«Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. 67,36)
ΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ ἑνὸς γίγαντος τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, ποὺ ὠνομάσθη «ὁ ἥρωας τῆς ἐρήμου».
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος εἶνε ἀγαπητὸς στὸ λαό μας. Ἐκκλησίες κτισμένες ἐπ᾽ ὀνόματί του σὲ διάφορα μέρη πανηγυρίζουν σήμερα, καὶ πολλοὶ ἄντρες ἀλλὰ καὶ γυναῖκες φέρουν τὸ ὄνομά του (Ἀντώνιοι καὶ Ἀντωνίες) καὶ ἑορτάζουν.
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο ἐφαρμοσμένο καὶ εἰκονογραφημένο. Ἀπέδειξε, ὅτι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶνε θεωρία· γίνονται πρᾶξι. Ὁ βίος του εἶνε ἕνας κῆπος. Ἀλλ᾽ ὅταν ἐπισκεπτώμεθα ἕνα κῆπο, δὲν κόβουμε ὅλα τὰ λουλούδια· διαλέγουμε μερικὰ καὶ φτειάχνουμε μιὰ ἀνθοδέσμη. Ἔτσι καὶ σήμερα θὰ ἐπισκεφθοῦμε τὸν πνευματικὸ κῆπο, τὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, θὰ ποῦμε μερικὲς λεπτομέρειες ἀπὸ αὐτόν, θὰ συλλέξουμε μερικὰ ἀνέκδοτα διδακτικὰ καὶ ὠφέλιμα γιὰ μᾶς.
* * *
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, ἀγαπητοί μου, γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο τὴν ἐποχὴ τῶν τελευταίων διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, πρόλαβε δηλαδὴ νὰ δῇ τὴ νίκη καὶ ἐπικράτησι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν πλούσια. Νωρὶς ὅμως ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ μητέρα, καὶ κληρόμησε μία σημαντικὴ περιουσία. Ἀλλὰ δὲν τὸν νίκησαν τὰ χρήματα, ὅπως ἄλλους, δὲν θαμπώθηκε ἀπὸ τὰ ἀργύρια.
Πήγαινε πάντα στὴν ἐκκλησία, ἐκκλησιαζόταν τακτικά. Καὶ μιὰ μέρα ἄκουσε τὸ εὐαγγέλιο ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς λέει σὲ ἕνα νέο· «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς»· ἂν θέλῃς τὴν τελειότητα, πήγαινε καὶ πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δῶσ᾽ τα στοὺς φτωχούς (Ματθ. 19,21). Τὸ ἄκουσε αὐτό, καὶ μόλις βγῆκε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία πῆρε τὴν ἡρωϊκὴ ἀπόφασι ―διότι δὲν εἶνε εὔκολο αὐτό― τί νὰ κάνῃ· νὰ πουλήσῃ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του καὶ νὰ γίνῃ φτωχός· ὁ πλούσιος νὰ γίνῃ φτωχὸς ἑκουσίως, μὲ τὴ θέλησί του! Καὶ ἐξετέλεσε αὐτὴ τὴν ἀπόφασι· διένειμε ὅλα τ᾽ ἀγαθά του στοὺς φτωχοὺς καὶ βγῆκε στὴν ἔρημο.
Ἀκούγεται καὶ σήμερα τὸ «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα»· ποιός τὸ ἐφαρμόζει; Ἡ πατρίδα μας ὡς σύνολο εἶνε φτωχή, ἀλλὰ εἶνε γεγονὸς ὅτι ἔχει μερικοὺς ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους πλουσίους. Μερικὲς οἰκογένειες κολυμποῦν στὸ χρῆμα καὶ πήχτωσαν τὴ θάλασσα μὲ τὰ καράβια τους. Ἀπ᾽ αὐτοὺς ποιός ἀκούει τὰ λόγια αὐτά; Ὄχι ὅλα, ὄχι τὰ μισά, ὄχι τὸ ἕνα τέταρτο· οὔτε τὸ ἕνα χιλιοστὸ δὲν δίνουν, τὰ θέλουν ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ἐνῷ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, αἰρόμενος στὸ ὕψος τῆς εὐαγγελικῆς τελειότητος, εἶπε· ὅλα γιὰ τὸν πλησίον!
