«Τῶν μαρτύρων ἡ καλλονή, τῆς Θεσσαλονίκης ὁ προστάτης καὶ τῆς Οἰκουμένης ὁ ὑπέρμαχος»
«Ἐγὼ μὲ πολλὴ τιμὴ περιβάλλω τοὺς φίλους σου, Θεέ μου, μεγάλη ἐξουσία καὶ παρρησία ἔχουν ἐκεῖνοι ποὺ προεξάρχουν μεταξύ τους»,
Ὁ μὲν πόθος μᾶς παρακινεῖ νὰ μιλήσουμε ἀνάλογα μὲ τὴ δύναμή μας, καὶ ἡ περίσταση ἀπαιτεῖ τὸν ἐπίκαιρο λόγο, καὶ τὸ ὀφειλόμενο χρέος βιάζοντάς μας δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ θαυμάσουμε ἄνευ λόγων τὸ ὑπὲρ λόγον μεγαλεῖο τοῦ Μάρτυρος.
«Βλέπετε τοῦτον τόν Μυροβλήτη; Ἔχυσε τό αἷμα τοῦ σώματός του, ἐκουσίως ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ καί γι᾿ αὐτό τό κατέστησε ἀνεξάντλητη πηγή πολλῶν θαυμάτων, ἁγιασμοῦ ψυχῆς καί σώματος, εὐωδέστατου καί ἱερώτατου μύρου. Τό σῶμα ὅμως ἀκόμα δέν δοξάστηκε πραγματικά καί ὅλα αὐτά τά παρόντα εἶναι προσχέδιο καί προτύπωση καί σύμβολο τῆς μέλλουσας οὐράνιας δόξας. Ἐάν, λοιπόν, τό προσχέδιο καί ἡ προτύπωση εἶναι τέτοια, πόσο πιό μεγάλη θά εἶναι ἡ μελλοντική ἐκείνη ὁλοκλήρωση; Τελείως ἄρρητη καί ἀκατάληπτη».
Ὁ ἅγιος ποὺ ὑμνεῖται καὶ τιμᾶται ἐξαιρέτως ἀπὸ ἐμᾶς, ἀνάμεσα στοὺς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐντόπιος καὶ συμπολίτης μας πολιοῦχος, τὸ μέγα θαῦμα τῆς οἰκουμένης, τὸ μέγα ὠράϊσμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ θαυματουργὸς καὶ μυροβλήτης Δημήτριος. Μέγας φωστήρας ἀνάμεσα σὲ περίλαμπρα ἄστρα ποὺ μόνος του κρατεῖ μέσα τοῦ μαζεμένα ὅλων τὰ χαρίσματα, ὅπως σὺν Θεῶ θὰ ἀποδείξουμε, ὁ ἅγιος Δημήτριος μόνος του δικαιοῦται νὰ καρπώνεται ὅλες μαζὶ τὶς εὐφημίες ποὺ ὀφείλονται σὲ ὅλους. Παρόλο ποὺ δὲν ἐπαρκοῦμε νὰ ποῦμε λόγο γιὰ τὸν μεγαλομάρτυρα ἐν τούτοις ὁ πόθος μας πιέζει νὰ μιλήσουμε κατὰ δύναμη καὶ ὁ καιρὸς ζητεῖ τὸν ἐπίκαιρο λόγο καὶ τὸ χρέος ἐπιβάλλει νὰ θαυμάζωμε μὲ τὸ λόγο τὸ ὑπέρλογο μεγαλεῖο του μάρτυρος. Ἦταν σχεδὸν ὅλα μαζὶ ἀπὸ τὴ παιδικὴ ἡλικία, στήλη στερεὰ καὶ ἀκαθαίρετη κάθε καλοῦ, ἄγαλμα ζωντανὸ καὶ αὐτοκινούμενο κάθε ἀρετῆς, ἑστία καὶ συστοιχία θείων καὶ ἀνθρωπίνων χαρίτων, βίβλος ζωντανὴ καὶ λαλοῦσα πρὸς δόξα καὶ διδασκαλία τοῦ ἀνωτέρου, ἐλαία καρπερή, δένδρο φυτευμένο κοντὰ στὰ ρέματα