Σύνοδος Ζ΄ Οικουμενική Νικαίας, 787
1. Ιστορικό πλαίσιο
Από το 726 τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία απασχολούσε το ζήτημα της Εικονομαχίας. Ο αυτοκράτορας Λέων Γ' είχε αντιταχθεί στη λατρεία των εικόνων ως αντίθετη με τη ρητή απαγόρευση της Παλαιάς Διαθήκης να λατρεύονται οι απεικονίσεις του θείου και τα υλικά αντικείμενα[1]. Σύμφωνα με μια άποψη, η πρώτη επίθεση κατά των εικόνων εξαπολύθηκε από τον Άραβα χαλίφηYazīd, ο οποίος κατέστρεψε τις εικόνες των χριστιανικών ναών στην επικράτειά του. Οι ιδέες του χαλίφη μεταδόθηκαν στον επίσκοπο Νακωλείας Κωνσταντίνο. Πριν από το 726 ο αυτοκράτορας συνάντησε τον Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη και μάλλον επηρεάστηκε από τις ιδέες του. Όμως, ακόμα πιθανότερη είναι η περίπτωση ο Λέων να επηρεάστηκε σε νεαρή ηλικία από τους μονοφυσίτες και τους Παυλικιανούς της Μικράς Ασίας, όπου ξεκίνησε τη στρατιωτική σταδιοδρομία του.
Μετά το 730 ο αυτοκράτορας καταδίκασε τη λατρεία των εικόνων, αλλά δεν προέβη σε διωγμό των εικονοφίλων. Πρωταγωνιστής στην ιδεολογική διαμάχη για τις εικόνες κατά την πρώτη περίοδο της Εικονομαχίας ήταν ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο οποίος είχε μεγαλύτερη ελευθερία δράσης καθώς ζούσε σε περιβάλλον μουσουλμανικό, εκτός της βυζαντινής επικράτειας. Το γεγονός αυτό μάλλον αποκλείει τη θεωρία ότι η εικονομαχική ιδεολογία εμφανίστηκε υπό αραβική επίδραση. Οι εικονoλάτρες πίστευαν ότι οι εικόνες εξυπηρετούσαν διδακτικό σκοπό όπως τα Ευαγγέλια, τα οποία δίδασκαν και ενέπνεαν τον λαό.
Σε αντίθεση με τον Λέοντα Γ', ο γιος και διάδοχός του Κωνσταντίνος Ε΄, με απόφαση της συνόδου του 754, οργάνωσε συστηματικό διωγμό εναντίον των εικονόφιλων μοναχών και των οπαδών τους, κυρίως στη Μικρά Ασία. Παύση των διωγμών των εικονολατρών σημειώθηκε μετά το 775, όταν την εξουσία την ανέλαβε ο Λέων Δ' (775-780), και κυρίως μετά το 780, οπότε η χήρα του τελευταίου, Ειρήνη Αθηναία, ανέλαβε την επιτροπεία του ανήλικου γιου της, αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ' (780-797). Κύριος στόχος της εσωτερικής πολιτικής της αυτοκράτειρας ήταν η αναστήλωση των εικόνων.
2. Η σύνοδος
Ο θάνατος του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παύλου Δ' το 784 προσέφερε την κατάλληλη ευκαιρία για την εξεύρεση λύσης στο ζήτημα της Εικονομαχίας. Η Ειρήνη επέλεξε για τον πατριαρχικό θρόνο τον γραμματέα της Ταράσιο, που ήταν πρόθυμος να συμβάλει στη συνεργασία κράτους και εκκλησίας. Η παρουσίαση του νέου πατριάρχη ενώπιον μεγάλης συγκέντρωσης ιεραρχών συνδυάσθηκε με την πρώτη κρούση προς αλλαγή πολιτικής στο θέμα των εικόνων. Ο Ταράσιος διακήρυξε ότι ήταν αναγκαία η σύγκληση οικουμενικής συνόδου, καθώς η απαγόρευση της λατρείας των εικόνων και ο διωγμός των εικονολατρών είχαν επικυρωθεί από τη σύνοδο του 754[2]. Τα Χριστούγενα του 784 ο Ταράσιος αναδείχθηκε πατριάρχης με την αναγνώριση του πάπα Αδριανού Α' (771-795) και χωρίς μεγάλη αντίδραση από τους εικονομάχους.
Κατόπιν συστηματικής δογματικής –αλλά όχι και πολιτικής– προετοιμασίας, οι εργασίες της συνόδου άρχισαν τον Ιούλιο του 786 στο ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. Οι άνδρες των ταγμάτων, όμως, παρέμεναν πιστοί στη μνήμη του Κωνσταντίνου Ε' και της εικονομαχικής πολιτικής του, και, με την παρότρυνση των αξιωματικών τους, εισέβαλαν στο ναό απειλώντας με χρήση βίας σε περίπτωση που συνεχιζόταν η συνεδρίαση. Ο πατριάρχης με τους εικονολάτρες ιεράρχες κρύφθηκαν στο ιερό βήμα, αλλά οι εικονομάχοι επίσκοποι ενώθηκαν με τους στρατιώτες και η σύνοδος διαλύθηκε, χωρίς να σημειωθούν βιαιότητες. Η αυτοκράτειρα δεν είχε υπολογίσει την αντίδραση των στρατιωτικών μονάδων της Βασιλεύουσας, τις οποίες είχε στρατολογήσει ο Κωνσταντίνος Ε'. Έτσι τον Σεπτέμβριο του 786, προφασιζόμενη μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Αράβων, διέταξε τη μεταστάθμευση των ταγμάτων στη Μικρά Ασία, ενώ τη θέση τους στην Κωνσταντινούπολη την πήραν στρατιώτες των θεμάτων. Η αυτοκράτειρα προχώρησε κατόπιν στην αποστράτευση των εικονομάχων ανδρών των ταγμάτων και, τον Μάιο του 787, συνεκάλεσε εκ νέου την οικουμενική σύνοδο. Για μεγαλύτερη ασφάλεια, η Ειρήνη μετέφερε την έδρα της συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε συγκαλέσει την Α' Οικουμενική Σύνοδο[3].
Από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου 787 στο ναό της Αγίας Σοφίας στη Νίκαια έλαβαν χώρα επτά συνεδριάσεις της συνόδου. Συμμετείχαν ο πατριάρχης Ταράσιος, 350 επίσκοποι και μητροπολίτες[4], δύο εκπρόσωποι του πάπα Ρώμης, εκπρόσωποι των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί και αρκετοί μοναχοί. Η καταληκτήρια συνεδρία έλαβε χώρα στις 23 Οκτωβρίου 787 στην Κωνσταντινούπολη, στο ανάκτορο της Μαγναύρας, παρουσία των βασιλέων Κωνσταντίνου και Ειρήνης, οι οποίοι προσυπέγραψαν τις αποφάσεις της[5]. Η αυτοκράτειρα και ο πατριάρχης τάχθηκαν υπέρ της επιεικέστερης λύσης, δηλαδή διατήρησαν τους εικονομάχους επισκόπους στις έδρες τους, διότι πίστευαν ότι η εικονομαχική πολιτική διαδόθηκε κατά κάποιον τρόπο διά της βίας και η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη για μια ριζική εκκαθάριση.
3. Δογματικές διαμάχες
Όπως προαναφέρθηκε, στο δογματικό επίπεδο επικράτησαν τελικά οι μετριοπαθείς απόψεις, αλλά η διαμάχη κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων υπήρξε εντονότατη[6]. Οι αποφάσεις της εικονομαχικής συνόδου του 754 ακυρώθηκαν, ενώ το σημαντικότερο ερώτημα στο οποίο έπρεπε να δοθεί απάντηση ήταν κατά πόσον ήταν σωστό να απεικονίζεται ο Θεός, η Θεοτόκος και οι άγιοι. Αμφότερες οι παρατάξεις συμφωνούσαν ότι η θεία φύση είναι «απερίγραφος», όμως οι εικονολάτρες τόνιζαν ότι ο Χριστός, που ήταν ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος, θα μπορούσε να «περιγραφεί» λόγω της ανθρώπινης μορφής του. Οι εικονομάχοι απαντούσαν ότι ο χωρισμός των δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, οδηγούσε στον νεστοριανισμό[7]. Ο Ταράσιος απέρριπτε το επιχείρημα αυτό με την άποψη ότι μπορεί να απεικονίζεται ο Ιησούς κατά τη διάρκεια της ενσάρκωσής του στη γη και έτσι δεν τίθεται ζήτημα διαχωρισμού των δύο φύσεών του. Σύμφωνα με το τελευταίο επιχείρημα, η εικόνα του Χριστού θα οδηγούσε τους πιστούς στη σύλληψη της ενανθρώπισης του Θείου Λόγου, τονίζοντας τον διδακτικό ρόλο της θρησκευτικής τέχνης . Άλλο ισχυρό επιχείρημα των εικονομάχων ήταν ότι εικόνες δεν υπήρχαν στην Εκκλησία από τους παλαιότατους χρόνους και ότι η λατρεία των φυσικών και υλικών αντικειμένων ήταν ειδωλολατρική σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη. Για να απαντήσουν σε αυτό, οι εικονολάτρες έκαναν προσεκτικό διαχωρισμό στην εικόνα και το πρωτότυπο. Στην εικόνα οφείλετο μόνο «προσκύνησις και τιμή», ενώ στο πρωτότυπο αποδίδεται λατρεία και αλήθεια.
Οι αποφάσεις της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου σχετικά με τις εικόνες κατέχουν σημαντικότατη θέση στην ιστορία της Εκκλησίας, ιδιαίτερα στο χώρο της χριστολογίας. Στις προηγούμενες οικουμενικές συνόδους (του 431, του 553 και του 680/1) συζητήθηκε περισσότερο η θεία φύση του Χριστού. Οι αποφάσεις τους οδήγησαν πολλούς θεολόγους στο μονοφυσιτισμό, ώστε να πιστεύουν ότι ο Κύριος είναι «απερίγραφος» και μετά τη σάρκωσή του. Το 787, όμως, οι απολογητές των εικόνων απέδειξαν ότι στη επίγεια ζωή του Χριστού οι άνθρωποι έβλεπαν μόνο τον Ιησού-άνθρωπο και η θεία φύση του ήταν εμφανής μόνο στα θαύματά του . Η σύνοδος της Νίκαιας αποφάσισε ότι, αν κάποιος αρνείται την απεικόνιση του Υιού, αρνείται και την ενσάρκωσή του και, κατά συνέπεια, το Ευαγγέλιο και τη λύτρωση, σύμβολο της οποίας είναι η επίγεια μορφή του Χριστού . Αμφότερες οι παρατάξεις, προκειμένου να επικρατήσουν, πλαστογράφησαν, νόθευσαν και διέστρεψαν πολλά κείμενα.
Πιθανώς το σημαντικότερο αποτέλεσμα της Β' Συνόδου της Νίκαιας ήταν ότι έγινε προσεκτική διάκριση μεταξύ λατρείας και τιμητικής προσκύνησης . Η αναστήλωση των εικόνων έγινε σύμβολο της ορθοδοξίας, αλλά μετά την περίοδο της Εικονομαχίας παρέμεινε ένας δογματικός φόβος προς τον περιττό σεβασμό των υλικών αντικειμένων έως τα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε στη Ρωσία και το Άγιον Όρος εμφανίζεται με καινούργια δυναμική η λατρεία των θαυματουργών εικόνων.
4. Συνέπειες
Με τις αποφάσεις της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου έλαβε τέλος η πρώτη φάση της Εικονομαχίας και το Βυζάντιο εισήλθε σε μια περίοδο σχετικής ηρεμίας στο εσωτερικό του, η οποία διήρκεσε έως τις πρώτες δεκαετίες του 9ου αιώνα, οπότε ο αυτοκράτορας Λέων Ε' αναβίωσε την εικονομαχική πολιτική της δυναστείας των Ισαύρων. Η τελική λύση του εικονομαχικού ζητήματος θα έλθει το 843, με την οριστική αναστήλωση των εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα.
Παράλληλα, στο επίπεδο των εκκλησιαστικών σχέσεων μεγάλη ήταν η απήχηση των γεγονότων του 787 και στη Δύση. Η λατινική μετάφραση των πρακτικών της συνόδου της Νίκαιας διαστρέβλωσε το νόημα των πρωτότυπων κειμένων, με αποτέλεσμα η Σύνοδος της Φραγκφούρτης (794) να καταδικάσει τα μέλη της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου ως ειδωλολάτρες, παρόλο που ο πάπας Αδριανός Α' είχε αποδεχθεί το βυζαντινό δόγμα περί της λατρείας των εικόνων .
Βιβλιογραφία
[1] Πελτίκογλου, Β.Ι., «Περί της απαγορεύσεως των εικόνων εις την Παλαιάν Διαθήκην και της ερμηνείας αυτής», στο Νίκαια. Ιστορία-Θεολογία-Πολιτισμός, 325-1987 (Νίκαια 1988), σελ. 104-111.
[2] Η ομιλία του Ταρασίου σώζεται στον Θεοφάνη, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), 458-460.
[3] Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), 462.5-23.
[4] Τα πρακτικά της συνόδου τα υπέγραψαν τελικά 308 επίσκοποι.
[5] Χριστοφιλοπούλου, Αικ., Βυζαντινή ιστορία2 2:1 (Θεσσαλονίκη 1993), σελ. 137-138.
[6] Γενικά για τα δογματικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου βλ. Γιακαλής, Α., «Θεολογικές θέσεις της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου», στο Νίκαια. Ιστορία-Θεολογία-Πολιτισμός, 325-1987 (Νίκαια 1988), σελ. 90-103.
[7] Γιαννόπουλος, Β., Αι χριστολογικαί αντιλήψεις των εικονομάχων (Αθήνα 1975).
(Πηγή: «Σύνοδος Ζ΄ Οικουμενική Νικαίας, 787», Moutafov Emmanuel, 2003, Encyclopaedia of the Hellenic World, Asia Minor )
Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος είναι η τελευταία των Οικουμενικών Συνόδων, που ασχολείται με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και μάλιστα με την απεικόνισή του. Ασχολήθηκε και με την απεικόνιση και των άλλων προσώπων της αγίας Τριάδας, καθώς και της Θεοτόκου και των αγίων. Αποκατέστησε τις εικόνες εντός των Ιερών Ναών και καθόρισε το πως και το που μπορούν να απεικονιστούν. Αναθεμάτισε τους ανά τους αιώνες αιρετικούς και συνέταξε το Συνοδικό της Ορθοδοξίας, του οποίου πραγματοποίησε την περιφορά, μετά την τελική αποκατάσταση των εικόνων από την Τοπική Σύνοδο της ΚΠόλεως το 843. Κατά την περίοδο της εικονομαχίας αποσπάστηκε το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας (Ιλλυρικό, Σικελία, Μακεδονία, Αχαΐα, Κρήτη, κ.λπ.) και προσδέθηκε στο άρμα της Εκκλησίας της ΚΠολης. Την περίοδο αυτή γεννήθηκε και το Παπικό κράτος, οπότε ο Πάπας της Ρώμης απέκτησε και κοσμική εξουσία, κάτι που απεδέχθη de facto και η καθόλου Εκκλησία.
Προκαταρτικά – Ιστορικά
Η αιτία για τη σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια το 787 υπήρξε η Εικονομαχία. Με τον όρο Εικονομαχία νοούνται οι έριδες, που περιστράφησαν γύρω από την τιμή και την προσκύνηση των Εικόνων και συντάραξαν το Βυζάντιο και ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο τους Η΄ και Θ΄ αιώνες. Οι ερίζοντες χωρίσθηκαν σε δυο παρατάξεις: στους υπέρ των ιερών εικόνων, που συνήθως καλούνται εικονόφιλοι και εικονολάτρες, οι δε αντίθετοι καλούντο εικονομάχοι ή εικονοκλάστες.
Η εικονομαχία χωρίζεται σε δυο φάσεις: η πρώτη από 726-787, δηλ. από το διάταγμα του Λέοντα Γ΄ Ίσαυρου μέχρι τη σύγκλιση της Συνόδου, η δε δεύτερη από το 815-843, με την εκ νέου εικονομαχία του Λέοντα Ε΄ του Αρμένιου, μέχρι τη σύνοδο ΚΠόλεως του 843, που αποκατέστησε οριστικά τις αποφάσεις της Ζ΄ Συνόδου.
Τα αίτια της εικονομαχίας είναι:
α. Ελατήρια θρησκευτικά, όπου η προσκύνηση θεωρείτο ειδωλολατρεία και με το κατά πόσον η σαρκωθείσα φύση του Λόγου δύναται να απεικονισθεί, δεδομένου, ότι θεωρούσαν την απεικόνιση αυτή μονοφυσίτικη.
β. Ελατήρια πολιτικά και κοινωνικά, όπου η απεικόνιση αντιστρατευόταν την αναδιοργάνωση και μεταρρύθμιση της χώρας.
γ. Ελατήρια σχέσεων του Βυζαντίου με το Ισλάμ, στο οποίον απαγορευόταν κάθε απεικόνιση.
δ. Ελατήρια οφειλόμενα στον προσηλυτισμό των Παυλικιανών, που απέρριπταν την απεικόνιση.
ε. Η ιδεολογική σύγκρουση Ευρώπης και Ασίας στο πρόσωπο του Λέοντα Γ΄, ο οποίος έφερε το ασιατικό πνεύμα της μη απεικόνισης.
ς. το αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων, που οφείλετο σε οικονομικά κίνητρα.
