Εἶναι ἐγκώμιο μέ λαμπρό ὕφος καί οὐσιαστικό περιεχόμενο. Προσφέρει στήν ἀρχή μία ἔκθεση σχετικά μέ τήν παιδεία καί τήν ἀρετή τοῦ Δημητρίου, γιά τή διδασκαλική του προσφορά πρός τούς νέους στόν τόπο τῆς Καταφυγῆς καί γιά τό μαρτύριό του.
Δίνει ὅμως καί ἀλληγορική ἑρμηνεία στά ἐπεισόδια, κάθε φορᾶ πού προσφέρονται. Ἔτσι τό μαρτυρικό σῶμα εἶναι ἡ κρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ γεμάτη μύρα καί ὁ κῆπος τῶν ἀρετῶν καί τῶν χαρίτων, ἐνῶ τά στόματα τῶν τυράννων εἶναι οἱ πύλες τοῦ Ἅδη. Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι τό λείψανο τοῦ ἁγίου Δημητρίου βρισκόταν ἀκόμη στόν ναό του, γιατί λέγεται ἐδῶ, ὅτι τό σῶμα τοῦ «ἀνίησι μύρα», ἀναδίδει τώρα μύρα. Ἡ εὐωδία τῶν μύρων ἀνέδειξε τήν Θεσσαλονίκη «πόλιν Θεοῦ ἤ παράδεισον ἄλλον, εἰ μή τί καί πλέον». Πιθανῶς καί κατ’ αὐτήν τήν ἡμέρα ἦταν παρόντες οἱ βασιλεῖς, ἤ τουλάχιστον ἡ Ἄννα, γιατί λέγεται, «βασιλεῖς δέ τή εὐσεβεία μᾶλλον, ἤ τή βασιλεία, κοσμούμενοι συμπαριστάσιν ἠμίν καί συνεπικροτούσιν εὐφημοῦντες τάς ἀριστείας τοῦ μάρτυρος».
ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟ ΚΑΙ ΜΥΡΟΒΛΥΤΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟ
Τά ἐφόδια γιά τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος ἄλλα βέβαιά τα ἔχομε ὁ καθένας ἀπό τά ἐπαγγέλματά μας, καί ἄλλα τά παίρνομε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο, προσφέροντας ὁ ἕνας στόν ἄλλο τά δικά του. Γιατί δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα ὁ γραμματικός καί ὁ γεωργός, ὁ ράπτης καί ὁ ὑφαντῆς, ὁ οἰκοδόμος καί ὁ ὑποδηματοποιός, ὁ ἰατρός καί καθένας ἀπό τούς ἄλλους ἐπαγγελματίες. Ἐπειδή λοιπόν ὁ καθένας δέν ἔχει ὅλα ὅσα τοῦ χρειάζονται, ὁπωσδήποτε ὅμως τά ἔχει ἀνάγκη ὅλα αὐτά ὁ καθένας, βρέθηκε ὡς μέσο το νόμισμα, μέσω τοῦ ὁποίου μέ τρόπο κοινωφελῆ καί τά ἀγαθά πού περισσεύουν προσφέρονται σέ ἄλλους, καί ἀποκτῶνται αὐτά πού λείπουν. Πράγματι ὁ γεωργός δίνει τά περισσεύματά του στούς μή γεωργούς, καί ἀφοῦ λάβει τό ἀντίτιμο γι’ αὐτά, ἀγοράζει τό σπίτι τυχόν ἤ τό ὕφασμα· καί ὁ ὑποδηματοποιός, ἀφοῦ πωλήσει τά ὑποδήματα καί λάβει ἱκανοποιητικά χρήματα, ἱκανοποιεῖ τήν ἀνάγκη τῶν ἐλλείψεων, καί ἔτσι μέ τήν μεταξύ μας δοσοληψία συγκροτεῖται ὁ βίος ὅλων μας, καί γι’ αὐτό ὑπάρχουν οἰκισμοί καί πόλεις, καί γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος εἶναι κοινωνικό ζῶο.
