Χριστούγεννα στο Άγιο Όρος
Στις ψυχές των τελείων τέκνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές μετουσιώνονται σε μεγάλες πνευματικές χαρές, γιατί γίνονται ανεξάντλητες πηγές ύμνων θείων ερώτων, θερμότατης ευγνωμοσύνης και απείρου ευχαριστίας, για όσα ο Θεός εδωροφόρησεν αγαθά στους ανθρώπους από τότε που «εφανερώθη εν σαρκί».
Συγκεκριμένα οι Μοναχοί γενικά και ειδικά στο Άγιον Όρος του Άθω, εορτάζουν την Γέννηση του Θεού Λόγου σχεδόν κάθε ημέρα, δηλαδή σε όλον τον κύκλο του λεγομένου θεολογικώς λειτουργικού χρόνου, χάρις στις νυχθήμερες ιερές Ακολουθίες.
Πράγματι, στις αδιάλειπτες λατρείες που επιτελούνται στις βυζαντινές Μονές, στις Σκήτες, στα Καλύβια και τα ιερά Ησυχαστήρια, κατά τις θειες λειτουργίες, τους μυσταγωγικά ιλαρούς Εσπερινούς και τα κατανυκτικά Απόδειπνα, αλλά και στις ατομικές προσευχές των Μοναχών, ψάλλονται τροπάρια, Απολυτίκια και Κοντάκια και διαβάζονται θεολογικές Ευχές, που ως κέντρο έχουν την Σάρκωση του Θεού και την σωτηρία του κόσμου.
Και οι Μοναχοί, σε ένα ποικίλο μέτρο δεκτικότητας, κατά αναλογία με τις προσωπικές προϋποθέσεις και την άθλησή τους, ανανεώνουν συνεχώς στις ψυχές τους την μνήμη του υπερφυούς γεγονότος της Ενανθρωπήσεως. Και η μνήμη αυτή μεταποιείται σε πνευματική αίσθηση σε όσους έφθασαν στο μέτρο αυτό. Γι' αυτό και μελετούν το βάθος και την άπειρη αγάπη του Θεού προς τους «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση» πλασθέντας ανθρώπους και «εν συνοχή καρδίας» υμνολογούν, ευγνωμονούντες την υπερύμνητη αγαθότητά Του.
Κατά την ήμερα των Χριστουγέννων λοιπόν οι μονάζοντες είναι προετοιμασμένοι για την υποδοχή του Θείου Βρέφους, ώστε με μέθεξη ψυχική, με νουν μετατάρσιο και με «καιομένας τας καρδίας» να ψάλλουν ενθέως την δόξα του εν υψίστοις Θεού, ορώντες «θεωρητικώς» ή εκστατικά το «Μυστήριον το ξένον και παράδοξον» και, συνεπαρμένοι από την μυστική θέα των αθεάτων και νοητών κόσμων, να βλέπουν νοητά και εν πίστει σαν «θρόνον χερουβικόν την Παρθένον» και την Φάτνη ως «χωρίον εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος. Χριστός ο Θεός ...».
Για όλα αυτά, δεν θα ήταν μια απλή έκφραση, εάν ελέγαμε ότι ο Χριστός γεννάται αχρόνως στις καρδιές εκείνων των χριστιανών, Μοναχών και λαϊκών και κληρικών, «όσοις έπνευσεν η θεόρρυτος χάρις» και είναι «λάμποντες, αστράπτοντες, ηλλοιωμένοι, πάσχοντες οθνείαν αλλοίωσιν ευπρεπέστατην», ανεξάρτητα από την κυριώνυμη εορτή της Γεννήσεως Του.
