωτήσετε; Γιά τήν Πόλη; Θά τήν πάρουμε καί θά ζεῖτε κιόλας.
Ἕνα παιδί μετέφερε τά λόγια τοῦ Γέροντα στόν δάσκαλο Κωνσταντῖνο Μαλλίδη, πού ἦταν καλός Χριστιανός καί θερμός πατριώτης. Αὐτός ἦρθε μέ ἐνδιαφέρον νά βεβαιωθῆ καλύτερα ἀπό τόν ἴδιο τόν Γέροντα, καί ρώτησε γιά τήν Πόλη. Ὁ Γέροντας τοῦ ἀπάντησε:
› Ἄστα αὐτά, Κώστα· δέν εἶναι γιά μᾶς αὐτά. Ἐμεῖς γιά ἄλλη Πόλη πρέπει νά ἑτοιμαζώμαστε.
Αὐτά ἦταν προσημάνσεις γιά τόν ἐπικείμενο θάνατό τους, γιατί πράγματι δέν ἄργησε νά φύγη πρῶτα ὁ Κώστας καί ὕστερα ὁ Γέροντας, γιά τήν ἀληθινή καί οὐράνια Πατρίδα μας, «τήν καινήν πόλιν», τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Ὁ Γέροντας καί οἱ νέοι
Ὁ Γέροντας εἶχε ἰδιαίτερη πνευματική σχέση μέ τούς νέους. Τούς ἀγαποῦσε πραγματικά σάν παιδιά του, ἐνδιαφερόταν νά βροῦν τόν δρόμο τους καί προσευχόταν γι ̓ αὐτούς. Τούς βοηθοῦσε νά ὑπερβοῦν τίς δυσκολίες καί τά προβλήματά τους. Συνέπασχε καί συμπονοῦσε μαζί τους. Αὐτοί διαισθανόμενοι τήν μεγάλη του ἀγάπη, τοῦ εἶχαν ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη, τοῦ ἔκαναν ὑπακοή, καί κυριολεκτικά τόν λάτρευαν. Ἔβλεπες στό Κελλί του ναρκωμανεῖς, ἀναρχικούς, παραστρατημένους, ψυχασθενεῖς, μπερδεμένους, ἀπελπισμένους μέχρι αὐτοκτονίας... Ἀφοῦ μέ τίς συμβουλές τοῦ Γέροντα μετανοοῦσαν καί συνέρχονταν, στήν συνέχεια τόν ἐπισκέπτονταν ἀλλοιωμένοι πνευματικά, ἀλλά καί κήρυκες μετανοίας στούς φίλους τους, πού τούς ἔφερναν μαζί τους στόν Γέροντα. Γιά νά φανῆ ὁ τρόπος βοηθείας σημειώνονται ἐνδεικτικῶς λίγα περιστατικά.
Βοήθησε πολλούς τοξικομανεῖς νά ἀποτοξινωθοῦν. Στήν ἀρχή κατώρθωνε νά ξυπνήση τό ἐνδιαφέρον τους, νά ἐπικοινωνήση μαζί τους κερδίζοντας τήν ἐμπιστοσύνη τους. Τόν παρακολουθοῦσαν μέ προσοχή καί δέχονταν τίς συμβουλές του. Πολλοί μέ τήν προσευχή καί τήν βοήθειά του ἀπελευθερώθηκαν ἀπό τό πάθος καί ἔγιναν θερμοί Χριστιανοί καί καλοί οἰκογενειάρχες. Ἔλεγε μέ συμπόνια:
› Τά καημένα, δέν μποροῦν νά συμμαζευτοῦν. Ἡ νεολαία σήμερα ἀχρηστεύεται μόνη της.
Ὁ ἴδιος τούς ἔδενε τά κορδόνια ἀπό τά παπούτσια, ἔδιωχνε τίς μύγες πού τούς ἐνωχλοῦσαν καί τακτοποιοῦσε τά μαλλιά τους πού ἔπεφταν στά μάτια τους. Τούς συμβούλευε νά ἐξομολογηθοῦν, νά ζοῦν πνευματική ζωή, νά βροῦν μιά ἁπλῆ ἐργασία, γιά νά ἀπασχολοῦνται. Συνιστοῦσε νά τρῶνε καρότα καί τούς ἔδινε καί ἄλλες πρακτικές ὁδηγίες. Τούς ἔστελνε σέ κατάλληλο περιβάλλον γιά ἀποτοξίνωση, τούς βοηθοῦσε νά ἐνταχθοῦν στήν κοινωνία καί νά δημιουργήσουν οἰκογένεια.
Κάποιος ναρκωμανής νέος, προσπαθοῦσε νά κόψη τό πάθος του ἀπό τό ὁποῖο ὑπέφερε ὁ ἴδιος καί ἡ οἰκογένειά του. Ἄν καί μέσα του εἶχε μιά ἀμυδρά καί ἀκαθόριστη εἰκόνα γιά τόν π. Παΐσιο, ἐν τούτοις στήριξε σ ̓ αὐτόν τήν τελευταία του ἐλπίδα.
› Θἄχει αὐτός κανένα φάρμακο γιά νά τά κόψω, σκεφτόταν κατηφορίζοντας πρός τήν «Παναγούδα».
Μόλις τόν εἶδε ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε χαμογελώντας:
› Ἔλα, ἔλα· ἔχω κάτι καλά χάπια γιά σένα, καί τοῦ ἔβαλε στήν φούχτα του λίγα φουντούκια.
Πράγματι τά «χάπια» του ἀποδείχθηκαν ἀποτελεσματικά καί ἔγινε τό θαῦμα. Ἡ ἐξάρτηση τοῦ νέου ἀπό τά ναρκωτικά κόπηκε «μαχαίρι»!
******
Εἶναι πολλές οἱ περιπτώσεις πού μανιώδεις καπνιστές ἔκοψαν τό τσιγάρο χάρη στόν Γέροντα. Τά λόγια του δέν ἦταν ἁπλές συμβουλές ἀλλά εἶχαν δύναμη. Ἔφερναν διάθεση ἀποστροφῆς πρός τό τσιγάρο καί κοβόταν ἡ ἐπιθυμία νά καπνίσουν. Ἀλλά περισσότερο βοηθοῦσε μέ τήν προσευχή του.
******
Ὁ Γέροντας θεωροῦσε καταστρεπτική τήν ἐπίδραση τῆς τηλεοράσεως γιά ὅλους καί ἰδιαίτερα γιά τά παιδιά καί τούς νέους. Ἀνέφερε μέ πόνο περιπτώσεις παιδιῶν πού οἱ γονεῖς τους, γιά νά ἔχουν τήν ἡσυχία τους, τά ἄφηναν ὧρες νά βλέπουν τηλεόραση, μέ ἀποτέλεσμα νά καταστρέφωνται διανοητικά, ψυχικά καί σωματικά. Τόνιζε ἐπί πλέον τήν βλάβη πού φέρνει στό σῶμα μέ τήν ἀκτινοβολία πού ἐκπέμπει στά κυοφορούμενα βρέφη καί στά μικρά παιδιά. Μιλοῦσε ἀκόμη καί γιά δαιμονικές ἐπιδράσεις. Γι ̓ αὐτό σέ κάθε εὐκαιρία ἀπέτρεπε ἀπό τήν τηλεόραση καί συμβούλευε νά τήν πετάξουν ἀπό τό σπίτι δίνοντας στά παιδιά τους κάτι ἄλλο πνευματικό (βίους Ἁγίων, ἀγρυπνίες καί προσκυνήματα) ἤ οὐδέτερο (ἀθῶα παιχνίδια καί ἐκδρομές).
Ι’. ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΑ ΚΟΙΜΗΣΗ
Πόνος καί ἀσθένειες
Ὁπως προαναφέρθηκε, ἡ ἄσκηση καί ὁ πόνος συνώδευαν ἰσοβίως τόν Γέροντα. Ὁ πόνος καί οἱ ἀσθένειες τοῦ εἶχαν γίνει σχεδόν μόνιμη κατάσταση. Ὁ ἴδιος πονοῦσε ἀλλά παρηγοροῦσε τούς πονεμένους.
Ὅταν ἐγχειρίστηκε στούς πνεύμονες, κρυολόγησε καί τοῦ ἔδωσαν ἰσχυρή ἀντιβίωση, ἐνῶ ἦταν νηστικός. Τοῦ φάνηκε «σάν νά ξεφλουδίστηκαν τά ἔντερά του». Ἔκτοτε ἀπέκτησε μεγάλη εὐαισθησία. Μέ τό παραμικρό κρυολόγημα εἶχε ἐνοχλήσεις, γουργουρητά καί ἔβγαζε ἀφρούς καί αἷμα. Τό ἴδιο συνέβαινε καί μέ ὁρισμένες τροφές.Τά τελευταῖα χρόνια εἶχε συχνότερη αἱμορραγία στά ἔντερα, πού σταδιακά αὔξανε. Ἐξαντλεῖτο ἀπό τήν αἱμορραγία καί τήν μεγάλη κούραση.
› Μοῦ ἔρχεται μερικές φορές νά σβήσω, ἔλεγε.
Μερικές φορές μάλιστα ἔπεφτε λιπόθυμος στήν αὐλή τῆς Καλύβης του, καί ὅταν συνερχόταν εὐχαριστοῦσε τόν Θεό, πού δέν τόν εἶδε κανείς.
Ἀπό τήν μεγάλη ἀπώλεια αἵματος τό πρόσωπό του ἔγινε κάτωχρο. Ὁ Γέροντας δέν ἀνησυχοῦσε. Ὁ ἴδιος ἤξερε καλύτερα ἀπό τόν καθένα καί γιά τήν ἀσθένεια καί γιά τό τέλος του, πού αἰσθανόταν νά πλησιάζη, ἀλλά δέν τό ἔλεγε σέ ὅλους.
Ὁ Γέροντας, στίς 22 Ὀκτωβρίου 1993, βγῆκε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, γιά τήν ἀγρυπνία τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου στήν Σουρωτή. Αὐτή ὅμως ἐπρόκειτο νά εἶναι ἡ τελευταία ἔξοδός του. Δέν θά ἐπέστρεφε πλέον οὔτε κεκοιμημένος.
Έν τῷ μεταξύ ἔπαθε εἰλεό. Ἔφραξαν τά ἔντερα, σταμάτησε γιά λίγο καί ἡ αἱμορραγία. Ἐκ τῶν πραγμάτων ἀναγκάστηκε νά ὑποκύψη στίς παρακλήσεις νά ὑποβληθῆ σέ ἐξετάσεις. Ἡ ἀσθένειά του ἐξελίχθηκε ἐν συντομίᾳ ὡς ἑξῆς:
Στό Θεαγένειο Νοσοκομεῖο οἱ γιατροί διεπίστωσαν τήν ὕπαρξη προχωρημένου καρκίνου. Ἀκολουθώντας τήν ὑπόδειξη τοῦ γιατροῦ πήγαινε γιά ἀκτινοβολίες, ὥστε νά προετοιμασθῆ ὁ ὄγκος γιά τήν ἐγχείρηση. Ἀφαιρέθηκε ὁ ὄγκος τοῦ παχέος ἐντέρου, ἀλλά ἡ νόσος ἐξελισσόταν τρομερά γρήγορα. Σέ ὅλο αὐτό τό διάστημα ἦταν χαριτωμένος καί εὐδιάθετος, καί ἔλεγε τά ὄμορφα ἀστεῖα του, σάν νά μήν ἦταν αὐτός ὁ ἀσθενής. Παρηγοροῦσε καί ἀνακούφιζε ὅποιον πήγαινε κοντά του.
› Γέροντα, γιατί δέν κάνετε προσευχή νά σᾶς θεραπεύση ὁ Θεός, ἀφοῦ σᾶς ἔχουμε τόσο ἀνάγκη, τόν ρώτησε κάποιος.
› Τί; Νά κοροϊδεύουμε τόν Θεό; Ἀφοῦ ἐγώ ζήτησα νά μοῦ δώση αὐτή τήν ἀρρώστια...
Μακαρία καί ἀφανής κοίμηση
Ἐνῶ ὑποτασσόταν ταπεινά στίς ὑποδείξεις τῶν γιατρῶν, κάποια ἡμέρα κάλεσε τόν γιατρό καί τοῦ εἶπε:
› Ἐδῶ θά σταματήσουμε τήν θεραπεία.
› Γιατί, Γέροντα;
› Τώρα θά κάνεις ὑπακοή ἐσύ. Θά δώσεις ἐντολή νά σταματήσουμε. Τώρα δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε. Χθές θέλησα νά προσευχηθῶ γονατιστός καί δέν μπόρεσα. Δέν μπορῶ νά δῶ κανέναν· ἔληξε ἡ ἀποστολή μου. Αὐτό ἦταν. Ἐδῶ θά μέ ἀφήσετε.
› Γέροντα, τό συκώτι σας πρήστηκε καί σᾶς πονάει, τοῦ εἶπα, γιατί εἶχε κάνει μεταστάσεις φοβερές.
Χαμογέλασε καί μοῦ εἶπε:
› Ἄ, αὐτό εἶναι τό καμάρι μου, μή στενοχωριέσαι. Αὐτό μέ κράτησε ὥς τά ἑβδομήντα, καί αὐτό τώρα μέ στέλνει, ὅσο πιό γρήγορα μπορεῖ, ἐκεῖ πού πρέπει νά πάω. Μή στενοχωριέσαι γι ̓ αὐτό, μιά χαρά εἶμαι.
Δέν δεχόταν νά κάνη ἐνέσεις παυσίπονες. Δέν ἤθελε νά λείψη τελείως ὁ πόνος.
Ὁ Γέροντας εἶχε ἐπιθυμία νά ἐπιστρέψη στό Ἅγιον Ὄρος. Νά κοιμηθῆ καί νά ταφῆ ἀφανῶς στό Περιβόλι τῆς Παναγίας. Αλλά καί πάλι ἐμποδίστηκε ἀπό νέα ἐπιδείνωση τῆς ἀσθενείας. Πίσω ἀπό αὐτές τίς δυσκολίες καί τά ἐμπόδια κρυβόταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή νά ταφῆ ἔξω στόν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι, ὅσο τόν εἶχαν ἀνάγκη, ὅταν ζοῦσε, ἄλλο τόσο θά τόν χρειάζονταν καί μετά τήν κοίμησή του.
Οἱ πόνοι συνεχῶς ἐπιτείνονταν καί ἔφθασαν πλέον νά ἰσοτιμοῦνται μέ τούς πόνους τῶν μαρτύρων. Δέν πανικοβαλλόταν, δέν γόγγυζε, ἀλλά ὑπέμενε καί δοξολογοῦσε. Ἔλεγε:
› Ὅσο μέ ὠφέλησαν οἱ ἀρρώστιες, δέν μέ ὠφέλησε ἡ ἄσκηση πού σάν μοναχός ἔκανα τόσα χρόνια.
Στήν ἑορτή τῆς ἁγίας Εὐφημίας, 11 Ἰουλίου (ν.ἡ.), ἡμέρα Δευτέρα, κοινώνησε γιά τελευταία φορά γονατιστός στό κρεββάτι του, ἀφοῦ πλέον ἀδυνατοῦσε νά μεταβῆ στήν Ἐκκλησία. Εἶχε σταματήσει νά βλέπη κόσμο. Ἤθελε νά εἶναι μόνος, νά προσεύχεται ἀπερίσπαστα καί νά προετοιμασθῆ καλύτερα γιά τήν ἔξοδό του. Ἐξυπηρετεῖτο μέχρι τέλους μόνος, ἐταλαιπωρεῖτο ἀφάνταστα, ἦταν ὅμως χαρούμενος καί εἰρηνικός.
Ὁ Γέροντας πέρασε τήν τελευταία νύχτα μαρτυρική. Ἐπεκαλεῖτο τήν Παναγία μέσα στούς πόνους του:
› Γλυκειά μου Παναγία, ἔλεγε.
Ἔχασε τίς αἰσθήσεις του γιά δύο ὧρες, καί ὅταν συνῆλθε, μέ σβησμένη φωνή εἶπε:
› Μαρτύριο, πραγματικό μαρτύριο, καί ἔπειτα ἐκοιμήθη εἰρηνικά.
Ἦταν ἡ 12η Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1994, ἡμέρα Τρίτη καί ὥρα 11η π.μ. καί μέ τό παλαιό ἑορτολόγιο ἡ 29η Ἰουνίου, μνήμη τῶν πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου.
Ἐνταφιάσθηκε πίσω ἀπό τόν ναό τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου, χωρίς νά μάθη καί χωρίς νά κληθῆ κανείς στήν κηδεία του. Αὐτό ἦταν τό θέλημα τοῦ Γέροντα. Νά γίνη ἀφανῶς ἡ κηδεία του. Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες, πού ἔγινε γνωστή ἡ κοίμησή του, τό τί συνέβη εἶναι ἀπερίγραπτο. Ἀπό ὅλα τά μέρη μιά κοσμοσυρροή ξεχυνόταν γιά νά προσκυνήσουν τόν τάφο του. Ἔβλεπε κανείς αὐθόρμητες ἐκδηλώσεις ἀγάπης καί εὐλαβείας. Ἄλλοι τόν ἐπεκαλοῦντο ὡς Ἅγιο. Ἄλλοι ἀπό εὐλάβεια ἔπαιρναν χῶμα ἀπό τόν τάφο του. Ὅσοι εἶχαν κάποιο προσωπικό του ἀντικείμενο τό θεωροῦσαν μεγάλη εὐλογία.
Ἐπάνω στόν ἀπέριττο τάφο του, σέ μαρμάρινη πλάκα, χαράχθηκε τό ποίημα πού γράφτηκε ἀπό τόν ἴδιο:
«Ἐδῶ τελείωσε ἡ ζωή,
ἐδῶ και η πνοή μου,
ἐδῶ το σῶμα θὰ θαφτῆ
θὰ χαίρη κι᾿ ἡ ψυχή μου.
Ὁ Ἅγιός μου κατοικεῖ,
αὐτὀ εἷναι τιμή μου.
Πιστεύω Αὐτός θα λυπηθῆ
τὴν ἄθλια ψυχή μου.
Θα εὔχεται στὸν Λυτρωτή
να ᾿χω τὴν Παναγιά μαζί μου.»
IA’. ΘΑΥΜΑΤΑ
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ
«Οὐκ ἀπέστη ἡμῶν»
Ὁ Γέροντας δέν ἔπαυσε νά βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους καί μετά τήν κοίμησή του. Οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν στόν Γέροντα καί ζητοῦν τίς πρεσβεῖες του, ἐπειδή πιστεύουν στήν ἁγιότητά του. Ὁ τάφος του ἔγινε πανορθόδοξο προσκύνημα. Ἔχει πολλή εὐλογία καί χάρι. Συγκεντρώνει τούς πονεμένους καί παρηγορεῖ τούς θλιμμένους. Θεραπεύονται ἀσθενεῖς καί γίνονται πολλά θαύματα. Καί τό Κελλάκι του στό Ἅγιον Ὄρος ἔγινε ἐπίσης προσκύνημα. Καθημερινά περνοῦν ἐπισκέπτες πού εἶχαν γνωρίσει τόν Γέροντα καί εὐεργετήθηκαν, γιά νά τόν εὐχαριστήσουν ἤ ἄλλοι γιά νά δοῦν ποῦ ζοῦσε.
Τά θαυμαστά γεγονότα πού κάνουν οἱ Ἅγιοι, ἐμφανίσεις καί θεραπεῖες, τά βλέπουμε καί στόν Γέροντα καί μετά τήν κοίμησή του. Ἰδιαιτέρως θεραπεύει καρκινοπαθεῖς καί δαιμονισμένους. Ἐμφανίζεται καί σώζει πολλούς ἀπό τροχαῖα δυστυχήματα. Πολλοί ἀσθενεῖς τόν εἶδαν μέσα στά Νοσοκομεῖα. Διάφορα προσωπικά του ἀντικείμενα θαυματουργοῦν καί ἐκπέμπουν ἄρρητη εὐωδία.
Εἶναι ἀμέτρητα τά μετά τήν κοίμηση θαύματα τοῦ Γέροντα καί συνεχῶς γίνονται καί νέα. «Διά τοῦ λόγου τό ἀληθές» σημειώνονται στήν συνέχεια ἐπιλεκτικά ἐλάχιστα, ἐπιβεβαιωμένα καί μαρτυρημένα ἀπό αὐτόπτες μάρτυρες.
Εὐωδία
Τό χάρισμα τῆς εὐωδίας καί μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντα δέν ἐξαφανίστηκε. Πολλοί αἰσθάνονται εὐωδία, ὅταν προσκυνοῦν τόν τάφο του, ὅταν ἐπισκέπτωνται τό Κελλί του στό Ἅγιον Ὄρος, ἤ ἄλλοι αἰσθάνονται εὐωδία ἐξερχόμενη ἀπό προσωπικά ἀντικείμενα ἤ ροῦχα του.
Ὅπως μαρτυροῦν οἱ πατέρες πού διαδέχθηκαν τόν Γέροντα στό Κελλί του:
«… τόν πρῶτο καιρό μετά τήν κοίμησή του σχεδόν ὅλοι οἱ ἐπισκεπτόμενοι τό Κελλί αἰσθάνονταν αὐτή τήν ξεχωριστή εὐωδία. Μαρτυρεῖ ὁ π. Ἀ. Κ.:
› Τήν χρονιά πού ἐκοιμήθη ὁ Γέροντας ἔγινε Λειτουργία τήν ἡμέρα πού ἑώρταζε τό Κελλί του. Αἰσθάνθηκα κατά τήν ὥρα τῆς θείας
Λειτουργίας ἰσχυρή εὐωδία, ἡ ὁποία μέ συνώδευσε μέχρι τό Κουτλουμούσι καί ἔπειτα χάθηκε.»
Διάσωση παιδιοῦ
Ὁ π. Χρῆστος Τσάνταλης ἀπό τή Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης καί ἐφημέριος Κερασιᾶς, μέ ἐννέα παιδιά, καταθέτει:
«Μερικά ἀπό τά παιδιά μου ἔπαιζαν στήν ταράτσα τοῦ σπιτιοῦ καί κάποια στιγμή ἄρχισαν νά πηδοῦν τόν φωταγωγό. Ἕνα ἀγοράκι μου ἕξι ἐτῶν, πού ἀκόμη δέν μιλάει καλά, θέλησε καί αὐτό νά πηδήξη. Βρέθηκε στό κενό καί σάν βολίδα ἔφυγε πρός τά κάτω. Ἔπεσε ἀπό τόν τρίτο ὄροφο. Ἦλθαν τά παιδιά τρομαγμένα καί μοῦ τό εἶπαν. Ἔτρεξα μέ χτυποκάρδι στό βάθος τοῦ φωταγωγοῦ, γιά νά περιμαζέψω τό μικρό. Ἔμεινα ἔκπληκτος ὅταν τό εἶδα νά ἔρχεται πρός τό μέρος μου κατακίτρινο ἀπό τόν φόβο. Τό πῆγα στό Νοσοκομεῖο. Οἱ γιατροί τό ἐξέτασαν καί εἶπαν ὅτι δέν ἔχει τίποτε, οὔτε τό παραμικρό τραῦμα.
Καταλάβαμε ὅτι πρόκειται περί θαύματος, καί σκέφθηκα πώς ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Νέας Μηχανιώνας ἔσωσε τό παιδί. Τό πῆγα στήν εἰκόνα της καί τό ρώτησα:
› Αὐτή σέ φύλαξε;
Αὐτό ἀπάντησε:
› Ὄχι.
Μέ ὡδήγησε στήν φωτογραφία τοῦ π. Παϊσίου καί μοῦ τόν ἔδειξε μέ τό δάκτυλο (ὅτι δηλαδή αὐτός μέ κράτησε).»
Ἐπεμβάσεις σέ τροχαῖα
Ὁ κ. Στ. ἀπό τήν Καλαμάτα, κάτοικος Ἀθηνῶν, ταξίδευε μέ τό αὐτοκίνητό του πρός τά Ἰωάννινα. Καθ ̓ ὁδόν ἔπεσε θῦμα ἰσχυρῆς μετωπικῆς συγκρούσεως, κατά τήν ὁποία τό αὐτοκίνητό του κυριολεκτικά διαλύθηκε καί ὁ ἴδιος τραυματίστηκε σοβαρά στό κεφάλι. Μεταφέρθηκε ἀναίσθητος στό Νοσοκομεῖο καί μπῆκε στήν ἐντατική.
