Η Αγία Γ΄Οικουμενική Σύνοδος
Στις 22 Ιουνίου του 431 συγκλήθηκε στην Έφεσο η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η πλέον ταραχώδης και επεισοδιακή Σύνοδος στην Εκκλησιαστική Ιστορία. Είναι η μοναδική Σύνοδος, που ξεκίνησε με αντίδραση του αυτοκράτορα, για το γρήγορο ξεκίνημά της και δεν υπήρξε τελετή λήξης των εργασιών της, ούτε και προσυπογραφή των κειμένων της από τον αυτοκράτορα. Το τελικό κείμενο του Όρου της υπεγράφη δυο χρόνια μετά (!) με συμβιβασμούς και δια περιφοράς.
Στη διάρκεια της Συνόδου και με διαταγή του αυτοκράτορα φυλακίστηκε ο Πρόεδρός της (!) και έγινε αλληλοαφορισμός των Προκαθημένων των Εκκλησιών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, οπότε απειλήθηκε Σχίσμα στην Εκκλησία.
Η Σύνοδος τελικά καταδίκασε τις δυο κύριες αιρέσεις, του Νεστοριανισμού και του Πελαγιανισμού, ανακήρυξε δε την Εκκλησία της Κύπρου, ως αυτοκέφαλη. Επίσης, στη Σύνοδο αυτή επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η διακήρυξη του πρωτείου εξουσίας του Πάπα Ρώμης, η οποία δυσαρέστησε τους Πατέρες, αλλά αναγκάστηκαν να σιωπήσουν, για να μην προκληθεί ένα νέο Σχίσμα στην Εκκλησία.
Θα απορήσει κανείς με αυτές τις συμπεριφορές κάποιων αγίων και θεοφόρων Πατέρων, αλλά όπως έχει τονιστεί, τα μέλη της Εκκλησίας, ενώ είναι άγια, πλην όμως δεν είναι ούτε αλάνθαστα, ούτε αναμάρτητα και έτσι ενδέχεται να πέφτουν σε σφάλματα. Να μην ξεχνάμε, ότι μετά την Πεντηκοστή, ο απόστολος Παύλος κατηγόρησε δημόσια τον απόστολο Πέτρο για υποκρισία και τον έκρινε, ως άξιο κατακρίσεως, αφού παρέσυρε και άλλους, στο να μην συντρώγουν με τους εξ εθνικών Χριστιανούς (Γαλ. 2. 11-14).
Όλες αυτές τις παρεκτροπές και τα ανθρώπινα σφάλματα σπεύδει να επουλώσει η Εκκλησία και αυτό έκανε και στην περίπτωση της Γ΄ Συνόδου, όπου μετά από διαπραγματεύσεις και εκατέρωθεν υποχωρήσεις αποφεύχθηκε η διάσπαση και επαναβεβαιώθηκε η ενότητα της, κατά το γνωστόν «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Μτ. 16. 18).
Από τις 10 Απριλίου 428, όταν ο αντιοχειανής θεολογική παιδείας και παραδόσεως Νεστόριος έγινε αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως, η θεολογική δράση του Αλεξανδρείας Κυρίλλου επικεντρώθηκε στην καταπολέμηση της διδασκαλίας του Νεστορίου και έτσι έγινε το κεντρικό θεολογικό πρόσωπο στην ιστορία της Εκκλησίας, έως την κοίμησή του (444) και μερικώς έως την Ε΄ Οικουμενική σύνοδο (553).
Ο Νεστόριος, θαυμαστής του Μοψουεστίας Θεοδώρου, αρνήθηκε για την Παρθένο Μαρία τον χαρακτηρισμό – όρο Θεοτόκος και απέδιδε σ’ αυτήν μόνο τον όρο Χριστοτόκος, διότι θεωρούσε αδύνατη τη γέννηση του Θεού Λόγου από την (άνθρωπο) Μαρία.
Τις αντιλήψεις αυτές του Νεστόριου, τις οποίες κήρυττε στην Κων/πολη, πληροφορήθηκε ο Αλεξανδρείας Κύριλλος και αντέδρασε ακαριαία, διότι διέγνωσε κακοδοξία. Το 429 στην πασχάλια Ομιλία του, αλλά και στις επιστολές: Προς μοναχούς και προς τον ίδιο το Νεστόριο, καταδικάζει την κακοδοξία και εκθέτει συνοπτικά την Ορθόδοξη πίστη. Ενημερώνει τον Ρώμης Κελεστίνο Α΄, ο οποίος απορρίπτει συνοδικά (430) τις απόψεις του Νεστόριου και αναθέτει πάλι συνοδικά τον χειρισμό του όλου θέματος στον Κύριλλο.
Η ανάθεση αυτή έδωσε στον Κύριλλο το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το παπικό κάλυμμα (παπική τιάρα), πράγμα που κληρονόμησαν έκτοτε όλοι οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας μέχρι σήμερα (Ι. Φουντούλη: Τελετουργικά θέματα, τ. Β΄, σελ. 179).
Ο Νεστόριος επέμεινε στην κακοδοξία του, έχοντας στήριγμα τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ (υιό του Αρκάδιου) (408-450), που θεωρούσε τον Κύριλλο επικίνδυνο για την ειρήνη και την κεντρική διοίκηση στην πρωτεύουσα. Το 430, στη πασχάλια Ομιλία του, ο Κύριλλος, επιχείρησε να πείσει τον Νεστόριο, εκθέτοντας και θεμελιώνοντας ευρύτερα την ορθή διδασκαλία περί των φύσεων του Χριστού, απέστειλε δε και ειδική διατριβή για το χριστολογικό θέμα στον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Με την κάλυψη του Ρώμης Κελεστίνου Α΄, ο Κύριλλος συνέταξε: Τα Δώδεκα Κεφάλαια (αναθεματισμούς), που όφειλε να υπογράψει ο Νεστόριος, για να μη καθαιρεθεί. Το κείμενο παραδόθηκε στο Νεστόριο, που αρνήθηκε τον διάλογο, αλλά και στους άλλους επισκόπους της Ανατολής. Η Αντιόχεια συμβούλευσε τον Νεστόριο να δεχθεί τον όρο Θεοτόκος, αλλά αυτός επέμενε, ότι άλλος ο Ιησούς και άλλος ο Χριστός.
Ο Νεστόριος έπεισε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, τον επικαλούμενο Μικρό, για την ανάγκη σύγκλισης Συνόδου, η οποία συγκλήθηκε τελικά στην Έφεσο στις 22 Ιουνίου του 431. Ο Νεστόριος είχε την ελπίδα να μην εξετασθούν όσα για τη διδασκαλία του περιλαμβάνονταν στα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου, αλλά μόνο τα κατά του Απολιναρισμού (12οΚεφάλαιο – αναθεματισμός). Οι ανατολικοί (Αντιοχείας Ιωάννης, Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος κ.ά.) ενημερώθηκαν σχετικά από τους Κύριλλο και Νεστόριο. Οι αντιοχειανοί συμβούλευσαν στο δεύτερο την αποδοχή του όρου Θεοτόκος. Μάταια όμως, διότι ο Νεστόριος επέμενε ότι το Χριστοτόκοςείναι συμβιβαστικό και αποκλείει τόσο την αρειανική, όσο και την απολιναριστική ερμηνεία.
Το κύρος του Κυρίλλου ήταν αυξημένο, διότι οι αιγύπτιοι, οι μικρασιάτες, οι παλαιστίνιοι και οι δυτικοί επίσκοποι βρίσκονταν στο πλευρό του. Εναντίον του ήταν ο Νεστόριος και η αυτοκρατορική αυλή, ενώ οι αντιοχειανοί ήταν ουδέτεροι, ειδικά δε με τα Δώδεκα Κεφάλαια, που θεώρησαν ύποπτα για απολιναρισμό και θεωρούσαν υπερβολικά υποτιμητική την απαίτηση να τα υπογράψει ο Νεστόριος για να μη καταδικασθεί.
Στη Σύνοδο είχαν κληθεί μόνο Μητροπολίτες και «ολίγοι» μόνον επίσκοποι από κάθε επαρχία – Μητρόπολη. Ο Κύριλλος, μόνος Μητροπολίτης με έξη επαρχίες και εκατό περίπου επισκοπές, είχε στο πλευρό του 46 επισκόπους, γεγονός που επικρίθηκε. Ως εκπρόσωπος του αυτοκράτορα, για την τάξη, προσήλθε στην Έφεσο ο κόμης Κανδιδιανός, με εντολή όμως να μη λάβει μέρος σε συζητήσεις «περί των δογμάτων».
Η Σύνοδος της Ρώμης έστειλε δυο εκπροσώπους και ο Ρώμης Κελεστίνος έναν, με εντολή να ακολουθούν τον Κύριλλο, που στη Σύνοδο επίσημα «διείπε» (κατείχε) και τον «τόπον» (θέση) του επισκόπου Ρώμης. Οι δυτικοί έφθασαν στις 10 Ιουλίου, αλλά και αυτών παρόντων, τα πρακτικά – αποφάσεις υπέγραφε πρώτος ο Κύριλλος. Ο Νεστόριος προσήλθε στην Έφεσο «συν πολλή δυνάμει όχλων», και μόνο με ομόφρονες επισκόπους από την Κωνσταντινούπολη, αλλά και ο Κύριλλος δεν υστερούσε σε «δύναμη όχλων» (με δύναμη 500 Παραβάλανων – ροπαλοφόρων μοναχών).
Στη Σύνοδο συμμετείχαν 200 θεοφόροι πατέρες από τους οποίους διακρίνονται οι: Αλεξανδρείας Κύριλλος, Αντιοχείας Ιωάννης, Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, οι εκπρόσωποι του Ρώμης Κελεστίνου, επίσκοποι Αρκάδιος και Προϊεκτος, με τον πρεσβύτερο Φίλιππο, Εφέσου Μέμνων, Κύπρου Ρηγίνος, Φιλίππων Φλαβιανός, Αγκύρας Θεόδοτος, Καισαρείας Φίρμος, Μελιτινής Ακάκιος, Κύρου Θεοδώρητος κ.ά.
Η Σύνοδος πραγματοποίησε την πρώτη συνεδρία στις 22 Ιουνίου 431 στον μητροπολιτικό ναό της Μαρίας μεπρόεδρο τον Κύριλλο. Για την εσπευσμένη έναρξη της Συνόδου αντέδρασε ο Νεστόριος, που ανέμενε τον Αντιοχείας Ιωάννη και τους «ανατολικούς» επισκόπους (σύνολο 43), αλλά και ο εκπρόσωπος του αυτοκράτορα, που προσήλθε στην πρώτη συνεδρία, κατέθεσε την ένστασή του και αποχώρησε. Επίσης δεν είχαν φθάσει και οι «δυτικοί» επίσκοποι.
Ο Κύριλλος πιεζόταν από πολλούς εμπερίστατους επισκόπους να αρχίσει η Σύνοδος, αλλά και ο ίδιος επιθυμούσε ίσως να τελειώσει γρήγορα το θεολογικό έργο της Συνόδου, πριν από την άφιξη των «ανατολικών», των οποίων την υποστήριξη ανέμενε ο Νεστόριος. Για τη βιασύνη του αυτή, όχι μόνο κατηγορήθηκε, αλλά και καθαιρέθηκε (με όλους τους συνοδικούς) από τη σύναξη των περί τον Αντιοχείας Ιωάννη επισκόπων, μόλις αυτοί έφθασαν στην Έφεσο στις 27 Ιουνίου.
Στη διάρκεια της πρώτης συνεδρίας έγινε δεκτή, από τους παρόντες επισκόπους, η θεολογία της Β΄ επιστολής Κυρίλλου προς Νεστόριο, όπου το δόγμα της καθ’ υπόστασιν ενώσεως (αληθινής δηλ. ενώσεως) των δυο φύσεων του Χριστού, η καταδίκη της διδασκαλίας του Νεστόριου και η καθαίρεσή του. Τις αποφάσεις αυτές υπέγραψαν τελικά 197 επίσκοποι.
