ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ
Η μνήμη της Οσίας και Θεοφόρου μητρός ημών Υπομονής, τελείται τη 13η Μαρτίου και 29η Μαΐου.
Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες - κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (=βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν (π.χ. ο Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας και κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους = όσιος Συμεών ο Μυροβλύτης). Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βορειο - ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος.
Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά τον θάνατο το Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από τον βυζαντινό πολιτισμό. Ένοιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρρεπε μάλλον προς το Βυζάντιο, του οποίου επέπρωτο να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, περά προς την γενέθλιο σερβική πατρίδα.
Κοντά σ' αυτά και πάνω απ' αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα την φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της.
Υπολογίζεται νάταν 19 περίπου χρονών όταν παντρεύτηκε τον Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (τέλη του 1390), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.
Η καινούργια ζωή της Ελένης - αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ' όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.
Η Ελένη - αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα.
Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάννα που ο καθένας μπορούσε να προστρέξει. Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα μέσα στην λακωνικότητά της τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός - Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»
Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».
Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η' και ο Κωνσταντίνος ΙΑ', ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας. Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε υπέρ αυτών τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετή ένα έκαστον».Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «εύ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις επί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την εξουσία που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων η διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της.
Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγός της αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο
Ακόμα, εν όσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στο Πογάνοβο της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ι. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού, στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού πριν από το 450μ.Χ. Με την συμβολή της αγίας ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.
Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής. Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ', «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:
«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».
Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450, έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κων/ νον Παλαιολόγον επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:
«Ως προς δε την αοίδιμον, εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».
Η «Αγία Δέσποινα», όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».
Σύγχρονο θαύμα της Αγίας
Είναι αρκετές οι εμφανίσεις της αγίας Υπομονής τα τελευταία χρόνια σε ευσεβείς και μη χριστιανούς. Επιλεκτικά καταχωρούμε ένα συμβάν που περιγράφει την θαυμαστή εμφάνισί της και θεραπεία κάποιου ασθενή.
«Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε ως μοναχή σε κάτοικο των Αθηνών που εργαζόταν σε ταξί. Το σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθή προς το Λουτράκι. Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία. Καθ' οδόν η μοναχή που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό τον ρώτησε.
› Γιατί είσαι μελαγχολικός;
Και εκείνος δεν εδίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια. Μετά τον ρώτησε αν θέλη να τον σταυρώσει για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε την μοναχή να σταθούνε λίγο για να μην σκοτωθούνε. Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και εύκολα θα έβρισκαν άλλο ταξί αν εκείνη βιαζόταν. Κάθησε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστή. Ρώτησε τους ανθρώπους των διοδίων μήπως είδανε καμμιά μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι' έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στον γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Την στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχθηκε απ' το κάθισμά του και φώναξε:
› Αυτή ήταν.
Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής. Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλύτωσε και απ' την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό έδειχνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου και με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων γίνηκε γνωστό ότι η ημέρα που γίνηκε το θαύμα ήταν 13 Μαρτίου, ημέρα που η αγία γιορτάζει.»
(Πηγή: από το ημερολόγιο του 2006 της Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Πνευματικά Ορθόδοξα Μηνύματα Σωτηρίου Οικοδομής, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Η Κάρα Αγίας Υπομονής που βρίσκεται στη Μονή του Οσίου Παταπίου
Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΥΠΟΜΟΝΗ
Είναι αξιοθαύμαστη η περίπτωση της πριγκιποπούλας, μετέπειτα αυτοκράτειρας κι ύστερα μητέρας αυτοκράτορα, που έγινε μοναχή, της Ελένης Δραγάση και μετέπειτα Υπομονής. Διότι ασφαλώς δεν είναι εύκολο να αφήσει κανείς τις τιμές και τις δόξες, έστω και σε περίοδο παρακμής, για να εγκλειστεί σε μοναστήρι, ζώντας ως «κοινός» θνητός, με επιτέλεση και των πιο δύσκολων και «χαμηλών» διακονημάτων. Αυτό δείχνει μία ιδιαίτερη ταπείνωση, που αποτελεί την προϋπόθεση για να δεχτεί κανείς πλούσια τη χάρη του Θεού. Το ακόμη θαυμαστότερο όμως είναι ότι όχι μόνον έγινε μοναχή, αλλά έφτασε και σε μέτρα αγιότητας τέτοια, που η Εκκλησία μας τα διαπίστωσε, ώστε να διακηρύξει και την οσιότητά της. Τα θαύματα για παράδειγμα που έχουν καταγραφεί από τις επεμβάσεις της, παλαιότερα και νεώτερα, είναι πολλά, σαν την περίπτωση εκείνου του οδηγού ταξί, που σαν σήμερα πριν λίγα μόλις χρόνια, μεταφέροντας στο Λουτράκι από την Αθήνα μία απλή καλόγρια και αποκαλύπτοντας το πρόβλημά του – καρκίνο στο δέρμα – δέχτηκε την ευλογία της που λειτούργησε άμεσα ως θεραπεία από το νόσημά του. Κι όταν μετά από μία μικρή στάση την αναζήτησε, αυτή είχε εξαφανιστεί, δεν την είχε δει κανείς, όπου ρώτησε εκεί γύρω που σταμάτησε, την αναγνώρισε δε λίγο αργότερα στο ιατρείο που προσήλθε, γιατί ο ιατρός είχε αναρτημένη την αγία εικόνα της.
