Ἡ Ὑψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ,
Ἀγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως τοῦ Ιατροῦ και Θαυματουργοῦ
(Σχόλιο «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»: Τὸ κήρυγμα τοῦ Σταυροῦ εἶναι κήρυγμα σκανδαλώδους μωρίας καὶ ἀδυναμίας. Εἶναι ἕνα κήρυγμα ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ. Καὶ πάντα θὰ σκοντάφτουν καὶ θὰ θρυμματίζονται πάνω του ὅσοι δίνουν προτεραιότητα στὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἐπιστήμη, ἰσχύ, ἐπιτυχία καὶ δόξα, ὅσοι θὰ δοκιμάζουν νὰ ἀκυρώσουν αὐτὸ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα καὶ βίωμα μὲ τὰ ΑΝΟΗΤΑ ΔΙΑΝΟΗΜΑΤΑ τους.
Νά ὅμως ποὺ ὁ ἅγιος Λουκᾶς, ἄνθρωπος μεγάλης κατ᾽ ἄνθρωπον καταξιώσεως ὡς πρωτοποριακὸς ἰατρός μὲ ἔκτακτα χαρίσματα, ποὺ ἐπαναλαμβάνει μπροστὰ στοὺς σοφοὺς τῆς ἐποχῆς μας τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου καὶ ἀπογοητεύει τοὺς γοητευτικοὺς κυνηγοὺς τῆς κοσμικῆς σοφίας καὶ δυνάμεως, δηλ. τοῦ ΤΙΠΟΤΑ.)
Ἡ γιορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου εἶναι πολὺ παλαιά. Γνωρίζουμε ὅτι αὐτὴ ὑπῆρχε ἤδη τὸν Ε΄ αἰώνα καὶ καθιερώθηκε ὡς ἀνάμνηση ἑνὸς μεγάλου γεγονότος – τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἁγία Ἑλένη, μητέρα τοῦ πρώτου χριστιανοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης, τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ σκοπὸ νὰ ἀνακαλύψει τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἦταν ἕνα δύσκολο ἔργο, διότι μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν Σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ οἱ Ρωμαῖοι δύο φορὲς κατέστρεψαν τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν καιρὸ ποὺ πῆγε ἐκεῖ ἡ ἁγία Ἑλένη στὴ θέση της ὑπῆρχαν μόνο ἐρείπια. Ὁ εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας Ἀδριανός, γιὰ νὰ ἐξαφανίσει κάθε ἀνάμνηση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ἔδωσε διαταγὴ νὰ δημιουργηθεῖ ἕνας τεχνητὸς λόφος στὴ θέση τοῦ μαρτυρίου καὶ νὰ φτιαχτεῖ πάνω του ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης.
Ἡ ἁγία Ἑλένη δὲν ἤξερε ἀπὸ ποῦ ν’ ἀρχίσει τὴν ἔρευνά της. Τότε ὁ Κύριος τῆς ἔστειλε ἕναν ἡλικιωμένο Ἑβραῖο ποὺ ὀνομαζόταν Ἰούδας καὶ ἐκεῖνος τῆς εἶπε ὅτι ὁ Σταυρὸς βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς Ἀφροδίτης. Ἡ αὐτοκράτειρα διέταξε νὰ ἰσοπεδωθεῖ ὁ εἰδωλολατρικὸς ναὸς καὶ τότε βρῆκαν κάτω ἀπὸ τὰ θεμέλιά του τρεῖς σταυρούς. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶχε πάνω του τὴν ἐπιγραφὴ καὶ κατάλαβαν ὅτι ἦταν ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, διότι ἀναστήθηκε ἕνας νεκρὸς στὸν ὁποῖο πάνω ἔβαλαν τὸν Σταυρό. Ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων συγκεντρώθηκε γύρω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Μακάριος τὸν ὕψωσε γιὰ νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι. Ταυτόχρονα ὅλος ὁ λαὸς μὲ χαρὰ ἔψαλλε˙
«Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον!»
Ἔτσι ψάλλαμε καὶ ἐμεῖς χτὲς στὴν παννυχίδα.
Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ἱστορία τῆς σημερινῆς γιορτῆς. Καὶ κάνοντας ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἐνθυμούμενοι τὴν σταύρωση καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ προσπαθήσουμε νὰ καταλάβουμε τὸ βάθος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ Σταυροῦ.
Γιὰ τὴν σημασία τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς Κορινθίους. Ἀκοῦστε τὸν λόγο του καὶ προσπαθῆστε νὰ καταλάβετε τὴν σημασία του˙
«Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστι, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστιν.» (Α΄ Κορ. α´18)
Μωρία καὶ τρέλα εἶναι ὁ λόγος περὶ τοῦ Σταυροῦ, γιὰ ἐκείνους ποὺ χάνονται, γιὰ μᾶς ὅμως εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ:
«... γέγραπται γάρ˙ ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω» (Α΄ Κορ. α´19)
Τὸ ἔλεγε ἤδη ὁ προφήτης Ἠσαΐας:
«Ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου.» (Α΄ Κορ. α´ 20).
Ἔκανε μωρία ὁ Θεὸς ὅλη τὴν σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἀπὸ παλαιὰ χρόνια ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σοφοὺς λαοὺς θεωροῦνταν οἱ Γερμανοί. Ὁ λαὸς αὐτὸς ἦταν φορέας ὅλης τῆς κοσμικῆς σοφίας. Ἀπὸ μέσα του βγῆκαν οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι ὅπως ὁ Κάντιος, ὁ Φίχτε καὶ ὁ Γέγελ. Στὴ Γερμανία ἡ ἐπιστήμη προχώρησε πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅσο σὲ ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρώπης. Εἴδατε πῶς κατήσχυνε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν σοφία τοῦ γερμανικοῦ λαοῦ καὶ τὴν μετέτρεψε σὲ μωρία. Ὑπῆρχε ποτὲ μωρία φοβερότερη ἀπ’ αὐτὴ τῆς ὁποίας ἐμεῖς ἤμασταν μάρτυρες; Εἶχε φτάσει ποτὲ κανένας λαὸς σὲ τέτοιο σημεῖο τρέλας, ὥστε νὰ ἐξοντώνει μὲ τὸν πιὸ ἄγριο τρόπο ἑκατομμύρια ἀνθρώπους καὶ νὰ καταστρέφει τὶς ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ;
Δὲν πραγματοποιήθηκε πάνω στὸν γερμανικὸ λαὸ ἐκεῖνος ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ λέει˙
«Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας, ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν.» (Α΄ Κορ. α´ 20-22)
Πολλὲς φορὲς ἀκούσατε στὸ Εὐαγγέλιο πὼς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ τοὺς δείξει σημεῖα, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ κάνει ἐκεῖνα ποὺ ἔκανε, ζητοῦσαν ἀπ’ Αὐτὸν θαύματα. Ποιὰ ἄλλα θαύματα ἤθελαν, ἀφοῦ ὁ Κύριος τὰ ἔκανε συνεχῶς; Ἦταν τυφλοί, γι’ αὐτὸ ζητοῦσαν καὶ ἄλλα θαύματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἤθελαν νὰ ἀποδείξει ὁ Κύριος τὴν ἄνω κλήση του.
«Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν.»
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦταν λαὸς πολὺ βαθυστόχαστος. Ἀπὸ τοὺς κόπους αὐτοῦ τοῦ λαοῦ βγῆκαν οἱ μεγαλύτεροι φιλόσοφοι τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὅπως ὁ Πυθαγόρας, ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, οἱ ὁποῖοι μέχρι καὶ σήμερα παραμένουν ἀξεπέραστοι. Ὁ Ἀριστοτέλης, παραδείγματος χάριν, εἶναι φορέας μιᾶς ἀξεπέραστης σοφίας καὶ βαθύτατος νοῦς. Οἱ Ἕλληνες ἦταν ἕνας λαὸς ὁ ὁποῖος γνώριζε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἕνας λαὸς ποὺ διψοῦσε νὰ ἀκούει κάθε τί τὸ σοφό, λαὸς ποὺ οἱ ἐκπρόσωποί του ἄκουγαν μὲ προσοχὴ στὸν Ἄρειο Πάγο τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἔχοντας τὴν αἴσθηση ὅτι ἐκεῖνος μιλάει γιὰ κάτι ποὺ αὐτοὶ δὲν γνωρίζουν.
«Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν.» (Α΄ Κορ. α´ 22-23)
(Σχόλιο Τ.Ι.: Ιστορική αλλά και προφητική αποδεικνύεται η ρήση του Αγίου. Εξηγεί τη μωρία-αποστασία των Νεοελλήνων: αναζητώντας την κοσμική σοφία ο Θεός μας έστρεψε προς τη μωρία. Και ακολουθώντας τους Γερμανούς αφέντες και τη Δύση, η Νεο-ελληνική θρησκευτική και πολιτική "ελίτ" οδηγεί το λαό στην καταστροφή του.)
Οἱ Ἰουδαῖοι στὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία περίμεναν ἕνα μεγάλο βασιλιά, ὁ ὁποῖος θὰ γινόταν ἀρχηγὸς τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ θὰ ὑπέτασσε σ’ αὐτὸν ὅλο τὸν κόσμο. Ἦταν σκάνδαλο γι’ αὐτούς, ν’ ἀκοῦνε ὅτι Μεσσία θεωροῦν Αὐτὸν τὸν ὁποῖο ἐκεῖνοι σταύρωσαν.
Καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες αὐτὸ ἦταν μωρία καὶ μὲ πολλὴ περιφρόνηση μιλοῦσαν ἐκεῖνοι γιὰ τὸν Χριστὸ τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων διωγμῶν κατὰ τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους στοὺς πρώτους αἰῶνες. Περιέπαιζαν τοὺς χριστιανοὺς γιὰ τὸ ὅτι θεωροῦν Θεὸ ἕνα δυστυχισμένο ἄνθρωπο, ποὺ πέθανε πάνω στὸν σταυρό. Γιὰ ἐκείνους ὅμως ποὺ τοὺς κάλεσε ὁ Θεός, Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες, ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστό, Αὐτὸς ἦταν ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ σοφία.
Γιὰ ὅλους ἐμᾶς κήρυγμα γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, κήρυγμα γιὰ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο Ἰησοῦ εἶναι κήρυγμα γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σοφία του. Διότι, πεῖτε μου, ποιός ποτὲ σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου φανέρωσε τέτοια δύναμη ποὺ φανέρωσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὄχι μόνο μὲ τὸ δικό του κήρυγμα ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ φοβερὸ καὶ θαυμαστὸ θάνατο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μὲ τὸ δικό του Αἷμα καὶ τὸν Σταυρό του;
Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη ποὺ νίκησε τὸν κόσμο καὶ κατήργησε τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου γι’ αὐτοὺς ποὺ πίστεψαν στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ χάραξαν πάνω στὴν καρδιά τους τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Ἐμεῖς κηρύττουμε τὸν Χριστό, λέγοντας ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ ὑπέρτατη δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Σοφία Του, σοφία ἡ ὁποία ἀπέδειξε μωρία ὅλη τὴν σοφία τοῦ κόσμου. Δὲν ὑπάρχει γιὰ μᾶς σοφία ἀνώτερη ἀπ’ αὐτὴ ποὺ ἐμεῖς ἀκούσαμε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γνωρίζουμε τώρα ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας δὲν βρίσκεται σὲ βιβλία, γραμμένα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ… Πάντα ἔχουμε στὸ νοῦ μας τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὸν Χριστὸ: «ἐν ᾧ εἰσι πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι» (Κολ. β´3). Ἀναζητοῦμε τὴ σοφία μόνο σ’ αὐτὸ τὸν θησαυρὸ καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ. Γνωρίζουμε ὅτι ἀληθινὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος˙
«Στόμα δικαίου ἀποστάζει σοφίαν.» (Παρ. Ι´ 31)
Πεῖτε μου ποιά στόματα ἀνέβλυζαν περισσότερη σοφία ἀπὸ τὰ στόματα τῶν μεγάλων ἱεραρχῶν καὶ τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Μεγ. Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ πολλῶν ἄλλων ἁγίων; Ποιό στόμα ἀνάβλυζε σοφία μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ σοφία τῶν ὁσίων Θεοδοσίου τοῦ Κιέβου; Γνωρίζουμε ὅτι τὸ στόμα τῶν δικαίων ἀναβλύζει σοφία. Γνωρίζουμε ὅτι ἀληθινὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σοφοῦ Σολομῶντος˙
«στόμα δὲ ταπεινῶν μελετᾶ σοφίαν.» (Παρ. ΙΑ´ 2)
Ἐκείνων ποὺ ποτὲ δὲν θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους σοφό, βλέπουν τὸν ἑαυτό τους χειρότερο ἀπ’ ὅλους καὶ δὲν περιφρονοῦν κανέναν. Αὐτοὶ οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι κατέχουν τὴ γνήσια καὶ ἀληθινὴ σοφία, μία σοφία ξεχωριστή, αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦσε ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος, λέγοντας τὸ ἑξῆς˙
«Ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἁγνὴ ἐστιν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστὴ ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος καὶ ἀνυπόκριτος.» (Ἰακ. γ´ 17)
Μὲ τέτοια σοφία ἦταν γεμάτοι ὅλοι οἱ ἅγιοι. Τέτοια σοφία πρέπει καὶ ἐμεῖς, ἁπλοὶ καὶ ἀδύναμοι χριστιανοί, νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὴ τὴν ἀληθινὴ σοφία ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει˙
«Τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστι, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστὶ.» (Α΄ Κορ. α´ 25)
Αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος τοὺς θεωρεῖ μωρούς, ποὺ ὁ κόσμος δὲν δίνει σημασία ἢ ἀκόμα καὶ τοὺς περιφρονεῖ, αὐτὸ «τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ» εἶναι σοφότερο ὅλων τῶν ἀνθρώπων. «Τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστι». Ἡ ἀδυναμία τῶν ταπεινῶν, τῶν πράων καὶ τῶν καθαρῶν τῇ καρδίᾳ εἶναι ἀσύγκριτα πιὸ δυνατὴ ἀπὸ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη δύναμη.
«Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς.» (Α΄ Κορ. 1, 26)
Καὶ αὐτοὶ εἶστε ὅλοι ἐσεῖς, οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἀνοίξατε τὴν καρδιά σας στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἀγαπήσατε τὸν Σταυρό Του. Γιὰ σᾶς μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει˙
«Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ του κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ.» (Α΄ Κορ. α´ 27-28)
Ὁ Κύριος γνωρίζει σὲ ποιά καρδιὰ ὑπάρχει ἀληθινὴ σοφία. Ὁ Κύριος βλέπει τοὺς σοφούς, ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν προσέχουν. Ὑπάρχουν μεταξύ μας, στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους, σοφοί, ποὺ στὰ μάτια τοῦ κόσμου εἶναι ἐντελῶς ἀσήμαντοι. Ὑπάρχουν τέτοιοι σοφοὶ καὶ μεταξὺ τῶν φτωχῶν. Αὐτοὺς ὁ θεῖος Παῦλος τοὺς θεωρεῖ ἀληθινοὺς φορεῖς τῆς σοφίας καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτοὶ μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ ἀγάπησαν τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, πάνω στὸν ὁποῖο ὁ Κύριος συμφιλίωσε μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ὁρατὸ καὶ ἀόρατο.
Ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τιμοῦν καὶ σέβονται μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, πράγμα ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τοὺς αἱρετικούς… Ὅλοι τους εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Σταυροῦ. Γι’ αὐτοὺς ὁ ἀπόστ. Παῦλος εἶπε˙
«Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστὶ.» (Α΄ Κορ. α´18)
Θεωροῦν παραλογισμὸ τὴν τιμὴ ποὺ ἐμεῖς ἀποδίδουμε στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀνοησία τους βρίζουν τὸν τίμιο Σταυρὸ μὲ τὰ πιὸ ἄσχημα λόγια. Τὸν παρομοιάζουν μὲ ἀγχόνη καὶ μᾶς περιγελοῦν λέγοντας πὼς αὐτὸ τὸ ὄργανο θανάτου ἐμεῖς μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ τὸ τιμᾶμε καὶ τὸ ἀνυψώνουμε πάνω ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο.
Οἱ δυστυχισμένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουν ὅτι μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἦλθε ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, ὅτι πάνω του κρεμάστηκαν οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι ἁγιασμένος μὲ τὸν πιὸ μεγάλο ἁγιασμὸ – μὲ τὸ τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἔργο ποὺ Ἐκεῖνος πραγματοποίησε πάνω του˙ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Μπορεῖ γιὰ μᾶς νὰ ὑπάρχει θησαυρὸς μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ποὺ ἁγιάστηκε μὲ τὸ τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου; Ἂν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὸ θυσιαστήριο ποὺ ὑπῆρχε μέσα στὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων ἐθεωρεῖτο ἱερό, ἂν τὸ σπαθὶ τοῦ Γολιάθ, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Δαβὶδ ἀποκεφάλισε αὐτὸν τὸν γίγαντα, φυλαγόταν μέσα στὸ ναὸ τυλιγμένο σὲ πολύτιμο ὕφασμα, τότε πῶς μποροῦμε ἐμεῖς νὰ μὴν τιμᾶμε τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ;
Γνωρίζετε ὅτι τὰ πράγματα τῶν μεγάλων ἀνδρῶν φυλάγονται σὰν κειμήλια, ὅτι δημιουργοῦνται μουσεῖα ὅπου αὐτὰ φυλάγονται μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ πὼς τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἐμεῖς λοιπὸν νὰ μὴν τιμᾶμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ποὺ ἡ ἁγία Ἑλένη βρῆκε τὸ 326 μ.Χ.; Δὲν πρέπει νὰ ἀποστρεφόμαστε τοὺς δυστυχισμένους ἐκείνους αἱρετικοὺς ποὺ τὸν βλασφημοῦν; Δὲν πρέπει, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, νὰ τοὺς θεωροῦμε ἀνθρώπους ποὺ σκόνταψαν στὸν λίθο τοῦ προσκόμματος καὶ ἄδικα νομίζουν πὼς κατέχουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ; Ἂς μὴν ἔχουμε καμία κοινωνία μ’ αὐτοὺς τοὺς δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ βλασφημοῦν τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἂς ἔχουμε πάντα μπροστὰ μας τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ! Ἂς μὴν ὑπάρχει μεταξὺ μας κανεὶς ποὺ νὰ μὴν φοράει σταυρό!
Ξέρω ὅτι δὲν τὸν φορᾶτε ὅλοι. Φορᾶτε χάντρες καὶ μενταγιὸν καὶ τὸν σταυρὸ δὲν φορᾶτε. Μὴν δικαιολογεῖτε τὸν ἑαυτό σας μὲ τὸ ὅτι δὲν ἔχετε ποῦ νὰ τὸν ἀγοράσετε, γιατί ἂν ἀγαπούσατε τὸν Σταυρὸ θὰ βρίσκατε δυνατότητα, θὰ παίρνατε ἕνα κομμάτι ξύλο καὶ θὰ τὸ κάνατε σταυρό. Σκεφτεῖτε το καὶ βάλτε ὅλοι σας στὸ λαιμὸ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλοι σας νὰ τὸν χαράξετε μέσα στὴ δική σας καρδιά! Αὐτὸς θὰ σᾶς σώσει καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν αἰώνια ζωή.