Ο Κύριλλος προήδρευσε και στις επτά συνεδρίες της Συνόδου (μέχρι 31 Ιουλίου), διότι (μέχρις ότου φθάσουν οι δυτικοί επίσκοποι) «επείχε» και «τον τόπον» του Ρώμης, του πρώτου τη τάξει και διότι ο δεύτερος τη τάξει Νεστόριος και απείχε των συνεδριών και ήταν υπόδικος. Στην τετάρτη συνεδρία (16-17 Ιουλίου), ο Κύριλλος επέβαλε ακοινωνησία και αργία στον Αντιοχείας Ιωάννη και στους 34 επισκόπους, που είχαν συγκροτήσει αντικανονική («ακανονίστως») εναντίον του (όταν έφτασαν στην Έφεσο) συνέλευση.
Για τα συμβάντα στην Έφεσο ενημέρωσαν τον αυτοκράτορα ο Κανδιδιανός, ο Κύριλλος και ο Ιωάννης. Ο αυτοκράτορας κήρυξε άκυρες τις αποφάσεις και των μεν και των δε και διέταξε κοινή συνεδρία. Ο Κύριλλος δεν υπάκουσε και συνέχισε με τους περί αυτόν τις συνεδρίες, την 1η Ιουλίου. Στις 22 Ιουλίου διάταγμα του αυτοκράτορα κηρύσσει έκπτωτο τους Κύριλλο, Νεστόριο και Εφέσου Μέμνονα και διατάσσεται αυστηρός κατ’ οίκον περιορισμός τους.
Μετά από 3 μήνες εγκλεισμού, στις 31 Οκτωβρίου, χωρίς την άδεια των αρχών, ο Κύριλλος διέφυγε από τη φυλακή και αναχώρησε για την Αλεξάνδρεια, χωρίς βέβαια τη λήξη της Συνόδου και χωρίς επικύρωση του έργου της Συνόδου από τον αυτοκράτορα, ο οποίος, σύμφωνα με τις εισηγήσεις, έκανε δεκτή μόνο την καθαίρεση του Νεστόριου, που αποτραβήχτηκε στη μονή της μετανοίας του στην Αντιόχεια (μονή Ευπρεπίου), όπου έμεινε ως το 435, όταν διατάχθηκε η εξορία του.
Καταγράφεται, ότι ο Κύριλλος, προκειμένου να προσεταιρισθεί τους αξιωματούχους της αυλής και τον ίδιο τον αυτοκράτορα χρησιμοποίησε αφειδώς χρήματα. Διαβάζουμε στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: «Οι περισσότεροι (περί τους διακόσιους) επίσκοποι, τρομοκρατημένοι από τους ρωμαλέους μοναχούς, που συνόδευαν τον Κύριλλο, καταδίκασαν, καθήρεσαν και αφόρισαν ερήμην τον Νεστόριο, χωρίς να περιμένουν την άφιξη των επισκόπων της Συρίας. Μετά την προσέλευση των τελευταίων, ο Νεστόριος, με την υποστήριξη του εκπροσώπου του αυτοκράτορος κόμητος των δομεστίκων Κανδιδιανού, πέρασε στην αντεπίθεση. Οργάνωσε και αυτός σώμα ροπαλοφόρων και σε αντισύνοδο καθήρεσε και αφόρισε τον Κύριλλο και τον επίσκοπο Εφέσου Μέμνονα. Αλλά ήταν ήδη αργά. Οι απεσταλμένοι του Πάπα, που κατέφθασαν στο μεταξύ, συντάχθηκαν με τον Κύριλλο και, το σπουδαιότερο, τα τεράστια ποσά, που αφειδώς μοίρασε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας σε αξιωματούχους της αυλής είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταστροφή και του αυτοκρατορικού ζεύγους» (τ. Ζ΄, σελ. 113). «Έμαθε (ο Κύριλλος) την τέχνη της δολοπλοκίας, κολακείας, δωροδοκίας, ραδιουργίας και εμπάθειας κοντά στο θείο του Θεόφιλο, επίσκοπο Αλεξανδρείας» (385-412) (σελ. 409). «Οπωσδήποτε ο Νεστόριος δεν διέθετε τα μέσα επιβολής (υπερβολικό πλούτο, δόλο, εμπάθεια) που διέθετε ο αντίπαλος του Κύριλλος» (σελ. 410). Διερωτάται κανείς, πως τέτοιος πλούτος στα χέρια του Αλεξανδρείας. Η απάντηση: Ο Αλεξανδρείας διέθετε μεγάλο εμπορικό στόλο, που διενεργούσε εμπόριο στη Μεσόγειο: «Το πατριαρχείο Αλεξανδρείας (5ο αι.) διαθέτει αξιόλογο εμπορικό στόλο. Για ένα ταξίδι στην Αδριατική διαθέτει πλοίο 20000 μοδίων (600 περίπου τόννων) φορτωμένο με εμπορεύματα και ρευστό χρήμα αξίας 25000 χρυσών νομισμάτων» (σελ. 296).
Είναι γεγονός, ότι όλη αυτή η έκρυθμη κατάσταση δημιούργησε σχίσμα μεταξύ των αλεξανδρινών και των ανατολικών (αντιοχειανών κλπ.), για την άρση του οποίου έγιναν πολλές διαβουλεύσεις, που διήρκεσαν περίπου δυο χρόνια. Ο Κύριλλος ζητούσε από τον Ιωάννη να ομολογήσει τον όρο Θεοτόκος και να καταδικάσει τον Νεστόριο, ενώ ο Ιωάννης ζητούσε από τον Κύριλλο να παραμερίσει τα 12 Κεφάλαια (αναθεματισμούς) ή τουλάχιστον να ανακαλέσει σημεία τους. Τη διαμεσολάβηση ανέλαβαν ο Εμέσης Παύλος, ο Βεροίας Ακάκιος και άλλοι, με ταυτόχρονη πίεση του αυτοκράτορα προς τον Ιωάννη για ειρήνευση της Εκκλησίας, το δε κείμενο – ομολογία συντάχθηκε από τον Κύρου Θεοδώρητο. Ο Κύριλλος συντάχθηκε με το κείμενο, που περιελάμβανε βασικές θέσεις του, το δε κείμενο έμεινε στην ιστορία με το όνομα Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών ή Όρος των Διαλαγών και αποτελεί τον Όρο – απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (Πισιδίας Μεθόδιου: «Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού…..», σελ.100-101).
Ο Ιωάννης έστειλε το κείμενο στον Κύριλλο, που τελικά το δέχθηκε και το κυκλοφόρησε (Απρίλιο 433) με δική του Επιστολή (με τίτλο: «Ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί και αγαλλιάσθω η γη») προς τον Ιωάννη, ενώ δεν έπαυσαν οι ακραίοι αλεξανδρινοί να εκτιμούν τη στάση του ως υπαναχώρηση σε βάρος της αυστηρής Ορθοδοξίας. Τόσον ο Κύριλλος, όσον και ο Ιωάννης διατύπωναν την άποψη, ότι αυτών η διδασκαλία είχε επικυρωθεί, πρέπει δε να τονισθεί ότι έγιναν αμοιβαίες υποχωρήσεις για να γεφυρωθεί το χάσμα και να εκλείψει το σχίσμα που είχε δημιουργηθεί. Τελικά βέβαια, ο κάθε ένας θεωρούσε τον συμφωνηθέντα Όρο της Συνόδου σύμφωνο με τις δικές του απόψεις και θέσεις και έτσι όλοι έμειναν ευχαριστημένοι με την ειρήνευση που επιτεύχθηκε στην Εκκλησία.
Παρενθετικά αναφέρεται, ότι ο Κύριλλος, στη σύνοδο Ιεροσολύμων του 439, έκρινε μη αναγκαία τη συνοδική καταδίκη των Ταρσού Διόδωρου (+394) και του μαθητή του, του Μοψουεστίας Θεόδωρου (+428), δεδομένου ότι και οι δυο είχαν πεθάνει σε κοινωνία με την Εκκλησία. (Στ. Παπαδόπουλου, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, σελ. 23-40 και 181-202).
Έτσι, εκτός από την Έκθεση Πίστεως των Διαλλαγών, που υπεγράφη δια περιφοράς, δυο χρόνια μετά τη λήξη της Συνόδου, κανένας άλλος Όρος, του τύπου των Α΄ και Β΄ Συνόδων υπεγράφη και τούτο διατυπώνεται στην παρακάτω δήλωση:
«Τούτων τοίνυν αναγνωσθέντων, ώρισεν η αγία Σύνοδος,ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι προφέρειν ή γουν συγγράφειν ή συντιθέναι, παρά την ορισθείσαν παρά των αγίων πατέρων των εν τη Νικαέων συναχθέντων πόλει συν αγίω Πνεύματι. Τους δε τολμώντας ή συντιθέναι πίστιν ετέραν, ή γουν προκομίζειν ή προφέρειν τοις εθέλουσιν επιστρέφειν εις επίγνωσιν της αληθείας, ή εξ Ελληνισμού ή εξ Ιουδαϊσμού ή γουν εξ αιρέσεως οιασδηποτούν, τούτους, ει μεν είεν επίσκοποι ή κληρικοί, αλλοτρίους είναι τους επισκόπους της επισκοπής, και τους κληρικούς του κλήρου, ει δε λαϊκοί είεν, αναθεματίζεσθαι. Κατά τον ίσον δε τρόπον, ει φωραθείεν τινες, είτε επίσκοποι, είτε κληρικοί, είτε λαϊκοί, ή φρονούντες ή διδάσκοντες τα εν τη προσκομισθείση εκθέσει παρά Χαρισίου του πρεσβυτέρου περί της ενανθρωπήσεως του μονογενούς Υιού του Θεού, ήγουν τα μιαρά και διεστραμμένα του Νεστόριου δόγματα, υποκείσθωσαν τη αποφάσει της αγίας ταύτης και οικουμενικής συνόδου, ώστε δηλονότι τον μεν επίσκοπον αλλοτριούσθαι της επισκοπής και είναι καθηρημένον, τον δε κληρικόν ομοίως εκπίπτειν του κλήρου, ει δε λαϊκός τις είη, και ούτος αναθεματιζέσθω, καθώς προείρηται» (Δ. Κοντοστεργίου, καθ. ΑΠΘ, «Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι», σελ. 77).
Η Γ΄ Σύνοδος, εκτός του μείζονος εκκλησιαστικού ζητήματος και ουσιαστικού λόγου συγκλήσεως, που ήταν ο Νεστοριανισμός, αντιμετώπισε και το ζήτημα τουΠελαγιανισμού. Η επίσκοποι έτσι καταδίκασαν τους οπαδούς των Πελάγιου και Κελεστίου, οι οποίοι θεολογούσαν, πως ο άνθρωπος δύναται να σωθεί χωρίς τη συνέργεια της θείας χάριτος. Πατέρες μάλιστα της εκκλησίας, όπως ο Ιωάννης Κασσιανός, μαθητής του Ιωάννη Χρυσοστόμου, διείδε και συγγένεια αυτής της αιρέσεως με το Νεστοριανισμό, άποψη που ενστερνιζόταν και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας. O Πελαγιανισμός άλλωστε είχε ήδη καταδικαστεί από τοπικές συνόδους που έλαβαν χώρα στην Καρχηδόνα το 411 και 418, με αποτέλεσμα η συνοδική, υπό της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου καταδίκη, να αποτελεί απλώς την επικύρωσή τους.
Στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο δηλώθηκε πανηγυρικά (defacto) το πρωτείο εξουσίας του Πάπα Ρώμης, στο πρόσωπο του Ρώμης Κελεστίνου: Πιθανότατα, ο Κύριλλος για να κλείσει τα μάτια των Ρώμης Κελεστίνου Α΄ και του διαδόχου του Σίξτου Γ΄ (θεολογικά ασήμαντων) παραδέχθηκε τις υπερφίαλες απόψεις τους, για το πρωτείο και ειδικά του πρώτου στην Γ΄ Σύνοδο που κατετέθηκαν στη Σύνοδο, χωρίς ίχνος αντίδρασης: «Ουδενί αμφίβολόν εστι, μάλλον δε πάσιν τοις αιώσιν εγνώσθη, ότι ο άγιος και μακαριώτατος Πέτρος, ο έξαρχος και κεφαλή των Αποστόλων, ο κίων της πίστεως, ο θεμέλιος της Καθολικής Εκκλησίας, από του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Σωτήρος και Λυτρωτού του γένους του ανθρωπίνου, τας κλεις της βασιλείας εδέξατο. και αυτώ δέδοται η εξουσία του δεσμείν και λύειν τας αμαρτίας, όστις έως του νυν και αεί εν τοις αυτού διαδόχοις και ζη και δικάζει. τούτου τοιγαρούν κατά τάξιν ο διάδοχος και τοποτηρητής, ο άγιος και μακαριώτατος Πάπας ημών Κελεστίνος, ο επίσκοπος, εις ταύτην την αγίαν σύνοδον διαδόχους ημάς της αυτού παρουσίας απέστειλεν…..» (αγίου Νεκταρίου: Τα αίτια του Σχίσματος, τ. Α΄, σελ. 143-144). Και όλα αυτά για να επιβεβαιωθεί η ασκούμενη (και όχι απλώς ρητορική) πρωτοκαθεδρία του θρόνου της Αλεξάνδρειας έναντι της Κων/πολης, στο πρόσωπο του Νεστόριου, αλλά και έναντι της Ρώμης στα πρόσωπα των μέτριων αυτών παπών. Βέβαια στη Δ΄ Οικουμενική οι ρόλοι αντεστράφησαν, η Ρώμη θριάμβευσε στο πρόσωπο του Λέοντα Α΄ έναντι της Αλεξάνδρειας, στο πρόσωπο του Διόσκορου, που αφορίσθηκε και έναντι της Κων/πολης με την άρνηση υπογραφής από τη Ρώμη του κη΄ κανόνα περί των ίσων πρεσβείων τιμής Ρώμης και Κων/πολης. Αλλά γιατί ανέχθηκαν οι πατέρες της Συνόδου την καταφανή άσκηση της εξουσίας από τον Πάπα; Ο άγιος Νεκτάριος απαντά: «Η τοιαύτη γλώσσα του πρεσβυτέρου (Φιλίππου) απήρεσε λίαν προς τους αγίους πατέρας, αλλ’ η προς την ειρήνην της Εκκλησίας στοργή έθετο κατά την στιγμήν εκείνηνφυλακήν τοις χείλεσιν αυτών, διότι τοις αντιπροσώποις περί εν μάλλον έμελλε, περί της αρχής του Πάπα και εάν αυτή προσεβάλλετο, αμ’ έπος ο της συνόδου σκοπός ηδύνατο να ματαιωθή». Προφανώς βέβαια πρόκειται περί της αρχής του Πάπα, όχι ως primusinterpares (πρώτος μεταξύ ίσων), αλλά ως primussineparibus (πρώτος άνευ ίσων).
Η Σύνοδος συνέταξε και εξέδωσε 8 Ι. Κανόνες, που αφορούν κυρίως διάφορα θέματα κληρικών και τις σχέσεις τους με τον Νεστόριο. Ειδικά όμως, ο η΄ κανόνας της Συνόδου αναγνωρίζει στην Εκκλησία της Κύπρου το αυτοκέφαλον. Η Κύπρος διατελούσε πολιτικά υπό τον Δούκα της Αντιόχειας, ο οποίος έστελλε στρατηγόν για την άσκηση της διοίκησης. Τούτο εκμεταλλεύτηκε ο Αντιοχείας και θέλησε να υπαγάγει, υπό την δική του εκκλησιαστική εξουσία και την Κύπρο. Οι Κύπριοι Επίσκοποι αντέδρασαν, προσέφυγαν στη Σύνοδο, η οποία τους δικαίωσε και διακήρυξε την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Κύπρου.
Ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, εκτός της εκκλησιαστικής εξουσίας κατέχει και την πολιτική εξουσία με διάταγμα του αυτοκράτορα Ζήνωνα: Έτσι, και παρά την απαγόρευση από την Δ΄ Οικουμενική (ζ΄ κανόνας) της ταυτόχρονης ύπαρξης κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας στο αυτό πρόσωπο, όμως με το διάταγμα του αυτοκράτορα Ζήνωνα, του 488, ο Κύπρου αποκτούσε dejure και κοσμική εξουσία και ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος ήταν και ο τοποτηρητής του Αυτοκράτορα στην Κύπρο και τούτο διήρκεσε επί 8 αιώνες! Σε επίρρωση αυτού, ο Κύπρου απέκτησε το προνόμιο να φέρει πορφυρό αυτοκρατορικό μανδύα, να κρατεί αυτοκρατορικό σκήπτρο αντί ποιμαντορικής ράβδου και να υπογράφει με κόκκινο μελάνη, προνόμια τα οποία διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η Πενθέκτη Οικουμενική δεν επικύρωσε το διάταγμα, καθότι αυτοκρατορικό, αλλά και δεν απαγόρευσε την διπλή αυτή ιδιότητα του Κύπρου, παρά τη σαφή παράβαση του ζ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Η΄, σελ. 358). Το 1204 οι Φράγκοι κατέλυσαν την αυτοκεφαλία της Κύπρου, η οποία εδόθη πάλι το 1572, επί Σελίμ Β΄, στον Αρχιεπίσκοπο Τιμόθεο, το δε 1660 εδόθη στον Κύπρου και πάλιν η κοσμική εξουσία, επί Μεχμέτ Δ΄, στον Αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο.
Η Κύπρος, κατασταθείσα αυτοκέφαλος με απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής, καθίσταται η 6η Εκκλησία, η οποία έχει ιδρυθεί από Οικουμενική Σύνοδο, πέραν των 5 Εκκλησιών (Ρώμης, ΚΠόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων), οι οποίες αναγνωρίστηκαν από Οικουμενικές Συνόδους (β΄ και γ΄ κανόνες της Β΄ και κη΄ της Δ΄). Όλες οι μετέπειτα δημιουργηθείσες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, είτε ονομάζονται Πατριαρχεία, είτε Αρχιεπισκοπές (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Γεωργίας, Ελλάδας, Αλβανίας, Πολωνίας, Τσεχίας-Σλοβακίας, έχουν εκκρεμότητα, ως προς την αναγνώριση τους, γιατί δεν έχουν καταστεί αυτοκέφαλες Εκκλησίες, από Οικουμενική Σύνοδο, αλλά μόνο με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου ΚΠόλεως (Συνοδικό Τόμο αυτοκεφαλίας).
Οι καταδικασθέντες Νεστοριανοί εξεδιώχθησαν από την αυτοκρατορία και ειδικώς από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα (489) και κατέφυγαν στην Περσία, όπου δημιουργήθηκε δική τους αιρετική νεστοριανική εκκλησία, η οποία απεσχίσθη από το σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, για δογματικούς, αλλά και πολιτικούς λόγους, μετά από απόφαση που έλαβαν κατά τη σύνοδο, που συγκλήθηκε από τον πρώτο νεστοριανό πατριάρχη Βαβαίο, το 498.
Συμπεράσματα
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος αποτελεί τη Σύνοδο κατά την οποία «εμφαίνει ούτω την πρώτη βαθμίδα εις την Οικουμενικήν διαμόρφωσην του Χριστολογικού δόγματος, καθ’ ήν απεκρούετο η υπό εμπειρικοορθολογιστικού πνεύματος κυριαρχούμενη προσπάθεια επίλυσης του χριστολογικού ζητήματος». Σκοπός της συνόδου υπήρξε η επίλυση του αναφυέντος Χριστολογικού ζητήματος και σαν στόχο είχε «να περισώσει και να αναδείξει την πίστη της Νίκαιας, ότι αυτός ο Θεός Λόγος είναι ο ενανθρωπήσας και επιτελέσας ούτω την πραγματική λύτρωση και σωτηρία». Ταυτόχρονα όμως, με την κοινή συμφωνία και πίστη της «Εκθέσεως πίστεως των διαλλαγών», επήλθε και ουσιαστική δογματική σύγκλιση, ανάμεσα στις δύο μεγάλες θεολογικές σχολές της Αντιοχείας και της Αλεξανδρείας. Μία πίστη στηριγμένη σε ένα δογματικό όρο ο οποίος «δετυπούτο εν αριστοτεχνική συνθέσει των υγιών αρχών» (Ι. Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, τ. Α΄, σελ. 189-198) των δύο θεολογικών τάσεων.
Γι’ αυτούς τους λόγους η επωνομαζόμενη και «Πρώτη Σύνοδος της Εφέσου» «υπήρξε χωρίς αμφιβολία σταθμός στην ιστορία της Ορθόδοξης θεολογίας» αφού «όχι απλώς καταδίκασε δύο γνωστούς της εποχής αιρετικούς, αλλά κυρίως διότι με τη διδασκαλία της δόθηκε απάντηση σ’ ένα ερώτημα το οποίο είχε τεθεί μερικές δεκαετίες πριν», ενώ «απετέλεσε την απάντηση στο ερώτημα και την αραγή βάση πάνω στη οποία η εκκλησία θεμελίωσε τη Χριστολογία και τη σωτηριολογία της» (Κ. Σκουτέρη, Ιστορία των Δογμάτων, τ. Β΄, σελ. 748-749).
Παρατηρήσεις
1.- Η Σύνοδος ξεκίνησε με παρουσία μόνον της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας και απουσία των άλλων Εκκλησιών, αλλά και του εκπροσώπου του αυτοκράτορα.
2.- Η Σύνοδος δεν περάτωσε τις εργασίες της, δεδομένου, ότι ο Πρόεδρός της Κύριλλος φυλακίστηκε από την Πολιτεία για 3 μήνες, καθαιρέθηκε δε από τη σύναξη των Ανατολικών και τελικά διέφυγε στην Αλεξάνδρεια.
3.- Τα αποτελέσματα της Συνόδου, μετά από δραματικές διαβουλεύσεις δυο περίπου ετών και αμοιβαίες υποχωρήσεις των αντιθέτων μερών εγκρίθηκαν τελικά με τη σύνταξη του Όρου.
4.- Ο αυτοκράτορας ούτε κήρυξε την έναρξη της Συνόδου, αφού η έναρξη υπήρξε μονομερής ενέργεια του Κυρίλλου, ούτε τη λήξη, αφού επίσημη λήξη δεν υπήρξε.
5.- Ο Ρώμης Κελεστίνος, είχε εξουσιοδοτήσει τον Κύριλλο να χειριστεί εν λευκώ το θέμα με το Νεστόριο, γι’ αυτό δεν υπήρξε καμία αντίδραση ή διαφορετική θεώρηση από τη Ρώμη.
6.- Η κάθε πλευρά (Αλεξάνδρεια και Αντιόχεια) διατυμπάνιζε, ότι αυτής η θέση είχε πρυτανεύσει τελικά και μετά από πιέσεις του αυτοκράτορα αποφεύχθηκε μεγάλο σχίσμα στην Εκκλησία.
7.- Για πρώτη φορά εκδηλώνεται σε Οικουμενική Σύνοδο πανηγυρικά και χωρίς αντίδραση των Πατέρων το πρωτείο εξουσίας του Αρχιεπισκόπου Ρώμης. Αυτό θα εκδηλωθεί εντονότατα στην επόμενη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο με την άσκηση εξουσίας από τον πανίσχυρο πάπα Λέοντα Α΄.
8.- Η Εκκλησία της Κύπρου αναγνωρίζεται από τη Σύνοδο, ως αυτοκέφαλη και ο Αρχιεπίσκοπός καθίσταται αργότερα ταυτοχρόνως και φορέας της πολιτικής εξουσίας.