Το παράδοξο όμως της ζωής της: από αυτοκράτειρα να γίνει απλή και ταπεινή καλόγρια και μάλιστα να αγιάσει, αίρεται και κατανοείται, όταν δει κανείς την όλη πορεία της απαρχής. Η Ελένη οσία Υπομονή ζούσε με αίσθηση της παρουσίας του Θεού, με φροντίδα επιτέλεσης των αγίων εντολών Του, με ταπείνωση και κυρίως με αγάπη προς τους συνανθρώπους της, θα έλεγε κανείς, από γεννησιμιού της. Είτε στα ανάκτορα είτε στο μοναστήρι, είτε μικρή κοπέλα είτε σύζυγος αυτοκράτορα, την ίδια ζωή στην ουσία ζούσε, κάτι που περίτρανα αποδεικνύει ότι ο καλοπροαίρετος άνθρωπος, ο άνθρωπος που αγαπά αληθινά τον Χριστό δεν επηρεάζεται από τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής, αλλά από αυτό που έχει θέσει ως στέρεο στόχο της ζωής του. Με άλλα λόγια η οσία Υπομονή είναι μία επιπλέον περίπτωση πραγματικού αγίου ανθρώπου, που μπορούσε να λέει ό,τι και ο απόστολος Παύλος: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να είμαι με τον Χριστό. Κι ίσως εκείνο που μας κάνει να μένουμε περισσότερο έκθαμβοι στην περίπτωσή της είναι το γεγονός ότι ζούσε οσίως και σωφρόνως κι όσο ακόμη ήταν στις μεγάλες θέσεις και δεν είχε κλειστεί στο μοναστήρι. Σαν να μην την ακουμπούσε τίποτε επίγειο, σαν να ήταν ένα είδος περιστεριού που περιίπτατο υπεράνω της συγχύσεως του κόσμου τούτου. Και πράγματι μεταξύ των άλλων έτσι την αντιμετωπίζει ο υμνογράφος της. Μας καλεί «να την εγκωμιάσουμε, αυτήν που ήταν ένδοξη βασίλισσα, γιατί σαν περιστέρι ευλαβικό πέταξε πάνω από τον κόσμο της σύγχυσης προς τις σκηνές του ουρανού κι έζησε με αληθινή αγάπη, με άσκηση, με ταπείνωση» («Την κλεινήν βασιλίδα εγκωμιάσωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού, εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει») (απολυτίκιο της οσίας).
Έχουμε σημειώσει και πάλι ότι τη χάρη ενός αγίου και γενικώς ενός ανθρώπου απλού την βλέπουμε φανερά από το τι μας προκαλεί στην προσέγγισή του. Ένας άγιος πάντοτε μας ανεβάζει πνευματικά, μας κάνει να βλέπουμε τον αληθινό σκοπό της ζωής, μας δίνει ώθηση να αποκαλυφθεί ο καλύτερος εαυτός μας. Με τον άγιο δηλαδή βγαίνει το γέλιο της ψυχής μας, γινόμαστε όντως άνθρωποι. Αυτό με ένα λόγο που έχει ο άγιος, τη χάρη του Θεού, αυτό και μεταγγίζει. Πώς το λέει ο ίδιος ο Κύριος; «Το δένδρον εκ του καρπού γινώσκεται». Αυτό ακριβώς συνέβαινε και με την οσία Υπομονή. Η προσέγγισή της από κάθε άνθρωπο οδηγούσε στην εν Θεώ αύξηση του ανθρώπου, στη φανέρωση του χαρισματικού εαυτού του. Και δεν είναι λόγια που τα λέμε εμείς σήμερα εγκωμιαστικά. Είναι η εμπειρία της εποχής, καταγεγραμμένη από ανθρώπους που την ήξεραν και μάλιστα αγίους. Ας ακούσουμε για παράδειγμα τι λέει ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση της Πόλης, Γεννάδιος ο Σχολάριος, σε συγκεκριμένο λόγο του «Επί τη κοιμήσει της μητρός του Βασιλέως Κωνσταντίνου ΙΑ΄ αγίας Υπομονής»:
«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος.»
Κι ακόμη:
«Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού, αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει: «Ως προς δε την αοίδιμον εκείνην Δέσποιναν Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν.»
Η «Αγία Δέσποινα», όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής» (Ι. Μητρόπολις Μονεμβασίας και Σπάρτης).
