Α. Η εκλογή του σε αρχιδιάκονο
Ο Άγιος Στέφανος, ο αρχιδιάκονος της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας και πρωτομάρτυρας του Χριστού, ήταν Ιουδαίος, μαθητής του ξακουσμένου τότε νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ. Αυτόν τον ευλογημένο διάλεξε ο πιστός λαός των Ιεροσολύμων για διάκονο, πρώτο μεταξύ επτά.
Εκείνες τις μέρες, ύστερα από την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, το πλήθος των πιστών, με το καθημερινό κήρυγμα και την όλη αγιασμένη ζωή των Αποστόλων, αυξανόταν συνεχώς.
Η πρωτοχριστιανική Εκκλησία είχε συνήθεια σαν μια εκδήλωση της ενότητας που φέρνει το Άγιο Πνεύμα να τελεί τις λεγόμενες αγάπες. Αυτές ήταν συνεστιάσεις στο σπίτι κάποιου πιστού, όπου με δικά του έξοδα παρέθετε δείπνο στους πτωχούς χριστιανούς. Πάντα δε, γινόταν με την παρουσία και την ευλογία του κλήρου. Πάντοτε δε, ετελείτο σ΄αυτές και μετά το δείπνο το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Οι Ελληνιστές, που ήταν Ιουδαϊζοντες της διασποράς που μιλούσαν Ελληνικά, γόγγυζαν προς τους Εβραίους ότι οι χήρες και τα ορφανά τους παραμελούνταν στη καθημερινή διακονία. Όταν έμαθαν τα παράπονα αυτά οι Απόστολοι, προσκάλεσαν το πλήθος των πιστών και τους είπαν : "Δεν μας φαίνεται σωστό και πρέπον να εγκαταλείψουμε το κήρυγμα του λόγου του Θεού, για να αναλάβουμε εμείς τη διακονία των τραπεζών. Γι΄ αυτό εξετάστε με προσοχή και διαλέξτε επτά άνδρες μεταξύ σας. Να είναι γεμάτοι από Πνεύμα Άγιο, για να αναλάβουν την ευθύνη αυτή. Εμείς θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με την προσευχή και την διακονία του λόγου του Θεού."
Ο λόγος αυτός άρεσε σε ολόκληρο το πλήθος των οπαδών του Χριστού. Αφού λοιπόν μαζεύτηκαν και συζήτησαν, διάλεξαν επτά άνδρες πνευματέμφορους για να ασχοληθούν με την επιμέλεια των πτωχών και τη διανομή των ελεημοσυνών. Πρώτος ήταν ο Στέφανος, άνδρας πλήρους πίστεως και Πνεύματος Αγίου. Οι άλλοι έξι ήταν: Φίλιππος, Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμωνας, Παρμενάς, Νικόλαος.
Αφού έγινε η εκλογή, ο λαός τούς έφερε μπροστά στους δώδεκα Αποστόλους Οι θείοι Απόστολοι αφού προσευχήθηκαν, έβαλαν πάνω τους τα Άγια χέρια τους και τους μετέδωσαν την Θεία Χάρη. Γιατί χωρίς την χάρη είναι αδύνατο να αντεπεξέλθουν στο δύσκολο έργο τους, όπως και ο Ιησούς μας διδάσκει "Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν" ( = χωρίς εμένα δε μπορείτε να κάνετε τίποτα, Ιωαν. ιε, 5).
Από την πράξη αυτή των Αποστόλων γίνεται φανερό ότι τα διακονήματα μέσα στην εκκλησία είναι ιερά. Ότι στην Εκκλησία χαρακτηριστικό δεν είναι ο διορισμός αλλά η χειροτονία η ευλογία. Η υπηρεσία του διακόνου κατά την ώρα της λειτουργίας, εξομοιώνεται με του αγγέλου. Ο άγγελος είναι ένας λειτουργός και αγγελιοφόρος. Το ίδιο είναι και ο διάκονος. Υψώνοντας με μια κίνηση του δεξιού χεριού, μια πανάρχαια συνήθεια, το ωράριο (στενό κομμάτι υφάσματος που κατεβαίνει από τον ώμο), αγγέλλει και διακηρύσσει.
Ο Στέφανος, πλήρης πίστεως και δυνάμεως ανέλαβε την θεάρεστη αποστολή του. Φρόντιζε ο μακάριος για τον λαό του Χριστού με αγάπη. Η ενοικούσα χάρη του Θεού ξεχείλιζε από το στόμα του λόγια παρηγοριάς στον πόνο,τελούσε θαύματα και έλκυε τις ψυχές στο σταυρικό δρόμο της αγάπης. "Τέρατα εποίει και σημεία μεγάλα εν τω λαώ" [=πολλά θαύματα], και ο λόγος του Θεού αυξανόταν στα Ιεροσόλυμα και πολλοί από τους Ιουδαίους πίστευαν στον Χριστό.