⃝ Τὸ ἕνα ἀνέκδοτο εἶνε αὐτό. Τὸ ἄλλο τώρα. Παρὰ τὰ πλούτη του ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἦταν ἀγράμματος, δὲν πῆγε σὲ σχολεῖο. Καὶ δὲν πῆγε, διότι τὰ σχολεῖα ἦταν εἰδωλολατρικὰ καὶ κινδύνευε νὰ μολυνθῇ ἀπὸ τὸ μίασμα τῆς πλάνης. Ἔμεινε ἀγράμματος, ἀλλὰ τί μὲ τοῦτο; Ἡ διάνοιά του ἦταν διαυγὴς καὶ ἡ μνήμη του ζωηρά. Ὅ,τι ἄκουγε στὴν ἐκκλησία, τὸ τύπωνε βαθειὰ στὸ νοῦ του. Ἔτσι, θυμόταν ὅλα τὰ ἀναγνώσματα τῆς λατρείας καὶ γνώριζε, αὐτὸς ὁ ἀγράμματος, τὴν ἁγία Γραφὴ ἀπ᾽ ἔξω.
Μιὰ μέρα κάποιοι σοφοὶ τῆς Ἀλεξανδρείας πῆγαν στὴν ἔρημο νὰ τὸν δοῦν, καὶ τὸν ρώτησαν πειρακτικά· ―Διαβάζεις κανένα βιβλίο; ―Ἔχω ἕνα βιβλίο, ἀπήντησε, ποὺ ἐσεῖς δὲν τὸ ξέρετε. ―Ἐμεῖς στὴν Ἀλεξάνδρεια, τοῦ εἶπαν, ἔχουμε τὴν πιὸ σπουδαία βιβλιοθήκη τοῦ κόσμου, μὲ πλῆθος βιβλία. Ἐσὺ ἀγράμματος, καὶ ἐδῶ στὴν ἔρημο, τί βιβλίο ἔχεις; ―Τὸ βιβλίο ποὺ ἔχω καὶ διαβάζω ἔχει ἀμέτρητες σελίδες· χίλια χρόνια νὰ ζήσῃ κανείς, οὔτε τὴν ἀρχή του δὲν μαθαίνει. ―Μὰ μᾶς κοροϊδεύεις; Ποιό εἶνε ἐπὶ τέλους τὸ βιβλίο σου; Τότε ἐκεῖνος ἔδειξε τὰ δέντρα, τὰ φυτά, τὰ ζῷα, τὴ θάλασσα, τὰ ποτάμια, τὶς λίμνες, ὅ,τι ὡραῖο ἔχει ἡ γῆ· ἔδειξε καὶ τὸν ἀπέραντο οὐρανό, μὲ τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, τὰ ἄστρα. Αὐτὸ εἶνε, εἶπε, τὸ βιβλίο ποὺ μελετῶ· εἶνε τὸ βιβλίο τῆς φύσεως…
Εἶχε δίκιο· διότι πράγματι, ἀκόμα κ᾽ ἕνα λουλούδι κ᾽ ἕνα μυρμήγκι καὶ μιὰ μέλισσα κ᾽ ἕνα μόριο τῆς ὕλης, διδάσκει τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Τὸ βιβλίο αὐτὸ σήμερα μένει ἀμελέτητο.
⃝ Ἡ φήμη τοῦ ἁγίου εἶχε φθάσει στὰ πέρατα τῆς γῆς· ἔφθασε καὶ στὴν Κωνσταντινούπολι, μέχρι τὰ ἀνάκτορα ὅπου ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Τότε ὁ βασιλεὺς ἔγραψε μία ἐπιστολὴ στὸν ἅγιο ἀσκητὴ καὶ τὴν ἔστειλε στὸ ἀσκητήριό του, ἐκεῖ στὴν ἔρημο, μὲ βασιλικὸ ταχυδρόμο. Οἱ μοναχοὶ θαύμαζαν γιὰ τὴν τιμὴ πρὸς τὸν πνευματικό τους πατέρα, καὶ ἀνυπομονοῦσαν νὰ μάθουν τί λέει τὸ γράμμα. Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὅμως δὲν ἔδωσε σημασία· δὲν ἄνοιξε τὴν ἐπιστολή, ὅπως θὰ κάναμε ἐμεῖς.
