Πασχαλινό … ονειροδρόμιο
Μεγάλη Εβδομάδα στο ιερό του Ταξιάρχη.
Την καρτέραγε , μικρό παιδάκι , αυτήν την Εβδομάδα , την Μεγάλη, και, « μακάρι», έλεγε πάντα, « να μην τελείωνε ποτέ…». Τόσο πολύ τις αγάπαγε εκείνες τις ανοιξιάτικες μέρες τις πρώτες, τις μεγάλες, που άρχιζε να νυχτώνει αργά και ο αέρας να μυρίζει λουλούδια…
Τότε στο αγαπημένο του χωριό, το Νίκοβο Εξωχωρίου, ζούσε την κάθε στιγμή μοναδική, να χαράσσεται βαθιά μες στην αλώβητη ακόμα ψυχούλα του .
Από το πρωί του Σαββάτου, που τόσο το πρόσμενε να φτάσει κάθε φορά που έκοβε ένα πόδι της Κυρά Σαρακοστής , του Σαββάτου του φίλου του Χριστού, που έκλαψε ως τέλειος άνθρωπος, όταν έμαθε πως εκείνος πέθανε , του τετραημέρου Λαζάρου, που άκουγε πάντα τον παπά –Μιχάλη να τον μνημονεύει στην απόλυση , έπαιρνε την σταθερή του θέση στην γωνιά του ιερού, στριμωγμένος μαζί με άλλα ευτυχισμένα παιδιά πάνω στο μεγάλο μπαούλο με τα άμφια και τα κειμήλια του Ταξιάρχη- θυμιατά , σκεύη και υφάσματα πολυλιβανισμένα - φορώντας το πορφυρό του παπαδάκι μαζί με όλα τα αγόρια της ηλικίας του, αλλά και τα πιο μεγάλα που κρατούσαν το θυμιατό, τους Σταυρούς και τα εξαπτέρυγα. Και έφτανε και η Κυριακή με τις δυο βαγίτσες της πλατείας να προσφέρουν το μυρωδάτο «Ωσαννά» στον Ερχόμενο Κύριο . Έναν ολόκληρο χρόνο πρόσμεναν να αγκαλιάσουν με τα φύλλα τους τα πρώτα μαρτυρικά βήματα του Θεανθρώπου …
Και ξεκίναγαν οι ακολουθίες .
Και στο πρώτο σουρούπωμα, τα κεριά έμεναν μόνα να φωτίζουν τον Γλυκό και παραπονεμένο Νυμφίο …
Κι αυτό που ένιωθε τότε σαν ανατριχίλα και σαν φόβο, όταν όλοι τους στέκονταν πομπή, βγαίνοντας απ’ το ιερό πίσω απ την μεγάλη εικόνα που ο παπά –Μιχάλης κρατούσε ψέλνοντας με σπαστή φωνή , αργότερα κατάλαβε πως ήτανε συγκίνηση …
Και μέσα του σκεφτόταν πότε θα μεγάλωνε να υψώνει και αυτός στο «Σοφία ορθοί» αγγελόμορφο εξαπτέρυγο …
Ώρες αμέτρητες που πάντα κύλαγαν σαν μια στιγμή μέσα του κάθε ιερή μέρα στην εκκλησία των Ταξιαρχών …
Συχνά έβγαζε απ την τσέπη του το μικρό εγκόλπιο με τον Εσταυρωμένο και την κόκκινη κορδέλα, το απίθωνε μπροστά του και μέτραγε με το μάτι τις μέρες τις περασμένες και χαιρότανε άμα τις έβγαζε λιγότερες από αυτές που ήταν εμπρός τους .
Στις ακολουθίες, αλλά και στο συγύρισμα της λατρεμένης του εκκλησιάς πάντα έφτανε πρώτος . Στα πένθιμα σκουρόχρωμα πανιά που σκεπάζουν οι Μανιάτες τις εικόνες του Τέμπλου όλη την Μεγάλη Εβδομάδα και στα αρώματα των ζουμπουλιών που στεφάνωναν του Εσταυρωμένου το πρόσωπο , ένιωθε την καρδιά του να πλημμυρίζει με ένα συναίσθημα που αργότερα έμαθε πως το λένε χαρμολύπη ….