(Πηγή: «Ὁμιλίες», τ. Γ´ ἐκδ. «Ὁρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2003, Χριστιανική Βιβλιογραφία)
Μία αρχαία μαρτυρία περί της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού,
Σωφρονίου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων
(σ.σ.: Ο επόμενος λόγος του εν αγίοις Πατρός ημών Σωφρονίου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων εις την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού και εις την Αγίαν Ανάστασιν αποτελεί μίαν αρχαίαν και αυθεντικήν μαρτυρίαν περί της πρωίμου τιμής του Τιμίου Σταυρού και της εορτής της Υψώσεώς του, όταν ακόμη ο εν λόγω εορτασμός ήτο αρρήκτως συνδεδεμένος με την επέτειον των Εγκαινίων του Ναού της Αναστάσεως και κατ’ ουσίαν δεν απετέλει ειμή την δευτέραν ημέραν της μεγάλης εκείνης πανηγύρεως. Ως εκ του περιεχομένου του μάλιστα ο λόγος αρμόζει ιδιαιτέρως εις την 13ην Σεπτεμβρίου, παραμονήν της εορτής της Υψώσεως.
Η ατμόσφαιρα εντός της οποίας εξεφωνήθη ήτο ιδιαιτέρως φορτισμένη από συγκίνησιν λόγω των προηγηθέντων δραματικών γεγονότων: Προ είκοσι περίπου ετών (το 614 μ.Χ.) οι Πέρσαι είχον κυριεύσει την Ιεράν Πόλιν επιφέροντες διπλήν την καταστροφήν, κατεδαφίσαντες τον Ναόν της Αναστάσεως, ο οποίος είχεν ιδρυθή υπό του Μ. Κωνσταντίνου, και απαγαγόντες τον Τίμιον Σταυρόν. Αλλ’ ο μεν Ναός ανηγέρθη εκ νέου υπό του αγίου Μοδέστου το 626 μ.Χ., ο δε Τίμιος Σταυρός επανέκαμψε διά του στρατηλάτου αυτοκράτορος Ηρακλείου το 628 μ.Χ., ο οποίος και ώψωσεν αυτόν εκ νέου κατά την 14ην Σεπτεμβρίου του έτους εκείνου, λαβούσης ούτω της εορτής νέαν αίγλην και συν τη παρόδω του χρόνου αυτοτέλειαν έναντι εκείνης των Εγκαινίων του Ναού.
Κατά τα αμέσως επόμενα έτη, ήτοι περί το 634 μ.Χ., εξεφωνήθη και ο παρών λόγος του αγίου Σωφρονίου, πλήρης πηγαίου αυθορμητισμού και ευφροσύνης. Η ζωντανή αυτή μαρτυρία περί του επισημοτάτου εορτασμού της Υψώσεως καθίσταται συνάμα και τραγική, εάν αναλογισθούμε ότι μετά δύο ή τρία έτη (το 637 μ.Χ.) τα Ιεροσόλυμα θα περιπέσουν και πάλιν εις βαρβάρους χείρας, αυτήν την φοράν των Αράβων.
Ιω.μ.)
* * * * * *
Λόγος εις την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού και εις την Αγίαν Ανάστασιν,
του εν Αγίοις Πατρός Ημών Σωφρονίου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων
Σταυρού πανήγυρις και ποίος να μην σκιρτήση; Αναστάσεως διακήρυξις και ποίος χαρούμενα να μην γελάση;
Ναι, ανασκίρτησις διά τον Σταυρόν: Διότι όταν αυτός ενεπήχθη εις τον τόπον του Κρανίου έχοντας καρφωμένον επάνω του τον Δεσπότην της κτίσεως, έσχισε το εις βάρος μας χρεωστικόν έγγραφον1, το οποίον είχεν υπογράψει ο προπάτωρ μας ο Αδάμ, όταν παρέβη τας εντολάς του Θεού. Ούτως ο Σταυρός μας ηλευθέρωσεν από τα δεσμά της αμαρτίας κάμνοντάς μας να αναπηδούμε με εύθυμα σκιρτήματα σαν μικροί μόσχοι που έχουν λυθή από κάποια δεσμά. Διότι όπου η αμαρτία επλεόνασεν, εκεί επερίσσευσεν η χάρις του Θεού2.
Διά δε την Ανάστασιν γέλως χαράς: Διότι αυτή εξώρισε την φθοράν του θανάτου και εξεδίωξε το ζοφερόν σκότος του Άδου και ανέστησε τους νεκρούς από τους τάφους. Εξήλειψε το δάκρυον από κάθε πρόσωπον, όπως λέγει ο προφήτης3, και αντ’ αυτού εχάρισε την πραγματικώς ατελείωτον χαράν εις κάθε άνθρωπον. Και αληθώς, το δώρημα της Αναστάσεως δεν είναι μόνον διά μερικούς ούτε το κατόρθωμά της επραγματοποιήθη προς χάριν κάποιων ολίγων. Διότι κατ’ αυτήν εκείνος ο οποίος επραγματοποίησε με ανθρωπίνην σάρκα την ταφήν, μάλλον δε την Ανάστασιν, δεν ήτο άλλος από τον Θεόν ολοκλήρου της κτίσεως, ο οποίος ποτέ δεν χορηγεί χαρίσματα εις μερικούς μόνον ούτε υπάρχει εις Αυτόν καμμία προσωποληψία4. Αποδεικνύοντας λοιπόν τον εαυτόν του αληθή Θεόν των όλων, απλώνει την δωρεάν της σωτηρίας εις όλους τους ανθρώπους, ευσπλαχνιζόμενος την ιδικήν του εικόνα και ανακαινίζοντάς την εξ ολοκλήρου. διότι κατ’ εικόνα Θεού έχει πλασθή κάθε άνθρωπος επί της γης.
Του Σταυρού η επέτειος επρόβαλε. και ποίος άνθρωπος να μην σταυρώση τον εαυτόν του; Διότι ο Σταυρός γνωρίζει ως απολύτως γνήσιον προσκυνητήν του, μόνον εκείνον ο οποίος εσταύρωσε τον εαυτόν του ως προς τον κόσμον5 και απέδειξε έτσι εμπράκτως διά τον εαυτόν του, ότι είναι απροκαλύπτως γνήσιος φίλος του Σταυρού.
Αναστάσεως τα εγκαίνια. και ποίος πιστός δεν θα ανακαινισθή, απορρίπτοντας κάθε νέκρωσιν την εκ των παθών και ενδυόμενος αφθαρσίαν ψυχής; Διότι αλλιώς ορίζεται ο θάνατος της ψυχής και αλλιώς γνωρίζεται ο θάνατος του περί αυτήν σώματος. Τον πρώτον τον κυοφορεί η αμαρτία, όπως έγραψε ο αρχηγέτης και προεξάρχων αυτού του θρόνου, ο αδελφόθεος Ιάκωβος6. Τον δε δεύτερον είναι νόμος της φύσεως να τον γεννά η διάλυσις των στοιχείων τα οποία συνθέτουν την ουσίαν των όντων. Εκτός αυτού δε τον γεννά και η αναχώρησις της αθανάτου ψυχής, κι ας μην είναι αυτό ορατό από τους ιατρούς, των οποίων επάγγελμα είναι να θεραπεύουν μόνον τα σώματα. διότι αφ’ ότου ο άνθρωπος παρήκουσε την θείαν εντολήν, αυτό ακριβώς του εδόθη ως επιτίμιον από τον Κτίστην του.
Ο Σταυρός υψώνεται και ποίος δεν θα υψωθή μυστικώς από την γην; Διότι όπου υπερυψούται ο Λυτρωτής, εκεί πέρα πηδά και παρίσταται και ο λυτρωθείς, ποθώντας να ευρίσκεται πάντοτε μαζί με τον Σωτήρα του και να τρυγά Εκείνου την άφθαρτον βοήθειαν.
Σήμερον προβάλλει η Ανάστασις και με την εμφάνισίν της φαιδρύνει τα πάντα. Αύριον εμφανίζεται ο Σταυρός και παρέχει τα δώρα του εις τους προσκυνητάς του.
Σήμερον η Ανάστασις έχει απλωθή και αύριον ο Σταυρός υπεράνω αυτής θα πετασθή. Αυτή στηλιτεύει την φθοράν, εκείνος τας φάλαγγας των δαιμόνων. Αυτή αποτελεί αφ’ εαυτής μίαν διακήρυξιν, ότι αληθώς εθανατώθη ο θάνατος. εκείνος διαλαλεί εις πάντας ότι κατηργήθη κάθε κακουργία των δαιμόνων και απενεκρώθη κάθε μιαρά και ψυχοφθόρος ενέργειά τους.
Και, ω του θαύματος! Απορώ με τι λόγους να εκφράσω το μυστήριον! Διότι, ενώ παλαιά της Αναστάσεως είχε προηγήθη ο Σταυρός, τώρα ο Σταυρός έχει προπομπόν και πρόδρομον την Ανάστασιν. Τι θαυμαστή εναλλαγή! Βλέπω λοιπόν και εδώ εις αυτά τα δύο να εκπληρώνεται εμφανέστατα ο λόγος του Σωτήρος. Διότι, ιδού, οι έσχατοι έγιναν πρώτοι και αντιστρόφως οι πρώτοι ανεδείχθησαν έσχατοι7. Και ποίος άραγε θα ημπορέση να εξηγήση την αιτίαν αυτών των εναλλαγών και μεταβολών; Όχι βεβαίως ότι έκαμαν κανένα αγώνα δρόμου και αυτή μεν δι’ άλματος εβγήκε μπροστά, ενώ εκείνος ως βραδύς έμεινε πίσω. Διατί λοιπόν ο θείος Σταυρός να μην αστράψη ανατέλλοντας πρώτος όπως και πριν και η φωτοφόρος Ανάστασις να λάμψη τρεις ημέρας μετά από εκείνον;
Όσον αφορά το τί είχαν εις τον νουν τους οι πατέρες μας και έκαμαν αυτήν την εναλλαγήν, τίποτε δεν ημπορούμε να ειπούμε με απόλυτον βεβαιότητα. Υποθέτουμε όμως και στοχαζόμεθα, πως η αιτία αυτής της αμοιβαίας καθυστερήσεως και προπορεύσεως είναι ο κόσμος, ο οποίος καταφθάνει εδώ από τα πέρατα της γης χάριν της ζωηφόρου προσκυνήσεως αυτών των δύο. Ώστε να εορτάζουν αυτοί πρώτα την περιχαρή και λαμπράν εορτήν της Αναστάσεως και αμέσως μετά από αυτήν να βλέπουν την μακαρίαν ύψωσιν του Σταυρού, ούτως ώστε φεύγοντας να έχουν ως καλόν και σωτήριον εφόδιον διά τον δρόμον τους την παντοδύναμον συνοδείαν του, η οποία να τρέχη μαζί τους κατά τας οδοιπορίας, να συμπλέη εις το πέλαγος, να τους διασώζη εις κάθε τόπον, να τους φυλάγη από όλες τις κακοτυχίες και να σας8 αποδεικνύη εμπράκτως, ότι η πανίσχυρος δύναμις του Σταυρού έχει περιλάβει όλα τα πέρατα της οικουμένης, ότι γεμίζει τα πάντα διά της παρουσίας της και χωρίς κόπον παρευρίσκεται παντού, διασώζει τους πιστούς από τας δυσκολίας και, εφ’ όσον αυτοί ζουν ευσεβώς, τους μεταλαμπαδεύει την σωτηρίαν και καταργεί τα σχέδια όλων των εχθρών.
Ίσως δε να υπάρχη και κάποιος άλλος λόγος κρυφός, τον οποίον εγνώριζαν και είχαν κατά νουν εκείνοι που υπήρξαν παλαιά διδάσκαλοι αυτής εδώ της Εκκλησίας, τον οποίον τώρα εμείς οι ελάχιστοι δεν ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε ότι δεν τον γνωρίζουμε σαφώς. Είθε να δώση ο Θεός να γίνη και αυτός γνωστός, όπως και ακράδαντα πιστεύουμε ότι θα γίνη, μόνον και μόνον διά την ωφέλειαν την ιδικήν σας, που τόσο πιστοί είσθε και ευλαβείς9.
Τι έχουμε λοιπόν υψηλότερον από αυτάς τας μακαρίας εορτάς; Ποίον από όλα όσα έχουμε είναι ιερώτερον από αυτάς τας ιεράς πανηγύρεις; Πώς δεν θα χαρούμε και δεν θα σκιρτήσουμε επιτελώντας τούτων των δύο τας εορτάς; Αναστάσεως ολόλαμπρος φωταψία και Σταυρού πυρσοφώτιστος προσκύνησις! Αυτά τα δύο είναι δι’ ημάς τα τρόπαια ολοκλήρου της σωτηρίας μας. Αυτά μας ελύτρωσαν από τον θάνατον και τα πάθη και την χειρίστην κακοποίησιν των δαιμόνων και μας ωδήγησαν πίσω εις τον Δεσπότην μας. Αυτά κατέλυσαν κάθε κατήφειαν και σκυθρωπότητα και ανέτειλαν εις ημάς την αυγήν της χαράς.
Ή μήπως η ζωοδότρια Ανάστασις δεν μας δωρίζει την είσοδον της αθανάτου ζωής; και ο Σταυρός που υψούται δεν γεννά μέσα μας την απολύτρωσιν των παθών;10 Διότι πράγματι, αυτά μας ανέδειξαν και πάλιν μετόχους της προς τον Θεόν οικειώσεως, χάριν της οποίας και ήλθαν εις τον κόσμον και ανέτειλαν εις όλους εμάς τους γηγενείς.
Γνωρίζοντας λοιπόν εμείς την μυστικήν δύναμίν των και πόσον αυτά μας ευηργέτησαν και ποίων αγαθών υπήρξαν πρόξενα, ας τα εορτάσουμε καλώς και ευσεβώς, όπως δηλαδή αυτά τα ίδια θέλουν να τιμώνται. «Όχι με ακολασίας και ασελγείας, όχι με έριδας και ζηλοτυπίας»11, όχι με αρπαγάς και αδικίας και τα υπόλοιπα όλα, που δεν θέλω τώρα να απαριθμήσω.
Διότι, αδελφοί μου γνησιώτατοι και συγκληρονόμοι της ιδίας πίστεως και συμμέτοχοι της ιδίας πνευματικής γεννήσεως με εμάς, τολμώ να ειπώ, πως τα ιερά μας σεβάσματα όχι μόνον δεν στρέφονται καν να ιδούν και δεν προσδέχονται όποιον θέλει να τα εορτάζη με εκείνα που απηρίθμησα, αλλά και τον αποστρέφονται και τον βδελύττονται, διότι συμπεριφέρεται απρεπώς απέναντί τους και πράττει πράγματα εντελώς μισητά εις αυτά12. Διά τούτο παρακαλώ και προτρέπω να μισούμε και να αποφεύγουμε εκείνα που μισούν τα σεβάσματά μας και μόνο εκείνα να αγαπούμε και να πράττουμε, όσα είμαστε βέβαιοι πως τους είναι ευάρεστα. Εκείνα δε τα έργα τα οποία είναι αρεστά και ευχάριστα, είναι όσα επαναφέρουν προς σωτηρίαν και οδηγούν προς την αιώνιον ζωήν εκείνον που τα πράττει. Ή μήπως όταν αυτά τα σεβάσματά μας εξέλαμψαν από τον Χριστόν εις τους ανθρώπους, δεν ηκτινοβόλησαν εις ημάς ζωήν που δεν τελειώνει και φως που δεν δύει ποτέ;
Ας αλλάξουμε λοιπόν και εμείς την πολιτείαν μας, ας εκδυθούμε τον προηγούμενον τρόπον ζωής μας ως βλαβερόν και ολέθριον και ας βαδίσουμε εις τον καλόν δρόμον μιας νέας ζωής. — Ή μήπως η Ανάστασις δεν μας δωρίζει την κληρονομίαν της ζωής; και ο Σταυρός δεν εσταύρωσε τον παλαιόν μας άνθρωπον;13
Εάν λοιπόν ευλαβούμεθα την Ανάστασιν και πανηγυρίζουμε την εορτήν της ας αγαπήσουμε και την νέαν ζωήν, διά της οποίας δεν θα είμεθα πλέον φίλοι της μόνον εις τα λόγια, αλλά και οικειότατοι μύσται της. Εφ’ όσον δε ασπαζόμεθα και τον Σταυρόν, διατί δεν συσταυρώνουμε και εμείς τα επίγεια μέλη μας14, δηλαδή τα γήινα πάθη, ώστε να φωνάξουμε και εμείς μαζί με τον Παύλον:
«Έχω σταυρωθή μαζί με τον Χριστόν. Δεν ζω δε πλέον εγώ, αλλά ζη μέσα μου ο Χριστός»;15
Αν λοιπόν εκείνοι με τους οποίους υπόσχεται να ζη ο Χριστός είναι όσοι εσταύρωσαν τους εαυτούς τους ως προς τον κόσμον16 και ενέκρωσαν τα επίγεια μέλη τους17, όπως βοά και μαρτυρεί ο Παύλος, διατί και εμείς δεν πράττουμε τα ίδια και δεν νεκρώνουμε κάθε επίγειον μέλος μας, δηλαδή τα πάθη, τας κακάς επιθυμίας και όσα άλλα συναριθμούνται εκεί, ώστε να ζήση μέσα μας ο Χριστός και να μας δωρίση την ζωήν της αφθαρσίας;
Λοιπόν ας επιδιώκουμε να έχουμε ειρήνην με όλους και μαζί με αυτήν ας αποκτήσουμε και τον αγιασμόν. Διότι χωρίς αυτά δεν θα ημπορέση ποτέ να ιδή κανείς τον Κύριον, όπως πάλιν ο Παύλος μας διεβεβαίωσε18. Και δι’ αυτόν τον λόγον ο Χριστός και ειρήνη αποκαλείται («διότι αυτός είναι», λέγει, «η ειρήνη μας»19) και αγιασμός ονομάζεται20. Ειρήνη μεν, διότι έφερε εις τον κόσμον ειρηνοποιόν ομόνοιαν, αφού ήνωσε τα ουράνια με τα επίγεια και εκ των δύο απειργάσθη μίαν και μόνην εκκλησίαν. Αγιασμός δε και απολύτρωσις (διότι κοντά εις τα προηγούμενα και με τούτο το όνομα κηρύττεται: απολύτρωσις21), καθ’ όσον έγινε ελευθερωτής ημών των αιχμαλώτων και όχι μόνον μας ελύτρωσεν από τους δαίμονας και τα πάθη, αλλά και ενεφύτευσε μέσα μας τον θειικόν αγιασμόν.