Ἐνῶ εὑρίσκετο στήν κατάσταση αὐτή, εἶδε μία φωτεινή νεφέλη καί στό μέσον ἕναν ἡλικιωμένο μοναχό. Παρ ̓ ὅτι δέν εἶχε ἰδιαίτερη σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή ἐκεῖνες τίς ἡμέρες εἶχε ἀκούσει ἀπό γνωστό του γιά κάποιον χαρισματοῦχο γέροντα Παΐσιο, μέσα στήν ἔκπληξή του ρώτησε αὐθόρμητα τόν ἄγνωστο μοναχό:
› Εἶσαι ὁ γέροντας Παΐσιος;
Ὁ Γέροντας δέν ἀπάντησε. Χαμογέλασε, τόν χάιδεψε ἐλαφρά στό κεφάλι καί τοῦ εἶπε:
› Μή φοβᾶσαι· θά γίνεις καλά!
Ὁ Στ. συνῆλθε. Ἄν καί σαστισμένος ἀπό τό παράδοξο τοῦ πράγματος, καί παρόλο πού ἀγνοοῦσε τόν θαυμαστό ἐπισκέπτη του, πίστεψε στήν διαβεβαίωσή του. Τήν διηγήθηκε μάλιστα μέ ἔντονο ὕφος καί στούς γιατρούς. Καί αὐτοί ἔκπληκτοι διαπιστώνοντας τήν ἀνθρωπίνως ἀνεξήγητη βελτίωσή του, ὡμολόγησαν:
› Ὄντως πρόκειται γιά θαῦμα!
Ἀφοῦ βγῆκε ἀπό τό Νοσοκομεῖο, στόν δρόμο περνώντας μπροστά ἀπό ἕνα βιβλιοπωλεῖο ἔκπληκτος ἀντίκρυσε στήν βιτρίνα τόν σωτῆρα του. Ἀνεγνώρισε τήν μορφή του στό ἐξώφυλλο ἑνός βιβλίου. Ἔτσι ἀνεκάλυψε τόν εὐεργέτη του καί γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη τό ἀγόρασε καί τό διάβασε.
Συγκινημένος ἦλθε νά προσκυνήση στήν «Παναγούδα» (Ἰανουάριος 1998), ὅπου καί διηγήθηκε τά ἀνωτέρω. Ἐκτός τοῦ ὅτι τόν διέσωσε ἀπό βέβαιο σωμα τικό θάνατο, ἡ ἐπέμβαση τοῦ Γέροντα ἄλλαξε καί ριζικά τήν ζωή του. Ἀνεζήτησε πνευματικό καί ἐξωμολογήθηκε. Σταμάτησε τήν κοσμική ζωή παρά τίς ἔντονες πιέσεις τῶν συγγενῶν.
› Μοῦ εἶναι ἀδύνατο νά συνεχίσω τά ἴδια· στόν νοῦ μου ἔρχεται συνέχεια τό χαμογελαστό φωτεινό πρόσωπο τοῦ Γέροντα, ἔλεγε μέ δάκρυα στά μάτια.
******
Διήγηση εὐλαβοῦς ἐγγάμου Ἱερέως πού σπουδάζει στήν Θεσσαλονίκη:
«Πρό καιροῦ ἦρθε ἕνας νέος καί μοῦ εἶπε:
› Πάτερ, ἐγώ χθές ἔπρεπε νά εἶχα πεθάνει, ἀλλά ὁ Θεός μέ ἔσωσε. Καθώς ἔτρεχα μέ μεγάλη ταχύτητα χτύπησα μέ τήν μοτοσυκλέττα μου ἐπάνω σέ ἕνα αὐτοκίνητο καί πετάχθηκα μακρυά. Τήν στιγμή ἐκείνη εἶδα ἕναν παππούλη νά μέ πιάνη γερά ἀπό τό δεξί χέρι καί ἔτσι δέν ἔπαθα τίποτε.
Ἐγώ (ὁ ἱερεύς) τοῦ ἔδειξα μερικές εἰκόνες Ἁγίων καί φωτογραφίες συγχρόνων Γερόντων. Μόλις εἶδε τόν γέροντα Παΐσιο, φώναξε συγκινημένος:
› Αὐτός ἦταν.
Ὕστερα ἀπό λίγες ἡμέρες ξαναῆρθε καί μοῦ ἀνέφερε ὅτι ἐκ τῶν ὑστέρων ἀνεκάλυψε στό τσεπάκι τοῦ μπουφάν του, στόν δεξιό βραχίονα (ἀκριβῶς ἐκεῖ πού τόν ἔπιασε ὁ Γέροντας), δύο μικρές εἰκονίτσες, μιά τοῦ Χριστοῦ καί μιά τοῦ γέροντος Παϊσίου πού τίς εἶχε βάλει ἡ μητέρα του κρυφά.»
Πνευματικές νεκραναστάσεις
Τά περισσότερα ἀλλά καί μεγαλύτερα θαύματα τοῦ Γέροντα εἶναι τά ἠθικά θαύματα. Πολλοί ἄνθρωποι ἀδιάφοροι θρησκευτικά, ἄθεοι ἐκ πεποιθήσεως, χωρίς ἠθικούς φραγμούς, εἴτε μετά ἀπό κάποια μεταθανάτια ἐμφάνισή του, εἴτε συχνότερα ἀπό τήν ἀνάγνωση κάποιου βιβλίου του ἀναστήθηκαν πνευματικά, εἰσῆλθαν μέ ζῆλο στήν Ἐκκλησία καί κάποιοι καί στό μοναχικό στάδιο.
Νέος ζοῦσε στήν ἄγνοια καί στήν ἁμαρτία. Ὄχι τυχαῖα ἔπεσαν στά χέρια του οἱ Ἐπιστολές τοῦ Γέροντα, καί κυριολεκτικά συγκλονίστηκε. Ἄλλαξε ἡ ζωή του καί ἐπιθυμεῖ τόν μοναχικό βίο.
› Ἐγώ πρίν ἕξι χρόνια, ὁμολογεῖ ἕνας νέος ἀπό τούς πολλούς, ἤμουν ἀναρχικός. Φοροῦσα σκουλαρίκια καί ἔπαιρνα ναρκωτικά. Κάποιος ἀπό τήν παρέα μου εἶχε ἕνα βιβλίο τοῦ π. Παϊσίου καί μοῦ τό ἔδωσε. Ἀπό περιέργεια τό ξεφύλλισα, μοῦ κίνησε τό ἐνδιαφέρον καί τό τελείωσα μέσα σέ μιά νύχτα. Ἀπό τότε ἄλλαξε ἡ ζωή μου.
Τό κασκόλ του ἐξαφανίζει ὄγκο
Μαρτυρία Φιλίτσας... ἀπό τόν Βόλο:
«Βρέθηκα στήν δύσκολη θέση νά μήν μπορῶ νά βοηθήσω καί νά ἠρεμήσω, τήν ἀπελπισμένη ἀδερφή μου, μετά ἀπό τήν ἔνδειξη ὄγκου στήν μαστογραφία πού ἔκανε.
Μέ σεβασμό ζήτησα ἀπό ἀγαπητή μου φίλη τήν πολύτιμη κληρονομιά της, τό κασκόλ τοῦ σεβαστοῦ γέροντος Παϊσίου. Κρατώντας το σφιχτά στήν ἀγκαλιά μου, μέ χέρια τρεμάμενα, μέ ἔντονο χτυποκάρδι, ἔτρεξα καί τό ἐναπόθεσα στήν ἀγκαλιά τῆς πασχούσης. Ἐκείνη μέ δάκρυα στά μάτια πῆγε στό εἰκόνισμα καί προσευχήθηκε. Τῆς εὐχήθηκα περαστικά, καί τό ἐπέστρεψα ἀμέσως στήν φίλη μου.
Μετά ἀπό 4-5 μέρες ἡ ἄρρωστη ἐπανέλαβε τήν μαστογραφία. Τό θαῦμα εἶχε γίνει. Ἡ μαστογραφία ἦταν πεντακάθαρη. Ὁ ὄγκος εἶχε ἐξαφανιστῆ. Μεγάλη ἡ χάρι τοῦ γέροντος Παϊσίου.»
Θεραπεία δαιμονισμένης
Ἕνα πρωινό τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1996 στήν ἔκθεση τῆς Μονῆς στήν Σουρωτή βρίσκονταν ἐκεῖ ἡ ὑπεύθυνη ἀδελφή, ἕνα ἀνδρόγυνο μέ τό μικρό τους κοριτσάκι καί τόν πατέρα τους, δύο μεσόκοπες γυναῖκες καί ἕνας νεαρός ἄνδρας. Ξαφνικά ἀκούστηκε μιά δυνατή κραυγή. Μιά ἀπό τίς μεσόκοπες γυναῖκες, ἀρκετά εὔσωμη, σωριάστηκε στό πάτωμα καί ἄρχισε νά χτυπιέται καί νά ὠρύεται ἄγρια. Κουνοῦσε τό κεφάλι γρήγορα πέρα-δῶθε. Τό θέαμα ἦταν πολύ ἄσχημο. Ἡ γυναίκα μέ τό παιδάκι βγῆκαν ἔξω, ἐνῶ οἱ ἄλλοι πλησίασαν νά τήν βοηθήσουν. Ἡ γυναίκα μούγκριζε, ἀγκομαχοῦσε καί ἔλεγε μέ μιά ἄγρια, ἀπειλητική, ἀνδρική φωνή:
› Θά σᾶς κανονίσω ρέ ἐγώ πού δέν πιστεύετε, θά σᾶς δείξω ἐγώ... νά, τώρα ἀκόμα λίγο καί θά σᾶς βάλω ὅλους στό χέρι μέ τό 666... θά μέ προσκυνᾶτε ὅλοι... χαμένοι, ἠλίθιοι, καί ἄλλες βρισιές.
Ἔπειτα ἄρχισε νά τσιρίζη καί ἔδειχνε φοβισμένη:
› Παΐσιε, μέ καῖς, μέ καῖς, θέλεις νά μέ στείλης πίσω στά τάρταρα... Καί αὐτή ἡ χαμένη ὅλο σέ μοναστήρια μέ φέρνει... τί τήν βοηθᾶς; Μέ καῖς, μέ καῖς, καί στρίγγλιζε δυνατώτερα.
Χτυπιόταν τόσο δυνατά, πού ὑπῆρχε φόβος νά σπάση τό κεφάλι της. Ἦταν φανερό ὅτι τήν πείραζε ὁ δαίμονας. Φώναζε πάλι:
› Ἄ... αααά... Νά, ἦρθε καί ἡ Μαρία τώρα... μέ καῖς Παΐσιε.
Εἶπε μέ μιά δυνατή φωνή καί ἔμεινε ἀκίνητη σάν νά λιποθύμησε. Πλησίασαν διστακτικά οἱ παριστάμενοι γιά νά τήν βοηθήσουν, ἐνῶ οἱ γυναῖκες φρόντιζαν νά τήν σκεπάζουν μέ τά ροῦχα της. Ἀφοῦ τήν τακτοποίησαν, τήν σήκωσαν ἀπό τό πάτωμα. Εἶχε ἀνοίξει τά μάτια της καί ἔκλαιγε ἤρεμα καί βουβά. Μιά εὐχαριστία ξεχύθηκε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς της.
› Σ ̓ εὐχαριστῶ, Γέροντα... Σέ εὐχαριστῶ, Θεέ μου.
Ἔλεγε καί ξανάλεγε μέ πολλή εὐγνωμοσύνη. Σηκώθηκε, πῆγε μπροστά σέ μιά εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας καί ἀναλύθηκε σέ δυνατούς λυγμούς:
› Θεέ μου... Θεέ μου. Πῶς μέ καταδέχθηκες τήν ἀνάξια... Σέ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, σέ εὐχαριστῶ, Γέροντα... Δέν ἄξιζα, Θεέ μου, τέτοια βοήθεια.
Ἡ ὅλη σκηνή ἦταν πολύ συγκινητική. Ὕστερα χαιρέτησαν μέ εὐγνωμοσύνη τήν ἀδελφή καί ἔφυγαν. Ἡ γυναίκα αὐτή εἶχε δαιμόνιο. Φεύγοντας ἀνέφερε ὅτι τό προηγούμενο βράδυ εἶδε στόν ὕπνο της τόν γέροντα Παΐσιο πού τῆς εἶπε:
› Ἔλα στόν τάφο μου καί θά σέ κάνω καλά.
Ἦρθε στό Μοναστήρι, ρώτησε ποῦ εἶναι ὁ τάφος τοῦ Γέροντα, προσκύνησε τόν τάφο καί ὕστερα ἦρθαν στήν ἔκθεση, ὅπου συνέβησαν τά παραπάνω.
Παρέχει ἀνάβλεψη
Μαρτυρία Ρωσσίδος, κυρίας Λαρίσας Νικολάεβνα Μάσλοβα, ἰατροῦ, ἀπό τήν Μόσχα:
«Ἔπαθα δυστύχημα μέ ἀποτέλεσμα τό ἀριστερό μου μάτι νά χάση τελείως τό φῶς του. Μέ ἔφεραν στό πρῶτο Γενικό Νοσοκομεῖο τῆς Μόσχας. Οἱ θάλαμοι ἦταν γεμᾶτοι, γι ̓ αὐτό μέ ἔβαλαν στόν διάδρομο. Τή νύχτα δέν κοιμήθηκα καθόλου. Ἔκανα προσευχή καί στενοχωριόμουν πολύ. Πρός τό πρωί, ἐνῶ ἤμουν σέ μιά κατάσταση μεταξύ ὕπνου καί ξύπνιου, ἦρθε ὁ μπάτουσκα Παΐσιος, τόν εἶδα μπροστά μου ὁλοφάνερα καί τόν ἀναγνώρισα, γιατί εἶχα διαβάσει ἕνα βιβλίο σχετικό μέ τήν ζωή του. Μοῦ σκέπασε τό κεφάλι μέ μιά πετσετούλα καί ἐξαφανίστηκε. Τήν ἴδια στιγμή κατάλαβα ὅτι βλέπει τό τυφλό μάτι μου. Οἱ γιατροί δέν χρειάσθηκε νά κάνουν τίποτε. Νοσηλεύτηκα στήν παραπάνω κλινική ἀπό 4 μέχρι 11 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 2002. Ὁ ἀριθμός τοῦ ἱστορικοῦ τῆς ἀσθενείας μου εἶναι 31171.
Εὐχαριστῶ τόν Θεό γιά τό ἔλεός Του σέ μένα καί τόν μπάτουσκα Παΐσιο γιά τήν βοήθειά του.»
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΕ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Α’. ΑΡΕΤΕΣ
«Πλουτοταπείνωσις»
Ὅπως τό ἅλας μπαίνει σέ ὅλα τά φαγητά καί τά νοστιμίζει, ἔτσι καί στήν ζωή τοῦ Γέροντα, σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις, στά λόγια, στά γραπτά, στίς σχέσεις του μέ τούς ἄλλους, συναντοῦμε τήν ταπεινοφροσύνη. Ἐνδύθηκε ἡ ψυχή του σάν ἔνδυμα τήν ταπείνωση, τήν «στολή τῆς θεότητος[28]».
Τά θαύματα καί οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ἀντί νά τοῦ φέρνουν λογισμούς ὑπερηφανείας, γίνονταν ἀφορμές ταπεινώσεως καί μεγαλυτέρου ἀγῶνος. Αὐτή εἶναι ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ταπεινώσεώς του. Ταπείνωση ἀρχοντική, «πλουτοταπείνωσις[29]».
Ἀποστρεφόταν καί ἀπέφευγε τίς τιμές, τίς διακρίσεις, τά ἀξιώματα, τήν προβολή, ὅπως ἡ μέλισσα τόν καπνό. Εἶχε βαθειά καί ἀληθινή ταπεινοφροσύνη, ὅπως φαίνεται ἀπό αὐθόρμητες ἐκδηλώσεις του. Στήν Κέρκυρα ὅταν συνάντησε τόν φίλο καί συστρατιώτη του Παντελῆ Τζέκο, ἐκεῖνος τόν σύστησε στήν μητέρα του:
› Αὐτός εἶναι πού μέ ἔσωσε.
Ὁ Γέροντας τινάχθηκε ἐπάνω καί εἶπε ζωηρά:
› ῎Οχι, ὄχι ἐγώ, ὁ Κύριος.
Στήν ἐπικοινωνία μαζί του δέν ἔνιωθες διαφορά, δέν σέ ἄφηνε νά αἰσθάνεσαι κατώτερος, γιατί ὁ ἴδιος δέν αἰσθανόταν ὅτι στέκεται ψηλότερα, ἀλλά ἔβλεπε τούς ἄλλους ἀνωτέρους του. Ἔλεγε γιά τήν ταπείνωση:
› Δέν ἀρκεῖ μόνο νά διώχνουμε τούς λογισμούς ὑπερηφανείας, ἀλλά νά σκεφθοῦμε τήν θυσία καί τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καί τήν δική μας ἀχαριστία. Τότε ἡ καρδιά μας καί γρανιτένια νά εἶναι ραγίζει.
Θέλοντας νά δείξη τά ἀποτελέσματα τῆς ταπεινώσεως ἀνέφερε τό ἑξῆς:
«Μιά φορά ἕνα γατάκι ἦταν ἄρρωστο. Τό καημένο, πήγαινε νά κάνη ἐμετό καί δυσκολευόταν πολύ, δέν μποροῦσε. Τό πόνεσα πού ὑπέφερε. Τό σταύρωσα, τίποτε!
› Βρέ χαμένε, λέω στόν ἑαυτό μου, ἕνα γατάκι δέν μπορεῖς νά βοηθήσης.
῞Οταν ταπεινώθηκα, ἀμέσως ἔγινε καλά.»
Γιά νά ἀποφύγη τίς ἐκδηλώσεις τιμῆς κατά τήν κηδεία του, ἀλλά καί στήν συνέχεια, ἐπιθυμοῦσε νά κοιμηθῆ καί νά ταφῆ ἀφανῶς στό Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλά ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν διαφορετικό, ταπεινά ὑπάκουσε καί ἔκοψε καί τήν τελευταία ἐπιθυμία του. Μόνο ζήτησε νά μήν κληθῆ κανείς στήν κηδεία του.
******
Ὁ γέροντας Παΐσιος εἶχε τήν μακαρία ἁπλότητα, εἶχε ἁγιότητα βίου, ἔβλεπε τό ἄκτιστο φῶς καί ζοῦσε μεγάλες καταστάσεις, ἀλλά εἶχε καί τήν πνευματική γνώση. Ἐγνώριζε πολύ καλά ὅτι αὐτά πού ζοῦσε ἦταν γεγονότα θεῖα, σπάνιες καταστάσεις χάριτος. Ἀλλά ἐγνώριζε καλύτερα ὅτι αὐτά ἦταν τοῦ Θεοῦ· δικές του ἦταν μόνο οἱ ἁμαρτίες. Εἶχε πλήρη συνείδηση ὅτι ὅλα αὐτά ἦταν μιά ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ στόν ἴδιο. Γι ̓ αὐτό ἔλεγε:
› Εἶμαι ἕνα κονσερβοκούτι, πού γυαλίζει στόν ἥλιο καί φαίνεται χρυσό, ἀλλά εἶναι ἄδειο. Ἄν μέ ἐγκαταλείψη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, θά γίνω ὁ πιό μεγάλος ἀλήτης καί θά γυρίζω μέσα στήν Ὁμόνοια, πού καί σάν λαϊκός δέν πάτησα ποτέ σέ καφενεῖο.
Τήν μεγάλη του ἄσκηση δέν τήν ἐλάμβανε καθόλου ὑπ ̓ ὄψιν του, διότι τήν ἔκανε ἀπό ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί ὄχι «χάριν μισθαποδοσίας». ῎Ενιωθε ἐλεημένος καί ὑποχρεωμένος στόν Θεό. Ἀναστέναζε καί πονοῦσε, διότι δέν εἶχε κάνει τίποτε. Ἔλεγε:
› Γνώρισα Ἁγίους καί ἔπρεπε νά κάνω πολλά.
Ἔνιωθε ὅτι δέν ἀνταποκρίθηκε, δέν κατώρθωσε νά προσφέρη αὐτά πού ἔπρεπε στόν Θεό. Αὐτός ἦταν ὁ Γέροντας. Μέγας, βυθισμένος μέσα στήν ἄβυσσο τῆς «πλουτοταπεινώσεώς» του, μέ πλήρη ἐπίγνωση τῶν θείων χαρισμάτων, ἀλλά καί τῆς ἀναξιότητός του.
Ἐργάτης καί κήρυξ μετανοίας
Ἐπιστρέφοντας ἀπό μιά ἔξοδό του στόν κόσμο ὁ Γέροντας εἶπε:
› Ἡ ἁμαρτία σήμερα ἔγινε τῆς μόδας. Οὔτε τό δέκα τοῖς ἑκατό δέν ἦταν ἐξομολογημένοι ἀπό αὐτούς πού εἶδα. Ἐγώ ἔχω ἀνάγκη καί κάθε μέρα νά ἐξομολογοῦμαι καί αὐτοί δέν βρίσκουν ἁμαρτίες!
Ὁ Γέροντας ἐκινεῖτο σέ ἄλλον πνευματικό χῶρο. Ἀξιολογοῦσε διαφορετικά τίς πράξεις του. Γιά τούς ἄλλους εὕρισκε πάντα ἐλαφρυντικά, τόν ἑαυτό του ὅμως τόν ἔκρινε αὐστηρά. Ἔλεγε:
› Τεκμήριο γνησιότητος τῆς πνευματικῆς ζωῆς κάποιου εἶναι ἡ μεγάλη αὐστηρότητα στόν ἑαυτό του καί ἡ πολλή ἐπιείκεια στούς ἄλλους. Νά μήν χρησιμοποιῆ τούς κανόνες γιά κανόνια ἐναντίον τῶν ἄλλων.
῎Εκανε λεπτή πνευματική ἐργασία, μετανοοῦσε, ἐξωμολογεῖτο καί ἔκανε μέ φιλότιμο αὐτοπροαίρετες ἀσκήσεις καί κανόνες, μιμούμενος τούς Ἁγίους. Ἀνέφερε:
› ῞Οταν ἔλεγαν οἱ Ἅγιοι ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί, τό πίστευαν. Τά πνευματικά τους μάτια εἶχαν γίνει σάν μικροσκόπια καί ἔβλεπαν καί τά παραμικρά σφάλματά τους σάν μεγάλα.
῞Οποιος ἄκουγε τόν Γέροντα νά μιλᾶ γιά τόν ἑαυτό του, θά σχημάτιζε τήν ἐντύπωση ὅτι εἶναι μεγάλος ἁμαρτωλός. Ζοῦσε ἔντονα τήν μετάνοια, ἀλλά μέσα του εἶχε παρηγοριά καί χαρά πού ξεχείλιζε. Ἡ μετάνοιά του ἦταν φλογερή, γι ̓ αὐτό αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη νά ἐξομολογῆται συχνά. Γιά ἕνα διάστημα, ἐκτός τῶν ἄλλων ἀσκήσεων ἔκανε καί ἑβδομήντα ἑπτά κομποσχοίνια τριακοσάρια μέ σταυρούς. Ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό συμβολικά τήν ἑβδομηκοντάκις ἑπτά συγχώρηση. Αὐτός ἦταν ὁ μεγάλος ἁμαρτωλός, ὅπως πίστευε, καί ζητοῦσε διακαῶς ἀπό τόν Θεό τό ἔλεος καί τήν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν του.
Κληρικός προσκυνητής παραβρέθηκε σέ ἀγρυπνία στήν Ἱ. Μονή Σταυρονικήτα. Ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό κάποιον μοναχό πού καθόταν στό διπλανό στασίδι καί σέ ὅλη τήν ἀγρυπνία ἔκλαιγε ἀσταμάτητα. Προσπαθοῦσε νά μή γίνη ἀντιληπτός, ἀλλά δέν τά κατάφερε. Ρώτησε καί ἔμαθε ὅτι ὁ μοναχός ἦταν ὁ π. Παΐσιος.