Στίς πνευματικές ἀσχολίες ὅμως καί στά σχετικά μέ τήν ἀρετή δέν συμβαίνει τό ἴδιο· γιατί ἐκεῖνος πού εἶναι σώφρων, ἀλλ’ ὄχι δίκαιος, δέν μπορεῖ νά δώσει κάτι ἀπό τή σωφροσύνη του στόν δίκαιο καί νά πάρει ἀπό ἐκεῖνον δικαιοσύνη οὔτε αὐτός πού εἶναι ἀληθής στούς λόγους, ἀλλά δέν εἶναι ἀνεξίκακος, θά μποροῦσε ν’ ἀποκτήσει κάτι ἀπό ἄλλον μέ ἀνταλλαγή ἤ νά μεταδώσει ἀπό τήν ἀλήθεια σέ ὅποιον δέν ἔχει, ἐννοῶ ἀπό τήν ἀλήθεια πού αὐτός εἶπε· οὔτε ὑπάρχει σ’ αὐτά μέσο, σάν κάποιο νόμισμα, πού νά ρυθμίζει τίς μεταξύ τους ἀνταλλαγές καί νά τίς καθιστά ἰσότιμες. Γι’ αὐτό πρέπει καί εἶναι ἀναγκαῖο, ἀδελφοί, ὁ καθένας μας νά ἀσκεῖ κάθε ἀρετή. Γιατί δέν εἶναι δυνατό αὐτός πού δέν κατόρθωσε κάποιαν ἀπό αὐτές νά τήν πάρει ἀπό ἄλλον, οὔτε νά διαφύγει τήν καταδίκη καί τιμωρία γιά τή στέρηση αὐτῆς. Γι’ αὐτό λέγει ὁ Δαβίδ, «ἀδελφός δέν τόν σώζει, θά τόν σώσει ξένος ἄνθρωπος;». Δηλαδή κανένας.
Ἀλλά, πόση, ἀλήθεια, εἶναι ἡ ἀφάνταστη φιλανθρωπία τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ! Γιατί αὐτό πού δέν εἶναι δυνατό νά λάβει κανεῖς οὔτε ἀπό τίς ἰσότιμες καί ἀληθινά πολύτιμες ἀρετές τῆς ψυχῆς μέ ἀνταλλαγή, τό κατέστησε μέ ἄλλον τρόπο πάμφθηνο. Γιατί μπορεῖ κανείς μέ αὐτές τίς γήινες καί χαμηλές ἀνάγκες τοῦ σώματος, ἐννοῶ μέ τά φαγητά καί τά ποτά, μέ τά ἐνδύματα, μέ τό χρυσάφι καί τό ἀσήμι πού καθένας ἔχει (γιατί ὅλα αὐτά εἶναι γῆ καί χῶμα καί τίποτε δέν ὑπάρχει ἀτιμότερο ἀπό αὐτά), μπορεῖ λοιπόν κανείς σύμφωνα μέ τή δεσποτική ὑπόσχεση καί παραίνεση μέ αὐτά τά ἀσήμαντα, ἄν προσφέρει τά περισσεύματα σ' αὐτούς πού ἔχουν τίς ἀρετές (γιατί αὐτοί εἶναι τελείως φτωχοί ὡς πρός τά ἀναγκαῖα γιά τό σῶμα), μέ αὐτή τή μετάδοση ν’ ἀναπληρώσει τήν ἔλλειψη τῶν ἀρετῶν καί νά διαφύγει τήν εὐθύνη γιά τήν στέρησή τους. Καί αὐτό δηλώνοντας ὁ μέγας Παῦλος γράφοντας πρός τούς Κορινθίους, ὀνομάζει αὐτή τή μετάδοση κοινωνία πρός τούς ἁγίους, καί προχωρώντας προσθέτει, «τό περίσσευμά σας πρέπει νά ἀναπληρώνει τό ὑστέρημα ἐκείνων, ὥστε καί τό περίσσευμα ἐκείνων νά ἀναπληρώσει τό δικό σας ὑστέρημα». Ὁ Κύριος πάλι λέγει· «κάνετε φίλους ἀπό τόν μαμωνά τῆς ἀδικίας, ὥστε, ὅταν ἀποδημήσετε, νά σᾶς δεχθοῦν στίς αἰώνιες σκηνές», μαμωνά ἀδικίας ὀνομάζοντας τό περίσσευμα τῶν ἀναγκαίων, πού δέν δίνεται σέ ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη.
Πρέπει λοιπόν, ὅπως εἶπα, ὁ καθένας σας, ἀδελφοί, νά ἀσκεῖ ὀρθά κάθε ἀρετή, καί ἄν μᾶς λείπει κάποια ἀπό αὐτές, ν’ ἀναπληρώνομε τήν ἔλλειψη μέ τή μετάδοση ἀπό αὐτά πού ἔχομε. Αὐτός εἶναι ὁ δεύτερος πλοῦς τοῦ λόγου, καί μάλιστα πρός ἐσάς πού ζεῖτε μέσα στόν κόσμο, μέ τόν ὁποῖο θά ἐξασφαλίσομε τή σωτηρία τῶν ψυχῶν σας. Ἄν ὅμως παραμελήσομε καί αὐτόν, ὑπάρχει πολύς φόβος μήπως μᾶς δεχθεῖ ἐκείνη ἡ ἄσβεστη φωτιά καί ἡ αἰώνια στέρηση. Αὐτό θέλοντας νά δείξει ὁ Κύριος, πρόβαλε τήν παραβολή πού διαβάζεται σήμερα στήν ἐκκλησία· «κάποιος ἀνθρωπος ἦταν πλούσιος, καί φοροῦσε πορφύρα καί μεταξωτά ἐνδύματα, ζωντας καθημερινά μέσα σέ λαμπρή πολυτέλεια». Ὅλη ἡ φροντίδα τοῦ πλουσίου ἦταν γιά τόν ἱματισμό καί τόν καλλωπισμό καί τήν πολυτέλεια τῶν ἐνδυμάτων, καί γιά τά τραπεζώματα καί τά φαγοπότια καί τίς ἀπολαύσεις. Ὑπῆρχε ὅμως καί ἕνας φτωχός, ὀνομαζόμενος Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦταν ξαπλωμένος κοντά στήν πύλη τοῦ πλουσίου γεμάτος πληγές καί ἐπιθυμοῦσε νά χορτάσει ἀπό τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου, ἀλλά καί τά σκυλιά ἔρχονταν καί ἔγλειφαν τίς πληγές του».