Όσα λοιπόν ηκούσατε από το στόμα μου, ας τα επιδιώκουμε με όλον μας τον ζήλον και την προαίρεσιν, ας τα κατακτούμε, ας τα αρπάζουμε και δι’ αυτών ας συναπτώμεθα μετά του Χριστού με την καλήν και μακαρίαν συνάφειαν. Διότι εκείνον που με τέτοιαν διάθεσιν έρχεται προς αυτόν δεν θα τον εκβάλη έξω22 από την αγαθότητα και μακαριότητά Του, όχι! Ας σπεύσουμε λοιπόν να αποκτήσουμε αυτήν εδώ την συμφωνίαν με Αυτόν, από την οποίαν τίποτε δεν υπάρχει προτιμότερον, και ας τρέξουμε να οικειωθούμε το να ζη ο Χριστός μέσα μας, του οποίου τίποτε δεν υπάρχει ανώτερον. Και έτσι, αφού αυτόν τον πλούτον αποκτήσουμε, να απολαύσουμε και την βασιλείαν των ουρανών και να βρούμε την αιώνιον ζωήν μέσα εις τον ίδιον τον Χριστόν, τον Θεόν και Σωτήρα μας, μετά του οποίου ας είναι δόξα εις τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
* * * * * *
1. βλ. Κολασ. β’ 14.
2. πρβλ. Ρωμ. ε’ 21.
3. πρβλ. Ησ. κε’ 8.
4. βλ. Εφ. ς’ 9.
5. πρβλ. Γαλ. ς’ 14.
6. βλ. Ιακ. α’ 15.
7. πρβλ. Ματθ. ιθ’ 30.
8. Η αιφνιδία χρήσις β’ πληθυντικού προσώπου αποτελεί απροσδόκητον αποστροφήν του ιερού συγγραφέως προς τους ακροατάς του, οι οποίοι δεν είναι άλλοι παρά τα πλήθη των συγκεντρωθέντων διά την εορτήν από τα πέρατα της γης, διά τους οποίους ωμίλησεν αμέσως προηγουμένως.
9. Η ομιλία αυτή εξεφωνήθη μάλλον κατά το πρώτον έτος της αρχιερατείας του αγίου Σωφρονίου. Διά τούτο ως νεοαφιχθείς δεν γνωρίζει ακόμη πλήρως την παράδοσιν, αλλά ελπίζει συν τω χρόνω είτε να ενημερωθή καλύτερα είτε να δώση ο Θεός με κάποιον τρόπον να λυθή η απορία. Από ιστορικής απόψεως η προσκύνησις του Τιμίου Σταυρού κατά την δευτέραν ημέραν της εορτής των Εγκαινίων του Ναού της Αναστάσεως εξηγείται, διότι η πανήγυρις των Εγκαινίων καθιερώθη πρώτη, ενώ η επί αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων Μακαρίου μαρτυρουμένη πρώτη Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού έγινεν επ’ ευκαιρία εκείνης και διά να δυνηθή το συρρεύσαν πλήθος να ίδη και να προσκυνήση τον άρτι υπό της αγίας Ελένης ανακαλυφθέντα Τίμιον Σταυρόν.
10. Με αυτάς τας ερωτήσεις ο ιερός Πατήρ επιχειρεί να αφυπνίση τεχνηέντως τας συνειδήσεις των ακροατών του.
11. Ρωμ. ιγ’ 13.
12. Η ευλάβεια του ιερού Πατρός φθάνει εδώ μέχρι κάποιου είδους προσωποποιήσεως του Σταυρού και της Αναστάσεως.
13. βλ. αν. υποσ. 10.
14. βλ. Κολ. γ’ 5.
15. Γαλ. β’ 20.
16. πρβλ. Γαλ. ς’ 14.
17. πρβλ. Κολ. γ’ 5.
18. βλ. Εβρ. ιβ’ 14.
19. Εφ. β’ 14.
20. βλ. Α’ Κορ. α’ 30.
21. ένθ. αν.
22. βλ. Ιωάν. ς’ 37.
(Πηγή: «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», 1989, Τριμηνιαία έκδοσις της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Ἱστορικὸν ἐγκώμιον περὶ τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ,
Αλέξανδρος Μοναχός ο Ιστοριογράφος
Κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὁ τῆς Αἰλίας ἐπίσκοπος Μακάριος ὁ φερώνυμος ἦν Ἑρμονᾶν διαδεξάμενος.
Ὁ δὲ Μέγας Κωνσταντῖνος μονοκράτωρ γενόμενος πᾶσαν τὴν φροντίδα εἰς τὰ θεῖα μετήνεγκεν.
Ἀνοικοδομῶν τὰς ἐκκλησίας, ἐπεὶ φιλοτίμως πλουτῶν ἦν ἐκ τοῦ δημοσίου λόγου, ἔν τε χρήμασι καὶ ἀναλώμασι, καὶ παντοίοις κειμηλίοις.
Καὶ πρῶτον νόμον ἔγραψεν ἀποδίδοσθαι τοὺς τῶν εἰδώλων ναοὺς τοῖς τῷ Χριστῷ ἀφιερωμένοις, καὶ τοὺς ἕτι εἰδωλολατροῦν τας, κεφαλικαῖς ἐπιτιμᾶσθαι τιμωρίαις.
∆εύτερον νόμον ἔγραψεν, Χριστιανοὺς μόνους ὀρθοδοξοῦντας στρατεύεσθαι, ἐθνῶν τε καὶ στρατοπέδων τούτους ἄρχειν.
Τρίτον νόμον ἔγραψεν, ἀπράκτους εἶναι τὰς πασχαλίας ἑβδομάδας δύο, μίαν πρὸ, καὶ μίαν μετά.
Καὶ ἦν λοιπὸν εἰρήνη βαθεῖα, καὶ χαρὰ ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ, πάντων τῶν ἐθνῶν ὁσημέραι προστρεχόντων τῇ πίστει, καὶ βαπτιζομένων, καὶ ἰδίαις χερσὶ τοὺς πατρῴους θεοὺς συντριβόντων.
Ἀλλὰ ταῦτα οὐκ ἦν φορητὰ τῷ ἀλάστορι δαίμονι, ἀλλὰ πάλιν εἰς ἑαυτὸν ἐδραματούργει, πῶς ἂν ἐκκόψει τὴν τοσαύτην τῶν ἀνθρώπων χαρμονήν.
Καὶ πεῖσαι μὲν τοὺς ἀνθρώπους θεοποιεῖσθαι τὴν κτίσιν οὐκέτι οἷός τε ἦν· ἐφωράθη γὰρ ἡ ἀπάτη αὐτοῦ.
Τὸν δὲ Κτίστην συντάξαι τοῖς κτίσμασι παραπεῖσαι ἐπειράθη τοὺς ἀστηρίκτους.
Καὶ ἦν πάλιν τάραχος οὐκ ὀλίγος ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις τοῦ Θεοῦ, Ἀρείου τινὸς Ἀλεξανδρέως ἄνω καὶ κάτω κυκλοῦντος, καὶ τὴν οἰκουμένην ταράττοντος.
Συναπήχθησαν δὲ αὐτῷ ἐπίσκοποί τινες ὀλίγοι τὸν ἀριθμὸν, ὧν πρῶτος Εὐσέβιος ὁ Νικομηδείας, καὶ Εὐσέβιος ὁ Παμφίλου, καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς.
Θεωρῶν δὲ τὴν μεγάλην φιλονεικίαν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἠνιᾶτο τὴν ψυχήν· καὶ πρῶτον μὲν ἐπειρᾶτο διὰ παραινετικῶν γραμμάτων τῶν ἑκατέρων μερῶν κατασβέσαι τὴν ἔριν.
Ὡς δὲ ἴδεν ἀνήκεστον γινόμενον τὸ κακὸν, προσέταξε γενέσθαι οἰκουμενικὴν σύνοδον ἐν τῇ Νικαέων πόλει, καὶ συνῆλθον ἐπίσκοποι τὸν ἀριθμὸν τριακόσιοι δέκα καὶ ὀκτώ.
Ὧν οἱ πλεῖστοι ἦσαν ὁμολογηταὶ, τὰ στίγματα τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι βαστάζοντες.
Ἦν δὲ σὺν αὐτοῖς καὶ ὁ πανεύφημος Κωνσταντῖνος, καὶ δὴ τῆς ὑποθέσεως κινηθείσης, ἔκθεσιν πίστεως ἔγγραφον ἐξήνεγκαν, τὴν κατὰ πᾶσαν Ἐκκλησίαν ὀρθοδόξων νῦν ἀπαγγελλομένην.
Τοὺς δὲ περὶ Ἄρειον καὶ Εὐσέβιον τὸν Νικομηδέα ἐπιμένοντας τῇ κακοδοξίᾳ ἀνεκήρυξαν, καὶ ἐξωρίσθησαν, καὶ ἐχειροτονήθησαν ἕτεροι ἀντ' αὐτῶν.
Φιλοτιμησάμενος δὲ ὁ βασιλεὺς τοὺς ἐπισκόπους, καὶ ἀσπασάμενος ἀπέλυσε μετ' εἰρήνης εἰς τὰς ἰδίας παροικίας, χαίρων ἐπὶ τῇ συμφωνίᾳ τῶν Ἐκκλησιῶν.
Παρεκελεύσατο δὲ τῷ τῆς Αἰλίας ἐπισκόπῳ Μακαρίῳ παρόντι ἐν τῇ συνόδῳ, καὶ τῶν ἀποστολικῶν δογμάτων ὑπερμαχοῦντι ἀναζητῆσαι τὸν ζωοποιὸν σταυρόν, καὶ τὸ θεοδόχον μνῆμα, καὶ πάντας τοὺς ἁγίους τόπους, καὶ τοὺς ἄλλους δὲ ἐπισκόπους ὁμοίως προετρέψατο, αἰτήσασθαι, εἴ τι συνορᾷ εἰς ἀπαρτισμὸν ἔκαστος τῆς ἰδίας Ἐκκλησίας.
Ἦν δὲ ἐννεακαιδέκατον ἔτος τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ὅτε ἐγένετο κατὰ Νίκαιαν σύνοδος.
Μετὰ ταῦτα ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς τὴν ἑαυτοῦ μητέρα Ἑλένην, τὴν ἀξιέπαινον καὶ θεοφιλῆ, εἰς Ἱεροσόλυμα, μετὰ γραμμάτων καὶ χρημάτων ἀφθονίας, πρὸς τὸν φερώνυμον Μακάριον τῆς Αἰλίας ἐπίσκοπον ἐπὶ ἀναζητήσει τοῦ ζωοποιοῦ ξύλου τοῦ ἐνδόξου σταυροῦ καὶ οἰκοδομῇ τῶν ἁγίων τόπων· αὐτῆς τοῦτο αἰτησάσης τῆς βασιλίδος, φασκούσης ὀπτασίαν τινὰ θείαν ἑωρακέναι κελεύουσαν αὐτῇ τὰ Ἱεροσόλυμα καταλαβεῖν, καὶ τοὺς ἁγίους τόπους εἰς φῶς ἀγαγεῖν χωσθέντας ὑπὸ τῶν ἀνέμων, καὶ ἀφανεῖς γεγονότας ἐπὶ τοσούτους χρόνους.
Μαθὼν δὲ ὁ ἐπίσκοπος ἀφικομένην τὴν βασιλίδα, συναγαγὼν τοὺς τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπους, μετὰ τῆς δεούσης τιμῆς ἀπήντησεν αὐτῇ.
Εὐθέως δὲ παρεκέλευσε τοὺς ἐπισκόπους τὴν ζήτησιν τοῦ ποθουμένου ξύλου ποιήσασθαι.
Ἀπορούντων δὲ πάντων ἐπὶ τοῦ τόπου, καὶ ἄλλου ἄλλο ὑποψίας διηγουμένου, ὁ τῆς πόλεως ἐπίσκοπος πάντας παρεκάλει ἡσυχίαν ἄγειν, καὶ σπουδαιοτέραν εὐχὴν ὑπὲρ τούτου τῷ Θεῷ προσφέρειν.
Τούτου δὲ γενομένου, εὐθέως ἐδείχθη θεόθεν ὁ τόπος τῷ ἐπισκόπῳ, ἐν ᾧ ἵδρυτο τοῦ ἀκαθάρτου δαίμονος ὁ ναὸς καὶ τὸ ἄγαλμα.
Τότε ἡ βασίλισσα, τῇ βασιλικῇ αὐθεντίᾳ χρωμένη, συναγαγοῦσα πλῆθος πολὺ τεχνιτῶν καὶ ἐργατῶν, ἐκέλευσεν ἐκ βάθρων ἀνατραπῆναι τὸ μυσαρὸν οἰκοδόμημα, καὶ τὸν χοῦν πόῤῥω που ἀποῤῥιφῆναι.
Τούτου δὲ γενομένου, ἀνεφάνη τὸ θεῖον μνῆμα, καὶ ὁ τόπος τοῦ Κρανίου, καὶ οὐ μήκοθεν τρεῖς σταυροὶ κεχωρισμένοι· ἐπιμελῶς δὲ ἐρευνήσαντες εὗρον καὶ τοὺς ἥλους.
Ἐκεῖθεν λοιπὸν ἀμηχανία καὶ θλίψις κατέλαβε τὴν βασίλισσαν, ἐπιζητοῦσαν, ποῖος ἄρα εἴη ὁ ∆εσποτικὸς σταυρός.
Ὁ δὲ ἐπίσκοπος διὰ πίστεως τὴν διάκρισιν ἔλυσεν.
Γυναικὶ γὰρ ἀῤῥωστούσῃ τῶν ἐμφανῶν, καὶ ἀπεγνωσμένῃ ὑπὸ πάντων, καὶ τὰ τελευταῖα πνεούσῃ, προσαγαγὼν ἑκάτερον τῶν σταυρῶν, τὸν ζητούμενον ηὗρεν· μόνον γὰρ ἤγγισεν ἡ σκιὰ τοῦ σωτηρίου σταυροῦ τῇ ἀσθενούσῃ, εὐθὺς ἡ ἄπνους καὶ ἀκίνητος θείᾳ δυνάμει παραχρῆμα ἀνεπήδησεν καὶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ βοῶσα, καὶ δοξάζουσα τὸν Θεόν.
Ἡ δὲ βασίλισσα Ἑλένη τῇ φωνῇ βοῶσα καὶ δοξάζουσα τὸν Θεὸν, μετὰ χαρᾶς μεγάλης καὶ φόβου ἀνελομένη τὸν ζωοποιὸν σταυρὸν, μέρος μέν τι σὺν τοῖς ἥλοις ἀνεκόμισε πρὸς τὸν παῖδα.
Τῷ δὲ λοιπῷ γλωσσόκομον ἀργυροῦν ποιήσασα, παρέδωκε τῷ ἐπισκόπῳ τῆς πόλεως, εἰς μνημόσυνον πάσαις γενεαῖς, καὶ θεσπίσασα ἐκκλησίαν γενέσθαι ἐν τῷ ζωοποιῷ μνήματι καὶ τῷ ἁγίῳ Γολγοθᾷ καὶ ἐν τῇ Βηθλεὲμ ἐν τῷ σπηλαίῳ, ἔνθα ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν κατὰ σάρκα γέννησιν ὑπέμεινε, καὶ ἐν ὄρει τῶν Ἐλαιῶν, ἔνθα ὁ Κύριος εὐλογήσας τοὺς μαθητὰς ἀνελήφθη.
Καὶ ἄλλα πολλὰ ποιήσασα ἐν Ἱεροσολύμοις, ἀνέστρεψε πρὸς τὸν παῖδα.
Ὁ δὲ μετὰ χαρᾶς αὐτὴν ὑποδεξάμενος, τὴν μὲν τοῦ τιμίου σταυροῦ μερίδα ἐν χρυσῇ θήκῃ ἀποθέμενος, παρέδωκε τῷ ἐπισκόπῳ εἰς τήρησιν, ἐνιαυσίαις μνήμαις ἑορτάζειν τὴν ἀνάδειξιν τοῦ τιμίου σταυροῦ προστάξας.
Τῶν δὲ ἤλων τοὺς μὲν εἰς τὴν ἰδίαν περι κεφαλαίαν ἐχάλκευσεν, τοὺς δὲ ἀνέμιξε τῷ συμβαρίῳ τοῦ ἵππου αὐτοῦ, ἴνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος·
«Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ἔσται τὸ ἐπὶ τὸν χαλινὸν τοῦ ἵππου, ἅγιον Κυρίῳ παντοκράτορι.»
Ὁ δὲ βασιλεὺς ἔγραψε ἐπισκόπῳ Μακαρίῳ ἐπισπεύδειν τὴν οἰκοδομὴν, καὶ ἄρχοντα τοῦ ἔργου ἀπέστειλε μετὰ δαψιλείας χρημάτων, παραγγείλας αὐτῷ φιλοτίμως κτισθῆναι τοὺς ἁγίους τόπους, ὡς μὴ εἶναι τοιαύτην καλλονὴν ἐν πάσῃ τῇ γῇ.
Ἔγραψε δὲ καὶ τοῖς ἡγεμόσι τῆς ἐπαρχίας παντοίως συνελθεῖν τῷ ἔργῳ ἐκ τοῦ δημοσίου λόγου, ἔν τε χρήμασι καὶ ἀναλώμασι καὶ ὕλαις.
Ἦν δὲ ὁ βασιλεὺς φαιδρῶς ἄγων τῆς εἰκοσαετηρίδος τὴν ἑορτὴν, εὐχαριστῶν τῷ Θεῷ ὑπὲρ πάντων τῶν ἀγαθῶν, ὧν ἐποίησεν ἐν τοῖς χρόνοις τῆς βασιλείας αὐτοῦ.
Συνάγονται δὲ τὰ ἔτη ἀπὸ μὲν Χριστοῦ παρουσίας ἕως τῆς εὑρέσεως τοῦ σταυροῦ, τριακόσια πεντήκοντα δύο ἔτη.
Ἀπὸ δὲ Ἀδὰμ ἕως παρουσίας Χριστοῦ, ἔτη πεντακισχίλια πεντακόσια. Καθ' ἑτέρους δὲ πεντακισχίλια τετρακόσια ἐβδομήκοντα πέντε.
Ἐν δὲ Αἰλίᾳ τὸν φερώνυμον Μακάριον διεδέξατο Μαξιμωνᾶς. Οὗτος δὲ πρᾶος ἀνὴρ καὶ ἐπίσημος λίαν. Ἐν γὰρ τῷ διωγμῷ πολλὰς βασάνους ὑπέμεινε διὰ τὸν Θεὸν, καὶ τὸν δεξιὸν ὀφθαλμὸν ἀπολέσας ἀπελύθη ἐπὶ τῇ ὁμολογίᾳ τῆς πίστεως.
Κατ' ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ἡ μακαρία Ἑλένη ἡ βασίλισσα τέλος τοῦ βίου ἐχρήσατο, ἐτῶν οὖσα ὀγδοήκοντα, πολλὰ ἐντειλαμένη τῷ παιδὶ περὶ τῆς εἰς Χριστὸν εὐσεβείας.
Ἕως ὧδε περὶ τῆς εὑρέσεως τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ ἡ ἱστορία ἔστω.
Καὶ μηδεὶς ἑαυτὸν ἀπατάτω ματαιολογῶν ἀσύμφορα καὶ μυθοποιίας δι' ὀνομάτων παραξένων παρεισάγων τῇ ὑποθέσει.