Κάλεσε τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς εἶπε· Θαυμάζετε, διότι ἕνας αὐτοκράτορας μᾶς ἔστειλε ἐπιστολή; Ἐγὼ δὲν θαυμάζω αὐτό, θαυμάζω κάτι ἄλλο· ὅτι «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15), ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὅλοι μαζὶ οἱ ἄρχοντες τῆς γῆς εἶνε ἕνα πελώριο μηδενικό, μᾶς ἔστειλε γράμμα. Ποιό γράμμα; Τὴν ἁγία Γραφή. Ἔχουμε τὸ ἐνδιαφέρον νὰ διαβάζουμε τὸ Γράμμα του;
⃝ Ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου ὁ ἅγιος Ἀντώνιος. Δὲν ἔμενε ὅμως στὴν ἔρημο πάντοτε. Ὅταν ἐπληροφορεῖτο ὅτι κάτω στὸν κόσμο γίνονται ταραχές, ὅτι λύκοι ἄγριοι, αἱρετικοί, κατασπαράζουν τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, κατέβαινε καὶ ἐμφανιζόταν στὴν πόλι. Καὶ ἡ ζωντανὴ παρουσία, τὸ παράδειγμα καὶ τὰ λόγια του ἔλαμπαν σὰν ἥλιος. Ἀναφέρεται, ὅτι τὶς λίγες μέρες ποὺ ἔμενε στὴν Ἀλεξάνδρεια πίστευαν τόσοι ὅσοι δὲν πίστευαν ὅλο τὸν ἄλλο χρόνο μὲ τὰ κηρύγματα τῶν κηρύκων καὶ τῶν θεολόγων.
⃝ Εἶχε φτάσει σὲ τέτοιο ὕψος ἀρετῆς, ὥστε ὁ μέγας Σισώης τὸν θαύμαζε καὶ ἔλεγε· Ἂν εἶχα ἕνα λογισμὸ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ποὺ ἔχει ὁ Ἀντώνιος, θὰ γινόμουν ὅλος πῦρ. Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἀντώνιος. Καὶ ἔφθασε σὲ ἡλικία 105 ἐτῶν. Πάλευε ἐπὶ 80 χρόνια καὶ νίκησε· νίκησε τὴ σάρκα μὲ τὴ νηστεία, τὸν διάβολο μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, καὶ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο μὲ τὴν ὅλη του πνευματικότητα. Γι᾽ αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἱστορία ὠνομάστηκε μέγας.
Μέγας ὠνομάστηκε βέβαια καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών. Ἀλλὰ ἄλλο τὸ κατὰ κόσμον μεγαλεῖο καὶ ἄλλο τὸ κατὰ Θεόν. Μέγας ὁ Ἀλέξανδρος, διότι ἔφθασε μέχρι τὸ Γάγγη ποταμὸ καὶ ἵδρυσε τὴ μεγάλη ἐκείνη ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία. Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος, ἐνῷ νίκησε τοὺς ἄλλους, νικήθηκε φοβερὰ – ἀπὸ ποιόν; Ἀπ᾽ τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ ἕνα πάθος. Λογομάχησε, καὶ πάνω στὸ θυμό του σκότωσε τὸν καλύτερό του φίλο, τὸν Κλεῖτο, ποὺ τοῦ εἶχε σώσει τὴ ζωὴ στὴ μάχη τοῦ Γρανικοῦ.
Ἂν μὲ ρωτήσετε, ποιός εἶνε ὁ χειρότερος ἐχθρός μας, θὰ σᾶς πῶ· ὁ ἑαυτός μας μὲ τὰ πάθη του. Δὲν ὑπάρχει χειρότερος. Αὐτὸς μᾶς κάνει τόσο κακὸ ὅσον κανείς ἄλλος. Γι᾽ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν, ὅτι ἡ μεγαλυτέρα νίκη εἶνε τὸ «νικᾶν ἑαυτόν», νὰ νικάῃ κανεὶς τὸν ἑαυτό του.