Βλέπετε τήν πλήρη ἔλλειψη κοινωνίας τοῦ πλουσίου πρός τόν φτωχό Λάζαρο; Ὁ πρῶτος παραχόρταινε καθημερινά ἀπό τήν τράπεζά του πού ἦταν γεμάτη ἀπό παντός εἴδους φαγητά καί πολυτελῆ καρυκεύματα, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἐπιθυμοῦσε νά χορτάσει καί ἀπό τά εὐτελέστατα πράγματα, γιατί ποτέ δέν εἶχε χορτάσει. Ἐκεῖνος ἔλαμπε ἀπό τήν πορφύρα καί τά μεταξωτά πού φοροῦσε καί ἀπό τόν ὑπερβολικό ἐξωραϊσμό τοῦ εὔρωστου σώματος, ἐνῶ ὁ Λάζαρος εἶχε καί τά ξεσχισμένα ράκη τοῦ γεμάτα ἀπό βρωμιά καί δυσωδία, γεμάτος πληγές καί περιρρεόμενος ἀπό πύο. Ἐκεῖνος καθόταν σέ ψηλό θρόνο περικυκλωμένος ἀπό τό πλῆθος τῶν ὑπηρετῶν, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἦταν ξαπλωμένος κάτω στό ἔδαφος κοντά στήν πύλη μή ἔχοντας κάποιον οὔτε γιά νά ἀπομακρύνει τά σκυλιά.
Ἀλλά γιά ποιό λόγο τόν φτωχό ἀποκαλεῖ μέ τό ὄνομά του, ἐνῶ τόν πλούσιο τόν ἀνέφερε χωρίς τό ὄνομά του; Μποροῦμε βέβαια νά ποῦμε, ὅτι τό ὄνομα αὐτοῦ του φτωχοῦ σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελικό λόγο εἶναι γραμμένο στούς οὐρανούς, ἐνῶ τοῦ πλουσίου ἐξαλείφθηκε καί χάθηκε ἀπό ἐκεῖ καί ἡ μνήμη μαζί μέ τό ὄνομα. Γιατί καί ὁ Ψαλμωδός λέγει γιά τούς ἀνθρώπους αὐτοῦ του εἴδους· «δέν θά ἀναφέρω τά ὀνόματά τους μέ τά χείλη μου». Ἐπειδή ὅμως καί κάθε πλούσιος μπορεῖ ν’ ἀποδώσει στόν ἑαυτό τοῦ τήν παραβολή καί θεωρώντας ἐκεῖνον ὡς τόν ἑαυτό του, νά λάβει ἀπό αὐτό ἀφορμή μετάνοιας, ὁ πλούσιος ἀναφέρθηκε χωρίς τό ὄνομά του, ὥστε ἔτσι ὁ λόγος ν’ ἀφορᾶ πρός κάθε πλούσιο, ὁ κάθε φτωχός ὅμως δέν μπορεῖ νά θεωρήσει τόν ἑαυτό τοῦ Λάζαρο, ἀκόμη καί ἄν βρίσκεται σέ κατάσταση σάν ἐκείνου· γιατί πρέπει νά περιμένει μέ ταπείνωση τή δεσποτική ἀπόφαση. Γι’ αὐτό λοιπόν ὁ φτωχός ἀναφέρθηκε μέ τό ὄνομά του.
