Στὶς 7 Ἰανουαρίου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν Σύναξη τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου. Εἶναι ἡ ἀρχαιότερη γιορτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Καὶ ἦλθε Θεόθεν. Ὁ Θεὸς φώτισε τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ὅρισαν τὴν ἑπόμενη τῶν Θεοφανείων, γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν ἅγιο Ἰωάννη, ποὺ βάπτισε τὸν Χριστό μας. Εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἅγιος της Ἐκκλησίας μας. Ἡ Παναγία δὲν συγκρίνεται, βέβαια. Ὁ «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν». Ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἔνσαρκη. Ὁ φίλος τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὁ κῆρυξ τῆς μετανοίας. Ἡ φιλέρημος τρυγῶν. Σ’ ὁποια ἐρημιὰ κι ἂν εἴμαστε, καὶ τῶν πόλεων καὶ τῶν ἄλλων περιοχῶν, ὑπάρχει ἐκεῖ πάντοτε, νὰ τὸ ξέρομε αὐτό, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ μᾶς συντροφεύει. Μᾶς κάνει καὶ μᾶς κρατᾶ τὴν καλύτερη παρέα καὶ τὴν καλύτερη συντροφιά.
Γι’ αὐτό, ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εὐρισκόμενος στὴν πολύβουη Ἀθήνα τῆς πλουτοκρατίας κλπ, ἐνθυμεῖτο περισσότερο τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο τῆς Σκιάθου. Ποῦ τὸν ἔλεγαν Ἀσέληνο, θὰ ’ταν σὲ κάποιο σημεῖο, ποὺ δὲν τὸ ’βλεπε οὔτε ὁ ἥλιος οὔτε καὶ ἡ σελήνη. Καὶ τοῦ λέει σ’ ἕνα ὡραῖο ποίημα, μὲ τὸν ἴδιο τίτλο: «Ἀπὸ τὴν ἐρημία σου Ἄϊ μου Γιάννη/ ποὺ ἤχησε τὸ πάλαι ἡ φωνή σου/θυμήσου μας...
κ’ ἐμᾶς κ’ ἐμᾶς λυπήσου/ ποὺ λυώνομε μέσα σὲ μία ἐρημία/ γεμάτη ἀπὸ πληθυσμὸν ἀνθρώπινον.» Τί ὡραία! Γι’ αὐτὸ δὲν εἴμαστε μόνοι στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία. Τυπικὰ μόνοι μπορεῖ. Ὑπαρξιακά, ὅμως, ὄχι. Εἶναι κοντά μας ὁ σαρκωθεῖς, κοντά μας ἡ Ἁγία Τριάς, πολλῶ μᾶλλον, κοντά μας ἡ Παναγία, ὁ ἄη Γιάννης, οἱ ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι, τὰ πνεύματα καὶ οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων. Κι ὅσοι μᾶς ἀγαποῦν, ὅπου κι ἂν βρίσκονται ἐπὶ τῆς γῆς. Γι’ αὐτὸ δὲν εἴμαστε καθόλου μόνοι. Μόνο νὰ προσευχόμεθα καὶ νὰ τοὺς ἐπικαλούμεθα καὶ εἴμεθα «ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων.» Ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους. Καὶ μὲ τοὺς ἁγίους.
Τὴν ἴδια μέρα, 7 Ἰανουάριου πάντα, γιορτάζει καὶ ἡ μετένεξις, ἡ μεταφορά, δηλαδή, τῆς Τιμίας χειρὸς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴν Κωνσταντινούπολη, στὰ χρόνια τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου καὶ τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Β’, τοῦ υἱοῦ του, Πορφυρογέννητου κι αὐτοῦ, τὸν 10ο αιώνα. Εἶχε ταφεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὴ Σεβαστή. Μία πόλη, ἐκεῖ κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, στὴν Κιλικία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, εἶναι κοντὰ αὐτά, καὶ πῆγε ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς κι ἐπῆρε τὸ χέρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τὸν ἀγαποῦσε πολύ. Κι αὐτὸς γράφει τὰ περισσότερα γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας.
Τὸ πῆρε καὶ τὸ πῆγε στὴν πατρίδα του, τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Τὶς Συριάδες Ἀθῆνες, ποὺ προῆλθε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ τόσοι ἄλλοι ἀπὸ ’κεῖ. Κι ἐκεῖ τὸ χεράκι τοῦ ἁγίου μας Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἔκανε πολλὰ καὶ μεγάλα θαύματα. Ξεκλείδωνε ψυχές. Τὶς ἔφερνε στὸν Χριστό. Τὶς ἔβγαζε ἀπ’ τὴν ἁμαρτία, δίνοντας μετάνοια καὶ χάρη. Καὶ θαυματουργοῦσε παντοιοτρόπως. Ἔβγαζε δαιμόνια, θεράπευε ἀρρώστους, σήκωνε παράλυτους, καὶ ἔδινε, προπαντός, ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ ὑγεία.
ΠΗΓΗ: http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2014/01/blog-post_7274.html#more