22.6.2014
(Πηγή : «Η Αγία Γ΄Οικουμενική Σύνοδος», Ιωάννης Καρδάσης, Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας)
Ὅρος τῆς Συνόδου περὶ τῆς Πίστεως
ἐν ᾧ καὶ περὶ ὧν ἀνήνεγκεν ὁ Χαρίσιος
Ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος ἑτέραν πίστιν μηδενὶ ἐξεῖναι προφέρειν ἢ γοῦν συγγράφειν ἢ συντιθέναι παρὰ τὴν ὁρισθεῖσαν παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων τῶν ἐν τῇ Νικαέων συναχθέντων πόλει σὺν ἁγίῳ πνεύματι. τοὺς δὲ τολμῶντας ἢ συντιθέναι πίστιν ἑτέραν ἢ γοῦν προσκομίζειν ἢ προφέρειν τοῖς ἐθέλουσιν ἐπιστρέφειν εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας ἢ ἐξ ἑλληνισμοῦ ἢ ἐξ ἰουδαϊσμοῦ ἢ γοῦν ἐξ αἱρέσεως οἱασδηποτοῦν, τούτους, εἰ μὲν εἶεν ἐπίσκοποι ἢ κληρικοί, ἀλλοτρίους εἶναι τοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐπισκοπῆς καὶ τοὺς κληρικοὺς τοῦ κλήρου· εἰ δὲ λαϊκοὶ εἶεν ἀναθεματίζεσθαι. κατὰ τὸν ἴσον δὲ τρόπον, εἰ φωραθεῖέν τινες, εἴτε ἐπίσκοποι εἴτε κληρικοὶ εἴτε λαϊκοί, ἢ φρονοῦντες ἢ διδάσκοντες τὰ ἐν τῇ προσκομισθείσῃ ἐκθέσει παρὰ Χαρισίου τοῦ πρεσβυτέρου περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ θεοῦ, ἤγουν τὰ μιαρὰ καὶ διεστραμμένα τοῦ Νεστορίου δόγματα, ὑποκείσθωσαν τῇ ἀποφάσει τῆς ἁγίας ταύτης καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου, ὥστε δηλονότι τὸν μὲν ἐπίσκοπον ἀλλοτριοῦσθαι τῆς ἐπισκοπῆς καὶ εἶναι καθῃρημένον, τὸν δὲ κληρικὸν ὁμοίως ἐκπίπτειν τοῦ κλήρου· εἰ δὲ λαϊκός τις εἴη, καὶ οὗτος ἀναθεματιζέσθω, καθὼς προείρηται.
Ἔκθεσις Πίστεως τῶν «διαλλαγῶν»
Περὶ δὲ τῆς θεοτόκου παρθένου ὅπως καὶ φρονοῦμεν καὶ λέγομεν τοῦ τε τρόπου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ θεοῦ, ἀναγκαίως, οὐκ ἐν προσθήκης μέρει, ἀλλ' ἐν πληροφορίας εἴδει, ὡς ἄνωθεν ἔκ τε τῶν θείων Γραφῶν ἔκ τε τῆς παραδόσεως τῶν ἁγίων πατέρων παρειληφότες ἐσχήκαμεν, διὰ βραχέων ἐροῦμεν, οὐδὲν τὸ σύνολον προστιθέντες τῇ τῶν ἁγίων πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ ἐκτεθείσῃ πίστει· ὡς γὰρ ἔφθημεν εἰρηκότες, πρὸς πᾶσαν ἐξαρκεῖ καὶ εὐσεβείας γνῶσιν καὶ πάσης αἱρετικῆς κακοδοξίας ἀποκήρυξιν. ἐροῦμεν δὲ οὐ κατατολμῶντες τῶν ἀνεφίκτων, ἀλλὰ τῇ ὁμολογίᾳ τῆς οἰκείας ἀσθενείας ἀποκλείοντες τοῖς ἐπιφύεσθαι βουλομένοις, ἐν οἷς τὰ ὑπὲρ ἄνθρωπον διασκεπτόμεθα.
Ὁμολογοῦμεν τοιγαροῦν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν μονογενῆ, θεὸν τέλειον καὶ ἄνθρωπον τέλειον ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος· πρὸ αἰώνων μὲν ἐκ τοῦ πατρὸς γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα, ἐπ' ἐσχάτων δὲ τῶν ἡμερῶν τὸν αὐτὸν δι’ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς παρθένου κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα· ὁμοούσιον τῷ πατρὶ τὸν αὐτὸν κατὰ τὴν θεότητα, καὶ ὁμοούσιον ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα· δύο γὰρ φύσεων ἕνωσις γέγονε· δι’ ὃ ἕνα Χριστόν, ἕνα υἱόν, ἕνα Κύριον ὁμολογοῦμεν. κατὰ ταύτην τὴν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν ὁμολογοῦμεν τὴν ἁγίαν παρθένον θεοτόκον, διὰ τὸ τὸν θεὸν Λόγον σαρκωθῆναι καὶ ἐνανθρωπῆσαι καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι ἑαυτῷ τὸν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν. τὰς δὲ εὐαγγελικὰς καὶ ἀποστολικὰς περὶ τοῦ Κυρίου φωνάς, ἴσμεν τοὺς θεολόγους ἄνδρας τὰς μὲν κοινοποιοῦντας ὡς ἐφ’ ἑνὸς προσώπου, τὰς δὲ διαιροῦντας ὡς ἐπὶ δύο φύσεων· καὶ τὰς μὲν θεοπρεπεῖς κατὰ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὰς δὲ ταπεινὰς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα αὐτοῦ παραδιδόντας.
(Πηγή: «ΟΡΟΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΣ ΤΗΣ Γ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ», Συμβολή)
Κανόνες Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου
Στη σύνοδο αυτή καταδικάστηκε το κίνημα του Νεστοριανισμού και διακηρύχτηκε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος, έχοντας πλήρη ένωση των δύο φύσεων του, ενώ αποδόθηκε στην Παρθένο Μαρία ο τίτλος Θεοτόκος.
Κανών Α'
Επειδή εχρήν και τους απολειφθέντας της αγίας συνόδου, και μείναντας κατά χώραν, ή πόλιν, δια τινα αιτίαν, ή εκκλησιαστικήν, ή σωματικήν, μη αγνοήσαι τα εν αυτή τετυπωμένα, γνωρίζομεν τη υμετέρα αγιότητι και αγάπη, ότι περ, ει τις μητροπολίτης της επαρχίας, αποστατήσας της αγίας και οικουμενικής συνόδου, προσέθετο τω της αποστασίας συνεδρίω, ή μετά τούτο προστεθείη, ή τα Κελεστίου εφρόνησεν, ή φρονήσει, ούτος κατά των της επαρχίας επισκόπων διαπράττεσθαί τι ουδαμώς δύναται, πάσης εκκλησιαστικής κοινωνίας εντεύθεν ήδη υπό της συνόδου εκβεβλημένος, και ανενέργητος υπάρχων. Αλλά και αυτοίς τοις της επαρχίας επισκόποις, και τοις πέριξ μητροπολίταις, τοις τα της ορθοδοξίας φρονούσιν, υποκείσεται εις το πάντη και του βαθμού της επισκοπής εκβληθήναι.
Κανών Β'
Ει δε τινες επαρχιώται επίσκοποι απελείφθησαν της αγίας συνόδου, και τη αποστασία προσετέθησαν, ή προστεθήναι πειραθείεν, ή και υπογράψαντες τη Νεστορίου καθαιρέσει, επαλινδρόμησαν προς το της αποστασίας συνέδριον· τούτους πάντη κατά το δόξαν τη αγία συνόδω αλλοτρίους είναι της ιερωσύνης, και του βαθμού εκπίπτειν.
Κανών Γ'
Ει δε τινες των εν εκάστη πόλει, ή χώρα κληρικών, υπό του Νεστορίου, και των συν αυτώ όντων, της ιερωσύνης εκωλύθησαν δια το ορθώς φρονείν, εδικαιώσαμεν και τούτους τον ίδιον απολαβείν βαθμόν. Κοινώς δε τους τη ορθοδόξω και οικουμενική συνόδω συμφρονούντας κληρικούς, κελεύομεν τοις αποστατήσασιν, ή αφισταμένοις επισκόποις, μηδόλως υποκείσθαι κατά μηδένα τρόπον.
Κανών Δ'
Ει δε τινες αποστατήσαιεν των κληρικών, και τολμήσαιεν ή κατ' ιδίαν, ή δημοσία, τα Νεστορίου, ή τα Κελεστίου φρονήσαι, και τούτους είναι καθηρημένους υπό της αγίας συνόδου δεδικαίωται.
Κανών Ε'
Όσοι δε επί ατόποις πράξεσι κατεκρίθησαν υπό της αγίας συνόδου, ή υπό των οικείων επισκόπων, και τούτοις ακανονίστως, κατά την εν άπασιν αδιαφορίαν αυτού, ο Νεστόριος, και οι τα αυτού φρονούντες, αποδούναι επειράθησαν, ή πειραθείεν, κοινωνίαν, ή βαθμόν, ανωφελήτους είναι, και μένειν ουδέν ήττον καθηρημένους εδικαιώσαμεν.
Κανών ΣΤ'
Ομοίως δε και ει τινες βουληθείεν, τα περί εκάστου πεπραγμένα εν τη αγία συνόδω, τη εν Εφέσω, οιωδήποτε τρόπω παρασαλεύειν, η αγία σύνοδος ώρισεν, ει μεν επίσκοποι είεν, ή κληρικοί, του οικείου παντελώς αποπίπτειν βαθμού· ει δε λαϊκοί, ακοινωνήτους υπάρχειν.
Κανών Ζ'
Τούτων αναγνωσθέντων, ώρισεν η αγία σύνοδος, ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι προφέρειν, ήγουν συγγράφειν, ή συντιθέναι, παρά την ορισθείσαν παρά των αγίων Πατέρων, των εν τη Νικαέων συναχθέντων πόλει, συν αγίω Πνεύματι. Τούς δε τολμώντας ή συντιθέναι πίστιν ετέραν, ή γούν προκομίζειν, ή προφέρειν τοις θέλουσιν επιστρέφειν εις επίγνωσιν της αληθείας, ή εξ ελληνισμού, ή εξ ιουδαϊσμού, ή γούν εξ αιρέσεως οιασδηποτούν· τούτους, ει μεν είεν επίσκοποι, ή κληρικοί, αλλοτρίους είναι τους επισκόπους της επισκοπής, και τους κληρικούς του κλήρου· ει δε λαϊκοί είεν αναθεματίζεσθαι. Κατά τον ίσον δε τρόπον, ει φωραθείεν τινες, είτενεπίσκοποι, είτε κληρικοί, είτε λαϊκοί ή φρονούντες, ή διδάσκοντες τα εν την προκομισθείση εκθέσει παρά Χαρισίου του πρεσβυτέρου, περί της ενανθρωπήσεως του μονογενούς Υιού του Θεού, ήγουν τα μιαρά και διεστραμμένα του Νεστορίου δόγματα, α και υποτέτακται, υποκείσθωσαν τη αποφάσει της αγίας ταύτης και οικουμενικής συνόδου· ώστε δηλονότι, τον μεν επίσκοπον, απαλλοτριούσθαι της επισκοπής, και είναι καθηρημένον· τον δε κληρικόν, ομοίως εκπίπτειν του κλήρου ει δε λαϊκός τις είη, και ούτος αναθεματιζέσθω, καθά προείρηται.
Κανών Η'
Πράγμα παρά τους εκκλησιαστικούς θεσμούς και τους κανόνας των αγίων Αποστόλων καινοτομούμενον, και της πάντων ελευθερίας απτόμενον, προσήγγειλεν ο θεοφιλέστατος συνεπίσκοπος ηγίνος, και οι συν αυτώ θεοφιλέστατοι επίσκοποι της Κυπρίων επαρχίας, Ζήνων και Ευάγριος. Όθεν, επειδή τα κοινά πάθη μείζονος δείται της θεραπείας, ως και μείζονα την βλάβην φέροντα, και μάλιστα ει μηδέ έθος αρχαίον παρηκολούθησεν, ώστε τον επίσκοπον της Αντιοχέων πόλεως τας εν Κύπρω ποιείσθαι χειροτονίας, καθά δια των λιβέλλων και των οικείων φωνών εδίδαξαν οι ευλαβέστατοι άνδρες, οι την πρόσοδον τη αγία συνόδω ποιησάμενοι, έξουσι το ανεπηρέαστον και αβίαστον οι των αγίων εκκλησιών, των κατά την Κύπρον, προεστώτες, κατά τους κανόνας των οσίων Πατέρων, και την αρχαίαν συνήθειαν, δι' εαυτών τας χειροτονίας των ευλαβεστάτων επισκόπων ποιούμενοι· το δε αυτό και επί των άλλων διοικήσεων, και των απανταχού επαρχιών παραφυλαχθήσεται· ώστε μηδένα των θεοφιλεστάτων επισκόπων επαρχίαν ετέραν, ουκ ούσαν άνωθεν και εξ αρχής υπό την αυτού, ή γούν των προ αυτού χείρα καταλαμβάνειν αλλ' ει και τις κατέλαβε, και υφ'εαυτόν πεποίηται, βιασάμενος, ταύτην αποδιδόναι· ίνα μη των Πατέρων οι κανόνες παραβαίνωνται, μηδέ εν ιερουργίας προσχήματι, εξουσίας τύφος κοσμικής περεισδύηται, μηδέ λάθωμεν την ελευθερίαν κατά μικρόν απολέσαντες, ην ημίν εδωρήσατο τω ιδίω αίματι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο πάντων ανθρώπων ελευθερωτής. Έδοξε τοίνυν τη αγία και οικουμενική συνόδω, σώζεσθαι εκάστη επαρχία καθαρά και αβίαστα τα αυτή προσόντα δίκαια εξ αρχής και άνωθεν, κατά το πάλαι κρατήσαν έθος, άδειαν έχοντος εκάστου μητροπολίτου τα ίσα των πεπραγμένων προς το οικείον ασφαλές εκλαβείν. Ει δε τις μαχόμενον τύπον τοις νυν ωρισμένοις προσκομίσοι, άκυρον τούτον είναι έδοξε τη αγία πάση και οικουμενική συνόδω.