Β. Γενναία ομολογία
Εικ. από εδώ |
Γινόταν κάποτε συζήτηση μεταξύ Ιουδαίων, Σαδδουκαίων, Φαρισαίων και Ελληνιστών για τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Άλλοι έλεγαν για τον Κύριο ότι είναι προφήτης, άλλοι ότι είναι πλάνος και άλλοι ότι είναι υιός του Θεού. Τότε ο αοίδιμος Στέφανος αφού στάθηκε σε τόπο ψηλό, κήρυξε σε όλους την πίστη του στο θεάνθρωπο Ιησού, λέγοντας: "Άνδρες αδελφοί, γιατί τόσο πληθύνθηκαν οι κακίες σας και ταράσσεται η Ιερουσαλήμ; Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος που δε δέχτηκε στην καρδιά του δισταγμό για τον Κύριο. Γιατί Αυτός είναι που εγκατέλειψε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη για τις αμαρτίες μας. Γεννήθηκε από την Παρθένο την αγία και καθαρή, τη διαλεγμένη πριν ο κόσμος δημιουργηθεί. Αυτός πήρε τις αδυναμίες μας και βάσταξε τις ασθένειές μας. Αυτός έκαμε να αναβλέψουν οι τυφλοί. Αυτός καθάρισε τους λεπρούς και Αυτός έδιωξε τα δαιμόνια από τους δαιμονιζομένους".
Ακούγοντας αυτά οι Ιουδαίοι οργίστηκαν και έφεραν τον Άγιο Στέφανο στο συνέδριο των αρχιερέων για να δικαστεί, γιατί δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη σοφία και την δύναμη του Αγίου Πνεύματος με την οποία μιλούσε.
Έπειτα παρουσίασαν ψευδομάρτυρες, οι οποίοι μαρτύρησαν εναντίον του Αγίου,λέγοντας: "Εμείς τον έχουμε ακούσει να λέει βλάσφημα λόγια για τον Μωυσή και τον ναό". Είχαν υποκινήσει τον λαό, τους προεστούς των Ιουδαίων και τους γραμματείς και ψευδόμενοι έλεγαν: "Ο άνθρωπος αυτός δε σταματά να βλασφημεί τον άγιο τόπο του ναού και τον νόμο. Τον έχουμε ακούσει να λέει ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, Αυτός που δεν κατόρθωσε να σώσει τον εαυτό του, θα καταστρέψει τον τόπο αυτόν τον ιερό και θα αλλάξει τα ιερά έθιμα και τους θεσμούς που μας παρέδωσε ο Μωυσής".
Όταν άκουσαν τις συκοφαντίες για τον πραότατο Στέφανο, γύρισαν όλοι οι παρευρισκόμενοι στο συνέδριο για να δουν τον κατηγορούμενο Άγιο, και είδαν το πρόσωπό του να λάμπει σαν πρόσωπο αγγέλου. Η υπερφυσική αυτή λάμψη, μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος που αναπαυόταν στον Άγιο Στέφανο, ήταν ένα ολοζώντανο θαύμα για τους δικαστές, μια χειροπιαστή ευκαιρία για μετάνοια και πίστη στον Χριστό. Τους απαντούσε, με την θεωμένη ύπαρξή του, ότι ζούσε την πίστη των πατέρων τους και δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να τούς βλασφημήσει. Γιατί οι Ιουδαίοι γνώριζαν αυτήν την ουράνια λάμψη από το πρόσωπο του ίδιου του Μωυσέως. Θα μπορούσαν έτσι να έλεγαν οι αμετανόητοι στους μάρτυρες ότι ψεύδονται και να τους τιμωρήσουν.
Γ. Κήρυγμα αντί απολογίας
Παρ΄ όλα αυτά τα εξαίσια που είδαν, τα ανθρώπινα πάθη και ο εγωισμός τους εμπόδισαν να παραδεχτούν ότι ο άνθρωπος αυτός είχε πνεύμα Θεού. Γι' αυτό ρώτησε ο αρχιερέας εάν πράγματι αληθεύουν οι κατηγορίες. Τότε ο Στέφανος γεμάτος ειρήνη και θάρρος από την ενίσχυση του Αγίου Πνεύματος, άνοιξε το στόμα του και αντί απολογίας τους έκανε κήρυγμα, διδάσκοντας τα παρακάτω:
"Ο Θεός ο ένδοξος, εμφανίστηκε στον πατέρα μας Αβραάμ, όταν ήταν ακόμα στη Μεσοποταμία και πριν να κατοικήσει στη Χαρράν και του είπε: "Βγές από την πατρίδα σου και από την συγγένεια σου και έλα στην χώρα που θα σου δείξω". Τότε ο Αβραάμ συμμορφούμενος προς την εντολή αυτή, αναχώρησε από τη γη των Χαλδαίων και κατοίκησε στη Χαρράν. Από εκεί όταν πέθανε ο πατέρας του, τον μετοίκησε ο Θεός στη γη Χαναάν, όπου εσείς τώρα κατοικείτε. Και όσο ζούσε ο Αβραάμ δεν του έδωσε κληρονομιά στη γη αυτή ούτε μία σπιθαμή τόπο. Όμως υποσχέθηκε ο Θεός να δώσει αυτή τη χώρα σε αυτόν και τους απογόνους του να την έχουν δική τους αν και τότε δεν είχε ο Αβραάμ παιδί.