«Συνέβηκε ὅμως», λέγει, «νά πεθάνει ὁ φτωχός καί νά μεταφερθεῖ ἀπό τούς ἀγγέλους στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ». Ὁ φτωχός ὁδηγεῖται μέ ὑπερκόσμια τιμή ὡς ἀθλητής πρός τά στεφάνια. Ἀφοῦ ὅμως ὁ Κύριος ἔδειξε τόν μή σωζόμενο πλούσιο, μᾶς δείχνει εὐθύς ἀμέσως καί τόν σωζόμενο πλούσιο· τέτοιος βέβαια εἶναι ὁ Ἀβραάμ. Δέν τόν ὀνομάζει ὅμως αὐτόν πλούσιο, ἐπειδή θεωροῦσε ἀνώτερη ἀπό τόν πλοῦτο τήν ἀρετή. Γιατί ἔδειχνε πρός ὅλους ἀγάπη καί διάθεση πατέρα· γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται μέ τό ἀνώτερο ἀπό ἐκεῖνα πού εἶχε, δηλαδή τήν ἀρετή· γιατί τό ὄνομα Ἀβραάμ ἑρμηνευόμενο σημαίνει «πατέρας πολλῶν». Ὁ πλούσιος ὅμως ἐκεῖνος δέν εἶχε τίποτε ἀνώτερο ἀπό τόν γήινο καί παρερχόμενο πλοῦτο· γι’ αὐτό καί ἔφερε τό ὄνομα ἀπό ἐκεῖνον. Δέν ἔχασε ὅμως τή σωτηρία ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου, ἀλλ’ ἐξ αἰτίας τῆς φιληδονίας καί τῆς ἀσπλαγχνίας καί τῆς μισοξενίας. Καί ὁ Ἀβραάμ ἀσφαλῶς ἦταν πλούσιος, ἀλλ’ ἐξ αἰτίας τῆς φιλοθεΐας καί τῆς εὐσπλαγχνίας καί τῆς φιλοξενίας ὄχι μόνο σώθηκε, ἀλλά καί ἔγινε τόπος τῶν σωζομένων. Γι’ αὐτό καί ὁ Λάζαρος, ὅταν πέθανε, μεταφέρθηκε ἀπό τούς ἀγγέλους (γιατί αὐτοί εἶναι, σύμφωνα μέ τόν Παῦλο, διάκονοι «γιά ἐκείνους πού πρόκειται νά κληρονομήσουν τή σωτηρία»· μεταφέρθηκε λοιπόν ἀπό αὐτούς στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ· κόλπος ἀσφαλῶς τοῦ Ἀβραάμ εἶναι ἡ χώρα τῶν ζώντων, ἡ κατοικία τῶν αἰώνια εὐφραινομένων, ἡ περιοχή τῶν αἰώνιων ἀγαθῶν.
«Πέθανε ὅμως», λέγει, «καί ὁ πλούσιος καί τάφηκε». Ἴσως ὁ Λάζαρος δέν ἀξιώθηκε οὔτε ταφῆς ὅταν πέθανε, ἀφοῦ δέν εἶχε κάποιον νά τόν κηδεύσει· γι’ αὐτό στήν περίπτωση ἐκείνου δέν ἀνέφερε καθόλου ταφῆ, ἐδῶ ὅμως ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν πέθανε ὁ πλούσιος, «καί τάφηκε». Ἀναφέρεται ἐπίσης καί γιά τόν λόγο ὅτι ἡ φαντασία καί πολυτέλεια τῶν πλουσίων φθάνει μέχρι τόν τάφο. Ἀλλά ὁ τέτοιου εἴδους τάφος τῶν τέτοιου εἴδους πλουσίων γίνεται γι’ αὐτούς θύρα, ἀλλοίμονο!, τοῦ ἅδη καί τῶν βασάνων στά καταχθόνια. Γιατί λέγει, τάφηκε ὁ πλούσιος «καί βρισκόμενος στόν ἅδη, σηκώνοντας τά μάτια του, ἐνῶ βασανιζόταν, βλέπει τόν Ἀβραάμ ἀπό μακριά καί τόν Λάζαρο στούς κόλπους του». Κάποτε ὁ πλούσιος ἔβλεπε τόν Λάζαρο πεσμένο μπροστά στόν πυλώνα του, πληγωμένον ἀπό τήν πείνα καί κυλιόμενον στή σκόνη τοῦ ἐδάφους καί μή ἔχοντας τή δύναμη οὔτε νά κινεῖται, καί τόν περιφρονοῦσε, τώρα βρισκόμενος κάτω αὐτός ὁ ἴδιος καί βασανιζόμενος καί μή μπορώντας ν’ ἀποφύγει τούς βασανισμούς, σηκώνοντας τά μάτια τοῦ βλέπει τόν Λάζαρο πάνω σε σκηνές ἀναψυχῆς νά διαμένει μέ πολλή ἄνεση καί νά ζεῖ στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, καί δέν προσπαθεῖ νά τόν παραβλέπει, ἀλλά μᾶλλον ζητεῖ νά μή παραβλεφθεῖ ἀπό ἐκεῖνον πού προηγουμένως παραβλέφθηκε ἀπό αὐτόν. Ἐκεῖ βέβαια πού ἦταν τόπος ἐλέους, δηλαδῆ στή γῆ, δέν τόν ζήτησε οὔτε τόν ἐπεδίωξε, ἐκεῖ ὅμως πού ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἀνελέητη, ζητεῖ μάταιά το ἔλεος· γιατί λέγει, «φώναξε καί εἶπε· πατέρα Ἀβραάμ, ἐλέησε μέ καί στεῖλε τόν Λάζαρο, γιά νά βυθίσει τό ἄκρο τοῦ δακτύλου του στό νερό καί νά δροσίσει τή γλώσσα μου· γιατί ὑποφέρω μέσα σ’ αὕτη τή φλόγα». Περιόρισε τήν παράκληση στό πολύ ἐλάχιστο, γιατί δέν εἶχε τό θάρρος νά ζητήσει τίποτε παραπάνω, ἔχοντας αὐτοκατάκριτη τή συνείδηση.