Το μόνο που ίσως αυθόρμητα έρχεται και σε εμάς να κάνουμε μπροστά στην οσία Υπομονή είναι να τη μεγαλύνουμε όπως και η Εκκλησία μας:
«Είθε να χαίρεις, Υπομονή, συ που αναδείχτηκες πρότυπο υπομονής, στήλη της σωφροσύνης, στέρεο τείχος των αρετών και ταμείο της αγάπης, συ που είσαι η ένδοξη κορυφή των ένθεων βασιλισσών»
(«Χαίροις εκμαγείον υπονονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον»).
(Πηγή: «Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΥΠΟΜΟΝΗ», π. Γεώργιος Δορμπαράκης, ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ )
ΕΛΕΝΗ ΔΡΑΓΑΣΗ - ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΙΝΑ (ΟΣΙΑ ΥΠΟΜΟΝΗ)
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΣΙΛΟΜΗΤΩΡ ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Γράφει ο Ευάγγελος Γριβάκος, Αντιστράτηγος ε.α – Νομικός, Μέλος του ΕΛΙΣΜΕ
Ας γυρίσουμε τις δέλτους της Ιστορίας προς τα οπίσω, την εποχή της τελευταίας δυναστείας των Παλαιολόγων, με χαρακτηριστικό την μεγάλη εδαφική συρρίκνωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. To έτος 1391, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, ανήλθε στον θρόνο ο γεννηθείς το 1350 στην Κωνσταντινούπολη γιός του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος, αφού εξουδετέρωσε τις απόπειρες συγγενών του για αμφισβήτηση της διαδοχής.
Στα τέλη του 1390 και ολίγον προτού στεφθεί αυτοκράτωρ, ο Μανουήλ παντρεύτηκε την τότε εικοσάχρονη Ελένη Δραγάση, θυγατέρα του ηγεμόνα του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βορειοανατολικής Μακεδονίας στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμόνα και ενός από τους κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη Στεφάνου Δουσάν.
Η γενιά της Ελένης Δραγάση (η οποία αργότερα ονομάστηκε «Αγία Υπομονή» και με αυτήν την ονομασία έμεινε στην Ιστορία), αναδείχθηκε ευλογημένη. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται και άνθρωποι που αγίασαν, όπως ο Στέφανος Νεμάνια, Σέρβος βασιλέας και κτίτορας της Μονής Χιλανδαρίου Αγ. Όρους - Όσιος Συμεών ο Μυροβλήτης. Και επειδή οι Σέρβοι την εποχή εκείνη ήταν έντονα επηρεασμένοι από τον βυζαντινό πολιτισμό, η ανατροφή και η μόρφωση της Ελένης είχαν διαποτιστεί από την εθνική συνείδηση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Aπό τα πρώτα χρόνια της συμβίωσης του, το βασιλικό ζεύγος του Μανουήλ και της Ελένης συνάντησε ανυπέρβλητες δυσκολίες από την οθωμανική επίδραση που καθίστατο όλο και περισσότερο απειλητική, τις εσωτερικές διαμάχες και τις αντιπαραθέσεις με την Δύση. Το έτος 1394, ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄ ξεκίνησε πολιορκία κατά της ΚΠόλεως η οποία εκδηλώνονταν κατά κύματα επί μια σχεδόν οκταετία. Το 1399, ο Μανουήλ εμπιστεύθηκε την θέση του στον ανιψιό του Ιωάννη Ζ΄ και αναχώρησε για πολύχρονη περιοδεία στις αυλές της Ευρώπης προς αναζήτηση βοήθειας προς την αυτοκρατορία, με πενιχρά, όμως, αποτελέσματα. Κατά την απουσία του ο Βαγιαζήτ έλυσε την πολιορκία λόγω απειλής των Μογγόλων του Ταμερλάνου τον Ιουλίο 1402, αλλά ο Εμμανουήλ δεν θα εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και θα υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Τούρκους το 1403, πλην με ελάχιστα οφέλη.
Το 1421, μετά από μακρά περίοδο ειρήνης, ο Μανουήλ αποφασίζει να συμβασιλεύσει με τον πρωτότοκο υιό του Ιωάννη H΄ Παλαιολόγο στον οποίον, μάλιστα, μεταβίβασε σχεδόν όλες τις εξουσίες του κράτους. Το επόμενο έτος (1422), ο διαδεχθείς τον Μωάμεθ A΄ νέος Σουλτάνος Μουράτ Β΄, επανέλαβε την πολιορκία της ΚΠολης και συγχρόνως επεκτάθηκε στην νότιο Ελλάδα, λεηλατώντας την Πελοπόννησο και καταστρέφοντας το τείχος στο Εξαμίλι Κορίνθου που είχε ανακαινίσει ο Μανουήλ για την προστασία ολόκληρης της Πελοποννήσου. Με την συναφθείσα το 1424 ταπεινωτική για τους βυζαντινούς συνθήκη ειρήνης, ο Μουράτ έλυσε την πολιορκία της ΚΠόλεως αλλά ο Μανουήλ, με την συναίνεση και του συμβασιλεύοντος Ιωάννη, αναγκάσθηκε να παραχωρήσει σε αυτόν φρούρια μακεδονικών και θρακικών πόλεων και να καταβάλλει φόρους υποτελείας στον Μουράτ. Τον Μάρτιο 1425, ο Μανουήλ, αφού παρέδωσε τελείως τον θρόνο στον Ιωάννη, απεσύρθη στην Μονή του Παντοκράτορος στην ΚΠολη όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος, αλλά μετά από τέσσερεις μήνες πέθανε. Υπήρξε πραγματικός ηγέτης και μεγάλος φιλόσοφος και θεολόγος που άφησε αξιόλογο συγγραφικό έργο με επιστολές, ποιήματα, βίους Αγίων, θεολογικά και ρητορικά δοκίμια.