(Πηγή: «Κανόνες Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου», Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος και το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης
Απάντησις εις την εγκύκλιον του Πίου ΙΑ΄ «Lux Veritatis»,
Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών (†)
Η εγκύκλιος «Lux veritatis»
Κατά το παρελθόν έτος 1931, επί τη δεκάτη Πέμπτη εκατονταετηρίδι της εν Εφέσω συνελθούσης Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (431), λόγος πολύς εγένετο περί αυτής εν πάσαις ταις Εκκλησίαις, πολλαχού δε και εορταί επί τη αναμνήσει αυτής ετελέσθησαν. Ο δε Μακαριώτατος Πάπας Ρώμης Πίος ΙΑ΄ τη ημέρα της εορτής των Χριστουγέννων, και εγκύκλιον ειδικήν εξέδωκεν, αρχομένην δια των λέξεων «Lux Veritatis» (το φως της αληθείας), ουχί μόνο ίνα εξάρη το μέγα γεγονός της συγκροτήσεως της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου και της υπ' αυτής κατακρίσεως της πλάνης του Νεστοριανισμού, αλλά και ίνα παραστήση την Σύνοδον ταύτην, ως διακηρύξασαν, δήθεν, το Πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης, υφ' ην έννοιαν τούτου πρεσβεύει και διδάσκει ως δόγμα πίστεως η Ρωμαϊκή Εκκλησία. Το φως της αληθείας, λέγει αρχόμενος της εγκυκλίου (1) ο Πίος ΙΑ΄, και η μαρτυρία των αιώνων, τουτέστι της ιστορίας, διδάσκουσιν ότι ο Κύριος κατά την επαγγελίαν αυτού (Ματθ. 27, 20) εύρηται πάντοτε μετά της Εκκλησίας Αυτού. Όσο αγριωτέρα αποβαίνει η ορμή των κυμάτων, άτινα εν τη παρόδω των αιώνων πλήττουσιν το ακάτιον του Πέτρου, τοσούτω καταδείκνυται η παρουσία και το ανεξάλειπτον της ουρανίας χάριτος. Το πλήγματα δεν προήλθον μόνον δια των διωκτών του Χριστιανισμού, αλλά και παρά των διαφόρων αιρέσεων, αίτινες εν τη Ανατολή ιδίως ανεφάνησαν. Εν μέσω των τρικυμιών η Εκκλησία εξηκολούθησε την πορείαν αυτής στηριζομένη μόνον επί του Θεού και διασώζουσαν ακεραίαν την ιερήν παρακαταθήκην της ευαγγελικής αληθείας, ην ενεπιστεύθη αυτή ο ιδρυτής αυτής.
Τοιαύτας έχων τας σκέψεις ο Πίος ΙΑ΄ επί τη ιε΄ εκατονταετηρίδι της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, καθήκον αυτού θεωρεί, λέγει, αποστολικόν, ίνα εκθέση τα κατά τη σύνοδον ταύτην, πέποιθε δε ότι ου μόνον θα ευχαριστήση και θα ωφελήση τα πιστά της Εκκλησίας τέκνα, αλλ' επιπλέον και τους κεχωρισμένους απ' αυτής αδελφούς και δη τους προϊσταμένους αυτών Ιεράρχας, θα προκαλέση εις σκέψεις προς επιστροφήν εις την αληθή πίστιν, ην η Ρωμαϊκή Εκκλησία διατηρεί ευλαβώς εν πάση ασφαλεία και ακεραιότητι.
Φρονεί δε ότι τρία δόγματα της «καθολικής θρησκείας» διετυπώθησαν εν τη Γ΄ Οικουμενική Συνόδω: α) ότι το πρόσωπον του Χριστού εν εστι και θείον, β) ότι η Αγία Παρθένος Μαρία δέον ν' αναγνωρίζηται και τιμάται ως αληθώς και πραγματικώς «Θεοτόκος», γ) ότι ο Ποντίφηξ της Ρώμης εκτιθέμενος την πίστιν και τα ήθη, απολαύει εκ Θεού, εν σχέσει προς έκαστον και προς πάντας, κύρους ανωτάτου, κυριάρχου και ανεξαρτήτου.
Συμφώνως προς ταύτα ο Πίος ΙΑ΄ διαιρεί την Εγκύκλιον αυτή ταύτην εις τρία μέρη: α) Η Σύνοδος και το Ρωμαϊκόν πρωτείον, β) το δόγμα της υποστατικής ενώσεως, γ) το δόγμα της θείας μητρότητος. Και εν μεν τω πρώτω μέρει εκτίθησι την ιστορίαν της εμφανίσεως του Νεστοριανισμού, της συγκλίσεως της Συνόδου και των εργασιών αυτής, ίνα δείξη ότι υπό πάντων ανεγνωρίσθη και επισήμως ανεκηρύχθη το Πρωτείον, εν δε τω δευτέρω και τω τρίτω αναπτύσσει την διδασκαλίαν περί της υποστατικής ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων και περί της Θεοτόκου και της οφειλομένης εις αυτήν τιμής, ως Μητρός του εναθρωπήσαντος Κυρίου. Προσκαλεί δε ο Πίος ΙΑ΄ πάντας ίνα προθύμως δεχθώσι τα τρία ταύτα δόγματα και ενωθώσι μετ' αυτού, ως αντιπροσώπου του Χριστού επί της γης. Ιδιαιτέρως δε απευθύνει προτροπήν προς τοιαύτην ένωσιν προς τους τιμώντας την Αγίαν Παρθένον Θεοτόκον και εύχεται ίνα ταχέως έλθη η ημέρα η ευτυχής, καθ' ην πάντα τα κεχωρισμένα τέκνα θα ενωθώσι μετ' αυτού και θα τιμήσωσι την Θεοτόκον πραγματοποιούσαν ούτω το γεγονός, όπερ ο προκάτοχος αυτού Σίξτος Γ΄ παρέστησεν εν μωσαϊκώ της Λιβεριανής βασιλικής εν Ρώμη.
Τοιούτο εν γενικωτάτες γραμμαίς το περιεχόμενον της παπικής Εγκυκλίου. Και προκειμένου δε περί των δογματικών αληθειών, ήτοι της υποστατικής ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων και περί της Αγίας Μητρός του Κυρίου ως Θεοτόκου, εξ ης εγεννήθη ως άνθρωπος ο προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού, αληθειών περί ων η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος πράγματι επεφάνθη εναντίον του αρνούμενου αυτάς Νεστορίου, ουδεμία δύναται να υπάρξη διαφωνία. Ο ούτως όμως επισήμως εν τη Εγκυκλίω εκφερόμενος ισχυρισμός, καθ' ον η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος ανεγνώρισε το Πρωτείον και δη και το αλάθητον του Επισκόπου Ρώμης, προκαλεί αληθώς κατάπληξιν.
Επειδή δε κύριος σκοπός της Εγκυκλίου είναι η υποστήριξις του ισχυρισμού τούτου και επειδή εν ονόματι της ιστορικής αληθείας ζητείται η θεμελίωσις αυτού επί των πεπραγμένων της Συνόδου και των συναφών προς αυτήν γεγονότων, εν τη παρούση απαντήσει εις την Εγκύκλιον «Lux Veritatis», το φρόνημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας διερμηνεύοντες και υπό του φωτός της αληθείας καθοδηγούμενοι, θα εξετάσωμεν όλως αντικειμενικώς και επί τη βάσει αναντιρρήτων μαρτυριών και αποδείξεων, αν τω όντι είναι βάσιμος ο εν τη Εγκυκλίω επισήμως διατυπούμενος ισχυρισμός. Χωρίς να εισέλθωμεν εις τας λεπτομερείας της ιστορίας του Νεστοριανισμού και της Οικουμενικής Συνόδου, θα λάβωμεν υπόψη μόνον τα σημεία εκείνα , άτινα σχέσιν έχουσι προς την θέσιν του Επισκόπου Ρώμης εν τη καθόλου Εκκλησία και άτινα προσάγονται εν τη Εγκυκλίω ως αποδείξεις της υπό της Συνόδου ανακηρύξεως, δήθεν, και αναγνωρίσεως του Πρωτείου. Αλλά ταυτοχρόνως θα προσαγάγωμεν και εκείνας τας μαρτυρίας παρά των συνδεθέντων προς τον Νεστοριανισμόν και την Γ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον προσώπων και δη του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, αίτινες αναφέρονται εις το προκείμενον ζήτημα, προς πληρεστέραν αυτού διαφώτισιν.
Ο Νεστόριος και το πρωτείον
Είναι γνωστή η κακοδοξία του Νεστορίου, αρνουμένου την υποστατικήν ενότητα των δύο εν Χριστώ φύσεων εις εν πρόσωπον και τον θεολογικόν όρον «Θεοτόκος», αλλ' ουδαμόθεν συνάγεται το συλεγόμενον περί αυτού εν τη Εγκυκλίω "Lux Veritatis" ότι «ανεγνώριζε το ανώτατον κύρος του Επισκόπου Ρώμης επί της οικουμενικής Εκκλησίας». Ο Νεστόριος εκλεγείς και χειροτονηθείς Επίσκοπος ΚΠόλεως (428), πάντως δια των χειροτονησάντων αυτόν, κατά το κρατούν εκκλησιαστικόν έθος, ανεκοίνωσεν αμέσως την εκλογήν αυτού προς τον Ρώμης Επίσκοπον Κελεστίνον Α΄ (423-432), ως έπραξε προς τον Αλεξανδρείας Κύριλλον (412-444), απαντήσαντα προς αυτόν και επευχηθέντα ως «ἀδελφῷ καί συλλειτουργῷ». Προ του Νεστορίου, επί ικανόν χρόνου διάστημα, ένεκα του ζητήματος της εγγραφής του ονόματος του αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου εν τοις Διπτύχοις, ήσαν διακεκομμέναι αι σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και Κπόλεως, αλλ' ήδη ο προκάτοχος του Νεστορίου Αττικό (406-425), λύσας τη διαφοράν εκείνην, αποκατέστησε τας σχέσεις. Επομένως ηδύνατο ο Νεστόριος να επικοινωνήση προς τον Ρώμης Κελεστίνον, αν παρίστατο ανάγκη.