Μίλησε ακόμα ο Θεός έτσι στον Αβραάμ: "ότι δηλαδή, θα παραμείνουν οι απόγονοί του σαν ξένοι σε χώρα που θα ανήκει σε άλλους. Οι εντόπιοι της χώρας εκείνης θα τους υποδουλώσουν και θα τους κακομεταχειριστούν για τετρακόσια χρόνια. "Και το έθνος όπου θα δουλεύουν σαν σκλάβοι οι απόγονοι του Αβραάμ θα το κρίνω εγώ" είπε ο Θεός, "και ύστερα θα εξέλθουν από την χώρα της δουλείας και θα με λατρεύσουν στον τόπο αυτό της γης Χαναάν". Και έδωσε ο Θεός στον Αβραάμ διαθήκη, που βεβαιώθηκε με περιτομή που υποβλήθηκε ο Αβραάμ.
Οι αρχαίοι άγιοι Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ στον παράδεισο (από εδώ) |
Αργότερα γέννησε τον Ισαάκ και τον περιέτεμε την όγδοη μέρα της γεννήσεώς του. Ο Ισαάκ γέννησε τον Ιακώβ και ο Ιακώβ γέννησε του δώδεκα πατριάρχες. Και οι πατριάρχες επειδή φθονούσαν τον Ιωσήφ, τον πούλησαν δούλο και μεταφέρθηκε από αυτούς που τον αγόρασαν στην Αίγυπτο. Και ήταν ο Θεός μαζί του και προστάτης του. Και ελευθέρωσε αυτόν ο Θεός απ' όλες τις θλίψεις του. Και του εξασφάλισε εύνοια της αυλής του βασιλιά της Αιγύπτου για την συναίνεση και την σοφία που έδειξε, όταν εξηγούσε τα όνειρά του. Τέλος ο Φαραώ τον έκανε ηγεμόνα στην Αίγυπτο και στα ανάκτορά του.
Ήλθε τότε πείνα σε όλη την Αίγυπτο και τη Χαναάν και στεναχώρια μεγάλη. Δεν βρίσκανε οι προγονοί μας τροφές για τον εαυτό τους και τα ποίμνιά τους. Όταν άκουσε ο Ιακώβ, ότι υπήρχαν σιτηρά στην Αίγυπτο, έστειλε εκεί κάτω τους προπάτορές μας για πρώτη φορά. Την δεύτερη αναγνωρίστηκε ο Ιωσήφ από τους αδελφούς του. Έγινε τότε πολύ γνωστή στον Φαραώ η οικογένεια του Ιωσήφ. Απέστειλε ο Ιωσήφ ύστερα και κάλεσε κοντά του τον πατέρα του Ιακώβ και όλη την οικογένειά του που αποτελούνταν από εβδομήντα πέντε πρόσωπα.
Κατέβηκε ο Ιακώβ στην Αίγυπτο και πέθανε αυτός και οι δώδεκα πατριάρχες προπάτορές μας. Και μεταφέρθηκαν τα οστά τους στη Συχέμ. Τοποθετήθηκαν στο μνήμα που αγόρασε ο Αβραάμ με αντίτιμο που πληρώθηκε σε ασημένια νομίσματα από τους γιους του Εμμόρ που έμενε στην Συχέμ. Όταν πλησίαζε ο χρόνος που θα εκπληρωνόταν η υπόσχεση που έδωσε ο Θεός στον Αβραάμ, αυξήθηκε στη δύναμη και πληθύνθηκε ο λαός στην Αίγυπτο. Μέχρι που αναδείχθηκε άλλος Φαραώ, που δεν γνώριζε τις υπηρεσίες που πρόσφερε ο Ιωσήφ στον Αιγυπτιακό λαό.
Ο βασιλιάς εκείνος με δολιότητα και πανουργία ζήτησε να βλάψει το γένος μας. Και καταπίεσε τους πατέρες μας και τους εξανάγκασε να πετούν έκθετα τα βρέφη τους ώστε να μην διατηρούνται στην ζωή. Την εποχή εκείνη της καταπιέσεως γεννήθηκε ο Μωυσής που ήταν ωραίος και χαριτωμένος και ενώπιον αυτού του Θεού. Ανατράφηκε κρυφά για τρεις μήνες μέσα στο σπίτι του πατέρα του. Όταν τον έριξαν έκθετο στα νερά του Νείλου, τον πήρε από εκεί η θυγατέρα του Φαραώ και τον ανέθρεψε για να είναι δικός της και για να τον έχει σαν θετό γιο της. Και εκπαιδεύτηκε ο Μωυσής με όλη την σοφία των Αιγυπτίων. Ήταν δυνατός τόσο στους λόγους όσο και σε δράση κοινωφελή για τη Αίγυπτο.