Οὐδὲ γὰρ ἐπίσκοπος ἕτερος Ἱεροσολύμων γέγονε πώποτε παρὰ τοὺς προγεγραμμένους, οὐδὲ βασιλεὺς ἕτερος Ῥωμαίων, οὐδὲ μὴν ἑτέρῳ τρόπῳ ὁ τίμιος σταυρὸς εὑρέθη.
Ἀπὸ γὰρ Αὐγούστου τοῦ βασιλέως, ἐφ' οὗ ἐγεννήθη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ἔως τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Κωνστατίνου, τριάκοντα καὶ πέντε γεγόνασι βασιλεῖς.
Ὁμοίως δὲ καὶ ἀπὸ Ἰακώβου τοῦ ἀποστόλου καὶ πρώτου τῶν ἐπισκόπων ἕως τῆς αὐτῆς βασιλείας, τριάκοντα καὶ πέντε Ἱεροσολύμων ἐπίσκοποι γεγόνασι.
Τὴν δὲ σεβάσμιον ἡμέραν τῶν ἐγκαινίων τῶν ἁγίων τόπων, καὶ τῆς ὑψώσεως τοῦ προσκυνητοῦ σταυροῦ, ὡρίσαντο οἱ Πατέρες μετὰ βασιλικοῦ προστάγματος γίνεσθαι ἀνὰ ἔτος ἕκαστον τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ τοῦ Σεπτεμβρίου μηνὸς, ἤτις ἐστὶν ἡ πρὸ δεκαοκτὼ Καλανδῶν.
Ὀκτωβρίων, εἰς δόξαν τοῦ Πατρὸς, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ἐπειδὴ δὲ χάριτι τοῦ Θεοῦ κατηντήσαμεν τῷ λόγῳ εἰς τὴν εὔσημον ἡμέραν τῆς ἑορτῆς ἡμῶν, ἥτις ἐστὶν ἡ ἀνάδειξις τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ, φέρε καθὼς οἷόν τέ ἐστι μικρὰ χαιρετήσαντες τοῦτον καταπαύσωμεν τὸν λόγον.
Χαίροις τοίνυν, σταυρὲ τίμιε, χαίροις, ὅτι ἐν σοὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὑψώθη οἰκονομικῶς, ἐν ᾧ πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς χάριτος.
Χαῖρε, σταυρὲ τίμιε· διὰ σοῦ γὰρ ἀένναος χαρὰ ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς βραβεύεται.
Χαῖρε, σταυρὲ τίμιε, ὅτι ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὁ ∆ημιουργὸς ἐν πάσῃ κτίσει τὴν εἰκόνα σου ἐζωγράφησεν.
Χαῖρε, σταυρὲ ἔνδοξε, ὅτι πᾶσαι αἱ κατ' οὐρανὸν δυνάμεις ἴσως τῇ διὰ σοῦ σωτηρίᾳ φρικωδεστάτους ὕμνους ἀναπέμπουσι τῷ ∆εσπότῃ.
Χαῖρε, σταυρὲ ἔνδοξε· διὰ σοῦ γὰρ καὶ ἐν πόλεσι, καὶ ἐν νήσοις, καὶ ἐν παντὶ ἔθνει Ἐκκλησίαι ὀρθοδόξων τεθεμελίωνται.
Χαῖρε, σταυρὲ ἔνδοξε· διὰ σοῦ γὰρ πᾶν στόμα πιστῶν εἰς θεολογίαν ἠνέῳκται.
Χαῖρε, σταυρὲ μακάριε· διὰ σοῦ γὰρ ἄγγελοι οὐράνιοι σὺν ἀνθρώποις ἐπὶ γῆς Χριστὸν ὑμνοῦσι.
Χαῖρε, σταυρὲ μακάριε· διὰ σοῦ γὰρ ἐν οὐρανοῖς ἐπίγειοι ἄνθρωποι ὁμοίως παρίστανται τῷ Θεῷ, μετὰ ἀνεκλαλήτου χαρᾶς τὸν Ποιητὴν δοξάζοντες.
Χαῖρε, σταυρὲ μακάριε· διὰ τοῦ γὰρ ὁ Ἀδὰμ τῆς κατάρας ἐλευθερωθεὶς, σκιρτῶν καὶ ἀγαλλιώμε νος εἰς τὸν παράδεισον εἰσελήλυθεν ἀπολαβὼν τὸ ἀρχαῖον ἀξίωμα.
Χαῖρε, σταυρὲ ἅγιε· διὰ σοῦ γὰρ πᾶσα διαβολικὴ δύναμις καταβέβληται, καὶ πᾶσα δαιμονικὴ ἐνέργεια κατελύθη.
Χαῖρε, σταυρὲ ἅγιε· διὰ σοῦ γὰρ ἡ τρισαγία καὶ ὁμοούσιος Τριὰς παντὶ τόπῳ γνωρίζεται καὶ πιστεύεται καὶ δοξολογεῖται.
Χαῖρε, σταυρὲ ἅγιε· διὰ σοῦ γὰρ τὰ ἀναφαίρετα ἀγαθὰ τοῖς ἀνθρώποις δεδώρηται.
Καὶ τί εἴπωμεν καὶ τί παραλείψωμεν; πῶς ἀνυμνήσωμεν τὴν δύναμιν τοῦ ∆εσποτικοῦ σταυροῦ;
Ὦ ὄνομα σταυροῦ, ἐν ᾧ τὰ μεγαλεῖα τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ ἐγκέκρυπται, ἀγγέλοις αἰδέσιμον, καὶ ἀνθρώποις σεβάσμιον! Τί γὰρ ἐρασμιώτερον ὀνόματος σταυροῦ, ἢ ἡδύτερον Χριστιανοῖς; Τί δὲ τούτου ἐνεργέστερον εἰς θαυματουργίαν;
Σταυρὸς, θείας δυναστείας ἐνεργέστατον σημεῖον.
Σταυρὸς, ἀγγέλων χαρὰ καὶ δαιμόνων πένθος.
Σταυρὸς, Ἐκκλησίας θεμέλιος.
Σταυρὸς, τοῦ παντὸς κόσμου φωστὴρ ἀειφανὴς καὶ παντοφανής.
Σταυρὸς, τεῖχος ἀκράδαντον καὶ ἀῤῥαγὲς καὶ ἀκαταπολέμητον πάσης τῆς οἰκουμένης.
Σταυρὸς, ἱερέων δόξα ἱεροπρεπὴς καὶ ἀνεπηρέαστος.
Σταυρὸς, βασιλέων κράτος καὶ δυναστεία, καὶ νικητικὸν ὅπλον κατὰ τῶν πολεμίων.
Σταυρὸς, στρατοπέδων παντευχία παναλκεστάτη, καὶ ἀκατάπληκτος τοῖς ἐναντίοις.
Σταυρὸς, πόλεων φυλακτήριον ἀνεπιβούλευτον καὶ ἀσκύλευτον.
Σταυρὸς, λαῶν εὐφροσύνη διηνεκὴς καὶ ἀκατάληκτος.
Σταυρὸς, διαβόλων πανολεθρία διηνεκὴς καὶ ἀκατάπαυστος.
Σταυρὸς, δαιμόνων κατάπτωμα αἰώνιόν τε καὶ ἐξαίσιον.
Σταυρὸς, Χριστιανῶν ἐλπὶς βεβαία τε καὶ ἀνεπαίσχυντος καὶ ἀμείωτος.
Σταυρὸς, ἀσθενούντων ἴασις εὐπρεπεστάτη ψυχῶν τε καὶ σωμάτων.
Σταυρὸς, εὐεκτούντων ἀδιάπτωτος ὑγίεια.
Σταυρὸς, χειμαζομένων λιμὴν εὐδιέστατος.
Σταυρὸς, πολεμουμένων εἰρήνη ἀστασίαστος.
Σταυρὸς, ὀρθοδόξων καύχημα καυχημάτων, καὶ αἱρετικῶν κατάκριμα ἀκατάπαυστον.
Σταυρὸς, εἰδωλολατρείας κατάλυσις καὶ εὐσεβείας ἀνόρθωσις.
Σταυρὸς, παρθενίας διδάσκαλος καὶ σωφροσύνης φύλαξ.
Σταυρὸς, δικαίων ἀσφάλεια καὶ ἁμαρτωλῶν μετάνοια.
Σταυρὸς, μοναζόντων ἐγκαλλώπισμα καὶ σεμνῶς βιούντων εὐκοσμία.
Σταυρὸς, νηπίων φύλαξ, καὶ νέων σωφρονισμὸς, καὶ γερόντων στηριγμοῦ βακτηρία.
Σταυρὸς, πτωχῶν ἀδαπάνητος θησαυρὸς, καὶ πλουσίων αὐταρκείας διδάσκαλος.
Σταυρὸς, πεπλανημένων ὁδὸς, καὶ ἀπολλυμένων ἀπλανὴς ὁδηγός.
Σταυρὸς, ἀνάπαυσις ἐν κόποις ἡμερινοῖς, καὶ βοήθεια ἐν φόβοις νυκτερινοῖς.
Σταυρὸς, ἐθνῶν εὐταξία, καὶ παντὸς τοῦ κόσμου βαθυτάτη γαλήνη.
Καὶ τί εἴπωμεν, ἢ τί παραλείψωμεν, ἢ πῶς σε ἀνυμνήσωμεν, πανένδοξε σταυρέ; ὅτι σὲ μόνον ἀπὸ πάσης τῆς κτίσεως ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης ἀνέδειξεν ὅπλον ἀήττητον κατὰ τοῦ διαβόλου, καὶ τῆς ἁμαρτίας, καὶ τοῦ θανάτου.
∆ιὸ μακάριοί ἐσμεν πάντες οἱ καταξιωθέντες τὴν ἁγίαν ἰδεῖν ἡμέραν τῆς σῆς ἀναδείξεως.
Σὺ εἶ τῶν προφητῶν τὸ κήρυγμα· περὶ σοῦ γὰρ ἀγαλλιώμενοι ὁσημέραι κελαδοῦσι λέγοντες πρὸς τὸν Θεόν:
«Ἔδωκας τοῖς φοβουμένοις σε σημείωσιν τοῦ φυγεῖν ἀπὸ προσώπου τόξου.»
Σὺ εἶ τὸ καύχημα τῶν ἀποστόλων.
Ἀδιαλείπτως γὰρ βοῶσιν ἐν Ἐκκλησίᾳ ἁγίᾳ δι' ἑνὸς αὐτῶν ἱεροκήρυκος:
«Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.»
Σὺ εἶ καὶ τῶν μαρτύρων στέφανος· ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ τὸν σταυρὸν ἄραντες ἠκολούθησαν τῷ Κυρίῳ.
Σὺ εἶ τὸ καύχημα καὶ τὸ ἀγαλλίαμα τῶν ἐν ὅρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς κατοικούντων διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου· ὅτι καὶ αὐτοὶ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις.
Σὺ τῶν ἐγγὺς καὶ τῶν μακρὰν ἀναψυχὴ καὶ ἀνάπαυσις.
Ὢ τῆς ἀνεκλαλήτου χάριτος τοῦ ∆εσποτικοῦ σταυροῦ! Ὢ τῶν ἐν αὐτῷ ἀνεκλαλήτων καὶ ἀκαταλήπτων μυστηρίων!Καὶ ἵν' εἴπω κἀγὼ ἐκστατικόν τι μετὰ τῆς ἱερᾶς σάλπιγγος· Ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ, ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ!
Παρὰ γὰρ τῷ ξύλῳ τῆς ζωῆς νεκρωθέντες, παρὰ τῷ ξύλῳ τῆς κατακρίσεως ἐζωοποιήθημεν.
∆ιὰ τὴν ἄμετρον χάριν τοῦ σεσωκότος ∆εσπότου δέον ἡμᾶς τὴν πανέορτον ταύτην συστήσασθαι «ἐν τοῖς πυκάζουσιν ἕως τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου».
Πυκάζοντα δέ εἰσιν, ὥς φασιν οἱ περὶ ταῦτα δεινοὶ, τὰ ἐξ ἀμελείας ἢ παλαιότητος ῥυπωθέντα, εἶτα ἐξ ἐπιμελείας καὶ σπουδῆς πάλιν ἐπὶ τὸ τιμαλφέστερον μετακοσμούμενα εἰς εὐφροσύνην καὶ τέρψιν τῶν εὐωχηθησομένων ἐν γάμοις ἐν ἑτέρᾳ τινὶ φαιδρᾷ θυμηδίᾳ.
∆ιατεθῶμεν τοίνυν ὡς προτετάγμεθα, καὶ τὴν συμβᾶσαν ἡμῶν ἐκ ῥᾳθυμίας τῷ συνειδότι ἀπεκδυσάμενοι ἀειδίαν, τὴν φαιδρὰν ταύτην καὶ πάνσεπτον ἡμέραν τῆς τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ μνήμης ἐπιτελέσωμεν, ἐλεημοσύναις τε καὶ πίστει, καθώς φησιν ἡ θεία Γραφὴ, παῤῥησίαν ἐν εὐλαβείᾳ κεκοσμημένην ἀναλαβόντες, καὶ ἄραντες ἐπὶ τῶν ὤμων τὸ νικητικὸν ὅπλον τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ, τὸν δωρηθέντα ἡμῖν οὐρανόθεν εἰς παῦσιν πάσης ὀργῆς ἀγγελικὸν ὕμνον συνήθως πρὸς τὸν Θεὸν βοήσωμεν·
«Ἅγιος ὁ Θεὸς, ἅγιος ἰσχυρὸς, ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς» ἁγία Τριὰς, ἀκατάληπτε, ἀπεριόριστε, ἀνεκφοίτητε, ὁμοούσιε, καὶ ὁμόθρονε, καὶ ὁμόχρονε, καὶ ὁμόδοξε, ἐλέησον ἡμᾶς, καὶ ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου τοῦ ἁγίου, καὶ δὸς ἡμῖν εὑρεῖν ἔλεος καὶ οἰκτιρμοὺς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἀνταποδόσεώς σου τῆς δικαίας.
Σὺ γὰρ εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ πρέπει σοι τῷ Πατρὶ, καὶ τῷ Υἱῷ, καὶ τῷ Πνεύματι δόξα, μεγαλοσύνη, κράτος καὶ ἐξουσία πρὸ παντὸς αἰῶνος, καὶ νῦν καὶ εἰς τοὺς σύμπαντας αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Πηγή: «Ἱστορικὸν ἐγκώμιον περὶ τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ», Αλέξανδρος Μοναχός ο Ιστοριογράφος, Orthodox Fathers)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς Βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος καὶ τὸ σὸν φυλάττων διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Αὐτόμελον.
Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως, τῇ ἐπωνύμῳ σου καινὴ πολιτεία, τοὺς οἰκτιρμούς σου δώρησαι, Χριστὲ ὁ Θεός, Εὔφρανον ἐν τῇ δυνάμει σου, τοὺς πιστοὺς Βασιλεῖς ἡμῶν, νίκας χορηγῶν αὐτοῖς, κατὰ τῶν πολεμίων, τὴν συμμαχίαν ἔχοιεν τὴν σήν, ὅπλον εἰρήνης, ἀήττητον τρόπαιον.
Κάθισμα. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τοῦ Σταυροῦ σου τὸ ξύλον προσκυνοῦμεν Φιλάνθρωπε, ὅτι ἐν αὐτῷ προσηλώθης ἡ ζωὴ τῶν ἁπάντων· Παράδεισον ἠνέῳξας Σωτήρ, τῷ πίστει προσελθόντι σοι Ληστῇ· καὶ τρυφῆς κατηξιώθη, ὁμολογῶν σοι, Μνήσθητί μου Κύριε. Δέξαι ὥσπερ ἐκεῖνον καὶ ἡμᾶς, κραυγάζοντας· Ἡμάρτομεν, πάντες τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου, μὴ ὑπερίδῃς ἡμᾶς. (Δίς)
Ἕτερον Κάθισμα. Ἦχος πλ. β’.
Μόνον ἐπάγη τὸ ξύλον Χριστὲ τοῦ Σταυροῦ σου, τὰ θεμέλια ἐσαλεύθη τοῦ θανάτου Κύριε· ὃν γὰρ κατέπιε πόθῳ ᾍδης, ἀπήμεσε τρόμῳ· ἔδειξας ἡμῖν τὸ σωτήριόν σου Ἅγιε, καὶ δοξολογοῦμέν σε, Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς. (Δίς)
Ἕτερον Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.
Προδιετύπου μυστικῶς πάλαι τῷ χρόνῳ, ὁ Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ, Σταυροῦ τὸν τύπον, ὡς τὰς χεῖρας ἐξέτεινε σταυροφανῶς Σωτήρ μου· καὶ ἔστη ὁ ἥλιος ἕως ἐχθρούς, ἀνεῖλεν, ἀνθισταμένους σοι τῷ Θεῷ· νῦν δὲ οὗτος ἐσκότισται, ἐπὶ Σταυροῦ σε ὁρῶν, θανάτου κράτος λύοντα, καὶ τὸν ᾍδην σκυλεύοντα.
Ἕτερον Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.
Ἐν Παραδείσῳ με τὸ πρίν, ξύλον ἐγύμνωσεν, οὗπερ τῇ γεύσει, ὁ ἐχθρὸς εἰσφέρει νέκρωσιν, τοῦ Σταυροῦ δὲ τὸ ξύλον, τῆς ζωῆς τὸ ἔνδυμα, ἀνθρώποις φέρον, ἐπάγη ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ κόσμος ὅλος ἐπλήσθη πάσης χαρᾶς· ὃν ὁρῶντες ὑψούμενον, Θεῷ ἐν πίστει λαοί, συμφώνως ἀνακράξωμεν· Πλήρης δόξης ὁ οἶκός σου. (Δίς)
Μεγαλυνάριον
Σήμερον ἡ κτίσις πᾶσα Σωτήρ, πόθῳ ἀνυψοῦσα, τὸν πανάγιόν σου Σταυρόν, τὴν φωνήν σου αἴρει, καὶ πίστει ἐκβοᾷ σου· Δώρησαι τῷ λαῷ σου, Λόγε τὴν χάριν σου.
Ὁ Οἶκος
Ὁ μετὰ τρίτον οὐρανὸν ἀρθεὶς ἐν Παραδείσῳ, καὶ ῥήματα τὰ ἄρρητα καὶ θεῖα, ἃ οὐκ ἐξὸν γλώσσαις λαλεῖν, τὶ τοῖς Γαλάταις γράφει, ὡς ἐρασταὶ τῶν Γραφῶν, ἀνέγνωτε καὶ ἔγνωτε. Ἐμοί, φησί, καυχᾶσθαι μὴ γένοιτο, πλὴν εἰ μὴ ἐν μόνῳ τῷ Σταυρῷ τῷ τοῦ Κυρίου, ἐν ᾧ παθών, ἔκτεινε τὰ πάθη. Αὐτὸν οὖν καὶ ἡμεῖς βεβαίως κρατῶμεν τοῦ Κυρίου τὸν Σταυρὸν καύχημα πάντες· ἔστι γὰρ σωτήριον ἡμῖν τοῦτο τὸ ξύλον, ὅπλον εἰρήνης ἀήττητον τρόπαιον.