Ο Νεστόριος επί τριετίαν μόλις αρχιερατεύσας εν ΚΠόλει, δεν επρόφθασε να εκδηλώση τι σχετικώς ως προς την ιεραρχικήν αυτού θέσιν εν τη καθόλου Εκκλησία, είναι δε γνωστόν μόνο ότι κατεδίωξε τους αιρετικούς και εκτός της ΚΠόλεως. Ήτο δε η θέσις αυτού αύτη καθωρισμένη δια του γ΄ κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (381), διαγορεύοντος «Τόν μέντοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετά τόν Ρώμης ἐπίσκοπον διά τό εἶναι αὐτήν νέαν Ρώμην». Κατά το χρόνο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325), δεν ήτο εισέτι ιδρυμένη η «νέα Ρώμη», ήτοι η νέα του Κράτους πρωτεύουσα, όθεν κατά τον καθορισμόν των «πρεσβείων», ήτοι της ιεραρχικής τάξεως των Επισκόπων των μεγάλων εκκλησιαστικών κέντρων, δια του στ΄ κανόνος καθωρίσθησαν τα «πρεσβεία»του Ρώμης, του Αλεξανδρείας και του Αντιοχείας. Υπό της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, δια του β΄ κανόνος, επανελήφθη ο καθορισμός των «πρεσβείων» του Αλεξανδρείας και του Αντιοχείας, εν σχέσει προς τας επισκοπάς των Διοικήσεων, αίτινες υπ' αυτούς υπήγοντο, «κατά τους κανόνας», εξησφαλίσθη δε και η εκκλησιαστική αυτοτέλεια των τριών μεγάλων Διοικήσεων, Ασίας, Πόντου και Θράκης, απαγορευθείσης της εις ξένην δικαιοδοσίαν επεμβάσεως. Η διάταξις του γ΄ κανόνος παρενέβαλε μεταξύ του Ρώμης και του Αλεξανδρείας τον της «νέας Ρώμης» Επίσκοπον, αλλά δεν απέδωκεν εις αυτόν δικαιοδοσίαν τινά. Ουχ ήττον οι προκάτοχοι του Νεστορίου, και δη ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, ήσκησαν πραγματικήν δικαοδοσίαν εν ταις ανωτέρω τρισί Διοικήσεσι και ιδίως εν τη της Ασίας. Αύται δε βραδύτερον υπήχθησαν υπό τον ΚΠόλεως δια του κη΄ κανόνος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451), δι' ου και ηρμηνεύθη αυθεντικώς η έννοια του γ΄ κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου δια των εξής: «καί γάρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, διά τό βασιλεύειν τήν πόλιν ἐκείνην, οἱ πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τά πρεσβεῖα, καί τῷ αὐτῷ σκοπῷ κινούμενοι οἱ ρν΄ θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι τά ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς νέας Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες, τήν βασιλείᾳ καί συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν καί τῶν ἴσων ἀπολαύειν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ρώμῃ, καί ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, ὡς ἐκείνην, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ' ἐκείνην ὑπάρχουσαν». Τα «πρεσβεῖα» δεν ανεφέροντο εις εξαιρετικά τινα δικαιώματα υπέρ τους άλλους Προέδρους των εκκλησιαστικών κέντρων, αλλ' ήσαν «πρεσβεία τιμής», καθώριζον την ιεραρχικήν τάξιν και σειράν των «θρόνων». Ούτω δε ο Ρώμης κατά τα «πρεσβεία τιμής» εθεωρείτο πρώτος, αλλ' η πραγματική δικαιοδοσία αυτού δεν εξετείνετο πέραν της μέσης και κάτω Ιταλίας και των πέριξ νήσων (2) , όπως δεν εξετείνετο η δικαιοδοσία του Αλεξανδρείας ή του Αντιοχείας έξω των ορισμένων ορίων του μεν της Αιγύπτου, Πενταπόλεως και Λιβύης, του δε της Διοικήσεως της «Ανατολής». Εν αυτή τη Ιταλίᾳ οι Επίσκοποι της Διοικήσεως Ακηλύιας ηρνούντο να αποδεχθώσι τας αποφάσεις του Επισκόπου Ρώμης. Δέκα έτη προ της εμφανίσεως του Νεστοριανισμού η Εκκλησία της Β. Αφρικής εν Συνόδω της Καρχηδόνος (418) απηγόρευσε πάσαν ανάμειξιν του Ρώμης εις τα της Εκκλησίας εκείνης.
Ώστε ο Ρώμης Επίσκοπος είχε μεν τα «πρεσβεία» μεταξύ των Επισκόπων ΚΠόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, αλλά ταύτα ήσαν «πρεσβεία τιμής», όθεν το «πρωτείον» αυτού ήτο «Πρωτείον τιμής». Ως Επίσκοπος του πρώτου «θρόνου», της αρχαίας πρωτευούσης του Κράτους, απέλαυε της τιμητικής ταύτης θέσεως, κατά τους κανόνας της Εκκλησίας. Δεν εδικαιούτο ούτε να επεμβή εις τα των λοιπών εκκλησιαστικών Διοικήσεων, ούτε να λύη μόνος γενικά εκκλησιαστικά ζητήματα. Ότε είκοσι και πέντε περίπου έτη προ του Νεστορίου ο αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος απετάθη και προς τον τότε Επίσκοπον Ρώμης Ιννοκέντιον Α΄ (402), ζητών την επέμβασιν αυτού και των λοιπών Επισκόπων κατά των αδίκων αποφάσεων και αυθαιρέτων επεμβάσεων του Θεοφίλου Αλεξανδρείας (†412), ο Ιννοκέντιος εζήτησε την σύγκλησιν μείζονος Συνόδου προς εξέτασιν και επίλυσιν του προκληθέντος ζητήματος. Ο Επίσκοπος Ρώμης δεν απετέλει την ανωτέραν εκκλησιαστικήν αρχήν δι' άπασαν την Εκκλησίαν, αλλά δια μόνην την εκκλησιαστικήν αυτού Διοίκησιν. Υπεράνω δε πάντων ίστατο η Οικουμενική Σύνοδος. Ουδέν γενικόν εκκλησιαστικόν ζήτημα ελύθη άνευ Συνόδου και ουδεμία επετράπη παράβασις των περί εκκλησιαστικών Διοικήσεων διατάξεων της Α΄ και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων, ως μαρτυρεί η ιστορία της Εκκλησίας. Συνοδικώς δε διεξήγοντο ου μόνον τα γενικά, αλλά και τα των επί μέρους Εκκλησιών ζητήματα.
Δυστυχώς εν Ρώμη ήρξαντο κατά την υπ' όψει ημών εποχήν διαδιδόμεναι ξέναι τινές και αντίθετοι προς την κανονικήν ιεραρχικήν τάξιν και προς τας διατάξεις των Οικουμενικών Συνόδων θεωρίαι περί του αξιώματος του Επισκόπου αυτής, συνδεόμεναι προς τας περί του Απ. Πέτρου αποκρύφους παραδόσεις, αλλ' αι θεωρίαι εκείναι ήσαν εντελώς άγνωστοι εν τη Ανατολή, απεκρούοντο δε και εν τη Δύσει (3) . Παρά τας θεωρίας εκείνας, αίτινες μεταγενεστέρως προετάθησαν υπό την έννοιαν «Πρωτείου εξουσίας», ο Κελεστίνος και οι διάδοχοι αυτού δεν ήσκησαν εξουσίαν επί της καθόλου Εκκλησίας, εν τη πραγματικότητι δε το Πρωτείον αυτών ήτο «Πρωτείον τιμής», ως καθωρίσθη υπό των Οικουμενικών Συνόδων, και ως τούτο ανεγνωρίζετο υπό των λοιπών Επισκόπων.
Δεν είναι λοιπόν ακριβές το λεγόμενον εν τη Εγκυκλίω «Lux Veritatis» ότι ο Νεστόριος ανεγνώριζε τον ανώτατον κύρος του Επισκόπου Ρώμης επί της Οικουμενικής Εκκλησίας, διότι τοιούτο κύρος είχε μόνη η Οικουμενική Σύνοδος. Η Εγκύκλιος ως μόνον επιχείρημα τοιούτου ανακριβούς ισχυρισμού προσάγει το γεγονός ότι ο Νεστόριος απετάθη προς τον Επίσκοπον Ρώμης Κελεστίνον, γράψας περί του ζητήματος αυτού.
Αλλ' είναι γνωστόν ότι ο Νεστόριος έγραψε το πρώτον προς το Κελεστίνον εξ αφορμής των Πελαγιανών κατά τρόπον μαρτυρούντα ακριβώς ότι δεν ανεγνώριζε τον Ρώμης ως έχοντα κύρος απόλυτον, προκειμένου περί δογματικών ζητημάτων, ουδ' εν τη Ιταλία. Πελαγιανοί τινές ιταλοί Επίσκοποι, Ιουλιανός ο Εκλάνου, Φλώρος, Ορόντιος και Φάβιος μετά του Κελεστίου, του εκ των αρχηγών της αιρέσεως, μετά την καταδίκην αυτών εν τη Δύσει καταφυγόντες εις ΚΠολιν εποιήσαντο έκκλησιν προς τον Βασιλέα και προς τον Επίσκοπον της βασιλευούσης Νεστόριον, ισχυριζόμενοι ότι αδίκως κατεδικάσθησαν ενώ είναι ορθόδοξοι. Ο Νεστόριος, πριν να εξετάση τα κατ' αυτούς, έγραψε προς τον Ρώμης Κελεστίνον, εν αρχή του 429, ζητών πληροφορίας διατί και πως οι Πελαγιανοί κατεδικάσθησαν. Προσέθετε δε ότι γενόμενος Επίσκοπος ΚΠόλεως ανέλαβε την θεραπείαν πολλών κακών και την απόκρουσιν των κακοδοξιών του Απολλιναρίου και του Αρείου, ων οι οπαδοί επρέσβευον βλάσφημόν τινα σύγχυσιν εν τω προσώπω του Σωτήρος. Ο εν Κπόλει τότε ευρισκόμενος Μάριος Mercator , δι' υπομνήματος αυτού προς τον Βασιλέα, εξέθηκε τας κακοδοξίας των Πελαγιανών. Δεν είναι απίθανον ότι ο Νεστόριος συνεπάθει προς τους Πελαγιανούς και ότι εσκόπει ν' αναθεωρήση την υπόθεσιν των Πελαγιανών, ει και ούτος δημόσια κατεδίκαζε τας δοξασίας αυτών. Διότι θεωρητικώς υπεστήριζε τους Πελαγιανούς ο διδάσκαλος του Νεστορίου Θεόδωρος ο Μοψουεστίας (†428) και διότι εν ΚΠόλει μεν ο Κελέστιος συνειργάσθη μετ' αυτού εναντίον του διαπρεπούς πρεσβυτέρου Φιλίππου του εκ Σίδης (4) και βραδύτερον Πελαγιανοί και «Κελεστιανοί», ήτοι οπαδοί του Κελεστίου Επισκόπου συνειργάσθησαν ωσαύτως μετ' αυτού εν Εφέσω. Μη τυχών απαντήσεως παρά του Επισκόπου Ρώμης Κελεστίνου εις την πρώτην επιστολήν έγραψε το δεύτερον «τῷ ἀδελφῷ Κελεστίνῳ» ζητών τας αυτάς πληροφορίας και επιπροστιθείς ότι ανεφάνησαν αιρετικοί τινες ανανεούντες τας βλασφημίας του Απολλιναρίου και του Αρείου. Διαστρέφοντες την ορθοδοξίαν περί του προσώπου του Ιησού Χριστού και άνευ φρίκης ονομάζοντες την Αγίαν Παρθένον «Θεοτόκον» (5) . Συναπέστειλε δε δύο αυτού ομιλίας και ανέπτυσσε την εαυτού πεπλανημένην διδασκαλίαν, ρητώς ονομάζων την Παρθένον Μαρίαν «Χριστοτόκον» (6) . Εκ Ρώμης και πάλιν δεν εδόθη απάντησις. Εν τω μεταξύ χρόνω ο Βασιλεύς διέταξε την απομάκρυνσιν των Πελαγιανών, γράφων δε ο Νεστόριος προς τον Κελέστιον παρεμυθείτο αυτόν, επί τοις παθήμασι και τοις διωγμοίς ους υφίστατο, παρέλαβε δε αυτόν προς τον Ιωάννη τον Βαπτιστήν, καταδιωκόμενον υπό του Ηρώδου (7) .