Όταν συμπλήρωσε αυτός ηλικία σαράντα χρόνων, γεννήθηκε στην καρδιά του η επιθυμία να επισκεφθεί τους αδελφούς του, τους απογόνους του Ισραήλ, για να αντιληφθεί από κοντά την κατάστασή τους. Και όταν είδε κάποιον Ισραηλίτη να αδικείται, τον υπερασπίστηκε. Εκδικήθηκε τον ομοεθνή του που καταπιεζόταν, φονεύοντας τον Αιγύπτιο. Νόμιζε ο Μωυσής ότι οι αδελφοί του και οι ομοεθνείς του θα ένοιωθαν ότι αυτός θα τους έφερνε τη σωτηρία και την απελευθέρωσή τους από τούς Αιγυπτίους. Αλλά αυτοί δεν το κατάλαβαν και την επόμενη μέρα παρουσιάστηκε ξαφνικά ο Μωυσής στους ομοεθνείς του την ώρα που φιλονικούσαν. Τους πρότρεψε να ειρηνεύσουν και είπε: "Άνθρωποι εσείς είσαστε αδελφοί. Γιατί αδικείτε ο ένας τον άλλο ;" Αλλά εκείνος που αδικούσε τον πλησίον του, τον έσπρωξε και του είπε : "Ποιος σε διόρισε άρχοντα και δικαστή μας; Μήπως θέλεις να με φονεύσεις όπως εφόνευσες εχθές τον Αιγύπτιο;"
Έφυγε τότε ο Μωυσής από την Αίγυπτο εξαιτίας του λόγου τούτου, για να μην τιμωρηθεί από τον Φαραώ. Και κατοίκησε σαν ξένος στην γη Μαδιάμ, όπου γέννησε δύο γιους. Καί όταν συμπληρώθηκαν άλλα σαράντα χρόνια από την εποχή που ξενιτεύτηκε του εμφανίστηκε άγγελος Κυρίου μέσα σε φλόγα φωτιάς που έβγαινε μέσα από μία βάτο. Ο Μωυσής όταν είδε θαύμασε το θέαμα αυτό της βάτου, που φλεγόταν χωρίς να καίγεται. Όταν προχώρησε κοντά για να το καταλάβει καλύτερα ήλθε φωνή Κυρίου προς αυτόν που του έλεγε: "Εγώ ειμί ο Θεός των πατέρων σου. Ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ". Ο Μωυσής καταλήφθηκε από φόβο και δεν τολμούσε να παρατηρήσει και να εξετάσει το όραμα. Του είπε ο Κύριος: "Λύσε τα λουριά των υποδημάτων σου και βγάλε τα υποδήματά σου, γιατί ο τόπος που στέκεσαι είναι γη αγία. Είδα και ξέρω καλά την καταπίεση και την κακοπάθεια που υποφέρει ο λαός μου, που βρίσκεται στην Αίγυπτο. Και άκουσα τον στεναγμό του και κατέβηκα για να τους ελευθερώσω. Και τώρα έλα να σε στείλω στην Αίγυπτο".
Τούτον τον Μωυσή που αρνήθηκαν να τον αναγνωρίσουν προστάτη τους οι προγονοί μας και του είπαν: "Ποιος σε διόρισε άρχοντα και δικαστή", αυτόν τον ίδιο, ο Θεός τον απέστειλε άρχοντα και ελευθερωτή του λαού από την δουλεία της Αιγύπτου. Και του ανέθεσε να αποτελειώσει την αποστολή του με την βοήθεια του αγγέλου, που τους έβγαλε από την χώρα της δουλείας. Έκανε θαύματα καταπληκτικά και αποδεικτικά της θείας δυνάμεως, στη χώρα της Αιγύπτου και στην Ερυθρά θάλασσα και στην έρημο για σαράντα χρόνια. Αυτός είναι ο Μωυσής που είπε στους Ισραηλίτες: "Προφήτη θα σας αναστήσει ο Κύριος ο Θεός σας από τους αδελφούς σας, που θα είναι νομοθέτης και μεσίτης και ελευθερωτής όπως εγώ. Έχετε χρέος και καθήκον να τον υπακούσετε".
Ο Μωυσής αυτός υπήρξε ο άνθρωπος που στην σύναξη των Ισραηλιτών που έγινε στην έρημο για την παραλαβή του νόμου μεσίτευσε μεταξύ του αγγέλου, στο όρος Σινά και των πατέρων μας, που δεν άντεχαν να επικοινωνούν οι ίδιοι με τον άγγελο. Και αυτός ο Μωυσής παρέλαβε θεία λόγια που δίνουν στις ψυχές ζωή αιώνια για να τα παραδώσει σε εμάς. Σ΄ αυτόν τον Μωυσή δεν θέλησαν οι προγονοί μας να υπακούσουν. Αλλά τον απώθησαν. Και όσο εξαρτιόταν από την πρόθεση και την επιθυμία της καρδιάς τους ήθελαν να γυρίσουν στην Αίγυπτο.