τῶν ὑδάτων τοῦ Πνεύματος. Μόνο ποὺ τὸ μὲν ψαλμικὸ δένδρο «δίδει τὸ καρπὸ στὸ καιρό του», αὐτὸς ὅμως εἶχε καὶ ἔχει κάθε ἐποχὴ καιρὸ ἀνθοφορίας καὶ καρποφορίας μαζί, καὶ οὔτε τὸ ἄνθος οὔτε ὁ καρπὸς θὰ πέσουν, μεταδιδόμενα σὲ ὅσους προσέρχονται πιστῶς χωρὶς νὰ ἐκλείπουν. Παρέχει δὲ ἀμειώτως καὶ ἀτελειώτως στοὺς προσερχομένους τὸ πλῆθος θὰ λέγαμε τῶν χαρίτων, γι’ αὐτὸ ὁμοιάζει μὲ φωτοφόρο δένδρο, ἀφοῦ μεταδίδει ἀσταμάτητα τοὺς καρποὺς σὰν ἀκτίνες καὶ παρέχει κατὰ κόρο στοὺς προσερχομένους τὰ κάλλιστα καὶ θειότατα, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι πάντοτε γεμάτος ἀπὸ τέτοια ἀγαθά, σὰν ἥλιος παντοειδοῦς εὐεργεσίας ἢ ἀστείρευτη πηγὴ χαρίτων ἢ πέλαγος θαυμάτων ἀνεξάντλητο ἢ ἄβυσσος ἀνεκδιήγητος ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἀγαθῶν. Ἦταν λοιπὸν ἁπαλὸς νεανίας, πολὺ ὡραῖος στὴν ὄψη, ὄχι μόνο κατὰ τὸν ἐξωτερικὸ καὶ αἰσθητὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο κατὰ τὸν ἐσωτερικὸ καὶ μὴ βλεπόμενο. Πραγματικὰ δὲν καταδέχθηκε ποτὲ κάτι τὸ μὴ θεοσεβὲς στὸ νοῦ του οὔτε ἐβάδισε σὲ πράξη μὴ θεάρεστο, φυλάξας ἀμίαντη τὴν ἀπὸ τὸ βάπτισμα κατὰ Χριστὸ θεία χάρη καὶ στὸ ἄνθος τῆς νεότητος ἀποδέχθηκε τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας, πράττοντας τὰ πάντα, ὥστε νὰ εἶναι παρθένος καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴ ψυχὴ καὶ νὰ ἔχει μὲ αὐτὸ τὸ τρόπο τὴ πολιτεία στοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ βαδίζει ἐφάμιλλα πρὸς τοὺς ἀσωμάτους εὐρισκόμενος στὸ σῶμα. Καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετές, εἶχε τὴ σπουδὴ τῆς σοφίας, ὥστε τελειωθεῖς μὲ τὴ σύνεση καὶ καθαρότητα, νὰ φέρει ἀπὸ τὴ νεότητα τὴν ἐπαινουμένη γεροντικὴ πολιά, ὅπως λέγει ὁ Σολομῶν «ἄσπρα μαλλιὰ εἶναι στοὺς ἀνθρώπους ἡ σύνεση καὶ γεροντικὴ ἡλικία ὁ ἀκηλίδωτος βίος.» (Σοφ.Σολ.4,9). Ἦταν καὶ δάσκαλος καὶ ἀπόστολος ὁ πάγκαλος, καὶ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ στοῦ Δημητρίου «τὴ σοφία καὶ τὸ Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο μιλοῦσε» εἰδικὰ στοὺς ἀντιθέτους στὸ Χριστό, εἶχε τὸ λόγο ὡς κατάλληλο ἐργαλεῖο.