Πηγή: Χριστιανική Βιβλιογραφία, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Orthodox Fathers, Ορθόθοδοξος Συναξαριστής
Ἡ Ὑψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ,
Ἀγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως τοῦ Ιατροῦ και Θαυματουργοῦ
(Σχόλιο «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»: Τὸ κήρυγμα τοῦ Σταυροῦ εἶναι κήρυγμα σκανδαλώδους μωρίας καὶ ἀδυναμίας. Εἶναι ἕνα κήρυγμα ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ. Καὶ πάντα θὰ σκοντάφτουν καὶ θὰ θρυμματίζονται πάνω του ὅσοι δίνουν προτεραιότητα στὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἐπιστήμη, ἰσχύ, ἐπιτυχία καὶ δόξα, ὅσοι θὰ δοκιμάζουν νὰ ἀκυρώσουν αὐτὸ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα καὶ βίωμα μὲ τὰ ΑΝΟΗΤΑ ΔΙΑΝΟΗΜΑΤΑ τους.
Νά ὅμως ποὺ ὁ ἅγιος Λουκᾶς, ἄνθρωπος μεγάλης κατ᾽ ἄνθρωπον καταξιώσεως ὡς πρωτοποριακὸς ἰατρός μὲ ἔκτακτα χαρίσματα, ποὺ ἐπαναλαμβάνει μπροστὰ στοὺς σοφοὺς τῆς ἐποχῆς μας τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου καὶ ἀπογοητεύει τοὺς γοητευτικοὺς κυνηγοὺς τῆς κοσμικῆς σοφίας καὶ δυνάμεως, δηλ. τοῦ ΤΙΠΟΤΑ.)
Ἡ γιορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου εἶναι πολὺ παλαιά. Γνωρίζουμε ὅτι αὐτὴ ὑπῆρχε ἤδη τὸν Ε΄ αἰώνα καὶ καθιερώθηκε ὡς ἀνάμνηση ἑνὸς μεγάλου γεγονότος – τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἁγία Ἑλένη, μητέρα τοῦ πρώτου χριστιανοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης, τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ σκοπὸ νὰ ἀνακαλύψει τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἦταν ἕνα δύσκολο ἔργο, διότι μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν Σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ οἱ Ρωμαῖοι δύο φορὲς κατέστρεψαν τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν καιρὸ ποὺ πῆγε ἐκεῖ ἡ ἁγία Ἑλένη στὴ θέση της ὑπῆρχαν μόνο ἐρείπια. Ὁ εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας Ἀδριανός, γιὰ νὰ ἐξαφανίσει κάθε ἀνάμνηση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ἔδωσε διαταγὴ νὰ δημιουργηθεῖ ἕνας τεχνητὸς λόφος στὴ θέση τοῦ μαρτυρίου καὶ νὰ φτιαχτεῖ πάνω του ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης.
Ἡ ἁγία Ἑλένη δὲν ἤξερε ἀπὸ ποῦ ν’ ἀρχίσει τὴν ἔρευνά της. Τότε ὁ Κύριος τῆς ἔστειλε ἕναν ἡλικιωμένο Ἑβραῖο ποὺ ὀνομαζόταν Ἰούδας καὶ ἐκεῖνος τῆς εἶπε ὅτι ὁ Σταυρὸς βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς Ἀφροδίτης. Ἡ αὐτοκράτειρα διέταξε νὰ ἰσοπεδωθεῖ ὁ εἰδωλολατρικὸς ναὸς καὶ τότε βρῆκαν κάτω ἀπὸ τὰ θεμέλιά του τρεῖς σταυρούς. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶχε πάνω του τὴν ἐπιγραφὴ καὶ κατάλαβαν ὅτι ἦταν ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, διότι ἀναστήθηκε ἕνας νεκρὸς στὸν ὁποῖο πάνω ἔβαλαν τὸν Σταυρό. Ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων συγκεντρώθηκε γύρω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Μακάριος τὸν ὕψωσε γιὰ νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι. Ταυτόχρονα ὅλος ὁ λαὸς μὲ χαρὰ ἔψαλλε˙ «Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον!» Ἔτσι ψάλλαμε καὶ ἐμεῖς χτὲς στὴν παννυχίδα.
Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ἱστορία τῆς σημερινῆς γιορτῆς. Καὶ κάνοντας ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἐνθυμούμενοι τὴν σταύρωση καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ προσπαθήσουμε νὰ καταλάβουμε τὸ βάθος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ Σταυροῦ.
Γιὰ τὴν σημασία τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς Κορινθίους. Ἀκοῦστε τὸν λόγο του καὶ προσπαθῆστε νὰ καταλάβετε τὴν σημασία του˙ «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστι, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστιν» (Α΄ Κορ. α´18).
Μωρία καὶ τρέλα εἶναι ὁ λόγος περὶ τοῦ Σταυροῦ, γιὰ ἐκείνους ποὺ χάνονται, γιὰ μᾶς ὅμως εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ «γέγραπται γάρ˙ ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω» (Α΄ Κορ. α´19). Τὸ ἔλεγε ἤδη ὁ προφήτης Ἠσαΐας. «Ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου» (Α΄ Κορ. α´ 20).
Ἔκανε μωρία ὁ Θεὸς ὅλη τὴν σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἀπὸ παλαιὰ χρόνια ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σοφοὺς λαοὺς θεωροῦνταν οἱ Γερμανοί. Ὁ λαὸς αὐτὸς ἦταν φορέας ὅλης τῆς κοσμικῆς σοφίας. Ἀπὸ μέσα του βγῆκαν οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι ὅπως ὁ Κάντιος, ὁ Φίχτε καὶ ὁ Γέγελ. Στὴ Γερμανία ἡ ἐπιστήμη προχώρησε πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅσο σὲ ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρώπης.
Εἴδατε πῶς κατήσχυνε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν σοφία τοῦ γερμανικοῦ λαοῦ καὶ τὴν μετέτρεψε σὲ μωρία. Ὑπῆρχε ποτὲ μωρία φοβερότερη ἀπ’ αὐτὴ τῆς ὁποίας ἐμεῖς ἤμασταν μάρτυρες; Εἶχε φτάσει ποτὲ κανένας λαὸς σὲ τέτοιο σημεῖο τρέλας, ὥστε νὰ ἐξοντώνει μὲ τὸν πιὸ ἄγριο τρόπο ἑκατομμύρια ἀνθρώπους καὶ νὰ καταστρέφει τὶς ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ;
Δὲν πραγματοποιήθηκε πάνω στὸν γερμανικὸ λαὸ ἐκεῖνος ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ λέει˙ «Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας, ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν» (Α΄ Κορ. α´ 20-22).
Πολλὲς φορὲς ἀκούσατε στὸ Εὐαγγέλιο πὼς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ τοὺς δείξει σημεῖα, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ κάνει ἐκεῖνα ποὺ ἔκανε, ζητοῦσαν ἀπ’ Αὐτὸν θαύματα.
Ποιὰ ἄλλα θαύματα ἤθελαν, ἀφοῦ ὁ Κύριος τὰ ἔκανε συνεχῶς; Ἦταν τυφλοί, γι’ αὐτὸ ζητοῦσαν καὶ ἄλλα θαύματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἤθελαν νὰ ἀποδείξει ὁ Κύριος τὴν ἄνω κλήση του.
«Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν». Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦταν λαὸς πολὺ βαθυστόχαστος. Ἀπὸ τοὺς κόπους αὐτοῦ τοῦ λαοῦ βγῆκαν οἱ μεγαλύτεροι φιλόσοφοι τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὅπως ὁ Πυθαγόρας, ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, οἱ ὁποῖοι μέχρι καὶ σήμερα παραμένουν ἀξεπέραστοι.
Ὁ Ἀριστοτέλης, παραδείγματος χάριν, εἶναι φορέας μιᾶς ἀξεπέραστης σοφίας καὶ βαθύτατος νοῦς. Οἱ Ἕλληνες ἦταν ἕνας λαὸς ὁ ὁποῖος γνώριζε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἕνας λαὸς ποὺ διψοῦσε νὰ ἀκούει κάθε τί τὸ σοφό, λαὸς ποὺ οἱ ἐκπρόσωποί του ἄκουγαν μὲ προσοχὴ στὸν Ἄρειο Πάγο τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἔχοντας τὴν αἴσθηση ὅτι ἐκεῖνος μιλάει γιὰ κάτι ποὺ αὐτοὶ δὲν γνωρίζουν.
«Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν» (Α΄ Κορ. α´ 22-23). Οἱ Ἰουδαῖοι στὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία περίμεναν ἕνα μεγάλο βασιλιά, ὁ ὁποῖος θὰ γινόταν ἀρχηγὸς τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ θὰ ὑπέτασσε σ’ αὐτὸν ὅλο τὸν κόσμο. Ἦταν σκάνδαλο γι’ αὐτούς, ν’ ἀκοῦνε ὅτι Μεσσία θεωροῦν Αὐτὸν τὸν ὁποῖο ἐκεῖνοι σταύρωσαν.
Καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες αὐτὸ ἦταν μωρία καὶ μὲ πολλὴ περιφρόνηση μιλοῦσαν ἐκεῖνοι γιὰ τὸν Χριστὸ τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων διωγμῶν κατὰ τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους στοὺς πρώτους αἰῶνες. Περιέπαιζαν τοὺς χριστιανοὺς γιὰ τὸ ὅτι θεωροῦν Θεὸ ἕνα δυστυχισμένο ἄνθρωπο, ποὺ πέθανε πάνω στὸν σταυρό. Γιὰ ἐκείνους ὅμως ποὺ τοὺς κάλεσε ὁ Θεός, Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες, ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστό, Αὐτὸς ἦταν ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ σοφία.
Γιὰ ὅλους ἐμᾶς κήρυγμα γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, κήρυγμα γιὰ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο Ἰησοῦ εἶναι κήρυγμα γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σοφία του. Διότι, πεῖτε μου, ποιός ποτὲ σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου φανέρωσε τέτοια δύναμη ποὺ φανέρωσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὄχι μόνο μὲ τὸ δικό του κήρυγμα ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ φοβερὸ καὶ θαυμαστὸ θάνατο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μὲ τὸ δικό του Αἷμα καὶ τὸν Σταυρό του;
Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη ποὺ νίκησε τὸν κόσμο καὶ κατήργησε τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου γι’ αὐτοὺς ποὺ πίστεψαν στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ χάραξαν πάνω στὴν καρδιά τους τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Ἐμεῖς κηρύττουμε τὸν Χριστό, λέγοντας ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ ὑπέρτατη δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Σοφία Του, σοφία ἡ ὁποία ἀπέδειξε μωρία ὅλη τὴν σοφία τοῦ κόσμου. Δὲν ὑπάρχει γιὰ μᾶς σοφία ἀνώτερη ἀπ’ αὐτὴ ποὺ ἐμεῖς ἀκούσαμε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γνωρίζουμε τώρα ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας δὲν βρίσκεται σὲ βιβλία, γραμμένα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ… Πάντα ἔχουμε στὸ νοῦ μας τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὸν Χριστὸ «ἐν ᾧ εἰσι πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι» (Κολ. β´3). Ἀναζητοῦμε τὴ σοφία μόνο σ’ αὐτὸ τὸν θησαυρὸ καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ. Γνωρίζουμε ὅτι ἀληθινὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος˙ «Στόμα δικαίου ἀποστάζει σοφίαν» (Παρ. Ι´ 31).
Πεῖτε μου ποιά στόματα ἀνέβλυζαν περισσότερη σοφία ἀπὸ τὰ στόματα τῶν μεγάλων ἱεραρχῶν καὶ τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Μεγ. Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ πολλῶν ἄλλων ἁγίων; Ποιό στόμα ἀνάβλυζε σοφία μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ σοφία τῶν ὁσίων Θεοδοσίου τοῦ Κιέβου; Γνωρίζουμε ὅτι τὸ στόμα τῶν δικαίων ἀναβλύζει σοφία. Γνωρίζουμε ὅτι ἀληθινὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σοφοῦ Σολομῶντος˙ «στόμα δὲ ταπεινῶν μελετᾶ σοφίαν» (Παρ. ΙΑ´ 2), ἐκείνων ποὺ ποτὲ δὲν θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους σοφό, βλέπουν τὸν ἑαυτό τους χειρότερο ἀπ’ ὅλους καὶ δὲν περιφρονοῦν κανέναν. Αὐτοὶ οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι κατέχουν τὴ γνήσια καὶ ἀληθινὴ σοφία, μία σοφία ξεχωριστή, αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦσε ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος, λέγοντας τὸ ἑξῆς˙ «Ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἁγνὴ ἐστιν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστὴ ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος καὶ ἀνυπόκριτος» (Ἰακ. γ´ 17). Μὲ τέτοια σοφία ἦταν γεμάτοι ὅλοι οἱ ἅγιοι. Τέτοια σοφία πρέπει καὶ ἐμεῖς, ἁπλοὶ καὶ ἀδύναμοι χριστιανοί, νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὴ τὴν ἀληθινὴ σοφία ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει˙ «Τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστι, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστὶ» (Α΄ Κορ. α´ 25).
Αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος τοὺς θεωρεῖ μωρούς, ποὺ ὁ κόσμος δὲν δίνει σημασία ἢ ἀκόμα καὶ τοὺς περιφρονεῖ, αὐτὸ «τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ» εἶναι σοφότερο ὅλων τῶν ἀνθρώπων. «Τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστι». Ἡ ἀδυναμία τῶν ταπεινῶν, τῶν πράων καὶ τῶν καθαρῶν τῇ καρδίᾳ εἶναι ἀσύγκριτα πιὸ δυνατὴ ἀπὸ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη δύναμη.
«Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς» (Α΄ Κορ. 1, 26). Καὶ αὐτοὶ εἶστε ὅλοι ἐσεῖς, οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἀνοίξατε τὴν καρδιά σας στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἀγαπήσατε τὸν Σταυρό Του. Γιὰ σᾶς μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει˙ «Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ του κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ» (Α΄ Κορ. α´ 27-28).
Ὁ Κύριος γνωρίζει σὲ ποιά καρδιὰ ὑπάρχει ἀληθινὴ σοφία. Ὁ Κύριος βλέπει τοὺς σοφούς, ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν προσέχουν. Ὑπάρχουν μεταξύ μας, στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους, σοφοί, ποὺ στὰ μάτια τοῦ κόσμου εἶναι ἐντελῶς ἀσήμαντοι. Ὑπάρχουν τέτοιοι σοφοὶ καὶ μεταξὺ τῶν φτωχῶν. Αὐτοὺς ὁ θεῖος Παῦλος τοὺς θεωρεῖ ἀληθινοὺς φορεῖς τῆς σοφίας καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτοὶ μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ ἀγάπησαν τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, πάνω στὸν ὁποῖο ὁ Κύριος συμφιλίωσε μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ὁρατὸ καὶ ἀόρατο.
Ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τιμοῦν καὶ σέβονται μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, πράγμα ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τοὺς αἱρετικούς… Ὅλοι τους εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Σταυροῦ. Γι’ αὐτοὺς ὁ ἀπόστ. Παῦλος εἶπε˙ «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστὶ» (Α΄ Κορ. α´18). Θεωροῦν παραλογισμὸ τὴν τιμὴ ποὺ ἐμεῖς ἀποδίδουμε στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀνοησία τους βρίζουν τὸν τίμιο Σταυρὸ μὲ τὰ πιὸ ἄσχημα λόγια. Τὸν παρομοιάζουν μὲ ἀγχόνη καὶ μᾶς περιγελοῦν λέγοντας πὼς αὐτὸ τὸ ὄργανο θανάτου ἐμεῖς μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ τὸ τιμᾶμε καὶ τὸ ἀνυψώνουμε πάνω ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο.
Οἱ δυστυχισμένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουν ὅτι μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἦλθε ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, ὅτι πάνω του κρεμάστηκαν οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι ἁγιασμένος μὲ τὸν πιὸ μεγάλο ἁγιασμὸ – μὲ τὸ τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἔργο ποὺ Ἐκεῖνος πραγματοποίησε πάνω του˙ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Μπορεῖ γιὰ μᾶς νὰ ὑπάρχει θησαυρὸς μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ποὺ ἁγιάστηκε μὲ τὸ τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου; Ἂν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὸ θυσιαστήριο ποὺ ὑπῆρχε μέσα στὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων ἐθεωρεῖτο ἱερό, ἂν τὸ σπαθὶ τοῦ Γολιάθ, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Δαβὶδ ἀποκεφάλισε αὐτὸν τὸν γίγαντα, φυλαγόταν μέσα στὸ ναὸ τυλιγμένο σὲ πολύτιμο ὕφασμα, τότε πῶς μποροῦμε ἐμεῖς νὰ μὴν τιμᾶμε τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ;
Γνωρίζετε ὅτι τὰ πράγματα τῶν μεγάλων ἀνδρῶν φυλάγονται σὰν κειμήλια, ὅτι δημιουργοῦνται μουσεῖα ὅπου αὐτὰ φυλάγονται μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ πὼς τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἐμεῖς λοιπὸν νὰ μὴν τιμᾶμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ποὺ ἡ ἁγία Ἑλένη βρῆκε τὸ 326 μ.Χ.; Δὲν πρέπει νὰ ἀποστρεφόμαστε τοὺς δυστυχισμένους ἐκείνους αἱρετικοὺς ποὺ τὸν βλασφημοῦν; Δὲν πρέπει, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, νὰ τοὺς θεωροῦμε ἀνθρώπους ποὺ σκόνταψαν στὸν λίθο τοῦ προσκόμματος καὶ ἄδικα νομίζουν πὼς κατέχουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ;
Ἂς μὴν ἔχουμε καμία κοινωνία μ’ αὐτοὺς τοὺς δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ βλασφημοῦν τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἂς ἔχουμε πάντα μπροστὰ μας τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ! Ἂς μὴν ὑπάρχει μεταξὺ μας κανεὶς ποὺ νὰ μὴν φοράει σταυρό!
Ξέρω ὅτι δὲν τὸν φορᾶτε ὅλοι. Φορᾶτε χάντρες καὶ μενταγιὸν καὶ τὸν σταυρὸ δὲν φορᾶτε. Μὴν δικαιολογεῖτε τὸν ἑαυτό σας μὲ τὸ ὅτι δὲν ἔχετε ποῦ νὰ τὸν ἀγοράσετε, γιατί ἂν ἀγαπούσατε τὸν Σταυρὸ θὰ βρίσκατε δυνατότητα, θὰ παίρνατε ἕνα κομμάτι ξύλο καὶ θὰ τὸ κάνατε σταυρό. Σκεφτεῖτε το καὶ βάλτε ὅλοι σας στὸ λαιμὸ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλοι σας νὰ τὸν χαράξετε μέσα στὴ δική σας καρδιά! Αὐτὸς θὰ σᾶς σώσει καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν αἰώνια ζωή.