Ο άγιος Νεκτάριος προσθέτει και κάποια άλλα στοιχεία. ονομάζει δε την Εικονομαχία ως Μεταρρύθμιση:
«Η άμεσος προς τους αγίους λατρεία επεσκίασεν επί τέλους το προς το υπέρτατον Ον αίσθημα, και δια των ατοπημάτων τα οποία παρεισέφρησαν κατ’ ολίγον ένεκα τούτου η θρησκεία εφθείρετο οσημέραι και η Κοινωνία καθόλου περιέπιπτεν επί μάλλον εις ποικίλην υλικήν, ηθικήν και διανοητικήν έκλυσιν, εις την οποίαν συνετέλεσεν η του έθνους ημών αργία, ένεκα της καθ’ όλον το έτος μεγάλης πληθύος των δεσποτικών, των θεομητορικών εορτών, των εορτών των μεγάλων αγίων, και των πανηγύρεων, καθ’ ας πάσαι αι κοινωνικαί τάξεις ανεξαιρέτως απησχολούντο.» (Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, σελ. 177)
«Η μεταρρύθμιση (δηλ. η εικονομαχία) επέβαλλε χείρα τολμηρά επί πάντα τα ελαττώματα (της Εκκλησίας) ….. επιχειρήσασα την καθαίρεση των εικόνων…..» (ως ανωτέρω, σελ. 179)
«Η άμεση λατρεία των αγίων έφθειρε τη θρησκεία.» (ως ανωτέρω, σελ. 177)
«Την μεταρρύθμιση ζητούσαν οι πιο νοήμονες τάξεις της Κοινωνίας και την απέκρουαν οι διανοητικώς κατώτερες τάξεις.» (ως ανωτέρω, σελ. 179-180)
«Πολλοί ευσεβείς Βασιλείς και αληθινοί Κληρικοί επεσήμαναν τις καταχρήσεις κατά της θρησκείας και της υπερβολικής ανάπτυξης των εκκλησιαστικών τύπων.» (ως ανωτέρω, σελ. 178)
«Η προσωνυμία «Κοπρώνυμος» για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ αποτελεί ύβρη και δεινότατη συκοφαντία και δείχνει τη μανία των αντιπάλων της Μεταρρύθμισης.» (ως ανωτέρω, σελ. 186)
«Η Σύνοδος του 754 (η καταδικασθείσα από την Ζ΄ Οικουμενική) για την καθαίρεση των εικόνων αναφέρεται ως Οικουμενική και οι μετασχόντες αποκαλούνται Πατέρες.» (ως ανωτέρω, σελ. 188)
«Ακραίες ενέργειες των εικονομάχων, παρ’ όλον ότι εμφορούντο από αγαθές προθέσεις.» (ως ανωτέρω, σελ. 190)
Αναφέρει επίσης καταγγελίες κατά του αγίου Θεοδώρου Στουδίτη (υποστηρικτή των εικονολατρών), για παποδουλεία, προδοσία εθνικών συμφερόντων, ιεροκρύφιες ενέργειες, διαστροφή των κειμένων της Κ.Δ., βία κατά των αντιπάλων κ.λπ. (ως ανωτέρω, σελ. 204-205) και άλλα πολλά.
Όπως αναφέρθηκε, ο Λέων Γ΄ μέσα στα μεταρρυθμιστικά του σχέδια συμπεριέλαβε και την Εκκλησία και ειδικά το θέμα της προσκύνησης των εικόνων, αλλά και άλλα διατάγματα και ποινές επί το αυστηρότερον, όπως αποκοπές μελών για διάφορα αδικήματα, τυφλώσεις, εισήγαγε δε και τον αποκεφαλισμό των Εβραίων, που ασκούσαν προσηλυτισμό (πρόδρομος των τζιχαντιστών;). Επίσης εισήγαγε και τη φορολογία της Εκκλησίας.
Εναντίον της αποφάσεως αυτής τάχθηκε ο Ρώμης Γρηγόριος Β΄ καθώς και ο μοναχός άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός με τον περίφημο απολογητικό λόγο του «Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας λόγοι τρεις». Το δεύτερο διάταγμα του Λέοντα διέτασσε την καταστροφή των αγίων εικόνων. Ο ΚΠόλεως Γερμανός Α΄ παρητήθη και εξελέγη ο εικονομάχος Αναστάσιος. Επίσης καταργήθηκε η τιμή των αγίων λειψάνων, οι επικλήσεις προς την Θεοτόκο, οι αγρυπνίες και άλλες ακολουθίες, οι νηστείες και οι εορτές, συντομεύθηκε η θ. λειτουργία, δημεύθηκε η κτηματική περιουσία των Μονών, περιορίσθηκε ο αριθμός των ιερέων και των μοναχών και επεβλήθη η επικύρωση εκλογής Επισκόπων από τον αυτοκράτορα. Ο Λέων προσπάθησε να επιβληθεί του Ρώμης Γρηγορίου Γ΄ και επειδή απέτυχε απέσπασε από τη Ρώμη, τις επαρχίες της Νοτίου Ιταλίας, της Σικελίας και του Ιλλυρικού, καθώς και της Μακεδονίας και Αχαΐας και τις ενέταξε στην επικράτεια του ΚΠόλεως. Επίσης ενέταξε και την περιοχή της Ισαυρίας από την Αντιόχεια στην ΚΠολη και έτσι τα εκκλησιαστικά όρια ταυτίστηκαν με τα πολιτικά.
Ο διάδοχός του Κων/νος Ε΄ (741-775) υπήρξε σκληρότερος του πατέρα του. Συγκάλεσε σύνοδο το 754 στο ανάκτορο της Ιέρειας, με 338 επισκόπους, που καταδίκασε την προσκύνηση των εικόνων, ως νεστοριανική και μονοφυσίτικη αίρεση, αναθεμάτισε δε τους ΚΠόλεως Γερμανό Α΄ και τον Ιωάννη Δαμασκηνό. Άπαντες οι επίσκοποι υπέγραψαν τις αποφάσεις της, που εφαρμόστηκαν με μεγάλη αυστηρότητα. Οι Μοναχοί καταδιώχθηκαν και υπήρξαν και πολλοί μάρτυρες, άλλοι δε κατέφυγαν στη Δύση. Ο Ρώμης Στέφανος Δ΄ (768-771) με τη σύνοδο του Λατερανού αναθεμάτισε τη σύνοδο του 754 και αναγνώρισε την προσκύνηση των εικόνων.
Τον Κων/νο Ε΄ διεδέχθη ο γιός του Λέων Δ΄ Χάζαρος (775-780). Νυμφεύθηκε την (εικονόφιλη) Ειρήνη την Αθηναία και απέκτησε γιό, τον Κων/νο ΣΤ΄. Όταν πέθανε, τα ηνία του κράτους ανέλαβε η Ειρήνη, ως επίτροπος του γιού της. Αυτή διακήρυξε την ελευθερία της συνειδήσεως, ανέδειξε πατριάρχη ΚΠόλεως τον Ταράσιο, που ήταν γραμματέας και τελικά συγκάλεσε την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, για την αποκατάσταση της προσκύνησης των εικόνων. Ο Πατριάρχης απέστειλε επιστολές προς τους Πατριάρχες Δύσης και Ανατολής, για τη σύγκλιση της Συνόδου. Η απάντηση του Ρώμης Αδριανού Α΄ (771-795) περιείχε τις γνωστές θέσεις περί του πρωτείου εξουσίας του Ρώμης σ’ ολόκληρη την Εκκλησία.
Η μόνη γυναίκα αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Ειρήνη αμαύρωσε τη βασιλεία της, μετά τη λήξη της Συνόδου, όπου προέβη σε μια φρικτή πράξη. Τύφλωσε το γιό της Κων/νο για να του αρπάξει την εξουσία, το 796, σε ηλικία 25 ετών. Καταγράφεται δε, ότι ο Πατριάρχης ΚΠόλεως συνήνεσε σ’ αυτό το έγκλημα:
«Η αυγούστα (Ειρήνη) κατέφυγε σε πρόσωπο κοσμικό και όχι εκκλησιαστικό, στον πρωτοασηκρήτη (= αρχιγραμματέα) Ταράσιο, ο οποίος ήταν πολυμαθέστατος, μετριοπαθής, με πολιτικό αισθητήριο, γνώστης των κρατικών συμφερόντων και πρόθυμος να συμβάλει στη συνεργασία Κράτους και Εκκλησίας. Θα παρατηρηθεί ίσως, ότι ο Ταράσιος ως πατριάρχης προσάρμοσε τη στάση του με τις επιθυμίες των κρατούντων, ακόμη και εις βάρος του δικαίου και της ηθικής, όπως έγινε στην περίπτωση της αποπομπής της άψογης συζύγου του Κων/νου ΣΤ΄ Μαρίας ή όταν αποδέχθηκε χωρίς καθόλου να αντιδράσει την τύφλωση «γνώμη της μητρός αυτού» του άτυχου Κων/νου.» (Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τ. Η΄, σελ. 39)
Σύγκληση της Συνόδου
Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στη Νίκαια της Βιθυνίας το 787 από τον αυτοκράτορα Κων/νο ΣΤ΄ και τη μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία, με σκοπό να καταδικάσει την Εικονομαχία και να επιφέρει ειρήνη στην Εκκλησία και την αυτοκρατορία. Στη Σύνοδο μετείχαν 367 θεοφόροι Πατέρες, μεταξύ των οποίων ο ΚΠόλεως Ταράσιος, καθώς και οι αντιπρόσωποι του Ρώμης Αδριανού Α΄, πρεσβύτερος Πέτρος και πρεσβύτερος Πέτρος, του Αλεξανδρείας Πολιτιανού, του Αντιοχείας Θεοδώρητου, του Ιεροσολύμων Ηλεία, του Κύπρου Κων/νου, επίσης, οι: Καισαρείας Αγάπιος, Εφέσου Ιωάννης, Θεσσαλονίκης Θεοφύλακτος, Ηρακλείας Λέων, Αγκύρας Βασίλειος, Κυζίκου Νικόλαος, Σάρδεων Ευθύμιος, Νικομηδείας Πέτρος, Κρήτης Ηλίας, Νικαίας Υπάτιος, Χαλκηδόνος Σταυράκιος, μοναχός Θεοφάνης κ.ά. Οι εργασίες της Συνόδου έγιναν από 24 Σεπτεμβρίου έως 13 Οκτωβρίου 787.
(σ.σ.: Χαλίφης των Αράβων στα έτη της ακμής του Ιωάννου του Δαμασκηνού ήταν ο Χισάμ (742-743), μέλος της δυναστείας των Ουμμαϊάδων, πού κυβέρνησε μέχρι το 750. Οι τελευταίοι Χαλίφες της ήταν άνδρες όχι ικανοί, κι έτσι βρήκαν την ευκαιρία να τους ανατρέψουν οι Αββασίδες, πού κατοικούσαν στα νότια της Ν. Θάλασσας κι αντιπολιτεύονταν ανέκαθεν τους Ουμμεϊάδες.
Με τη νέα δυναστεία πρώτος διοικητής της Συρίας και Παλαιστίνης έγινε ο Αβδελλάς, πού, κατά τους βυζαντινούς χρονογράφους επέβαλε βαρύτατους φόρους, σύλησε εκκλησίες και σκότωσε πολλούς χριστιανούς, μεταξύ των οποίων πολλούς έλληνες από παλιές οικογένειες, αφού τους συγκέντρωσε στην Αντιπατρίδα (μεταξύ Καισάρειας και Λύδδας, σήμερα Κφαρ Σάμπα). Ο νεότερος της δυναστείας των Αββασιδών, Χαλίφης Αλ Μανσούρ φάνηκε ήπιος κατ’ αρχάς, έπειτα όμως (773 κ. εξ.), Λόγω πολεμικών επιτυχιών του Κωνσταντίνου του Ε΄ του εικονομάχου, έκλεισε χριστιανικούς Ναούς, απαγόρευσε πολλές τελετές, απέβαλε φόρους ακόμη και στους ερημίτες μοναχούς, διέταξε να στιγματίζονται οι χριστιανοί και να σταματήσει η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Από τότε άρχισε να γίνεται η μετάφραση των εκκλησιαστικών βιβλίων από την ελληνική στην Αραβική, πράγμα πού επιτάχυνε τον εξαραβισμό του λαού.
Είναι παρατηρημένο ότι με την απώλεια της γλώσσας μεταβάλλονται και τα ήθη και τα έθιμα. Σημασία έχει ότι και με την δεύτερη αυτή γλώσσα διατηρήθηκε η ορθόδοξη πίστη, πού σώζει. Η εθνικότητα στην ορθοδοξία έπαιζε πάντοτε ασήμαντο μάλλον μηδαμινό ρόλο. Και επί του επόμενου Χαλίφη Αλ Μααδί εφαρμόστηκαν αυστηρότερα μέτρα, εξορίστηκε ο Πατριάρχης Ηλίας ο Β΄ στην Περσία και μαρτύρησε ο Άγιος Βάκχος (785). Παρατηρούμε ότι αρκετοί από τους διαδόχους του Ομάρ δε σεβάστηκαν τα προνόμια πού δόθηκαν στους χριστιανούς με τον αχτιναμέ.
Κάτω από αυτές τις δυσμενείς συνθήκες ζούσε η εκκλησία Ιεροσολύμων, όταν το 785 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος, έστειλε αντιπροσώπους, για να προσκαλέσουν τους Πατριάρχες των τριών ανατολικών εκκλησιών στη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787), για την οριστική επίλυση του προβλήματος της εικονομαχίας, πού τάρασσε κυρίως τις επαρχίες, πού ανήκαν ακόμη στο βυζαντινό κράτος από το 726-843. Η συμμετοχή της εκκλησίας Ιεροσολύμων στη Σύνοδο αυτή έγινε με αντιπροσώπευση από τον πρεσβύτερο και σύγγελο Θωμά. Των άλλων δύο εκκλησιών η αντιπροσώπευση έγινε από τον Ιεροσολυμίτη πρεσβύτερο Ιωάννη. Η επιστολή, πού δόθηκε στους αντιπροσώπους, εξηγούσε ότι η απουσία των τριών αποστολικών θρόνων των Αγιωτάτων Πατριαρχών και των υπ’ αυτούς οσιωτάτων επισκόπων δεν έγινε εξ οικείας προθέσεως αλλά "εξ’ αιτίας των κρατούντων και των κυριευόντων, όπερ εστί ιδείν και από της αγίας και οικουμενικής έκτης Συνόδου, εν η ουδείς των επισκοπούντων εν τοις μέρεσι τούτοις εύρηται δια την των μιαρών επικράτησιν". Τις αποφάσεις της Συνόδου σχετικά με τις εικόνες έφερε στα Ιεροσόλυμα ο Θωμάς.) (εδώ )
Η Ζ΄ Οικουμενική ακύρωσε τη σύνοδο του 754, την οποίαν καταδίκασε ως εικονομαχική και αναθεμάτισε ως εικονομάχους τους: ΚΠόλεως Αναστάσιο, Κων/νο Β΄ και Νικήτα Α΄, Εφέσου Θεοδόσιο, Νικομηδείας Κων/νο, Σισσίνιο Παστιλλά, Βασίλειο Τρικάκκαβο και τους οπαδούς αυτών και αποκατέστησε τους: ΚΠόλεως Γερμανό Α΄, Γεωργίου του Κυπρίου και Ιωάννη Δαμασκηνό, οι οποίοι είχαν αναθεματιστεί από τη σύνοδο του 754, συγχώρησε δε τους μετασχόντας επισκόπους, που δήλωσαν μετάνοια.
Το μόνο δογματικό θέμα της Συνόδου ήταν αυτό των αγίων εικόνων. Καταδικάστηκε συνοδικώς η εικονομαχία και κηρύχθηκε η Ορθόδοξη διδασκαλία με διατύπωση δογματικού Όρου. Απόσπασμα του Όρου αυτού περιελήφθη στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας», τον οποίον διαβάζεται στους Ι. Ναούς την Α΄ Κυριακή των Νηστειών.
Η Σύνοδος αναγνώρισε τις 6 προηγηθείσες Συνόδους, ως Οικουμενικές, θεώρησε εαυτήν ως Οικουμενικήν και εξέδωσε 22 Κανόνες νομοθετικού και διοικητικού περιεχομένου, εξ ων οι 5 έχουν δογματικοσυμβολικό χαρακτήρα.
Τα μετά την Σύνοδο γεγονότα
Ο Ρώμης Αδριανός Α΄ απέστειλε τα πρακτικά της Συνόδου στον Κάρολο το Μέγα, η δε Σύνοδος συνάντησε αντίδραση στη Δύση από τους Φράγκους και τον Καρλομάγνο και αποδοκιμάστηκε από την Τοπική Σύνοδο της Φραγκφούρτης του 794, αλλά σταδιακά αναγνωρίστηκε και άρχισε και εκεί η προσκύνηση των εικόνων.
Στην Ανατολή όμως έχουμε αναβίωση της Εικονομαχίας, οπότε έχουμε τη β΄ φάση αυτής με τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄ Αρμένιο (813-820), ο οποίος και αντικατέστησε τον ΚΠόλεως Νικηφόρο Α΄ (806-815) με τον Θεόδοτο Α΄ Κασσιτερά (815-821). Αυτός συγκάλεσε σύνοδο στην ΚΠολη το 815, η οποία επανέφερε σε ισχύ της αποφάσεις της εικονομαχική συνόδου του 754. Εναντίον αυτής εξηγέρθη ο μοναχός Θεόδωρος Στουδίτης (759-826), ο οποίος διώχθηκε μαζί με άλλους εικονολάτρες.
Αλλά και οι επόμενοι αυτοκράτορες Μιχαήλ Β΄ Τραυλός (820-829) και ο υιός του Θεόφιλος (829-842) εφάρμοζαν τα μέτρα των εικονομάχων, με κάποια όμως χαλαρότητα. Στη Δύση, σύνοδος στο Παρίσι το 825 καταδίκασε επίσης την προσκύνηση των εικόνων. Ο Θεόφιλος διόρισε Πατριάρχη ΚΠόλεως τον Ιωάννη Ζ΄ Γραμματικό (836-842).