Ἐγὼ καὶ τὴ στρατιωτικὴ στολὴ καὶ τὸ δακτυλίδι στὸ χέρι καὶ τὸ ὑπατικὸ ἐπώμιο, τὸ ὁποῖο φοροῦσε ὁ μάρτυρας ἀφοῦ ἔλαβε τὸ βαθμὸ ἀπὸ τὸν τότε βασιλέα (Γαλέριος Μαξιμιανός), θεωρῶ ὅτι ὑπῆρξαν σύμβολά του ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ βασιλέα μυστικὰ δοσμένου διδασκαλικοῦ καὶ καθοδηγητικοῦ ἀξιώματος. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἡ θεία χάρη τοῦ Θεοῦ ὕστερα θαυματούργησε δι΄ αὐτοῦ ἀφθόνως. Ἀλλὰ ὁ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀπατεὼν προετοίμασε πρόωρα τὸ θάνατο τοῦ μάρτυρος. Μόλις εἶδε τὸ ἀποτέλεσμα τῶν συμβόλων ἐκείνων, μὴ μπορώντας νὰ ὑποφέρει, ἐρεθίζει τοὺς ὑπηρέτες τῆς πλάνης ἐναντίον τοῦ ἀντιπάλου τῆς πλάνης. Αὐτοὶ ἀφοῦ συνέλαβαν τὸν διώκτη τῆς ἀπάτης τὸν προσάγουν στὸ βασιλέα τῆς ἀπάτης, τὸ Μαξιμιανὸ καὶ ἔτσι ὁ Δημήτριος κατέρχεται πρὸς τὸ στάδιο τοῦ μαρτυρίου, ὁ ἀπὸ παιδὶ γεμάτος ἄρρητα χαρίσματα, ὁ σὲ ὅλα σοφὸς καὶ δίκαιος. Γνωρίζω ὅτι ποθεῖτε νὰ μάθετε τὸ τρόπο τῆς κρατήσεως, ποὺ καὶ πὼς ἀναζητήθηκε καὶ συνελήφθηκε. Ὑπάρχει μία στοά, ὑπόγεια στὸ ναὸ τῆς Ἀειπαρθένου καὶ Θεομήτορος, ποὺ ὀνομάζεται Καταφυγή. Σύμφωνα μὲ παλαιὸ ἔθιμο σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ξεκινοῦν κάθε χρόνο τὴ πανήγυρη τοῦ μεγαλομάρτυρος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀνερχόμενοι διὰ τῆς λεωφόρου μὲ ὕμνους πρὸς αὐτὸν ἀνεβαίνουν σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ ὁλοκληρώνουν τὴ γιορτή. Ὅταν λοιπὸν ἐπικρατοῦσε ἡ ἀσέβεια, ἐπειδὴ ἡ λατρεία τῆς εὐσεβείας δὲν μποροῦσε νὰ ἀσκῆται ἐλεύθερα, ὁ μάρτυρας πήγαινε σὲ ἐκεῖνα τὰ ὑπόγεια, μετέδιδε στοὺς φοιτητὲς τὴν οὐράνια διδασκαλία καὶ παρουσίαζε τὴ θρησκεία τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐτελοῦσε ἄφοβα τὴ λατρεία της, στοὺς καταφεύγοντας σὲ αὐτὸν ὡς γαλήνιο λιμένα τῆς εὐσεβείας. Καὶ ἔτσι ὁ θειότατος μάρτυρας ἦταν τότε καταφυγὴ ὅλων ὅσοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ εὐσεβοῦν, ἀπὸ αὐτὸ δὲ καὶ ὁ τόπος ὀνομάσθηκε Καταφυγή. Οἱ διορισμένοι διῶκτες, ὅταν γνώρισαν ὅτι ὁ μάρτυρας ἐκεῖ δίδασκε τὸ λαό, ἐξεμάνησαν πολὺ περισσότερο, ἐπειδὴ εἶδαν τὸ συγκεντρωμένο πλῆθος νὰ προσέχει στοὺς λόγους τοῦ Δημητρίου σὰν φωνὲς τοῦ Θεοῦ, ὁρμοῦν ἐναντίον τοῦ ὡς διδασκάλου. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν διὰ μέσου αὐτῆς τῆς λεωφόρου καὶ τὸν παρουσιάζουν στὸν Μαξιμιανὸ ποὺ κάπου ἐδῶ διέμενε καὶ παρακολουθοῦσε μὲ πολλὴ ἡδονὴ τὶς ἀνθρωποκτονίες τοῦ Λυαίου. Διατάσσει νὰ κρατηθεῖ ἐδῶ κατάκλειστος ὁ ἅγιος, ὅπου καὶ ὑπέστη τὸ μαρτύριο. (Ἡ πομπὴ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴ Καταφυγή, ἴσως κοντὰ στὴ Παναγία Χαλκέων, ἀνέβαινε τὴν Ἐγνατία, ἐπαιρνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἀχειροποίητο καὶ κατέληγε στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Δημητρίου.) Ἡ φροντίδα τοῦ ἀρχέκακου Διαβόλου ἦταν νὰ φύγει τὸ ταχύτερο τότε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὁ Δημήτριος, διότι δὲν τὸν ὑπέφερε. Καὶ γνωρίζετε τὴν κάθειρξη τοῦ Δημητρίου καὶ τὴν προφητεία πρὸς τὸν Νέστορα γιὰ τὴν νίκη τοῦ κατὰ τοῦ Λυαίου, καὶ τὸ μαρτύριο. Ὅταν δὲ παρατάθηκε ἡ παραμονὴ τοῦ μάρτυρα στὴ φυλακή, ὁ ἀρχέκακος ὄφις δὲν ὑπέφερε ζωντανὸ τὸ μάρτυρα καὶ ὑποδυόμενος τὸν σκορπιὸ προσπάθησε νὰ τὸν θανατώσει, ἀλλὰ ἡ ἐνοικοῦσα χάρη τὸν ἔσωσε. Θέλοντας δὲ παραδίδεται καὶ φυλακίζεται καὶ κρατεῖται στὰ χέρια τῶν δημίων καὶ ὑποφέρει ἀπὸ τοὺς κακούργους τους βασανισμοὺς τῶν κακούργων, μιμούμενος τὸν παθόντα γιά μας. Γι΄ αὐτὸ καὶ ὅταν ἐπῆλθαν οἱ αἱμοχαρεῖς λογχοφόροι μὲ ἐντολὴ τοῦ τυράννου, τοὺς δέχεται μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες γιὰ νὰ κτυπηθεῖ σὲ αὐτὲς τὸ τελικὸ κτύπημα, μᾶλλον κτυπήματα ποὺ διαπερνοῦσαν τὰ πάντα, σπλάχνα ὀστὰ σάρκες καὶ δυὸ πλευρές. Καὶ ἀπὸ τὴ περίσσεια καὶ ὑπερβολὴ τοῦ ἔρωτά του πρὸς τὸ Χριστό, ἔλαβε χάρη τὸ σῶμα του νὰ γίνει πηγὴ μύρων. Ἔτσι καὶ ὅταν ἐκλείψει τὸ αἷμα του, νὰ χύνεται ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἀντὶ αἵματος, μύρο, σὲ δόξα Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο αὐτὸς διὰ τῆς ζωῆς καὶ διὰ τοῦ θανάτου καὶ μετὰ τὸν θάνατο, ἐδόξασε καὶ θὰ δοξάζει. Καὶ ὅλη ἡ πόλη συμφιλιώθηκε μὲ τὸ Θεὸ διὰ τοῦ θανάτου του, διότι διέλυσε τὸ πλήρωμα τῆς ἀσεβείας καὶ ὅλα τὰ δεινὰ ἔχουν λυθεῖ, ἀφοῦ ὑπερασπίσθηκε ὁ Δημήτριος τὴν εὐσέβεια. Ναοὶ μεγαλοπρεπεῖς καὶ περικαλλεῖς εἶναι ἀνεργεμένοι στὸ τόπο ἐκεῖνο τῶν ἀποκρύψεων καὶ ὅλη ἡ πόλη καυχᾶται γιὰ τὸ μαρτύριό του. Καὶ ἡ κρήνη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι τὸ μαρτυρικὸ σῶμα, εἶναι γεμάτο μύρα καὶ θαύματα καὶ ἰάματα καὶ τὸ θαυμαστότερο ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ὅτι ἂν καὶ τρέχει σὰν βρύση, μένει γεμάτη. Καὶ ὅσα τρυπήματα ἔγιναν στὸ σῶμα ἀπὸ τοὺς λογχιστές, τόσες βρύσες ἀνεδείχθησαν. Ὁ μεγάλος αὐτὸς μάρτυρας Δημήτριος, ποὺ ἀντιστάθηκε στοὺς πειραστὲς τῆς εὐσεβείας, ἀφοῦ εὐχήθηκε ὑπὲρ αὐτῶν πρὸς τὸ Κύριο, ἄλλων