Φώναξε βέβαια, ἐπειδή τό μεταξύ τους διάστημα ἦταν μεγάλο. Παρουσιάσθηκε ἐπίσης νά λέγει πατέρα τόν Ἀβραάμ, γιά νά διδαχθοῦμε ὅτι ἀνῆκε στό γένος τῶν θεοσεβῶν ἐκεῖνος ὁ πλούσιος, καί νά μή νομίζομε ὅτι τηγανίζεται ὡς δυσσεβῆς. Γιατί περιζώσθηκε ἀπό τήν ἄσβεστη φλόγα τοῦ πυρός ὡς ἄσπλαχνος καί φιλήδονος, ἄν καί κατά τήν καταγωγή ἦταν συγγενής του Ἀβραάμ. Λέγει ὅμως, «ἐλέησε μέ, γιατί ὑποφέρω, καί στεῖλε τόν Λάζαρο», τόν ὁποῖο αὐτός δέν ἐλέησε ὅταν ὑπέφερε μπροστά στόν πυλώνα· γι’ αὐτό καί δέν ἀπηύθυνε πρός αὐτόν τήν παράκληση. Παρακαλεῖ γιά μιά σταλαγματιά καί μιά μικρή ρανίδα πού δροσίζει τή γλώσσα, καί δέν τό πετυχαίνει. Βλέπετε τήν ἀνταπόδοση τῆς τιμωρίας μέ τό παραπάνω; Γιατί ὁ κάποτε φτωχός Λάζαρος δέν μποροῦσε νά χορτάσει μέ τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι του, τώρα ὅμως αὐτός ὄχι μόνο το χόρτασμα καί τῶν πλέον ἀκόμη εὐτελῶν πραγμάτων ἔχει στερηθεῖ, ἀλλά δέν ἀξιώνεται οὔτε μιᾶς μικρῆς στάλας νεροῦ. Γιατί λέγει, «εἶπε πρός αὐτόν ὁ Ἀβραάμ, τέκνο, θυμήσου ὅτι σύ ἀπολάμβανες τά ἀγαθά σου στή ζωή, καί ὁ Λάζαρος ὁμοίως τά κακά· τώρα ὅμως αὐτός ἀπολαμβάνει τήν ἀναψυχή καί σύ ὑποφέρεις».
Λυπᾶται βέβαια ὁ Ἀβραάμ τόν πλούσιο πού βρισκόταν στή φλόγα· γι’ αὐτό καί τόν ἀποκαλεῖ μέ συμπάθεια, «τέκνο». Τόν λυπᾶται ὅμως, νομίζω, ὄχι μᾶλλον γιά τήν τιμωρία του, ἀλλά γιά τήν ἀκόμη ἐνεργούμενη σ’ αὐτόν κακία. Γιατί δέν εἶχε ἔρθει ἀκόμη σέ συναίσθηση τῶν ἁμαρτημάτων δέν εἶχε ἀντιληφθεῖ ὅτι δίκαια τηγανιζόταν. Δέν λέγει, ἐλέησε μέ, γιατί ἐγώ ἄναψα αὐτή τή φωτιά γιά τόν ἑαυτό μου, ἐγώ θησαύρισα αὐτές τίς ὀδύνες γιά τόν ἑαυτό μου· ἀντί γιά τούς αὐλούς καί τούς θορύβους καί τά σιχαμερά ἄσματα ἔχω τίς κραυγές καί τούς θρήνους καί τούς φρικωδέστατους ἤχους τοῦ πυρός πού παφλάζει ἐπάνω μου, ἀντί γιά τίς εὐχάριστες ὀσμές τόν ἀτμό τοῦ πυρός, ἀντί γιά τά περιττά φαγητά καί τά ποτά καί τήν ἀπόλαυση ἀπό αὐτά ἔχω τή γλώσσα πού ξηραίνεται τελείως ἀπό αὐτή τή φλόγα καί τήν μέχρι σταγόνας ἔλλειψη, ἀντί γιά τίς πορνικές πυρώσεις ὅλο το σῶμα μου τό καταφλέγει ἡ φωτιά. Δέν εἶπε αὐτά, ἀλλά παραπονεῖται κλαίοντας γιά τίς ὀδύνες μόνο. Τί ἀπαντᾶ λοιπόν πρός αὐτόν ὁ Ἀβραάμ; Ἔλα κάποτε στόν ἑαυτό σου· ὁμολόγησε ὅτι δίκαια παραδόθηκες στή φλόγα, ἐνθυμούμενος ὅτι ἀπόλαυσες στή ζωή σου τά ἀγαθά σου, αὐτά πού νόμισες ὅτι εἶναι ἀγαθά