Πρόδηλον εκ των ανωτέρω καθίσταται ότι ο Νεστόριος δεν ανεγνώριζε το υπέρτατον εν απάση τη Εκκλησία κύρος του Επισκόπου Ρώμης. Προς αυτόν απευθύνεται ως προς ίσον «αδελφόν» και εν τόνω αδελφικώ παρίσταται δε μάλλον αντίθετος προς τοιαύτην θεωρίαν, διότι ζητεί να υποβάλη υπό έλεγχον τας περί των Πελαγιανών αποφάσεις των εν Ρώμη. Περί του προκληθέντος υπ' αυτού ζητήματος γράφει προς τον Ρώμης μάλλον παρεμπιπτόντως, ουχί την κρίσιν αυτών ζητών, αλλ' απλώς καταγγέλων τους αντιδοξούντας, ων τινας κληρικούς και κατεδίωξε και καθήρεσε του αξιώματος. Ορθώς δε κρίνων ο αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας, έγραφε βραδύτερον, ότι ο Νεστόριος εζήτησε να παραπείση και παρασύρη τους εν Ρώμη, «οἰηθείς δε ὅτι καί τήν Ρωμαίων Ἐκκλησίαν συναρπάσαι δυνήσηται, ἔγραψε πρός τόν κύριόν μου, τόν εὐλαβέστατον καί θεοσεβέστατον ἀδελφόν καί συλλειτουργόν Κελεστῖνον, τῆς Ρωμαίων Ἐκλλησίας ἐπίσκοπον, ἐνθείς ταῖς ἐπιστολαῖς τῶν αὑτοῦ δογμάτων διαστροφή» (8) . Καίτοι δε, ως παρετηρήθη ήδη (9) , τοις εν Ρώμη ήτο γνωστόν το κατά Νεστορίου σύγγραμμα του Ιωάννου Κασσιανού Libri VII de incarnatione Christi , καίτοι είχον αποσταλεί υπ' αυτού του Νεστορίου ομιλίαι αυτού και δύο επιστολαί, οι εν Ρώμη δεν εκινήθησαν κατά του Νεστορίου, έγραψαν δε μόνον προς τον Αλεξανδρείας Κύριλλον ότι «πάνυ ἐσκανδαλίσθησαν». Η γνώμη τινών, καθ' ην η εν Ρώμη κρατούσα διδασκαλία ήτο εγγυτέρα προς την του Νεστορίου και δια τούτο δεν εγένετο αμέσως απάντησις προς αυτόν, δεν είναι ορθή (10) . Διότι είναι βέβαιον, ως περαιτέρω δειχθήσεται, ότι οι εν Ρώμη αντελήφθησαν την πλάνην του Νεστορίου μόνον εκ ων έγραψε προς τον Κελεστίνον ο Πάπας Αλεξανδρείας Κύριλλος, συναποστείλας εν λατιινική μεταφράσει και διάφορα σχετικά κείμενα.
Ο Αγ. Κύριλλος και το πρωτείον
Ο αγ. Κύριλλος, ο διαπρεπέστερος των Ιεραρχών και των θεολόγων της εποχής αυτού, πρώτος κατεπολέμησε την πλάνην του Νεστορίου και πρώτος διεφώτισε περί αυτής τον χριστιανικόν κόσμον. Αλλά κατά την Εγκύκλιον «Lux Veritatis» πριν ο Κύριλλος, όστις ως Επίσκοπος Αλεξανδρείας εθεωρείτο «πρῶτος ἐν Ἀνατολῇ» να καταδικάση οριστικώς τον Νεστόριον, απετάθη προς την Ρώμην, διότι «ἦτο τελείως πεπληροφορημένος περί τοῦ κύρους τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας καί ἀκαταμάχητος πρόμαχος αὐτοῦ». Η ούτως επισήμως εν τη Εγκυκλίω εκφερομένη διαβεβαίωσις αύτη δεν στηρίζεται επί του πραγματικού φρονήματος του Κυρίλλου και επί του αληθούς χαρακτήρος των ενεργειών αυτού και δη της σχέσεως προς την Ρώμην.
Ο αγ. Κύριλλος εν συγγραμμάσιν αυτού ουδεμίαν έχει είδησιν περί κύρους τοιούτου, οίον υπονοεί η Εγκύκλιος και δη περί Πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης, εν σχέσει προς τον Απόστολον Πέτρον. Είναι αληθές ότι τον Απόστολον τούτον καλεί «κορυφαῖον» καί «πρόκριτον τῶν μαθητῶν» (11) , αλλ' ουχί εν τη εννοία πρωτείου εξουσίας τινός, διότι διδάσκει ότι οι Απόστολοι ήσαν ίσοι προς αλλήλους (12) , ειδικώτερον δε περί του Πέτρου και του Ιωάννου σημειοί «Πέτρος καί Ἰωάννης ἄμφω μέν ἤστην ἀπόστολοί τε καί ἅγιοι καί ταῖς ἰσομέτροις τιμαῖς καί δυνάμεσιν ταῖς διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατηγλαϊσμένοι παρά τοῦ πάντων Σωτῆρος Χριστοῦ...Ἄρα οὖν ἐξ ἰσομοιρούσης ἀξίας ἤγουν αὐθεντίας αὐτοῖς ὑπάρξαι φαμέν τό εἰς ἄνθρωπον ἕνα καταλογίζεσθαι τούς δύο» (13) . Τα αυτά επαναλαμβάνει εν τη Γ΄ προς Νεστόριον επιστολή «Τοῦ Σωτῆρος» γράφων «οὐ γάρ ἑνοῖ τάς φύσεις ἡ ἰσοτιμία καί γοῦν Πέτρος καί Ἰωάννης ἰσότιμοι μέν ἀλλήλοις καθό καί ἀπόστολοι καί ἅγιοι μαθηταί, πλήν οὐχ εἷς οἱ δύο» (14). Πολλαχοῦ των συγγραμμάτων αυτού εξαίρει τον Απ. Παύλον (15) ότι δε δεν εθεώρει τον Απόστολον Πέτρον ειδικόν τι παρά του Κυρίου αξίωμα λαβόντα, πολλαχού ωσαύτως μαρτυρεί. Ούτω δ' ερμηνεύων το χωρίον «Σύ εἶ Πέτρος καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν (16) , διδάσκει ότι δια των λόγων τούτων ο Κύριος την Εκκλησίαν «θεμελιοῦν ἐπαγγέλλεται, τό ἀκατάσειστον αὐτῇ προσνέμων, ὡς αὐτός ὑπάρχων τῶν δυνάμεων Κύριος· καί ταύτην ποιμένα τόν Πέτρον ἐφίστησιν» (17) . Προστιθείς δε και την ερμηνείαν του «Καί δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν» λέγει ότι ο Θεός ήταν ο τούτο δωρούμενος, «πλήν ὁ τοῦ δώρου καιρός ἦν ἡ τῆς ἀναστάσεως ὥρα ὅτε εἶπε Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον, ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατεῖτε κεκράτηνται» (18). Ώστε κατά τον αγ. Κύριλλον η επαγγελία περί των κλειδών της βασιλείας ουδέν έτερον ην παρά επαγγελία του δεσμείν και λύειν, ήτις ουχί μόνω τω Πέτρω προσωπικώς, αλλά πάσιν εδόθη τοις Αποστόλοις. Έτι σαφέστερον ο αγ. Κύριλλος διδάσκει επί του χωρίου: «Σύ εἶ Πέτρος...» λέγων «πέτραν, οἶμαι, παρωνύμως ἕτερον οὐδέν ἤ τήν ἀκατάσειστον καί ἑδραιότατην τοῦ μαθητοῦ πίστιν ἀποκαλῶν ἐφ' ᾗ καί ἀδιαπτώτως ἐρήρεισταί τε καί διαπεπέπηγεν ἡ Ἐκκλησία Χριστοῦ καί αὐταῖς ἀνάλωτος ταῖς ἅδου πύλαις ἐσαεί διαμένουσα» (19) , «πέτραν οἶμαι, λέγειν τό ἀκρἀδαντον εἰς πίστιν τοῦ μαθητοῦ» (20) . Ταύτα ουδέ μίαν καταλειπούσιν αμφιβολίαν περί του φρονήματος του αγ. Κυρίλλου εν σχέσει προς τον Αποστ. Πέτρον. Εδίδασκε δε ο μέγας Πατήρ της Εκκλησίας ότι η Εκκλησία εστιν οικοδομημένη επί του Χριστού (21) «τεμεθελίωκε τοίνυν τήν Ἐκκλησίαν αὐτός ὤν θεμέλιος» (22).
Ερμηνεύων το χωρίον Λουκ. 22, 31.32 «Σίμων, Σίμων, ἰδού ὁ Σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ συνιάσαι ὡς τόν σίτον· ἐγώ δε ἐδεήθην περί σοῦ ἵνα μη ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου· καί σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τούς ἀδελφούς σου», συνδέει τούτο προς τας επιτημίσεις των Αποστόλων παρά του Κυρίου εξ αφορμής της φιλονεικίας αυτών περί του τις εστιν εν αυτοίς μείζων (Λουκ. 22, 24). Μετά τας επιτημίσεις ο Κύριος λέγει προς τον Πέτρον ότι ο Σατανάς πολλάκις ηθέλησεν ίνα δοκιμάση και πειράση αυτόν, αλλ' ο Κύριος εδεήθη εδεήθη υπέρ αυτού ίνα μη εκλίπη η πίστις αυτού. Υπηνίσσετο δε την άρνησιν αυτού ενώπιον της παιδίσκης. Εάν ο Πέτρος παρεδίδετο εντελώς εις τον πειρασμόν «ἄπιστος ἄν ἐγένετο παντελῶς». Ίνα μη δε ο Πέτρος περιέλθη εις απόγνωσιν, ως αρνηθείς τον Κύριον, ούτος λέγει εις αυτόν «Καί σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον στήριξον τούς ἀδελφούς σου» , τοὐτέστι γενοῦ στήριγμα καί διδάσκαλος τῶν διά πίστεως προσιόντων μοι». Ώστε ο Απ. Πέτρος εξ αφάτου φιλανθρωπίας του Κυρίου απεκαταστάθη και πάλιν εις τ' αποστολικά αξιώματα· «οὔπω γέγονεν ἡ ἁμαρτία καί τήν ἄφεσιν ἐκομίσατο καί πάλιν αὐτόν ἐν τοῖς ἀποστολικοῖς κατέταξεν ἀξιώμασιν» (23) . Περαιτέρω μνημονεύων της αρνήσεως του Πέτρου (Λουκ. 22, 57) και της μετανοίας αυτού λέγει ο αγ. Κύριλλος «Ἐπιστρέψας δε (ο Πέτρος) οὐ διήμαρτε τοῦ σκοποῦ· μεμένηκε γάρ ὅπερ ἦν, γνήσιος μαθητής, πεπλουτηκώς τῆς ἀφέσεως τοῦ πλημελλήματος» (23) . Ταύτα ως άριστα μαρτυρούσιν ότι ο αγ. Κύριλλος ουδαμώς εδίδασκεν ότι ο Απ. Πέτρος έτυχε παρά του Κυρίου εξαιρετικών προνομίων και δη του αλαθήτου, ως οι παρερμηνευταί των ανωτέρω χωρίων ισχυρίζονται, προσεπινοούντες ότι ταύτα μετέδωκεν ο Απ. Πέτρος τω Επισκόπω Ρώμης!