Πόσο ωραία και πόσο θελκτική είναι εκείνη η πνευματική εμπειρία, που αναφέρει ο μεγάλος εκείνος Μυστικός θεολόγος άγιος Διάδοχος, Επίσκοπος Φωτικής, ότι αισθανόμεθα μέσα στις καρδιές μας «σκιρτήματα βρεφοπρεπή», κατά τον καιρό της επικλήσεως του ονόματος του Κυρίου Ιησού, με την ενέργεια της «νοεράς προσευχής»! Αλλά το ίδιο δεν συμβαίνει και όταν μεταλαμβάνωμεν ακατακρίτως σχετικά, γεγονός που τεκμηριώνει «εν πληροφορία», ότι ελάβαμε Πνεύμα άγιον, «αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον»;
Αληθινά, λοιπόν, Χριστούγεννα επιτελούν, κατά τρόπον ουσιαστικό και πνευματικό, όσοι αισθάνονται στις καρδιές τους την Γέννηση του Κυρίου Ιησού. Αλλοίμονο όμως σ' εκείνους που περιμένουν την 25ην του Δεκεμβρίου για να συνειδητοποιήσουν τη Σάρκωση του Θεού Λόγου. Αλλά είτε κλητοί είμεθα, είτε εκλεκτοί -Κύριος οίδε - σαν Ορθόδοξοι χριστιανοί έχουμε, με τη χάρη και το έλεος του Χριστού, ενσωματωθεί στην αγία Εκκλησία Του, που είναι οντολογικά και πραγματικά αυτό τούτο το θεανθρώπινο Σώμα του Ιησού Χριστού.
Επομένως όλες τις Δεσποτικές εορτές τις αισθανόμεθα σαν επί μέρους φάσεις του ενός ακεραίου Απολυτρωτικού έργου, σαν συντελεσθείσα αιώνια σωτηρία και σαν δυνατότητα μετοχής σ' ολόκληρη την μεταμορφωθείσα φύση και κτίση. Γι' αυτό και την Γέννηση του Κυρίου την εννοούμε και την αινούμεν ως μέρος του όλου και σαν όλον. Και σαν απαρχή της λυτρώσεως, αλλά και ως τελειωθείσα λύτρωση.
Άλλωστε είναι γνωστόν, ότι η μεγίστη των Δεσποτικών εορτών στην Ορθοδοξία δεν είναι η Γέννηση, όπως συμβαίνει στη Δύση, αλλά το Πάσχα, η αγία Ανάσταση του Χριστού, μέσα στο φως της οποίας καταλάμπονται τα σύμπαντα, «ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια», ως «της αναστάσεως την πείραν ειληφότα».
'Οπως σ' ολόκληρη την Ορθοδοξία έτσι και στό 'Αγιον 'Ορος, η προετοιμασία τών Μοναχών αρχίζει μέ αγνιστικές νηστείες από τίς 15 Νοεμβρίου. Κατά τό χρονικόν αυτό διάστημα, οι ψυχές τών μονοτρόπων μυσταγωγούνται στό Μυστήριο τής Γεννήσεως μέ τούς εισαγωγικούς 'Υμνους, μέ τά Καθίσματα, τά Τριώδια τών Αποδείπνων, τίς μελίρρυτες Καταβασίες καί μέ τούς εξαίσιους Ασματικούς Κανόνες, που κορυφώνονται στίς Μεγάλες 'Ωρες τής προπαραμονής. 'Ετσι, μέ όλα τά υμνολογικά αριστουργήματα τής ποιητικής γραμματείας τής Ορθοδοξίας, που καλύπτουν τίς θείες διαστάσεις τής Ενανθρωπήσεως τού Θεού, οι μονάζοντες ζούν σέ ένα κλίμα λειτουργικής συμμετοχής ως ιερουργούμενοι στό ανήκουστο Μυστήριον, ουρανοφάντορες, μυούμενοι στήν υπέρ φύση Αποκάλυψη. Αυτά όλα, βέβαια, βιούνται σέ ένα διάφορο μέτρο γνώσεως καί εφέσεως, κατά τήν δεκτικότητα καί τό σκεύος εκάστου, αλλά καί τό μέτρο που χορηγεί η άκτιστη χάρις.