Και η πρόθεσή τους αυτή φανερώθηκε όταν είπαν στον Ααρών: "Φτιάξε μας Θεούς που θα μπούνε μπροστά μας και θα προπορεύονται σαν προστάτες μας. Γιατί ο Μωυσής που μας έβγαλε από την χώρα της Αιγύπτου, χάθηκε και δεν ξέρουμε τι του συνέβηκε". Και κατασκεύασαν χρυσό είδωλο μόσχου κατά τις ημέρες εκείνες και προσέφεραν στο θυσιαστήριο θυσία στο είδωλο αυτό. Πανηγύριζαν με χαρά και ευφροσύνη για τα έργα που έφτιαξαν με τα χέρια τους. Μετά από αυτό απομακρύνθηκε ο Θεός από αυτούς. Τους εγκατέλειψε στο σκοταδισμό της διανοίας τους για να λατρεύουν τα πολυάριθμα άστρα του ουρανού, όπως το γράφει στο βιβλίο των προφητών: "Ω, εσείς που αποτελείτε την οικογένειά μου και τους απογόνους του Ισραήλ, σας ρωτώ: μήπως μου προσφέρατε, για σαράντα χρόνια στην έρημο σφάγια και θυσίες; Όχι δεν μου προσφέρατε. Και σηκώσατε στους ώμους σας τη βέβηλη σκηνή του Μολώχ, για να την μεταφέρετε σαν ιερό κειμήλιο, και το άστρο του Θεού σας Ρεμφάν, τα είδωλα που κάνατε για να τα προσκυνάτε. Και για τιμωρία σας θα μετοικήσω σε τόπο πολύ μακρινό, πέρα από την Βαβυλώνα".
Η ιερή όμως σκηνή, όπου ο Θεός έδινε την μαρτυρία του θελήματος και της παρουσίας του ήταν στην έρημο. Έτσι διέταξε εκείνος που μιλούσε στον Μωυσή, να την κατασκευάσει, σύμφωνα με το πρότυπο που είδε στο Όρος. Τη σκηνή αυτή μετά τον Μωυσή την παρέλαβαν οι διάδοχοί του, οι προγονοί μας, μαζί με τον Ιησού του Ναυή. Την έμπασαν στην κυριευμένη χώρα των εθνικών, που τους έκανε έξωση ο Θεός για να εγκατασταθούν σε αυτή τη χώρα οι προγονοί μας και έμεινε εκεί η σκηνή ως την εποχή του Δαυίδ, που βρήκε χάρη ενώπιον του Θεού και ζήτησε να κατασκευάσει κατοικία για τον Θεό του Ιακώβ. Στο τέλος ο Σολομών αξιώθηκε να κτίσει τον οίκο αυτό του Θεού. Όμως ο Ύψιστος Θεός δεν κατοικεί σε ναούς που κατασκευάζονται από χέρια ανθρώπων, όπως λέγει ο προφήτης Ησαΐας: "Θρόνος για μένα είναι ο ουρανός, ολόκληρη η γη είναι το στήριγμα που ακουμπούν τα πόδια μου. Ποιόν οίκο μπορείτε να κτίσετε σε μένα, που δεν με χωρεί ολόκληρος ο κόσμος; λέγει ο Κύριος. Ή ποιος θα είναι ο τόπος της μόνιμης αναπαύσεώς μου; Δεν είναι το παντοδύναμο χέρι μου, που δημιούργησε όσα εσείς οι άνθρωποι μου προσφέρετέ;"
Και επειδή τα μέλη του συνεδρίου άρχισαν να αγανακτούν, ελέγχοντάς τους ο Στέφανος τους λέγει: "Σκληροτράχηλοι και αναίσθητοι στην καρδιά και τα αυτιά σας! Πάντοτε αντιτάσσεσθε εσείς στο Πνεύμα το Άγιο. Όπως οι πατέρες σας έτσι και εσείς. Ποιόν από τους προφήτες δεν κατεδίωξαν οι προγονοί σας και φόνευσαν εκείνους που προανάγγειλαν τον ερχομό του Μεσσία, του οποίου τώρα εσείς έχετε γίνει προδότες και φονιάδες; Εσείς που πήρατε τον νόμο που διέταξε ο Θεός με τους αγγέλους και δεν τον φυλάξατε!"
Δ. Μαρτυρικό τέλος
Ενώ άκουγαν αυτά οι σκληρόκαρδοι και αμετανόητοι Ιουδαίοι, σχίζονταν οι καρδιές τους από αγανάκτηση και έτριζαν τα δόντια τους εναντίων του Στέφανου. Αυτή τη στιγμή ο Θεόφθογγος αρχιδιάκονος, δεχόμενος τις ελλάμψεις της Θείας Χάριτος, ώστε ολόκληρη η ύπαρξή του να γεμίζει από το Άγιο Πνεύμα, ατενίζει προς τον ουρανό και βλέπει "δόξαν [=φως] Θεού και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού". Και ενώ αντικρίζει ο Στέφανος την θεόσταλτη θεωρία, γυρίζει με απλότητα μικρού παιδιού και λέει στους κατηγόρους του : "Να, βλέπω τους ουρανούς ανοιγμένους και τον υιό του ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού."
Όταν άκουσαν την θεία οπτασία του Αγίου οι Ιουδαίοι, τη νόμισαν οι πλανεμένοι ως βλασφημία εναντίον του Θεού και κράζοντας με φωνή μεγάλη και βουλώνοντας τα αυτιά τους, για να μην τον ακούνε "όρμησαν ομοθυμαδόν επ' αυτόν". Τον άρπαξαν, τον έβγαλαν έξω από την πόλη και άρχισαν να τον λιθοβολούν. Ο μακάριος Στέφανος ενώ οι λίθοι πλήγωναν θανάσιμα το Άγιο σώμα του, επικαλούνταν τον Κύριο και έλεγε: "Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου".Τέλος αφού γονάτισε, μιμούμενος τον σταυρωμένο Χριστό, έκραξε με φωνή μεγάλη: "Κύριε μην τους λογαριάσεις την αμαρτία αυτή".