Μα και στο στόλισμα του Επιταφίου απ’ τους νέους και όλα τα παιδιά με τα εύοσμα δεντρολίβανα να γίνονται στρώμα για τον νεκρό Δεσπότη πάντων … και στο κτύπημα το πένθιμο της βαριάς και της μικρής καμπάνας – «Επτά η μικρή, μια η μεγάλη !!!», - τους φώναζαν απ την πλατεία του Ταξιάρχη άντρες και γυναίκες μιας και μόνο παιδιά χωρούσαν ν’ ανέβουν ψηλά απ’ το στενό καμπαναριό που σκέπαζε όλο το μανιάτικο χωριουδάκι . Στιγμές που φώλιασαν μέσα του γλυκά και δεν τις ξερίζωσαν ποτέ του μάταιου κόσμου οι έννοιες …
Μ’ αυτές τις μνήμες, μεγάλος πια με οικογένεια και παιδιά, έπιασε μια Μεγάλη Πέμπτη βράδυ μετά τα μεσάνυχτα που γύρισε απ’ τον αγαπημένο του Ταξιάρχη , ένα λευκό χαρτί και άρχισε να γράφει ονόματα ψυχών κεκοιμημένων . Πάνω-πάνω ένας μικρός Σταυρός ζωγραφισμένος με μολύβι και το « ΙC XC NI KA» βαλμένο με σπουδή στις τέσσερις γωνιές του. Δίπλα έγραψε, αναστενάζοντας βαθιά, το «Υπέρ Αναπαύσεως» , και από κάτω όσα περισσότερα ονόματα μπορούσαν να χωρέσουν . Το πρόσφορο το’ χε φτιάξει ο ίδιος απ’ το απόγευμα, συντροφιά με τις θυγατέρες του , και ζυμώνοντάς το δίπλα στο αναμμένο κερί και το θυμιατήρι που ‘καιγε, φουζέρ αγιαννανίτικο , θυμόταν ψυχούλες που άλλοτε αντίκρυζε, κάθε φορά που έβγαινε παπαδάκι απ’ την πόρτα που φρουρούσε ο Αρχηγός Μιχαήλ και τώρα πια είναι ουρανοπολίτες …
Γέμισε το χαρτί με πρώτο το όνομα : Μιχαήλ ιερέως, αλλά και όσους ακόμα πέρασαν απ’ το ιερό των Ταξιαρχών και μετέλαβε απ’ το χέρι τους « Άρτο ζωής αιωνιζούσης» και «Αίμα Τίμιο» : Επαμεινώνδα , Παναγιώτου , Αναστασίου πρεσβυτέρων … Πρόσθεσε όσους μπορούσαν ακόμα να χωρέσουν στα λιγοστά κενά, τόσο που να μην περισσεύει ούτε εκατοστό λευκού στο πονεμένο χαρτί …Το τύλιξε και το ακούμπησε πάνω στο διπλωμένο πρόσφορο … Θα το ’δινε την επομένη στον παπα- Γιάννη, να μνημονεύσει τις ψυχές την νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής στην μεγάλη τους … γιορτή .
Στο ολοφώτιστο από κεριά και κατάγιομο από συγγενήδες κοιμητήρι του Ταξιάρχη θα γινόταν δέηση και Τρισάγιο γι’ αυτούς που αναπαύονταν στην γνώριμη και αγαπημένη τους μανιάτικη γη .
Έπεσε να κοιμηθεί …
Το ξημέρωμα, λίγο πριν ο θλιμμένος ήχος της πρώτης καμπάνας των παιδιών τον ξυπνήσει, είδε στον ύπνο του έναν άντρα να κλαίει με παράπονο.
- «Εμένα γιατί με ξέχασες ; Εμένα γιατί με ξέχασες ;», επαναλάμβανε συνέχεια.
Σηκώθηκε ταραγμένος και έτρεξε στο τραπέζι όπου είχε αφημένο το πρόσφορο . Πήρε το χαρτί στα χέρια του και δάκρυσε …
-«Συγχώρα με, μπάρμπα –Χρήστο, που σε λησμόνησα», ψέλλισε και ξανάρχισε αμέσως να γράφει ονόματα σε καινούριο ψυχοχάρτι.
Ξημέρωμα Λαμπρής στις δύο μετά το μεσόνυχτο , και με το « ο Άδης επικράνθη», που τόσο δυνατά φώναξαν όλοι από βαθιά μέσα τους , εκείνο το «Συγχώρα με» έδωσε την θέση του στο « Χριστός Ανέστη, μπάρμπα –Χρήστο !!!».
Ξημέρωμα Αναστάσιμο στο κοιμητήρι του Ταξιάρχη … Κάπου από ψηλά ήταν σίγουρος πως ακούστηκε ένα χαρούμενο « Αληθώς!!!»
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
sotiriapsixis.blogspot.com