Τελικώς, η Εικονομαχία καταδικάστηκε από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα, σύζυγο του Θεόφιλου. Αυτή, ως επίτροπος του υιού της Μιχαήλ Γ΄ (842-867) εξεδίωξε τον Πατριάρχη Ιωάννη και διόρισε τον εικονολάτρη Πατριάρχη Μεθόδιο Α΄ (842-846). Έτσι, συγκλήθηκε στην ΚΠολη ενδημούσα σύνοδος το 843, υπό τον Μεθόδιο. Στη σύνοδο αυτή ανανεώθηκαν οι αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής του 787 και αποκαταστάθηκε το κύρος της. Αποφασίσθηκε να γίνει η οριστική πλέον αναστήλωση των εικόνων, οι οποίες τοποθετήθηκαν λίγο ψηλότερα, για την αποφυγή εκτρόπων. Τότε θεσπίσθηκε και η εορτή της Ορθοδοξίας να εορτάζεται επισήμως την Α΄ Κυριακή των νηστειών, ως θρίαμβος της Ορθοδοξίας εναντίον κάθε αιρέσεως. Από τότε αναγινώσκεται και το «Συνοδικό της Ορθοδοξίας».
Η Ζ΄ Οικουμενική εορτάζεται την Κυριακή μεταξύ 11 και 17 Οκτωβρίου.
Ο Όρος Πίστεως της Συνόδου
῾Η ἁγία μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος ἡ κατὰ θεοῦ χάριν καὶ θέσπισμα τῶν εὐσεβῶν καὶ φιλοχρίστων ἡμῶν βασιλέων Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῆς αὐτοῦ μητρὸς συναθροισθεῖσα τὸ δεύτερον ἐν τῇ Νικαέων λαμπρᾷ μητροπόλει τῆς Βιθυνῶν ἐπαρχίας, ἐν τῇ ἁγίᾳ τοῦ θεοῦ ἐκκλησίᾳ τῇ ἐπονομαζομένῃ «σοφίᾳ», ἀκολουθήσασα τῇ παραδόσει τῆς ἐκκλησίας ὥρισε τὰ ὑποτεταγμένα.
[1] ῾Ο τὸ φῶς τῆς αὐτοῦ ἐπιγνώσεως ἡμῖν χαρισάμενος καὶ τοῦ σκότους τῆς εἰδωλικῆς μανίας ἡμᾶς λυτρωσάμενος Χριστὸς ὁ θεὸς ἡμῶν, νυμφευσάμενος τὴν ἁγίαν αὐτοῦ καθολικὴν ἐκκλησίαν μὴ ἔχουσαν σπῖλον ἢ ῥυτίδα, ταύτην ἐπηγγείλατο διαφυλάττεσθαι τοῖς τε ἁγίοις αὐτοῦ μαθηταῖς διεβεβαιοῦτο λέγων· «μεθ᾿ ἡμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως συντελείας τοῦ αἰῶνος»· ταύτην δὲ τὴν ἐπαγγελίαν οὐ μόνον αὐτοῖς ἐχαρίσατο, ἀλλὰ καὶ ἡμῖν τοῖς δι᾿ αὐτῶν πιστεύσασιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ.
[2] τῆς οὖν δωρεᾶς ταύτης ἀλογήσαντές τινες ὡς ὑπὸ τοῦ ἀπατεῶνος ἐχθροῦ ἀναπτερούμενοι ἐξέστησαν τοῦ ὀρθοῦ λόγου καὶ τῇ παραδόσει τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἀντιταξάμενοι πρὸς τὴν σύνεσιν τῆς ἀληθείας διήμαρτον, καὶ ὥς φησιν ὁ παροιμιακὸς λόγος «τοὺς ἄξονας τοῦ ἰδίου γεωργίου πεπλάνηται», καὶ συνῆξαν ἐν χερσὶν ἀκαρπίαν, ὅτι τῶν ἱερῶν ἀναθημάτων τὴν θεοπρεπῆ εὐκοσμίαν διαβάλλειν τετολμήκασιν ἱερεῖς μὲν λεγόμενοι, μὴ ὄντες δέ· περὶ ὧν ὁ θεὸς διὰ τῆς προφητεία βοᾷ· «ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνά μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου»· ἀνιέροις γὰρ ἐπακολουθήσαντες ἀνδράσι ταῖς ἰδίας φρεσὶ πειθομένοις κατηγόρησαν τῆς ἁρμοσθείσης Χριστῷ τῷ θεῷ ἁγίας αὐτοῦ ἐκκλησίας καὶ ἀναμέσον ἁγίου καὶ βεβήλου οὐ διέστειλαν, τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἁγίων αὐτοῦ ὁμοίως τοῖς ξοάνοις τῶν σατανικῶν εἰδώλων ὀνομάσαντες.
[3] δι᾿ ὃ μὴ φέρων ὁρᾶν ὑπὸ τοιαύτης λύμης διαφθερόμενον τὸ ὑπήκοον ὁ δεσπότης Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἁπανταχοῦ τῆς ἱερωσύνης ἀρχηγοὺς τῇ εὐδοκίᾳ συνεκάλεσε θείῳ ζήλῳ καὶ ἐπινεύσει Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῶν πιστοτάτων ἡμῶν βασιλέων, ὅπως ἡ ἔνθεος παράδοσις τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας κοινῇ ψήφῳ ἀπολάβῃ τὸ κῦρος· μετὰ πάσης τοίνυν ἀκριβείας ἐρενήσαντές τε καὶ διασκεψάμενοι καὶ τῷ σκοπῷ τῆς ἀληθείας ἀκολουθήσαντες οὐδὲν ἀφαιροῦμεν οὐδὲ προστίθεμεν, ἀλλὰ πάντα τὰ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἀμείωτα διαφυλάττομεν· καὶ ἑπόμενοι ταῖς ἁγίαις οἰκουμενικαῖς ἓξ συνόδοις, πρῶτα μὲν τῇ ἐν τῇ λαμπρᾷ Νικαέων μητροπόλει συναθροισθείσῃ, ἔτι γε μὴν καὶ τῇ μετ᾿ αὐτὴν ἐν τῇ θεοφυλάκτῳ βασιλίδι πόλει·
Ἔκθεσις πίστεως τῶν ἐν Νικαίᾳ τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ ἁγίων καὶ μακαρίων πατέρων
[4] Πιστεύομεν εἰς ἕνα θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων ποιητήν. καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ, τὸν γεννηθέντα ἐκ τοῦ πατρὸς μονογενῆ, τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ πατρός· θεὸν ἐκ θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός, θεὸν ἀληθινὸν ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο τά τε ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ τὰ ἐν τῇ γῇ· τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα, καὶ σαρκωθέντα καὶ ἐνανθρωπήσαντα, παθόντα καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ· καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐν δεξιᾷ τοῦ πατρός· καὶ πάλιν ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς. καὶ εἰς τὸ ἅγιον πνεῦμα. τοὺς δὲ λέγοντας ὅτι «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν» καὶ «πρὶν γεννηθῆναι οὐκ ἦν» καὶ ὅτι «ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο», ἢ ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἢ οὐσίας φάσκοντας εἶναι, ἢ κτιστὸν ἢ τρεπτὸν ἢ ἀλλοιωτὸν τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ, τούτους ἀναθεματίζει ἡ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία. Ἔκθεσις πίστεως τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἑκατὸν πεντήκοντα ἁγίων καὶ μακαρίων πατέρων
[5] Πιστεύομεν εἰς ἕνα θεὸν πατέρα παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, θεὸν ἀληθινὸν ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ πατρί, δι᾿ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο· τὸν δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα· σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα· καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφάς· καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ πατρός· καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς· οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος. καὶ εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν πατρὶ καὶ υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν. εἰς μίαν ἁγίαν καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν ἐκκλησίαν. ὁμολογοῦμεν ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν, καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. ἀμήν.
[6] Βδελυσσόμεθα δὲ καὶ ἀναθεματίζομεν Ἄρειον καὶ τοὺς αὐτῷ σύμφρονας καὶ κοινωνοὺς τῆς μανιώδους αὐτοῦ κακοδοξίας, Μακεδόνιόν τε καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν ὀνομασθέντας πνευματομάχους, ὁμολογοῦμεν δὲ καὶ τὴν δέσποιναν ἡμῶν τὴν ἁγίαν Μαρίαν κυρίως καὶ ἀληθῶς θεοτόκον ὡς τεκοῦσαν σαρκὶ τὸν ἕνα τῆς ἁγίας τριάδος Χριστὸν τὸν θεὸν ἡμῶν, καθὰ καὶ ἡ ἐν ᾿Εφέσῳ τὸ πρότερον ἐδογμάτισε σύνοδος καὶ τὸν ἀσεβῆ Νεστόριον καὶ τοὺς ἀμφ᾿ αὐτὸν ὡς προσωπικὴν δυάδα εἰσάγοντας τῆς ἐκκλησίας ἐξώθησε· σὺν τούτοις δὲ καὶ τὰς δύο φύσεις ὁμολογοῦμεν τοῦ σαρκωθέντος δι᾿ ἡμᾶς ἐκ τῆς ἀχράντου θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, τέλειον αὐτὸν θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον γινώσκοντες, ὡς καὶ ἡ ἐν χαλκηδόνι σύνοδος ἐξεφώνησεν, Εὐτυχῆ καὶ Διόσκορον δυσφημήσαντας τῆς θείας αὐλῆς ἐξελάσασα, συναποβάλλοντες αὐτοῖς Σεβῆρον, Πέτρον, καὶ τὴν πολυβλάσφημον αὐτῶν ἀλληλόπλοκον σειράν, μεθ᾿ ὧν καὶ τὰ ᾿Ωριγένους Εὐαγρίου τε καὶ Διδύμου μυθεύματα ἀναθεματίζομεν, ὡς καὶ ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει συγκροτηθεῖσα πέμπτη σύνοδος· εἶτά τε καὶ δύο θελήματα καὶ ἐνεργείας κατὰ τὴν τῶν φύσεων ἰδιότητα κηρύττομεν, καθ᾿ ὃν τρόπον καὶ ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἕκτη σύνοδος ἐξεβόησεν ἀποκηρύξασα Σέργιον ῾Ονώριον Κῦρον Πύρρον Μακάριον, τοὺς ἀθελήτους τῆς εὐσεβείας καὶ τοὺς τούτων ὁμόφρονας.
[7] καὶ συνελόντες φαµέν· ἁπάσας τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἐγγράφως ἢ ἀγράφως τεθεσπισµένας ἡµῖν παραδόσεις ἀκαινοτοµήτως φυλάττοµεν· ὧν µία ἐστὶ καὶ ἡ τῆς εἰκονικῆς ἀναζωγραφήσεως ἐκτύπωσις ὡς τῇ ἱστορίᾳ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγµατος συνᾴδουσα, πρὸς πίστωσιν τῆς ἀληθινῆς καὶ οὐ κατὰ φαντασίαν τοῦ θεοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως, καὶ εἰς ὁµοίαν λυσιτέλειαν ἡµῖν χρησιµεύουσα· τὰ γὰρ ἀλλήλων δηλωτικά, ἀναµφιβόλως καὶ τὰ ἀλλήλων ἔχουσιν ἐµφάσεις.
[8] Τούτων οὕτως ἐχόντων, τὴν βασιλικὴν ὥς περ ἐρχόµενοι τρίβον, ἐπακολουθοῦντες τῇ θεηγόρῳ διδασκαλίᾳ τῶν ἁγίων πατέρων ἡµῶν καὶ τῇ παραδόσει τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας –τοῦ γὰρ ἐν αὐτῇ οἰκήσαντος ἁγίου πνεύµατος εἶναι ταύτην γινώσκοµεν–, ὁρίζοµεν οὖν σὺν ἀκριβείᾳ πάσῃ καὶ ἐµµελείᾳ παραπλησίως τῷ τύπῳ τοῦ τιµίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ ἀνατίθεσθαι τὰς σεπτὰς καὶ ἁγίας εἰκόνας τὰς ἐκ χρωµάτων καὶ ψηφῖδος καὶ ἑτέρας ὕλης ἐπιτηδείως ἐχούσης ἐν ταῖς ἁγίαις τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαις, ἐν ἱεροῖς σκεύεσι καὶ ἐσθῆσι τοίχοις τε καὶ σανίσιν, οἴκοις τε καὶ ὁδοῖς, τῆς τε τοῦ Κυρίου καὶ θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰκόνος καὶ τῆς ἀχράντου δεσποίνης ἡµῶν καὶ ἁγίας θεοτόκου τιµίων τε ἀγγέλων καὶ πάντων ἁγίων καὶ ὁσίων ἀνδρῶν –ὅσῳ γὰρ συνεχῶς δι᾿ εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως ὁρῶνται, τοσοῦτον καὶ οἱ ταύτας θεώμενοι διανίστανται πρὸς τὴν τῶν πρωτοτύπων μνήμην τε καὶ ἐπιπόθησιν–· [9] καὶ ταύταις ἀσπασμὸν καὶ τιμητικὴν προσκύνησιν ἀπονέμειν –οὐ μὴν τὴν κατὰ πίστιν ἡμῶν ἀληθινὴν λατρείαν, ἣ πρέπει μόνῃ τῇ θεία φύσει, ἀλλ᾽ ὃν τρόπον τῷ τύπῳ τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ καὶ τοῖς ἁγίοις εὐαγγελίοις καὶ τοῖς λοιποῖς ἱεροῖς ἀναθήμασι–· καὶ θυμιαμάτων καὶ φώτων προσαγωγὴν πρὸς τὴν τούτων τιμὴν ποιεῖσθαι, καθὼς καὶ τοῖς ἀρχαίοις εὐσεβῶς εἴθισται.
[9] «῾Η γὰρ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει», καὶ ὁ προσκυνῶν τὴν εἰκόνα προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τὴν ὑπόστασιν. οὕτω γὰρ κρατύνεται ἡ τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν διδασκαλία, εἴτουν παράδοσις τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας τῆς ἀπὸ περάτων εἰς πέρατα δεξαμένης τὸ εὐαγγέλιον. οὕτω τῷ ἐν Χριστῷ λαλήσαντι Παύλῳ καὶ πάσῃ τῇ θείᾳ ἀποστολικῇ ὁμηγύρει καὶ πατρικῇ ἁγιότητι ἐξακολουθοῦμεν κρατοῦντες τὰς παραδόσεις ἃς παρειλήφαμεν· οὕτω τοὺς ἐπινικίους τῇ ἐκκλησίᾳ προφητικῶς κατεπᾴδομεν ὕμνους· «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε, θύγατερ ᾿Ιερουσαλήμ· τέρπου καὶ εὐφραίνου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου· περιεῖλε Κύριος ἐκ σοῦ τὰ ἀδικήματα τῶν ἀντικειμένων σοι, λελύτρωσαι ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν σου· Κύριος βασιλεὺς ἐν μέσῳ σου· οὐκ ὄψει κακὰ οὐκέτι», καὶ εἰρήνη ἐπὶ σοὶ εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον.
[10] Τοὺς οὖν τολμῶντας ἑτέρως φρονεῖν ἢ διδάσκειν ἢ κατὰ τοὺς ἐνάγεις αἱρετικοὺς τὰς ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις ἀθετεῖν καὶ καινοτομίαν τινὰ ἐπινοεῖν ἢ ἀποβάλλεσθαί τι ἐκ τῶν ἀνατεθειμένων τῇ ἐκκλησίᾳ, εὐαγγέλιον ἢ τύπον τοῦ σταυροῦ ἢ εἰκονικὴν ἀναζωγράφησιν ἢ ἅγιον λείψανον μάρτυρος, ἢ ἐπινοεῖν σκολιῶς καὶ πανούργως πρὸς τὸ ἀνατρέψαι μίαν τινὰ τῶν ἐνθέσμων παραδόσεων τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἔτι γε μὴν ὡς κοινοῖς χρῆσθαι τοῖς ἱεροῖς κειμηλίοις ἢ τοῖς εὐαγέσι μοναστηρίοις, ἐπισκόπους μὲν ὄντας ἢ κληρικοὺς καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, μονάζοντας δὲ ἢ λαϊκοὺς τῆς κοινωνίας ἀφορίζεσθαι.
Η απεικόνιση της αγίας Τριάδος
Η απεικόνιση της Αγ. Τριάδας είναι απότοκος της Θεολογίας της και καταγράφει τις σχέσεις μεταξύ των τριών προσώπων. Είναι γνωστό, ότι στην Ορθόδοξη Εικονολογία, επιτρεπτή είναι η απεικόνιση μόνον όσων είδαμε και συνέβησαν ιστορικά, των προφητικών οράσεων και συμβόλων, του σαρκωθέντα Υιού και Λόγου του Θεού, της Θεοτόκου, των Αγγέλων και των Αγίων.
Η απεικόνιση της Αγίας Τριάδας ως τριών προσώπων, όπου απεικονίζεται ο Πατέρας ως «παλαιός των ημερών», ο Υιός ως νέος και το Άγ. Πνεύμα «εν είδει περιστεράς» είναι εικόνα ξένη προς την διδασκαλία των Πατέρων. Η απεικόνιση αυτή αποτελεί συγκαλυμμένη ειδωλολατρία, καθώς μέσα από ορθολογιστικές διαδικασίες, περιθέτει σωματικά σχήματα στη Θεότητα. Η αποτύπωση των ενδοτριαδικών σχέσεων ευνοεί την παπική αντίληψη, περί του τρόπου ύπαρξης του Αγ. Πνεύματος, δηλ. εκπορευόμενου από τον Πατέρα και τον Υιόν εξ ίσου, που είναι η γνωστή πλάνη του filioque. Επίσης η εικόνα αυτή, παρουσιάζοντας διαφορά στις μορφές Πατέρα και Υιού ως προς τη σωματική ηλικία, δίνει την εντύπωση, πως ο Υιός είναι νεώτερος του Πατέρα, αντίληψη που ευνοεί τους νέο-Αρειανούς Χιλιαστές και τους αρνητές της θεότητας του Υιού, Εβραίους και Μουσουλμάνους.