Μέσα από την θυελώδη περίοδο 1390-1425, αναπήδησαν οι αρετές και η ψυχική δύναμη της φιλόθεης αυτοκράτειρας Ελένης Δραγάση η οποία, επί 35 ολόκληρα χρόνια στάθηκε επάξια στο πλευρό του συζύγου της, έχοντας απόλυτη συναίσθηση των περιστάσεων και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν. Με απόλυτη γνώση των μηχανορραφιών του Πάπα και τον ύπουλο τρόπο δράσεως των αζυμιτών (Λατίνων), πλειστάκις αναδείχθηκε σε ανεκτίμητο συμπαραστάτη του Εμμανουήλ, στις απεγνωσμένες προσπάθειές του να εξεύρει τρόπους σωτηρίας της πνέουσας τα λοίσθια αυτοκρατορίας.
Η Ελένη διήγε βίο εξαιρετικά ενάρετο, προσηλωμένη στα απαρασάλευτα δόγματα της Ορθοδοξίας και την υποστήριξη της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Για τον απλό Λαό ήταν η μεγάλη Μάννα που συμμερίζονταν τις αγωνίες και ανησυχίες του εν όψει των εθνικών κινδύνων και που με πραότητα και αδιάκοπη προσευχή έκανε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να τον παρηγορήσει και ενισχύσει. Δικαίως ο μέγας ελληνιστής φιλόσοφος και κορυφαίος του βυζαντινού ουμανισμού Γεώργιος Πλήθων-Γεμιστός (1360-1452), γράφει για την αυτοκράτειρα:
«Η Βασιλίς αύτη, με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε ανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζεν την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα[...]. Διακρινόταν δια την σωφροσύνην της. Δεν μάθαμε [ποτέ] να κάνει κακό εις κανένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως, γνωρίσαμε [αυτήν] να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός του να μην κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν εις πολλούς;»
Ο Μανουήλ και η Ελένη απέκτησαν οκτώ τέκνα: Δύο θυγατέρες που πέθαναν σε μικρή ηλικία και έξι υιούς από τα οποίους οι δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο (Ιωάννης Η΄ και Κωνσταντίνος ΙΑ, ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας) και από τους λοιπούς, ο Θεόδωρος, ο Θωμάς και ο Δημήτριος διετέλεσαν δεσπότες Μυστρά και ο Ανδρόνικος Θεσ/νίκης. « Εν παιδεία και νουθεσία» ανέθρεψε τα τέκνα της η Ελένη Δραγάση και «ποτέ δεν έπαυσε μετά δακρύων, προσευχής και αγάπης να νουθετεί ένα έκαστο εξ αυτών». Με ζήλο χριστιανικό σμίλεψε τον χαρακτήρα τους, σταλάζοντας στην ψυχή τους τα ορθόδοξα δόγματα, την αγάπη για την Πατρίδα και την υπομονή στις θλίψεις και τα βάσανα, επαναλαμβάνοντας συχνά τα λόγια του Απ. Παύλου « Δι΄ υπομονής τρέχομεν τον προκείμενο αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησού» (Εβρ.ιβ΄,2). Και αν τα λόγια της κάποιες φορές δεν εισακούονταν από τα τέκνα της, η Ελένη δεν απελπίζονταν. «Δεν έπεισα σήμερα, ίσως μπορέσω να πείσω αύριο», συνήθιζε να λέγει, μνημονεύοντας την ρήση του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου: « Oυδέν υπομονής ίσον και καρτερίας». Έτσι, με αυτή την συμπεριφορά κατάφερνε να αμβλύνει τις συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την διεκδίκηση της εξουσίας που, κατά καιρούς, αποδυνάμωναν την αυτοκρατορία και ενίσχυαν τους εχθρούς της.
Μετά τον θάνατό του Εμμανουήλ, το ίδιο έτος (1425), η σύζυγός του Ελένη, έγινε και αυτή μοναχή στην Μονή της Κυρά- Μάρθας, στην Κωνσταντινούπολη, με το όνομα Οσία Υπομονή. Με ελεύθερη βούληση και ταπεινότητα αντικατέστησε την βασιλική αλουργίδα με το ασκητικό τριβώνιο μέχρι το τέλος του επίγειου βίου της, χωρίς, όμως, να πάψει να ενδιαφέρεται για τις τύχες της αυτοκρατορίας, επεμβαίνοντας, με πραότητα και υπομονή κατ΄ απομίμηση Χριστού (εξ ού και η προσωνυμία «Υπομονή»), όπου και όταν έπρεπε.