Πλήθη ἀνθρώπων προσέρχονταν, τοῦ ἄνοιγαν τήν καρδιά τους καί ζητοῦσαν βοήθεια. Ὁ Γέροντας τούς ἐξηγοῦσε ὅτι δέν εἶναι Πνευματικός:
› Πηγαίνετε σέ κανέναν Πνευματικό νά ἐξομολογηθῆτε.
Κάποιος τοῦ ἀπάντησε:
› Γέροντα, στόν πεινασμένο μήν δείχνης στράτες, τίς στράτες τίς ξέρει. Ὁ πεινασμένος κομμάτια θέλει νά χορτάση.
Ὁ Γέροντας τούς δεχόταν μέν, ἀλλά τούς ἐξηγοῦσε ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ συζήτηση καί ἡ συμβουλή καί ἄλλο τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Τόνιζε ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο νά πᾶνε στόν Πνευματικό νά ἐξομολογηθοῦν καί νά τούς διαβάση συγχωρητική εὐχή. Ὄχι μόνο γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους, ἀλλά καί ὡς προϋπόθεση τῆς συζητήσεως μαζί του. Ἔλεγε:
› Πρίν ἀπό τήν ἐξομολόγηση, τό μυαλό εἶναι θολωμένο, καί δέν θά μπορέσουμε νά συνεννοηθοῦμε.
Λυπόταν γιά ὅσους δέν μετανοοῦσαν, καί εὐχόταν. Τούς ἀδιάφορους προσπαθοῦσε νά τούς φέρη σέ συναίσθηση, νά αἰσθανθοῦν τήν ἀνάγκη νά ἐξομολογηθοῦν. ῞Οταν ἔβλεπε κάποιον πού μετανοοῦσε καί ἄλλαζε τρόπο ζωῆς, εἶχε ἔκδηλη χαρά. Συνέπασχε μέ τούς μετανοοῦντες καί τούς ἐνίσχυε. Ἀποροῦσε καί στενοχωριόταν γιά ὅσους λιποψυχοῦσαν καί ἀπογοητεύονταν ἀπό τίς πτώσεις τους στήν ἁμαρτία. ῎Ελεγε:
› Μά ἀφοῦ ὑπάρχει μετάνοια. Οἱ ἁμαρτίες σου εἶναι μεγαλύτερες ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ;
Πρόσθετε:
› Δέ μ ̓ ἐνδιαφέρει πόσο ἁμαρτωλός εἶναι κάποιος. Μέ ἀνησυχεῖ, ἄν ἔχη γνωρίσει τόν ἑαυτό του. Ὁ Θεός θά κρίνει ἀνάλογα μέ τήν ἐργασία πού ἔχει κάνει ὁ καθένας στόν παλαιό του ἄνθρωπο. Ἡ ψυχή, ὅταν κόψη τά ἐλαττώματά της, τότε θά παρουσιασθεῖ ὡραία στόν Χριστό.
Ἄν τοῦ ζητοῦσε ἀσθενής νά προσευχηθῆ γιά τήν ὑγεία του, συνιστοῦσε νά ἐξομολογηθῆ καί νά κοινωνήση. Τό ἴδιο ἔλεγε σέ φοιτητές, γιά νά ἔχουν ἀπόδοση στά μαθήματα. Σέ ἀνδρόγυνα μέ προβλήματα συνιστοῦσε νά ἔχουν Πνευματικό, νά ἐξομολογοῦνται, νά κοινωνοῦν καί νά ζοῦν πνευματικά. Ὡς κοινό καί ἰσχυρό φάρμακο γιά ὅλες τίς περιπτώσεις ὑποδείκνυε τήν μετάνοια. Αὐτή ἀποτελοῦσε τόν πυρῆνα τοῦ κηρύγματός του. Λυπόταν πού χάθηκε ἡ αἴσθηση μετανοίας ἀπό τούς ἀνθρώπους:
«Ἁμαρτάνουν καί δέν τούς ἐλέγχει ἡ συνείδησή τους. Ὁ ἑαυτός μας ἔχει ἀτέλειωτη δουλειά. Ἡ μετάνοια δέν τελειώνει ποτέ, ὅπως ἕνα ξυλόγλυπτο πού μπορεῖ νά τό δουλεύη κανείς σέ ὅλη του τήν ζωή μέ φακό. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀρχίση δουλειά μέ τόν ἑαυτό του, θά τοῦ βρεῖ δουλειά ὁ διάβολος νά ἀσχολῆται μέ τούς ἄλλους. Χρειάζεται νά ἀποκτήσουμε πνευματική εὐαισθησία. Ὁ Χριστιανός πρέπει νά βλέπη τά πάθη πού ἔχει μέσα του, νά μετανοῆ γι ̓ αὐτά καί ὄχι νά ξεχνάη.
Οἱ Εὐρωπαῖοι καπακώνουν τήν συνείδησή τους καί μετά ζοῦν σέ μιά κατάσταση, πού οὔτε ἔχουν τίποτε, οὔτε καλά εἶναι. ῞Οταν συμβαίνη κάτι, δέν πρέπει νά στενοχωρούμαστε, ἀλλά νά τακτοποιούμαστε. Ἐγώ, ὅταν ἔβλεπα καμμιά ἁμαρτία μου, χαιρόμουνα, ἐπειδή ἀποκαλύφθηκε ἡ πληγή μου γιά νά τήν θεραπεύσω.
Κάποιος σπάζει ἕνα ποτήρι καί γελᾶ. Δέν εἶναι τόσο τό σπάσιμο τοῦ ποτηριοῦ, ὅσο ἡ μή ἀναγνώριση αὐτοῦ πού ἔκανε. Ἐφ ̓ ὅσον γελᾶ, δέν ἀναγνωρίζει τό σφάλμα του καί θά σπάσει καί ἄλλο. Πρέπει νά λυπηθῆ κανείς κατ ̓ ἀναλογίαν τοῦ σφάλματός του, διότι ἀλλιῶς πέφτει στά ἴδια.»
Δίδασκε ἀπό τήν πεῖρα του:
«Λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι στήν πνευματική ζωή. Ἄν μετανοήσουμε εἰλικρινά γιά κάποιο σφάλμα μας, δέν χρειάζεται νά τό ξεπληρώσουμε μέ κάποια ἀρρώστια. Ἐπιτρέπει ὁ Θεός τίς ἀρρώστιες ἤ τίς ἀδικίες γιά τά ἐν ἀγνοίᾳ σφάλματά μας.»
Ἀκόμη συνιστοῦσε σέ ὅλους:
«… μετάνοια, γιά νά ἀποφευχθῆ ὁ πόλεμος, διότι, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μέ τίς ἁμαρτίες μας προκαλοῦμε τούς πολέμους. Ὁ κόσμος αὐτός χάλασε, γι ̓ αὐτό καί θά καταστραφεῖ (ἄν δέν μετανοήση). Μοιάζει μ ̓ ἕνα τσουβάλι τρύπιο πού δέν ἐπιδέχεται μπάλωμα. Ἴσως ὁ Θεός μπορέση νά φτειάξη ἀπ ̓ τό τρύπιο τσουβάλι κανένα μικρό σακκουλάκι.»
Ἔλεγε σέ κάποιο μοναχό:
«Εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιά ὅ,τι συμβαίνει· τό καταλαβαίνεις; Ἕνας πού προσπαθεῖ νά γίνη καλύτερος, ἐπηρεάζει καί τούς γύρω του καί ὅλο τόν κόσμο. Ἄν ἐγώ ἤμουν ἅγιος, μέ τήν προσευχή μου θά βοηθοῦσα πολύ.»
Ἰδιαίτερα γιά τούς μοναχούς ἔλεγε ὅτι ντύνονται τήν μετάνοια. ῞Ολη ἡ ζωή τοῦ μοναχοῦ εἶναι μετάνοια. Αὐτή τήν σωτήριο μετάνοια ντύθηκε ὁ Γέροντας καί ἀναδείχθηκε μέγας ἐργάτης καί κήρυκας τῆς μετανοίας.
Φιλότιμο
Φιλότιμο, κατά τόν Γέροντα:
«… εἶναι εὐλαβικό ἀπόσταγμα τῆς καλωσύνης, ἡ λαμπικαρισμένη ἀγάπη τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου. Τότε ἡ καρδιά του εἶναι γεμάτη ἀπό μεγάλη εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους του, καί ἀπό πνευματική λεπτότητα (εὐαισθησία), προσπαθεῖ νά ἀνταποδώση καί τήν παραμικρή καλωσύνη πού τοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι.»
῞Ο,τι γίνεται πέρα ἀπό καθῆκον καί ὑποχρέωση, χωρίς νά ζητηθῆ, ἀπό ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, αὐτό εἶναι τό φιλότιμο. ῞Ολες οἱ ἐνέργειες τοῦ Γέροντα χαρακτηρίζονται ἀπό αὐτήν τήν ἀρετή. Ἀπό τήν ἁπλῆ βοήθεια σέ κάποιον, ὥς τήν αὐτοθυσία του στόν πόλεμο γιά νά μήν κινδυνεύσουν καί σκοτωθοῦν ἄλλοι, καί ἐν συνεχείᾳ στήν μοναχική ζωή, μέ τούς φιλότιμους ἀγῶνες του πού ξεπερνοῦσαν τήν ἀντοχή του. Τόν συγκινοῦσε, ὅταν ἔβλεπε καί στούς ἄλλους φιλότιμο. ῎Ελεγε:
«Νά κινούμαστε μέ φιλότιμο. Τά φιλότιμα παιδιά προσέχουν, πῶς νά ξεκουράσουν καί νά εὐχαριστήσουν τούς γονεῖς. Ἐμεῖς οἱ μοναχοί νά γνωρίζουμε τί ἀναπαύει τόν Γέροντα καί νά τό κάνουμε πρίν μᾶς τό πῆ. Νά ἔχετε φιλότιμο καί νά μήν ἐκμεταλλεύεστε τήν καλωσύνη τῶν ἄλλων. Ὁ φιλότιμος βομβαρδίζεται ἀπό εὐλογία, ἐνῶ ὁ γκρινιάρης γεννᾶ κακομοιριά. Ἡ καρδιά δέν καθαρίζεται μέ “κλίν”[30], ἀλλά μέ φιλότιμο. Νά μήν ἀφήνουμε τόν ἄλλον νά κουράζεται. Νά γινώμαστε θυσία. Μιά γυναίκα ἔλεγε:
› Ἀφοῦ ὁ Χριστός πικράθηκε καί ἐγώ τόν πίκρανα, δέν θέλω νά ἔχω χαρά.
Καί εἶχε μιά χαρά! ῎Ελεγε στούς ἄλλους νά προσευχηθοῦν νά μήν ἔχη χαρά, ἀλλά νά πονᾶ γιά τόν Χριστό. Τί φιλότιμο! Καί ὅσο ἔλεγε αὐτά, ἄλλη τόση χαρά καί ἀγαλλίαση εἶχε. Αὐτή βγῆκε ἀπό τόν ἑαυτό της.»
Συνιστοῦσε ὁ Γέροντας:
«Νά κάνουμε τό καλό ὄχι ὠφελιμιστικά, οὔτε νομικά, ἀλλά ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό. Τότε ὄχι μόνο μέ εὐκολία κάνω ὅ,τι ὑποχρεοῦμαι, ἀλλά θυσιάζω καί ὅ,τι δικαιοῦμαι.»
Τό φιλότιμο, αὐτή ἡ χαρακτηριστική του ἀρετή, λαϊκό τόν ἀνέδειξε εὐεργέτη, στρατιώτη ἥρωα καί μοναχό Ἅγιο.
Ἐμπιστοσύνη στήν θεία πρόνοια
Ὁ Γέροντας εἶχε μεγάλη πίστη στόν Θεό καί τελεία ἐμπιστοσύνη στήν θεία πρόνοια, γι ̓ αὐτό ἔλεγε:
«Εἶμαι σίγουρος χίλια τοῖς ἑκατό, ἄν δώσω τώρα σέ κάποιον αὐτό τό πλεκτό, μέχρι νά πάω στό Καλύβι μου, ὁ Θεός θά μοῦ στείλει ἄλλο. Ἀλλά στήν ἀρχή, γιά νά μᾶς δοκιμάση[31], μᾶς ἀφήνει λίγο καί νά κρυώσουμε καί νά ἀρρωστήσουμε καί ἐκεῖ χρειάζεται προσοχή. Νά μήν πῆ κανείς:
› Χριστέ μου, ἐγώ γιά τήν ἀγάπη σου τό ἔδωσα καί σύ μ ̓ ἄφησες νά ἀρρωστήσω;»
Ἡ ἐλπίδα, πού «οὐδέποτε καταισχύνει», τόν συνώδευε σέ ὅλη του τήν ζωή καί περισσότερο στίς δυσκολίες. Μέσα στό σκότος καί στήν ὁμίχλη μιλοῦσε γιά ξαστεριά.
› ῞Ολα θά πᾶνε καλά, μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε σέ ἀπεγνωσμένες ψυχές.
Σέ κάποιον πού ἀνησυχοῦσε γιά τίς ἐχθρικές ἐπιβουλές ἐναντίον τῆς Πατρίδος, ἔδωσε τήν ἑξῆς ἐλπιδοφόρο ἀπάντηση:
«Κι ἄν μοῦ ποῦν ὅτι δέν ὑπάρχει κανείς ῞Ελληνας, ἐγώ δέν ἀνησυχῶ. Μπορεῖ ὁ Θεός νά ἀναστήση ἕναν ῞Ελληνα. Φθάνει καί ἕνας.»
Ἀκόμη πίστευε:
› Καί ἕνας Χριστιανός νά μείνη μόνο, ὁ Χριστός θά κάνει τό σχέδιό Του.
῞Οταν ἄλλοι μιλοῦσαν γιά δυσάρεστες μελλοντικές ἐξελίξεις στό Ἔθνος καί ἔσπερναν τόν φόβο, ὁ Γέροντας μετέδιδε αἰσιοδοξία καί ἐλπίδα· μιλοῦσε γιά ἀναστημένη Ἑλλάδα καί γιά ἀνάκτηση τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς.
› Ὑπάρχει καί Θεός· τόν Θεό ποῦ τόν ἔχεις βάλει;
Εἶπε σέ κάποιον κληρικό πού ἔβλεπε τό μέλλον τῆς Πατρίδος ζοφερό. ῎Ελεγε:
› Ἄν δέν εἶχα ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, δέν ξέρω τί θά γινόμουν. Ὁ ἄνθρωπος νά ἐνεργῆ μέχρις ἑνός σημείου. Μετά ὁ Θεός. Νά ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη.
Αὐτό δέν ἦταν γιά τόν Γέροντα μιά ἀκαθόριστη ἐλπίδα, ἀλλά χειροπιαστή βεβαιότητα, μαρτυρουμένη μάλιστα μέ ἄπειρα παραδείγματα. Στήν ζωή του δοκίμασε πάμπολλες φορές τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ μέ διαφόρους τρόπους. Ὡς στρατιώτης εἶχε ἕνα Εὐαγγέλιο καί τό χάρισε. ῎Επειτα ζητοῦσε νά βρῆ Εὐαγγέλιο, νά διαβάζη τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. ῎Εστειλαν στήν Μονάδα τους τά Χριστούγεννα 200 δέματα, καί μόνο στό δικό του ὑπῆρχε Εὐαγγέλιο.
******
Κάποτε βαδίζοντας στόν δρόμο βρῆκε ἕνα ὡραῖο μεγάλο μανιτάρι.
› Δόξα τῷ Θεῷ, εἶπε, στήν ἐπιστροφή θά τό κόψω γιά νά περάσω μ ̓ αὐτό τό βράδυ.
Ὅταν ἐπέστρεψε κάποιο ζωντανό εἶχε φάει τό μισό μανιτάρι. Δίχως νά στενοχωρηθῆ εὐχαρίστησε πάλι τόν Θεό:
› Δόξα τῷ Θεῷ, τόσο ἔπρεπε νά φάω, σκέφθηκε καί τό πῆρε.
Ὅταν τήν ἄλλη μέρα τό πρωΐ βγῆκε ἀπό τό Καλύβι του, ὅλος ὁ τόπος ἦταν γεμᾶτος μανιτάρια. Καί πάλι εὐχαρίστησε τόν Θεό.
› Δόξα τῷ Θεῷ καί γιά τό ἕνα, καί γιά τό μισό καί γιά τά πολλά.
******
Βρέθηκε κάποτε προσκυνητής στόν Γέροντα καί κρύωνε. Τοῦ εἶπε:
› Τί νά σοῦ δώσω, βρέ παιδί;
Ἔψαξε, δέν βρῆκε τίποτε καί τοῦ ἔδωσε τό πλεκτό πού φοροῦσε. Μόλις ἔφυγε ὁ ἐπισκέπτης, τήν ἴδια ὥρα ἦρθε κάποιος καί τοῦ ἔφερε δεματάκι πού περιεῖχε ἕνα πλεκτό.
******
Πῶς νά μήν ἐμπιστεύεται στόν Θεό μετά ἀπό τόσες καί τέτοιες ἐκδηλώσεις τῆς θείας προνοίας, πού τόν φρόντιζε «ὡς τροφός θάλπουσα τό ἑαυτῆς τέκνον»[32]. Καί ὅμως ὁ Θεός τόν οἰκονομοῦσε ὡς ἄξιο καί ἐκλεκτό τέκνο του εἴτε μέ ἀνθρώπινο εἴτε μέ ὑπερφυσικό τρόπο ἀπό τά μικρά ὥς τά πλέον ἀπαραίτητα καί συνήθως χωρίς νά ἔχη προσευχηθῆ γι ̓ αὐτά. Γι ̓ αὐτό ἔλεγε:
› Τί σιγουριά νιώθει τό παιδί στήν ἀγκαλιά τῆς μάννας! Μεγαλύτερη αἰσθάνεται ὁ πιστός στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ! Τώρα νιώθω τήν χαρά τοῦ παιδιοῦ στήν ἀγκαλιά τῆς μάννας του. Εἶναι ἡ ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ σάν τόν παράδεισο. Παύει καί ἡ εὐχή, παύουν καί ὅλα. Ζεῖς στόν παράδεισο.
Ἀγάπη ἀρχοντική[33]
Η κορυφή καί ὁ στέφανος ὅλων τῶν ἀγώνων τοῦ Γέροντα ἦταν ἡ ἀγάπη. ῎Ελεγε:
«Αἰσθάνομαι γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους τήν ἴδια ἀγάπη πού εἶχα γιά τούς συγγενεῖς μου. Τώρα αἰσθάνομαι ὅλο τόν κόσμο σάν ἀδελφούς.»
Ὁ Γέροντας ἦταν πλήρης ἀγάπης γιά τόν ἄνθρωπο, γιά τήν κτίση, καί φλεγόταν ἀπό θεῖο ἔρωτα. Ἀπό μικρό παιδί ἔκανε ἐλεημοσύνες καί βοηθοῦσε πολλούς. Οἱ φτωχοί ἄνθρωποι στήν Κόνιτσα, ὅταν εἶχαν ἀνάγκες, κατέφευγαν σ ̓ αὐτόν καί ζητοῦσαν βοήθεια. «Ἕνεκεν συμπαθείας καί στεναγμοῦ τῶν πενήτων» ἔδινε καί τά ροῦχα πού φοροῦσε. Μέ τήν μεγάλη του ἀγάπη ἀγκάλιασε τά χωριά τῆς Κόνιτσας, καί εὕρισκε τρόπο νά βοηθᾶ «τούς ἐν ἀνάγκαις καί ἐν ἀσθενείᾳ ὄντας». ῎Εδινε μεγάλη ἀξία στήν ἐλεημοσύνη. Τήν εἶχε ὡς κριτήριο γιά τό ἄν κάποιος εἶναι ἄξιος τοῦ θείου ἐλέους καί τῆς σωτηρίας.
› Μπορεῖ νά εἶναι ἀδιάφορος ὁ ἄλλος, ἄν ὅμως πονᾶ γιά ἕναν ἄρρωστο, ἄν κάνη ἐλεημοσύνη, μήν τόν φοβᾶσαι αὐτόν.
Παρακινοῦσε τούς ἀνθρώπους νά ἐλεοῦν, γιατί πίστευε ὅτι:
«… ὅταν παίρνης κάτι, δέχεσαι ἀνθρώπινη χαρά. Ἀλλά ἄν τό δώσης, παίρνεις καί θεϊκή χαρά. Τό πνευματικό πάρσιμο γίνεται μέ τό δόσιμο.»
῞Οταν ἔβλεπε κάποιον μέ εἰδική ἀνάγκη, τοῦ ἔδινε τήν καρδιά του καί ἀπαραιτήτως καί κάποια εὐλογία. Σέ περιπτώσεις πού δέν εἶχε κάτι ἄλλο, ἔδινε τό κομποσχοίνι του ἤ τό πλεκτό του. Ἐντύπωση προξενεῖ ἡ ἀνεξικακία του. Ἀνθρώπους πού τόν κατηγοροῦσαν καί ἦταν ἐχθρικοί ἀπέναντί του, τούς συγχωροῦσε καί εὐχόταν γι ̓ αὐτούς. Ἄν μάθαινε ὅτι ἔπεσαν σέ πειρασμό ἤ ἀνάγκη, ἔτρεχε νά βοηθήση μέ καρδιά συμπάσχουσα σάν νά ἦταν ἀδελφοί του.
› Ἄν δέν συγχωροῦμε τούς ἄλλους βρισκόμαστε ἔξω τοῦ παραδείσου, τόνιζε χαρακτηριστικά.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Γέροντα ξεχείλιζε καί ἀγκάλιαζε καί τά ἄγρια ζῶα. Αὐτά τήν αἰσθάνονταν, πλησίαζαν κοντά του καί ἔτρωγαν ἀπό τά χέρια του. ῎Ελεγε:
› Θά πῶ στόν Χριστό: Χριστέ μου, ἐλέησόν με, τό κτῆνος. Ἄν μέ ρωτήση: «Ἐσύ ἐλέησες τά κτήνη;», τί θά τοῦ ἀπαντήσω;
῞Οταν ὁ Γέροντας ἔκανε τήν θεραπεία στήν Κόνιτσα, ἡ Χρυσάνθη, ἕνα κοριτσάκι πού βοηθοῦσε τήν κυρία Πατέρα, ἀρρώστησε ἀπό καρκίνο στά ἔντερα. Ὁ Γέροντας συμπονοῦσε, τήν σταύρωνε καί προσευχόταν. Παρακαλοῦσε:
› Χριστέ μου, δῶσε σέ μένα τόν καρκίνο, ἐγώ νά τόν ἔχω.
Καί ὁ καλός Θεός δέν παρέβλεψε τό αἴτημά του. Στό τέλος κατά τήν ἐπιθυμία του ἔλαβε τήν πολυώδυνη νόσο τοῦ καρκίνου, μέ τήν ὁποία τελειώθηκε, ἄν καί σέ ὅλη του τήν ζωή συνέπασχε μέ τούς ἀσθενεῖς καί ἰδιαίτερα μέ τούς καρκινοπαθεῖς. Ἔλεγε:
› ῞Οταν ἀκούω τόν πόνο τοῦ ἄλλου, σέ σπασμένα γυαλιά νά κάθωμαι καί σέ ἀγκάθια νά πατάω δέν τό καταλαβαίνω. ῞Οταν ὁ ἄλλος πάσχη πραγματικά, μπορῶ ἀκόμη καί νά πεθάνω γιά νά τόν βοηθήσω.
Νέος τοῦ διηγεῖτο τά βάσανά του καί ἔκλαιγε, μαζί του ἔκλαιγε καί ὁ Γέροντας. Τοῦ εἶπε:
› Σταμάτα, παιδί μου, γιατί θά μᾶς δεῖ κανείς νά κλαῖμε καί θά μᾶς περάσει γιά τρελλούς.
Συμμετέχοντας στόν πόνο τῶν ἀνθρώπων ξεχνοῦσε τόν ἑαυτό του, τήν προκοπή του, τίς δικές του ἀσθένειες καί ἔκανε καρδιακή προσευχή. Ἔλεγε:
› Χριστέ μου, ἄσε με ἐμένα, μή μέ ὑπολογίζης. Κοίταξε τούς ἀνθρώπους πού βασανίζονται.
Οἱ δακρύρροες καί ἔμπονες προσευχές του συνωδεύονταν ἀπό νηστεῖες καί ἄμετρο κόπο. ῞Οταν ἔμαθε ὅτι κάποιος νέος διατρέχει σωματικό καί ψυχικό κίνδυνο, γιά μέρες δέν ἔβαλε τίποτε στό στόμα του, οὔτε καί ἔπαυσε προσευχόμενος, ὥσπου ἔμαθε ὅτι διέφυγε τόν κίνδυνο.