Το θέμα της απεικόνισης του Θεού Πατέρα, ως «παλαιού των ημερών», σε απεικονίσεις παλαιοδιαθηκικών οραμάτων (όπως π.χ. του οράματος του Δανιήλ) υπήρξε αντικείμενο εξέτασης κατά τη διάρκεια της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Εκεί, οι Πατέρες της Συνόδου ρωτούν δια του στόματος του Πάπα Ρώμης αγίου Γρηγορίου Β΄:
«Δια τι τον πατέρα του Κυρίου Ιησού Χριστού ουχ ιστορούμεν και ζωγραφούμεν;»
Για να δώσουν αμέσως την απάντηση:
«Επειδή ουκ οίδαμεν τις εστίν (…) και ει εθεασάμεθα και εγνωρίσαμεν καθώς τον υιόν αυτού, κακείνον αν είχομεν ιστορήσαι και ζωγραφήσαι.» (PG XII 963 E)
Επίσης για την απεικόνιση του αγίου Πνεύματος η ίδια η Σύνοδος αναφέρει:
«….. καίτοι των ευαγγελικών ουδαμώς παραδεδοκότων γραμμάτων, ότι γέγονε περιστερά το άγιον πνεύμα, αλλά ότι εν είδει περιστεράς ώφθη ποτέ.» (PG XIII 181 A)
Αλλά το θέμα της απεικόνισης της Αγίας Τριάδας έχει λήξει τελεσίδικα στην Μεγάλη Σύνοδο της Μόσχας του 1666, όπου μέσα στις πράξεις της Συνόδου, το κεφάλαιο 43 είναι αφιερωμένο στο ζήτημα της εικόνας της θεότητας και ιδιαίτερα του Θεού Πατέρα. Αυτό το κεφάλαιο έχει τον τίτλο: «Περί των εικονογράφων και του Σαβαώθ».
Στις αποφάσεις της Συνόδου, για το συγκεκριμένο θέμα αναφέρονται τα εξής:
«Θεσπίζουμε ότι ένας ικανός ζωγράφος που, ταυτόχρονα, είναι ένας καλός άνθρωπος (με εκκλησιαστική αξιοπρέπεια), θα διορίζεται διδάσκαλος των εικονογράφων, αρχηγός και επιμελητής. ΄Ετσι, οι αγνοούντες δεν θα μπορούν να χλευάζουν τις άγιες εικόνες του Χριστού, της Μητέρας του και των αγίων Του, τις άσχημες και κακοζωγραφισμένες. και θα σταματήσει η ματαιοδοξία μιας δήθεν σοφίας, που έχει οδηγήσει στην συνήθεια να ζωγραφίζει ο καθένας κατά τη φαντασία του χωρίς αυθεντική αναφορά και μάλιστα ξεκινώντας από ποικίλες αναπαραστάσεις του Κυρίου Σαβαώθ. Εντελλόμεθα να μην ζωγραφίζεται στο εξής η εικόνα του Κυρίου Σαβαώθ, σύμφωνα με μη λογοκριμένες οράσεις και ανάρμοστες, διότι κανείς δεν έχει δει τον Κύριο Σαβαώθ (δηλαδή τον Θεό Πατέρα) με σάρκα. Μόνον ο Χριστός έχει εικονιστεί, όπως τον είδαν σαρκωμένο, δηλαδή αναπαριστανόμενο με το σώμα Του και όχι κατά την θεότητά Του. Το ίδιο και η υπεραγία Μητέρα του Θεού και οι άλλοι άγιοί Του…
... Είναι εντελώς παράλογο να εικονογραφούν τον Κύριο Σαβαώθ (δηλαδή τον Πατέρα), με άσπρα γένια, με τον μονογενή Υιό στο στήθος Του και ένα περιστέρι ανάμεσά Τους, διότι κανείς δεν είδε τον Πατέρα μέσα στην Θεότητά Του. ο Πατέρας, πράγματι δεν έχει σάρκα και ο Υιός δεν εγεννήθη κατά σάρκα από τον Πατέρα προ των αιώνων. Κι’ αν ο προφήτης Δαβίδ λέει: «εκ γαστρός προ εωσφόρου εγέννησά σε» (Ψαλμ. ΡΘ΄ 3), αυτή η γέννηση, σίγουρα, δεν είναι σωματική. αυτή ήταν ανέκφραστη και απερινόητη. Διότι ο ίδιος ο Χριστός λέει στο Ευαγγέλιο: «ουδείς γινώσκει τον Πατέρα ειμή ο Υιός». Και ο προφήτης Ησαΐας ζητά στο 40ο κεφάλαιο: «τίνι ωμοιώσατε κύριον και τίνι ομοιώματι ωμοιώσατε αυτόν; μη εικόνα εποίησεν τέκτων ή χρυσοχόος χωνεύσας χρυσίον περιεχρύσωσεν αυτόν ομοίωμα κατασκεύασεν αυτόν; (18-19)». Το ίδιο και ο άγιος απόστολος Παύλος λέει στο κεφάλαιο 17 των Πράξεων: «γένος ουν υπάρχοντες του Θεού ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου το θείον είναι όμοιον». Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει επίσης (Περί ουρανού, κεφ. 20 για την εικόνα): «Μόνον δε το Θείον απερίγραπτόν εστι πάντα πληρούν και πάντα περιέχον και πάντα περιορίζον ως υπέρ πάντα ον και πάντα δημιουργήσαν». Ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος το απαγορεύει επίσης με παρόμοιο τρόπο. Να γιατί ο Κύριος Σαβαώθ που είναι η Θεότητα και η γέννηση του μονογενούς Υιού προ των αιώνων, γίνονται αντιληπτοί μόνο από το πνεύμα μας. όσο για την αναπαράστασή τους σε εικόνα δεν αρμόζει σε καμία περίπτωση, ούτε είναι δυνατή.
Εξ άλλου στη θ. λειτουργία του αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου χαρακτηριστική είναι η ευχή που υποδηλώνει το αδύνατο της αναπαράστασης του Κυρίου Σαβαώθ: «Συ γαρ ει Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος…..».
Και το Άγιον Πνεύμα δεν είναι από τη φύση του ένα περιστέρι, αλλά Θεός. Κανείς, λοιπόν, δεν είδε ποτέ το Θεό, καθώς μαρτυρεί ο άγιος ευαγγελιστής και θεολόγος Ιωάννης. Ωστόσο, στην αγία βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, το Άγιον Πνεύμα φάνηκε με τη μορφή περιστεριού και γι’ αυτό ακριβώς μπορούμε να το αναπαριστάνουμε με τη μορφή αυτή, σ’ αυτό μόνο το μέρος. Αλλού, αυτοί που κατανοούν τα πράγματα πνευματικά δεν εικονίζουν το Άγιον Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού. στο Όρος Θαβώρ, για παράδειγμα, παρουσιάστηκε με τη μορφή γνόφου (νεφέλης) και αλλού με άλλο τρόπο (υπενθυμίζεται η καιόμενη βάτος στον Μωυσή και οι πύρινες γλώσσες της Πεντηκοστής) .
Κατά τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, Σαβαώθ μεταφράζεται από την εβραϊκή γλώσσα με την έκφραση «ο κύριος των Δυνάμεων». Επομένως, ο Κύριος των Δυνάμεων είναι η Αγία Τριάδα, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Και αν ο προφήτης Δανιήλ λέει, ότι είδε τον παλαιό των ημερών καθήμενον επί θρόνου κρίσεως, δεν εννοεί τον Πατέρα, αλλά τον Υιό, ο οποίος στην Δευτέρα Παρουσία Του, θα κρίνει παν έθνος δια της φοβεράς Του κρίσεως . Ζωγραφίζουν επίσης στις εικόνες του Ευαγγελισμού τον Κύριο Σαβαώθ, που φυσά με το στόμα Του κι αυτή η πνοή φθάνει στην κοιλιά της αγίας Θεομήτορος. Αλλά ποίος το είδε αυτό και ποία αγία Γραφή το μαρτυρεί; Από πού το πήραν αυτό; Είναι φανερό, ότι μια τέτοια χρήση και άλλα παρόμοια πράγματα τα υιοθέτησαν και τα δανείστηκαν από ανθρώπους μάταιης γνώσης ή μάλλον από πνεύμα διαταραγμένο ή απόν. Να γιατί παραγγέλλουμε να σταματήσουν στο εξής αυτές οι μεταφερμένες από αλλού εικονογραφίες, που η μάταιη γνώση γέννησε…..»
Και η Σύνοδος καταλήγει:
«Τα λέμε αυτά για να αποστομώσουμε τους εικονογράφους, για να σταματήσουν να κάνουν λαθεμένες εικόνες και μάταιες και στο εξής να μη ζωγραφίζουν τίποτε σύμφωνα με τις ατομικές τους ιδέες και χωρίς αυθεντικές αναφορές.»
Υπάρχει όμως παράσταση της Αγίας Τριάδας, που να συμφωνεί με τα ιερά κείμενα; Ναι, υπάρχει και αυτή είναι η κλασσική εικόνα της φιλοξενίας του Αβραάμ, που τόσο επιτυχημένα έχει εικονίσει ο άγιος Ανδρέας Ρουμπλιέφ (Andrei Rublev) (τον 14ο αιώνα), δηλ. την φιλοξενία των τριών προσώπων (αγγέλων) από τον Αβραάμ.
Η Τριάδα του Ρουμπλιέφ ακολουθεί με αυστηρή συνέπεια την τάξη του Συμβόλου της Πίστης (από αριστερά στα δεξιά): Πατέρας, Υιός, Άγιο Πνεύμα. Τα ενδύματα του μεσαίου αγγέλου έχουν τα χρώματα του σαρκωμένου Λόγου, στα οποία περιλαμβάνεται ο μανδύας, προφανώς πάνω στο ιμάτιο – σύμβολο μηνύματος. Ένα μανδύα λιγότερο εμφανή, οπωσδήποτε στον τόνο του ιματίου, βλέπουμε στο δεξιό Άγγελο – σύμβολο της τρίτης υπόστασης.
Όσο για τον εικονογραφικό συμβολισμό, αυτή η εικόνα παρουσιάζει την θεμελιώδη εκκλησιαστική θέση: η Εκκλησία είναι η αποκάλυψη του «Πατρός εν Υιώ και Αγίω Πνεύματι». Το κτίσμα, σπίτι του Αβραάμ, είναι μια εικόνα της Εκκλησίας πάνω από τον Άγγελο του πρώτου προσώπου. η δρυς του Μαμβρή – δένδρο της ζωής και του ξύλου του Σταυρού, πάνω από τον Άγγελο του δευτέρου προσώπου – είναι ένδειξη της οικονομίας του Υιού του Θεού. τέλος, έχουμε το βουνό, σύμβολο πνευματικής ανόδου, πάνω από τον Άγγελο του τρίτου προσώπου. Πρέπει να προστεθεί, ότι το νόημα αυτής της εικόνας είναι επικεντρωμένο στο ποτήρι της ευχαριστίας, θείο δείπνο. Επίσης παρατηρείται, ότι ο αριστερά Άγγελος (Πατέρας) ατενίζει με βλέμμα κατά πολύ υψηλότερο, απ’ ότι οι άλλοι δυο, οι οποίοι έχουν ελαφρά κλίση της κεφαλής προς αυτόν.
Ακριβώς σ’ αυτή την εικόνα, «η ενέργεια του πνεύματος» μισάνοιξε στον μοναχό Ανδρέα Ρουμπλιέφ την έννοια της παλαιοδιαθηκικής αποκάλυψης, μια νέα θέα της τριαδικής ζωής. Η εικόνα θ’ αποδειχθεί τόσο δυνατή ώστε, «μεταξύ όλων των φιλοσοφικών αποδείξεων της ύπαρξης του Θεού, το πιο πειστικό είναι το συμπέρασμα: Υπάρχει η Τριάδα του Ρουμπλιέφ, υπάρχει ο Θεός» .
Παρ’ όλες όμως αυτές τις απαγορεύσεις, δυστυχώς, εξακολουθούν και κυκλοφορούν εικόνες της αγίας Τριάδας με τον Θεό Πατέρα, ως «παλαιό των ημερών» και το άγιο Πνεύμα, ως περιστέρι. Αλλά το χειρότερο είναι άλλο: Η απεικόνιση του Χριστού, ως Μεγάλου Αρχιερέα, στις θύρες της Ωραίας Πύλης. Εκεί, ο Χριστός απεικονίζεται με πλήρη αρχιερατική στολή, με μίτρα, αλλά και εγκόλπιο, στο οποίον απεικονίζεται ο Θεός Πατέρας, ή ένα περιστέρι! Δεν λείπουν ακόμη και παραστάσεις της Παναγίας βρεφοκρατούσας!
Παρατηρήσεις
[1] Η Εικονομαχία είχε πολιτικές και εκκλησιαστικές επιπτώσεις τόσο για το Βυζάντιο, όσο και για τη Δύση.
[2] Αποτελεί παράδειγμα της αντικανονικότητας στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, όπου οι εικονομάχοι αυτοκράτορες επενέβαιναν δραστικά στα εσωτερικά της Εκκλησίας, στη διοίκησή της, αλλά και στον καθορισμό της Πίστης.
[3] Πάρα πολλοί επίσκοποι της περιόδου αυτής υπέγραψαν τα πρακτικά των δύο εικονομαχικών συνόδων (754 και 815).
[4] Από την εικονομαχική αυτή έριδα προβλήθηκαν μάρτυρες και ομολογητές της Πίστης, πολλές δε χιλιάδες πιστών κατέφυγαν στη Δύση, για να γλυτώσουν από τους διωγμούς.
[5] Η εικονομαχία ωφέλησε και αρνητικά, γιατί προκάλεσε πνευματική αναγέννηση και επέφερε εξύψωση και αποκάθαρση της θρησκευτικής ζωής.
[6] Η απόσπαση της νότιας Ιταλίας και του Ιλλυρικού από τη Ρώμη και η προσάρτησή της στην ΚΠολη έκοψε τις γέφυρες μεταξύ Ανατολής και Δύσης και συνετέλεσε στην απομάκρυνση των Επισκόπων Ρώμης από το Βυζάντιο και τη δημιουργία του Παπικού κράτους, από τον πάπα Στέφανο Γ΄, το 754, οπότε έχουμε το προοίμιο του μετέπειτα μεγάλου Σχίσματος του 1054, μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
[7] Η σύσταση του παπικού κράτους, το 754, δεν συνάντησε την αντίδραση της καθόλου Εκκλησίας και αυτό αποδεικνύεται από την παρουσία των παπών Αδριανού Α΄ (δια των αντιπροσώπων αυτού) στη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο και Ιωάννη Η΄ (δια των αντιπροσώπων αυτού) στην Η΄ Οικουμενική Σύνοδο, όχι μόνο, ως αρχηγούς Εκκλησίας, αλλά και ως αρχηγούς κοσμικής εξουσίας, κατά παράβαση του ζ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
[8] Σύμφωνα με το Σύμβολο της Συνόδου επιτρέπεται η απεικόνιση του Τιμίου Σταυρού, του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου, των αγγέλλων και των αγίων στους Ι. Ναούς, σε ιερά σκεύη, σε ιερά ενδύματα, σε τοίχους, σε σανίδες, στις οικίες (κατ’ οίκον εκκλησίες) και σε δρόμους. Απεικονίζονται λοιπόν, όσα μπορούν να οραθούν και όχι των αοράτων, όπως του Θεού Πατέρα. Επ’ αυτού ισχύει επιπροσθέτως και η απόφαση της Συνόδου της Μόσχας του 1666, όπου απαγορεύεται ρητώς η απεικόνιση του Θεού Πατέρα και του αγίου Πνεύματος, ως περιστεράς.
12.10.14
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
(Πηγή: «Η Αγία Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος», Ιωάννης Καρδάσης, ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ(Ι) )
Κανόνες τῆς ἐν Νικαίᾳ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Ζ´ Συνόδου
Συνεκλήθη ὑπὸ τοῦ Αὐτοκράτορος τῶν Ῥωμαίων
Κωνσταντίνου τοῦ Ἕκτου καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Αὐγούστας Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας
ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας ἐν τῷ Πανσέπτῳ Ναῷ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας (787 μ.Χ.)
Κανὼν Α´
Τοῖς τὴν ἱερατικὴν λαχοῦσιν ἀξίαν, μαρτύριά τε καὶ κατορθώματα, αἱ τῶν κανονικῶν διατάξεών εἰσιν ὑποτυπώσεις· ἃς ἀσμένως δεχόμενοι, μετὰ τοῦ θεοφάντορος Δαβὶδ ᾄδομεν πρὸς τὸν δεσπότην Θεόν, λέγοντες· Ἐν τῇ ὁδῷ τῶν μαρτυρίων σου ἐτέρφθην, ὡς ἐπὶ παντὶ πλούτῳ· καὶ, Ἐνετείλω δικαιοσύνην, τὰ μαρτύριά σου εἰς τὸν αἰῶνα· συνέτισόν με καὶ ζήσομαι. Καί, Εἰς τὸν αἰῶνα ἡ προφητικὴ φωνὴ ἐντέλλεται ἡμῖν φυλάττειν τὰ μαρτύρια τοῦ Θεοῦ, καὶ ζῆν ἐν αὐτοῖς, δηλονότι ἀκράδαντα καὶ ἀσάλευτα διαμένοντα, ὅτι καὶ ὁ θεόπτης Μωϋσῆς οὕτω φησὶν· Ἐν αὐτοῖς οὐκ ἔστι προσθεῖναι, καὶ ἀπ᾿ αὐτῶν οὐκ ἔστιν ἀφελεῖν· Καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος Πέτρος ἐν αὐτοῖς ἐγκαυχώμενος βοᾷ· Εἰς ἃ ἐπιθυμοῦσιν ἄγγελοι παρακύψαι. Καὶ ὁ Παῦλός φησιν· Κἂν ἡμεῖς, ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν, παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. Τούτων οὖν οὕτως ὄντων, καὶ διαμαρτυρουμένων ἡμῖν, ἀγαλλιώμενοι ἐπ᾿ αὐτοῖς, ὡς εἴ τις εὕροι σκῦλα πολλά, ἀσπασίως τοὺς θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν ἁγίων σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος, τῶν πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἕξ ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· Ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα. Καὶ οὕς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι, καὶ ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν· οὕς δέ τῇ καθαιρέσει, καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν· οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ, καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν· οὓς δὲ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι, καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν. Ἀφιλάργυρος γὰρ ὁ τρόπος, ἀρκούμενοι τοῖς παροῦσιν· ὁ ἀναβεβηκὼς εἰς τρίτον οὐρανόν, καὶ ἀκούσας ἄῤῥρητα ῥήματα, Παῦλος ὁ θεῖος Ἀπόστολος διαῤῥήδην βοᾷ.