Ο γιός της Ιωάννης Η΄ συνέχισε την παλαιολόγεια πολιτική ενίσχυσης του Μυστρά. Επωφεληθείς της σχετικής ανάπαυλας πολέμου που επακολούθησε την σύναψη ειρήνης του 1424, κατάφερε να πείσει την Ρωμαϊκή Εκκλησία να συγκαλέσει Σύνοδο με σκοπό την ένωση των δύο Εκκλησιών, Ανατολής και Δύσεως. Η Σύνοδος ξεκίνησε τις εργασίες της το 1438 στην Φλωρεντία της Ιταλίας και μετά, το 1439, στην Φεράρα, με λήξη την 1η Φεβρ 1440. Εκ μέρους της Ανατ. Εκκλησίας συμμετείχε ένα πλήθος προσωπικοτήτων με επικεφαλής τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄. Μεταξύ αυτών ο Επίσκοπος Εφέσου Μάρκος Ευγενικός, ο Γ.Πλήθων-Γεμιστός, ο Γ. Σχολάριος, ο Επίσκοπος Νίκαιας Βησσαρίων, ο Επίσκοπος Κιέβου Ισίδωρος, οι Πατριάρχες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων κ.α. Οι αποφάσεις που λήφθηκαν κατά την Σύνοδο Φλωρεντίας- Φεράρας -όπως έμεινε γνωστή στην Ιστορία- ουσιαστικά απηχούσαν τις θέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εκπεφρασμένες σε ένα ενωτικό πλαίσιο υποταγής της Ανατ. Εκκλησίας και για τον λόγο αυτόν δεν έγιναν αποδεκτές από το μεγαλύτερο μέρος του ορθόδοξου λαού και του κλήρου, παρά την επίσημη αποδοχή τους από τον αυτοκράτορα. Διεφάνη, πλέον, ότι ο Λαός του Βυζαντίου ήταν αποφασισμένος να μην υποκύψει στον Πάπα, ακόμη και παρά τον κίνδυνο της τουρκικής απειλής.
Παράλληλα, οι σταυροφορικές εκστρατείες που οργανώθηκαν από τον Πάπα με επικεφαλής τους Ούγγρους ηγέτες Δαδισδάο και Ουνιάδη καθώς και με τον Σέρβο Μπράνκεβιτς, κατέληξαν σε διαδοχικές τραγικές ήττες στην Βάρνα (1444) και το Κόσοβο (1448). Ο Ιωάννης βαθειά απογοητευμένος για την αποτυχία των προσδοκιών του, πέθανε την 3η Οκτωβρίου 1448. Τον διαδέχθηκε στον θρόνο ο κατά 15 έτη μικρότερος αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ΄Παλαιολόγος, τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Οι συνθήκες διαδοχής θα αναφερθούν κατωτέρω.
Εν τω μεταξύ, στη Μονή της Κυρά-Μάρθας, η Οσία Υπομονή συνέχιζε ακούραστα το φιλανθρωπικό της έργο. Με την συμβολή της λειτούργησε γηροκομείο υπό την επωνυμία « Η ελπίς των απηλπισμένων», στην Μονή του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας (ή του Ξηρού όρους), έξω από την πύλη του Ρωμανού στην ΚΠολη, που είχε ιδρυθεί πριν από το 450 μ.Χ από τον Όσιο Βάρα, συνασκητή του Οσίου Πατάπιου. Η Αγία Υπομονή σέβονταν πολύ αυτόν τον μεγάλο θεοφόρο ασκητή Πατάπιο, ο οποίος γεννήθηκε στην Θήβα της Άνω Αιγύπτου αλλά νωρίς αναχώρησε για την έρημο και μετά έφυγε κρυφά, μαζί με δύο συνασκητές του, τον Βάρα και τον Ραβουλά, στην ΚΠολη, όπου οι μεν συνασκητές του ίδρυσαν ανά μια μονή κοντά στην πύλη του Ρωμανού, ο δε Πατάπιος μια άλλη, βορειότερα, κοντά στις Βλαχέρνες, που αργότερα ονομάσθηκε Μονή Αιγυπτίων. Σε αυτήν τη μονή ο ταπεινός ασκητής παρέδωσε το Πνεύμα του στον Ιησού ο Οποίος ευδόκησε να αφθαρτήσει το σκήνωμα και να το κάνει αστείρευτη πηγή θαυμάτων, ακόμη και μέχρι των ημερών μας. Λίγο αργότερα η Μονή των Αιγυπτίων καταστράφηκε και το σκήνωμα του Παταπίου μεταφέρθηκε στην προαναφερθείσα Μονή του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, η οποία τελούσε υπό την προστασία των Παλαιολόγων.
