Ο άγιος Ευστάθιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1115 και 1135. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχθηκε στην σχολή, η οποία λειτουργούσε στην μονή της αγίας Ευφημίας, όπου και νωρίς εκάρη μοναχός. Εν συνεχεία ολοκλήρωσε τις φιλοσοφικές και θεολογικές του γνώσεις στην περιβόητη πατριαρχική σχολή. Το 1150 χειροτονήθηκε διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας (Αγίας Σοφίας) στην μονή του αγίου Φλώρου, από όπου έλαβε και την προσωνυμία Κατάφλωρος. Ήδη γνωστός όμως για την μεγάλη του μόρφωσι και την ρητορική του δεινότητα, αναγορεύθηκε δημόσιος διδάσκαλος της πατριαρχικής σχολής με τον τίτλο του μαγίστορος των ρητόρων. Στην διδασκαλία του απεδείκνυε ότι η ελληνική φιλοσοφία έγινε θεραπαινίς της χριστιανικής αληθείας. Λέγεται ότι τόσο εξαιρετικό ήταν το διδασκαλικό του χάρισμα, ώστε «πάσα η φιλόλογος νεολαία της Πόλεως» συνωστιζόταν με ακόρεστη επιθυμία στην ακρόασι των μαθημάτων του, όταν δε έφευγε έμοιαζε με σμήνη μελισσών που βγαίνουν μέσα από το κοίλωμα του βράχου. Έχοντας αποσπάσει την ιδιαίτερη εκτίμηση του βασιλέως Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-1180) για την πολυμάθειά του και τον θαυμασμό της Εκκλησίας για τον άμεμπτο βίο του, το 1174 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Μύρων της Λυκίας. Ευθύς αμέσως όμως μετά την εκλογή του επανεξελέγη αρχιεπίσκοπος του χηρεύοντος θρόνου της Θεσσαλονίκης.
Αληθινός μοναχός ο ίδιος, ως πρώτιστο μέλημά του θεώρησε την ανόρθωσι του καταπεσμένου ηθικά και πνευματικά λαού και κλήρου και την βελτίωσι και εξύψωσι του μοναχικού βίου. Ο αυστηρός έλεγχος και η ανυποχώρητη στάσις του στις παρεκτροπές λαϊκών και μοναχών ερέθιζε τους παρεκτρεπομένους, οι οποίοι τον κατηγορούσαν, δημοσίως και επεβουλεύοντο την ζωή του. Οι καταγγελίες τους έφθασαν ως την Κωνσταντινούπολι και ο άγιος αναγκάσθηκε προσωρινά να απομακρυνθή στην Φιλιππούπολη (1191). Εκεί συναντήθηκε με τον βασιλέα Τσαάκιο Άγγελο (1185-1195), ο οποίος τον εδικαίωσε χωρίς να του ζητήση απολογία. Επιστρέφοντας στον θρόνο του (1193) ο Ευστάθιος συνέχισε τις προσπάθειές του για την βελτίωσι της ηθικής καταστάσεως του ποιμνίου του, στηλίτευε κάθε μορφή κοινωνικής αδικίας, ενώ με πατρικό ενδιαφέρον περιέθαλπε τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους, που κατέφευγαν για βοήθεια στην μητρόπολη από πολύ πρωί μέχρις αργά το βράδυ, διαμοιράζοντάς τους ο ίδιος όλα του τα υπάρχοντα.
Κατά την άλωσι της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς (Αύγ. 1185), ενώ θα μπορούσε να σωθή διά της φυγής, παρέμεινε στην πόλι συγκακουχούμενος με το ποίμνιό του και δεν εδίστασε να καταγγείλη δημοσίως την αδιαφορία και την αμέλεια του διοικητού της Δαβίδ Κομνηνού. Με σπαρασσόμενη καρδιά έβλεπε τις φοβερές σκηνές σφαγής και λεηλασίας του λαού και τις πρωτοφανείς βαρβαρότητες των Λατίνων εισβολέων. Ο ίδιος συνελήφθη από τους πρώτους. Με ύβρεις και κτυπήματα σύρθηκε δέσμιος ως τα καράβια, περνώντας ανάμεσα από τα πτώματα των συμπολιτών του. Αντί να δειλιάση μπροστά στον βάρβαρο αρχηγό, τον κόμη Αλδουίνο, ο αδάμαστος ιεράρχης τόλμησε να του ζητήση ηπιώτερη μεταχείρηση του λαού, απαίτησε την κατάπαυσι των βιαιοπραγιών και πέτυχε την διατήρησι της λατρείας κατά το ορθόδοξο δόγμα. Επειδή οι εχθροί του διέδωσαν φήμες ότι ο άγιος έκρυβε πλούτο στην αρχιεπισκοπή, οι Νορμανδοί του ζήτησαν πολλά λύτρα. Μετά όμως από αυστηρή έρευνα αποδείχθηκε πως ήταν πάμπτωχος και αφέθηκε ελεύθερος. Όταν επανήλθε στην αρχιεπισκοπή, την βρήκε κατειλημμένη από Λατίνους και αναγκάσθηκε να εγκατασταθή στον κήπο, όπου παρέμεινε με συνεχή στέρησι των αναγκαίων ως την απελευθέρωσι της πόλεως από τους Νορμανδούς (Νοέμ. 1185).