(Πηγή: «Ὁμιλίες», τ. Γ´ ἐκδ. «Ὁρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2003, Χριστιανική Βιβλιογραφία https://christianvivliografia.wordpress.com/2010/09/15/στὴν-ὕψωση-τοῦ-τιμίου-σταυροῦ/)
Μία αρχαία μαρτυρία περί της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού
Σωφρονίου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων
(σ.σ.: Ο επόμενος λόγος του εν αγίοις Πατρός ημών Σωφρονίου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων εις την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού και εις την Αγίαν Ανάστασιν αποτελεί μίαν αρχαίαν και αυθεντικήν μαρτυρίαν περί της πρωίμου τιμής του Τιμίου Σταυρού και της εορτής της Υψώσεώς του, όταν ακόμη ο εν λόγω εορτασμός ήτο αρρήκτως συνδεδεμένος με την επέτειον των Εγκαινίων του Ναού της Αναστάσεως και κατ’ ουσίαν δεν απετέλει ειμή την δευτέραν ημέραν της μεγάλης εκείνης πανηγύρεως. Ως εκ του περιεχομένου του μάλιστα ο λόγος αρμόζει ιδιαιτέρως εις την 13ην Σεπτεμβρίου, παραμονήν της εορτής της Υψώσεως.
Η ατμόσφαιρα εντός της οποίας εξεφωνήθη ήτο ιδιαιτέρως φορτισμένη από συγκίνησιν λόγω των προηγηθέντων δραματικών γεγονότων: Προ είκοσι περίπου ετών (το 614 μ.Χ.) οι Πέρσαι είχον κυριεύσει την Ιεράν Πόλιν επιφέροντες διπλήν την καταστροφήν, κατεδαφίσαντες τον Ναόν της Αναστάσεως, ο οποίος είχεν ιδρυθή υπό του Μ. Κωνσταντίνου, και απαγαγόντες τον Τίμιον Σταυρόν. Αλλ’ ο μεν Ναός ανηγέρθη εκ νέου υπό του αγίου Μοδέστου το 626 μ.Χ., ο δε Τίμιος Σταυρός επανέκαμψε διά του στρατηλάτου αυτοκράτορος Ηρακλείου το 628 μ.Χ., ο οποίος και ώψωσεν αυτόν εκ νέου κατά την 14ην Σεπτεμβρίου του έτους εκείνου, λαβούσης ούτω της εορτής νέαν αίγλην και συν τη παρόδω του χρόνου αυτοτέλειαν έναντι εκείνης των Εγκαινίων του Ναού.
Κατά τα αμέσως επόμενα έτη, ήτοι περί το 634 μ.Χ., εξεφωνήθη και ο παρών λόγος του αγίου Σωφρονίου, πλήρης πηγαίου αυθορμητισμού και ευφροσύνης. Η ζωντανή αυτή μαρτυρία περί του επισημοτάτου εορτασμού της Υψώσεως καθίσταται συνάμα και τραγική, εάν αναλογισθούμε ότι μετά δύο ή τρία έτη (το 637 μ.Χ.) τα Ιεροσόλυμα θα περιπέσουν και πάλιν εις βαρβάρους χείρας, αυτήν την φοράν των Αράβων.
Ιω.μ.)
***
Λόγος εις την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού και εις την Αγίαν Ανάστασιν,
του εν Αγίοις Πατρός Ημών Σωφρονίου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων
Σταυρού πανήγυρις και ποίος να μην σκιρτήση; Αναστάσεως διακήρυξις και ποίος χαρούμενα να μην γελάση;
Ναι, ανασκίρτησις διά τον Σταυρόν: Διότι όταν αυτός ενεπήχθη εις τον τόπον του Κρανίου έχοντας καρφωμένον επάνω του τον Δεσπότην της κτίσεως, έσχισε το εις βάρος μας χρεωστικόν έγγραφον1, το οποίον είχεν υπογράψει ο προπάτωρ μας ο Αδάμ, όταν παρέβη τας εντολάς του Θεού. Ούτως ο Σταυρός μας ηλευθέρωσεν από τα δεσμά της αμαρτίας κάμνοντάς μας να αναπηδούμε με εύθυμα σκιρτήματα σαν μικροί μόσχοι που έχουν λυθή από κάποια δεσμά. Διότι όπου η αμαρτία επλεόνασεν, εκεί επερίσσευσεν η χάρις του Θεού2.
Διά δε την Ανάστασιν γέλως χαράς: Διότι αυτή εξώρισε την φθοράν του θανάτου και εξεδίωξε το ζοφερόν σκότος του Άδου και ανέστησε τους νεκρούς από τους τάφους. Εξήλειψε το δάκρυον από κάθε πρόσωπον, όπως λέγει ο προφήτης3, και αντ’ αυτού εχάρισε την πραγματικώς ατελείωτον χαράν εις κάθε άνθρωπον. Και αληθώς, το δώρημα της Αναστάσεως δεν είναι μόνον διά μερικούς ούτε το κατόρθωμά της επραγματοποιήθη προς χάριν κάποιων ολίγων. Διότι κατ’ αυτήν εκείνος ο οποίος επραγματοποίησε με ανθρωπίνην σάρκα την ταφήν, μάλλον δε την Ανάστασιν, δεν ήτο άλλος από τον Θεόν ολοκλήρου της κτίσεως, ο οποίος ποτέ δεν χορηγεί χαρίσματα εις μερικούς μόνον ούτε υπάρχει εις Αυτόν καμμία προσωποληψία4. Αποδεικνύοντας λοιπόν τον εαυτόν του αληθή Θεόν των όλων, απλώνει την δωρεάν της σωτηρίας εις όλους τους ανθρώπους, ευσπλαχνιζόμενος την ιδικήν του εικόνα και ανακαινίζοντάς την εξ ολοκλήρου. διότι κατ’ εικόνα Θεού έχει πλασθή κάθε άνθρωπος επί της γης.
Του Σταυρού η επέτειος επρόβαλε. και ποίος άνθρωπος να μην σταυρώση τον εαυτόν του; Διότι ο Σταυρός γνωρίζει ως απολύτως γνήσιον προσκυνητήν του, μόνον εκείνον ο οποίος εσταύρωσε τον εαυτόν του ως προς τον κόσμον5 και απέδειξε έτσι εμπράκτως διά τον εαυτόν του, ότι είναι απροκαλύπτως γνήσιος φίλος του Σταυρού.
Αναστάσεως τα εγκαίνια. και ποίος πιστός δεν θα ανακαινισθή, απορρίπτοντας κάθε νέκρωσιν την εκ των παθών και ενδυόμενος αφθαρσίαν ψυχής; Διότι αλλιώς ορίζεται ο θάνατος της ψυχής και αλλιώς γνωρίζεται ο θάνατος του περί αυτήν σώματος. Τον πρώτον τον κυοφορεί η αμαρτία, όπως έγραψε ο αρχηγέτης και προεξάρχων αυτού του θρόνου, ο αδελφόθεος Ιάκωβος6. Τον δε δεύτερον είναι νόμος της φύσεως να τον γεννά η διάλυσις των στοιχείων τα οποία συνθέτουν την ουσίαν των όντων. Εκτός αυτού δε τον γεννά και η αναχώρησις της αθανάτου ψυχής, κι ας μην είναι αυτό ορατό από τους ιατρούς, των οποίων επάγγελμα είναι να θεραπεύουν μόνον τα σώματα. διότι αφ’ ότου ο άνθρωπος παρήκουσε την θείαν εντολήν, αυτό ακριβώς του εδόθη ως επιτίμιον από τον Κτίστην του.
Ο Σταυρός υψώνεται και ποίος δεν θα υψωθή μυστικώς από την γην; Διότι όπου υπερυψούται ο Λυτρωτής, εκεί πέρα πηδά και παρίσταται και ο λυτρωθείς, ποθώντας να ευρίσκεται πάντοτε μαζί με τον Σωτήρα του και να τρυγά Εκείνου την άφθαρτον βοήθειαν.
Σήμερον προβάλλει η Ανάστασις και με την εμφάνισίν της φαιδρύνει τα πάντα. Αύριον εμφανίζεται ο Σταυρός και παρέχει τα δώρα του εις τους προσκυνητάς του.
Σήμερον η Ανάστασις έχει απλωθή και αύριον ο Σταυρός υπεράνω αυτής θα πετασθή. Αυτή στηλιτεύει την φθοράν, εκείνος τας φάλαγγας των δαιμόνων. Αυτή αποτελεί αφ’ εαυτής μίαν διακήρυξιν, ότι αληθώς εθανατώθη ο θάνατος. εκείνος διαλαλεί εις πάντας ότι κατηργήθη κάθε κακουργία των δαιμόνων και απενεκρώθη κάθε μιαρά και ψυχοφθόρος ενέργειά τους.
Και, ω του θαύματος! Απορώ με τι λόγους να εκφράσω το μυστήριον! Διότι, ενώ παλαιά της Αναστάσεως είχε προηγήθη ο Σταυρός, τώρα ο Σταυρός έχει προπομπόν και πρόδρομον την Ανάστασιν. Τι θαυμαστή εναλλαγή! Βλέπω λοιπόν και εδώ εις αυτά τα δύο να εκπληρώνεται εμφανέστατα ο λόγος του Σωτήρος. Διότι, ιδού, οι έσχατοι έγιναν πρώτοι και αντιστρόφως οι πρώτοι ανεδείχθησαν έσχατοι7. Και ποίος άραγε θα ημπορέση να εξηγήση την αιτίαν αυτών των εναλλαγών και μεταβολών; Όχι βεβαίως ότι έκαμαν κανένα αγώνα δρόμου και αυτή μεν δι’ άλματος εβγήκε μπροστά, ενώ εκείνος ως βραδύς έμεινε πίσω. Διατί λοιπόν ο θείος Σταυρός να μην αστράψη ανατέλλοντας πρώτος όπως και πριν και η φωτοφόρος Ανάστασις να λάμψη τρεις ημέρας μετά από εκείνον;
Όσον αφορά το τί είχαν εις τον νουν τους οι πατέρες μας και έκαμαν αυτήν την εναλλαγήν, τίποτε δεν ημπορούμε να ειπούμε με απόλυτον βεβαιότητα. Υποθέτουμε όμως και στοχαζόμεθα, πως η αιτία αυτής της αμοιβαίας καθυστερήσεως και προπορεύσεως είναι ο κόσμος, ο οποίος καταφθάνει εδώ από τα πέρατα της γης χάριν της ζωηφόρου προσκυνήσεως αυτών των δύο. Ώστε να εορτάζουν αυτοί πρώτα την περιχαρή και λαμπράν εορτήν της Αναστάσεως και αμέσως μετά από αυτήν να βλέπουν την μακαρίαν ύψωσιν του Σταυρού, ούτως ώστε φεύγοντας να έχουν ως καλόν και σωτήριον εφόδιον διά τον δρόμον τους την παντοδύναμον συνοδείαν του, η οποία να τρέχη μαζί τους κατά τας οδοιπορίας, να συμπλέη εις το πέλαγος, να τους διασώζη εις κάθε τόπον, να τους φυλάγη από όλες τις κακοτυχίες και να σας8 αποδεικνύη εμπράκτως, ότι η πανίσχυρος δύναμις του Σταυρού έχει περιλάβει όλα τα πέρατα της οικουμένης, ότι γεμίζει τα πάντα διά της παρουσίας της και χωρίς κόπον παρευρίσκεται παντού, διασώζει τους πιστούς από τας δυσκολίας και, εφ’ όσον αυτοί ζουν ευσεβώς, τους μεταλαμπαδεύει την σωτηρίαν και καταργεί τα σχέδια όλων των εχθρών.
Ίσως δε να υπάρχη και κάποιος άλλος λόγος κρυφός, τον οποίον εγνώριζαν και είχαν κατά νουν εκείνοι που υπήρξαν παλαιά διδάσκαλοι αυτής εδώ της Εκκλησίας, τον οποίον τώρα εμείς οι ελάχιστοι δεν ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε ότι δεν τον γνωρίζουμε σαφώς. Είθε να δώση ο Θεός να γίνη και αυτός γνωστός, όπως και ακράδαντα πιστεύουμε ότι θα γίνη, μόνον και μόνον διά την ωφέλειαν την ιδικήν σας, που τόσο πιστοί είσθε και ευλαβείς9.
Τι έχουμε λοιπόν υψηλότερον από αυτάς τας μακαρίας εορτάς; Ποίον από όλα όσα έχουμε είναι ιερώτερον από αυτάς τας ιεράς πανηγύρεις; Πώς δεν θα χαρούμε και δεν θα σκιρτήσουμε επιτελώντας τούτων των δύο τας εορτάς; Αναστάσεως ολόλαμπρος φωταψία και Σταυρού πυρσοφώτιστος προσκύνησις! Αυτά τα δύο είναι δι’ ημάς τα τρόπαια ολοκλήρου της σωτηρίας μας. Αυτά μας ελύτρωσαν από τον θάνατον και τα πάθη και την χειρίστην κακοποίησιν των δαιμόνων και μας ωδήγησαν πίσω εις τον Δεσπότην μας. Αυτά κατέλυσαν κάθε κατήφειαν και σκυθρωπότητα και ανέτειλαν εις ημάς την αυγήν της χαράς. — Ή μήπως η ζωοδότρια Ανάστασις δεν μας δωρίζει την είσοδον της αθανάτου ζωής; και ο Σταυρός που υψούται δεν γεννά μέσα μας την απολύτρωσιν των παθών;10 Διότι πράγματι, αυτά μας ανέδειξαν και πάλιν μετόχους της προς τον Θεόν οικειώσεως, χάριν της οποίας και ήλθαν εις τον κόσμον και ανέτειλαν εις όλους εμάς τους γηγενείς.
Γνωρίζοντας λοιπόν εμείς την μυστικήν δύναμίν των και πόσον αυτά μας ευηργέτησαν και ποίων αγαθών υπήρξαν πρόξενα, ας τα εορτάσουμε καλώς και ευσεβώς, όπως δηλαδή αυτά τα ίδια θέλουν να τιμώνται. «Όχι με ακολασίας και ασελγείας, όχι με έριδας και ζηλοτυπίας»11, όχι με αρπαγάς και αδικίας και τα υπόλοιπα όλα, που δεν θέλω τώρα να απαριθμήσω.
Διότι, αδελφοί μου γνησιώτατοι και συγκληρονόμοι της ιδίας πίστεως και συμμέτοχοι της ιδίας πνευματικής γεννήσεως με εμάς, τολμώ να ειπώ, πως τα ιερά μας σεβάσματα όχι μόνον δεν στρέφονται καν να ιδούν και δεν προσδέχονται όποιον θέλει να τα εορτάζη με εκείνα που απηρίθμησα, αλλά και τον αποστρέφονται και τον βδελύττονται, διότι συμπεριφέρεται απρεπώς απέναντί τους και πράττει πράγματα εντελώς μισητά εις αυτά12. Διά τούτο παρακαλώ και προτρέπω να μισούμε και να αποφεύγουμε εκείνα που μισούν τα σεβάσματά μας και μόνο εκείνα να αγαπούμε και να πράττουμε, όσα είμαστε βέβαιοι πως τους είναι ευάρεστα. Εκείνα δε τα έργα τα οποία είναι αρεστά και ευχάριστα, είναι όσα επαναφέρουν προς σωτηρίαν και οδηγούν προς την αιώνιον ζωήν εκείνον που τα πράττει. Ή μήπως όταν αυτά τα σεβάσματά μας εξέλαμψαν από τον Χριστόν εις τους ανθρώπους, δεν ηκτινοβόλησαν εις ημάς ζωήν που δεν τελειώνει και φως που δεν δύει ποτέ;
Ας αλλάξουμε λοιπόν και εμείς την πολιτείαν μας, ας εκδυθούμε τον προηγούμενον τρόπον ζωής μας ως βλαβερόν και ολέθριον και ας βαδίσουμε εις τον καλόν δρόμον μιας νέας ζωής. — Ή μήπως η Ανάστασις δεν μας δωρίζει την κληρονομίαν της ζωής; και ο Σταυρός δεν εσταύρωσε τον παλαιόν μας άνθρωπον;13
Εάν λοιπόν ευλαβούμεθα την Ανάστασιν και πανηγυρίζουμε την εορτήν της ας αγαπήσουμε και την νέαν ζωήν, διά της οποίας δεν θα είμεθα πλέον φίλοι της μόνον εις τα λόγια, αλλά και οικειότατοι μύσται της. Εφ’ όσον δε ασπαζόμεθα και τον Σταυρόν, διατί δεν συσταυρώνουμε και εμείς τα επίγεια μέλη μας14, δηλαδή τα γήινα πάθη, ώστε να φωνάξουμε και εμείς μαζί με τον Παύλον: «Έχω σταυρωθή μαζί με τον Χριστόν. Δεν ζω δε πλέον εγώ, αλλά ζη μέσα μου ο Χριστός»;15 Αν λοιπόν εκείνοι με τους οποίους υπόσχεται να ζη ο Χριστός είναι όσοι εσταύρωσαν τους εαυτούς τους ως προς τον κόσμον16 και ενέκρωσαν τα επίγεια μέλη τους17, όπως βοά και μαρτυρεί ο Παύλος, διατί και εμείς δεν πράττουμε τα ίδια και δεν νεκρώνουμε κάθε επίγειον μέλος μας, δηλαδή τα πάθη, τας κακάς επιθυμίας και όσα άλλα συναριθμούνται εκεί, ώστε να ζήση μέσα μας ο Χριστός και να μας δωρίση την ζωήν της αφθαρσίας;
Λοιπόν ας επιδιώκουμε να έχουμε ειρήνην με όλους και μαζί με αυτήν ας αποκτήσουμε και τον αγιασμόν. Διότι χωρίς αυτά δεν θα ημπορέση ποτέ να ιδή κανείς τον Κύριον, όπως πάλιν ο Παύλος μας διεβεβαίωσε18. Και δι’ αυτόν τον λόγον ο Χριστός και ειρήνη αποκαλείται («διότι αυτός είναι», λέγει, «η ειρήνη μας»19) και αγιασμός ονομάζεται20. Ειρήνη μεν, διότι έφερε εις τον κόσμον ειρηνοποιόν ομόνοιαν, αφού ήνωσε τα ουράνια με τα επίγεια και εκ των δύο απειργάσθη μίαν και μόνην εκκλησίαν. Αγιασμός δε και απολύτρωσις (διότι κοντά εις τα προηγούμενα και με τούτο το όνομα κηρύττεται: απολύτρωσις21), καθ’ όσον έγινε ελευθερωτής ημών των αιχμαλώτων και όχι μόνον μας ελύτρωσεν από τους δαίμονας και τα πάθη, αλλά και ενεφύτευσε μέσα μας τον θειικόν αγιασμόν.