Ο τέταρτος, κατά σειρά, γιος του Εμμανουήλ Β΄ και της Ελένης Δραγάση, Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (ή Δραγάσης, από το επώνυμο της μητέρας του) γεννήθηκε την 8η Φεβρ. 1404, στην ΚΠολη. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο πατέρας του παρεχώρησε σε αυτόν τις πόλεις Αγχίαλος και Μεσημβρία, ισχυρά προπύργια της ΚΠολης επί της θρακικής γης, που απωλέσθηκαν μετά από την συναφθείσα με τον Μουράτ συνθήκη ειρήνης του 1424, περί της οποίας έγινε μνεία προηγουμένως.
Μετά το 1424, ο Κωνσταντίνος αναχώρησε για την Πελοπόννησο (Μωρέα), με αποστολή την απαλλαγή της από τους Φράγκους οι οποίοι καταπίεζαν τους ελληνικούς πληθυσμούς, διασκορπισμένους ανάμεσα σε Ιταλούς, Σλάβους, Αλβανούς, Τούρκους, Εβραίους. Από το θέρος 1428, υποστηριζόμενος από το αδελφό του Θεόδωρο, Δεσπότη του Μυστρά, και τους τοπικούς άρχοντες, συγκρότησε ένοπλα τμήματα κυρίως από Έλληνες των περιοχών της Αρκαδίας, Μεσσηνίας, Ταϋγέτου και πολιόρκησε το φρούριο της Πάτρας που τότε ανήκε στον Πάπα Μαρτίνο Ε΄, με υπεύθυνο άμυνας τον καθολικό αρχιεπίσκοπο Μαλατέστα. Σε πρώτη φάση απέτυχε στην πολιορκία αλλά τον Μάρτιο του επομένου έτους (1429) ο Μαλατέστα εγκατέλειψε την πόλη την οποίαν και κατέλαβε ο Κων/νος, παρά τις διαμαρτυρίες και παρενοχλήσεις των Τούρκων του Μουράτ. Αρχές Ιουνίου, στον μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Ανδρέου Πατρών, ο Κωνσταντίνος παρέλαβε από τους ηττημένους Φράγκους τα κλειδιά της πόλης και οι Έλληνες έστησαν ξέφρενο πανηγύρι. Η Πάτρα μετά από 200 χρόνια ήταν, επί τέλους, ελεύθερη.
Βάση εξόρμησης για τις πρώτες κατακτήσεις του ήταν το φρούριο της Γλαρέντζας, στην περιοχή της Κυλλήνης, φέουδο του Φράγκου δυνάστη της Ηπείρου Κάρολου Τόκκο, παραχωρηθέν στην 18χρονη ανιψιά του Μαγδαληνή την οποίαν παντρεύτηκε ο Κων/νος, αφού πρώτα έλαβε το ορθόδοξο όνομα «Θεοδώρα», αλλά πέθανε πολύ νωρίς, τον Νοέμβριο 1929, από πνευμονία.
Στα 1436 μετέβη στην ΚΠολη, για να αντικαταστήσει, ως αντιβασιλεύς, τον αδελφό του Ιωάννη Η΄ ο οποίος, ως προελέχθη, συμμετείχε στην Σύνοδο Φεράρας- Φλωρεντίας. Τα καθήκοντά του ως αντιβασιλέα έληξαν τον Φεβρουάριο 1440 αλλά στον Μωρέα επέστρεψε τον Σεπτέμβριο 1441 διότι πέρασε πρώτα από την Λήμνο για να παντρευτεί την Αικατερίνη Γκαττιλούζι (δεύτερη σύζυγο), κόρη του Λατίνου ηγεμόνα Δωρίνου Γκαττιλούζι. Τον Ιούλιο 1442 αναχώρησε εκ νέου για την ΚΠολη προκειμένου να συνδράμει τον αδελφό του Ιωάννη κατά του στασιαστικού κινήματος του αδελφού τους Δημητρίου το οποίον υποστήριζαν οι Τούρκοι (!!). Διερχόμενος από Λήμνο για να πάρει την γυναίκα του εγκλωβίστηκε στο νησί που πολιορκήθηκε από ισχυρές τουρκικές δυνάμεις του ναυάρχου Αχμέτ Πασά. Η πολιορκία, με την βοήθεια του βενέτικου στόλου, λύθηκε αλλά, δυστυχώς, κατά την διάρκειά της πέθανε η γυναίκα του Κωνσταντίνου και ο ίδιος, χήρος για δεύτερη φορά, έφθασε στην ΚΠολη τον Νοέμβριο 1442, όπου βοήθησε τον Ιωάννη για την καταστολή του κινήματος του Δημητρίου και την αποχώρηση των Τούρκων.