Ο αγιότατος Στέφανος υφίσταται μαρτυρικό θάνατο γιατί αγαπά τον Θεό, με όλη την καρδιά, την ισχύ και την διάνοιά του, με όλο το είναι του. Και ο γλυκύτατός μας Ιησούς δεν τον άφησε ορφανό. Παρακάλεσε τον Πατέρα του και του έστειλε αισθητά το Άγιο Πνεύμα. Όχι την ώρα του μαρτυρίου, αλλά πολύ πιο πριν. Πριν ακόμα γίνει διάκονος. Τότε που έδωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό του στον Θεό. Την ώρα του μαρτυρίου οι τελευταίες λέξεις του. φανερώνουν και την τελειότητα της αγάπης του. Την αγάπη για τους εχθρούς. Ποιος έδωσε τόση αγάπη στον Στέφανο; Οι άγιοι πατέρες μας που την διδάχθηκαν αποφαίνονται: το Άγιο Πνεύμα διδάσκει αρρήτως τη ψυχή να αγαπά τους ανθρώπους. Αυτό που διδάχθηκαν οι πατέρες μας δεν ήταν παρά ότι ο Ιησούς υποσχέθηκε: "Το Πνεύμα το Άγιον, ο πέμψει ο πατήρ εν ονοματί μου, εκείνο υμάς διδάξει πάντα" (Ιωαν. ιδ, 26).
Ο τόπος όπου έμαρτύρησεν ο Άγιος Πρωτομάρτυς Στέφανος
Και με τα τελευταία λόγια του, παρέδωσε την αγία του ψυχή. Με το μαρτύριό του ο Πρωτομάρτυρας του Χριστού, καταγκρέμμισε τον αντίδικο διάβολο. Αφού κοιμήθηκε με τον γλυκό ύπνο του μαρτυρίου πήραν το σώμα του άνδρες ευλαβείς κι αφού το τοποθέτησαν μέσα σε ένα κιβώτιο, το σφράγισαν και το απόθεσαν στα πλάγια μέρη του ναού.Τότε ο νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο γιός του Αβελβούλ, πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίστηκαν από τους Αποστόλους. Ο λιθοβολισμός του αγίου Στεφάνου έγινε τον τρίτο χρόνο μετά την ανάληψη του Χριστού.
Ε. Η ανακομιδή του λειψάνου του
Πέρασαν τριακόσια τέσσερα χρόνια από το μαρτύριό του. Πέρασαν οι διωγμοί που οδήγησαν στην τελείωση χιλιάδες μάρτυρες. Ειρήνη διαδέχτηκε την ταραχή και η Εκκλησία απολάμβανε ελευθερία και ησυχία. Τα βασανιστήρια των τυράννων σταμάτησαν. Γιατί βασίλευε ο Κωνσταντίνος, ο ευσεβέστατος και πρώτος βασιλιάς των Χριστιανών. Τότε φανερώθηκε και ο πολύτιμος θησαυρός, το αγιότατο λείψανο του πρωτομάρτυρα Στεφάνου ως εξής:
Στην ίδια πόλη που ήταν κρυμμένο το λείψανο του Αγίου Στεφάνου κατοικούσε ένας γέροντας που λεγόταν Λουκιανός. Ήταν ιερέας στο αξίωμα και ευσεβής στη ζωή. Σε αυτόν φάνηκε τρείς φορές ο Άγιος Στέφανος και του έδειξε τον τόπο που βρισκόταν κρυμμένο το λείψανό του. Ο ιερέας φανέρωσε την οπτασία αυτή στον τότε πατριάρχη Ιεροσολύμων, Ιωάννη. Ο πατριάρχης φωτισμένος την ώρα εκείνη της διηγήσεως, από το Άγιο Πνεύμα πείστηκε και με χαρά πήγε στον τόπο που αποκάλυψε ο άγιος με πολλούς κληρικούς. Αφού έσκαψαν, βρήκαν την θήκη στην οποία ήταν τοποθετημένο το άγιο λείψανο.
Την ίδια ώρα σεισμός μεγάλος τράνταξε την γη. Ευωδία ουράνια πλημμύρισε τους παρευρισκομένους. Ψηλά από τους ουρανούς ακούγονταν οι αγγελικές δοξολογίες: "Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γής ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία". Όλα γιόρταζαν στην εύρεση του αγίου λειψάνου. Η κτίση τα κτίσματα ο Κτίστης. Η κτίση με τον σεισμό. Τα κτίσματα, οι άνθρωποι με την χαρά και το δέος, μαζί και οι άγγελοι με την δοξολογία. Και ο Κτίστης, που άπειρα αγαπά τα δημιουργήματά του, με την ευωδία που δεν ήταν παρά αυτό το Άγιο Πνεύμα, που ζούσε μέσα στον άγιο Στέφανο. Πρώτος προσκύνησε το άγιο λείψανο ο πατριάρχης. Ακολούθησαν οι ιερείς και ο παρευρισκόμενος λαός. Μετά το σήκωσαν με ευλάβεια και με λαμπάδες, ψαλμωδίες και θυμιάματα και όλη την πρέπουσα τιμή το μετέφεραν στην Ιερουσαλήμ. Αργότερα κτίσθηκε και ναός προς τιμήν του αγίου από κάποιον άρχοντα συγκλητικό τον Αλέξανδρο. Μέσα στον ναό εκείνο, τοποθετήθηκε με τις ευλογίες του πατριάρχη το λείψανό του.