Κανὼν B´
Ἐπειδή περ ψάλλοντες συντασσόμεθα τῷ Θεῷ· Ἐν τοῖς δικαιώμασί σου μελετήσω, οὐκ ἐπιλήσομαι τῶν λόγων σου· πάντας μὲν Χριστιανοὺς τοῦτο φυλάττειν σωτήριον, κατ᾿ ἐξαίρετον δέ, τοὺς τὴν ἱερατικὴν ἀμπεχομένους ἀξίαν. Ὅθεν ὁρίζομεν, πάντα τὸν προάγεσθαι μέλλοντα εἰς τὸν τῆς ἐπισκοπῆς βαθμόν, πάντως τὸν Ψαλτῆρα γινώσκειν, ἵνα, ὡς ἐκ τούτου, καὶ πάντα τὸν κατ᾿ αὐτὸν κλῆρον οὕτω νουθετῇ μυεῖσθαι. Ἀνακρίνεσθαι δὲ ἀσφαλῶς ὑπὸ τοῦ μητροπολίτου, εἰ προθύμως ἔχει ἀναγινώσκειν ἐρευνητικῶς, καὶ οὐ παροδευτικῶς, τούς τε ἱεροὺς κανόνας, καὶ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, τήν τε τοῦ θείου Ἀποστόλου βίβλον, καὶ πᾶσαν τὴν θείαν Γραφήν· καὶ κατὰ τὰ θεῖα ἐντάλματα ἀναστρέφεσθαι, καὶ διδάσκειν τὸν κατ᾿ αὐτὸν λαόν. Οὐσία γὰρ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ἱεραρχίας ἐστὶ τὰ θεοπαράδοτα λόγια, ἤγουν ἡ τῶν θείων Γραφῶν ἀληθινὴ ἐπιστήμη, καθὼς ὁ μέγας ἀπεφήνατο Διονύσιος. Εἰ δὲ ἀμφισβητοίη, καὶ μὴ ἀσμενίζοι οὕτω ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν, μὴ χειροτονείσθω. Ἔφη γὰρ προφητικῶς ὁ Θεός· Σὺ ἐπίγνωσιν ἀπώσω, κἀγὼ ἀπώσομαί σε τοῦ μὴ ἱερατεύειν μοι.
Κανὼν Γ´
Πᾶσαν ψῆφον γινομένην παρὰ ἀρχόντων, ἐπισκόπου, ἢ πρεσβυτέρου, ἢ διακόνου, ἄκυρον μένειν, κατὰ τὸν κανόνα τὸν λέγοντα· Εἴ τις ἐπίσκοπος, κοσμικοῖς ἄρχουσι χρησάμενος, δι᾿ αὐτῶν ἐγκρατὴς ἐκκλησίας γένηται, καθαιρείσθω, καὶ ἀφοριζέσθω, καὶ οἱ κοινωνοῦντες αὐτῷ πάντες. Δεῖ γὰρ τὸν μέλλοντα προβιβάζεσθαι εἰς ἐπισκοπήν, ὑπὸ ἐπισκόπων ψηφίζεσθαι· καθὼς παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ ὥρισται ἐν τῷ κανόνι τῷ λέγοντι· Ἐπίσκοπον προσήκει, μάλιστα μὲν ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ καθίστασθαι· εἰ δὲ δυσχερὲς εἴη τὸ τοιοῦτο, ἢ διὰ κατεπείγουσαν ἀνάγκην, ἢ διὰ μῆκος ὁδοῦ, ἐξάπαντος τρεῖς ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναγομένους· (συμψήφων γινομένων καὶ τῶν ἀπόντων, καὶ συντιθεμένων διὰ γραμμάτων), τότε τὴν χειροτονίαν ποιεῖσθαι. Τὸ δὲ κῦρος τῶν γινομένων, δίδοσθαι καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν τῷ μητροπολίτῃ.
Κανὼν Δ´
Ὁ κῆρυξ τῆς ἀληθείας Παῦλος, ὁ θεῖος Ἀπόστολος, οἱονεὶ κανόνα τιθεὶς τοῖς Ἐφεσίων πρεσβυτέροις, μᾶλλον δὲ καὶ παντὶ ἱερατικῷ πληρώματι, οὕτως ἐπαῤῥησιάσθη, εἰπών· Ἀργυρίου, ἢ χρυσίου, ἢ ἱματισμοῦ, οὐδενὸς ἐπεθύμησα· πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν, ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μακάριον ἡγουμένους τὸ διδόναι, ἢ λαμβάνειν. Διὸ καὶ ἡμεῖς μαθητευθέντες παρ᾿ αὐτοῦ, ὁρίζομεν, μηδόλως αἰσχροκερδῶς ἐπινοεῖσθαι ἐπίσκοπον, προφασιζόμενον προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, ἀπαιτεῖν χρυσόν, ἢ ἄργυρον, ἢ ἕτερον εἶδος τοὺς ὑπ᾿ αὐτὸν τελοῦντος ἐπισκόπους, ἢ κληρικούς, ἢ μοναχούς. Φησὶ γὰρ ὁ Ἀπόστολος· Ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι· καί, Οὐκ ὀφείλει τὰ τέκνα τοῖς γονεῦσι θησαυρίζειν, ἀλλ᾿ οἱ γονεῖς τοῖς τέκνοις. Εἴ τις οὖν δι᾿ ἀπαίτησιν χρυσοῦ, ἢ ἑτέρου τινὸς εἴδους, εἴτε διά τινα ἰδίαν ἐμπάθειαν, εὑρεθείη ἀπείργων τῆς λειτουργίας, καὶ ἀφορίζων τινὰ τῶν ὑπ᾿ αὐτὸν κληρικῶν, ἢ σεπτὸν ναὸν κλείων, ὡς μὴ γίνεσθαι ἐν αὐτῷ τὰς τοῦ Θεοῦ λειτουργίας, καὶ εἰς ἀναίσθητον τὴν ἑαυτοῦ μανίαν ἐπιπέμπων, ἀναίσθητος ὄντως ἐστί, καὶ τῇ ταυτοπαθείᾳ ὑποκείσεται, καὶ ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, ὡς παραβάτης ἐντολῆς Θεοῦ, καὶ τῶν Ἀποστολικῶν διατάξεων. Παραγγέλλει γὰρ καὶ Πέτρος, ἡ κορυφαία τῶν Ἀποστόλων ἀκρότης, Ποιμαίνετε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστῶς, ἀλλ᾿ ἑκουσίως, κατὰ Θεόν· μὴ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως· μὴ ὡς κατακυριεύοντες τῶν κλήρων, ἀλλὰ τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ φανερωθέντος τοῦ Ἀρχιποίμενος, κομιεῖσθε τὸν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον.
Κανὼν Ε´
Ἁμαρτία πρὸς θάνατόν ἐστιν, ὅταν τινὲς ἁμαρτάνοντες, ἀδιόρθωτοι μένωσι. Τὸ δὲ τούτου χεῖρον, ἐὰν καὶ τραχηλιῶντες κατεξανίστανται τῆς εὐσεβείας, καὶ τῆς ἀληθείας, προτιμώμενοι τὸν Μαμωνᾶν τῆς τοῦ Θεοῦ ὑπακοῆς, καὶ τῶν κανονικῶν αὐτοῦ διατάξεων μὴ ἀντεχόμενοι. Ἐν τούτοις οὐκ ἔστι Κύριος ὁ Θεός, εἰ μήπου ταπεινωθέντες, τοῦ ἰδίου σφάλματος ἀνανήψωσι· χρὴ γὰρ μᾶλλον αὐτοὺς προσέρχεσθαι τῷ Θεῷ, καὶ μετὰ συντετριμμένης καρδίας τὴν ἄφεσιν τούτου τοῦ ἁμαρτήματος, καὶ τὴν συγχώρησιν αἰτεῖσθαι, οὐχὶ ἐναβρύνεσθαι τῇ ἀθέσμῳ δόσει. Ἐγγὺς γὰρ Κύριος τοῖς συντετριμμένοις τῇ καρδίᾳ. Τοὺς οὖν ἐγκαυχωμένους, διὰ δόσεως χρυσίου τετάχθαι ἐν ἐκκλησίᾳ, καὶ ταύτῃ τῇ πονηρᾷ συνηθείᾳ ἐπελπίζοντας, τῇ ἀλλοτριούσῃ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκ πάσης ἱερωσύνης, καὶ ἐκ τούτου ἀναιδεῖ προσώπῳ, καὶ ἀπερικαλύπτῳ στόματι, ὀνειδιστικοῖς λόγοις τοὺς δι᾿ ἀρετὴν βίου ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκλεγέντας, καὶ καταταγέντας ἐκτὸς δόσεως χρυσίου, ἀτιμάζοντας, πρῶτα μὲν τοῦτο ποιοῦντας, τὸν ἔσχατον βαθμὸν λαμβάνειν τοῦ οἰκείου τάγματος. Εἰ δ᾿ ἐπιμένοιεν, δ᾿ ἐπιτιμίου διορθοῦσθαι. Εἰ δέ τις ἐπὶ χειροτονίᾳ φανείη ποτὲ τοῦτο πεποιηκώς, γινέσθω κατὰ τὸν ἀποστολικὸν κανόνα, τὸν λέγοντα· Εἴ τις ἐπίσκοπος διὰ χρημάτων τῆς ἀξίας ταύτης ἐγκρατὴς γένηται, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, καθαιρείσθω καὶ αὐτός, καὶ ὁ χειροτονήσας, καὶ ἐκκοπτέσθωσαν παντάπασιν ἐκ τῆς κοινωνίας, ὡς Σίμων ὁ μάγος ὑπ᾿ ἐμοῦ Πέτρου. Ὡσαύτως καὶ κατὰ τὸν δεύτερον κανόνα τῶν ἐν Χαλκηδόνι ὁσίων Πατέρων ἡμῶν, τὸν λέγοντα· Εἴ τις ἐπίσκοπος ἐπὶ χρήμασι χειροτονίαν ποιήσοιτο, καὶ εἰς πρᾶσιν καταγάγοι τὴν ἄπρατον χάριν, καὶ χειροτονήσοι ἐπὶ χρήμασιν ἐπίσκοπον, ἢ χωρεπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, ἢ διάκονον, ἤ τινα τῶν ἐν τῷ κλήρῳ καταριθμουμένων, ἢ προβάλλοιτο ἐπὶ χρήμασιν οἰκονόμον, ἢ ἔκδικον, ἢ παραμονάριον, ἢ ὅλως τινὰ τοῦ κανόνος, ἢ δι᾿ αἰσχροκέρδειαν οἰκείαν, ὁ τοῦτο ἐπιχειρήσας ἐλεγχθείς, κινδυνευέτω εἰς τὸν οἰκεῖον βαθμόν· καὶ ὁ χειροτονούμενος μηδὲν ἐκ τῆς κατ᾿ ἐμπορίαν ὠφελείσθω χειροτονίας, ἢ προβολῆς, ἀλλ᾿ ἔστω ἀλλότριος τῆς ἀξίας, ἢ τοῦ φροντίσματος, οὖπερ ἐπὶ χρήμασιν ἔτυχεν. Εἰ δέ τις καὶ μεσιτεύων φανείη τοῖς οὕτως αἰσχροῖς καὶ ἀθεμίτοις λήμμασι, καὶ οὗτος, εἰ μὲν κληρικὸς εἴη, τοῦ οἰκείου ἐκπιπτέτω βαθμοῦ· εἰ δὲ λαϊκός, ἢ μοναχός, ἀφοριζέσθω.
Κανὼν ΣΤ´
Ἐπειδή περ κανών ἐστιν, ὁ λέγων· Δὶς τοῦ ἕτους καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν χρῆναι γίνεσθαι διὰ συναθροίσεως ἐπισκόπων τὰς κανονικὰς συζητήσεις· διὰ τὴν συντριβὴν καὶ τὸ ἐνδεῶς ἔχειν πρὸς ὁδοιπορίαν τοὺς συναθροιζομένους, ὥρισαν οἱ τῆς ἕκτης συνόδου ὅσιοι Πατέρες, ἐξ ἅπαντος τρόπου καὶ προφάσεως, ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ γίνεσθαι, καὶ τὰ ἐσφαλμένα διορθοῦσθαι. Τοῦτον οὖν τὸν κανόνα καὶ ἡμεῖς ἀνανεοῦμεν· καὶ εἴ τις εὑρεθῇ ἄρχων τοῦτο κωλύων, ἀφοριζέσθω. Εἰ δέ τις ἐκ τῶν μητροπολιτῶν ἀμελήσοι τοῦτο γίνεσθαι, ἐκτὸς ἀνάγκης, καὶ βίας, καί τινος εὐλόγου προφάσεως, τοῖς κανονικοῖς ἐπιτιμίοις ὑποκείσθω· Τῆς δὲ συνόδου γενομένης περὶ κανονικῶν καὶ εὐαγγελικῶν πραγμάτων, δεῖ τοῖς συναθροισθεῖσιν ἐπισκόποις ἐν μελέτῃ καὶ φροντίδι γίνεσθαι τοῦ φυλάττεσθαι τὰς θείας καὶ ζωοποιοὺς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. Ἐν γὰρ τῷ φυλάττεσθαι αὐτὰς ἀνταπόδοσις πολλή· ὅτι καὶ λύχνος ἡ ἐντολή· νόμος δέ, φῶς, καὶ ὁδὸς ζωῆς ἔλεγχος καὶ παιδεία· καί, Ἡ ἐντολὴ Κυρίου τηλαυγὴς φωτίζουσα ὀφθαλμούς. Μὴ ἔχειν δὲ ἄδειαν τὸν μητροπολίτην, ἐξ ὧν ἐπιφέρεται ὁ ἐπίσκοπος μετ᾿ αὐτοῦ, ἢ κτῆνος, ἢ ἕτερον εἶδος ἀπαιτεῖν. Εἰ γὰρ τοῦτο ἐλεγχθῇ πεποιηκώς, ἀποτίσει τετραπλάσιον.
Κανὼν Ζ´
Ἔφη Παῦλος ὁ θεῖος Ἀπόστολος· Τινῶν ἀνθρώπων αἱ ἁμαρτίαι πρόδηλοί εἰσι· τισὶ δὲ καὶ ἐπακολουθοῦσιν. Ἁμαρτιῶν οὖν προκαταλαμβανουσῶν, καὶ ἕτεραι ἁμαρτίαι ἕπονται ταύταις. Τῇ οὖν ἀσεβεῖ αἱρέσει τῶν χριστιανοκατηγόρων καὶ ἄλλα ἀσεβήματα συνηκολούθησαν. Ὥσπερ γὰρ τὴν τῶν σεπτῶν εἰκόνων ἀφείλοντο ὄψιν ἐκ τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἕτερά τινα ἔθη παραλελοίπασιν, ἃ χρὴ ἀνανεωθήναι, καὶ κατὰ τὴν ἔγγραφον καὶ ἄγραφον θεσμοθεσίαν οὕτω κρατεῖν. Ὅσοι οὖν σεπτοὶ ναοὶ καθιερώθησαν ἐκτὸς ἁγίων λειψάνων μαρτύρων, ὁρίζομεν ἐν αὐτοῖς κατάθεσιν γίνεσθαι λειψάνων μετὰ τῆς συνήθους εὐχῆς. Ὁ δὲ ἄνευ ἁγίων λειψάνων καθιερῶν ναόν, καθαιρείσθω, ὡς παραβεβηκὼς τὰς ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις.
Κανὼν Η´
Ἐπειδὴ πλανώμενοί τινες ἐκ τῆς τῶν Ἑβραίων θρησκείας, μυκτηρίζειν ἔδοξαν Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, προσποιούμενοι μὲν χριστιανίζειν, αὐτὸν δὲ ἀρνούμενοι κρύβδην, καὶ λαθραίως σαββατίζοντες, καὶ ἕτερα Ἰουδαϊκὰ ποιοῦντες· ὁρίζομεν τούτους, μήτε εἰς κοινωνίαν, μήτε εἰς εὐχήν, μήτε εἰς ἐκκλησίαν δέχεσθαι, ἀλλὰ φανερῶς εἶναι κατὰ τὴν ἑαυτῶν θρησκείαν Ἑβραίους, καὶ μήτε τοὺς παῖδας αὐτῶν βαπτίζειν, μήτε δοῦλον ὠνεῖσθαι, ἢ κτᾶσθαι. Εἰ δὲ ἐξ εἰλικρινοῦς πίστεως ἐπιστρέψει τις αὐτῶν, καὶ ὁμολογήσει ἐξ ὅλης καρδίας, θριαμβεύων τὰ κατ᾿ αὐτοὺς ἔθη καὶ πράγματα, πρὸς τὸ καὶ ἄλλους ἐλεγχθῆναι καὶ διορθώσασθαι, τοῦτον προσδέχεσθαι, καὶ βαπτίζειν, καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ, καὶ ἀσφαλίζεσθαι αὐτοὺς ἀποστῆναι τῶν Ἑβραϊκῶν ἐπιτηδευμάτων· εἰ δὲ μὴ οὕτως ἔχοιεν, μηδαμῶς αὐτοὺς προσδέχεσθαι.
Κανὼν Θ´
Πάντα τὰ μειρακιώδη ἀθύρματα, καὶ μανιώδη βακχεύματα, τὰ ψευδοσυγγράμματα, τὰ κατὰ τῶν σεπτῶν εἰκόνων γινόμενα δέον δοθῆναι τῷ ἐπισκόπῳ Κωνσταντινουπόλεως, ἵνα ἀποτεθῶσι μετὰ τῶν λοιπῶν αἱρετικῶν βιβλίων. Εἰ δέ τις εὑρεθείη ταῦτα κρύπτων· εἰ μὲν ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος εἴη, καθαιρείσθω· εἰ δὲ λαϊκός, ἢ μοναχός, ἀφοριζέσθω.