Τον Οκτώβριο 1443 ανέλαβε το Δεσποτάτο του Μυστρά, που περιελάμβανε την Λακωνική, Αχαΐα, Αρκαδία, Κορινθία, Ανατ. Μεσσηνία, έχοντας στο πλευρό του τον μετριοπαθή αδελφό του, Θωμά. Κύριο μέλημά του ήταν, ομού με την εξύψωση του φρονήματος των Ελλήνων και η ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου. Ταχύτατα ξανάκτισε το τείχος του Εξαμιλίου που είχε γκρεμίσει ο Τούρκος στρατηγός Τουραχάν το έτος 1432 και έκλεισε συμμαχίες με τους ηγεμόνες της Σερβίας και Βοσνίας Μπράνκοβιτς και Χρίστις. Εκμεταλλευόμενος την εμπλοκή του Μουράτ αρχικά με τους Καραμάνους στην Ανατολή και κατόπιν με τους Ούγγρους και τον θρυλικό ηγέτη της Ηπείρου Γεώργιο Καστριώτη (ή Σκεντέρμπεη) στην Βαλκανική, εφάρμοσε σχέδιο απελευθέρωσης των Ελλήνων πέραν του Ισθμού της Κορίνθου. Όραμά του ήταν η δημιουργία ενός νέου βυζαντινού κράτους στο έδαφος της ηπειρωτικής Ελλάδος με πρωτεύουσα τον Μυστρά. Στην αρχή απελευθερώνει την Αττική και καθιστά τον Λατίνο Δούκα των Αθηνών Νέριο Β΄Ατζαγιόλι, φόρου υποτελή. Μετά εξορμά προς Βοιωτία, απελευθερώνειτην Θήβα, την Λειβαδιά, την περιοχή Αγράφων και συμπράττει με τους ‘Ελληνες Βλάχους της Πίνδου για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τον τουρκικό ζυγό, με επιδίωξη να συνενωθεί στην Ήπειρο με τον Σκεντέρμπεη. Τον Φεβρουάριο 1445 απαλλάσσει από τους Ενετούς το Γαλαξείδι και όλη την Φωκίδα και κατόπιν την Βιτρινίτσα, στον Κορινθιακό. Ένας ευώδης άνεμος ελπίδας και αισιοδοξίας πνέει τώρα στις περιοχές που απελευθερώθηκαν και κάνει τους Έλληνες να πιστεύουν ότι το Βυζάντιο αναγενάται εκ βάθρων. Ο Κωνσταντίνος γίνεται τώρα θρύλος, δέκα χρόνια προ της υπέρτατης θυσίας του.
Ο Μουράτ θορυβήθηκε από την διαμορθωθείσα κατάσταση και τον Μάρτιο 1446, με δύναμη 60.000 ανδρών ξεχύθηκε στην Θεσσαλία, πέρασε στην Στερεά Ελλάδα καιπολιόρκησε το τείχος του Εξαμιλίου, στον Ισθμό, όπου αμύνονταν ο στρατός του Κωνσταντίνου. Στην κρίσιμη φάση του αγώνα, οι Αλβανοί φύλαρχοι της Πελοποννήσου, εξαγορασθέντες από τον Μουράτ στις αρχές Φεβρουαρίου 1447, εγκατέλειψαν τον Κωνσταντίνο ο οποίος, με μεγάλες απώλειες, αναγκάσθηκε να υποχωρήσει άτακτα στο εσωτερικό της χώρας. Η καταδίωξη των Οθωμανών ταχέως επεκτάθηκε σε ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο, πλην Μάνης και φρουρίου Πάτρας που παρέμεινε άπαρτο. Αίφνης ο Μουράτ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Μωρέα διότι ο Σκεντέρμπεης ενεργούσε επικίνδυνα στα νώτα του, στην Ήπειρο, και τον απειλούσε σοβαρά με εγκλωβισμό. Αποχωρώντας έσυρε μαζί του χιλιάδες αιχμαλώτους και ανάγκασε τους Παλαιολόγους να αναγνωρίσουν την κυριαρχία του και να γίνουν φόρου υποτελείς σε αυτόν.
Το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε με τον θάνατο (1448) του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου φρόντισε να καλύψει η βασιλομήτωρ Οσία Υπομονή η οποία έπεισε τους υιούς της Δημήτριο και Θωμά, Σύγκλητο, άρχοντες, Εκκλησία και Λαό της ΚΠολης να αποδεχτούν ως νέο αυτοκράτορα τον γιο της Κωνσταντίνο, με το ισχυρό επιχείρημα ότι ήταν ό μόνος ηγέτης ικανός, την κρισιμότατη εκείνη περίοδο, να υπερασπιστεί την Βασιλεύουσα από την τουρκική λαίλαπα που την περιέσφιγγε. Το εγχείρημα της επιβολής την Οσίας Υπομονής ως προς την επιλογή δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση καθόσον οι φιλοδυτικές τάσεις του Κωνσταντίνου έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με το ανθενωτικό κλίμα που επικρατούσε στην ΚΠολη. Την επιλογή αυτή εγκρίθηκε και από τον Μουράτ, αφού ο Κωνσταντίνος εξακολουθούσε να είναι φόρου υποτελής σε αυτόν. Η στέψη έγινε ανήμερα των Θεοφανίων 1449 στον μητροπολιτικό Ναό Αγίου Δημητρίου στον Μυστρά, ο οποίος επελέγη αντί της ΚΠολης καθώς ο Κωνσταντίνος ήθελε να κρατήσει ίσες αποστάσεις από τους ενωτικούς και τους ανθενωτικούς. Συμμετείχε και αντιπροσωπεία με επί επικεφαλής τους Αλέξιο Φιλανθρωπινό και Εμμανουήλ Παλαιολόγο τους οποίους είχε αποστείλει από την Πόλη η Ελένη Δραγάση για να αναγγείλουν στον Κωνσταντίνο την ανάρρησή του στον θρόνο.