σου, πού προτίμησες ν’ ἀποκτήσεις ἀπό ἐκεῖνα πού προσφέρθηκαν στή διάθεσή σου, τά ὁποῖα ἐπεδίωξες καί ἔλαβες, δηλαδή τά πρόσκαιρα. Γιατί αὐτά προτίμησες ἀπό τά αἰώνια. Ὁ Λάζαρος ὅμως, λέγει, δοκίμασε τά ἀντίθετα κακά, δηλαδή τίς κακώσεις τοῦ σώματος· γι’ αὐτό τώρα αὐτός ἀπολαμβάνει αἰώνια ἀναψυχή, ἀφοῦ τότε ἔπασχε πρόσκαιρα ἀπό τά κακά, καί σύ ὑποφέρεις ἀκατάπαυστα, ἀφοῦ τότε καλοπερνοῦσες καί ἀπολάμβανες πρόσκαιρα τίς ἡδονές.
Πῶς ὅμως δέν εἶπε «ἔλαβες», ἀλλ’ «ἀπέλαβες»; Γιά νά δείξει ὅτι αὐτός πού στή ζωή αὐτή εἶναι προσκολλημένος στίς ἡδονές καί τίς ἀπολαύσεις κι ἔχει μέ ὑπεραφθονία τά χρήματα καί τόν πλοῦτο καί κάνει κατάχρηση τῆς εὐπορίας, κι ἄν ἀκόμη κατορθώσει κάτι ἀπό τά ἄλλα, δέν θά λάβει μισθό· γιατί ἀντί γιά μισθό ἔχει τήν τωρινή εὐπορία καί καλοπέραση, ὅπως ἐκεῖνος πού κατατρύχεται ἀπό τή φτώχεια καί τήν ἀσθένεια καί τά ὑπομένει γενναῖα ἔχει ὡς ἀνταπόδοση τῶν πλημμελημάτων τήν ἐδῶ κακοπάθεια τῆς σάρκας.
Ἀλλ’ «ἐκτός ἀπ’ ὅλα αὐτά», λέγει, «ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καί σέ σᾶς ὑπάρχει μεγάλο χάσμα, γιά νά μή μποροῦν νά περάσουν αὐτοί πού θέλουν ἀπό ἐδῶ πρός ἐσάς, οὔτε νά περνοῦν ἀπό ἐκεῖ πρός ἐμᾶς». Βλέπετε ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀβραάμ δέν μπορεῖ, καί ἄν ἀκόμη θέλει, νά βοηθήσει τούς ἐκεῖ καταδικασμένους; Γιατί τό ἀναμεταξύ χάσμα εἶναι ἀδιάβατο γιά ὅλους, ὥστε καί ὅσοι θέλουν νά περάσουν νά μή μποροῦν· «οὔτε οἱ ἀπό ἐκεῖ», λέγει, «μποροῦν νά περνοῦν πρός ἐμᾶς». Φαίνεται νά βρίσκονται πιό μέσα ἀπό τή φλόγα οἱ ἄλλοι τιμωρούμενοι, τούς ὁποίους ὁ Ἀβραάμ λέγει «ἀπό ἐκεῖ», ἀλλά καί δοκιμάζουν σφοδρότερα τή φωτιά, ὥστε νά μή μποροῦν νά μιλοῦν καθόλου. Αὐτοί ἐνδεχομένως νά εἶναι ἐκεῖνοι πού στόν παρόντα κόσμο ἐκτός ἀπό τό ὅτι δέν δίνουν ἀπό τά ἀγαθά τους πλουτοῦν καί μέ ἁρπαγή, πράγμα γιά τό ὁποῖο δέν κατηγορήθηκε ὁ πλούσιος αὐτός· γιατί δέν κατακρίνεται ὡς ἅρπαγας καί ἄδικος, ἀλλά μόνο ὡς ἄσπλαχνος καί φιλήδονος. Πρός αὐτόν λέγει ὁ Ἀβραάμ ὅτι, ἐπειδή προτίμησες τόν ἀπολαυστικό καί ἄνετο καί πρόσκαιρο βίο ἀντί γιά τόν ἐγκρατῆ, τώρα δίκαια σέ κυρίευσε ὀδύνη καί θλίψη καί στενοχώρια. Ἐπειδή ὅμως καί πρός τούς φτωχούς δέν εἶχες καμμιά κοινωνία μέ τήν ἐλεημοσύνη, οὔτε ἀπέκτησες φίλους ἀπό τόν μαμωνά τῆς ἀδικίας, οὔτε ἔδωσες τό περίσσευμά σου πρός ἀναπλήρωση τοῦ ὑστερήματος ἐκείνων, ἀλλ’ ἔμεινες ἐντελῶς ἀκοινώνητος πρός τούς ἁγίους, ἀπομακρυσμένος ἀπό αὐτούς ὅπως εἶναι ἀπομακρυσμένη ἀπό τήν ἀρετή ἡ κακία, γι’ αὐτό τώρα ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς πού ἔχομε ζήσει μέ ἀρετή καί σ’ ἐσάς πού ἔχετε ζήσει μέ κακία ὑπάρχει μεγάλο καί ἀδιάβατο χάσμα, ὥστε νά μή μποροῦμε ποτέ νά μεταβοῦμε ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλο. Παριστάνει βέβαια μέ αὐτά τό ἀτελείωτο καί ἀμετάθετο τόσο τῆς κόλασης τῶν ἁμαρτωλῶν, ὅσο καί τῆς ἄνεσης τῶν δικαίων.
Ἀλλ’ ὁ πλούσιος, ὄντας ἀνόητος, οὔτε ἔτσι σωφρονίσθηκε, οὔτε σταμάτησε τήν κακία, οὔτε κατέκρινε τόν ἑαυτό του, ἀλλ’ ἐπιχειρεῖ ἀκόμη νά δικαιώνει τόν ἑαυτό του καί, σάν νά μή τόν εἶχε κανείς βεβαιώσει προηγουμένως γιά τόν τόπο αὐτόν τῶν βασάνων, λέγει, «σέ παρακαλῶ λοιπόν, στεῖλε τόν Λάζαρο στόν πατρικό μου οἶκο (γιατί ἔχω πέντε ἀδελφούς), γιά νά τούς διαβεβαιώσει, ὥστε νά μή ἔρθουν καί αὐτοί στόν τόπο αὐτόν τῶν βασάνων». Δείχνει δηλαδή ὅτι, ἄν εἶχε καί αὐτός ἕνα μάρτυρα προηγουμένως, δέν θά ἔκαμνε ἐκεῖνα, γιά τά ὁποῖα καταδικάσθηκε στή γέεννα. Ὅταν ὅμως ὁ Ἀβραάμ εἶπε, «ἔχουν τόν Μωϋσῆ καί τούς προφῆτες, ἅς ἀκούσουν αὐτούς» (γιατί ὁ Μωϋσῆς σάν ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ λέγει στήν ὠδή, «ἔχει ἀνάψει φωτιά ἀπό τόν θυμό μου, θά φθάσει ἡ φλόγα μέχρι τά βάθη τοῦ ἅδη», ἐνῶ ὁ Ἠσαΐας, συμφωνώντας μέ τούς ἄλλους προφῆτες, λέγει· «θά κατακαοῦν οἱ ἄνομοι καί οἱ ἁμαρτωλοί συγχρόνως καί δέν θά ὑπάρχει κανείς νά σταματήσει τή φωτιά»)· λέγοντας αὐτά ὁ Ἀβραάμ, ἐκεῖνος πάλι ἀντιλέγοντας λέγει· «ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἄν κάποιος ἀπό τούς νεκρούς πάει πρός αὐτούς, θά μετανοήσουν». Τί ἀπαντᾶ λοιπόν πάλι σ' αὐτό ὁ Ἀβραάμ; «Ἄν δέν ἀκοῦνε τόν Μωϋσῆ καί τούς προφῆτες, οὔτε, ἄν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπό τούς νεκρούς, θά πιστέψουν», σάν νά τοῦ ἔλεγε ἀκριβῶς αὐτό, ὅτι, ἐπειδή πρίν πεθάνεις δέν ἐνδιαφερόσουν καθόλου γιά τούς μωσαϊκούς καί προφητικούς λόγους, κι ἄν ἀκόμη ἔβλεπες νεκρό ἀναστημένο, δέν ἐπρόκειτο νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπό τή σπατάλη καί τήν ἀσπλαγχνία πιστεύοντας σ’ ἐκεῖνον. Γι’ αὐτό τώρα, πού ἔχεις περικυκλωθεῖ δίκαια ἀπό τό πῦρ τῆς γέεννας ἀντιμετωπίζεις ἀνελέητους καί ἀκατάπαυστούς τους φρικτούς πόνους.