Κανὼν Ι´
Ἐπειδή τινες τῶν κληρικῶν, παραλογιζόμενοι τὴν κανονικὴν διάταξιν, ἀπολιπόντες τὴν ἑαυτῶν παροικίαν εἰς ἑτέραν παροικίαν ἐκτρέχουσι, κατὰ τὸ πλεῖστον δὲ ἐν ταύτῃ τῇ θεοφυλάκτῳ καὶ βασιλίδι πόλει, καὶ εἰς ἄρχοντας προσεδρεύουσιν, ἐν τοῖς αὐτῶν εὐκτηρίοις τὰς λειτουργίας ποιοῦντες, τούτους, χωρὶς τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου καὶ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, οὐκ ἔξεστι δεχθῆναι ἐν οἱῳδήποτε οἴκῳ, ἢ ἐκκλησίᾳ· εἰ δέ τις τοῦτο ποιήσει, ἐπιμένων, καθαιρείσθω. Ὅσοι δὲ μετ᾿ εἰδήσεως τῶν προλεχθέντων ἱερέων τοῦτο ποιοῦσιν, οὐκ ἔξεστιν αὐτοῖς, κοσμικὰς καὶ βιωτικὰς φροντίδας ἀναλαμβάνεσθαι, ὡς κεκωλυμένοις τοῦτο ποιεῖν παρὰ τῶν θείων κανόνων. Εἰ δέ τις φωραθείη τῶν λεγομένων μειζοτέρων τὴν φροντίδα ἐπέχων, ἢ παυσάσθω, ἢ καθαιρείσθω. Μᾶλλον μὲν οὖν ἴτω πρὸς διδασκαλίαν τῶν τε παίδων καὶ τῶν οἰκετῶν, ἐπαναγινώσκων αὐτοῖς τὰς θείας Γραφάς· εἰς τοῦτο γὰρ καὶ τὴν ἱερωσύνην ἐκληρώσατο.
Κανὼν ΙΑ´
Ὑπόχρεοι ὄντες πάντες τοὺς θείους κανόνας φυλάττειν, καὶ τὸν λέγοντα, οἰκονόμους εἶναι ἐν ἑκάστῃ ἐκκλησίᾳ, παντὶ τρόπῳ ἀπαράτρωτον διατηρεῖν ὀφείλομεν. Καὶ εἰ μὲν ἕκαστος μητροπολίτης ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ καθιστᾷ οἰκονόμον, καλῶς ἂν ἔχοι· εἰ δὲ μή γε ἐξ αὐθεντίας ἰδίας, τῷ Κωνσταντινουπόλεως ἐπισκόπῳ ἄδειά ἐστι προχειρίζεσθαι οἰκονόμον ἐν τῇ αὐτοῦ ἐκκλησίᾳ. Ὡσαύτως καὶ τοῖς μητροπολίταις, εἰ οἱ ὑπ᾿ αὐτοὺς ἐπίσκοποι οὐ προαιροῦνται οἰκονόμους ἐγκαταστῆσαι ἐν ταῖς ἑαυτῶν ἐκκλησίαις· τὸ αὐτὸ δε φυλάττεσθαι καὶ ἐπὶ τῶν μοναστηρίων.
Κανὼν ΙΒ´
Εἴ τις ἐπίσκοπος εὑρεθείη, ἢ ἡγούμενος, ἐκ τῶν αὐτουργίων τοῦ ἐπισκοπείου, ἢ τοῦ μοναστηρίου, ἐκποιούμενος εἰς ἀρχοντικὴν χεῖρα, ἢ ἑτέρῳ προσώπῳ ἐκδιδούς, ἄκυρον εἶναι τὴν ἔκδοσιν, κατὰ τὸν κανόνα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τὸν λέγοντα· Πάντων τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ὁ ἐπίσκοπος ἐχέτω τὴν φροντίδα, καὶ διοικείτω αὐτὰ ὡς Θεοῦ ἐφορῶντος· μὴ ἐξεῖναι δὲ αὐτῷ σφετερίζεσθαί τι ἐξ αὐτῶν, ἢ συνγενέσιν ἰδίοις τὰ τοῦ Θεοῦ χαρίζεσθαι· εἰ δὲ πένητες εἶεν, ἐπιχορηγείτω ὡς πένησιν, ἀλλὰ μὴ προφάσει τούτων τὰ τῆς ἐκκλησίας ἀπεμπολείτω. Εἰ δὲ προφασίζοιντο ζημίαν ἐμποιεῖν, καὶ μηδὲν πρὸς ὄνησιν τυγχάνειν τὸν ἀγρόν, μηδ᾿ οὕτω τοῖς κατὰ τόπον ἄρχουσιν ἐκδιδόναι τὸν τόπον, ἀλλὰ κληρικοῖς ἢ γεωργοῖς. Εἰ δὲ πανουργίᾳ πονηρᾷ χρήσοιντο, καὶ ἐκ τοῦ κληρικοῦ ἢ τοῦ γεωργοῦ ὠνήσηται ἄρχων τὸν ἀγρόν, καὶ οὕτως ἄκυρον εἶναι τὴν πρᾶσιν, καὶ ἀποκαθίστασθαι τῷ ἐπισκοπείῳ, ἢ τὸ μοναστηρίῳ· καὶ ὁ ἐπίσκοπος, ἢ ὁ ἡγούμενος, τοῦτο ποιῶν, ἐκδιωχθήτω· ὁ μὲν ἐπίσκοπος τοῦ ἐπισκοπείου, ὁ δὲ ἡγούμενος τοῦ μοναστηρίου· ὡς διασκορπίζοντες κακῶς, ἃ οὐ συνήγαγον.
Κανὼν ΙΓ´
Ἐπειδὴ διὰ τὴν γενομένην κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν συμφορὰν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, καθηρπάγησάν τινες εὐαγεῖς οἶκοι ὑπό τινων ἀνδρῶν, ἐπισκοπεῖά τε, καὶ μοναστήρια, καὶ ἐγένοντο κοινὰ καταγώγια· εἰ μὲν οἱ διακρατοῦντες ταῦτα, προαιροῦνται ἀποδιδόναι, ἵνα κατὰ τὸ ἀρχαῖον ἀποκατασταθῶσιν, εὗ καὶ καλῶς ἔχει· εἰ δὲ μῆγε, εἰ μὲν τοῦ καταλόγου τοῦ ἱερατικοῦ εἰσι, τούτους καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν· εἰ δὲ μοναχοί, ἢ λαϊκοί, ἀφορίζεσθαι· ὡς ὄντας κατακρίτους ἀπὸ τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· καὶ τετάχθωσαν, ὅπου ὁ σκώληξ οὐ τελευτᾷ, καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται· ὅτι τῇ τοῦ Κυρίου φωνῇ ἐναντιοῦνται, τῇ λεγούσῃ· Μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ Πατρός μου οἶκον ἐμπορίου.
Κανὼν ΙΔ´
Ὅτι τάξις ἐμπολιτεύεται τῇ ἱερωσύνῃ, πᾶσιν ἀρίδηλόν ἐστι. Καὶ τὸ σὺν ἀκριβείᾳ διατηρεῖν τὰς τῆς ἱερωσύνης ἐγχειρήσεις, Θεῷ εὐάρεστον. Ἐπεὶ οὖν ὁρῶμεν ἐκτὸς χειροθεσίας νηπιόθεν τὴν κουρὰν τοῦ κλήρου λαμβάνοντάς τινας, μήπω δὲ παρ᾿ ἐπισκόπων χειροθεσίαν λαβόντας, καὶ ἀναγινώσκοντας ἐν τῇ συντάξει ἐπ᾿ ἄμβωνος, ἀκανονίστως δὲ τοῦτο ποιοῦντας, ἐπιτρέπομεν ἀπὸ τοῦ παρόντος τοῦτο μὴ γίνεσθαι· τὸ αὐτὸ δὲ φυλάττεσθαι καὶ ἐπὶ μοναχῶν. Ἀναγνώστου δὲ χειροθεσίαν, ἄδειά ἐστι ἐν ἰδίῳ μοναστηρίῳ καὶ μόνῳ, ἑκάστῳ ἡγουμένῳ ποιεῖν, εἰ αὐτῷ τῷ ἡγουμένῳ ἐπετέθη χειροθεσία παρ᾿ ἐπισκόπου πρὸς προεδρίαν ἡγουμένου, δηλονότι ὄντος αὐτοῦ πρεσβυτέρου. Ὡσαύτως καί κατὰ τὸ ἀρχαῖον ἔθος, τοὺς χωρεπισκόπους κατ᾿ ἐπιτροπὴν τοῦ ἐπισκόπου δεῖ προχειρίζεσθαι ἀναγνώστας.
Κανὼν ΙΕ´
Κληρικὸς ἀπὸ τοῦ παρόντος μὴ καταταττέσθω ἐν δυσὶν ἐκκλησίαις· ἐμπορίας γὰρ καὶ αἰσχροκερδείας τούτου ἴδιον, καὶ ἀλλότριον ἐκκλησιαστικῆς συνηθείας. Ἠκούσαμεν γὰρ ἐξ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς φωνῆς, ὅτι, Οὐ δύναταί τις δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει, καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ τοῦ ἑνὸς ἀνθέξεται, καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Ἕκαστος οὖν, κατὰ τὴν ἀποστολικὴν φωνήν, ἐν ᾧ ἐκλήθη, ἐν τούτῳ ὀφείλει μένειν, καὶ προσεδρεύειν ἐν μιᾷ ἐκκλησίᾳ. Τὰ γὰρ δι᾿ αἰσχροκέρδειαν γινόμενα ἐπὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, ἀλλότρια τοῦ Θεοῦ καθεστήκασι. Πρὸς δὲ τὴν τοῦ βίου τοῦτου χρείαν, ἐπιτηδεύματά εἰσι διάφορα. Ἐξ αὐτῶν οὖν, εἴτις βούλοιτο, τὰ χρειώδη τοῦ σώματος ποριζέσθω· ἔφη γὰρ ὁ Ἀπόστολος, Ταῖς χρείαις μου, καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ, ὑπηρέτησαν αἱ χεῖραις αὖται. Καὶ ταῦτα μὲν ἐν ταύτῃ τῇ θεοφυλάκτω πόλει· ἐν δὲ τοῖς ἔξω χωρίοις, διὰ τὴν ἔλλειψιν τῶν ἀνθρώπων, παραχωρείσθω.
Κανὼν ΙΣΤ´
Πᾶσα βλακεία, καὶ κόσμησις σωματική, ἀλλότριαί εἰσι τῆς ἱερατικῆς τάξεως, καὶ καταστάσεως. Τοὺς οὖν ἑαυτοὺς κοσμοῦντας ἐπισκόπους, ἢ κληρικούς, δι᾿ ἐσθήτων λαμπρῶν καὶ περιφανῶν, τούτους διορθοῦσθαι χρή· εἰ δ᾿ ἐπιμένοιεν, ἐπιτιμίῳ παραδίδοσθαι· ὡσαύτως καὶ τοὺς τὰ μύρα χριομένους. Ἐπεὶ δὲ ῥίζα πικρίας ἄνω φύουσα, μίασμα γέγονε τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, ἡ τῶν χριστιανοκατηγόρων αἵρεσις. καὶ οἱ ταύτην δεξάμενοι, οὐ μόνον τὰς εἰκονικὰς ἀναζωγραφήσεις ἐβδελύξαντο, ἀλλὰ καὶ πᾶσαν εὐλάβειαν ἀπώσαντο, τοῖς σεμνῶς καὶ εὐσεβῶς βιοῦσι προσοχθίζοντες· καὶ πεπλήρωται ἐπ᾿ αὐτοῖς τὸ γεγραμμένον· Βδέλυγμα ἁμαρτωλῷ θεοσέβεια· εἰ εὑρεθῶσι τοίνυν τινὲς ἐγγελῶντες τοῖς τὴν εὐτελῆ καὶ σεμνὴν ἀμφίεσιν περικειμένοις, δι᾿ ἐπιτιμίου διορθούσθωσαν. Ἐκ γὰρ τῶν ἄνωθεν χρόνων, πᾶς ἱερατικὸς ἀνὴρ μετὰ μετρίας καὶ σεμνῆς ἀμφιάσεως ἐπολιτεύετο. Πὰν γὰρ ὃ μὴ διὰ χρείαν, ἀλλὰ διὰ καλλωπισμὸν παραλαμβάνεται, περπερείας ἔχει κατηγορίαν, ὡς ὁ μέγας ἔφη Βασίλειος· ἀλλ᾿ οὐδέ ἐκ σηρικῶν ὑφασμάτων πεποικιλμένην ἐσθῆτα ἐνεδέδυντο, οὐδέ τινα προσετίθεσαν ἐτερόχροα ἐπιβλήματα ἐν τοῖς ἄκροις τῶν ἱματίων. Ἤκουσαν γὰρ ἐκ τῆς θεοφθόγγου γλώσσης, ὅτι οἱ τὰ μαλακὰ φοροῦντες ἐν τοῖς οἴκοις τῶν βασιλέων εἰσίν.
Κανὼν ΙΖ´
Τινὲς τῶν μοναχῶν καταλιπόντες τὰ ἑαυτῶν μοναστήρια, ὡς ἐφιέμενοι τοῦ ἄρχειν, καὶ τὸ ὑπακούειν ἀπαναινόμενοι, ἐγχειροῦσι κτίζειν εὐκτηρίους οἴκους, τὰ πρὸς ἀπαρτισμὸν μὴ ἔχοντες. Εἴ τις οὖν τοῦτο ἐπιχειρήσοι ποιεῖν, κωλυέσθω ὑπὸ τοῦ κατὰ τόπον ἐπισκόπου· εἰ δὲ τὰ πρὸς ἀπαρτισμὸν ἔχοι, τὰ βεβουλευμένα αὐτῷ εἰς πέρας ἀγέσθωσαν. Τὸ αὐτὸ δὲ φυλαττέσθω καὶ ἐπὶ λαϊκῶν, καὶ κληρικῶν.
Κανὼν ΙΗ´
Ἀπρόσκοποι γίνεσθε καὶ τοῖς ἔξωθεν, φησὶν ὁ θεῖος Ἀπόστολος· Τὸ δὲ γυναῖκας ἐνδιαιτᾶσθαι ἐν ἐπισκοπείοις, ἢ μοναστηρίοις, παντὸς προσκόμματος αἴτιον. Εἴ τις οὖν δούλην, ἢ ἐλευθέραν ἐν ἐπισκοπείῳ κτώμενος φωραθείη, ἢ ἐν μοναστηρίῳ, πρὸς ἐγχείρησιν διακονίας τινός, ἐπιτιμάσθω· ἐπιμένων δέ, καθαιρείσθω. Εἰ δὲ καὶ τύχοι ἐν προαστείοις γυναῖκας εἶναι, καὶ θελήσοι ἐπίσκοπος, ἢ ἡγούμενος, πορείαν ἐν τῆς ἐκεῖσε ποιήσασθαι, παρόντος ἐπισκόπου, ἢ ἡγουμένου, μηδόλως ἐγχείρησιν διακονίας ποιείσθω κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν γυνή, ἀλλ᾿ ἰδιαζέτω ἐν ἑτέρῳ τόπῳ, ἕως ἂν τὴν ἐπαναχώρησιν ποιήσηται ὁ ἐπίσκοπος, διὰ τὸ ἀνεπίληπτον.
Κανὼν ΙΘ´
Τοσοῦτον κατενεμήθη τῆς φιλαργυρίας τὸ μῦσος εἰς τοὺς ἡγήτορας τῶν ἐκκλησιῶν, ὥστε καί τινας τῶν λεγομένων εὐλαβῶν ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, ἐπιλαθομένους τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου, ἐξαπατηθῆναι, καὶ διὰ χρυσίου τὰς εἰσδοχὰς τῶν προσερχομένων τῷ ἱερατικῳ τάγματι, καὶ τῷ μονήρει βίῳ, ποιεῖσθαι. Καὶ γίνεται, ὧν ἡ ἀρχὴ ἀδόκιμος, καὶ τὸ πᾶν ἀπόβλητον, ὥς φησιν ὁ μέγας Βασίλειος· Οὐδὲ γὰρ Θεῷ, καὶ μαμωνᾷ δουλεύειν ἔξεστιν. Εἴ τις οὖν εὑρεθῆ τοῦτο ποιῶν, εἰ μὲν ἐπίσκοπός ἐστιν, ἢ ἡγούμενος, ἤ τις τοῦ ἱερατικοῦ, ἢ παυσάσθω, ἢ καθαιρείσθω, κατὰ τὸν δεύτερον κανόνα τῆς ἐν Χαλκηδόνι ἁγίας συνόδου. Εἰ δὲ ἡγουμένη, ἐκδιωχθήτω τοῦ μοναστηρίου, καὶ παραδοθήτω ἐν ἑτέρῳ μοναστηρίῳ πρὸς ὑποταγήν. Ὡσαύτως καὶ ἡγούμενος, μὴ ἔχων χειροτονίαν πρεσβυτέρου. Ἐπὶ δὲ τῶν παρὰ γονέων παραδεδομένων δίκην προικώων τοῖς τέκνοις, ἢ ἰδιοκτήτων αὐτῶν πραγμάτων, προσαγομένων, ὁμολογούντων τῶν προσαγόντων ταῦτα εἶναι ἀφιερωμένα τῷ Θεῷ, ὡρίσαμεν, κἄν τε μείνῃ, κἄν τε ἐξέλθῃ, μένειν αὐτὰ ἐν τῷ μοναστηρίῳ, κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν αὐτοῦ, εἰ μὴ εἴη αἰτία τοῦ προεστῶτος.