Ο άγιος Ευστάθιος εκοιμήθη εν ειρήνη το 1194. Όλη η πόλις έκλαυσε την απώλεια του ιεράρχου της, ο οποίος είχε αποβή για το ποίμνιό του «λαμπτήρ του βίου, πυρσός του λόγου και ήλιος της ιερωσύνης». Ως μάγιστρος της πατριαρχικής σχολής έγραψε σχόλια σε πολλούς κλασσικούς συγγραφείς και ποιητάς, ενώ το συγγραφικό θεολογικό έργο που άφησε ως αρχιερεύς αποτελείται κυρίως από εγκωμιαστικούς λόγους σε αγίους και πραγματείες ηθικού περιεχομένου, γραμμένες σε ύφος περίτεχνο.
(Πηγή: «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος, τόμος πρώτος, Σεπτέμβριος, σ. 205-206, Η Άλλη Όψις)
Ο υπομνηματιστής του Ομήρου Άγιος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης
Λίγοι είναι οι σύγχρονοι μελετητές που υιοθέτησαν την ίδια ανεπιφύλακτα επαινετική στάση απέναντι στον Ευστάθιο όσο ο Paul Maas. Ένα βασικό έργο αναφοράς γύρω από τη βυζαντινή φιλολογία εκτιμά πως, ως σχολιαστής του Ομήρου:
«... ο Ευστάθιος στις Παρεκβολές του δεν έχει τίποτε πρωτότυπο να συνεισφέρει, ούτε είναι και ιδιαίτερα οξυδερκής κριτικός κειμένων.»
Η κατανοητή, ως έναν βαθμό, σύγχρονη απαίτηση για προσωπική πρωτότυπη συνεισφορά σε ένα έργο υπομνηματισμού είναι από μια άποψη εντελώς εσφαλμένη. Με αυτόν τον τρόπο τον αντιμετωπίζουμε απλώς ως πηγή για τη δική μας έρευνα γύρω από την αρχαιοελληνική και τη βυζαντινή ομηρική κριτική καμένων, διάκριση που ήταν μάλλον ασήμαντη για τον ίδιο τον Ευστάθιο. Ο Ευστάθιος ήταν κατά βάση δάσκαλος: αυτό που τον ενδιέφερε, και βάσει του οποίου οφείλει να κατανοηθεί και να αξιολογηθεί, είναι αυτά που έχει να πει και όχι η προέλευση του υλικού του. Η δική του αντίληψη για την κλασική παράδοση είναι καθολική και συγκεφαλαιωτική, και αυτό θα πρέπει να είναι το πρώτο μάθημα που μας δίνει για τη βυζαντινή λογιοσύνη και φιλολογία.