Σέ ὅλη του τήν ζωή νήστευε, κοπίαζε καί προσευχόταν γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ, κινούμενος ἀπό τήν μεγάλη του ἀγάπη. Αὐτή ἦταν ἡ κινητήρια δύναμη. Οἱ ἀγῶνες καί οἱ προσευχές του εὐωδίαζαν ἀπό τό ἄρωμα τῆς ἀγάπης. Γιά νά φθάση ὁ Γέροντας σέ μέτρα τελειότητος, στήν ἀληθινή ἀγάπη, δέν ὑπολόγισε τόν ἑαυτό του. Μίσησε τήν φιλαυτία, καί στήν θέση της ἔβαλε τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Μαρτυρεῖ Ἁγιορείτης:
«Τό ἰδιαίτερο πού εἶχε ὁ γερο-Παΐσιος ἦταν ὅτι δέν ὑπολόγιζε τόν ἑαυτό του. Τοῦ εἶπα κάποτε:
› Πάτερ, οἰκονόμησε λίγο τόν ἑαυτό σου.
Καί μοῦ ἀπάντησε:
› ῞Οταν ἔρχωνται οἱ ἄνθρωποι μέ προβλήματα, τί νά κάνω; Τόν ἑαυτό μου θά κοιτάξω;
Ἀκόμη καί τελευταῖα μέ τήν μεγάλη ἐξάντληση ἀπό τήν συχνή αἱμορραγία, ὅταν διέβλεπε ὅτι ὑπάρχει ἀνάγκη, ξεχνοῦσε τήν κατάστασή του καί εἴτε κρεμασμένος στόν φράχτη τῆς Καλύβης του, εἴτε πεσμένος πάνω στήν σανίδα πού εἶχε γιά κάθισμα, «στήριζε τούς ἀδελφούς.»
Γιά νά φθάση ὁ Γέροντας στήν ἀγάπη ἀγωνίσθηκε νά τηρῆ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
«Ἄν ἀγαποῦμε τόν Θεό, φροντίζουμε νά τηροῦμε τίς ἐντολές.»
«Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς ἐκεῖνός ἐστι ὁ ἀγαπῶν με[34].»
Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐξάγνισε τήν καρδιά του καί ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης. Τήν μεγάλη καί ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη του τήν διαισθάνονταν οἱ ἄνθρωποι. ῞Ενα παιδί μέ προβλήματα καί ψυχικά τραύματα ἦρθε νά δῆ τόν Γέροντα. Τόν συνάντησε ἔξω ἀπό τό Καλύβι του στό μονοπάτι, τόν ἀγκάλιασε καί ἔκλαιγε μέ λυγμούς. Ὁ Γέροντας τό παρηγόρησε καί τό βοήθησε νά τελειώση τίς σπουδές του. ῞Οταν πῆγε στρατιώτης, ἔγραφε στόν Γέροντα γράμματα ἀποκαλώντας τον:
«Μπαμπακούλη μου γλυκέ.»
Γιά τίς μεταξύ μας σχέσεις ἔλεγε:
«Πάντα πρέπει νά ξεκινᾶμε ὄχι ὅπως μᾶς βολεύει ἐμᾶς, ἀλλά ὅπως ἀναπαύει τόν ἄλλον. Καί τότε ὅλοι θά ἀναπαύονται καί θά ὑπάρχει ἀγάπη.»
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά δέν θά ἦταν ἄδικο, ἐνῶ ἔδωσε τά πάντα γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, νά μήν τοῦ δίνη καί ὁ Θεός ἄφθονη τήν χάρι Του; Σάν ἀγαπητό παιδί τοῦ Θεοῦ πού ἦταν, ὁ Θεός εἰσάκουε τίς προσευχές του καί ἀπαντοῦσε μέ θαύματα. Σέ ἐπιστολή του (6-4-69) γράφει:
«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κατορθώση νά ἐλευθερωθῆ ἀπό ὅλους καί ἀπό ὅλα, τότε μπορεῖ νά νιώση τήν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τόν σκλαβώνει καί τόν κάνει δοῦλο τοῦ Θεοῦ.»
Αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Γέροντα τήν αἰσθάνθηκαν καί τά θηρία τοῦ δρυμοῦ, καί οἱ ἑτερόγλωσσοι Βεδουίνοι, καί αὐτή συγκινεῖ καί τούς σημερινούς ταλαιπωρημένους νέους. Στό πρόσωπό του βρίσκουν τόν στοργικό πατέρα καί τήν ἀγάπη πού στερήθηκαν. Πολλοί ἀπό αὐτούς, ἄν καί δέν τόν εἶχαν γνωρίσει, πηγαίνουν καί βρέχουν μέ δάκρυα τό χῶμα τοῦ τάφου του, ἐπειδή νιώθουν νά τούς περιπτύσσεται μέ τήν ἀρχοντική του ἀγάπη ἀπό ἐκεῖ πού βρίσκεται.
Β’. ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ
Ὑπέρβαση τῶν νόμων τῆς φύσεως
Στόν π. Παΐσιο, ὅπως θά φανεῖ, τά στοιχεῖα τῆς φύσεως ὑποχωροῦσαν ἐνίοτε ἐνώπιόν του, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐνεργοῦσε ὑπερβαίνοντας καί καταργώντας τούς φυσικούς νόμους.
Ἄβρεκτος
Ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε ὀμπρέλλα καί ἀδιάβροχο. Δέν ἦταν ἀλεξίβροχος, οὔτε ἀδιάβροχος. Ἀντιθέτως ἦταν εὐαίσθητος στό κρύο καί στήν ὑγρασία. Κάποιες φορές ὅμως, γιά τούς λόγους πού γνωρίζει ὁ Θεός, γινόταν ἄβρεκτος. Ἐνῶ δηλαδή γύρω του ἔβρεχε πολύ, αὐτόν δέν τόν ἄγγιζε σταγόνα.
******
Διηγεῖται ὁ κ. Κουτσογιάννης Κωνσταντῖνος:
«Κάποτε μετέφερα τόν Γέροντα ἀπό τό μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου Χαλκιδικῆς στήν Σουρωτή. Σέ ὅλη τήν διαδρομή εἴχαμε καταρρακτώδη βροχή λές καί εἶχαν ἀνοίξει οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ. Μόλις φθάσαμε, περίμεναν οἱ ἀδελφές μέ ὀμπρέλλες καί πανωφόρια νά τά δώσουν στόν Γέροντα νά μήν βραχῆ. Μοῦ ἔκαναν νόημα νά πλησιάσω ὅσο γίνεται πιό κοντά στό κτίριο. ῞Ομως, ὅλως παραδόξως ἐκείνη τήν στιγμή σέ μιά ἀκτίνα δύο μέτρων γύρω ἀπό τό αὐτοκίνητο ἔπαυσε νά πέφτη βροχή, ἐνῶ πιό πέρα χαλοῦσε ὁ κόσμος. Ἀφοῦ κατέβηκε ὁ Γέροντας καί μέ χαιρέτησε καί μπῆκε μέσα, ἄρχισε νά βρέχη κανονικά καί πάνω στό αὐτοκίνητο.»
Ἀθέατος
Μαρτυρία κ. Γεωργίου Κουρκουλιώτη ἀπό τήν Κόρινθο:
«Ἐπισκέφθηκα τόν γέροντα Παΐσιο στό Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τόν Φεβρουάριο τοῦ 1979. Βρῆκα τήν πόρτα ἀνοιχτή. Φωνάζω, ξαναφωνάζω, ξαναφωνάζω ἀπό τήν πόρτα τοῦ φράκτη, δέν πῆρα ἀπάντηση. Ἦταν πρωί, 8 ἡ ὥρα, καί περίμενα. Σέ μιά στιγμή βλέπω τόν π. Παΐσιο μπροστά μου. Ξαφνιάστηκα, τά ἔχασα.
› Ἐδῶ ἤμουνα, Γιῶργο, μοῦ εἶπε ἤρεμα.
Ἀνέφερα ἔπειτα σέ δύο Πνευματικούς τήν ξαφνική ἐμφάνιση τοῦ Γέροντα καί μοῦ εἶπαν ὅτι «μπροστά σου ἦταν, καί ὅταν θέλησε παρουσιάστηκε.»
Μετέωρος
Πολλές φορές ὁ Γέροντας κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς γινόταν μετάρσιος, ὑπερυψώνετο καί σωματικά. Ἀλλά καί σέ ὧρες ἐργασίας, ἤ ὅταν βάδιζε, ἐθεάθη νά μήν πατᾶ στήν γῆ.
******
Στόν «Τίμιο Σταυρό», ἔζησε ἕνα μεγάλο γεγονός. Διηγήθηκε:
«Ἐνῶ προσευχόμουν, δέν ξέρω τί μοῦ συνέβη καί σηκώθηκα ψηλά καί ἔβλεπα τό Καλύβι κάτω. Τό πῶς ἀνέβηκα δέν τό κατάλαβα, οὔτε καί πῶς κατέβηκα.»
******
Μαρτυρεῖ μοναχός Ἁγιορείτης:
«Ἐπισκέφθηκα τόν Γέροντα στήν “Παναγούδα” καί τόν βρῆκα νά κτίζη μιά σόμπα μέ πυρότουβλα. Πατοῦσε πάνω σέ μιά σανίδα, πού τήν εἶχε βάλει γιά νά ἀκουμπήση πάνω τά ὑλικά. Ἐνῶ ἐργαζόταν, τόν βλέπω ὑπερυψωμένο ἀπό τό ἔδαφος περίπου τριάντα ἑκατοστά καί στήν ἀρχή ἀποροῦσα ἄν βλέπω καλά. Πράγματι ἦταν μετέωρος καί μετά ἀπό λίγο τόν εἶδα πάλι στήν φυσιολογική του θέση.»
Μεταδοτικός χάριτος
Ὁ Γέροντας ὅπου πήγαινε μετέφερε διάχυτη γύρω του τήν θεία χάρι.
«Ὅποιος ἔχει χάρι καί πηγαίνει κάπου, ἀμέσως σάν ἠλεκτρικό ρεῦμα, διαχέεται αὐτή ἡ πνευματική ἁπαλάδα πού ἔχει. Ἐνῶ ὅταν κάποιος ἔχη δαιμονική κατάσταση, πάλι διασκορπίζεται αὐτό πού ἔχει μέσα του. Ἡ δική μας πνευματική κατάσταση ἐπηρεάζει καί τούς ἄλλους.»
Εἶχε ἐπίγνωση τῆς χάριτος πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καί μετέδιδε σέ ἀνθρώπους ἀπ ̓ αὐτόν τόν πλοῦτο γιά κάποιον λόγο.
Σηκώνει βράχο
Ὁ ἀδελφός τοῦ Γέροντα Λουκᾶς διηγήθηκε:
«Ὅταν ἦταν στό Στόμιο ὁ π. Παΐσιος, κάποτε ἔπεσε ἕνας μεγάλος βράχος στό μονοπάτι. Μαζευτήκαμε πολλοί, γιά νά τόν μετακινήσουμε μέ ξύλα γιά μοχλούς, ἀλλά μάταια. Ἔφυγαν ὅλοι καί μοῦ εἶπε:
› Ἄντε, πήγαινε καί σύ.
Ἔφυγα, πῆγα πιό πέρα καί κρύφθηκα νά δῶ τί θά κάνει. Τόν εἶδα νά κάνη τόν σταυρό του, νά πιάνη τόν βράχο, νά τόν σηκώνη σάν καρέκλα καί νά τόν βγάζη ἀπό τόν δρόμο!»
«Ἀσύλληπτος!»
Ὁ Γέροντας ἀπό ταπείνωση ὄχι μόνο ἀπέφευγε νά φωτογραφίζεται, ἀλλά καί αἰσθανόταν δυσφορία καί ἀπέχθεια. Ὑποχωροῦσε μόνον σέ εὐαίσθητο καί ταπεινό ἄνθρωπο, γιά νά μήν πληγωθῆ ἀπό τήν ἄρνησή του καί τήν ἑρμηνεύση ὅτι ὀφείλεται στήν δική του (τοῦ αἰτοῦντος) ἀναξιότητα. Τότε ὁ Γέροντας προτιμοῦσε νά θλίψη τόν ἑαυτό του, παρά νά ἀπελπίση τόν ἀδελφό. Ἀπό ἀγάπη θυσίαζε καί τήν ταπείνωσή του.
Πολλοί ἐπιχείρησαν νά τόν φωτογραφίσουν κρυφά ἤ φανερά, σέ περιπτώσεις πού συστελλόταν νά ἀντιδράση λόγῳ παρουσίας ἡγουμένων, ἐπισκόπων ἤ κατά τήν διάρκεια λιτανείας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐνίοτε πέτυχαν νά τόν φωτογραφήσουν, ἀλλά συνήθως οἱ φωτογραφίες βγῆκαν ἀποτυχημένες, διότι στήν μορφή τοῦ Γέροντα ὑπάρχει μιά θλίψη, μιά ἀντίδραση πού σέ κάνει νά νιώθης ἔνοχος.
Ἀλλά ὑπάρχουν καί πολλές μαρτυρίες, πού κατ ̓ αὐτή τήν χωρίς εὐλογία κρυφή ἤ ἐκβιαστική φωτογράφηση ὁ Γέροντας, κατά θαυμαστό τρόπο, ἔμεινε ἀσύλληπτος ἀπό τόν φωτογραφικό φακό. Ἄλλοτε καιγόταν τό φίλμ ἤ πάθαινε κάποια ἐμπλοκή ἡ μηχανή καί ἄλλοτε ἔβγαινε ἡ φωτογραφία κανονικά, ἀλλά ὁ Γέροντας ἔλειπε!
******
Μαρτυρεῖ ἄλλος προσκυνητής:
«Πῆγα στήν “Παναγούδα” καί δέν ὑπῆρχε κανείς. Ὁ Γέροντας θά ἔπρεπε νά ἦταν μέσα, γιατί τό λουκέτο τῆς ξύλινης πόρτας κρεμόταν ἀνοικτό. Εὐκαιρία εἶναι, σκέφθηκα. Ἔβαλα μέσα ἀπό τά κλαδιά τοῦ φράχτη τήν φωτογραφική μηχανή, γιά νά μή φαίνεται, καί τήν τοποθέτησα κατάλληλα, ὥστε νά παίρνη τήν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ. Κτύπησα τό σιδεράκι. Μόλις βγῆκε ὁ Γέροντας πάτησα τό κουμπί. Ἤμουν ὅλο χαρά... Φαντασθῆτε ὅμως τήν ἔκπληξή μου, ὅταν, μετά τήν ἐμφάνιση τοῦ φίλμ, εἶδα ὅτι ἡ μέν πόρτα εἶχε βγῆ ὁλοκάθαρα, ἀλλά ὁ Γέροντας δέν ὑπῆρχε!»
******
Παρόμοια συνέβαιναν καί ὅταν ἤθελαν νά ἠχογραφήσουν τήν συζήτηση. Ὑπάρχουν περιπτώσεις πού ἡ κασσέτα δέν γύριζε, ἤ γύριζε καί δέν ἔγραφε. Ἄλλοτε ἔγραφε ὅλα τά ἄλλα (ὁμιλίες τρίτων, πουλιά, θορύβους), ἀλλά ἡ φωνή τοῦ Γέροντα ἔλειπε.
******
Μαρτυρία κ. Γεωργίου Κουρκουλιώτη:
«Πῆγε μιά παρέα φοιτητῶν στόν Γέροντα καί ἕνας ἀπ ̓ αὐτούς εἶχε πάρει μαζί του ἕνα μικρό κασσετόφωνο γιά νά γράψη τήν συνομιλία τους. Ἀφοῦ συζήτησαν ἀρκετά σέ κάποια στιγμή τοῦ λέει ὁ Γέροντας:
› Αὐτό πού ἔχεις στήν τσέπη σου, δέν ἔχει γράψει τίποτε.
Κόκκαλο τό παιδί. Πράγματι, ὅταν δοκιμάστηκε ἡ κασσέτα, δέν εἶχε γραφῆ λέξη.»
Συμφιλίωση μέ τήν κτίση
Στόν Γέροντα δόθηκε τό χάρισμα νά συναναστρέφεται μέ τά ἄγρια θηρία, χωρίς νά τόν βλάπτουν, ὅπως συνέβαινε στόν Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως καί σέ πολλούς Ἁγίους. ῎Ελεγε ὁ Γέροντας:
«Ἀπό τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος ἔρθει στήν θέση τοῦ ἄλλου, μετά ὅλους μπορεῖ νά τούς ἀγαπήση, καί τούς ἀνθρώπους, ἀκόμη καί τά ζῶα καί τά θηρία. Τά πάντα τά χωράει μέσα του καί βγαίνει ὁ ἑαυτός του ἀπό τήν ἀγάπη του.»
Κάποια φορά ἦρθαν δύο μικρές ἀρκοῦδες μέσα στήν αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Στομίου. Ὁ Γέροντας τίς ἔπιασε ἀπό τό σβέρκο καί τίς εἶπε:
› Ἄλλη φορά νά μήν μπαίνετε μέσα στό Μοναστήρι. Νά ἔρχεσθε πίσω ἀπό τήν κουζίνα, γιά νά σᾶς ταΐζω, καί τίς ὡδήγησε στό μέρος αὐτό.
(Αὐτό τό διηγήθηκαν δύο Κονιτσιῶτες στόν δόκιμο τοῦ Στομίου Παῦλο).
******
Μαρτυρία μοναχοῦ Ἀλυπίου Ἁγιαννανίτου:
«Γνώριζα τόν Γέροντα ἀπό τήν ἡλικία τῶν δεκαπέντε ἐτῶν. Μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ ἔγινα μοναχός στήν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου. Πήγαινα καί τόν ἔβλεπα κάθε μέρα. Ἄκουγα γιά τά θαύματά του καί μοῦ εἶχε γεννηθῆ ἡ ἐπιθυμία νά δῶ ἕνα θαῦμα του. Γιά ἕνα μῆνα περίπου εἶχα αὐτόν τόν λογισμό.
Ἕνα χειμωνιάτικο πρωινό, ἀρχές Νοεμβρίου, πῆγα νά τόν δῶ καί τόν βρῆκα νά πλένη τά χέρια του ἔξω στό βαρελάκι. Ἦταν μόνος. Ἄνοιξε καί μοῦ εἶπε νά περιμένω. Πῆρε πίσω ἀπό τό βαρέλι ἕνα ἀλουμινόχαρτο, ὅπου μέσα εἶχε ψίχουλα, τό ἄνοιξε καί κοίταξε πρός τόν οὐρανό. Ἐνῶ χαρακτηριστικά δέν ὑπῆρχε κανένα πουλί, ἀμέσως μαζεύτηκαν σμήνη πουλιῶν. Ποῦ βρέθηκαν ξαφνικά τόσα πουλιά! Ἄλλα κάθονταν στό κεφάλι του, ἄλλα στούς ὤμους καί στά χέρια του καί αὐτός τά τάιζε. Βλέποντας αὐτό τό θέαμα μέ κατέλαβε ἀμηχανία, χτυποῦσε γρήγορα ἡ καρδιά μου ἀπό συγκίνηση καί γελοῦσα ἀμήχανα. Ὁ Γέροντας χαμογελώντας ἔλεγε στά πουλιά:
› Πᾶτε καί σ ̓ αὐτόν.
Τά μιλοῦσε σάν νἆταν ἄνθρωποι. Ἕνα πού καθόταν στό χέρι του τοῦ ἔλεγε:
› Πήγαινε καί σ ̓ αὐτόν, δικός μας εἶναι.
Αὐτό διήρκεσε δύο λεπτά περίπου. Σέ μιά στιγμή ὁ Γέροντας δίπλωσε τό ἀλουμινόχαρτο καί τά πουλιά ἐξαφανίστηκαν. Ἤμουν σαστισμένος καί τόν κοίταζα.
› Πήγαινε τώρα, μοῦ εἶπε.»
Εὐχέτης τοῦ σύμπαντος κόσμου
Ἡ προσευχή τοῦ Γέροντα γιά τόν κόσμο ἦταν συνάρτηση καί ἀπότοκος τῆς ὅλης πνευματικῆς καταστάσεώς του, ἰδιαίτερα τῆς μεγάλης του ἀγάπης. Τό σπάνιο χάρισμα τῆς προσευχῆς γιά τόν κόσμο τοῦ δόθηκε μετά ἀπό μεγάλους ἀγῶνες. Ἦταν εὐχέτης τοῦ σύμπαντος κόσμου. Προσευχόταν γιά ὅλους, ὅπως γιά τόν ἑαυτό του. Ἡ προσευχή του ἦταν ἀδιάλειπτη, καρδιακή, καθαρή καί ἀποτελεσματική. Τήν χώριζε σέ τρία μέρη. ῞Ενα γιά τόν ἑαυτό του, ἕνα γιά τούς ζῶντες καί ἕνα γιά τούς κεκοιμημένους. Ἀλλά στήν πραγματικότητα προσευχόταν πιό πολύ γιά τούς ἄλλους παρά γιά τόν ἑαυτό του.
Γενίκευε καί ἐπεξέτεινε τήν προσευχή του, γιά νά συμπεριλάβη ὅλους τούς ἀνθρώπους. ῞Οταν ἔκανε προσευχή γιά ἰδιαίτερες περιπτώσεις, π.χ. γιά κάποιον νέο πού εἶχε ξεφύγει ἀπό τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, πρόσθετε:
› Μνήσθητι, Κύριε, καί βοήθησε καί ὅλους τούς νέους.
῎Η πάλι ὅταν προσευχόταν γιά κάποιον λ.χ. ἄρρωστο Νικόλαο, συμπλήρωνε:
› Μνήσθητι, Κύριε, καί ὅλους τούς Νικολάους.
Ὁ πολύς ἀνθρώπινος πόνος πού ἔβλεπε γύρω του τόν ἔκανε νά βγαίνη ἀπό τόν ἑαυτό του. Φαινόταν ἐνίοτε ὁ Γέροντας νά σέρνη τά πόδια του ἀπό ἐξάντληση, νά ἀσθενοῦν τά γόνατά του ἀπό τή νηστεία, νά εἶναι ἕτοιμο τό ὀστράκινο σκεῦος του νά διαρραγῆ ἀπό τίς ἀσθένειες, ἀλλά ὅμως δέν ἄφηνε τήν προσευχή γιά τόν κόσμο. Ἔλεγε:
«Πολύ βοηθᾶ ἡ προσευχή γιά τόν κόσμο, ὅταν μάλιστα ὑπάρχη καρδιακός πόνος. Δέν συμμετέχω στόν πόνο τοῦ ἄλλου, ὅταν ἔχω τό ἕνα πόδι πάνω στό ἄλλο καί κάθωμαι ἀναπαυτικά καί ἔχω ὅλες τίς ἀνέσεις.»
Ἡ προσευχή του συνωδευόταν μέ νηστεία, κόπο, μετάνοιες καί κυρίως ταπείνωση. ῎Ελεγε:
«Νά ζητᾶμε ταπεινά. Ἐγώ λέω: “Θεέ μου, εἶμαι ἕνα κτῆνος. Ἐλέησε καί μένα καί ὅλον τόν κόσμο”.»
Πίστευε ὅτι αὐτός ἦταν ὑπεύθυνος γιά τά παθήματα τῶν ἄλλων:
«Ἄν ἐγώ ἤμουν ἅγιος καί εἰσακουόταν ἡ προσευχή μου, αὐτοί δέν θά ἔπασχαν.»
Ὁ ἴδιος συναισθανόμενος τήν πενία του, ὡς καλός ζητιάνος, γονάτιζε, ἅπλωνε τά χέρια του στόν Θεό, καί παρακαλοῦσε νά βοηθήση τόν καθένα. Ξεσποῦσε σέ παρακλητικά λόγια:
«Χριστέ μου, σέ παρακαλῶ, βοήθησε τόν τάδε πού εἶναι παράλυτος λίγο νά μπορῆ νά συμμαζεύεται (ἐξυπηρετῆται) μόνος του.»
῎Η:
«Παναγία μου, καί πάλι θά σέ ἐνοχλήσω...»