σταμάτησε τὴ κακία, ἄλλων τὴ μεταποίησε, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει στὴ πόλη μας οὔτε λείψανο ἐκείνης τῆς δυσσεβείας. Ἀλλὰ νὰ ἐπικρατήσει ἡ εὐσέβεια καὶ οἱ πολυειδεῖς προστασίες τοῦ ἁγίου καὶ οἱ ἀδιάκοπες πρεσβεῖες τοῦ πρὸς τὸ Θεό. Καὶ ἐμεῖς νὰ τοῦ ἐπαυξάνουμε τὴ πανήγυρη, ζητώντας ἀπὸ τὸ Τριαδικὸ Θεὸ διὰ τῆς ἱκεσίας του, νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς αἰωνίας πανηγύρεως τῶν πολιτῶν τοῦ οὐρανοῦ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ὁ ξακουστὸς ἐκεῖνος Δαβίδ, ποὺ μέσα στοὺς μουσικοὺς τῶν αἰώνων εἶναι ὁ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἐμπνευσμένος ἀπὸ θεϊκὴ δύναμι, ψάλλει• ἀπὸ ἐμένα ἔχουν τιμηθεῖ πολὺ οἱ φίλοι σου, Θεέ μου, ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τους καὶ ἡ ὅλη ὕπαρξί τους ἦταν ἰσχυρότατη καὶ ἀδιάσειστη… Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ἀνήκει, κατέχοντας περίοπτη καὶ ἐξαίρετη θέσι, ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς πιὸ περισπούδαστους, αὐτὸς πρὸ πάντων τὸν ὁποῖον τιμοῦμε καὶ ὑμνοῦμε ἐμεῖς σήμερα, ὁ συμπατριώτης μας καὶ πολιοῦχος μας, τὸ μέγα θαῦμα τῆς οἰκουμένης, τὸ μεγάλο στολίδι καὶ καμάρι τῆς ἱερᾶς Ἐκκλησίας, ὁ σπουδαῖος ἀπὸ κάθε ἄποψι καὶ θαυματουργὸς καὶ μυροβλήτης Δημήτριος…
Καὶ σὲ ὅλα σχεδὸν ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἦταν σὰν μία δημόσια στημένη λίθινη πλάκα, ὑπόδειγμα κάθε καλοῦ, πλάκα ἀκλόνητη, στηριγμένη στὴ δική του ἀξία, ἕνα ἔμψυχο καὶ κινούμενο μὲ τὴ δύναμί του ἄγαλμα, μία ἑστία ποὺ συγκέντρωνε στὸν ἑαυτὸ τῆς ἁρμονικὰ θεῖες καὶ ἀνθρώπινες χάριτες, ἕνα ζωντανὸ βιβλίο ποὺ διαλαλοῦσε καὶ ὑπεδείκνυε ὅσα εἶναι ἔνδοξα καὶ ὁδηγοῦν στὰ ἀνώτερα…
Ποιὸς ἦταν ὁ στολισμός του; Ἡ ἀδιάσειστη πίστι, ἡ γεμάτη ἄπειρες δωρεὲς χάρι, ὁ θεῖος καὶ ἀναφαίρετος πλοῦτος τῶν ἀρετῶν, ποὺ κάμνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ μοιάζει μὲ τὸν Θεό. Ὁ πλοῦτος αὐτὸς τώρα ἔχει ἀποθησαυρισθεῖ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινε μία ἀπὸ τὶς πιὸ καλὲς προσθῆκες στὰ οὐράνια ταμεία• μᾶλλον δὲ ἐνῶ ἀκόμη ἦταν στὴ γῆ καὶ ζοῦσε ὡς ἄνθρωπος, ὁ πνευματικὸς αὐτὸς πλοῦτος ἔφθανε στὸν οὐρανὸ καὶ ἀποτελοῦσε μεγάλη προσθήκη στὰ αἰώνια ἀγαθά, ὁ Δημήτριος, ἡ πνευματικὴ αὐτὴ ὡραιότης ἡ παγκόσμια, συνάμα δὲ καὶ ὑπερκόσμια…