Κατά μία έννοια αληθεύει πως στόχος της αρχαίας και βεβαίως και της βυζαντινής παιδείας ήταν η διάπλαση μαθητών που θα μοιάζουν στους δασκάλους τους (χωρίς φυσικά ποτέ να τους ξεπερνούν). Κατά πόσον αυτό ισχύει και για τους σημερινούς διδασκάλους κλασικών γραμμάτων δεν είναι του παρόντος. Είμαστε πράγματι τυχεροί που έχουν διασωθεί ο επικήδειος θρήνος και το εγκώμιο (μονωδία) για τον Ευστάθιο, ο συγγραφέας των οποίων ήταν πιθανότατα μαθητής του. Πρόκειται για τον Μιχαήλ Χωνιάτη, ο οποίος διετέλεσε Μητροπολίτης Αθηνών κατά τις τελευταίες δεκαετίες του δωδέκατου αιώνα. Ο θρήνος του Χωνιάτη για τον Ευστάθιο θα φανεί σε όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με τη βυζαντινή ρητορική ως υπερβολικά φορτισμένος συναισθηματικά (για να το θέσω ευγενικά), αλλά στην αρχή του λόγου ο ίδιος ο Χωνιάτης συνειδητά θέτει το δίλημμα του κατά πόσον η πρέπουσα αντίδραση στον θάνατο είναι ο βουβός πόνος «που θυμίζει μυθολογικές φιγούρες που μαρμαρώνουν ή μεταμορφώνονται σε δέντρα» ή το ανεξέλεγκτο θρηνητικό ξέσπασμα σε όλη του τη βιαιότητα. Αυτός ο εμφανής προβληματισμός σχετικά με την κατάλληλη περίσταση δεν μας θυμίζει απλώς πως το εγκώμιο και ο θρήνος αποτελούν μια μορφή «παράστασης», υπό την έννοια πως υπάρχει πάντοτε η αίσθηση πως απευθύνονται σε ένα κοινό που κρίνει, αλλά και πως, για εκείνους που εμφορούνται από κλασική παιδεία, ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της κριτικής, και ως εκ τούτου και των στόχων της ρητορικής επίδειξης βασίζεται στην έννοια του «λογοτεχνικού είδους», άρα αυτό που έχει σημασία είναι πράγματι αυτό που αρμόζει στην περίσταση.
Στην εισαγωγή του στην ιστορία της άλωσης της Θεσσαλονίκης ο ίδιος ο Ευστάθιος εξετάζει ποιο είδος αφήγησης αρμόζει, αφενός στους ιστορικούς που περιγράφουν γεγονότα στα οποία δεν συμμετείχαν, και αφετέρου σε εκείνους που περιγράφουν γεγονότα στα οποία είχαν άμεση εμπλοκή. Και εδώ κυρίαρχη θέση καταλαμβάνουν τα ζητήματα της κατάλληλης περίστασης (καιρός) και του πρέποντος (τό σύμμετρον). Η ρητορική καταλληλότητα που επιδεικνύεται δεν είναι απλώς ένα, ας πούμε, «λογοτεχνικό» ζήτημα, αλλά είναι πολύ σημαντική για τον τρόπο παρουσίασης της ζωής κάποιου σε άλλους.
Ο επικήδειος λόγος του Χωνιάτη παρουσιάζει τη Θεσσαλονίκη να θρηνεί για «τον ωραίον νυμφίον», σαν να έχει αλωθεί άλλη μια φορά. Αυτός ο ρητορικός τρόπος χρησιμοποιείται και από άλλον έναν φίλο του Ευσταθίου, τον Ευθύμιο Μαλάκη, στην μονωδία του για τον Ευστάθιο που εκφωνήθηκε λίγο μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου. Ο υπέροχος θρήνος του Μιχαήλ Χωνιάτη στον τάφο του Αρχιεπισκόπου που απαγγέλλεται εκ στόματος της ίδιας της πόλης της Θεσσαλονίκης απαιτεί πληρέστερη ανάλυση, η οποία είναι δύσκολο να γίνει στο πλαίσιο αυτής της διάλεξης. Ας μου επιτραπεί όμως να σας δώσω μια ιδέα της άποψης του Μιχαήλ Χωνιάτη για τον Ευστάθιο ως δάσκαλο και ως "μυητή σε μυστήρια":