Δύο πατέρες πήγαιναν σέ ἀγρυπνία, παραμονή τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος. Πέρασαν ἀπό τόν Γέροντα νά πάρουν τήν εὐχή του. Εἶδαν τό πρόσωπό του κατακόκκινο καί φαινόταν ἀρκετά στενοχωρημένος. Εἶπε στούς πατέρες:
«Κάντε προσευχή ἐκεῖ πού θά πᾶτε, πέστε καί στούς ἄλλους. Γίνεται πολύ κακό στήν Ρουμανία, ἔχουν ἐμφύλιο πόλεμο καί σκοτώνονται πολλοί.»
Ἐκεῖνο τόν καιρό εἶχε ἀνατραπῆ ὁ Τσαουσέσκου. Ὁ Γέροντας ἀπό τήν δική του «πνευματική τηλεόραση» ἔμαθε τά συμβάντα καί συμμετεῖχε στήν δοκιμασία τοῦ ρουμανικοῦ λαοῦ πονώντας, καί προσευχόμενος ἔντονα.
Ὁ Γέροντας μέ τίς εὐχές του στήριξε ἀναρίθμητες ψυχές, πού ἀξίζουν πολύ περισσότερο ἀπό ὅλον τόν κόσμο. Ἐπιπλέον μέ τήν προσευχή του θεράπευσε ἀσθενεῖς, καθάρισε δαιμονισμένους, καί μόνο ὁ Θεός γνωρίζει πόσους βοήθησε ἀφανῶς νά βροῦν τόν Θεό καί νά σωθοῦν. Τώρα πλέον πού ὁ Γέροντας δέν εἶναι κοντά μας, γιά ν ̓ ἀνάβη κεριά καί νά προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο, μᾶς βοηθᾶ καλύτερα καί πιό ἀποτελεσματικά ἀπό τόν οὐρανό. ῎Εχουμε ἀποδείξεις τά θαύματα καί τίς ἐμφανίσεις του πού γίνονται μετά τήν κοίμησή του. Ἀφοῦ σέ ὅλη του τήν ζωή «ἠναλώθη ἥδιστα ὡς κηρίον» προσευχόμενος, τώρα ἡ ἄσβεστη λαμπάδα τῆς προσευχῆς του καίει ἀκοίμητη μπροστά στήν Ἁγία Τριάδα καί πρεσβεύει γιά ὅλους μας.
Διδάσκαλος χαρισματοῦχος
Αποτελεῖ κοινή διαπίστωση ὅλων ὅσοι συνωμίλησαν μέ τόν Γέροντα καί ὅσοι διάβασαν τά κείμενά του, ὅτι κατεῖχε τό χάρισμα τοῦ λόγου καί τῆς θεολογίας, τό ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ λόγος του ἦταν ἁπλός, σάν τῶν ἁλιέων-Ἀποστόλων, πρακτικός, ζωντανός, παραστατικός, ἑλκυστικός, ἁπαλός καί γλυκύς. ῎Επεφτε σάν δροσιά στίς διψασμένες ψυχές. Στίς διηγήσεις του ἦταν ἀπαράμιλλος. Συνέπλεκε φυσιολογικά χαριτωμένες ἱστορίες καί ἀστεῖα, γιά νά γίνη ἡ διήγηση εὐχάριστη, πιό παραστατική καί νά τονίση κάτι τό πνευματικό. Συχνά μιλοῦσε μέ παραδείγματα, «ἐν παραβολαῖς», ἀπό τήν φύση καί τήν ζωή. ῏Ηταν σαφής στά λόγια του, ποιητικός καί ἀποφθεγματικός. Ἦταν ἱκανός νά μιλᾶ ἄνετα ὅλη τήν ἡμέρα χωρίς προετοιμασία καί οἱ ἀκροατές του νά κρέμωνται ἀπό τά χείλη του.
Ὁ λόγος του ἄγγιζε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Εἶπε ναρκωμανής:
«Ἐκεῖνο πού μ ̓ ἔκανε ἐντύπωση, εἶναι πού ὁ Γέροντας μέ δύο-τρία λόγια κατάφερε νά ἐπικοινωνήση μαζί μας καί νά κινήση τό ἐνδιαφέρον μας.»
Ἀνάλογα μέ τήν διάθεσή τους, ἄλλοι συνέρχονταν καί μετανοοῦσαν, ἄλλοι προβληματίζονταν, ἄλλοι ἐνθουσιάζονταν καί ἄλλοι παρηγοροῦνταν. Δέν ἔπειθε τούς ἀνθρώπους λογικά, ἀλλά τούς βοηθοῦσε πνευματικά. Κατάπληξη προξενοῦν ἡ πολυμέρειά του, οἱ πρακτικές γνώσεις, ἡ σοφία, ἡ ἀπέραντη μνήμη του. Εἶχε τήν ἱκανότητα νά κατευθύνη πνευματικά μοναχούς καί μοναστήρια, νά δίνη λύσεις στά προβλήματα λαϊκῶν, ἀγάμων καί ἐγγάμων, νά διαλέγεται μέ ἐπιστήμονες, πού ἐντυπωσιάζονταν ἀπό τίς γνώσεις καί τήν εὐστροφία του.
Συγκατέβαινε ἤ ἀνερχόταν στό μορφωτικό ἐπίπεδο καί στήν πνευματική κατάσταση τῶν ἀνθρώπων, λαμβάνοντας ὑπ ̓ ὄψιν του τόν χαρακτῆρα τους, τό ἐπάγγελμά τους, τήν καταγωγή τους, τά ἐνδιαφέροντά τους κ.ἄ. Ὁ Γέροντας, καί μετά τήν κοίμησή του, βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους μέ τά γραπτά του. Τά βιβλία του ἔχουν πρωτοφανῆ ἀπήχηση, διαβάζονται ἄπληστα, μεταφράζονται σέ πολλές ξένες γλῶσσες, μιλᾶνε στήν καρδιά, συγκινοῦν καί ἁπλούς καί διανοουμένους.
Μέ τήν διδασκαλία πού ἄφησε ὁ Γέροντας, ἀναδείχθηκε σύγχρονος διδάσκαλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Τά λόγια του κυκλοφοροῦν στά στόματα τῶν ἀνθρώπων, ἐπιδροῦν χαρισματικά καί ὁδηγοῦν ψυχές στήν σωτηρία.
Χάρισμα παρακλήσεως (= παρηγοριᾶς)
Όπως ὁ ἀνοιξιάτικος ἥλιος διώχνει τήν ὁμίχλη καί θερμαίνει, ἔτσι καί ὁ Γέροντας, μέ τό χάρισμα τῆς παρακλήσεως (παρηγοριᾶς) ἔδιωχνε τήν θλίψη καί παρηγοροῦσε κάθε βασανισμένη ψυχή πού τόν πλησίαζε. Πολλοί κατέφευγαν κοντά του, ἔρχονταν στενοχωρημένοι, καί ἔφευγαν τελείως ἀλλαγμένοι. Μόνο νά τόν ἔβλεπε κανείς ἔπαιρνε δύναμη καί χαρά. Ἄν εἶχε καί τήν εὐλογία νά συνομιλήση μαζί του, τότε ἔνιωθε πρωτόγνωρη χαρά καί ἔφευγε ἀλλοιωμένος. Τά ἴδια περίπου λόγια μποροῦσε νά πῆ καί κάποιος ἄλλος σ ̓ ἕναν πονεμένο. Τά λόγια ὅμως τοῦ Γέροντα μετέδιδαν τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, εἶχαν ἄλλη δύναμη.
Κατώρθωνε νά παίρνη ὅλον τόν ἀνθρώπινο πόνο καί τήν θλίψη καί νά μεταγγίζη χαρά καί παρηγοριά. Ὁ ἴδιος γευόταν τήν πίκρα, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι γέμιζαν χαρά καί γλυκύτητα. Ἡ εἰλικρινής ἀγάπη του γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ἔκανε τόν πόνο καί τά προβλήματα τῶν ἄλλων δικά του. Οἱ ἀσθενεῑς ἔβλεπαν τό παράδειγμά του καί παρηγοροῦντο. Ἐνῶ ὁ ἴδιος ὑπέφερε ἀπό πολλές ἀσθένειες, ὑπέμενε καί δοξολογοῦσε. Δέν παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τοῦ δώση ὑγεία. ῏Ηταν πάντα εὐδιάθετος, ξεχείλιζε ἀπό χαρά καί χαροποιοῦσε τούς θλιμμένους. ῞Ολοι ἔφευγαν χαρούμενοι μέσα στίς θλίψεις τους. Δέν ἔδινε ψεύτικη παρηγοριά. Τόνιζε τήν πίστη στόν Θεό, τήν ὑπομονή, τήν δοξολογία, τήν πνευματική ἀντιμετώπιση τῆς δοκιμασίας, καί ἔδειχνε τό τέλος καί τόν σκοπό τῶν θλίψεων. Γλύκαινε τά παθήματα τῆς παρούσης ζωῆς μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνίας.
Ὅταν κανείς πλησίαζε στό Καλύβι του, ἔνιωθε μιά γλυκύτητα. «῞Ολη ἡ ἀτμόσφαιρα σέ γλύκαινε», ὅπως μαρτυροῦν πολλοί. Κανείς δέν ἔφευγε ἀπό κοντά του ἀπαράκλητος. Νέοι μέ ψυχολογικά προβλήματα καί τάσεις αὐτοκτονίας παρηγοροῦντο καί ἔφευγαν μέ σταθερή ἀπόφαση νά μετανοήσουν καί νά ζήσουν πνευματικά. Ἑλληνοπόντιος πρόσφυγας δέν κατάφερνε νά βρῆ ἐργασία. ῏Ηρθε σέ ἀπόγνωση. Εἶχε ἀποφασίσει νά αὐτοκτονήση. Ἕνας φίλος τοῦ συνέστησε νά ἐπισκεφθῆ τόν γέροντα Παΐσιο καί πῆγε νά τόν δῆ. Ἄλλαξε, ἔγινε ἄλλος ἄνθρωπος καί ἔφυγε χαρούμενος μέ ἐλπίδες. Στό τέλος εἶπε:
› Καί βουνό νά μοῦ τύχη τώρα θά τό κάνω στήν ἄκρη νά περάσω.
Εὐλαβής προσκυνητής κλαίγοντας ἀπό συγκίνηση διηγήθηκε:
«Εἶχα ἔρθει τό 1992 ἀπό τόν Καναδᾶ ἀπελπισμένος. Ἤμουν χωρισμένος, ἔπαιρνα ναρκωτικά καί δεκατέσσερα φάρμακα. Εἶχα τριανταδύο χρόνια νά κοινωνήσω. Ὁ Γέροντας συνωμιλοῦσε μέ καμμιά δεκαπενταριά ἀνθρώπους στήν αὐλή. Φαινόταν πολύ ἐξαντλημένος. Ἔφυγαν οἱ ἄλλοι καί ἔμεινα τελευταῖος. Μοῦ εἶπε:
› Ἀπό πολύ μακρυά ἔρχεσαι. Πολύ καιρό σέ περίμενα.
Ἡ ἀγάπη του μέ ἀλλοίωσε. Ἔνιωθα ὅτι ἔβλεπε τά πάντα. Ξέχασε τήν κατάστασή του καί πῆρε πάνω του ὅλα τά προβλήματά μου. Ὅλα μοῦ τά τακτοποίησε: Τήν ὑγεία· (τώρα παίρνω μόνο ἕνα χάπι γιά τήν πίεση), τήν οἰκογένεια· ἔχω τώρα καί μιά κορούλα Παϊσία, τήν ἐργασία καί τό κυριώτερο τήν πίστη μου στόν Χριστό. Ἡ μητέρα μου χαρούμενη μοῦ λέει:
› Παιδί μου, εἶσαι ὅλος ἕνα θαῦμα.»
Κάποτε στήν Θεσσαλονίκη συνάντησε ὁ Γέροντας ἕναν κληρικό-μαθητή του. Ἐνῶ συνωμιλοῦσαν, τούς πλησίασε μιά μαυροφόρα γυναίκα, πολύ πικραμένη, καί εἶπε μέ ἔνταση καί πόνο:
› Πέστε μου, γιατί εἶναι ἄδικος ὁ Θεός; Μοῦ πῆρε τόν ἄνδρα μου καί τώρα τό παιδί μου.
Ὁ Γέροντας δέν εἶπε τίποτε. Κοίταξε δεξιά-ἀριστερά καί προσευχήθηκε. ῞Υστερα εἶπε στήν γυναίκα:
› Εὐλογημένη, τώρα σάν μοναχή εἶσαι.
Ἡ γυναίκα ἠρέμησε, ἔβαλε μετάνοια, φίλησε τό χέρι του καί ἔφυγε εὐχαριστώντας.
Ἀκόμη καί λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του, ὅταν ἦταν μεγάλοι οἱ πόνοι τῆς ἀσθενείας του καί ἦταν σχεδόν ἡμιθανής, δέν ἔπαυε νά παρηγορῆ τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Νέος γνωστός του εἶχε σοβαρό πρόβλημα ὑγείας, πού τοῦ δημιούργησε θλίψη ἀβάσταχτη. Κατέφυγε σέ ψυχιάτρους καί ἔπαιρνε φάρμακα. Ὁ Γέροντας τόν κάλεσε ἰδιαίτερα, τόν εἶδε γιά λίγα λεπτά, τοῦ εἶπε δυό λόγια, ἀλλά ἡ χαρά πού πῆρε τό παιδί ἦταν μεγάλη καί ἀπερίγραπτη. ῎Εφυγε ἄλλος ἄνθρωπος καί πέταξε τά ψυχοφάρμακα.
Ἄν καί ὁ ἴδιος ὑπέφερε, ἔδινε ὅμως παρηγοριά στούς ἄλλους. ῞Οσο ζοῦσε παρηγοροῦσε ἀπό τήν γῆ. Τώρα πιά εἶναι παράκλητος ἀπό τούς οὐρανούς καί μεσίτης πρός τόν Θεό.
«Μύρον ἐκκενωθέν»
Έλεγε ὁ Γέροντας:
«Εὐωδία δίνει ὁ Θεός κάποτε σέ ὥρα προσευχῆς. Ἄλλοτε σέ ὥρα πού δέν προσεύχεσαι. Αὐτό εἶναι γιά νά παρηγορήση, νά ἐνδυναμώση καί νά πληροφορήση κάποια ψυχή, πάντως γιά κάποιον σκοπό. Εἶναι ἔντονη ἡ εὐωδία. Δέν μοιάζει μέ τήν εὐωδία τῶν ἀρωμάτων. Αἰσθάνεσαι μεγάλη ἀνακούφιση. Μερικές φορές δέν ἀντέχεις ἀπό τήν ἔντονη εὐωδία.»
Αὐτή ἡ θεϊκή εὐωδία εἶναι δηλωτική τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σέ μέρη ἁγιασμένα ἤ ὅπου ὑπάρχουν ἅγια Λείψανα.
******
῎Οχι μόνο αἰσθανόταν εὐωδία ὁ Γέροντας, ἀλλά καί ὁ ἴδιος εἶχε γίνει «εὐωδία Χριστοῦ». Ἄπειρες φορές τόν πρόδιδε ἡ θεία χάρις καί πιστοποιοῦσε τήν ἁγιότητά του μέ εὐωδία, πού σάν «μύρον ἐκκενωθέν», ἐξερχόταν ἀπό τόν ἴδιο, ἀπό προσωπικά του ἀντικείμενα, ἤ ἀπό χώρους ὅπου ἔζησε.
******
Μοναχός ἁγιορείτης διηγεῖται:
«Ἡ εὐωδία, ἡ ὁποία πήγαζε ἀπό τόν Γέροντα, ἦταν ἄλλο πρᾶγμα. Πολλές φορές, ὅταν ἀσπαζόμουν τό χέρι του, αἰσθανόμουν ἕνα ὑπερφυσικό ἄρωμα, σάν μύρο. Τό ἴδιο αἰσθανόμουν νά ἐξέρχεται ἀπό τό στόμα του καί ὅταν μοῦ μιλοῦσε, ἐνῶ φυσιολογικά, λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς του νηστείας, θά ἔπρεπε νά ἐξέρχεται δυσοσμία. Ἐπανειλημμένως εἶχε συμβῆ τό ἴδιο ἄρωμα νά τό πρωτοαισθάνωμαι μόλις περνοῦσα τό ρέμα καί νά μέ συνοδεύη σέ ὅλη τήν διαδρομή μέχρι νά φθάσω στό Κελλί του, στήν “Παναγούδα”.»
******
Ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος Ἀ. μαρτυρεῖ:
«Μέ περίμενε ὁ Γέροντας ἕνα πρωινό γιά νά κάνουμε μιά ἐργασία μαζί. ῞Οταν τοῦ ἀσπάσθηκα τό χέρι, αἰσθάνθηκα ἔντονη εὐωδία, ἀλλά καί ὅλη ἡ αὐλή ἦταν πλήρης εὐωδίας.»
******
Μαρτυρεῖ ὁ γέροντας Γρηγόριος ἀπό τήν Ἱ. Μονή Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως:
«Κάποια φορά αἰσθανόμουν εὐωδία, ὅπως ἀπό τά ἅγια Λείψανα. Ὁ παππούλης (π. Παΐσιος) ἦταν σέ μικρή ἀπόσταση. Στήν ἀρχή ἀποροῦσα, ἀπό ποῦ προέρχεται, καί πλησιάζοντας κοντά του διαπίστωσα ὅτι ἡ εὐωδία ἐξερχόταν ἀπό τόν Γέροντα.»
Συνεννόηση μέ ἑτερογλώσσους
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Γέροντας ἐκτός ἀπό Ἑλληνικά δέν γνώριζε ἄλλη γλῶσσα. Ὅμως συνέβη ἐπανειλημμένως -ὅταν ὑπῆρχε λόγος- μέ τήν γλῶσσα τῆς Πεντηκοστῆς νά συνομιλήση καί νά συνεννοηθῆ θαυμάσια μέ ἑτερογλώσσους.
******
Διηγεῖται ὁ ἱ. Ε. Κ.:
«῎Ημουν παρών κάποτε στό Κελλί τοῦ Γέροντα, μαζί μέ ἄλλους τρεῖς ἐπισκέπτες καί ἕνα Γάλλο, πού δέν μιλοῦσε λέξη Ἑλληνικά. ῞Οταν ἦρθε ἡ σειρά του νά μιλήση μέ τόν Γέροντα, πῆγαν πιό πέρα, καί γιά δεκαπέντε λεπτά συνωμιλοῦσαν καθισμένοι στά κούτσουρα. Τούς βλέπαμε πού συζητοῦσαν μέ ἐνδιαφέρον. Πῶς ἐπικοινωνοῦσαν, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κοινή γλῶσσα ἐπικοινωνίας; Ὁ ξένος ἔφυγε χαρούμενος. Ἡ ἱκανοποίηση φαινόταν ἔκδηλη στό πρόσωπό του.»
******
Γάλλος περιηγητής εἶχε συμφωνήσει μέ κάποιον μοναχό νά πᾶνε μαζί νά δοῦν τόν Γέροντα. Τό βράδυ εἶχε ἀγρυπνία στό Μοναστήρι πού ἔμενε. Ὁ μοναχός μετά τήν ἀγρυπνία πῆγε στό Κελλί του νά ξεκουραστῆ. Ὁ ἀλλοδαπός ἀπό τόν πόθο νά δῆ τόν Γέροντα κατέβηκε μόνος του στό Καλύβι. Συνωμίλησαν θαυμάσια καί ἀπό τήν συζήτηση σχημάτισε τήν ἐντύπωση ὅτι ὁ Γέροντας γνώριζε ἄπταιστα Γαλλικά.
******
Μαρτυρία π. Π. Λ.:
«Βρέθηκα κάποτε στήν “Παναγούδα” καί ἕνας ἀλλοδαπός περίμενε νά μιλήση μέ τόν Γέροντα. Προσφέρθηκα νά κάνω τόν διερμηνέα. Ἀρχικῶς ὁ Γέροντας περίμενε νά ἀκούση τήν μετάφραση τῶν ἐρωτήσεων. Στήν συνέχεια ἀπαντοῦσε στίς ἐρωτήσεις, πρίν κάνω τήν μετάφραση!»
******
Πνευματικό τέκνο τοῦ Γέροντα διηγεῖται:
«Μιά μέρα πῆγα πολύ πρωί στήν “Παναγούδα”. Πέρασα στό Ἀρχονταρίκι καί βρῆκα ἕναν ἀλλοδαπό ἐπισκέπτη. Μέχρι νά ἑτοιμάση ὁ Γέροντας τό κέρασμα, μέ τά λίγα Ἀγγλικά πού ἤξερα, πιάσαμε τήν συζήτηση καί μοῦ εἶπε ὅτι χθές βράδυ ἦρθε ἀργά. Καθυστέρησε, γιατί ἔχασε τόν δρόμο, πέρασε ἡ ὥρα καί ὁ Γέροντας τόν φιλοξένησε. Συζήτησαν χωρίς καμμιά δυσκολία, καί ὁ ξένος νόμιζε ὅτι ὁ Γέροντας ἤξερε Ἀγγλικά.»
Παράδοξες μεταβάσεις
Ὁ Γέροντας, ἐνῶ βρισκόταν στό Κελλί του στό Ἅγιον ῎Ορος, μεταφερόταν πολύ μακρυά γιά νά βοηθήση κάποιον πού κινδύνευε ἤ γιά κάποιον ἄλλον λόγο. Οἱ ἄνθρωποι τόν ἔβλεπαν καί τόν ἄκουγαν. Ἄλλοτε ἦταν ἀθέατος, παρακολουθοῦσε καί γνώριζε τί συμβαίνει σέ κάποιο πρόσωπο, σέ μιά οἰκογένεια ἤ σέ ἕνα μοναστήρι.
******
Στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Σουρωτῆς ἔκειραν κάποια ἡλικιωμένη μοναχή ἐσπευσμένα, λόγῳ τοῦ ἐπικειμένου θανάτου της. Ὁ π. Παΐσιος δέν εἶχε πληροφορηθῆ ἀκόμη τήν ρασοφορία, ὡστόσο, ἐνῶ ἦταν στό Ἅγιον Ὄρος, παρευρίσκετο καί παρακολουθοῦσε τήν κηδεία, καί δέν μποροῦσε νά καταλάβη ποιά μοναχή κηδεύουν.
******
Τίς ἡμέρες πού πῆγε νά προσκυνήση στά Ἱεροσόλυμα ἦλθε μία παρέα νέων νά τόν δῆ. Ἐνῶ ἀπουσίαζε ἀπό τό Κελλί του, αὐτοί τόν βρῆκαν! Τούς ἄνοιξε ὁ Γέροντας, τούς κέρασε λουκούμι, συζήτησαν καί ἔφυγαν πολύ χαρούμενοι. Διανυκτέρευσαν στήν Μονή Φιλοθέου καί ἐκεῖ ἀνέφεραν ὅτι εἶδαν τόν Γέροντα. Οἱ πατέρες ἀποροῦσαν πῶς τόν βρῆκαν, ἐνῶ ἔλειπε. Τήν ἑπομένη κάποιος Φιλοθεΐτης πῆγε στήν «Παναγούδα», ἀλλά δέν βρῆκε τόν Γέροντα. Ρώτησε σέ γειτονικό Κελλί καί ἐπιβεβαίωσαν τήν ἀπουσία του. Τό γεγονός αὐτό εἶχε πληροφορηθῆ καί ὁ τότε πορτάρης τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου, ὁ νῦν ἡγούμενος Βατοπεδίου Ἀρχιμ. Ἐφραίμ καί ἄλλοι πατέρες, καί εἶχε γίνει εὐρύτερα γνωστό στό Ἅγιον Ὄρος.
******
Ὁ γέροντας Γρηγόριος ἀπό τό Μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως Χαλκιδικῆς διηγεῖται:
«Μιά μέρα, πού ἐπισκέφθηκα τόν Γέροντα στήν “Παναγούδα”, εἶχε πολύ κόσμο. Στό τέλος μοῦ εἶπε νά κοιμηθῶ στό Καλύβι του. Φάγαμε κάτι πρόχειρο καί εἶπε νά ξεκουραστοῦμε, γιατί ἦταν πολύ κουρασμένος καί ξάγρυπνος. Εἶχε δυό βραδυές νά κοιμηθῆ. Τό πρωί πού μέ κάλεσε γιά τήν ἀκολουθία, μοῦ εἶπε:
› Δέν μ ̓ ἄφησαν νά κοιμηθῶ ὅλη τή νύχτα.