ΣΤ. Μεταφορά στην Κωνσταντινούπολη
Υστερα από οκτώ χρόνια όταν βασίλευε ο Κωνσταντίνος και πατριάρχευε στην βασιλίδα των πόλεων ο θείος Μητροφάνης, μεταφέρεται εκεί με θαυμαστό τρόπο το λείψανο του αγίου Στεφάνου, από την γυναίκα του Αλεξάνδρου, την Ιουλιανή. Στην διαδρομή, από τα Ιεροσόλυμα μέχρι την Κωνσταντινούπολη, συνέβησαν πολλά θαυμαστά.
Όταν έφθασαν στην πόλη της Αγίας Σοφίας, μαθεύτηκε παντού ο ερχομός του αγίου λειψάνου. Ο ευσεβέστατος βασιλιάς Κωνσταντίνος όταν πληροφορήθηκε τα πολλά θαυμαστά που συνέβησαν κατά την διαδρομή, γέμισε από χαρά και αγαλλίαση. Ειδοποίησε τον πατριάρχη, τον κλήρο και τον λαό να βγούν να προυπαντήσουν το άγιο λείψανο. Και έτσι όλοι οι χριστιανοί, άρχοντες και αρχόμενοι, κλήρος και λαός, το έφεραν στα βασιλικά ανάκτορα με μέγιστη τιμή και ευλάβεια.
Πάμπολλα είναι τα θαύματα που έγιναν ώστε είναι αδύνατον να περιγραφούν ακριβώς. Τα μουλάρια, που έσερναν την άμαξα, που ήταν το άγιο λείψανο, όταν έφθασαν σε έναν τόπο λεγόμενο Κωνσταντινιές σταμάτησαν.Επειδή κτυπούσαν τα ζώα να προχωρήσουν, ένα μουλάρι μίλησε με ανθρώπινη φωνή και είπε: "Γιατί μας δέρνετε; Εδώ πρέπει να αποτεθεί το λείψανο του αγίου". Αυτή τη φωνή την άκουσαν ο πατριάρχης και όλοι οι παρευρισκόμενοι, δόξασαν τον Θεό μεγαλοφώνως. Όταν έμαθε ο βασιλιάς το θαυμαστό γεγονός της παντοδυναμίας του Θεού, έμεινε κατάπληκτος. Προς δόξα και αίνο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, έκτισε στον τόπο εκείνο ναό στο όνομα του αγίου Στεφάνου.Στον ναό αυτό τελείται κάθε χρόνο η σύναξη και η εορτή του αρχιδιακόνου και πρωτομάρτυρα της εκκλησίας μας, αγίου Στεφάνου.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 27 Δεκεμβρίου και η ανακομιδή των λειψάνων του στις 2 Αυγούστου.
Ιερό τεμάχιο κάρας (του κρανίου) του
πρωτομάρτυρα Στεφάνου / Βατοπαίδι
ΓΑΜΑΛΙΗΛ Ο ΣΟΦΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
Ο Γαμαλιήλ, τον οποίον αναφέρει ο Λουκάς εις τις Πράξεις των Αποστόλων, ο οποίος ήταν και συγγενής του Στεφάνου, μερικοί δε λέγουν ότι ήτο διδάσκαλος και του Βαρνάβα και του Στεφάνου, παρεκάλεσε τους Αγίους αποστόλους και του έδωκαν το άγιο λείψανο, το οποίον λαβών το έθαψε εις το κοιμητήριο, όπου είχε διά τον εαυτόν του.
Τότε και ο Νικόδημος, ο ανεψιός του Γαμαλιήλ, ο οποίος επήγε νύκτα προς τον Ιησού, με κατάνυξη πήγε εις την ταφή του Αγίου Στεφάνου, παρεκάλεσε τον κορυφαίον Πέτρο και τον εβάπτισε. Μαθόντες δε αυτό οι Ιουδαίοι αναθεμάτισαν τον Νικόδημο και τον έδειραν πολύ άσχημα, και του άρπαξαν και την περιουσία του.
Ο δε Γαμαλιήλ, θείος του Νικόδημου, παρέλαβε αυτόν εις την οικία του αλλά ο Νικόδημος από το πολύ και άγριο ξύλο που του έριξαν ετελείωσε την ζωή του, και έγινε μάρτυς του Ιησού, το δε λείψανόν του ενταφίασε ο Γαμαλιήλ δίπλα από το λείψανο του Αγίου Στεφάνου.
Μετά ταύτα και ο Γαμαλιήλ εβαπτίσθη (ομιλία Χρυσοστόμου) από τον Πέτρο και τον Ιωάννη (Εις τας Πράξεις. Ότι ο Γαμαλιήλ επίστευσε προ του Παύλου). Του Γαμαλιήλ δε τούτου υπήρξε μαθητής και ο Απόστολος Βαρνάβας, όπως μας βεβαιώνει ο Κλήμης ο Στρωματεύς, και ο Ευσέβιος και ο Επιφάνειος. Ομοίως εβαπτίσθη και ο υιός του Γαμαλιήλ Αβελβούλ, νέος εικοσαετής. Ωραίος και ενάρετος και σοφός, μάλιστα δε ήτο παρθένος και καθαρός.