Ὁ πλούσιος λοιπόν ἐκεῖνος, ἀδελφοί, ἔχοντας τόν Μωϋσῆ καί τούς προφῆτες, ἀπό τούς ὁποίους κανένας δέν ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, φαινόταν νά ἔχει κάποια πρόφαση, ἐμεῖς ὅμως μαζί μ’ ἐκείνους ἀκοῦμε καί ἐκεῖνον πού ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς γιά χάρη μας νά λέγει· «μή θησαυρίζετε γιά τούς ἑαυτούς σᾶς θησαυρούς πάνω στή γῆ, ἀλλά θησαυρίζετε θησαυρούς γιά τόν οὐρανό»· ἐπίσης «σ’ ὅποιον σου ζητεῖ δίνε, καί αὐτόν πού θέλει νά δανεισθεῖ ἀπό σένα μή τόν διώξεις»· καί «δῶστε ἀπό αὐτά πού ἔχετε ἐλεημοσύνη, καί νά ὅλα θά εἶναι καθαρά γιά σᾶς». Ἐάν ὅμως κάποιος τρώγει καί πίνει μαζί μέ μέθυσους, καί πρός τούς φτωχούς εἶναι σκληρός καί ἄσπλαχνος, «θά ἔρθει», λέγει, «ὁ Κύριος σέ ἡμέρα πού δέν τήν περιμένει καί σέ ὥρα πού δέν τή γνωρίζει, καί θά τόν ξεχωρίσει καί θά τόν τοποθετήσει στή μερίδα τῶν ἀπίστων».
Ἀφοῦ λοιπόν δέν σᾶς μένει καμμιά πρόφαση, ἐπειδή «κανενός ἡ ζωή δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τά περισσεύματα τῶν ὑπαρχόντων του», ὅποιος ἔχει κάτι πού τοῦ περισσεύει ἅς τό δίνει σέ ἐκείνους πού δέν ἔχουν, εἰσαγόμενος μέ αὐτόν τόν τρόπο στόν κλῆρο τοῦ πατέρα τῶν σωζομένων Ἀβραάμ, ἐνῶ οἱ φτωχοί νά μιμοῦνται τήν καρτερία τοῦ Λαζάρου, κερδίζοντας μέ τήν ὑπομονή τούς τίς ψυχές τους καί μέ τήν ταπείνωσή τους ἀποκτώντας μόνοι τους τούς κόλπους ἐκείνους τοῦ Ἀβραάμ, ἀπό τούς ὁποίους «ἔχει ἀποδράσει κάθε ὀδύνη καί λύπη καί στεναγμός», καί ἐπικρατεῖ χαρά καί ἀπόλαυση καί θυμηδία ἔνθεη καί ἀτελείωτη. Γι’ αὐτό μάλιστα ὁ Χριστός μᾶς φανέρωσε τά ἐκεῖ μ’ αὕτη τήν παραβολή, ὥστε, ἀφοῦ βελτιωθοῦμε μέ τή μετάνοια, νά μᾶς καταστήσει ἄξιους ἐκείνων τῶν αἰώνιων ἀπολαύσεων, ἀπαλλάσσοντάς μας ἀπό τά βάσανα πού ἐπιφυλάσσονται ἐκεῖ· γιατί λέγει, «αὐτός πού γνώρισε τό θέλημα τοῦ Κυρίου του καί δέν τό ἔπραξε, θά δεχθεῖ μεγάλη τιμωρία».
Ἀφοῦ μᾶς εἶπε αὐτά καί τά παρόμοια καί μᾶς διεβεβαίωσε αὐτός πού ἔπαθε καί τάφηκε καί ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, ἀνέβηκε στούς οὐρανούς. Ἀνέδειξε ὅμως πολυάριθμο πλῆθος μαρτύρων τῆς παρουσίας του καί τῆς ἀληθείας τῶν ὅσων κηρύχθηκαν ἀπό αὐτόν,...
...ἅς δείχνομε ὑπακοή στήν αὐτοαλήθεια ζωντας μέ τρόπο θεάρεστο,... νά ποθήσομε, καί μέ ἔργα μέχρι τέλους νά ἐπιζητήσομε τήν μακαριότητα πού ἐπιφυλάσσεται στούς οὐρανούς γιά ἐκείνους πού ἔζησαν ἐδῶ μέ τρόπο θεοφιλῆ.
Αὐτή τή μακαριότητα εἴθε νά ἐπιτύχομε ὅλοι ἐμεῖς μέ τή χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρα μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμή καί προσκύνηση μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα του καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
Πηγή: Γρηγορίου Παλαμᾶ Ἔργα, ΕΠΕ, Πατερικαί Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», ἡ ἄλλη ὄψις