Τὸν ἄνδρα αὐτὸν τὸν ἐμακάρισε πρὶν χιλιάδες χρόνια ὁ Δαβὶδ καὶ τὸν ἀνύμνησε ψάλλοντας «εἶναι μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν πῆγε ποτὲ σὲ σύσκεψι ἀσεβῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν στάθηκε κοντὰ σὲ ἁμαρτωλοὺς γιὰ νὰ κάνει τὰ ἴδια μ’ αὐτούς». Διότι ποτὲ οὔτε κατὰ διάνοιαν δὲν κατεδέχθη νὰ σκεφθεῖ κάτι ἀπὸ ὅσα δὲν εἶναι θεοσεβῆ, οὔτε προχώρησε σὲ κάποια μὴ θεάρεστη πράξι. Ἀλλά, ἀφοῦ ἐφύλαξε ἀμόλυντη μέσα τοῦ τὴ θεία Χάρι, ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸ Βάπτισμα στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, εἶχε πλέον τὴ θέλησί του σύμφωνη πρὸς τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ… Ἔκαμνε τὰ πάντα, ὥστε νὰ εἶναι παρθένος καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, καὶ νὰ ἔχει ἔτσι τὸ πολίτευμά του στοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ ζεῖ μὲ τὸ σῶμα τοῦ ζωὴ ἐφάμιλλη μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἀσωμάτων ἀγγέλων…
Ἦταν λοιπὸν καὶ διδάσκαλος καὶ Ἀπόστολος ὁ σοφὸς καὶ παρθένος ὅσιος Δημήτριος, καὶ γιὰ νὰ πῶ καλύτερα, καὶ πάγκαλος καὶ καθ’ ὅλα ἄμωμος καὶ ἄψογος, δοξαζόμενος καὶ γιὰ τὰ φυσικὰ τοῦ χαρίσματα καὶ γιὰ ὅσα κατόρθωσε μὲ τὴ φιλοπονία του καὶ γιὰ ὅσα ἔλαβε ἀπὸ τὴ θεία Χάρι. Καλλιεργοῦσε τὸν πνευματικὸ ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου φυτεύοντας βαθιὰ τὰ οὐράνια σπέρματα στὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων, περιλαμβάνοντας στὸ δίχτυ τοῦ λόγου τοῦ τὴν Θεσσαλονίκη, τὴν Ἀττικὴ καὶ τὴν Ἀχαϊα, μᾶλλον δὲ ὅση περιοχὴ περιλαμβάνει τώρα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ σ’ ὅσους φθάνει μὲ τὰ μύρα του, μὲ τὰ θαύματά του καὶ μὲ τὴν ἀφθονία τῆς Χάριτος τοῦ πρὸς ὅλους. Διότι ἦταν καὶ τότε γιὰ τὴν οἰκουμένη ἕνα θαῦμα μὲ τὰ λόγια του ὁ Δημήτριος…
Ἄλλοτε καλλιεργοῦσε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, ἄλλοτε τὶς εἵλκυε σὰν ψαρὰς στὴν πίστι ἀπὸ τὴν θάλασσα τῆς ἀπιστίας… ἄλλοτε οἰκοδομοῦσε μὲ τὰ πνευματικὰ λόγια του, μὲ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, σὰν μὲ ἄλλους ζωντανοὺς καὶ ὄντως πολυτίμους λίθους, οἰκοδόμημα πνευματικὸ ἀφιερωμένο στὸ Θεό. Εἶχε δὲ πρὸς τοῦτο ἐργαλεῖο κατάλληλο τὸν θεῖο λόγο. Καὶ ὅταν πολεμοῦσε μὲ τὰ λόγια του πρὸς τοὺς ἐχθρούς του Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ γιὰ τὸν Πρωτομάρτυρα Στέφανο, κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ στὸ πνεῦμα καὶ στὴν σοφία μὲ τὰ ὁποία μιλοῦσε ὁ Δημήτριος.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ περιοδικό: ”ἡ Δράσις μας” τεῦχος Ὀκτωβρίου), orp.gr, Αγιορείτικα