«… ον ιδρώτι πολλω συνελέξατο παρ’ αυτη πλούτον σοφίας, τούτου μεταδιδούς αφθόνως τοις φιλοπόνοις, κοινόν πρυτανείον λόγου και σοφίας πανδεχής εστία και άλλος Ελικών προκείμενος. Κήπος γαρ ην άκλειστος σοφίας και πλήρης αγρός ον ευλόγησε Κύριος και πηγή λόγων ασφράγιστος. Και παρήν τοις μαθητιώσι δρέπεσθαι προίκα και αρύεσθαι και κατεμφορείσθαι και μήκετι πεινήν ή διψήν του ακούσαι λόγον τεχνικόν ετ’ έπιστημονικόν…
Μέλιτος γαρ απέσταζον αι των ομιλιών Ευσταθίου χάριτες ως ατεχνώς απορρωγές τινες νέκταρος, όθεν και εις άκρον ψυχής μυελόν τοις ακροαταίς εισδυόμενα τα διδάγματα και άντικρυς εγκαόμενα, διετηρούντο ανέκπλυτα λήθης ρεύματι…
Παρ’ εκείνω δ’ δμως ιεροφαντούντι τα λογικών τεχνών όργια, άμα τα Μουσών πεπάτηκέ τις προπύλαια… και τα των ανακτόρων έπώπτευεν αδυτα…»
Η ρητορική του Χωνιάτη είναι, όπως θα περιμέναμε, διανθισμένη με απηχήσεις της κλασικής λογοτεχνίας: η αναφορά στον Ευστάθιο ως «κοινόν πρυτανείον λόγου και σοφίας πανδεχής εστία» δηλώνει πιθανότατα, μέσω της αναφοράς στον Πλάτωνα (Πρωτ. 337d) και τον Αθήναιο (5.187d-e), πως ο ίδιος ο Ευστάθιος αποτελούσε τη σύγχρονη ενσάρκωση ή πιθανότατα το υποκατάστατο της κλασικής Αθήνας ως κέντρου της ελληνικής γνώσης και σοφίας. Παραταύτα, στο επίκεντρο της παρουσίασης του Χωνιάτη βρίσκεται φυσικά ο Όμηρος, τόσο επειδή είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τον Ευστάθιο όσο και επειδή ο Χωνιάτης παρουσιάζει τους καρπούς της ευρυμάθειας και της διδασκαλίας του Ευσταθίου. Ο Ευστάθιος είναι υπό μία έννοια ένας δεύτερος Όμηρος, τον οποίο διεκδικούν περισσότερες από μία ήπειροι. Ο Όμηρος φυσικά προσφέρει και τα καλύτερα πρότυπα, για να περιγραφεί η ρητορική και διδακτική δεινότητα του Ευσταθίου. Οι λόγοι του είναι σαν τους Λωτοφάγους του Ομήρου. Αν αρχίσεις να τους ακούς, δεν θα επιστρέψεις ποτέ στο σπίτι σου:
«Πόσοι μέχρι τούτου ρητορικαίς χάρισι θύειν ενόμιζον, εως των Ευσταθίου σειρήνων ηκροάσαντο.»
Η φιλοφρόνηση αυτή αποτελεί μάλλον κοινοτοπία: στην εκδοχή του Ευθυμίου κανένας μορφωμένος άνθρωπος δεν θα έβαζε κερί στα αυτιά του, για να αποφύγει να ακούσει τα σαγηνευτικά λόγια του Ευσταθίου, και, αφού τα άκουγε, η μόνη του επιθυμία θα ήταν να πεθάνει βυθισμένος σε αυτή τη γλυκύτητα, όμοια με αυτή των Σειρήνων του Ομήρου που προκάλεσαν τον θάνατο τόσων ταξιδευτών.
Όσο κοινότοπη κι αν είναι η σύγκριση, θα ήταν ενδιαφέρον να διακρίνουμε στη φράση «των Ευσταθίου Σειρήνων» μια διακειμενική αναφορά στην εναρκτήρια παράγραφο του υπομνήματος του ίδιου του Ευσταθίου στον Όμηρο: «των Ομήρου Σειρήνων», καθώς ο Ευστάθιος αρχίζει το υπόμνημα στην Ιλιάδα με μια παραλλαγή της πολύ γνωστής «αλληγορίας» των Σειρήνων ως θελγήτρων της λογοτεχνίας γενικότερα. Κατά πόσο ο Χωνιάτης αναφέρεται συγκεκριμένα σε αυτά τα εισαγωγικά λόγια παραμένει αβέβαιο, δεν μπορούμε όμως, πιστεύω, να αμφισβητήσουμε το γεγονός πως έχει κατά νου την εκτενή πραγμάτευση της αλληγορίας των Σειρήνων στο υπόμνημά του Ευσταθίου στην Οδύσσεια (1706.23-1711.10). Ο Ευστάθιος συνεχίζει μια μακρά παράδοση αλληγοριών σχετικά με το γιατί ο φιλόσοφος Οδυσσέας, αλλά όχι και οι σύντροφοί του, μπορεί να ακούσει το μαγευτικό τραγούδι των Σειρήνων. Αυτό όμως που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον Ευστάθιο στην πραγμάτευση του θέματος είναι το «τί τραγουδούσαν οι Σειρήνες;». Μια γενική απάντηση είναι «λογοτεχνία» ή, όπως το θέτει ο Ευστάθιος:
«...ιστορίαι παλαιοί λόγοι, συγγραφαί, συνθήκαι μύθων των τε άλλων και όσοι φιλοσόφως ανάγονται, τοις τοιούτοις, δώσει τας ακοάς εν καιρώ και φιλόσοφος. Και τα μέν ησθείς εμφρόνως, τα δε και το χρήσιμον ερανισάμενος, εγκαταμίξει το εκείθεν καλόν και οικείοις σογγράμμασι και γενήσεται θεσπεσία Σειρήν οιά τις και αυτός.» (Παρεκβολαί εις Οδύσσειαν 1708.39-43)
Η παραδοσιακή αντίληψη πως κάποιος διαβάζει «κλασσική λογοτεχνία», με σκοπό να εμπλουτίσει τα δικά του κείμενα και λόγους, εντάσσει τον Ευστάθιο πλήρως στην παράδοση της ρητορικής διδασκαλίας, αλλά η πρωτότυπη ιδέα πως κάποιος μπορεί με αυτό τον τρόπο να μεταμορφωθεί ο ίδιος σε Σειρήνα φαίνεται πως προξένησε ισχυρή εντύπωση στον Χωνιάτη. Εξιδανικεύοντας την εικόνα των Σειρήνων, ο Ευστάθιος θεωρεί πως, αν κάποιος ακούσει το τραγούδι τους όπως αρμόζει, μπορεί να γίνει υποδειγματικός δάσκαλος τον οποίο θα μιμηθούν οι μαθητές του: ο Χωνιάτης θεωρεί πως ο Ευστάθιος ο ίδιος αποτελεί την ενσάρκωση αυτής της ιδέας. Για τον ίδιο τον Ευστάθιο μια είναι η πιο σημαντική «Σειρήνα» από όλες, ο Όμηρος. Για τον Ευστάθιο (και όχι μόνον γι αυτόν βέβαια) ο Όμηρος χρησιμοποιεί το τραγούδι των Σειρήνων, για να προβάλει τις απολαύσεις της ποίησής του και της ποίησης γενικότερα. Τι είναι αυτό που προσφέρουν οι Σειρήνες, ή η κάθε Σειρήνα, και κυρίως βέβαια ο ίδιος ο Όμηρος; «Τέρψη και γνώση» είναι η ομηρική απάντηση (Οδύσσεια μ 188) και ο Ευστάθιος τονίζει πως αυτή είναι πράγματι η προσφορά του Ομήρου στους αναγνώστες του. Αυτό που υπαινίσσεται ο Χωνιάτης, και ίσως το είχε υπαινιχθεί και ο Ευστάθιος, αν υποπτευθούμε (όπως υποπτεύομαι εγώ) πως υπάρχει αρκετή αυτοαναφορικότητα στην περιγραφή του για το πώς πρέπει να χρησιμοποιείται η λογοτεχνία του παρελθόντος στο έργο κάποιου, ώστε αυτός να λειτουργήσει ως «Σειρήνα», είναι πως το ίδιο ακριβώς αποκόμισαν οι μαθητές και το ακροατήριο του Ευσταθίου.
(Πηγή: απόσπασμα από την διάλεξη του Καθηγητή Richard Hunter με τίτλο «Ευσταθίου Εγκώμιον» στην έναρξη του Συνεδρίου για τον Άγιο Ευστάθιο Θεσσαλονίκης που λαμβάνει χώρα από την Πέμπτη 26 μέχρι το Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015 στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Πεμπτουσία)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τοῖς χάρισι, κεκοσμημένος λαμπρῶς, ποιμὴν ἐνθεώτατος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Εὐστάθιε· ὅθεν Θεσσαλονίκη, ἡ ἁγία σου ποίμνη, ὕμνοις σὲ μακαρίζει καὶ συμφώνως βοᾶ σοι. Ἱκέτευε Χριστὸν τὸν Θεόν, ὑπὲρ ἡμῶν Πάτερ Ὅσιε.
Πηγή: Η Άλλη Όψις, Πεμπτουσία, Μέγας Συναξαριστής