Σέ όλες τίς βυζαντινές Μονές, τίς ιερές Σκήτες, τά Ερημητήρια καί τίς θεόκτιστες Καλύβες η τυπική τάξη φυσικά διαφέρει, αφού οι δύο τελευταίες μορφές ασκητικής ακολουθούν μεθόδους που υπερβαίνουν τόν τύπο καί τήν τάξη. Αλλά στίς δύο πρώτες, κατά τήν παραμονή τών Χριστουγέννων τελείται τό καθιερωμένον άγιον ευχέλαιον «εις ίασιν ψυχής καί σώματος» καί ακολουθεί ο Μέγας Εσπερινός μέ τή θεία Λειτουργία τού Μ. Βασιλείου, όου διαβάζονται οι δεκαπέντε Προφητείες, που αναφέρονται μέ σύμβολα καί άλλες μέ σαφείς προφητικές υποτυ-πώσεις στήν ενανθρώπηση τού Θεού.
Στή συνέχεια, αφού όλοι, μέ λειτουργική τάξη, μεταλάβουν τού Σώματος καί τού Αίματος τού Χριστού, που σαρκώθηκε ακριβώς γιά νά ενωθή ασυγχύτως καί αδιαιρέτως μέ «τών χειρών του τό πλαστούργημα» καί νά τό Θεώση, απέρχονται στήν απέριττη κοινή Τράπεζα. Καί μετά τρίωρη ανάπαυση, οι εκτός κόσμου Μοναχοί, επανέρχονται στόν ιερό Ναό γιά τήν ολονύχτια αγρυπνία, που αρχίζει από τήν Λιτήν, όπου ψάλλονται «μετά μέλους» οι θεολογικώτατοι 'Υμνοι τής Δεσποτικής εορτής.
Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται από τήν «εν πνεύματι καί αληθεία» λατρείαν, αποβαίνει αληθινή μυσταγωγία τών πιό υψηλών θεολογικών καί πνευματικών εμπειριών. Νομίζει κανείς, ότι 'Αγγελοι Κυρίου επεδήμησαν εξ ουρανού καί συμψάλλουν εναρμόνια μελωδήματα μέ τούς αποδήμους τού κόσμου ορεσιτρόφους Μοναχούς καί ότι η θριαμβεύουσα στόν ουράνιο κόσμον Εκκλησία, σέ μιά λειτουργική Σύναξη μέ τούς ερημικούς καί αρνησικόσμους χριστιανούς, υμνολογούν κατά τήν ιερή νύχτα τής Γεννήσεως τού Χριστού: «Ο ουρανός καί η γή, σήμερον ηνώθησαν, τεχθέντος τού Χριστού. Σήμερον Θεός επί γής παραγέγονε καί άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε ...».
Καί πραγματικά, μέσα στόν λαμπρότατον, υποβλητικώτατο καί κατανυκτικό βυζαντινό διάκοσμο καί υπό τίς ποικιλόχρωμες ανταύγειες, που διαχέουν τά κατινοβολούντα πολύφωτα τών στιλβωμένων πολυελαίων, τά τοιχογραφημένα πρόσωπα τών Αγίων - που «ιστόρησεν» ο εμπνευσμένος χρωστήρας τής Κρητικής ή Μακεδονικής Σχολής - παίρνουν μιά τέτοια έκφραση, που οι θεώμενοι Μοναχοί νά αισθάνωνται ότι είναι ζωντανά μαζί τους. Καί, όπως διατελούν στήν μεταρσίωση αυτή, νά βλέπουν εκστατικοί μπροστά τους, όπως στέκονται στό στασίδι τους μέ μεταστοιχειωμένη τήν ψυχή. Αποστόλους, Προφήτες, Μάρτυρες, Ιεράρχες. Οσίους Ασκητές καί Ησυχαστές, αυτήν τήν Θεοτόκον μέσα στό πάνσεπτο Σπήλαιο πλησίον τού Θείου Βρέφους Της, που έχει η ίδια ανακλίνει ως Λόγο σαρκωμένο στή Φάτνη τών αλόγων ζώων καί που πλαισιώνονται από τούς Αγγέλους καί τούς ποιμένες - όπως αποδίδει η βυζαντινή Αγιογραφία τή Γέννηση τού Χριστού - μέ έκφραση απείρου αγαλλιάσεως, όλους συμμετέχοντας μέ τήν παρουσία τους στούς θείους ύμνους...
Οι υμνολογίες συνεχίζονται, οι προσευχές διάπυρες ανεβαίνουν πρός τόν Κύριον, τά πρόσωπα τών μοναστών αστράφτουν από μυστική χαρά γιά τήν ελπιζομένη καί επιδιωκομένη θέωσή τους. Τίς μεστές δογματικού καί θεολογικού περιεχομένου Ωδές, ακολουθούν τά πνευματικότατα Μεγαλυνάρια καί η γλυκυτάτη Εννάτη Ωδή τής Θεοτόκου - μιά Ωδή Χαράς αρρήτου, μπροστά στήν οποία - άς μού επιτραπή η βέβηλη σύγκριση - η περίφημη «Εννάτη» τού Μπετόβεν, που τόσο συγκινεί τούς αγεύστους από ορθόδοξες εμπειρίες μέ τόν έντεχνο νατουραλισμό της - κυριολεκτικά εξαφανίζεται.
Τούς θείους Αίνους διαδέχεται η αγγελική δοξολογία, γιά νά επακολουθήση τό ουσιαστικόν άνοιγμα τών ουρανίων Πυλών μέ τό υπερφυέστατ Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας. Καί οι Μοναχοί αλλοιωμένοι «τήν καλήν αλλοίωσιν» - πάλιν αναλογικά - κοινωνούν μέ κατάνυξη καί γίνονται «θείας φύσεως κοινωνοί» από τό «τεθεωμένον» Σώμα καί Αίμα τού Χριστού.
Τά Χριστούγεννα, λοιπόν, εορτάζονται στόν 'Αθω μέ Ορθόδοξη μέθεξη στό Μυστήριο. Καί κατανοείται η δογματική καί πνευματική σημασία τής Σαρκώσεως κατά τό μέτρο τής θεώσεως εκάστου, που επέτυχε μέ τήν θεία αγάπη. «Τοσούτον τώ ανθρώπω τόν Θεόν διά φιλανθρωπίαν ανθρωπίζεσθαι, όσον ο άνθρωπος εαυτόν τώ Θεώ δι' αγάπης δυνηθείς απεθέωσε».
Μέ πλαίσιο μιά απαράμιλλη, σέ ομορφιά καί ποικιλία χειμερινών φυσικών εικόνων, φύση, μέ τήν βαθύτατη αγιορετική ησυχία, μέσα στή γεμάτη μυστήριο καί διαφάνεια Βηθλεεμική νύχτα, οι ολονύχτιες θεοτερπείς ψαλμωδίες τών Μοναχών σ' ολόκληρη τήν Αθωνική χερσόνησο, μέ δεσπόζοντα τόν λαμπρόν Αστέρα, που μαρμαίρει κατά Ανατολάς, ζωντανεύουν τήν Γέννηση τού Θεού Λόγου στό αιδέσιμο Σπήλαιο καί μεταφέρουν τούς Μοναχούς στην αγία εκείνη νύχτα, που φωτεινός 'Αγγελος Κυρίου ανήγγειλλε στούς απλοϊκούς «αγραυλούντας» ποιμένες: «ιδού γάρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην ήτις έσται παντί τώ λαώ. 'Οτι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ός εστι Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαβίδ». Γι' αυτό καί, κατά τήν αναλογία τής καθαρότητός τους, οι Μοναχοί συντηρούν στό διηνεκές μέσα στίς καρδιές τους αυτή τήν ίδια λευκή νύχτα, που «πλήθος στρατιάς ουρανίου» έψαλλε «διά τήν τών πάντων θέωσιν», τό «Δόξα εν υψίστοις Θεώ καί επί γής ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».
Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης
Χριστούγεννα στο Άγιον Όρος του Άθω,
αποσπάσματα από τον τόμο «Χριστούγεννα»,
Εκδόσεις «Ακρίτας» Αθήνα 1982