Όσα λοιπόν ηκούσατε από το στόμα μου, ας τα επιδιώκουμε με όλον μας τον ζήλον και την προαίρεσιν, ας τα κατακτούμε, ας τα αρπάζουμε και δι’ αυτών ας συναπτώμεθα μετά του Χριστού με την καλήν και μακαρίαν συνάφειαν. Διότι εκείνον που με τέτοιαν διάθεσιν έρχεται προς αυτόν δεν θα τον εκβάλη έξω22 από την αγαθότητα και μακαριότητά Του, όχι! Ας σπεύσουμε λοιπόν να αποκτήσουμε αυτήν εδώ την συμφωνίαν με Αυτόν, από την οποίαν τίποτε δεν υπάρχει προτιμότερον, και ας τρέξουμε να οικειωθούμε το να ζη ο Χριστός μέσα μας, του οποίου τίποτε δεν υπάρχει ανώτερον. Και έτσι, αφού αυτόν τον πλούτον αποκτήσουμε, να απολαύσουμε και την βασιλείαν των ουρανών και να βρούμε την αιώνιον ζωήν μέσα εις τον ίδιον τον Χριστόν, τον Θεόν και Σωτήρα μας, μετά του οποίου ας είναι δόξα εις τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
* * * * * *
1. βλ. Κολασ. β’ 14.
2. πρβλ. Ρωμ. ε’ 21.
3. πρβλ. Ησ. κε’ 8.
4. βλ. Εφ. ς’ 9.
5. πρβλ. Γαλ. ς’ 14.
6. βλ. Ιακ. α’ 15.
7. πρβλ. Ματθ. ιθ’ 30.
8. Η αιφνιδία χρήσις β’ πληθυντικού προσώπου αποτελεί απροσδόκητον αποστροφήν του ιερού συγγραφέως προς τους ακροατάς του, οι οποίοι δεν είναι άλλοι παρά τα πλήθη των συγκεντρωθέντων διά την εορτήν από τα πέρατα της γης, διά τους οποίους ωμίλησεν αμέσως προηγουμένως.
9. Η ομιλία αυτή εξεφωνήθη μάλλον κατά το πρώτον έτος της αρχιερατείας του αγίου Σωφρονίου. Διά τούτο ως νεοαφιχθείς δεν γνωρίζει ακόμη πλήρως την παράδοσιν, αλλά ελπίζει συν τω χρόνω είτε να ενημερωθή καλύτερα είτε να δώση ο Θεός με κάποιον τρόπον να λυθή η απορία. Από ιστορικής απόψεως η προσκύνησις του Τιμίου Σταυρού κατά την δευτέραν ημέραν της εορτής των Εγκαινίων του Ναού της Αναστάσεως εξηγείται, διότι η πανήγυρις των Εγκαινίων καθιερώθη πρώτη, ενώ η επί αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων Μακαρίου μαρτυρουμένη πρώτη Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού έγινεν επ’ ευκαιρία εκείνης και διά να δυνηθή το συρρεύσαν πλήθος να ίδη και να προσκυνήση τον άρτι υπό της αγίας Ελένης ανακαλυφθέντα Τίμιον Σταυρόν.
10. Με αυτάς τας ερωτήσεις ο ιερός Πατήρ επιχειρεί να αφυπνίση τεχνηέντως τας συνειδήσεις των ακροατών του.
11. Ρωμ. ιγ’ 13.
12. Η ευλάβεια του ιερού Πατρός φθάνει εδώ μέχρι κάποιου είδους προσωποποιήσεως του Σταυρού και της Αναστάσεως.
13. βλ. αν. υποσ. 10.
14. βλ. Κολ. γ’ 5.
15. Γαλ. β’ 20.
16. πρβλ. Γαλ. ς’ 14.
17. πρβλ. Κολ. γ’ 5.
18. βλ. Εβρ. ιβ’ 14.
19. Εφ. β’ 14.
20. βλ. Α’ Κορ. α’ 30.
21. ένθ. αν.
22. βλ. Ιωάν. ς’ 37.
(Πηγή: «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», 1989, Τριμηνιαία έκδοσις της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου https://www.impantokratoros.gr/ypsosh-arxaia-martyria.el.aspx)
Ἱστορικὸν ἐγκώμιον περὶ τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ,
Αλέξανδρος Μοναχός ο Ιστοριογράφος
Κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὁ τῆς Αἰλίας ἐπίσκοπος Μακάριος ὁ φερώνυμος ἦν Ἑρμονᾶν διαδεξάμενος.
Ὁ δὲ Μέγας Κωνσταντῖνος μονοκράτωρ γενόμενος πᾶσαν τὴν φροντίδα εἰς τὰ θεῖα μετήνεγκεν.
Ἀνοικοδομῶν τὰς ἐκκλησίας, ἐπεὶ φιλοτίμως πλουτῶν ἦν ἐκ τοῦ δημοσίου λόγου, ἔν τε χρήμασι καὶ ἀναλώμασι, καὶ παντοίοις κειμηλίοις.
Καὶ πρῶτον νόμον ἔγραψεν ἀποδίδοσθαι τοὺς τῶν εἰδώλων ναοὺς τοῖς τῷ Χριστῷ ἀφιερωμένοις, καὶ τοὺς ἕτι εἰδωλολατροῦν τας, κεφαλικαῖς ἐπιτιμᾶσθαι τιμωρίαις.
∆εύτερον νόμον ἔγραψεν, Χριστιανοὺς μόνους ὀρθοδοξοῦντας στρατεύεσθαι, ἐθνῶν τε καὶ στρατοπέδων τούτους ἄρχειν.
Τρίτον νόμον ἔγραψεν, ἀπράκτους εἶναι τὰς πασχαλίας ἑβδομάδας δύο, μίαν πρὸ, καὶ μίαν μετά.
Καὶ ἦν λοιπὸν εἰρήνη βαθεῖα, καὶ χαρὰ ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ, πάντων τῶν ἐθνῶν ὁσημέραι προστρεχόντων τῇ πίστει, καὶ βαπτιζομένων, καὶ ἰδίαις χερσὶ τοὺς πατρῴους θεοὺς συντριβόντων.
Ἀλλὰ ταῦτα οὐκ ἦν φορητὰ τῷ ἀλάστορι δαίμονι, ἀλλὰ πάλιν εἰς ἑαυτὸν ἐδραματούργει, πῶς ἂν ἐκκόψει τὴν τοσαύτην τῶν ἀνθρώπων χαρμονήν.
Καὶ πεῖσαι μὲν τοὺς ἀνθρώπους θεοποιεῖσθαι τὴν κτίσιν οὐκέτι οἷός τε ἦν· ἐφωράθη γὰρ ἡ ἀπάτη αὐτοῦ.
Τὸν δὲ Κτίστην συντάξαι τοῖς κτίσμασι παραπεῖσαι ἐπειράθη τοὺς ἀστηρίκτους.
Καὶ ἦν πάλιν τάραχος οὐκ ὀλίγος ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις τοῦ Θεοῦ, Ἀρείου τινὸς Ἀλεξανδρέως ἄνω καὶ κάτω κυκλοῦντος, καὶ τὴν οἰκουμένην ταράττοντος.
Συναπήχθησαν δὲ αὐτῷ ἐπίσκοποί τινες ὀλίγοι τὸν ἀριθμὸν, ὧν πρῶτος Εὐσέβιος ὁ Νικομηδείας, καὶ Εὐσέβιος ὁ Παμφίλου, καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς.
Θεωρῶν δὲ τὴν μεγάλην φιλονεικίαν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἠνιᾶτο τὴν ψυχήν· καὶ πρῶτον μὲν ἐπειρᾶτο διὰ παραινετικῶν γραμμάτων τῶν ἑκατέρων μερῶν κατασβέσαι τὴν ἔριν.
Ὡς δὲ ἴδεν ἀνήκεστον γινόμενον τὸ κακὸν, προσέταξε γενέσθαι οἰκουμενικὴν σύνοδον ἐν τῇ Νικαέων πόλει, καὶ συνῆλθον ἐπίσκοποι τὸν ἀριθμὸν τριακόσιοι δέκα καὶ ὀκτώ.
Ὧν οἱ πλεῖστοι ἦσαν ὁμολογηταὶ, τὰ στίγματα τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι βαστάζοντες.
Ἦν δὲ σὺν αὐτοῖς καὶ ὁ πανεύφημος Κωνσταντῖνος, καὶ δὴ τῆς ὑποθέσεως κινηθείσης, ἔκθεσιν πίστεως ἔγγραφον ἐξήνεγκαν, τὴν κατὰ πᾶσαν Ἐκκλησίαν ὀρθοδόξων νῦν ἀπαγγελλομένην.
Τοὺς δὲ περὶ Ἄρειον καὶ Εὐσέβιον τὸν Νικομηδέα ἐπιμένοντας τῇ κακοδοξίᾳ ἀνεκήρυξαν, καὶ ἐξωρίσθησαν, καὶ ἐχειροτονήθησαν ἕτεροι ἀντ' αὐτῶν.
Φιλοτιμησάμενος δὲ ὁ βασιλεὺς τοὺς ἐπισκόπους, καὶ ἀσπασάμενος ἀπέλυσε μετ' εἰρήνης εἰς τὰς ἰδίας παροικίας, χαίρων ἐπὶ τῇ συμφωνίᾳ τῶν Ἐκκλησιῶν.
Παρεκελεύσατο δὲ τῷ τῆς Αἰλίας ἐπισκόπῳ Μακαρίῳ παρόντι ἐν τῇ συνόδῳ, καὶ τῶν ἀποστολικῶν δογμάτων ὑπερμαχοῦντι ἀναζητῆσαι τὸν ζωοποιὸν σταυρόν, καὶ τὸ θεοδόχον μνῆμα, καὶ πάντας τοὺς ἁγίους τόπους, καὶ τοὺς ἄλλους δὲ ἐπισκόπους ὁμοίως προετρέψατο, αἰτήσασθαι, εἴ τι συνορᾷ εἰς ἀπαρτισμὸν ἔκαστος τῆς ἰδίας Ἐκκλησίας.
Ἦν δὲ ἐννεακαιδέκατον ἔτος τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ὅτε ἐγένετο κατὰ Νίκαιαν σύνοδος.
Μετὰ ταῦτα ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς τὴν ἑαυτοῦ μητέρα Ἑλένην, τὴν ἀξιέπαινον καὶ θεοφιλῆ, εἰς Ἱεροσόλυμα, μετὰ γραμμάτων καὶ χρημάτων ἀφθονίας, πρὸς τὸν φερώνυμον Μακάριον τῆς Αἰλίας ἐπίσκοπον ἐπὶ ἀναζητήσει τοῦ ζωοποιοῦ ξύλου τοῦ ἐνδόξου σταυροῦ καὶ οἰκοδομῇ τῶν ἁγίων τόπων· αὐτῆς τοῦτο αἰτησάσης τῆς βασιλίδος, φασκούσης ὀπτασίαν τινὰ θείαν ἑωρακέναι κελεύουσαν αὐτῇ τὰ Ἱεροσόλυμα καταλαβεῖν, καὶ τοὺς ἁγίους τόπους εἰς φῶς ἀγαγεῖν χωσθέντας ὑπὸ τῶν ἀνέμων, καὶ ἀφανεῖς γεγονότας ἐπὶ τοσούτους χρόνους.
Μαθὼν δὲ ὁ ἐπίσκοπος ἀφικομένην τὴν βασιλίδα, συναγαγὼν τοὺς τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπους, μετὰ τῆς δεούσης τιμῆς ἀπήντησεν αὐτῇ.
Εὐθέως δὲ παρεκέλευσε τοὺς ἐπισκόπους τὴν ζήτησιν τοῦ ποθουμένου ξύλου ποιήσασθαι.
Ἀπορούντων δὲ πάντων ἐπὶ τοῦ τόπου, καὶ ἄλλου ἄλλο ὑποψίας διηγουμένου, ὁ τῆς πόλεως ἐπίσκοπος πάντας παρεκάλει ἡσυχίαν ἄγειν, καὶ σπουδαιοτέραν εὐχὴν ὑπὲρ τούτου τῷ Θεῷ προσφέρειν.
Τούτου δὲ γενομένου, εὐθέως ἐδείχθη θεόθεν ὁ τόπος τῷ ἐπισκόπῳ, ἐν ᾧ ἵδρυτο τοῦ ἀκαθάρτου δαίμονος ὁ ναὸς καὶ τὸ ἄγαλμα.
Τότε ἡ βασίλισσα, τῇ βασιλικῇ αὐθεντίᾳ χρωμένη, συναγαγοῦσα πλῆθος πολὺ τεχνιτῶν καὶ ἐργατῶν, ἐκέλευσεν ἐκ βάθρων ἀνατραπῆναι τὸ μυσαρὸν οἰκοδόμημα, καὶ τὸν χοῦν πόῤῥω που ἀποῤῥιφῆναι.
Τούτου δὲ γενομένου, ἀνεφάνη τὸ θεῖον μνῆμα, καὶ ὁ τόπος τοῦ Κρανίου, καὶ οὐ μήκοθεν τρεῖς σταυροὶ κεχωρισμένοι· ἐπιμελῶς δὲ ἐρευνήσαντες εὗρον καὶ τοὺς ἥλους.
Ἐκεῖθεν λοιπὸν ἀμηχανία καὶ θλίψις κατέλαβε τὴν βασίλισσαν, ἐπιζητοῦσαν, ποῖος ἄρα εἴη ὁ ∆εσποτικὸς σταυρός.
Ὁ δὲ ἐπίσκοπος διὰ πίστεως τὴν διάκρισιν ἔλυσεν.
Γυναικὶ γὰρ ἀῤῥωστούσῃ τῶν ἐμφανῶν, καὶ ἀπεγνωσμένῃ ὑπὸ πάντων, καὶ τὰ τελευταῖα πνεούσῃ, προσαγαγὼν ἑκάτερον τῶν σταυρῶν, τὸν ζητούμενον ηὗρεν· μόνον γὰρ ἤγγισεν ἡ σκιὰ τοῦ σωτηρίου σταυροῦ τῇ ἀσθενούσῃ, εὐθὺς ἡ ἄπνους καὶ ἀκίνητος θείᾳ δυνάμει παραχρῆμα ἀνεπήδησεν καὶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ βοῶσα, καὶ δοξάζουσα τὸν Θεόν.
Ἡ δὲ βασίλισσα Ἑλένη τῇ φωνῇ βοῶσα καὶ δοξάζουσα τὸν Θεὸν, μετὰ χαρᾶς μεγάλης καὶ φόβου ἀνελομένη τὸν ζωοποιὸν σταυρὸν, μέρος μέν τι σὺν τοῖς ἥλοις ἀνεκόμισε πρὸς τὸν παῖδα.
Τῷ δὲ λοιπῷ γλωσσόκομον ἀργυροῦν ποιήσασα, παρέδωκε τῷ ἐπισκόπῳ τῆς πόλεως, εἰς μνημόσυνον πάσαις γενεαῖς, καὶ θεσπίσασα ἐκκλησίαν γενέσθαι ἐν τῷ ζωοποιῷ μνήματι καὶ τῷ ἁγίῳ Γολγοθᾷ καὶ ἐν τῇ Βηθλεὲμ ἐν τῷ σπηλαίῳ, ἔνθα ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν κατὰ σάρκα γέννησιν ὑπέμεινε, καὶ ἐν ὄρει τῶν Ἐλαιῶν, ἔνθα ὁ Κύριος εὐλογήσας τοὺς μαθητὰς ἀνελήφθη.
Καὶ ἄλλα πολλὰ ποιήσασα ἐν Ἱεροσολύμοις, ἀνέστρεψε πρὸς τὸν παῖδα.
Ὁ δὲ μετὰ χαρᾶς αὐτὴν ὑποδεξάμενος, τὴν μὲν τοῦ τιμίου σταυροῦ μερίδα ἐν χρυσῇ θήκῃ ἀποθέμενος, παρέδωκε τῷ ἐπισκόπῳ εἰς τήρησιν, ἐνιαυσίαις μνήμαις ἑορτάζειν τὴν ἀνάδειξιν τοῦ τιμίου σταυροῦ προστάξας.
Τῶν δὲ ἤλων τοὺς μὲν εἰς τὴν ἰδίαν περι κεφαλαίαν ἐχάλκευσεν, τοὺς δὲ ἀνέμιξε τῷ συμβαρίῳ τοῦ ἵππου αὐτοῦ, ἴνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος·
«Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ἔσται τὸ ἐπὶ τὸν χαλινὸν τοῦ ἵππου, ἅγιον Κυρίῳ παντοκράτορι.»
Ὁ δὲ βασιλεὺς ἔγραψε ἐπισκόπῳ Μακαρίῳ ἐπισπεύδειν τὴν οἰκοδομὴν, καὶ ἄρχοντα τοῦ ἔργου ἀπέστειλε μετὰ δαψιλείας χρημάτων, παραγγείλας αὐτῷ φιλοτίμως κτισθῆναι τοὺς ἁγίους τόπους, ὡς μὴ εἶναι τοιαύτην καλλονὴν ἐν πάσῃ τῇ γῇ.
Ἔγραψε δὲ καὶ τοῖς ἡγεμόσι τῆς ἐπαρχίας παντοίως συνελθεῖν τῷ ἔργῳ ἐκ τοῦ δημοσίου λόγου, ἔν τε χρήμασι καὶ ἀναλώμασι καὶ ὕλαις.
Ἦν δὲ ὁ βασιλεὺς φαιδρῶς ἄγων τῆς εἰκοσαετηρίδος τὴν ἑορτὴν, εὐχαριστῶν τῷ Θεῷ ὑπὲρ πάντων τῶν ἀγαθῶν, ὧν ἐποίησεν ἐν τοῖς χρόνοις τῆς βασιλείας αὐτοῦ.
Συνάγονται δὲ τὰ ἔτη ἀπὸ μὲν Χριστοῦ παρουσίας ἕως τῆς εὑρέσεως τοῦ σταυροῦ, τριακόσια πεντήκοντα δύο ἔτη.
Ἀπὸ δὲ Ἀδὰμ ἕως παρουσίας Χριστοῦ, ἔτη πεντακισχίλια πεντακόσια.
Καθ' ἑτέρους δὲ πεντακισχίλια τετρακόσια ἐβδομήκοντα πέντε.
Ἐν δὲ Αἰλίᾳ τὸν φερώνυμον Μακάριον διεδέξατο Μαξιμωνᾶς.
Οὗτος δὲ πρᾶος ἀνὴρ καὶ ἐπίσημος λίαν.
Ἐν γὰρ τῷ διωγμῷ πολλὰς βασάνους ὑπέμεινε διὰ τὸν Θεὸν, καὶ τὸν δεξιὸν ὀφθαλμὸν ἀπολέσας ἀπελύθη ἐπὶ τῇ ὁμολογίᾳ τῆς πίστεως.
Κατ' ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ἡ μακαρία Ἑλένη ἡ βασίλισσα τέλος τοῦ βίου ἐχρήσατο, ἐτῶν οὖσα ὀγδοήκοντα, πολλὰ ἐντειλαμένη τῷ παιδὶ περὶ τῆς εἰς Χριστὸν εὐσεβείας.
Ἕως ὧδε περὶ τῆς εὑρέσεως τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ ἡ ἱστορία ἔστω.
Καὶ μηδεὶς ἑαυτὸν ἀπατάτω ματαιολογῶν ἀσύμφορα καὶ μυθοποιίας δι' ὀνομάτων παραξένων παρεισάγων τῇ ὑποθέσει.
Οὐδὲ γὰρ ἐπίσκοπος ἕτερος Ἱεροσολύμων γέγονε πώποτε παρὰ τοὺς προγεγραμμένους, οὐδὲ βασιλεὺς ἕτερος Ῥωμαίων, οὐδὲ μὴν ἑτέρῳ τρόπῳ ὁ τίμιος σταυρὸς εὑρέθη.