› Ποιός, Γέροντα;
› Νά, γινόταν ἔξω ἀγρυπνία. ῏Ηταν πολύ ὡραῖα.»
Ἐνῶ βρισκόταν στό Ἅγιον Ὄρος συμμετεῖχε στήν ὁλονύκτια πού γινόταν σέ Μοναστήρι ἔξω στόν κόσμο.
Διόραση καί προόραση
Ὁ Γέροντας ἔχοντας τό διορατικό καί τό προορατικό χάρισμα προγνώριζε, μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐνίοτε τόν ἐρχομό τῶν ἐπισκεπτῶν, τήν διάθεση, τήν πνευματική τους κατάσταση, τό ὄνομα, τόν τόπο καταγωγῆς, τό θέμα πού τούς ἀπασχολοῦσε, τό παρελθόν καί τό μέλλον τους. Εἶχε δική του τηλεόραση (πνευματική) καί ἔβλεπε ἀκόμη κάποιο πρόσωπο πού ἦταν μακρυά του, τί κάνει, πῶς περνᾶ, μέ τί ἀσχολεῖται. Ἐγνώριζε ἄλλοτε τί γράφει ἕνα γράμμα πού τοῦ ἔστελναν καί ἔδινε τήν ἀπάντηση, χωρίς νά τό διαβάση· τί περιέχει ἕνα δέμα, χωρίς νά τό ἀνοίξη.
******
Εἶπε:
«῞Οταν ἄρχισε ὁ πόλεμος στόν Περσικό, αἰσθάνθηκα στόν ὕπνο μου ἕναν πόνο. Ἄκουγα ἕνα βουητό ἀπό κανόνια, βόμβες, ἀεροπλάνα καί ξύπνησα. Κατάλαβα ὅτι εἶχε ἀρχίσει ὁ πόλεμος καί γινόταν μεγάλο κακό. Ὅταν μετά ἦρθε ἕνας πατέρας ἀπό τό Κουτλουμούσι καί μοῦ εἶπε ὅτι ἄρχισε ὁ πόλεμος, ἀπάντησα ὅτι ἔχει περίπου δύο ὧρες πού ἄρχισε. Τό ἴδιο αἰσθάνθηκα καί τήν τρίτη ἡμέρα.»
******
Ὁ κ. Τσολάκης Βασίλειος, Ἀστυνομικός ἀπό Ἀριδαία, διηγεῖται:
«Κάποιος γνωστός μου εἶχε πάει στό ἐξωτερικό. Δυστυχῶς ἐκεῖ ἔμπλεξε μέ Προτεστάντες μέ ἀποτέλεσμα νά ἀρνηθῆ τήν Ὀρθοδοξία καί νά γίνη Προτεστάντης. Μιά μέρα μέ ἐπισκέφθηκε στό γραφεῖο μου καί βλέποντας τήν φωτογραφία τοῦ π. Παϊσίου μοῦ εἶπε ἔντρομος:
› Αὐτόν τόν ξέρω. Πρίν δέκα χρόνια πῆγα στό Κελλί του μέ ἄλλους δύο. Μόλις φτάσαμε μόνο ἐμένα δέν μοῦ ἐπέτρεψε νά μπῶ. Διότι μοῦ εἶπε ὅτι εἶμαι αἱρετικός, γιατί δέν πιστεύω στήν Παναγία καί στούς Ἁγίους.»
******
Ὁ κ. Θ., κάτοικος Χ., τελευταῖα παρακολουθοῦσε τίς διαλέξεις κάποιας ὀργανώσεως ἀπό αὐτές πού σάν δηλητηριώδη μανιτάρια ξεφυτρώνουν κάθε τόσο στήν χώρα μας μέ φιλοσοφικοεπιστημονική δῆθεν κάλυψη, ἀλλά ὑπόπτου περιεχομένου καί στόχων. Μελετοῦσε ἐπίσης σχετικά βιβλία καί φυλλάδια πού τοῦ ἔδιναν. ῞Οσα ἄκουγε ἤ διάβαζε, εἶχαν σάν ἀποτέλεσμα νά τόν κάνουν νά μήν αἰσθάνεται καλά, κάπως σάν ζαλισμένος, θολωμένος, μπερδεμένος. Προβληματιζόταν ἄν ἔπρεπε νά συνεχίση, διχαζόταν καί στενοχωριόταν. Κάποιος φίλος του πού πληροφορήθηκε τήν δυσκολία του, τοῦ συνέστησε νά πάη στό Ἅγιον ῎Ορος νά συμβουλευθῆ τόν γέροντα Παΐσιο. Πείσθηκε καί ξεκίνησε γιά τό Ἅγιον ῎Ορος, ἔβαλε μάλιστα στήν δεξιά ἐξωτερική τσέπη τοῦ μπουφάν του τήν Ἁγία Γραφή, ἐνῶ στήν ἀριστερή ἐσωτερική τσέπη κάποιο βιβλίο καί φυλλάδια τῆς ὀργανώσεως.
Φθάνοντας στήν «Παναγούδα» βρῆκε τόν Γέροντα περιτριγυρισμένο ἀπό πολύ κόσμο. Περίμενε μέχρις ὅτου ἔφυγαν οἱ ἄλλοι, ἐκτός ἀπό δύο, πού ἤθελαν νά δοῦν ἰδιαιτέρως τόν Γέροντα. Σκεφτόταν πῶς νά ἐκθέση τό πρόβλημά του, ἀλλά ὁ Γέροντας τόν πρόλαβε καί ρώτησε:
› Τί κάνει ἡ Χ.; (ἀνέφερε τήν πατρίδα του).
› Καλά εἶναι, πάτερ, εἶπε γεμᾶτος ἀπορία, γιά τό πῶς ὁ Γέροντας πού τόν ἔβλεπε πρώτη φορά, γνώριζε τήν πατρίδα του.
› Κοίτα Θ., (νέο ξάφνιασμα γιατί τόν προσφώνησε μέ τό ὄνομά του), αὐτό τό βιβλίο πού ἔχεις σ ̓ αὐτή τήν τσέπη (καί τοῦ ἔδειξε τήν τσέπη πού εἶχε τήν Ἁγία Γραφή) εἶναι καλό καί νά τό μελετᾶς, ὅσο πιό συχνά μπορεῖς, ἀλλά αὐτά πού ἔχεις ἐδῶ (καί τοῦ ἔδειξε ἀριστερά στό στῆθος) πέταξέ τα τό συντομώτερο, γιατί... ἔχει τρελλοκομεῖο ἡ Χ. (πατρίδα του); Ἄν δέν ἔχη θά πᾶς ἀλλοῦ.
******
Στό Στόμιο, ἐνῶ καθόταν μέ ἀνθρώπους στό Ἀρχονταρίκι, ἔλεγε:
› ῎Ερχεται ὁ Βασίλης καί ὁ Δημήτρης, καί σηκωνόταν νά μαγειρέψη ἤ νά ἑτοιμάση καφέ.
Ἀποροῦσαν οἱ ἄλλοι πῶς τό ξέρει.
******
Ὑπῆρχαν καί μερικοί πού ζητοῦσαν νά λάβουν πεῖρα «τοῦ ἐν αὐτῷ λαλοῦντος Χριστοῦ». ῎Ηθελαν νά διαπιστώσουν ἄν ὁ Γέροντας ἔχη διορατικό καί προορατικό χάρισμα. Ἀξιωματικός πού ἦταν στά ραντάρ θέλησε νά δοκιμάση ἄν καί τό «ραντάρ» τοῦ Γέροντα λειτουργῆ καλά, ἀλλά «πιάστηκε» ἀπό αὐτό. Δηλαδή «ἔπιασε» καί ἀπεκάλυψε τούς λογισμούς του.
******
Σέ γνωστή του μοναχή εἶπε:
«Σέ βλέπω (ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος) πού διαβάζεις συνέχεια τόν βίο τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου. Καλά κάνεις, νά τόν διαβάζης.»
******
Κάποιος χτύπησε τό καμπανάκι, ἐνῶ ὁ Γέροντας ἔκανε εἰκονάκια στήν πρέσσα. Κοίταξε ἀπό τό παράθυρο καί εἶδε ἕνα νέο. Δέν ἄνοιξε. Συνέχισε τό ἐργόχειρό του. Τρεῖς φορές πῆγε στό παράθυρο καί προσεκτικά παρατηροῦσε τόν νέο. Τήν τρίτη φορά μονολογοῦσε:
› Ἄντε στό καλό παλληκάρι, καί ἐξήγησε στόν παριστάμενο μοναχό:
› Καί νά τοῦ ἀνοίξω δέν βγαίνει τίποτε, διότι ἔχει κάνει τήν καρδιά του σταῦλο.
******
Κάποτε στόν «Τίμιο Σταυρό» χτύπησε τό καμπανάκι. Ὁ Γέροντας κοίταξε ἀπό τό παράθυρο καί εἶδε ἕναν λαϊκό νά περιμένη. Τόν παρατηροῦσε γιά λίγη ὥρα καί μονολογοῦσε:
› Πετραχήλι ἔχει, παπᾶς δέν εἶναι.
Ἀφοῦ τοῦ ἄνοιξε καί συζήτησαν ἀπεκάλυψε ὁ ἐπισκέπτης ὅτι ἦταν μάγος καί φοροῦσε κατάσαρκα πετραχήλι.
******
Μαθητής τῆς Ἀθωνιάδος πῆγε στόν Γέροντα, καί ἐκεῖνος τόν ρώτησε:
› Πόσα ἀδέλφια εἶστε;
› Ὀκτώ, ἀπάντησε τό παιδί.
› Λάθος κάνεις, τοῦ εἶπε, ἐννιά εἶστε!
Ἡ μητέρα του ἦταν ἔγκυος καί ὁ μαθητής δέν τό γνώριζε.
******
Πολλές φορές δεχόταν ἐλλάμψεις. Ἐνῶ βάδιζε ἤ συνωμιλοῦσε ἤ ἐργοχειροῦσε, λάμβανε ἕνα μήνυμα, μία πληροφορία γιά κάτι πού συνέβαινε πολύ μακρυά σέ κάποιο πρόσωπο. Τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν πληροφοροῦσε καί ὁ Γέροντας ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση ἤ ἄναβε κερί καί προσευχόταν ἤ ἔσπευδε αὐτοπροσώπως νά βοηθήση.
Χάρισμα ἰάσεων
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής θεωρεῖ τό ἰαματικό χάρισμα ἐπακόλουθο τῆς ἀγάπης. Γράφει:
«Ὁ τήν φυσικήν κατορθώσας φιλανθρωπίαν, μετά τήν τελείαν τῆς φιλαυτίας ἀναίρεσιν, ἰαμάτων δέχεται χάρισμα[35]».
Τέτοιο χάρισμα ἔλαβε καί ὁ Γέροντας. Θεράπευσε πολλούς πού ἔπασχαν ἀπό ἀσθένειες ἀνίατες, καρκίνο, λευχαιμία, καρδιοπάθεια, παραλυσία, τύφλωση, καί ἔλυσε τήν στείρωση πολλῶν γυναικῶν. Συνήθως προγνώριζε τό πρόβλημα καί τήν ἐξέλιξή του. Ἄν ἔβλεπε πίστη στόν ἀσθενῆ, καί ὅτι ἡ θεραπεία δέν θά τόν βλάψει πνευματικά, μέ μόνο τόν λόγο του, «δέν ἔχεις τίποτε, εἶσαι καλά», ὁ ἀσθενής ἔφευγε ὑγιής. Ἐνίοτε σταύρωνε τούς ἀρρώστους μέ τά ἅγια Λείψανα καί τούς ἔχριε μέ ἔλαιον ἀπό τό καντήλι τῆς Παναγίας.
******
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας τό ἑξῆς:
«Χθές (Ἰούλιος τοῦ 1992), φέρανε ἕνα παιδάκι ἐδῶ, δέκα ἐτῶν, τελείως τυφλό. Μόλις τό εἶδα, τό ρώτησα:
› Παιδί μου, τί θέλεις νά σοῦ δώση ὁ Χριστός;
Αὐτό μοῦ εἶπε:
› Θέλω νά γίνω καλό παιδί, καί πρίν προλάβω νά προσευχηθῶ τό παιδί ἀπέκτησε τό φῶς του.»
Ὁ Γέροντας διηγήθηκε αὐτό, γιά νά παρηγορήση ἄλλον ἀόμματο, ἀλλά ἀπέκρυψε τήν δική του συμβολή, ὅπως καί σέ ἄλλες περιπτώσεις πού ἁπλῶς ἀναφέρει ὅτι ὁ τάδε δέν ἔχει τίποτε, θά γίνει καλά.
******
Ὁ κ. Γκόλιας Ματθαῖος ἀπό τά Ἰωάννινα μαρτυρεῖ:
«Ἑνός φίλου μου ἡ κόρη, ἡλικίας 17 ἐτῶν, ἔπασχε ἀπό σκλήρυνση κατά πλάκας καί σιγά-σιγά παρέλυε. Πήγαμε στόν Γέροντα καί τοῦ ἀναφέραμε σχετικά. Λέει στόν πατέρα της:
› Ἡ Γεωργία θά γίνει καλά καί θά πάει νά σπουδάση.
Σέ διάστημα ἑνός ἔτους ἡ βελτίωση ὑπῆρξε θεαματική. Ἡ Γεωργία ἔγινε τελείως καλά καί σπούδασε στήν Ἀθήνα. Ἔκτοτε δέν ἀρρώστησε ξανά.»
******
Μαρτυρία Π. Δ. ἀπό Θεσσαλονίκη, ἀποφοίτου Ἀθωνιάδος:
«Κάποιος μαθητής τῆς Ἀθωνιάδος, ὁ Ἰ. Μ. κατά τό ἔτος 1989 ἀρρώστησε ἀπό καρκίνο. Βρέθηκε ὄγκος πίσω ἀπό τό μάτι. Πρίν μπῆ στό χειρουργεῖο, πῆγε ἡμέρα Σάββατο μέ τόν πατέρα του στόν Γέροντα. Ὁ πατέρας μέ δάκρυα παρακαλοῦσε νά κάνη προσευχή καί τόν ρωτοῦσε ἐπίμονα, ἄν θά γίνει καλά τό παιδί του. Ὁ Γέροντας μέ σιγουριά τούς εἶπε:
› Μήν στενοχωριέστε, δέν εἶναι τίποτε.
Ἔφυγαν κάπως παρηγορημένοι. Ὅταν τήν Τετάρτη πῆγαν γιά τήν ἐγχείρηση, οἱ γιατροί κατόπιν ἐξετάσεων, διεπίστωσαν ὅτι ὁ ὄγκος εἶχε ἐξαφανισθῆ, δέν ὑπῆρχε τίποτε καί φυσικά ἐξεπλάγησαν. Ὁ πατέρας καί ὁ γυιός κατάλαβαν τί εἶχε συμβῆ καί τό Σάββατο ἦρθαν πάλι στό Ὄρος καί πῆγαν χαρούμενοι στόν Γέροντα, γιά νά τόν εὐχαριστήσουν. Ὁ πατέρας καί πάλι ἔκλαιγε, ἀλλ ̓ αὐτή τήν φορά μέ δάκρυα χαρᾶς, διότι μέ τίς εὐχές τοῦ Γέροντα σώθηκε τό μάτι τοῦ παιδιοῦ του.»
******
Ὁ Ἱερομόναχος Ἀ. ἀνέφερε:
«Κάποια γυναίκα εἶχε 14 χρόνια παντρεμένη χωρίς νά ἀποκτήση παιδί. Ἀγανακτοῦσε καί ἔλεγε:
› Γιατί ὁ Θεός νά μήν μοῦ δώση καί μένα παιδί;
Ἀνέφερα στόν Γέροντα τήν περίπτωση καί μοῦ εἶπε:
› ῎Ε, νά κάνη ἕνα παδί, γιά νά μήν γογγύζη.
Καί ὄντως στό χρόνο ἀπέκτησε.»
******
Ὑπῆρχαν καί ἄλλες δυσκολώτερες περιπτώσεις, ὅπως ἀνέφερε ὁ Γέροντας:
«Κάνω γιά ὁρισμένους χρόνια προσευχή καί δέν βοηθιοῦνται, γιατί ἔχουν πεῖσμα, θέλημα, ἐγωισμό. Λένε:
› Γιατί ὁ Θεός δέν μοῦ δίνει αὐτό;
Καί γιατί νά μᾶς τό δώση; Γιά νά μᾶς κάνη πιό ἐγωιστές, πιό θεληματάρηδες; Δέν τούς ὠφελεῖ ἄν τό δώση. Εἶναι σάν νά διατάζη μ ̓ αὐτόν τόν τρόπο τόν Θεό. Ἐνῶ, ἄν ἔλεγαν:
› Ἄν θέλης, δῶσε μου αὐτό.
Ὁ τρόπος προσευχῆς νά εἶναι ταπεινός.»
Ἔγραφε σέ ἐπιστολή (18-9-67):
«Πολλές φορές ἐπέμεινα στήν προσευχή διά διάφορα θέματα (ἀπαιτητικῶς) ἤ ἀτομικά μου ἤ ἄλλων ἀδελφῶν καί μετά ἀναγκάστηκα νά ζητήσω συγγνώμην ἀπό τόν Θεό καί νά ζητῶ ξανά τό ἀντίθετο. Ἔκτοτε παρακαλῶ ὅ,τι εἶναι συμφέρον τῆς ψυχῆς νά δίδη σάν καλός πατέρας, διότι ὅλη ἡ θυσία Του ἔγινε διά νά ἀποκαταστήση τίς ψυχές μας στόν παράδεισο κοντά Του.»
Ὁ Γέροντας δέν μεροληπτοῦσε, οὔτε ἔκανε διακρίσεις. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετικό γιά τόν κάθε ἄνθρωπο. Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ὅλοι παρηγοροῦνταν καί ἐνισχύονταν ἀπό τόν Γέροντα. Ἄν δέν προηγηθῆ ἡ ψυχική θεραπεία, ἡ σωματική μόνη της δέν ὠφελεῖ, γιατί συνήθως οἱ θεραπευμένοι ἐπανέρχονται στόν ἴδιο ἁμαρτωλό τρόπο ζωῆς.
Ἐπεδίωκε ὄχι μόνο νά θεραπευθῆ ὁ ἀσθενής, ἀλλά περισσότερο νά σωθῆ ἡ ψυχή του, γιά τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί ἔχυσε τό αἷμα Του. Φυσικά τό πιό μεγάλο θαῦμα γι ̓ αὐτούς πού θεραπεύονταν ἦταν ὅτι ἐνδυναμώνονταν στήν πίστη, γίνονταν συνειδητά πιστοί, θεράπευαν τήν ψυχή τους ἀπό τά πάθη καί δόξαζαν μέρα-νύχτα τόν Θεό. Αὐτό ἔχει ἀπείρως μεγαλύτερη ἀξία καί αἰώνια διάρκεια. ῎Ηθελε νά συνεργήσουν καί οἱ ἀσθενεῖς στήν θεραπεία τους. Νά κάνουν ἔστω καί μιά μικρή θυσία γιά τόν Χριστό, π.χ. νά κόψουν ἕνα πάθος τους, τό τσιγάρο, τό ποτό ἤ κάτι ἄλλο.
῞Οταν οἱ θεραπευθέντες ἀπό εὐγνωμοσύνη ἤθελαν νά προσφέρουν κάτι, ὁ Γέροντας δέν τό δεχόταν. Ζητοῦσε μόνο νά τακτοποιηθοῦν πνευματικά, νά ἐξομολογηθοῦν, νά κοινωνοῦν καί νά ζοῦν ὡς καλοί Χριστιανοί. Δέν ζητοῦσε νά κάνουν ἐλεημοσύνες μεγάλες, νά κτίζουν Ἐκκλησίες κ.λπ., οὔτε ἐπέβαλλε φορτία δυσβάστακτα. Αὐτά τά ἄφηνε στήν προαίρεσή τους. Ἡ χαρά τοῦ Γέροντα ἦταν μεγάλη, ὅταν μαζί μέ τήν σωματική θεραπεία θεραπευόταν καί ἡ ψυχή τοῦ ἀσθενοῦς, βοηθιόταν ὅλη ἡ οἰκογένειά του καί δοξαζόταν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Προβολέας ἀκτίστου φωτός
Ὁ Σεβασμιώτατος μητροπολίτης Ξάνθης κ.κ. Παντελεήμων ὡς αὐτόπτης μάρτυς ἀναφέρει:
«῏Ηταν βαθύς ὄρθρος, μετά ἀπό διανυκτέρευση στήν Καλύβη τῆς “Παναγούδας”. Διαβάσαμε τήν ἀκολουθία στό Ἐκκλησάκι τοῦ Κελλιοῦ. Λειτουργοῦσα (ὡς ἱερεύς) καί ἔψελνε ὁ γερο-Παΐσιος. Καθώς προχωροῦσε ἡ θεία Λειτουργία, ἦλθε ἡ ὥρα τῆς θείας Κοινωνίας. Ὁ Γέροντας πλησίασε μετά πολλῆς εὐλαβείας καί συστολῆς νά μεταλάβη τῶν ἀχράντων Μυστηρίων.
Καθώς ἔσκυψε, ἔβγαλε τό σκοῦφο του ἐλευθερώνοντας τά μαλλιά του. ῎Εκπληκτος παρατηροῦσα ὅτι τό πρόσωπό του μέ φανερά τά σημεῖα τῆς θείας ἀλλοίωσης εἶχε γίνει φωτεινό. Ἐξέπεμπε ἱλαρό, ἔντονο φῶς! Θέαμα ἀσυνήθιστο γιά μένα, τό ὁποῖο μετέφερε μέσα μου τόν γλυκασμό αὐτῆς τῆς θείας μαρμαρυγῆς. Δέν θέλησα νά πῶ τίποτα. Κράτησα ὡς τίμιον δώρημα στήν μνήμη μου τήν φωτοφόρο μορφή του ἕτοιμη νά ὑποδεχθῆ τόν Κύριο τῆς δόξης, καί τήν καταθέτω, γιατί δέν ἀνήκει στήν ἐλαχιστότητά μου, ἀλλά σέ ὅλους ὅσοι ἀποζητοῦν παρηγοριά ἀπό τό φωτοφόρο πρόσωπο τοῦ Γέροντα.»
Γ’. ΠΡΟΣΦΟΡΑ
Πρός τήν μητέρα Ἐκκλησία
Ὅπως ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος εἶχε τρεῖς μητέρες, τήν φυσική του μητέρα, τήν Παναγία καί τήν βροντή, διότι ὠνομάσθηκε ἀπό τόν Κύριο «βοανεργές» (υἱός βροντῆς), ἔτσι καί ὁ Γέροντας, ἐκτός ἀπό τήν μητέρα του Εὐλογία καί τήν Παναγία, αἰσθανόταν καί τήν ἁγία μας Ἐκκλησία ὡς ἀληθινή του μητέρα. Εἶναι ὄντως μητέρα ὅλων τῶν πιστῶν, ἀφοῦ μᾶς ἀναγεννᾶ μέ τό Βάπτισμα καί μᾶς τρέφει μέ τήν χάρι τῶν μυστηρίων της. Ὁ Γέροντας τόνιζε ἰδιαίτερα αὐτή τήν σχέση του. ῎Εγραφε σέ ἐπιστολή του πρός κάποιον νέον:
«Μετά, ὅταν τελειώσης τίς σπουδές, νά κάνης ὅ,τι σέ ἀναπαύει ἐντός τῶν κόλπων τῆς μητέρας Ἐκκλησίας.»
῏Ηταν μοναχός μέ ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί ἐκκλησιαστική συνείδηση. Οἱ ἐκκλησιολογικές του ἀπόψεις ἦταν ὀρθοδοξότατες. Πίστευε ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει τό πλήρωμα τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀληθείας. Ἔλεγε:
«῞Ο,τι ἔχει ἡ Ἐκκλησία εἶναι λαμπικαρισμένο.»
Ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων κατορθώνεται στήν Ἐκκλησία. Αἰσθανόταν ὅτι ἀποτελεῖ μέλος της. Ὑπέτασσε τό θέλημά του καί θυσιαζόταν γιά τό καλό της. Ἀκόμη καί ἡ ἄσκησή του εἶχε ἐκκλησιαστική ἀναφορά. Πίστευε ὅτι:
«Ὅταν διορθώσω τόν ἑαυτό μου, διορθώνεται ἕνα κομμάτι τῆς Ἐκκλησίας.»
