Η οσία Δοσιθέα –κατά κόσμον Δαρεία Τυάπκιν– γεννήθηκε το 1721 σε οικογένεια πλουσίων γαιοκτημόνων του Ριαζάν. Όταν ήταν δύο ετών, την ανατροφή της ανέλαβε η γιαγιά της μοναχή Πορφυρία της μονής Βοζνεσένσκ της Μόσχας. Η γερόντισσα Πορφυρία, αυστηρή ασκήτρια η ίδια, εκπαίδευε και την εγγονή της στην άσκηση, στη νηστεία και στην αγάπη προς τον πλησίον. Ύστερα από επτά χρόνια εκείνη εκάρη μεγαλόσχημη και οι γονείς πήραν τη θυγατέρα τους στο σπίτι.
Βρίσκοντας άχαρη και κουραστική την κοσμική ζωή, η Δαρεία συνέχισε να ζει ως μοναχή με αυστηρή άσκηση. Ανήσυχοι οι γονείς της για τη συμπεριφορά της, εσκέπτοντο να την υπανδρεύσουν το συντομότερο. Αλλά η Δαρεία, ήδη δοσμένη στο Θεό, σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε κρυφά την οικογένειά της και μεταμφιεσμένη σε άνδρα χωρικό με το όνομα Δοσίθεος μετέβη στη Λαύρα του αγίου Σεργίου. Καθώς ήταν υψηλού αναστήματος και με ανδροπρεπές πρόσωπο, έγινε πιστευτή. Τη δέχθηκαν ως δόκιμο και της έδωσαν το διακόνημα του εκκλησιαστικού.
Ύστερα από τρία χρόνια άκαρπων αναζητήσεων η μητέρα και η μεγαλύτερη αδελφή της πήγαν για προσκύνημα στη Λαύρα. Η Δαρεία, η οποία διακονούσε στην εκκλησία, τις αναγνώρισε και, όταν αντιλήφθηκε ότι την παρατηρούσαν επίμονα, αναμείχθηκε με το πλήθος, βγήκε από την εκκλησία και ανεχώρησε κρυφά για τη Λαύρα του Κιέβου.
Επειδή δεν είχε διαβατήριο, δεν τη δέχθηκαν εκεί. Μη έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να ζήσει ως ερημίτης σε σπήλαιο, το οποίο έσκαψε η ίδια κοντά στη σκήτη Κιτάεφ. Η τροφή της ήταν μόνο ψωμί και νερό, που της άφηνε έξω από το σπήλαιο κάποιος μοναχός. Την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής κλεινόταν τελείως και τρεφόταν με βρύα και ωμές αγριόριζες.
Η σκληρή της άσκηση τράχυνε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και τη φωνή της, είλκυσε όμως τη χάρη τού Θεού και γρήγορα έγινε γνωστή σε όλο το Κίεβο.
Το 1744 την επισκέφτηκε η αυτοκράτειρα Ελισάβετ Πετρόβνα (1741-1761). Με την παρουσία και τη θέληση εκείνης η οσία, ηλικίας τότε είκοσι τριών ετών, έλαβε το μοναχικό σχήμα κρατώντας το όνομα Δοσίθεος.
Σιγά-σιγά η φήμη του προφητικού και διορατικού της χαρίσματος εξαπλώθηκε παντού και πολλοί πήγαιναν «στον έγκλειστο στάρετς», για να πάρουν τη σοφή συμβουλή του και να παρηγορηθούν από τους λόγους του. Μαζί τους «ο στάρετς» μιλούσε πίσω από παραθυρίδιο, χωρίς να φαίνεται.
Μεταξύ των επισκεπτών ήταν και η κατά σάρκα αδελφή τής οσίας Δοσιθέας, που έφθασε ως το Κίεβο με σκοπό να ρωτήσει «τον στάρετς» για την εξαφάνιση της αδελφής της. Η οσία, χωρίς να της αποκαλυφθεί, της είπε να παύσει να την αναζητά, διότι αποκρύπτεται χάριν του Θεού. «Τον έγκλειστο Δοσίθεο» επισκέφθηκε το 1776 και ο δεκαεπταετής τότε Πρόχορος Μοσνίν, ο μετέπειτα όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ (2 Ιαν.) Προβλέποντας τη μελλοντική του εξέλιξη, η οσία τον ευλόγησε και τον συμβούλευσε να κοινοβιάσει στη μονή του Σαρώφ, με την προτροπή να φυλάττει πάντοτε στο στόμα και στην καρδιά την ευχή του Ιησού, για να ενοικήσει μέσα του το Άγιον Πνεύμα.
Την εποχή που απαγορεύθηκε στη Ρωσία ο ερημητικός βίος, η Δοσιθέα μετοίκησε στα μακρύτερα σπήλαια της Λαύρας του Κιέβου. Επειδή όμως δεν έβρισκε ησυχία από τα πλήθη του λαού, που και εκεί την επισκέπτοντο, ύστερα από τέσσερα χρόνια επέστρεψε στη σκήτη Κιτάεφ και εγκαταστάθηκε σε κάποιο απομονωμένο κελλί.
Εκεί, τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε ως διακονητή του κελλιού και στενό μαθητή τον μοναχό Θεοφάνη. Αυτός ήθελε να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα, αλλά η οσία τον έστειλε στη Μολδαβία, στον μεγάλο γέροντα Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (15 Νοεμ.), τον ανανεωτή της ησυχαστικής παραδόσεως και της νοεράς προσευχής. Επιστρέφοντας στη Ρωσία, ο Θεοφάνης έμεινε κοντά στην οσία ως την κοίμησή της.
Όταν η Δοσιθέα προαισθάνθηκε το τέλος της, πήγε στη σκήτη να αποχαιρετήσει τους αδελφούς. Έπειτα επέστρεψε σιωπηλά στο κελλί της και ανέμενε την έξοδο της ψυχής της διαβάζοντας ψαλμούς όλη τη νύχτα. Το πρωί την βρήκαν γονατιστή μπροστά σε μια εικόνα.
Το κερί ήταν ακόμη αναμμένο και στο χέρι ο «μακαριστός γέροντας» κρατούσε σημείωμα που έγραφε: «To σώμα είναι έτοιμο προς ενταφιασμό. Σας παρακαλώ, αδελφοί, μην το αγγίζετε. Ενταφιάστε το κατά τη συνήθεια».
Εκοιμήθη στις 25 Σεπτεμβρίου 1776, σε ηλικία πενήντα πέντε ετών.
Τότε ο Θεοφάνης, υπακούοντας σε υπόδειξή της πριν κοιμηθεί, έφυγε για τη μονή του Σολόφκυ, όπου ζώντας ως ερημίτης εισήγαγε τη λησμονημένη κατά τους χρόνους εκείνους στη Ρωσία ησυχαστική παράδοση, όπως του την εδίδαξε ο στάρετς Παΐσιος.
Μετά το θάνατο της οσίας έφθασε στο Κίεβο για δεύτερη φορά η αδελφή της. Βλέποντας το πορτραίτο της, ανεγνώρισε την εξαφανισμένη αδελφή της και διηγήθηκε τη ζωή της.
(Από το βιβλίο «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, τόμος πρώτος, Σεπτέμβριος, 28, Εκδόσεις Ορμύλια, 2001, σελ. 282)
Πηγή: Κοινωνία Ορθοδοξίας