⃝ Ἀλλὰ ἡ ἁγιότης δὲν εὐδοκιμεῖ μόνο στὰ μοναστήρια· εὐδοκιμεῖ παντοῦ. Αὐτὸ μᾶς λέει ἕνα ἄλλο, τελευταῖο, ἀνέκδοτο τοῦ ἁγίου. Ὁ διάβολος πείραξε τὸν Μέγα Ἀντώνιο μὲ μιὰ ἰδέα ποὺ τοῦ ἔρριξε. ―Ἀντώνιε, τοῦ εἶπε, τώρα πιὰ ἐσὺ δὲν εἶσαι ἄνθρωπος, εἶσαι ἄγγελος· δὲν ὑπάρχει ἄλλος πιὸ ἅγιος ἀπὸ σένα… Ἄκουσε ὅμως καὶ μιὰ θεία φωνὴ νὰ λέῃ· Ὄχι, Ἀντώνιε, μὴν τὸ πιστεύεις αὐτό· δὲν εἶσαι σὺ ὁ ἁγιώτερος, εἶνε κάποιος ἄλλος. Θὰ σὲ ὁδηγήσω νὰ τὸν δῇς… Τὸν πῆρε λοιπὸν ἕνας ἄγγελος καὶ τὸν ὡδήγησε – ποῦ; Ὄχι σὲ κάποιο ἀσκητήριο, ἀλλὰ μέσα στὴν Ἀλεξάνδρεια, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ διεφθαρμένες πόλεις. Τοῦ ἔδειξε σ᾽ ἕνα σοκάκι ἕνα ὑπόγειο καὶ τοῦ λέει· Ἐδῶ κατοικεῖ ὁ πιὸ ἅγιος ἄνθρωπος. Κατεβαίνει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος καὶ βλέπει ἕνα τσαγκάρη. Ἀπόρησε καὶ τὸν ρωτάει· ―Τί κάνεις; πῶς ζῇς; ―Νά, λέει, μεροδούλι μεροφάι. Σηκώνομαι τὸ πρωί, κάνω τὸ σταυρό μου, ἔρχομαι ἐδῶ, δουλεύω νὰ βγάλω τὸ ψωμὶ γιὰ τὴν οἰκογένειά μου, καὶ ἀπό ᾽κεῖνο ποὺ κερδίζω δίνω καὶ σὲ πιὸ φτωχούς. Κάνω τὴν προσευχή μου, κλαίω γιὰ τ᾽ ἁμαρτήματά μου, εὐχαριστῶ καὶ δοξάζω τὸ Θεὸ γιὰ τὸ ἔλεός του. ―Τίποτ᾽ ἄλλο δὲν κάνεις; ―Ὄχι. Καὶ θαύμασε ὁ μέγας Ἀντώνιος.
Μπορεῖ νὰ πᾷς στὸ Ἅγιο Ὄρος ἢ στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ νὰ κολαστῇς, ἐὰν δὲν προσέχῃς· καὶ μπορεῖ νὰ μείνῃς μέσ᾽ στὴν κοινωνία, νὰ ἀσκήσῃς τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ ἁγιάσῃς.
Συνεπῶς μὴ προφασίζεσαι. Μπορεῖ νὰ ἔχῃς καὶ γυναῖκα καὶ παιδιὰ καὶ ἐπάγγελμα καὶ θέσι στὸ δημόσιο· μπορεῖ νὰ εἶσαι ἐργάτης ἢ ἀξιωματικὸς ἢ στρατιώτης· ὅπου καὶ νά ᾽σαι, ἀρκεῖ νὰ πιστεύῃς στὸ Θεό. Δὲν εἶνε ὁ τόπος ποὺ ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο· ὁ τρόπος τὸν ἁγιάζει, καὶ ὀφείλουμε νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἁγιότητα.
* * *
Εἴθε, ἀγαπητοί μου, ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων Ἀντωνίου καὶ Ἀθανασίου νὰ δώσῃ καὶ σ᾽ ἐμᾶς φωτισμό, νὰ βαδίσουμε στὰ ἴχνη τους· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 17-1-1982), augoustinos-kantiotis.gr