Αλλά και έτερον χωρίον της Αγ. Γραφής ερμηνεύων, το Ιωαν. 21, 15-17 «Σίμων Ἰωνᾶ ἀγαπᾶς με;...» εσημείωσεν ο αγ. Κύριλλος: «Φαμέν οὖν ὅτι κεχειροτόνητο μέν ἤδη πρός τήν θείαν ἀποστολήν ὁμοῦ τοῖς ἑτέροις μαθηταῖς ὁ θεσπέσιος Πέτρος. Αὐτός γάρ αὐτούς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἀποστόλους ὠνόμασε κατά τό γεγραμμένον. Ἐπειδή δε παραχθῆναι συμβέβηκε τά τῆς Ἰουδαίων ἐπιβουλῆς καί τι μεταξύ διεπταίσθη, καί γέγονε (ἀκράτῳ γάρ δείματι καταληφθείς ὁ θεσπέσιος Πέτρος ἠρνήσατο τρίς τόν Κύριον), θεραπεύει τό πεπονθός καί ἀνταπαιτεῖ ποικίλως τήν εἰς τρίτον ὁμολογίαν, ἀντίσταθμον ὥσπερ ἐκείνῳ τοῦτο τιθείς καί ἀντίρροπον τοῖς πταίσμασιν ἐξαρτύων τήν ἐπανόρθωσιν...Ἐξαιτεῖ δε εἰπεῖν εἰ καί πλέον τῶν ἄλλων ἀγαπᾷ. Καί γάρ τοι κατά ἀληθείαν ἅτε δή καί μείζονος ἀπολελαυκώς ἀνεξικακίας καί οἱονεί πλουσιωτέρᾳ χειρί τήν τοῦ πλημμελήματος κομισάμενος ἄφεσιν, τῆς τῶν ἀλλήλων ἀγάπης μείζονα, πῶς οὐκ ἄν εἰκότως συλλέξας ἐν ἑαυτῷ ταῖς εἰς ἄκρον ἡκούσαις εὐνοίαις τόν εὐεργέτην ἠμείψατο;» Περαιτέρω λέγει ότι κοινόν πταίσμα των μαθητών ήτο το ότι ετράπησαν πάντες εις φυγήν, αλλά ιδιαζόντως μέγα υπήρξε το πλημμέλημα του Πέτρου, το δια εις τρίτον αρνήσεως, «Οὐκοῦν ὡς πλείονα τῶν ἄλλων τήν ἄφεσιν κομισάμενος, ἐξαιτεῖται λέγειν εἰ καί πλεῖον ἀγαπᾷ...Βοσκέ τά ἀρνία μου, ἀνανέωσις ὥσπερ τις τῆς ἤδη δοθείσης ἀποστολῆς αὐτῷ γενέσθαι νοεῖται, τόν μεταξύ λύουσα τῶν πταισμάτων ὀνειδισμόν, καί τήν ἐκ τῆς ἀνθρωπίνης ἀσθενείας μικροψυχίαν ἐξαφανίζουσα» (24) . Ώστε δια των ανωτέρων λόγων του Κυρίου, κατά τη διδασκαλία του αγ. Κυρίλλου δεν λαμβάνει ο Πέτρος νέα τινά εξουσίαν. Δια της αρνήσεως απολέσας ό,τι είχεν ο Απόστολος, απολαμβάνει νυν αυτό, αποκαθιστάμενος εις το αποστολικόν αξίωμα. Κατά ταύτα ο Απόστολος Πέτρος ουδέν ιδιαίτερον είχεν αξίωμα υπέρ τους λοιπούς Αποστόλους, κατά τον αγ. Κύριλλον, επομένως και ουδενί ηδύνατο να μεταδώση τοιούτο αξίωμα. Ο αγ. Κύριλλος περί του κηρύγματος των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου εν τη Δύσει εσημείωσεν «ὅτι δε καί ὁ θεσπέσιος Πέτρος καί αὐτός ὁ πάνσοφος».
Παῦλος τά τῆς ἑσπέρας καταλαβόντες μέρη, κατηγγέλκασι τόν Ἰησοῦν, ἐνδοιάσειεν ἄν οὐδείς» (25) , αλλ' ουδένα απολύτως λόγον ουδέ καν υπαινιγμόν ποείται περί σχέσεως οιασδήποτε του Επισκόπου Ρώμης προς τον Απ. Πέτρον.
Κατά τον ΙΓ΄ αιώνα παρουσιάσθησαν εν τη Δύσει πλαστά τινα κείμενα και χωρία Πατέρων, εν οις και του αγ. Κυρίλλου συνηγορούντα υπέρ του Πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης, ταύτα δε ο Θωμάς Ακουϊνάτος (†1274) συμπεριέλαβε, καλή τη πίστει, ως γνήσια εν τω «Opusculum contra errors Graecorum», αλλ' η πλαστότης και νοθεία αυτών είναι αποδεδειγμένη (26) . Εξ ίσου πλαστή και νόθος απεδείχθη και τις ομιλία μεταξύ των διαφορετικών μιλιών παρατιθεμένη, η ια΄ εν παρίσταται ο αγ. Κύριλλος ονομάζων τον Ρώμης «ἁγιώτατον ἀρχιεπίσκοπον πάσης τῆς οἰκουμένης Πατέρα τε καί Πατριάρχην Κελεστῖνον, τόν τῆς μεγαλοπόλεως Ρώμης» (27) . Ακριβώς εκ των φράσεων τούτων ο A . Ehrhard (28) απέδειξε την νοθεία και την πλαστότητα της ομιλίας. Ουδαμού λοιπόν των γνησίων συγγραμμάτων αυτού ο αγ. Κύριλλος ποιείται έστω και την ελάχιστην μνείαν Πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης.
Είναι δε γνωστή η πρώτη σχέση του αγ. Κυρίλλου προς την Ρώμην, οφειλομένη εις την αίρεσην των Πελαγιανών. Εκ της Δύσεως η εξ αυτής κίνησις είχε μεταδοθεί εις την Ανατολήν, όπου και προσωπικώς μετέβη ο Πελάγιος. Εν τη Ανατολή ομογνώμων αυτού ήτο μάλλον, ως είπομεν, ο διαπρεπής Αντιοχεύς θεολόγος Θεόδωρος Μοψουσεστίας, ο διδάσκαλος του Νεστορίου. Ο αγ. Κύριλλος είχεν όλως αντιθέτους ιδέας (29) και επομένως ουδόλως συνεπάθει προς τον Πελάγιον και τους ομόφρονας αυτού. Αλλ' εξ εσφαλμένων φαίνεται, πληροφοριών του Ουαλερίου, μαθητού του Πελαγίου, επισκεφθέντος αυτός εις Αλεξάνδρειαν το 416 και εκ των ευνοϊκών υπέρ του Πελαγίου αποφάσεων των εν Ιεροσολύμοις και Διοσπόλει συνελθουσών Συνόδων (415) διετέθη ευμενώς προς αυτόν, προεχειρίσατο δε αυτόν εις Πρεσβύετερον. Εξακριβώσας όμως την πραγματικήν διδασκαλίαν των Πελαγιανών, διέκοψεν την προς αυτόν κοινωνίαν. Συμπαθώς προς τους Πελαγιανούς διέκειτο κατ' αρχάς και ο Ρώμης Επίσκοπος Ζώσιμος (417-418), όστις όμως καταδικάσας ύστερων την αίρεσιν αυτών ανήγγειλεν το γεγονός και προς τον Κϋριλλον Αλεξανδρείας (30) . Κατά τα κρατούντα έθη εκάστη Εκκλησία ανήγγελλεν εις τας λοιπάς τα εν αυτή συμβαίνοντα γεγονότα, ιδίως τα εις την πίστιν και την διδασκαλίαν αναφερόμενα. Τούτο έπραξε και ο Ζώσιμος. Αλλ' ούτος στηριζόμενος επί τινων κανόνων της εν Σαρδική Συνόδου (5.14) και παρουσιάζων αυτούς ως κανόνας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου ηξίου να κρίνη αυτός οριστικώς την υπόθεσιν Πρεσβυτέρου τινός Απιαρίου, καθαιρεθέντος υπό Συνόδου (418) των Επισκόπων Αφρικής. Ούτοι δε ου μόνον απέκρουσαν πάσαν επέμβασιν του Επισκόπου Ρώμης, ως και ανωτέρω είπομεν, αλλά και υποπτεύοντες την γνησιότητα των προβαλλομένων υπό του Ζωσίμου ως κανόνων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, απετάθησαν δι' απεσταλμένων εις Κπολιν, Αλεξάνδρειαν και Αντιόχειαν, ζητούντες πιστά αντίγραφα των κανόνων της ειρημένης Συνόδου. Εις Αλεξάνδρειαν, μεσούντος πιθανώς του 4189, αφήκετο αποστολή των Επισκόπων Αφρικής εκ του Πρεσβυτέρου Ιννοκεντίου και του Υποδιακόνου Μαρκέλλου. Ο αγ. Κύριλλος απέστειλε δι' αυτών αντίγραφα των κανόνων της Α΄ Οικλουμενικής Συνόδου μετά ιδίας επιστολής, καθορίσας και τα κατά την ημέραν της εορτής του Πάσχα του έτους εκείνου, περί ης ηρωτήθη (31).
Εκ πάντων λοιπόν τούτων προκύπτει αναντιρρήτως ότι ο αγ. Κύριλλος, παρά τας διαβεβαιώσεις της Εγκυκλίου «Lux Veritatis», ήτο όλως ξένος προς πάσαν ιδέαν περί πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης, υφ' ην έννοιαν τούτο παρίσταται εν τη Εγκυκλίω.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Acta Apostolicae Sedis . Litterae Encyclicae ... de Oecumenica Ephesina Synodo quindecim ante saeculis celebrate . Num . 14. Citta di Vaticano 1931, 493- 517. Γαλλική μετάφρασις εν τω περιοδικώ , La documentation catholique, XIV, n. 594, 9 Janvier 1932.
2. Πρβλ . Ρουφίνου , Historia ecclesiastique I, 6.
3. P. Batiffol, Le siège apostolique, Paris 1924, 203.
4. PG 77, 89.
5. PG 77, 96.
6. Mansi IV, 1021- 1023.
7. Fr. Loofs, Nestoriana, Halle 1905, 172-3.
8. PG 77, 104.
9. Fr. Loofs, Nestoriana, 49, 57. P. Batiffol, Le siège apostolique, 351. F . Caspar, Geschichte des Papstums I, Tübingen 1930, 392.
10. PG 77, 1025. PG 74, 661.
11. PG 77, 305. PG 75, 703.
12. PG 76, 65.
13. PG 77, 112.
14. PG 77, 1037. PG 76, 17.
15. Μτθ 16, 16 εξ .
16. PG 72, 424. Εν τη πατρολογία του Migne κείται «ταύτης» αντί του ακριβεστέρου «ταύτης», υποσημειούται δε ο εκδότης «animadverte testimonium pro Petri primatu»!
17. PG 72, 424.
18. PG 75, 865.
19. PG 70, 344, 940.
20. PG 70, 729.
21. Αυτόθι PG 70, 968. Εν τη ερμηνεία του χωρίου Ιω. 1, 42 λέγει ο αγ. Κύριλλος «φερωνύμως δε ἀπό τῆς πέτρας μετωνόμαζε Πέτρον· ἐπ' αὐτῷ γάρ ἔμελλε τήν αὑτοῦ θεμελιοῦν Ἐκκλησίαν» PG 73, 220, αλλά προφανώς το «ἐπ' αὐτῷ» δεν έχει την έννοιαν του επί του προσώπου αυτού, αλλά της ομολογίας αυτού, ως αλλαχού λέγει.
22. PG 72, 916.
23. PG 72, 928.
24. PG 74, 748 · 749 · 751, · 752.
25. PG 70, 336.
26. F . H. Reusch, Die Fälschungen in dem Tractat des Thomas von Aquin gegen die Griechen, Abhandungen der Hist.- Classe der Bayer. Akademie der Wissenschaften zu München 1889, 673- 742.
27. PG 77, 1010.
28. Eine unechte Marien homelie des heilegen Cyrill von Alexandrien, Rönische Quartalschrift 1889, III, 97- 113.
29. PG 68, 145, 149, 244, 489, 949 . PG 79, 164, 385.
30. Marius Mercator, Communitorium , PL 48, 82, 93.
31. PG 77, 376.
(Πηγή: «Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος και το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης», (†) Χρυσόστομος Παπαδόπουλος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Βιβλιοθήκη Πορφυρογέννητος)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, ἐν τῇ Ἐφέσῳ, συνεκρότησαν, Σύνοδον Τρίτην, οἱ θεοφόροι Πατέρες καὶ ἅγιοι, καὶ Νεστορίου ἑλόντες τὴν αἵρεσιν, τὴν Θεοτόκον σαφῶς ἀνεκήρυξαν· οὓς ὑμνήσωμεν, συμφώνοις ᾠδαῖς καὶ ᾄσμασι, δοξάζοντες Χριστὸν τὸν πολυέλεον.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοῦ Παρακλήτου ἐπινεύσει τῇ θείᾳ, ἐν τῇ Ἐφέσῳ συνελθόντες Πατέρες, καὶ τὴν σεπτὴν καὶ Τρίτην θείαν Σύνοδον, πίστει συγκροτήσαντες, ἐν αὐτῇ Νεστορίου, ἅπασαν τὴν αἵρεσιν, καὶ τὸ ἔκφυλον δόγμα, καταβαλόντες δόγμασι σεπτοῖς, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ἐστηρίξατε.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες πανευκλεεῖς, οἱ τοῦ Νεστορίου, καταισχύναντες τὴν φωνήν, καὶ ἐν τῇ Συνόδῳ, τῇ Τρίτῃ τὸν Σωτῆρα, καὶ τὴν τεκοῦσαν Τοῦτον, λαμπρῶς κηρύξαντες.
Πηγή: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Συμβολή, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Βιβλιοθήκη Πορφυρογέννητος, Ορθόδοξος Συναξαριστής