Κανὼν Κ´
Ἀπὸ τοῦ παρόντος ὁρίζομεν, μὴ γίνεσθαι διπλοῦν μοναστήριον, ὅτι σκάνδαλον καὶ πρόσκομμα τοῖς πολλοῖς γίνεται τοῦτο. Εἰ δέ τινες μετὰ συγγενῶν προαιροῦνται ἀποτάξασθαι, καὶ τῷ μονήρει βίῳ κατακολουθεῖν, τοὺς μὲν ἄνδρας δεῖ ἀπιέναι εἰς ἀνδρῷον μοναστήριον, τὰς δὲ γυναῖκας εἰσιέναι ἐν γυναικείῳ μοναστηρίῳ· ἐπὶ τούτῳ γὰρ εὐαρεστεῖται ὁ Θεός. Τὰ δὲ ὄντα ἕως τοῦ νῦν διπλᾶ κρατείτωσαν, κατὰ τὸν κανόνα τοῦ ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου, καὶ κατὰ τὴν διαταγὴν αὐτοῦ, οὕτω διατυπούσθωσαν· Μὴ διαιτάσθωσαν δὲ ἐν ἑνὶ μοναστηρίῳ μοναχοί, καὶ μονάστριαι· μοιχεία γὰρ μεσολαβεῖ τὴν συνδιαίτησιν. Μὴ ἐχέτῳ μοναχὸς παῤῥησίαν πρὸς μονάστριαν, ἢ μονάστρια πρὸς μοναχόν, ἰδίᾳ προσομιλεῖν· μηδὲ κοιταζέσθω μοναχὸς ἐν γυναικείῳ μοναστηρίῳ· μηδὲ συνεσθιέτω μονάστρια κατὰ μόνας. Καὶ ὅτε τὰ ἀναγκαῖα τοῦ βίου παρὰ τοῦ ἀνδρώου μέρους πρὸς τὰς κανονικὰς ἀποκομίζονται, ἔξωθεν τῆς πύλης ταῦτα λαμβανέτω ἡ ἡγουμένη τοῦ γυναικείου μοναστηρίου, μετὰ γραός τινος μοναστρίας. Εἰ δὲ συμβῇ, συγγενῆ τινὰ ἐθέλειν θεάσασθαι μοναχόν, ἐπὶ παρουσίᾳ τῆς ἡγουμένης, ταύτῃ προσομιλείτω διὰ μικρῶν καὶ βραχέων λόγων, καὶ συντόμως ἐξ αὐτῆς ὑπαναχωρείτω.
Κανὼν ΚΑ´
Οὐ δεῖ μοναχόν, ἢ μονάστριαν, καταλιμπάνειν τὴν οἰκείαν μονήν, καὶ ἐν ἑτέρᾳ ἀπέρχεσθαι. Εἰ δὲ συμβῇ τοῦτο, ξενοδοχεῖσθαι αὐτόν, ἀναγκαῖον· προλαμβάνεσθαι δὲ ἄνευ γνώμης τοῦ ἡγουμένου αὐτοῦ, οὐ προσήκει.
Κανὼν ΚΒ´
Θεῷ μὲν τὸ πᾶν ἀνατίθεσθαι, καὶ οὐ τοῖς ἰδίοις θελήμασι δουλοῦσθαι, μέγα χρῆμα τυγχάνει. Εἴτε γὰρ ἐσθίετε, εἴτε πίνετε, ὁ θεῖος Ἀπόστολός φησι, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε. Χριστὸς δὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις αὐτοῦ, τὰς ἀρχὰς τῶν ἁμαρτημάτων ἐκκόπτειν προστέταχεν· οὐ γὰρ ἡ μοιχεία μόνον παρ᾿ αὐτοῦ κολάζεται, ἀλλὰ καὶ ἡ κίνησις τοῦ λογισμοῦ πρὸς τὴν τῆς μοιχείας ἐγχείρησιν κατακέκριται· λέγοντος αὐτοῦ· Ὁ ἐμβλέψας γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτῆς, ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. Ἔνθεν οὖν μαθητευθέντες, λογισμούς ὀφείλομεν καθαιρεῖν. Εἰ γὰρ καὶ πάντα ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει, ὡς ἐξ ἀποστολικῆς φωνῆς διδασκόμεθα. Ἐπανάγκες οὖν ἐστι παντὶ ἀνδρὶ διὰ τὸ ζῆν ἐσθίειν. Καὶ οἷς μὲν ὁ βίος ἐστὶ γάμου, καὶ τέκνων, καὶ λαϊκῆς διαθέσεως, ἀναμίξ ἐσθίειν ἄνδρας καὶ γυναῖκας, τῶν ἀδιαβλήτων ἐστί, μόνον τῷ διδόντι τροφὴν τὴν εὐχαριστίαν προσάγοντας· μὴ μετά τινων θυμελικῶν ἐπιτηδευμάτων, εἴτουν σατανικῶν ᾀσμάτων, κιθαρῶν τε, καὶ πορνικῶν λυγισμάτων, οἷς ἐπέρχεται ἡ προφητικὴ ἀρά, οὑτωσὶ λέγουσα· Οὐαὶ οἱ μετὰ κιθάρας, καὶ ψαλτηρίου, τὸν οἶνον πίνοντες, τὰ δὲ ἔργα Κυρίου οὐκ ἐμβλέπουσι, καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ οὐ κατανοοῦσι. Καὶ εἴπου ποτὲ εἶεν τοιοῦτοι ἐν τοῖς Χριστιανοῖς, διορθούσθωσαν· εἰ δὲ μή γε, κρατείτωσαν ἐπ᾿ αὐτοῖς τὰ παρὰ τῶν πρὸ ἡμῶν κανονικῶς ἐκτεθέντα. Οἷς δὲ ὁ βίος ἐστίν ἡσύχιος καὶ μονότροπος, ὁ συνταξάμενος Κυρίῳ τῷ Θεῷ ζυγὸν μονήρη ἆραι, καθίσεται κατὰ μόνας καὶ σιωπήσει. Ἀλλὰ μὴν καὶ τοῖς ἱερατικὸν ἐκλεξαμένοις βίον, οὐδόλως ἔξεστι κατ᾿ ἰδίαν γυναιξὶ συνεσθίειν, εἰ μή που μετά τινων θεοφόβων καὶ εὐλαβῶν ἀνδρῶν, καὶ γυναικῶν· ἵνα καὶ αὐτὴ ἡ συνεστίασις πρὸς κατόρθωσιν πνευματικὴν ἀπάγῃ. Καὶ ἐπὶ συγγενῶν δὲ τὸ αὐτὸ ποιείτω. Εἰ δὲ καὶ αὖθις ἐν ὁδοιπορίᾳ συμβῂ τὰ τῆς ἀναγκαίας χρείας μὴ ἐπιφέρεσθαι μοναχόν, ἢ ἱερατικὸν ἄνδρα, καὶ διὰ τὸ ἀναγκαῖον καταλῦσαι βούλεται, εἴτε ἐν πανδοχείῳ, εἴτε ἐν οἴκῳ τινός, ἄδειαν ἔχειν αὐτὸν τοῦτο ποιεῖν, ὡς τῆς χρείας κατεπειγούσης, μόνον μετ᾿ εὐλαβείας.
(Πηγή: «Κανόνες τῆς ἐν Νικαίᾳ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Ζ´ Συνόδου», users.uoa.gr/~nektar/ )
Η Εικόνα σέ Ανατολή καί Δύση,
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Η καθιερωμένη εορτή τής Ορθοδοξίας στήν αρχή τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά τήν οποία συνδέεται η θεολογία τής εικόνας μέ τήν θεολογία τής άσκησης, αλλά συγχρόνως μετέχουμε τού μυστηρίου τού Σταυρού καί τής Αναστάσεως τού Χριστού, δείχνει τήν εξωτερική λάμψη τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά κυρίως καί πρό παντός τό βάθος της, πράγμα τό οποίο «δείται δηλίου κολυμβητού».
Στήν συνέχεια θά τονισθούν τέσσερα σημεία, στά οποία φαίνεται καί ο χώρος στόν οποίο εντάσσεται η ορθόδοξη εικόνα, αλλά καί η διαφορά της από άλλες χριστιανικές παραδόσεις.
1. Η Εκκλησία τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Αγίων
Η Εικόνα σέ Ανατολή καί Δύση. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δέν στηρίζεται στήν νοησιαρχία-ρατσιοναλισμό, καί τόν ηθικισμό, αλλά στήν αποκαλυπτική εμπειρία τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Αγίων Πατέρων. Αυτό είναι πού τήν διακρίνει από τόν δυτικό σχολαστικισμό καί ηθικισμό. Ο Θεός δέν είναι αντικείμενο μιάς ανακάλυψης από τόν λογικοκρατούμενο άνθρωπο, αλλά ο Ίδιος αποκαλύπτεται στήν καθαρή καρδιά τού ανθρώπου, κατά τόν λόγο τού Χριστού: «Μάκαριοι οι καθαροί τή καρδία, ότι αυτοί τόν Θεόν όψονται» (Ματθ. ε', 8).
Στό «Συνοδικό τής Ορθοδοξίας», πού διαβάζεται τήν Κυριακή τής Ορθοδοξίας, μεταξύ τών άλλων γράφεται:
«Οι προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν…..ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν αληθινόν Θεόν ημών.»
Στό απόσπασμα αυτό φαίνεται ότι ταυτίζεται η όραση τών Προφητών, η διδασκαλία τών Αποστόλων, τό δόγμα τών Πατέρων. Η ορθόδοξη θεολογία δέν είναι στοχασμός καί φαντασία, αλλά εμπειρία εν Αγίω Πνεύματι, καί τό δόγμα είναι οριοθέτηση τής προσωπικής αποκαλυπτικής εμπειρίας, καί αυτό γίνεται γιά τήν σωτηρία τού ανθρώπου. Τελικά, τό δόγμα είναι τά ρητά ρήματα καί νοήματα τής αρρήτου πραγματικότητας, καί έχει σκοπό νά γίνη φάρμακο στόν άνθρωπο, ώστε νά αποκτήση κοινωνία μέ τόν Θεό. Μέσα από αυτήν τήν προοπτική πρέπει νά δούμε καί τήν δογματική αλήθεια γιά τίς εικόνες. Η ορθόδοξη εικόνα είναι φανέρωση τής ακτίστου δόξης τού Θεού, ώστε ο άνθρωπος νά οδηγηθή σέ αυτήν τήν βίωση τής θείας δόξης. Σέ αυτήν τήν πραγματικότητα κινούνται καί οι άγιοι Πατέρες μας, γι’ αυτό καί πάλι στό «Συνοδικό τής Ορθοδοξίας» λέγεται επανειλημμένως ότι πορευόμαστε «κατά τάς τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τής Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα».
2. Η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος καί η Σύνοδος τής Φραγκφούρτης
Η ιστορικότητα τού εκκλησιαστικού γεγονότος πού πανηγυρίζεται τήν Κυριακή τής Ορθοδοξίας συνίσταται στήν αναστήλωση τών ιερών εικόνων πού έγινε τό 843 μ. Χ. καί κατά τό έτος εκείνο στήν πραγματικότητα αποκαταστάθηκε τό κύρος τής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, πού συνήλθε στήν Νίκαια τής Βυθηνίας τό έτος 787 μ. Χ. καί θεολόγησε γιά τήν αξία τών ιερών εικόνων στήν Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η θεολογία αυτή εκφράσθηκε από παλαιούς Πατέρας, όπως τόν Μ. Βασίλειο, αλλά καί άλλους πλησιέστερους πρός τήν Οικουμενική αυτή Σύνοδο Πατέρας, όπως τόν άγιο Ιωάννη τόν Δαμασκηνό, τόν Θεόδωρο τόν Στουδίτη κ. ά. Πρίν τήν Οικουμενική Σύνοδο, αλλά καί μετά από αυτήν, αναπτύχθηκε μιά θαυμαστή θεολογία, γύρω από τίς εικόνες τού Χριστού, τής Παναγίας, τών αγίων καί τού Τιμίου Σταυρού. Οι εικόνες δέν είναι σύμβολα εξωτερικά, αλλά εκφράσεις τού μυστηρίου τής σαρκώσεως τού Υιού καί Λόγου τού Θεού καί τής θεώσεως τού ανθρώπου . Στήν πραγματικότητα η ιστόρηση τών ιερών εικόνων δείχνει τήν υποστατική ένωση κτιστού καί ακτίστου στό Πρόσωπο τού Χριστού, καί τήν κατά Χάρη ένωση τού ανθρώπου μέ τόν Θεό.
Πρέπει νά σημειωθή ότι στήν Οικουμενική Σύνοδο παρέστησαν εκπρόσωποι όλων τών κατά τόπους Εκκλησιών, ακόμη καί τού Πάπα τής Ρώμης Αδριανού, οι οποίοι υπέγραψαν τίς αποφάσεις τής Συνόδου γιά τήν θεολογική αξία τών ιερών εικόνων. Ακόμη τότε υπήρχε ενότητα μεταξύ Παλαιάς καί Νέας Ρώμης καί, παρά τίς ιδιαίτερες παραδόσεις, σέ μή ουσιαστικά δογματικά θέματα, είχαν κοινή πίστη, θεολογία καί ζωή.
Παρά ταύτα ο Καρλομάγνος, ηγέτης τών Φράγκων, προκειμένου νά διαφοροποιηθή από τήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καί νά εφαρμόση τά δικά του σχέδια, διαφώνησε μέ τήν απόφαση τής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, καί αμέσως συνέταξε απάντηση τήν γνώση «Capitulare adversus synodum» μέ τήν οποία απέρριπτε τίς αποφάσεις τής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου . Όμως, ο Πάπας Αδριανός -ο οποίος συμμετείχε στήν Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, μέ αντιπροσώπους του καί μάλιστα στά Πρακτικά της συμπεριελήφθηκε επιστολή του μέ τήν οποία έδειχνε τήν προσήλωσή του στίς αρχαίες παραδόσεις τής Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας καί επιδοκιμάσθηκε από όλους τούς παρόντες Πατέρας- απέστειλε επιστολή στόν Καρλομάγνο, στήν οποία εξέφρασε τίς αντιρρήσεις του στίς αποφάσεις του. Ο Καρλομάγνος όταν έλαβε αυτές τίς εξηγήσεις τού Πάπα Αδριανού, πού υπερασπίσθηκε τήν απόφαση τής Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, αντί νά χαρή γιά τήν νίκη τών εικονοφίλων, έδωσε εντολή στούς συμβούλους του νά συνθέσουν μιά νέα θεολογία. Έτσι γράφηκαν τά Libri Carolini, στά οποία φαίνεται η αντίθεση τών Φράγκων πρός τίς ορθόδοξες απόψεις τού Πάπα τής Ρώμης, αλλά καί όλων τών Πατριαρχών τής Ανατολής πού έλαβαν μέρος στήν Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο.
Στήν συνέχεια ο Καρλομάγνος συγκάλεσε δική του Σύνοδο στήν Φραγκφούρτη τό έτος 794, στήν οποία επισημοποίησε τίς πρόσφατες αποκλίσεις τών θεολόγων τής αυλής του, καί μεταξύ τών άλλων αποδοκιμάσθηκε η λατρεία τών εικόνων καί εισήχθηκε τό filioque στό Σύμβολο τής Πίστεως .
Αυτό είναι τό καθοριστικό σημείο διαφοροποίησης ενός μέρους τής Ευρώπης από τήν ορθόδοξη ενότητα πού υπήρχε μεταξύ τών Πέντε Πατριαρχείων, δηλαδή τού Πάπα τής Ρώμης καί τών Πατριαρχείων τής Ανατολής . Όμως, όταν τό 1009 μ. Χ. καταλαμβάνεται ο θρόνος τής Παλαιάς Ρώμης από φιλοφράγκο Πάπα καί εισήχθηκε τό filioque στό Σύμβολο τής Πίστεως, τότε επήλθε τό σχίσμα, η διαίρεση, μέ αποτέλεσμα προοδευτικά νά περάσουν στήν δυτική Εκκλησία οι αποφάσεις τής Συνόδου τής Φραγκφούρτης εναντίον τών ιερών εικόνων. Οπότε, εισήχθησαν καί τά αγάλματα στήν λατρεία, αλλά καί οι εικόνες έχασαν τήν πνευματικότητα καί τήν θεολογία τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας καί έτσι αναπτύχθηκε η νατουραλιστική καί αισθησιοκρατική αντίληψη περί τής εικόνας.
3. Η εικόνα στήν ορθόδοξη καί τήν δυτική παράδοση
Τό δεύτερο σημείο πού πρέπει νά εξετασθή είναι η διαφορά μεταξύ τής ορθοδόξου–Βυζαντινής εικόνας καί τής δυτικής εικόνας σέ δύο συγκεκριμένα πρότυπα, τής Δύσεως καί τής Ανατολής.
Η δυτική τεχνοτροπία τής εικόνας, όπως επικράτησε στήν Δύση, κατά τόν Μεσαίωνα καί στήν αρχή τής Αναγέννησης, εκφράζεται κατά τόν καλύτερο τρόπο, στήν ζωγραφική τού Παπικού Παρεκκλησίου τού Βατικανού τής Καπέλα Σιξτίνα, πού ζωγραφήθηκε τόν 15ο αιώνα από μεγάλους καλλιτέχνες, σηματικότερος δέ τών οποίων είναι ο Μιχαήλ Άγγελος.
Πρόσφατα δημοσιεύθηκε ένα βιβλίο, στό οποίο δίνεται μιά νέα ερμηνεία τού συνόλου τής εικονογραφίας τού ναού αυτού. Τό βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από τόν Καθηγητή Πφάϊφερ (Heinrich Pfeiffer), ο οποίος προσπάθησε νά δώση μιά θεολογική ερμηνεία τής εικονογραφίας τού Παπικού παρεκκλησίου, βάσει τών δογμάτων τού Καθολικισμού. Υποστηρίζει ότι στό έργο αυτό η επιλογή τών θεμάτων, οι λεπτομέρειες τών τοιχογραφιών, η ενότητα καί η αρμονία πού παρατηρούνται στό εικονογραφικό πρόγραμμα, δέν σχεδιάσθηκαν από τούς ιδίους τούς καλλιτέχνες, αλλα από παπικούς θεολόγους τής εποχής εκείνης. Στό θέμα τού Τριαδικού Θεού η εικονογράφηση στηρίχθηκε στήν διδασκαλία τού ιερού Αυγουστίνου περί τής εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος εκ τού Πατρός καί εκ τού Υιού.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Μιχαήλ Άγγελος ζωγραφίζοντας τό Παπικό παρεκκλήσι ενεργούσε ως γλύπτης καί ζωγράφισε τίς βιβλικές μορφές σάν αγάλματα, βρίσκοντας «αυθόρμητα τόν ανθρωποκεντρισμό του καί τόν κανόνα τής κλασικής αρχαιότητας» .