Ἀπὸ γὰρ Αὐγούστου τοῦ βασιλέως, ἐφ' οὗ ἐγεννήθη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ἔως τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Κωνστατίνου, τριάκοντα καὶ πέντε γεγόνασι βασιλεῖς.
Ὁμοίως δὲ καὶ ἀπὸ Ἰακώβου τοῦ ἀποστόλου καὶ πρώτου τῶν ἐπισκόπων ἕως τῆς αὐτῆς βασιλείας, τριάκοντα καὶ πέντε Ἱεροσολύμων ἐπίσκοποι γεγόνασι.
Τὴν δὲ σεβάσμιον ἡμέραν τῶν ἐγκαινίων τῶν ἁγίων τόπων, καὶ τῆς ὑψώσεως τοῦ προσκυνητοῦ σταυροῦ, ὡρίσαντο οἱ Πατέρες μετὰ βασιλικοῦ προστάγματος γίνεσθαι ἀνὰ ἔτος ἕκαστον τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ τοῦ Σεπτεμβρίου μηνὸς, ἤτις ἐστὶν ἡ πρὸ δεκαοκτὼ Καλανδῶν.
Ὀκτωβρίων, εἰς δόξαν τοῦ Πατρὸς, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ἐπειδὴ δὲ χάριτι τοῦ Θεοῦ κατηντήσαμεν τῷ λόγῳ εἰς τὴν εὔσημον ἡμέραν τῆς ἑορτῆς ἡμῶν, ἥτις ἐστὶν ἡ ἀνάδειξις τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ, φέρε καθὼς οἷόν τέ ἐστι μικρὰ χαιρετήσαντες τοῦτον καταπαύσωμεν τὸν λόγον.
Χαίροις τοίνυν, σταυρὲ τίμιε, χαίροις, ὅτι ἐν σοὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὑψώθη οἰκονομικῶς, ἐν ᾧ πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς χάριτος.
Χαῖρε, σταυρὲ τίμιε· διὰ σοῦ γὰρ ἀένναος χαρὰ ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς βραβεύεται.
Χαῖρε, σταυρὲ τίμιε, ὅτι ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὁ ∆ημιουργὸς ἐν πάσῃ κτίσει τὴν εἰκόνα σου ἐζωγράφησεν.
Χαῖρε, σταυρὲ ἔνδοξε, ὅτι πᾶσαι αἱ κατ' οὐρανὸν δυνάμεις ἴσως τῇ διὰ σοῦ σωτηρίᾳ φρικωδεστάτους ὕμνους ἀναπέμπουσι τῷ ∆εσπότῃ.
Χαῖρε, σταυρὲ ἔνδοξε· διὰ σοῦ γὰρ καὶ ἐν πόλεσι, καὶ ἐν νήσοις, καὶ ἐν παντὶ ἔθνει Ἐκκλησίαι ὀρθοδόξων τεθεμελίωνται.
Χαῖρε, σταυρὲ ἔνδοξε· διὰ σοῦ γὰρ πᾶν στόμα πιστῶν εἰς θεολογίαν ἠνέῳκται.
Χαῖρε, σταυρὲ μακάριε· διὰ σοῦ γὰρ ἄγγελοι οὐράνιοι σὺν ἀνθρώποις ἐπὶ γῆς Χριστὸν ὑμνοῦσι.
Χαῖρε, σταυρὲ μακάριε· διὰ σοῦ γὰρ ἐν οὐρανοῖς ἐπίγειοι ἄνθρωποι ὁμοίως παρίστανται τῷ Θεῷ, μετὰ ἀνεκλαλήτου χαρᾶς τὸν Ποιητὴν δοξάζοντες.
Χαῖρε, σταυρὲ μακάριε· διὰ τοῦ γὰρ ὁ Ἀδὰμ τῆς κατάρας ἐλευθερωθεὶς, σκιρτῶν καὶ ἀγαλλιώμε νος εἰς τὸν παράδεισον εἰσελήλυθεν ἀπολαβὼν τὸ ἀρχαῖον ἀξίωμα.
Χαῖρε, σταυρὲ ἅγιε· διὰ σοῦ γὰρ πᾶσα διαβολικὴ δύναμις καταβέβληται, καὶ πᾶσα δαιμονικὴ ἐνέργεια κατελύθη.
Χαῖρε, σταυρὲ ἅγιε· διὰ σοῦ γὰρ ἡ τρισαγία καὶ ὁμοούσιος Τριὰς παντὶ τόπῳ γνωρίζεται καὶ πιστεύεται καὶ δοξολογεῖται.
Χαῖρε, σταυρὲ ἅγιε· διὰ σοῦ γὰρ τὰ ἀναφαίρετα ἀγαθὰ τοῖς ἀνθρώποις δεδώρηται.
Καὶ τί εἴπωμεν καὶ τί παραλείψωμεν; πῶς ἀνυμνήσωμεν τὴν δύναμιν τοῦ ∆εσποτικοῦ σταυροῦ;
Ὦ ὄνομα σταυροῦ, ἐν ᾧ τὰ μεγαλεῖα τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ ἐγκέκρυπται, ἀγγέλοις αἰδέσιμον, καὶ ἀνθρώποις σεβάσμιον!
Τί γὰρ ἐρασμιώτερον ὀνόματος σταυροῦ, ἢ ἡδύτερον Χριστιανοῖς;
Τί δὲ τούτου ἐνεργέστερον εἰς θαυματουργίαν;
Σταυρὸς, θείας δυναστείας ἐνεργέστατον σημεῖον.
Σταυρὸς, ἀγγέλων χαρὰ καὶ δαιμόνων πένθος.
Σταυρὸς, Ἐκκλησίας θεμέλιος.
Σταυρὸς, τοῦ παντὸς κόσμου φωστὴρ ἀειφανὴς καὶ παντοφανής.
Σταυρὸς, τεῖχος ἀκράδαντον καὶ ἀῤῥαγὲς καὶ ἀκαταπολέμητον πάσης τῆς οἰκουμένης.
Σταυρὸς, ἱερέων δόξα ἱεροπρεπὴς καὶ ἀνεπηρέαστος.
Σταυρὸς, βασιλέων κράτος καὶ δυναστεία, καὶ νικητικὸν ὅπλον κατὰ τῶν πολεμίων.
Σταυρὸς, στρατοπέδων παντευχία παναλκεστάτη, καὶ ἀκατάπληκτος τοῖς ἐναντίοις.
Σταυρὸς, πόλεων φυλακτήριον ἀνεπιβούλευτον καὶ ἀσκύλευτον.
Σταυρὸς, λαῶν εὐφροσύνη διηνεκὴς καὶ ἀκατάληκτος.
Σταυρὸς, διαβόλων πανολεθρία διηνεκὴς καὶ ἀκατάπαυστος.
Σταυρὸς, δαιμόνων κατάπτωμα αἰώνιόν τε καὶ ἐξαίσιον.
Σταυρὸς, Χριστιανῶν ἐλπὶς βεβαία τε καὶ ἀνεπαίσχυντος καὶ ἀμείωτος.
Σταυρὸς, ἀσθενούντων ἴασις εὐπρεπεστάτη ψυχῶν τε καὶ σωμάτων.
Σταυρὸς, εὐεκτούντων ἀδιάπτωτος ὑγίεια.
Σταυρὸς, χειμαζομένων λιμὴν εὐδιέστατος.
Σταυρὸς, πολεμουμένων εἰρήνη ἀστασίαστος.
Σταυρὸς, ὀρθοδόξων καύχημα καυχημάτων, καὶ αἱρετικῶν κατάκριμα ἀκατάπαυστον.
Σταυρὸς, εἰδωλολατρείας κατάλυσις καὶ εὐσεβείας ἀνόρθωσις.
Σταυρὸς, παρθενίας διδάσκαλος καὶ σωφροσύνης φύλαξ.
Σταυρὸς, δικαίων ἀσφάλεια καὶ ἁμαρτωλῶν μετάνοια.
Σταυρὸς, μοναζόντων ἐγκαλλώπισμα καὶ σεμνῶς βιούντων εὐκοσμία.
Σταυρὸς, νηπίων φύλαξ, καὶ νέων σωφρονισμὸς, καὶ γερόντων στηριγμοῦ βακτηρία.
Σταυρὸς, πτωχῶν ἀδαπάνητος θησαυρὸς, καὶ πλουσίων αὐταρκείας διδάσκαλος.
Σταυρὸς, πεπλανημένων ὁδὸς, καὶ ἀπολλυμένων ἀπλανὴς ὁδηγός.
Σταυρὸς, ἀνάπαυσις ἐν κόποις ἡμερινοῖς, καὶ βοήθεια ἐν φόβοις νυκτερινοῖς.
Σταυρὸς, ἐθνῶν εὐταξία, καὶ παντὸς τοῦ κόσμου βαθυτάτη γαλήνη.
Καὶ τί εἴπωμεν, ἢ τί παραλείψωμεν, ἢ πῶς σε ἀνυμνήσωμεν, πανένδοξε σταυρέ; ὅτι σὲ μόνον ἀπὸ πάσης τῆς κτίσεως ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης ἀνέδειξεν ὅπλον ἀήττητον κατὰ τοῦ διαβόλου, καὶ τῆς ἁμαρτίας, καὶ τοῦ θανάτου.
∆ιὸ μακάριοί ἐσμεν πάντες οἱ καταξιωθέντες τὴν ἁγίαν ἰδεῖν ἡμέραν τῆς σῆς ἀναδείξεως.
Σὺ εἶ τῶν προφητῶν τὸ κήρυγμα· περὶ σοῦ γὰρ ἀγαλλιώμενοι ὁσημέραι κελαδοῦσι λέγοντες πρὸς τὸν Θεόν:
«Ἔδωκας τοῖς φοβουμένοις σε σημείωσιν τοῦ φυγεῖν ἀπὸ προσώπου τόξου.»
Σὺ εἶ τὸ καύχημα τῶν ἀποστόλων.
Ἀδιαλείπτως γὰρ βοῶσιν ἐν Ἐκκλησίᾳ ἁγίᾳ δι' ἑνὸς αὐτῶν ἱεροκήρυκος:
«Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Σὺ εἶ καὶ τῶν μαρτύρων στέφανος· ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ τὸν σταυρὸν ἄραντες ἠκολούθησαν τῷ Κυρίῳ.
Σὺ εἶ τὸ καύχημα καὶ τὸ ἀγαλλίαμα τῶν ἐν ὅρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς κατοικούντων διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου· ὅτι καὶ αὐτοὶ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις.
Σὺ τῶν ἐγγὺς καὶ τῶν μακρὰν ἀναψυχὴ καὶ ἀνάπαυσις.
Ὢ τῆς ἀνεκλαλήτου χάριτος τοῦ ∆εσποτικοῦ σταυροῦ! Ὢ τῶν ἐν αὐτῷ ἀνεκλαλήτων καὶ ἀκαταλήπτων μυστηρίων!Καὶ ἵν' εἴπω κἀγὼ ἐκστατικόν τι μετὰ τῆς ἱερᾶς σάλπιγγος·
Ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ, ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ!»
Παρὰ γὰρ τῷ ξύλῳ τῆς ζωῆς νεκρωθέντες, παρὰ τῷ ξύλῳ τῆς κατακρίσεως ἐζωοποιήθημεν.
∆ιὰ τὴν ἄμετρον χάριν τοῦ σεσωκότος ∆εσπότου δέον ἡμᾶς τὴν πανέορτον ταύτην συστήσασθαι «ἐν τοῖς πυκάζουσιν ἕως τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου.»
Πυκάζοντα δέ εἰσιν, ὥς φασιν οἱ περὶ ταῦτα δεινοὶ, τὰ ἐξ ἀμελείας ἢ παλαιότητος ῥυπωθέντα, εἶτα ἐξ ἐπιμελείας καὶ σπουδῆς πάλιν ἐπὶ τὸ τιμαλφέστερον μετακοσμούμενα εἰς εὐφροσύνην καὶ τέρψιν τῶν εὐωχηθησομένων ἐν γάμοις ἐν ἑτέρᾳ τινὶ φαιδρᾷ θυμηδίᾳ.
∆ιατεθῶμεν τοίνυν ὡς προτετάγμεθα, καὶ τὴν συμβᾶσαν ἡμῶν ἐκ ῥᾳθυμίας τῷ συνειδότι ἀπεκδυσάμενοι ἀειδίαν, τὴν φαιδρὰν ταύτην καὶ πάνσεπτον ἡμέραν τῆς τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ μνήμης ἐπιτελέσωμεν, ἐλεημοσύναις τε καὶ πίστει, καθώς φησιν ἡ θεία Γραφὴ, παῤῥησίαν ἐν εὐλαβείᾳ κεκοσμημένην ἀναλαβόντες, καὶ ἄραντες ἐπὶ τῶν ὤμων τὸ νικητικὸν ὅπλον τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ, τὸν δωρηθέντα ἡμῖν οὐρανόθεν εἰς παῦσιν πάσης ὀργῆς ἀγγελικὸν ὕμνον συνήθως πρὸς τὸν Θεὸν βοήσωμεν·
«Ἅγιος ὁ Θεὸς, ἅγιος ἰσχυρὸς, ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς» ἁγία Τριὰς, ἀκατάληπτε, ἀπεριόριστε, ἀνεκφοίτητε, ὁμοούσιε, καὶ ὁμόθρονε, καὶ ὁμόχρονε, καὶ ὁμόδοξε, ἐλέησον ἡμᾶς, καὶ ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου τοῦ ἁγίου, καὶ δὸς ἡμῖν εὑρεῖν ἔλεος καὶ οἰκτιρμοὺς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἀνταποδόσεώς σου τῆς δικαίας.
Σὺ γὰρ εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ πρέπει σοι τῷ Πατρὶ, καὶ τῷ Υἱῷ, καὶ τῷ Πνεύματι δόξα, μεγαλοσύνη, κράτος καὶ ἐξουσία πρὸ παντὸς αἰῶνος, καὶ νῦν καὶ εἰς τοὺς σύμπαντας αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Πηγή: «Ἱστορικὸν ἐγκώμιον περὶ τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ», Αλέξανδρος Μοναχός ο Ιστοριογράφος, Orthodox Fathers http://www.orthodoxfathers.com/logos/Istorikon-egkomion-peri-tis-eureseos-tou-Timiou-Zoopoiou-Staurou)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς Βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος καὶ τὸ σὸν φυλάττων διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Αὐτόμελον.
Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως, τῇ ἐπωνύμῳ σου καινὴ πολιτεία, τοὺς οἰκτιρμούς σου δώρησαι, Χριστὲ ὁ Θεός, Εὔφρανον ἐν τῇ δυνάμει σου, τοὺς πιστοὺς Βασιλεῖς ἡμῶν, νίκας χορηγῶν αὐτοῖς, κατὰ τῶν πολεμίων, τὴν συμμαχίαν ἔχοιεν τὴν σήν, ὅπλον εἰρήνης, ἀήττητον τρόπαιον.
Κάθισμα. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τοῦ Σταυροῦ σου τὸ ξύλον προσκυνοῦμεν Φιλάνθρωπε, ὅτι ἐν αὐτῷ προσηλώθης ἡ ζωὴ τῶν ἁπάντων· Παράδεισον ἠνέῳξας Σωτήρ, τῷ πίστει προσελθόντι σοι Ληστῇ· καὶ τρυφῆς κατηξιώθη, ὁμολογῶν σοι, Μνήσθητί μου Κύριε. Δέξαι ὥσπερ ἐκεῖνον καὶ ἡμᾶς, κραυγάζοντας· Ἡμάρτομεν, πάντες τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου, μὴ ὑπερίδῃς ἡμᾶς. (Δίς)
Ἕτερον Κάθισμα. Ἦχος πλ. β’.
Μόνον ἐπάγη τὸ ξύλον Χριστὲ τοῦ Σταυροῦ σου, τὰ θεμέλια ἐσαλεύθη τοῦ θανάτου Κύριε· ὃν γὰρ κατέπιε πόθῳ ᾍδης, ἀπήμεσε τρόμῳ· ἔδειξας ἡμῖν τὸ σωτήριόν σου Ἅγιε, καὶ δοξολογοῦμέν σε, Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς. (Δίς)
Ἕτερον Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.
Προδιετύπου μυστικῶς πάλαι τῷ χρόνῳ, ὁ Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ, Σταυροῦ τὸν τύπον, ὡς τὰς χεῖρας ἐξέτεινε σταυροφανῶς Σωτήρ μου· καὶ ἔστη ὁ ἥλιος ἕως ἐχθρούς, ἀνεῖλεν, ἀνθισταμένους σοι τῷ Θεῷ· νῦν δὲ οὗτος ἐσκότισται, ἐπὶ Σταυροῦ σε ὁρῶν, θανάτου κράτος λύοντα, καὶ τὸν ᾍδην σκυλεύοντα.
Ἕτερον Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.
Ἐν Παραδείσῳ με τὸ πρίν, ξύλον ἐγύμνωσεν, οὗπερ τῇ γεύσει, ὁ ἐχθρὸς εἰσφέρει νέκρωσιν, τοῦ Σταυροῦ δὲ τὸ ξύλον, τῆς ζωῆς τὸ ἔνδυμα, ἀνθρώποις φέρον, ἐπάγη ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ κόσμος ὅλος ἐπλήσθη πάσης χαρᾶς· ὃν ὁρῶντες ὑψούμενον, Θεῷ ἐν πίστει λαοί, συμφώνως ἀνακράξωμεν· Πλήρης δόξης ὁ οἶκός σου. (Δίς)
Μεγαλυνάριον
Σήμερον ἡ κτίσις πᾶσα Σωτήρ, πόθῳ ἀνυψοῦσα, τὸν πανάγιόν σου Σταυρόν, τὴν φωνήν σου αἴρει, καὶ πίστει ἐκβοᾷ σου· Δώρησαι τῷ λαῷ σου, Λόγε τὴν χάριν σου.
Ὁ Οἶκος
Ὁ μετὰ τρίτον οὐρανὸν ἀρθεὶς ἐν Παραδείσῳ, καὶ ῥήματα τὰ ἄρρητα καὶ θεῖα, ἃ οὐκ ἐξὸν γλώσσαις λαλεῖν, τὶ τοῖς Γαλάταις γράφει, ὡς ἐρασταὶ τῶν Γραφῶν, ἀνέγνωτε καὶ ἔγνωτε. Ἐμοί, φησί, καυχᾶσθαι μὴ γένοιτο, πλὴν εἰ μὴ ἐν μόνῳ τῷ Σταυρῷ τῷ τοῦ Κυρίου, ἐν ᾧ παθών, ἔκτεινε τὰ πάθη. Αὐτὸν οὖν καὶ ἡμεῖς βεβαίως κρατῶμεν τοῦ Κυρίου τὸν Σταυρὸν καύχημα πάντες· ἔστι γὰρ σωτήριον ἡμῖν τοῦτο τὸ ξύλον, ὅπλον εἰρήνης ἀήττητον τρόπαιον.
Πηγή: , , , Ορθόθοδοξος Συναξαριστής http://www.saint.gr/2391/saint.aspx