Ἡ ἀγάπη του γιά αὐτήν ἦταν πολύ μεγάλη. Γιά τήν εὐστάθειά της ὑπέμεινε κόπους καί θυσίες, γιά τήν δόξα της προσευχόταν συνεχῶς. Γιά τήν ἑνότητά της ἀγωνίστηκε πολυτρόπως. Ἔγραφε:
«Δέν εἶμαι ἀπό ἐκείνους πού ἔχουν κάνει τήν Ὀρθόδοξον τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν κόμμα. Ἀγαπῶ τούς καλούς ἐργάτας τοῦ Χριστοῦ καί βοηθῶ ὅσο μπορῶ.»
Βοήθησε πολλούς νέους νά γίνουν καλοί κληρικοί, ἐργάτες στόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου. Τούς συμβούλευε:
«Ἐργασθεῖτε ταπεινά μέσα στήν Ἐκκλησία καί ὁ Κύριος θά σᾶς προδώσει (ἀναδείξει, φανερώσει) στά μάτια τῶν ἀνθρώπων.»
Κάποιοι ἀπό αὐτούς σήμερα κοσμοῦν τήν Ἱεραρχία. ῎Ηθελε οἱ κληρικοί νά ἑτοιμάζουν τόν λαό μέ τήν μετάνοια, γιά νά ἀποφύγουμε τήν δικαία ὀργή τοῦ Θεοῦ. Ἡ διακονία τους νά ἀποβλέπη στήν σωτηρία τῶν πιστῶν καί στήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι στήν αὐτοπροβολή. ῎Ελεγε γιά κληρικό πού ἐπετέλεσε ἔργο ἀξιόλογο, ὅτι:
«… θά εἶχε ἀξία τό ἔργο του, ἄν δέν ἦταν κάτι τό προσωπικό.»
Ὁ ἴδιος ἀθόρυβα ἀπό τό ἀσκητήριό του παρακολουθοῦσε τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση μέ ἐνδιαφέρον. Προσευχόταν, μιλοῦσε, ἔγραφε καί, ὅταν τό ἔκρινε ἀναγκαῖο, ἐξερχόταν στόν κόσμο γιά κάποια ἐκκλησιαστική ὑπόθεση. Γιά ἕνα τέτοιο θέμα βγῆκε καί συνάντησε τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο καί ἄλλη φορά πῆγε στόν μητροπολίτη Φλωρίνης κ.κ. Αὐγουστῖνο. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
› Καλόγερε, ἦρθες νά μέ ἐλέγξης;
› Ὄχι, Σεβασμιώτατε, ἀπάντησε.
› Τό Εὐαγγέλιο λέει «ἐάν ἁμαρτήση εἰς σέ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε καί ἔλεγξον αὐτόν[36]», δέν λέει γιά τόν Πατέρα.
Τοῦ ἔβαλε ἐδαφιαία μετάνοια καί στήν συνέχεια τοῦ εἶπε κάτι, τό ὁποῖο δέχθηκε ὁ ἀγωνιστής Μητροπολίτης καί ἔκτοτε τόν εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια. Ἀρκετοί Ἐπίσκοποι τόν συμβουλεύονταν καί ἐπιζητοῦσαν τήν ἐπικοινωνία μαζί του. Πονοῦσε πολύ, ὅταν ὑπῆρχαν σκάνδαλα καί ἐκκλησιαστικές κρίσεις. Τότε προσευχόταν περισσότερο. «Σᾶς ἔγραψα τό βαθύ πόνο μου», ἔγραφε σέ ἐπιστολή του σέ μιά τέτοια περίοδο (12-4-75), καί ἐξηγοῦσε γιατί συμβαίνουν αὐτά:
«Λείπει ἡ πατερική πνευματική ἀρχοντιά καί ἑπόμενο εἶναι νά μαλώνουμε σάν τούς γύφτους.»
Γιά τό πολυσυζητημένο θέμα τῶν θρησκευτικῶν ὀργανώσεων ὁ Γέροντας εἶπε:
«Τίς χριστιανικές ὀργανώσεις νά μήν τίς διαλύσουμε, ἀλλά νά τίς κάνουμε πατερικές.»
Ἰδιαιτέρως σεβόταν τόν Οἰκουμενικό θρόνο. Ἀναγνώριζε τήν πανορθόδοξη ἀποστολή του καί κατανοοῦσε τήν δύσκολη θέση πού βρίσκεται. Προσευχόταν πολύ καί τόν ὑπερασπίστηκε δημόσια σέ πολλές περιπτώσεις. Ἀπό τό Στόμιο εἴδαμε τόν Γέροντα σφοδρό πολέμιο τῶν αἱρέσεων. Στά θέματα τῆς πίστεως ἦταν ἀκριβής καί ἀσυγκατάβατος. Εἶχε μεγάλη ὀρθόδοξη εὐαισθησία, γι ̓ αὐτό δέν δεχόταν συμπροσευχές καί κοινωνία μέ πρόσωπα μή ὀρθόδοξα. Τόνιζε:
«Γιά νά συμπροσευχηθοῦμε μέ κάποιον, πρέπει νά συμφωνοῦμε στήν πίστη.»
Διέκοπτε τίς σχέσεις του ἤ ἀπέφευγε νά δῆ κληρικούς πού συμμετεῖχαν σέ κοινές προσευχές μέ ἑτεροδόξους. Τά «μυστήρια» τῶν ἑτεροδόξων δέν τά ἀναγνώριζε καί συμβούλευε οἱ προσερχόμενοι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νά κατηχοῦνται καλά πρίν βαπτισθοῦν.
Καταπολέμησε τόν οἰκουμενισμό καί μιλοῦσε γιά τό μεγαλεῖο καί τήν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν πληροφορία του ἀρυόμενος ἀπό τήν ἐν καρδίᾳ του θεία χάρι. Ὁ βίος του ἀποδείκνυε τήν ὑπεροχή τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιά ἕνα διάστημα εἶχε διακόψει, μαζί μέ ὅλο σχεδόν τό ὑπόλοιπο Ἅγιον ῎Ορος, τό μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα γιά τά ἐπικίνδυνα ἀνοίγματά του πρός τούς Ρωμαιοκαθολικούς. Ἀλλά τό ἔκανε μέ πόνο. Εἶπε σέ κάποιον:
«Κάνω προσευχή γιά νά κόβη ὁ Θεός μέρες ἀπό μένα καί νά τίς δίνη στόν πατριάρχη Ἀθηναγόρα, γιά νά ὁλοκληρώση τήν μετάνοιά του.»
Χωρίς νά ἐπιδιώκη νά φαίνεται ὁμολογητής, μέ τόν τρόπο του, ἀντιδροῦσε, μιλοῦσε καί ἔγραφε σέ ἐκκλησιαστικά πρόσωπα. Ἔλεγε:
«Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι καράβι τοῦ κάθε ἐπισκόπου νά κάνη ὅ,τι θέλει.»
Οἱ ἀντιδράσεις του αὐτές συνωδεύονταν ἀπό πολλή προσευχή καί ἀγάπη γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά τούς παρεκτρεπομένους, καί προϋπέθεταν ἀπάθεια, διάκριση καί ἄνωθεν φωτισμό.
῞Ενα ἄλλο θέμα πού ἀπασχόλησε τόν Γέροντα ἦταν τό θέμα τοῦ ἡμερολογίου. Πονοῦσε γιά τόν χωρισμό καί προσευχόταν. Λυπόταν γιά τίς παρατάξεις τῶν παλαιοημερολογιτῶν πού εἶναι ξεκομμένες σάν τά κλήματα ἀπό τήν Ἄμπελο, καί δέν ἔχουν κοινωνία μέ τά Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καί τίς κατά τόπους αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Μερικές τέτοιες ἐνορίες στήν Ἀθήνα καί στήν Θεσσαλονίκη ἑνώθηκαν καθ ̓ ὑπόδειξή του μέ τήν Ἐκκλησία κρατώντας τό παλαιό ἑορτολόγιο. Ἔλεγε:
«Καλό ἦταν νά μήν ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἑορτολογική διαφορά, ἀλλά δέν εἶναι θέμα πίστεως.»
Στίς ἐνστάσεις ὅτι τό νέο ἡμερολόγιο τό ἔκανε Πάπας, ἀπαντοῦσε:
«Τό νέο ἡμερολόγιο τό ἔκανε Πάπας καί τό παλιό εἰδωλολάτρης», ἐννοώντας τόν Ἰούλιο Καίσαρα.
Μέ τήν ἀγάπη, τήν προσευχή καί τήν διάκρισή του, γνώριζε πότε νά μιλᾶ, πῶς νά ἐνεργῆ καί νά βοηθᾶ ἀθόρυβα τήν μητέρα Ἐκκλησία, ἀποφεύγοντας τά ἄκρα καί θεραπεύοντας πληγές πού ταλαιπωροῦν τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί σκανδαλίζουν τούς πιστούς.
Ὑπέρ τοῦ γένους καί τῆς Πατρίδος
Ὁ Γέροντας, ξερριζωμένος ἀπό τήν βρεφική του ἡλικία, καί ἔχοντας ζήσει τήν φρίκη τοῦ πολέμου καί τῆς Κατοχῆς, γνώριζε ἀπό τήν πεῖρα του ὅτι τό νά «διάγωμεν ἤρεμον καί ἡσύχιον βίον» εἶναι μεγάλη εὐλογία. Ἀγαποῦσε τήν Πατρίδα καί ἔλεγε:
«Καί ἡ Πατρίδα εἶναι μιά μεγάλη οἰκογένεια.»
Δέν ἐπεδίωκε τό ἐθνικό μεγαλεῖο, τήν δόξα καί τήν ἰσχύ μέ τήν κοσμική ἔννοια, ἀλλά τήν εἰρήνη, τήν πνευματική ἄνοδο καί τήν ἠθική ζωή τῶν πολιτῶν, γιά νά μᾶς βοηθᾶ καί ὁ Θεός. Οὔτε ἐπιζητοῦσε τήν ἀσφάλεια γιά νά ἀπολαμβάνουν οἱ ἄνθρωποι τίς ἀνέσεις τους. Σέ κάποιον ῞Ελληνα θερμό πατριώτη πού ζοῦσε στήν Ἀμερική καί προσπαθοῦσε νά προβάλλη τήν Ἑλλάδα, συνέστησε ν ̓ ἀγωνισθῆ γιά νά ἁγιάση καί ὕστερα νά προβάλλη σωστά καί πνευματικά καί τήν Ἑλλάδα.
῞Οπως οἱ Προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ συμμετεῖχαν στήν ζωή τοῦ ἔθνους ἐνεργά μέ τόν τρόπο τους, προσεύχονταν, θρηνοῦσαν, ἔλεγχαν βασιλεῖς, κήρυτταν μετάνοια καί προφήτευαν γιά τά ἐπερχόμενα δεινά, τό ἴδιο καί ὁ Γέροντας δέν ἦταν ἀδιάφορος καί ἀπαθής στά θέματα τῆς Πατρίδος. Ὁ προφήτης δέν ἦταν ἐθνικιστής πού ἔλεγε:
«Διά Σιών οὐ σιωπήσομαι[37].»
Τό ἴδιο καί ἡ στάση τοῦ Γέροντα ἦταν καθαρά πνευματική. Στά θέματα τῆς Πατρίδος δέν ἤθελε οἱ Χριστιανοί νά εἶναι ἀδιάφοροι. Πολύ λυπόταν πού ἔβλεπε πνευματικούς ἀνθρώπους νά ἐπιζητοῦν νά βολευθοῦν οἱ ἴδιοι καί νά μήν ἐνδιαφέρωνται γιά τήν Πατρίδα. Ὁ καημός του καί ἡ ἀπορία του ἦταν πῶς οἱ ὑπεύθυνοι δέν ἀντιλαμβάνονται ποῦ ὁδηγούμαστε. Ὁ ἴδιος ἀπό παλαιά διέβλεπε τήν σημερινή κατάσταση καί ἀνησυχοῦσε, ἀλλά δέν διέσπειρε τίς ἀνησυχίες του στόν κόσμο. Ἔλεγε:
«Ἀπό τό κακό πού ἐπικρατεῖ σήμερα θά βγεῖ μεγάλο καλό.»
Πίστευε ὅτι ἕνας μοναχός μπορεῖ νά βοηθήση ὁλόκληρο τό Ἔθνος.
«Ἄλλον ὁ Θεός τόν κάνει μοναχό γιά νά βοηθήση μιά οἰκογένεια καί ἄλλον γιά νά βοηθήση ὁλόκληρο Ἔθνος. Τό Ἅγιον Ὄρος πολλά μπορεῖ νά προσφέρη. Μπορεῖ νά δημιουργήση πάλι τό Βυζάντιο ἀπό τό ὁποῖο προῆλθε.»
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Μορφή, χαρακτήρας καί φυσικά χαρίσματα τοῦ Γέροντα
Η ἐξωτερική ἐμφάνιση τοῦ Γέροντα ἦταν ἑνός συνηθισμένου μοναχοῦ. Τό ἀνάστημά του μέτριο, περίπου 1,60 μ. ὕψος. ῏Ηταν πολύ λεπτός, σκελετωμένος ἀπό τήν πολυετῆ ἄσκηση, μέ ὡραῖα, ἁρμονικά καί λεπτά τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου. Ἡ ὅλη ἐμφάνισή του ἀπέπνεε καλωσύνη καί συμπάθεια.
Τό βλέμμα του ζωηρό, ἐκφραστικό (ἐκφραζόταν καί μιλοῦσε μέ τά μάτια του), διεισδυτικό καί σπινθηροβόλο. Εἰρήνη, σιγουριά καί ἀρχοντιά συνώδευαν τίς κινήσεις του. Τά γένια του μέτρια, πυκνά καί σχεδόν κατάλευκα πρίν ἀπό τήν κοίμησή του. Τά μαλλιά του μιξοπόλια (ἀσπρόμαυρα) καί πολύ πυκνά, ἔφθαναν ὥς τούς ὤμους του. Συνήθως φοροῦσε πλεκτό μάλλινο σκοῦφο, χοντρό γιά τό κρύο. Σέ ἐξόδους φοροῦσε τόν συνηθισμένο ἁγιορείτικο.
Οἱ παλάμες τῶν χεριῶν του μεγαλύτερες τοῦ κανονικοῦ, στιβαρές, ἔδειχναν ἄνθρωπο πού εἶχε ἀσχοληθῆ μέ χειρωνακτικές ἐργασίες. Τά πέλματα τῶν ποδιῶν του μεγάλα, δυσανάλογα πρός τό ἀνάστημά του. Τά δόντια του ἔλειπαν σχεδόν ὅλα, ἐκτός ἀπό δύο στήν ἄνω σιαγόνα καί λίγα μπροστινά στήν κάτω. Δέν θέλησε νά βάλη δόντια, ἄν καί τοῦ πρότειναν πνευματικά του τέκνα. Συγκατατέθηκε ὅμως καί ἔβαλε δύο «γκυλιέδες», ὅπως ὠνόμαζε τίς θῆκες. ῞Οταν γελοῦσε, φαίνονταν χαρακτηριστικά. Παρά τήν ἔλλειψη τῶν δοντιῶν, μιλοῦσε καθαρά, καί δέν φαινόταν αὐτό σάν σωματικό μειονέκτημα. Ἡ ἔκδηλη θεία χάρι σκέπαζε αὐτή τήν ἔλλειψη καί τόν ἔκανε νά φαίνεται «ὡραῖος κάλλει». Τό πρόσωπό του ἦταν φωτεινό καί χαριτωμένο. Ὁλόκληρος ἦταν «λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα».
Οἱ αἰσθήσεις του παρέμειναν ὀξύτατες ὥς τήν κοίμησή του καί λειτουργοῦσαν πολύ καλά. Μέ τήν ὄσφρησή του ἀπό ἕνα χιλιόμετρο μακρυά αἰσθανόταν κάποιον πού κάπνιζε. Ἡ ἀκοή του πολύ εὐαίσθητη. Ἡ ὅρασή του καταπληκτική. Ἔβλεπε λεπτομέρειες ἀπό πολύ μακρυά. Μέ γυαλιά πρεσβυωπίας ἔκανε ξυλόγλυπτα μέ λεπτομέρειες ὥς τά τέλη τῆς ζωῆς του.
Φαινόταν ἕνας φυσιολογικός ἄνθρωπος, ἀλλά ἔκρυβε στόν «κρυπτόν τῆς καρδίας ἄνθρωπον, τόν κατά Θεόν κτισθέντα», τήν θεία χάρι πού ἦταν ἀδύνατο νά κρυφθῆ καί ἀσύλληπτο νά κατανοηθῆ.
Ἄν καί γέρων λευκόθριξ, ἀσθενής καί χωρίς δόντια, ἦταν ὅμως λέων. Εἶχε κάτι τό δυνατό, τό ἀποφασιστικό, τό θεϊκό. Μέσα σέ αὐτό τό ἀσθενικό καί μικροκαμωμένο σῶμα κρυβόταν μιά ψυχή ἀνδρεία, μέ πολλή δύναμη καί θυμό. Τόν θυμό οἱ ἅγιοι Πατέρες τόν ὀνομάζουν νεῦρο τῆς ψυχῆς. Αὐτή τήν δύναμη (θυμό) τήν ἔστρεψε πρός τό καλό καί τήν ἀξιοποίησε γιά νά ἐπιτύχη τίς ἀρετές. Δέν δίσταζε νά ἐλέγξη κάποιον, ὅταν ἔκανε κακό πού ὑπερέβαινε τά ὅρια, καί νά θυμώση ἀπαθῶς[38] -«ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε»- χωρίς νά χάση τήν εἰρήνη του, πάντοτε ὅμως ὑπερασπίζοντας κάτι ἀνώτερο καί ὄχι τόν ἑαυτό του. Μιλοῦσε τότε, ὄχι κυριευμένος ἀπό τό πάθος τῆς ὀργῆς, ἀλλά μέ πόνο ψυχῆς.
Ἦταν ἀπό φύσεως ἀνοικτός καί εὐχάριστος, φιλόξενος καί ἐλεήμων, γνήσιος Ἀνατολίτης. Ἀγαποῦσε νά διηγῆται χαριτωμένες ἱστορίες μέ πνευματικό περιεχόμενο καί νά γελᾶ ἀπό τήν καρδιά του. Ἔλεγε:
«Δυστυχῶς σήμερα χάθηκε ἀπό τούς πολλούς τό φυσικό γέλιο.»
Μποροῦσε νά ξεσπάση σέ κλάματα ἀπό συμπάθεια, νά ἀσπασθῆ ὡς ἀδελφό του κάποιον πονεμένο πού πρώτη φορά ἔβλεπε, καί νά κάνη κάθε θυσία γιά νά τόν ἀναπαύση καί νά τόν βοηθήση. Καί ὅλα αὐτά τά ἔκανε ἀπό τήν καρδιά του φυσικά καί αὐθόρμητα. Θυσιαζόταν γιά τό πιστεύω του καί γιά τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Ἀπεχθάνετο τήν διπροσωπία, τήν χαμέρπεια καί τήν ἀσυνειδησία. Τιμοῦσε καί σεβόταν τούς ἐναρέτους, τούς εὐλαβεῖς, ὅσους εἶχαν ἰδανικά καί ἐργάζονταν γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους, τούς φιλότιμους πού εἶχαν πνεῦμα θυσίας. ῎Ελεγε:
«῎Εχω μέσα στήν καρδιά μου αὐτούς πού ἔχουν καλωσύνη, εὐλάβεια καί ἁπλότητα.»
Στόν πιό ἄσημο ἄνθρωπο, ἄν μάλιστα ἦταν πονεμένη καί εὐαίσθητη ψυχή, ταπεινωνόταν ἀπεριόριστα, γινόταν χῶμα. Ἀλλά γινόταν βουνό πανύψηλο, βράχος ἀσάλευτος στίς ἀπειλές, στούς ἐκφοβισμούς, στίς κολακεῖες, στίς δωροδοκίες τῶν δυνατῶν. ῏Ηταν ἀπτόητος μπροστά στίς ἀπειλές, τόν κίνδυνο καί τόν θάνατο. ῏Ηταν ἄτρωτος ἀπό συκοφαντίες, ἀκόμη καί στά κτυπήματα «τῶν πολεμούντων αὐτόν ἀπό ὕψους[39]» (δηλαδή τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς).
῏Ηταν ἄνθρωπος μέ πλούσιο ἐσωτερικό περιεχόμενο. Εἶχε καρδιά μέ αἰσθήματα ἐξαγνισμένα (ἄσχετα μέ κάθε συναισθηματισμό). ῏Ηταν ἄνθρωπος τέλειος, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Μία θεότευκτη εἰκόνα μέ πολύτιμες ψηφίδες, τίς ἀρετές. ῞Ενα «καθαρό καί ἀκηλίδωτο ἔσοπτρο», πού ἀντανακλοῦσε θεῖες ἰδιότητες. Ὁ Γέροντας ἦταν φύση ἀγαθή, μέ καλές καταβολές, προικισμένος μέ σπάνια χαρίσματα. Ἀλλά ἀγωνίσθηκε πολύ, αὔξησε καί διπλασίασε τά τάλαντά του. Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε πολλά, καί ὁ Γέροντας τά ἀπέδωσε πολλαπλά.
῏Ηταν φαινόμενο εὐφυΐας, εὐστροφίας, ἑτοιμότητος. Σπάνια καί ἀσυνήθης περίπτωση. Εἶχε καταπληκτική μνήμη. Θυμόταν κάποιον πού ἔβλεπε μιά φορά γιά δεκαετίες. Κάποτε στήν «Παναγούδα» τόν ἐπισκέφθηκε ἕνας ἡλικιωμένος. Ὁ Γέροντας τόν ρώτησε:
› Εἶσαι ὁ Κοκκινέλης;
Πράγματι ἦταν ὁ Κοκκινέλης, μέ τόν ὁποῖο εἶχαν συνυπηρετήσει γιά λίγο στρατιῶτες πρίν ἀπό μισόν αἰῶνα. Ἦταν μέσα σέ ὅλα, χωρίς νά ἀσχολῆται μέ ὅλα. Γνώριζε τά τοῦ κόσμου, διαμένοντας στήν ἔρημο. Ἦταν πνευματικά μαζί μέ ὅλους, ἀγαποῦσε ὅλο τόν κόσμο καί ἀπεῖχε ἀπό ὅλους.
Γνώριζε πολλά χωρίς νά ἔχη σπουδάσει. Συναναστρεφόταν ἄνετα καί συζητοῦσε μέ ἐπιστήμονες καί ἄλλες προσωπικότητες, χωρίς νά μειονεκτῆ. Ἀντιθέτως οἱ κατά κόσμον σοφοί τόν συμβουλεύονταν. Σέ ἐρώτηση, ἄν μετανόησε πού δέν σπούδασε, ἀπάντησε ἀρνητικά. Μόνο γιά τήν γνώση τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς ἔλεγε:
«Ἄν εἶχα βγάλει κανά δυό τάξεις στό Γυμνάσιο, θά καταλάβαινα καλύτερα τήν Ἁγία Γραφή καί τούς ἁγίους Πατέρες.»
Ἦταν ὅμως ἀκριβής στά λόγια του. Οἱ ἀπαντήσεις του δέν ἄφηναν κενά. Καταλάβαινες αὐτό πού ἤθελε νά πῆ καί χωρίς λόγια. Μέ λίγα ἔλεγε πολλά. Μέ μιά παραστατική χειρονομία ἔδινε νά ἐννοήση κανείς ἕνα πρόσωπο, μιά ὁλόκληρη ὑπόθεση. ῏Ηταν ἀπό τήν φύση του καλλιτέχνης καί ποιητής. Εἶχε τήν ἱκανότητα νά γράφη ποιήματα καί τροπάρια, καί νά ζωγραφίζη. Ἀγαποῦσε τή νοικοκυρεμένη δουλειά. ῞Ο,τι ἔπιανε στά χέρια του, τό ἔκανε μέ μεράκι, τέλεια· περισσότερο ὅ,τι εἶχε σχέση μέ τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Εἶχε ἐπιμονή καί μέθοδο στήν ἐπίτευξη τῶν στόχων του.