Είναι χαρακτηριστική η παράσταση τής Κρίσεως, πού ζωγραφίθηκε από τόν Μιχαήλ Άγγελο. Ο Χριστός παρουσιάζεται νά έχη υψωμένο τό δεξί του χέρι σέ κίνηση οργής καί όλη η παράσταση επηρεάζεται από τήν κίνηση τού δεξιού χεριού τού Κριτού. Καί όπως σημειώνεται από τόν ερευνητή:
«... γιά πρώτη φορά καλλιτέχνης διορισμένος από τόν Πάπα Ρωμαϊκής Εκκλησίας φιλοτεχνεί μιά εικόνα τού Χριστού πού αποκλίνει από τόν καθιερωμένο εικονογραφικό τύπο καί παραπέμπει σέ ειδωλολατρική θεότητα.»
Πιθανόν εδώ νά θέλη νά εκφράση τήν απόλυτη δύναμη τού Πάπα σέ όλη τήν οικουμένη, αφού είναι βικάριος τού Χριστού πάνω στήν γή.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος, ορθόδοξος αγιογράφος ο ίδιος, όταν επισκέφθηκε τήν Καπέλλα Σιξτίνα, έγραψε:
«... η ψυχή δέν διατίθεται καθόλου γιά προσευχή, αλλά μόνον γιά διαφόρους καλλιτεχνικούς καί φιλοσοφικούς στοχασμούς.»
Ειδικά γιά τήν παράσταση τού Χριστού ως Κριτού, έγραψε:
«Λές καί είναι κάποιος "πρωταθλητής" πού εκσφενδονίζει στήν άβυσσο τού άδη όλους εκείνους πού τόλμησαν νά τού αντισταθούν. Η χειρονομία του είναι "εκδικητική", ωμή…Καί είμαι βέβαιος ότι δέν είναι καθόλου ο αυθεντικά ευαγγελικός Χριστός.»
Πόσο διαφορετικά είναι τά πράγματα στήν Ορθόδοξη αγιογραφία, όπως φαίνεται στήν εικόνα τής Δευτέρας Παρουσίας τού Χριστού, αλλά καί στήν εικόνα τής Μεταμορφώσεως τού Χριστού καί τής Αναστάσεως. Μέσα στήν Καπέλλα Σιξτίνα δέν μπόρεσε νά χωρέσουν οι εικόνες τής Μεταμορφώσεως καί τής Αναστάσεως καί αυτό είναι χαρακτηριστικό.
Άς προσέξουμε τίς αγιογραφίες ενός άλλου Μιχαήλ, τού Μιχαήλ Πανσελήνου, στό Πρωτάτο τού Αγίου Όρους. Οι αγιογραφίες αυτές προκαλούν τό ενδιαφέρον όλων τών μελετητών τής τέχνης, αλλά καί τών απλών ανθρώπων. Η Ιερά Κοινότητα τού Αγίου Όρους έχει πή ότι:
«... αι τοιχογραφίαι τής "Μεγάλης Εκκλησίας τού Πρωτάτου" είναι καρπός καί απόσταγμα τής εσωτερικής-μοναχικής καί λειτουργικής ζωής τού Αγιωνύμου Όρους. Εις τόν εικαστικόν τούτον θησαυρόν τού ιερού ημών Τόπου, η θεολογική εμβρίθεια, τό πνευματικόν βάθος καί τό κλασσικόν αίσθημα, καρποφορούν τήν αρμονίαν τών συνθέσεων, τό κάλλος τής μορφής καί τήν λαμπρότητα τού χρώματος.»
Κατά τήν άποψη ειδικού περί τήν τέχνη:
«Οι τοιχογραφίες τού Πρωτάτου εκφράζουν μία ενσυνείδητη στροφή καί ανανεωμένο ενδιαφέρον τού βυζαντινού κόσμου στό ιδεώδες τού κλασικού σέ αρμονική, ωστόσο, σύζευξη μέ τήν πνευματικότητα τής χριστιανικής κοινωνίας πού εκφράζει.»
Ο Αρχιμ. Σωφρόνιος γράφει ότι οι ορθόδοξοι αγιογράφοι ενεργούν βάσει τής προσωπικής τους εμπειρίας. Άλλοι από αυτούς καταργούν τίς αναλογίες καί παραμορφώνουν τήν ανθρώπινη μορφή, γιά νά αποσπάσουν τόν νού τού προσευχομένου από τήν γή καί νά τόν οδηγήσουν στόν ουρανό, καί άλλοι μέ τήν εικόνα θέλουν νά εκφράσουν τήν ένωση κτιστού καί ακτίστου. Αυτή η τελευταία περίπτωση προϋποθέτει θεοπτική εμπειρία.
Η διαφορά μεταξύ τών βυζαντινών καί δυτικών εικόνων είναι σαφέστατη. Οι βυζαντινές εικόνες παρουσιάζουν τόν Χριστό μέ μιά μεγαλοπρέπεια, αλλά καί μέ μιά βαθειά ειρήνη, πού πλησιάζει τόν άνθρωπο μέ πολλή φιλανθρωπία καί κενωτική αγάπη. Είναι εικόνες πού έχουν αγάπη, στοργή, τρυφερότητα. Συγχρόνως, οι ορθόδοξες εικόνες εκφράζουν τήν εσωτερικότητα τού ανθρώπου, τήν ένωση ακτίστου καί κτιστού, τήν μεταμόρφωση τού ανθρώπου από τό άκτιστο Φώς, τό οποίο εισήλθε μέσα στήν ύπαρξη τού ανθρώπου καί προχέεται στό σώμα καί όλη τήν δημιουργία. Περιβάλλουν τόν άνθρωπο πού τίς βλέπει μέ μιά ευαισθησία, τρυφερότητα καί αγάπη. Συγχρόνως τό ιλαρό φώς προχέεται από τόν Χριστό καί αγιάζει όλη τήν κτίση.
Αντίθετα, στίς θρησκευτικές εικόνες τής δυτικής Αναγέννησης μπορεί κανείς νά δή τήν ανθρωποκεντρική κοσμοθεωρία τού αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, τήν εμπιστοσύνη τού ανθρώπου στόν εαυτό του, τήν κυριαρχία τής λογικής, τής δύναμης καί τής ηδονής, τήν αμφισβήτηση τών παραδοσιακών αξιών, οπότε η τέχνη έχει ένα ρεαλιστικό καί αντιμεταφυσικό χαρακτήρα. Στήν Δύση δημιουργείται μιά πλαστική εικόνα, θεμελιωμένη στήν ανθρωποκεντρική εμπειρία καί γνώση, καί η οποία μεταφράζει σέ μορφικά σήματα τήν ανανεωμένη πίστη τού ανθρώπου στίς δυνάμεις του καί στόν εγκόσμιο προορισμό του. Η δυτική θρησκευτική τέχνη πού είναι νατουραλιστική καί ανθρωποκεντρική εκφράζει τόν εξανθρωπισμό τού δόγματος καί τό ανθρώπινο πάθος διατρέχει τίς ιερές σκηνές.
4. Οι δύο εικόνες τού σύγχρονου κόσμου
Έχοντας όλα αυτά υπ’ όψη μας μπορούμε νά επεκτείνουμε τό θέμα καί στήν σύγχρονη κοινωνία μας, είτε τήν ανατολική είτε τήν δυτική καί νά δούμε τίς δύο εικόνες τού συγχρόνου κόσμου μας, πού δέν διαφέρουν από τά δύο είδη τών εικόνων πού εντοπίσθηκαν προηγουμένως.
Η μία είναι ρατσιοναλιστική καί αισθησιακή, πού στηρίζεται στήν απόλυτη κυριαρχία τής λογικής, τών αισθήσεων καί τών παθών, πού χαρακτηρίζονται ως ηδονή καί οδύνη. Η λογικοκρατρία οδηγεί τόν άνθρωπο σέ αδιέξοδα, καί η αισθησιοκρατία, μέ τήν ηδονή καί τήν οδύνη, δημιουργεί τραγωδία. Τά πάντα σήμερα στηρίζονται σέ μιά εικόνα επιφάνειας, πού μαγεύεται από τήν εξωτερική λάμψη καί αγνοεί τό βάθος. Αυτή η εικόνα ομοιάζει μέ τήν δυτική αισθησιοκρατική εικόνα, πού στηρίζει τήν ικανοποίηση τών αισθήσεων καί τών ηδονών.
Η άλλη εικόνα είναι ο εσωτερικός μυστικός κόσμος, πού αποβλέπει στήν αθέατη πλευρά τού ανθρώπου, καί παραπέμπει στό βάθος τής καρδιάς του, εκεί όπου αναπτύσσονται όλα τά καρδιακά αισθήματα πρός τόν Θεό καί τούς ανθρώπους, αλλά εκεί βιώνεται καί η τραγωδία τού πόνου καί τού άδη.
Η διαφορά μεταξύ τών δύο αυτών εικόνων χαρακτηρίζεται συμβολικά από τήν διαφορά μεταξύ προσώπου καί προσωπίδας-μάσκας. Τό πρόσωπο έχει οντολογία καί βάθος, ενώ η προσωπίδα,-μάσκα έχει μόνο επιφάνεια καί κρύβει τό πρόσωπο. Πράγματι, σήμερα οι άνθρωποι χρησιμοποιούν συνεχώς μάσκες, ή γιατί δέν διαθέτουν τήν θεολογική έννοια τού προσώπου ή γιατί θέλουν νά κρύψουν τό πρόσωπό τους. Αλλά καί η κοινωνία είναι μιά κοινωνία τής μάσκας, τής βιτρίνας, πού αρέσκεται στήν εξωτερική λάμψη καί όχι στό βάθος τής καρδιάς, τού προσώπου. Τό πρόσωπο διαθέτει ελευθερία καί αγάπη, η μάσκα έχει εξωτερική λάμψη καί ομορφιά, πού αφανίζει τό πρόσωπο καί σπέρνει τήν τραγωδία. Γι’ αυτό καί ίσως ο άνθρωπος θέλει νά σπάζη τίς βιτρίνες τών καταστημάτων, σέ μιά αναζήτηση τής ελευθερίας, αλλά δέν βρίσκει τόν πραγματικό στόχο.
Η υπαρξιακή φιλοσοφία καί η υπαρξιακή ψυχολογία προσπαθούν νά εντοπίσουν αυτήν τήν εσωτερική τραγωδία τού ανθρώπου, τόν πόνο του, μέ τό υπαρξιακό κενό, τό πονεμένο δάκρυ, πού βρίσκεται πίσω από τό εξωτερικό κάλλος τής μάσκας-προσωπίδας. Η σύγχρονη τέχνη προσπαθεί νά απεικονίζη αυτό τό βάθος τού κόσμου καί τού ανθρώπου. Η σύγχρονη κοινωνιολογία ενδιαφέρεται νά εντοπίση τήν διαφορά μεταξύ τού πλούτου καί τής φτώχειας, κυρίως προσπαθεί νά ανασύρη τό πέπλο πού καλύπτει τήν κοινωνική τραγωδία. Επιστημονικές μελέτες ανακαλύπτουν τήν τραγωδία τού ανθρώπου πέρα από τά φώτα τής δημοσιότητας, καί όταν ακόμα κλείνουν τά φώτα τής προβολής. Κυρίως αυτό τό έργο τό κάνουν οι Πνευματικοί Πατέρες, πού εισέρχονται μέσα στόν άδη τής ανθρώπινης τραγωδίας, γιά νά μεταδώσουν τό μήνυμα τής ελπίδας καί τής ανάστασης.
Η αναστήλωση τών ιερών εικόνων, πού εορτάζεται τήν Κυριακή τής Ορθοδοξίας, παραπέμπει στήν αναστήλωση τής πραγματικής εικόνας τού Πατρός πού είναι ο Λόγος, καί τήν αναστήλωση τού πραγματικού κατ’ εικόνα ανθρώπου πού είναι οι Άγιοι. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει νά αναστηλωθή τό πρόσωπο τού Θεού πού αγαπά τόν άνθρωπο ελεύθερα καί τρυφερά καί νά καταρριφθή η μάσκα των ψευδοθεών, πού οδηγούν στήν ανελευθερία καί τό μίσος. Επίσης, αυτό σημαίνει ότι πρέπει νά αναστηλωθή ο άνθρωπος, όπως δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα καί καθ’ ομοίωση τού Θεού, νά επικρατήση η αρχοντική αγάπη καί η αρχοντική ελευθερία καί νά καταβιβασθή η μάσκα τής υποκρισίας καί τού ψεύδους.
Στήν εποχή μας, πού ακούγεται ο λόγος τού άθεου υπαρξιστού Σάρτρ, «οι άλλοι, η κόλασή μας» πρέπει νά ακουσθή μεγαλόφωνα ο λόγος τού αγίου Σεραφείμ τού Σάρωφ «Χριστός ανέστη χαρά μου» . Ο άλλος δέν είναι η κόλασή μας, αλλά η χαρά μας, καί ο Θεός δέν είναι ένας φεουδάρχης πού απαιτεί τήν τήρηση τής τάξεως πού έχει τεθή μέ τήν δημιουργία, αλλά ο τρυφερός Νυμφίος τής καρδιάς μας, καί η Εκκλησία δέν είναι μιά μεσαιωνική κοινότητα, αλλά ο ολόφωτος νυμφώνας τής δόξας. Άς περάσουμε από τήν αισθησιακή εικόνα στήν βυζαντινή-Ρωμαίϊκη εικόνα, από τήν μάσκα τής υποκρισίας στό πρόσωπο τής αληθείας, γιά νά βρούμε καί νά νιώσουμε τήν αληθινή εορτή τής Ορθοδοξίας.
(Πηγή: «Η Εικόνα σέ Ανατολή καί Δύση», Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιεροθέου Βλάχου, Εκκλησιατική Παρέμβαση )
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδεδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι' αὐτῶν πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταῖς θείαις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἑπταρίθμοις αὐγαῖς, Πατέρες οἱ ἔνθεοι, καταυγασθέντες τὸν νοῦν, Ἑβδόμην συνέλευσιν, ἤθροισαν ἐκ περάτων, ἐν Νικαίᾳ τῇ πόλει, ἱδρύσαντες θεοφρόνως, τὰς πανσέπτους Εἰκόνας. Αὐτῶν μετ’ εὐφροσύνης, τῇ μνήμῃ ᾄσωμεν.
Κοντάκιον. Ἦχος β'. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Ὁ ἐκ Πατρὸς ἐκλάμψας Υἱὸς ἀρρήτως, ἐκ γυναικὸς ἐτέχθη διπλοῦς τῇ φύσει, ὃν εἰδότες, οὐκ ἀρνούμεθα τῆς μορφῆς τὸ ἐκτύπωμα, αὐτὸ δὲ εὐσεβῶς ἀνιστοροῦντες, σέβομεν πιστῶς. Καὶ διὰ τοῦτο, τὴν ἀληθινὴν πίστιν κρατοῦσα ἡ Ἐκκλησία, ἀσπάζεται τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως.
Κάθισμα. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Φωστῆρες ὑπέρλαμπροι, τῆς ἀληθείας σαφῶς, τῷ κόσμῳ ἐδείχθητε, μακαριώτατοι, Πατέρες θεόφθογγοι, τήξαντες τὰς αἱρέσεις, τῶν βλασφήμων γλωσσάλγων, σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν δυσφήμων συγχύσεις· διὸ ὡς Ἱεράρχαι Χριστοῦ, πρεσβεύσατε σωθῆναι ἡμᾶς.
Ὁ Οἶκος
Θέλων ὁ πανοικτίρμων Θεὸς ἡμᾶς διεγείρειν ἀεὶ πρὸς μνήμην τελείαν τῆς αὐτοῦ ἐνανθρωπήσεως, τὴν ὑπόθεσιν ταύτην παρέδωκε τοῖς ἀνθρώποις, διὰ τῆς χρωματουργίας τῶν εἰκόνων, τὴν σεβάσμιον ἀνατυποῦσθαι μορφήν, ὅπως ταύτην ἐπ' ὄψεσιν ὁρῶντες, πιστεύωμεν, ἅπερ λόγῳ ἀκηκόαμεν, γνωρίζοντες σαφῶς τὴν πρᾶξιν καὶ τὸ ὄνομα, τὸ σχῆμα καὶ τοὺς ἄθλους τῶν Ἁγίων ἀνδρῶν, καὶ Χριστὸν τὸν στεφοδότην στεφάνους παρεχόμενον τοῖς Ἁγίοις Ἀθληταῖς τε καὶ Μάρτυσι, δι' ὧν ἄρτι τρανότερον τὴν ἀληθινὴν πίστιν κρατοῦσα ἡ Ἐκκλησία, ἀσπάζεται τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως.
Μεγαλυνάριον
Τοὺς θείους Πατέρας τοὺς τὴν σεπτήν, Σύνοδον Ἑβδόμην, συγκροτήσαντας ἱερῶς, καὶ τετιμηκότας, Εἰκόνας τὰς ἁγίας, ᾀσμάτων συμφωνίᾳ, ἀνευφημήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἐπὶ τὸ πρωτότυπον ἡ τιμή, τῶν σεπτῶν Εἰκόνων διαβαίνει ὡς ἀληθῶς, ὥσπερ οἱ Πατέρες, Συνόδου τῆς Ἑβδόμης, ἐτράνωσαν πανσόφως· οὓς μεγαλύνωμεν.
Πηγή: Encyclopaedia of the Hellenic World, Asia Minor , ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ(Ι) , Εκκλησιατική Παρέμβαση , Ορθόδοξος Συναξαριστής