Μετ’ ολίγον δε εκοιμήθησαν και οι δύο ευσεβώς και οσίως, όπου έθαψαν και των δύο τα λείψανα, δίπλα από τα λείψανα του Αγίου Στεφάνου και του Νικόδημου.
Κατά τον χρόνο που έμελλε να φανερωθεί το λείψανο του Αγίου Στεφάνου εφάνη εις τον Ιερέα Λουκιανό φορών λευκόν στιχάριον ... Είχε δε την κόμην ξανθήν ο Άγιος και περίχρυσον πίπτουσαν μέχρι των ώμων, εφόρει υποδήματα με χρυσά λωρία περιδεδεμένα, εκράτει εις την χείρα χρυσούν ραβδίον, με το οποίον ήγγισε τρις τον Ιερέα, καλέσας αυτόν εξ ονόματος, είπε δε προς αυτόν που είναι τεθαμένον το λείψανον του, καιπροσέθεσε, ότι πλησίον αυτού ήσαν ενταφιασμένα και τα λείψανα του Νικοδήμου, του Γαμαλιήλ και του υιού του Αβελβούλ. Έσκαψαν λοιπόν τον τάφο ευρικαν και τοις τέσσαρες θήκες που είχαν τεθεί τα λείψανα τους. Ήταν γραμμένα τα ονόματα τους εις την Συριακή γλώσσα.
Η θήκη όμως του Αγίου Στεφάνου σάλευε μόνη της και πολύ φως έχυνε τριγύρω. Καθώς και πολλήν ευωδία Μύρου, και σεισμός φοβερός έγινε. Λαβών δε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων το του Αγίου Στεφάνου λείψανον, μεθ’ όλου του κλήρου και του λαού, έφερε αυτό εις την Ιερουσαλήμ , και το απέθεσεν εντός του θυσιαστηρίου της Αγίας Σιών. Έλεγαν αυτοί που έβλεπαν το Άγιο εκείνο λείψανο ότι οι πληγές που προήλθαν από τον λιθοβολισμό έλαμπαν σαν αστέρες του Ουρανού.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδες σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ Δεσπότης χθὲς ἡμῖν, διὰ σαρκὸς ἐπεδήμει, καὶ ὁ δοῦλος σήμερον, ἀπὸ σαρκὸς ἐξεδήμει· χθὲς μὲν γάρ, ὁ Βασιλεύων σαρκὶ ἐτέχθη, σήμερον δέ, ὁ οἰκέτης λιθοβολεῖται· δι᾽ αὐτὸν καὶ τελειοῦται, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.
Κάθισμα Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Τὴν τοῦ Πνεύματος πηγήν, ἐν τῇ καρδίᾳ μυστικῶς, κεκτημένος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς ἀληθῶς, τῶν Ἰουδαίων ἀπήλεγξε τὴν αὐθάδειαν, καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς, τόν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, ἀναβλαστήσαντα, τῷ τῆς σοφίας καὶ χάριτος πληρώματι, πεπληρωμένος ὁ ἔνδοξος. Ἀλλ' ὦ Τρισμάκαρ, τοὺς σὲ τιμῶντας, σῷζε θείαις πρεσβείαις σου.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀπόστολε Χριστοῦ, Διακόνων ὁ πρῶτος, Πρωτόαθλε σοφέ, τῶν Μαρτύρων ἀκρότης, ὁ κόσμου τὰ πέρατα, ἁγιάσας τοῖς ἄθλοις σου, καὶ τοῖς θαύμασι, ψυχὰς ἀνθρώπων λαμπρύνας, τους τιμῶντάς σε, ῥῦσαι παντοίων κινδύνων, πανεύφημε Στέφανε.
Ὁ Οἶκος
Ὡς ἀστὴρ φαεινὸς σήμερον συνεξέλαμψε, τῇ Γεννήσει Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος, ἀστράπτων καὶ φωτίζων τὰ πέρατα ἅπαντα, τῶν Ἰουδαίων μόνον ἠμαύρωσε τὴν πᾶσαν δυσσέβειαν, σοφίας λόγοις τούτους διελέγξας, ἀπὸ τῶν Γραφῶν διαλεγόμενος, καὶ πείθων τούτους, τὸν γεννηθέντα ἐκ τῆς Παρθένου Ἰησοῦν, Υἱὸν αὐτόν εἶναι Θεοῦ, κατῄσχυνε τούτων τὴν ἀσεβῆ κακουργίαν, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.
Μεγαλυνάριον
Πρῶτος Διακόνων ἀναδειχθείς, πρῶτος τοῦ Δεσπότου, ἐχρημάτισας μιμητής· ὅθεν Ἀθλοφόρων, πρωτεύων Πρωτομάρτυς, τύπος αύτοῖς ἐγένου, πρώταθλε Στέφανε.
Πηγή: Νεκρός για τον κόσμο