Στίς σχέσεις του μέ τούς ἄλλους ἦταν ἁπλός, αὐθόρμητος, ζεστός καί εἶχε ἕνα δικό του τρόπο, μιά πνευματική τέχνη γιά νά σέ πλησιάση, νά ἐπικοινωνήση μαζί σου καί νά σέ ἀναπαύση. Σέ παρακολουθοῦσε σιωπηλά μέ προσοχή τεταμένη, σέ ἄφηνε νά μιλήσης καί ἐρχόταν στήν θέση σου. Φερόταν στούς ἄλλους μέ εὐαισθησία καί λεπτότητα, καί μόνο στόν ἑαυτό του ἦταν αὐστηρός. Αὐτές οἱ ἀντιθέσεις στόν χαρακτῆρα του συνέθεταν μιά θαυμαστή ἁρμονία: Ἐπιείκεια πρός τούς ἄλλους καί αὐστηρότητα στόν ἑαυτό του, ἡσυχία καί κοινωνικότητα, ἁπλότητα πίστεως καί δεινότητα διανοητική, τήρηση μέ εὐλάβεια τῶν τυπικῶν καί πνεῦμα ἐλευθερίας.
Ὅποιον δρόμο καί ἄν ἀκολουθοῦσε ὁ Γέροντας στήν ζωή του, θά διακρινόταν, γιατί ἦταν «δοχεῖον χωρητικόν», μηχανή δυνατή, φακός μεγάλης ἐντάσεως. Προτίμησε ὅμως νά γίνη «κονσερβοκούτι» πού ἀντανακλᾶ τίς ἀκτῖνες τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, καί δείχνει τόν Ἥλιο, ἀντί νά λάμψη πρόσκαιρα σ ̓ αὐτόν τόν ψεύτικο κόσμο μέ τήν δική του αὐτοπροβολή. Ἀγωνίσθηκε πολύ μέ φιλότιμο καί αὐταπάρνηση. ῎Εδωσε τά πάντα στόν Θεό, καί ὑπέμεινε πειρασμούς καί θλίψεις γιά τόν Θεό. Βοήθησε ἀναρίθμητα πλήθη ἀνθρώπων. Μονομάχησε μέ τόν διάβολο καί βγῆκε νικητής. Τώρα ἀκούει τήν εὐλογημένη φωνή:
«Τῷ νικῷντι δώσω αὐτῷ φαγεῖν ἐκ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὅ ἐστιν ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ Θεοῦ μου[40].»
Τό μήνυμά του[41]
Πρῶτα πιστεύουμε στόν Θεό καί ὕστερα ἀγαπᾶμε τόν Θεό καί τήν εἰκόνα του, τόν ἄνθρωπο. Ἡ πίστη αὐξάνει μέ τήν προσευχή. «Πρόσθες ἡμῖν πίστιν».
Ὅπως ἔχω καταλάβει, ὅλο τό κακό προέρχεται ἀπό τήν ἀπιστία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν πιστεύη στόν Θεό, θέλει νά γλεντήση τήν ζωή του. Γι ̓ αὐτό καί ἐπιδίδεται σέ κάθε εἴδους ἁμαρτία.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά συλλάβη τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς, ὅτι αὐτή ἡ ζωή εἶναι νά ἑτοιμαστοῦμε γιά τήν ἄλλη. Ἀπό κεῖ καί πέρα, ὅπως ἕνας πού ταξιδεύει νά πάη κάπου χρειάζεται ἕναν ὁδηγό, ἔτσι καί γιά τό οὐράνιο ταξίδι, πρέπει νά βρῆ ἕναν ὁδηγό (Πνευματικό). Μετά, νά τόν βάλη σέ ἕνα πρόγραμμα, λίγη μελέτη, λίγη προσευχή, νά ἀποφεύγη τίς ἀφορμές τῆς ἁμαρτίας, καί τό κοσμικό φρόνημα πού εἶναι τό χειρότερο ἀπ ̓ ὅλα. Ὁπότε ἔτσι ἡ καρδιά του θά εἶναι στόν Χριστό.
Πρέπει νά ἀγωνιστοῦμε μέ φιλότιμο νά σωθοῦμε, γιά νά μή λυπήσουμε τόν Χριστό. Θά μᾶς πεῖ ὁ Χριστός:
«Παιδί μου ἐγώ ἔκανα τόσα γιά νά σέ σώσω. Ἔχυσα τό αἷμα μου καί ὑπέμεινα τόσα πάθη, ἐσύ τί ἔκανες γιά νά σωθῆς;»
Ὁ κάθε ἄνθρωπος πρέπει νά βρῆ καί νά ἁγιάση τήν κλίση του. Ὁ προκομμένος ἄνθρωπος, ὅπου καί νά βρεθῆ, εἴτε στόν γάμο, εἴτε στόν μοναχισμό, θά εἶναι ἐπιτυχημένος.
Νά προτιμοῦμε τίς θλίψεις καί νά τίς δεχώμαστε καλύτερα ἀπό τίς χαρές. Τό πικρό φάρμακο πολλές φορές εἶναι καλύτερο ἀπό τό γλυκό, διότι θεραπεύει. Ἡ πραγματική χαρά γεννιέται ἀπό τόν πόνο.
Ἐκεῖνο πού ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο στήν προκοπή του στά πνευματικά εἶναι ὅτι δέν δουλεύει τό μυαλό του σέ ὅ,τι τόν ὠφελεῖ πνευματικά ἀλλά σέ ἄλλα πράγματα.
Πρέπει νά μπῆ μέσα μας ὁ πόνος γιά τήν σύγχρονη κατάσταση γιά νά μπορέσουμε νά κάνουμε καρδιακή προσευχή.
Σήμερα ἦρθε ἡ ἐποχή νά διαχωρισθοῦν τά πρόβατα ἀπό τά ἐρίφια, οἱ πιστοί ἀπό τούς ἀπίστους. Ἀργότερα θά ̓ρθεῖ καιρός πού θά δώσουμε ἐξετάσεις, θά ὑποστοῦμε καί διωγμούς γιά τήν πίστη μας, καί τότε θά φανεῖ τό μπακίρι ἀπό τό χρυσό.
Ὅταν κάποιος στενοχωρῆται γιατί ὑποφέρει γιά τούς ἄλλους, πονᾶ τούς ἄλλους, κάνει τά δικά τους προβλήματα δικά του, τότε αὐτός ἔχει μισθό μάρτυρος. Οἱ ἄνθρωποι πού θυσιάζουν τά πάντα πόσο χαριτωμένοι εἶναι! Οὔτε προβλήματα ἔχουν καί λάμπει τό πρόσωπό τους γιατί ἔχουν τήν θεϊκή χαρά συνέχεια.
Ὅλη ἡ βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι νά σκέφτεται τόν ἄλλον καί τόν ἑαυτό του νά τόν βάζη τελευταῖο, νά μήν τόν ὑπολογίζη. Ὅταν ἔρθουμε στήν θέση τοῦ ἄλλου καί τόν καταλάβουμε, τότε συγγενεύουμε μέ τόν Χριστό.
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκριβό πρᾶγμα. Γιά νἄρθη νά κατοικήση μέσα στόν ἄνθρωπο, πρέπει νά βρῆ τόν ἄνθρωπο νά συμφωνῆ κατά Πνεῦμα μέ τόν Θεό καί ὁ ἄνθρωπος νά ἐξασκήση (ἐξαντλήση) ὅλο τό ἀνθρώπινο. Ἐνῶ ἐμεῖς θέλομε νά ἔλθη ἡ θεία χάρις γιά νά μᾶς ἀπαλλάξη ἀπό τίς ἀδυναμίες, χωρίς ἀγῶνα. Γιά νά κατοικήση στόν ἄνθρωπο τό Ἅγιο Πνεῦμα χρειάζεται πολύ αὐταπάρνηση, πολύ φιλότιμο, ταπείνωση, ἀρχοντιά, θυσία. Ἡ πνευματική ζωή δέν εἶναι ἀπόλαυση. Ὁ Χριστός ἔχει τοποθετήσει τήν μπρίζα, ἀλλά τά δικά μας καλώδια εἶναι σκουριασμένα καί δέν δέχονται τήν θεία χάρι. Νά ξεσκουριάσουμε τά καλώδια, ν ̓ ἀγωνιστοῦμε νά γνωρίσουμε τόν ἑαυτό μας, νά κόψουμε τά πάθη μας, νά ἀποκτήσουμε τίς ἀρετές καί ἔτσι θά μᾶς ἐπισκεφθῆ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
[1] Λέξη τούρκικη, σύνθετη. Προσφώνηση πού δείχνει σεβασμό καί ἀγάπη. Σημαίνει: Μητέρα προσκυνήτρια.
[2] Ἀνάδοχός του ἦταν ἡ Ἀναστασία, σύζυγος τοῦ Προδρόμου Κορτσινόγλου, τοῦ ψάλτη τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου.
[3] Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου γράφτηκε ἀπό τόν γέροντα Παΐσιο. Ἔργα τοῦ ἰδίου εἶναι καί: «Ὁ Γέρων ΧατζηΓεώργης ὁ Ἀθωνίτης», «Ἁγιορεῖται Πατέρες καί ἁγιορείτικα» καί «Ἐπιστολές». Ἡ σειρά «Γέροντος Παϊσίου, Λόγοι» πού ἐκδίδει ἡ Ἱ. Μονή Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Σουρωτῆς περιέχει τήν διδασκαλία τοῦ Γέροντα.
[4] Νερό διηθημένο ἀπό βρασμένη στάχτη. Χρησιμοποιεῖτο παλαιά γιά πλύσιμο ρούχων καί οἰκιακῶν σκευῶν.
[5] Κλῖμαξ Κ ́, στ ́: «Ἐν οἷς εἴωθας τόποις ἐκδειματοῦσθαι μή ὄκνει παραγίνεσθαι ἀωρί... Πορευόμενος, προσευχῇ ὁπλίζου· καταλαβών, τάς χεῖρας διαπέτασον».
[6] Ἰω. ια ́, 25.
[7] Γέν. λθ ́, 2.
[8] Ἦταν πράγματι χαρακτηριστικοί οἱ ἀντίχειρες τοῦ Γέροντα. Ἡ τελευταία φάλαγγα τῶν δακτύλων ἦταν πιό μικρή καί τά νύχια σχεδόν μισά.
[9] Πράξ. ε ́, 29.
[10] Κλῖμαξ Δ ́, κα ́.
[11] «Ἡ θεότης, δηλαδή ἡ θεία χάρις καθ ̓ ἑαυτήν, ἤγουν μοναχή δέν φαίνεται, ἐάν δέν ἔλθῃ εἰς τήν λογικήν ψυχήν. Καί ἀνίσως ἡ αἰσθητή φωτία δέν φαίνεται εἰς τά αἰσθητά, ὅταν δέν εὕρη ὕλην, μήτε ἡ νοητή φωτία φαίνεται εἰς τά νοητά, ὅταν δέν εὕρῃ ὕλην τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ», Ἁγίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου, Λόγος Γ ́, σ. 38.
[12] Ψαλμ. λς ́, 23.
[13] Κλῖμαξ Ζ ́, ν ́.
[14] Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος, σ. 27.
[15] Στίς 27 Φεβρουαρίου 1974.
[16] Συγκεκριμένα στίς 30-11-73 (ἤ 74).
[17] Στίς 30-1-74 (ἤ 75).
[18] Στίς 26-5-1977.
[19] Ἐλέχθησαν στίς 28 Μαΐου 1977.
[20] Στίς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 1979.
[21] Γιά τήν ἀκρίβεια, τά ἀναφερόμενα στό παρόν κεφάλαιο δέν ἐλέχθησαν ὅλα στόν «Τίμιο Σταυρό».
[22] Βλ. καί ἀρχιμ. Αὐγουστίνου Κατσαμπίρη, Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βλάσιος ὁ Ἀκαρνάν, Ἀθῆναι, 1990, σ. 525.
[23] Στίς 21 Φεβρουαρίου 1985.
[24] Ἴσως ἐπειδή μερικές φορές πετοῦσε ἐκεῖ κοντά φλοῦδες.
[25] Παραπέμπομε τόν ἀναγνώστη στήν ἐπιστολή τοῦ Γέροντα πού κυκλοφόρησε αὐτοτελῶς, καθώς καί σέ ἕνα φυλλάδιο, πού περιέχει ἀποσπάσματα ἀπομαγνητοφωνημένης συνομιλίας του γι ̓ αὐτά τά θέματα, Ἔκδοση Καλύβης Ἀναστάσεως, Καψάλα 1995. Βλ. ἐπίσης Γέροντος Παϊσίου, Λόγοι Β ́, σ. 175-192.
[26] Ἀποκ. ιζ ́, 18.
[27] Λουκ. κ ́, 25.
[28] Ἀβ. Ἰσαάκ Λόγος Κ ́, σ. 76.
[29] «Ἄλλη ἡ τῶν πενθούντων σκυθρωπή ταπείνωσις, καί ἑτέρα ἡ τῶν ἔτι ἁμαρτανόντων τοῦ συνειδότος κατάγνωσις καί ἄλλη ἡ τοῖς τελείοις δι ̓ ἐνεργείας Θεοῦ προσγινομένη μακαρία πλουτοταπείνωσις», Κλῖμαξ Ε ́, θ ́.
[30] Ἀπορρυπαντικό παλαιότερης ἐποχῆς.
[31] «Ἐκτός πειρασμῶν ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ οὐχ ὁρᾶται», ἀβ. Ἰσαάκ Λόγος ΜΔ ́, σ. 187.
[32] Α ́ Θεσ. β ́, 7.
[33] Εἶναι ἔκφραση τοῦ Γέροντα καί σημαίνει τήν ἀγάπη πού δέν ἀποβλέπει στήν ἀνταπόδοση. Προσφέρει δηλαδή κανείς σάν τόν ἄρχοντα πού χαρίζει, χωρίς νά περιμένη ἀνταπόδοση. Ἀπό τήν ἔλλειψη αὐτῆς τῆς ἀγάπης προέρχονται τά βάσανα καί οἱ πειρασμοί, διότι οἱ ἄνθρωποι συνήθως ζητοῦν ἀναγνώριση καί ἀμοιβή. Ὁ Γέροντας μέ δυό μόνο λέξεις ὑπέδειξε τήν σωστή στάση πρός τούς συνανθρώπους.
[34] Ἰω. ιδ ́, 21.
[35] Πρός Θαλάσσιον 59, PG 90, 617C.
[36] Ματθ. ιη ́, 15.
[37] Ἡσ. ξα ́, 1.
[38] «Ὁ δέ θυμός τότε πάλιν κινεῖται κατά φύσιν, ὅτε πάντας ἀνθρώπους ἀγαπᾷ καί πρός οὐδένα αὐτῶν ἤ λύπην ἤ μνησικακίαν κέκτηται», ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ Λόγος ψυχωφελής, Φιλοκαλία τομ. Β ́, σ. 236.
[39] Ψαλμ. νε ́, 3.
[40] Ἀποκ. β ́, 7.
[41] Ἀντί ἐπιλόγου παρατίθενται μερικά χαρακτηριστικά σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Γέροντα.
(Πηγή: «ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (1924-1994): Ὁ Ἀσυρματιστής τοῦ Στρατοῦ καί τοῦ Θεοῦ», Επιλεγμένα κεφάλαια από το μόλις εκδοθέν βιβλίο του Ιερομονάχου Ισαάκ, Καψάλα Αγίου Όρους, «ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ» › ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, Καραΐσκος Δημήτριος, Συνταγματάρχης Τεθωρακισμένων, Στρατιωτική Επιθεώρηση, Γενικό Επιτελείο Στρατού 7ο Ε.Γ./5, Απρίλιος 2005, Ιερά Μητρόπολις Λαγκαδά Λητής και Ρεντίνης)
Το φυλλάδιο ΕΔΩ σε εκτυπώσιμη μορφή.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α ́. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Φαράσων τὸν γόνον, καὶ τοῦ Ἄθωνος κλέϊσμα, καὶ τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ὁσίων, μιμητὴν καὶ ἰσότιμον, Παΐσιον τιμήσωμεν πιστοί, τὸ σκεῦος χαρισμάτων τὸ μεστόν, ὡς φυλάσσοντα ἐκ πάντων τῶν λυπηρῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ ́. Θείας πίστεως.
Ὥσπερ ἄγγελος, φανεὶς ἐν κόσμῳ, ἐν τοῖς ἔτεσι, τοῖς τελευταίοις, χριστομίμητε Παΐσιε ὅσιε, ἀσκητικῶς γὰρ βιώσας ἐν Ἄθωνι, ὡς παμφαέστατος ἥλιος ἔλαμψας, καὶ κατηύγασας, πιστῶν τὰ πλήθη τῇ χάριτι, τοῖς ῥήμασι σημείοις καὶ τοῖς θαύμασι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ ́. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παΐσιε γέγονας, τῶν ἀσκητῶν ἡ κρηπίς, τοῦ Ἄθωνος κλέϊσμα, καὶ Σουρωτῆς ὁ τροφός, Κονίτσης τὸ καύχημα, σὺ γὰρ ἐπὶ τὰ ἴχνη, Ἀρσενίου ὁδεύσας, εἴληφας χαρισμάτων, τὴν πληθὺν Παρακλήτου, ἀφθόνως τοῖς σὲ τιμῶσιν, παρέχων τὰ πρόσφορα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α ́. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Τὸν πανεύφημον ἄνδρα, τοῦ ὄρους Ἄθωνος, τὸν ἐπ' ἐσχάτων τῶν χρόνων, καθάπερ φάος λαμπρόν, τὴν σκοτίαν τῶν πιστῶν διασκεδάσαντα, καὶ νοσήματα ψυχῶν, καὶ σαρκὸς ἐπιφοράς, ἰώμενον ὑπὲρ φύσιν, τῆς προοράσεως λύχνον, νέον Παΐσιον τιμήσωμεν.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ἁγίου Ὄρους ἀσκητὴν τὸν περιάκουστον, καὶ Ἐκκλησίας τὸν φωστῆρα τὸν νεόφωτον, ἐπαινέσωμεν ἐν ὕμνοις ὁλοκαρδίως, ποδηγῶν γὰρ τοὺς πιστοὺς πρὸς βίον ἄριστον, ποταμῶν τῶν δωρημάτων τούτους ἔπλησας, διὸ κράζουσι· Χαίροις πάτερ Παΐσιε.
Κάθισμα Ἦχος α ́. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Τῇ χάριτι Χριστοῦ, ὡς οἱ πάλαι Πατέρες, συνέζησας σεμνέ, τοῖς ἀλόγοις θηρίοις, καὶ φίλος ἐτέλεσας, πτερωτῶν καὶ τῶν ὄφεων, ὅθεν ἅπαντες, οἱ σὲ εἰδόντες θεόφρον, ἐξεπλάγησαν, καὶ Παντοκράτορα Λόγον, ἀνύμνησαν Ὅσιε.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος γ ́. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸν πολυθαύμαστον, σεμνὸν Παΐσιον, τὸν καθαιρέσαντα, ὀφρὺν τοῦ δράκοντος, καὶ ἡδονὰς τὰς σαρκικάς, συντρίψαντα τῇ ἀσκήσει, Ἄθωνος τὸ κλέϊσμα, καὶ Φαράσων ἐκβλάστημα, τὸν εὐεργετήσαντα, πολυτρόπως τοῖς θαύμασι, τὰ πλήθη τῶν πιστῶν ὀρθοδόξων, πάντες τιμήσωμεν ἐνθέως.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ ́. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῆς νεότητος ὤφθης παιδαγωγός, καὶ ἀκέστωρ ἀνθρώπων ναρκομανῶν, τοῖς σχοῦσι δυσίατα, πορνικὰ ἁμαρτήματα, ταῖς σαῖς εὐχαῖς ἐφάνης, θεράπων πανάριστος, καὶ ἐκ τῶν ἐκζητούντων, ὁδὸν τὴν σωτήριον, Πάτερ ἐπεγνώσθης, ἀκριβὴς ποδηγέτης, καὶ πάντων Παΐσιε, βακτηρία γεγένησαι, ἀσκητὰ θεοφώτιστε, διὸ ἐν Σουρωτῇ οἱ πιστοί, τὸν σὸν τάφον, προσκυνοῦντες χαίρουσι, καὶ σεμνῶς τὴν σὴν μνήμην, κατὰ χρέος προσμέλπουσι.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος δ ́.Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐχῆς ἐργαστήριον, ἡ σὴ ἁγία ψυχή, Παΐσιε γέγονε, τῇ συνεχεῖ προσευχῇ, καὶ θείαις δεήσεσι, σὺ γὰρ μακροχρονήσας, ἐν τῇ κέλλῃ σου πάτερ, ὤφθης καθάπερ στήλη, φωτεινὴ ἱκετεύων, Χριστὸν τὸν πάντων κτίστην, καὶ παντοκράτορα.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος ὥσπερ ἄλλος, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, Παΐσιε ἐφάνης ἐν Ἄθῳ, ὁσίως γὰρ ζήσας ἐν γῇ, ἀσκητῶν τῶν ἀρχαίων ἰσοστάσιος, ἐφάνης τοῖς συνοῦσί σοι, βοῶσί σοι θερμῶς τοιαῦτα·
Χαῖρε Φαράσων ὁ θεῖος γόνος·
χαῖρε τοῦ Ἄθωνος μέγας ὄλβος.
Χαῖρε τῆς Κονίτσης τὸ ἔνθεον καύχημα·
χαῖρε Σουρωτῆς κοινοβίου καλλώπισμα.
Χαῖρε βρύσις ἡ πολύκρουνος ὑπὲρ φύσιν δωρεῶν·
χαῖρε ῥεῦμα ἀκατάσχετον ἰαμάτων σωστικῶν.
Χαῖρε ὅτι κλεΐζεις τὴν Μονὴν Ἐσφιγμένου·
χαῖρε ὅτι οἰκεῖς ἐν τῷ ὄρει Σιναίου.
Χαῖρε βροτῶν ἀτύφων ὁ ἔξαρχος·
χαῖρε πολλῶν χαρίτων ὁ κάτοχος.
Χαῖρε δεινῶς ἀλγουμένων ὁ ῥύστης·
χαῖρε ἀνδρῶν μοναστῶν ὑποφήτης.
Χαίροις πάτερ Παΐσιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Φαράσων θεῖος βλαστός, Ἄθωνος τοῦ Ὄρους περιάκουστος ἀσκητής, χαίροις τῆς Ἑλλάδος ὁ φωτιστὴς ὁ νέος, Παΐσιε τῶν νέων μέγιστε σύμμαχε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ διδάσκαλος Σουρωτῆς, τοῦ Σιναίου ὄρους ὁ σεμνότατος ἀσκητής, χαίροις ἐν Κονίτσῃ τῶν συμπατριωτῶν σου, κατοίκων ὄντως τύπος Πάτερ πρὸς μίμησιν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἄνδρας καὶ γυναῖκας ναρκομανεῖς, καὶ πληθὺν ἀνθρώπων, δαιμονώντων ταῖς σαῖς λιταῖς, καὶ τοὺς ἀσθενοῦντας, πολυειδῶς θεόφρον, Παΐσιε μὴ παύσῃ, σώζων ἑκάστοτε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μοναζόντων ὅσιε τὸν χορόν, ταῖς ἱκετηρίαις, πρὸς Δεσπότην διηνεκῶς, ὅσιε βοήθει, ὡς παῤῥησίαν ἔχων, Παΐσιε κρατίστην, θεομακάριστε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἔχοντες ὡς μέγιστον θησαυρόν, τὸν σὸν τάφον Πάτερ, ἀρυόμεθα οἱ πιστοί, δύναμιν καὶ θάρσος, ἐν τοῖς δεινοῖς τοῦ βίου, Παΐσιε παμμάκαρ, ἄνερ τῆς χάριτος.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πάτερ ὁσιώτατε τοὺς βροτούς, τοὺς ὑμνολογοῦντας, πολιτείαν σου τὴν σεπτήν, τῇ ἐπισκοπῇ σου, προστάτευσον ἐκ βλάβης, βελίαρ τοῦ ἀρχαίου, τοῦ πολεμήτορος. Πᾶσαι τῶν ἀγγέλων.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Λαγκαδά Λητής και Ρεντίνης , Ορθόδοξος Συναξαριστής