Στις αρχές Μαρτίου 1449 ο νέος αυτοκράτορας ξεκίνησε με προορισμό την Βασιλεύουσα. Είκοσι περίπου αιώνες νωρίτερα, το 480 π.Χ., από τον ίδιο τόπο-την ιερή λακωνική γη- ξεκίνησε ένας άλλος βασιλεύς, ο Σπαρτιάτης Λεωνίδας, με τους 300 «ομοίους» του. Οι δύο πολέμαρχοι είχαν μεν διάφορο γεωγραφικό προορισμό – την Βασιλεύουσα και τις Θερμοπύλες, αντίστοιχα- αλλά την ίδια θεία Αποστολή: Τον μέχρι τελικής πτώσεως αγώνα για την διάσωση του Ελληνισμού (του αρχαίου κλασσικού, ο μεν, του βυζαντινού, ο δε). Ποιαν άλλη χρείαν έχουμε για την απόδειξη της ενότητας και συνέχειας της ελληνικής φυλής;
Δέκα ημέρες αργότερα, τα τρία καταλανικά πλοία που μετέφεραν τον Κωνσταντίνο και την συνοδεία του κατέπλευσαν στο λιμάνι του Επτασκαλίου, στην ΚΠολη. Μαζί του πάντοτε και ο και πολύτιμος φίλος και σύμβουλός του Γεώργιος Σφραντζής ή Φραντζής, (1401- Κέρκυρα 1480), στρατιωτικός και διπλωμάτης, ο οποίος τον ακολούθησε μέχρι τέλους, έλαβε τον τίτλο του Πρωτοβεστιάριου του θρόνου, και, μετά την άλωση, έγραψε το «Χρονικό της αλώσεως», ένα σύγγραμμα που θεωρείται αυθεντικό αφού ο Φραντζής έζησε τα γεγονότα εκ του σύνεγγυς. Χωρίς απώλεια χρόνου ο αυτοκράτορας επιδόθηκε στην επισκευή και συμπλήρωση των οχυρώσεων, την οργάνωση του στρατού και την εμψύχωση του λαού.
Την 3η Μαρτίου 1450 πέθανε στην ΚΠολη η Ελένη Δραγάση, μετά από 25 χρόνια μοναχικού βίου και ετάφη στην Μονή του Παντοκράτορος, όπου ήταν θαμμένος ο σύζυγός της Μανουήλ και τρία από τα τέκνα της.. Ο διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου Ευγενικού, στην παραμυθητική του ομιλία προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο για τον θάνατο της μητέρας του συνοψίζει:
«Ως προς δε την αοίδιμον Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα ενόσω ζούσε ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής. Όπως έζησε μέτοχος της Θείας Πρόνοιας, ούτω και ετελεύτησεν.»
Προ του θανάτου της η Οσία Υπομονή, διαβλέπουσα, προφανώς, την επικείμενη άλωση και καταστροφή, είχε δώσει εντολή στον Αγγελή Νοταρά, συγγενή των Παλαιολόγων και αδελφό του Mεγάλου Δούκα επί αλώσεως Λουκά Νοταρά, όπως μεριμνήσει για την μεταφορά του σκηνώματος του Αγ. Παταπίου – και πιθανώς και άλλων πολυτίμων ιερών αντικειμένων - σε ασφαλές μέρος σε περίπτωση κινδύνου κλοπής ή σύλησης.
Ο Μουράτ πέθανε την 3η Φεβρουαρίου 1451 και αμέσως τον διαδέχθηκε ο εικοσάχρονος γιός του Μωάμεθ Β΄(1432-1481), ο επονομαζόμενος Πορθητής ή Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ. Ο Μωάμεθ μετά συνθήκη που έκλεισε με την Βενετία και την Ουγγαρία, στράφηκε κατά του Βυζαντίου. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου 1452 έκτισε το οχυρό Ρουμελή Χισάρ για αποκλεισμό της Πόλης από την μεριά του Βοσπόρου και την 7η Απριλίου 1453 ξεκίνησε την πολιορκία της, παρατάσσοντας στρατό 180.000 περίπου ανδρών (μεταξύ των οποίων χριστιανοί μισθοφόροι, όπως Ούγγροι και Σέρβοι) και 300 πολεμικά πλοία, έναντι 7.000 και 26 πλοίων των Βυζαντινών.
O Κωνσταντίνος εις μάτην απευθύνθηκε στην Δύση για βοήθεια. Ουσιαστικά ανταποκρίθηκε μόνον ο ελληνόψυχος ευγενής Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης (1418 - 1η Ιουν.1453) με δύο γαλέρες και 700 άνδρες που έφθασε στα τέλη Φεβρουαρίου 1453 στην Πόλη για ενίσχυση της άμυνάς της. Σύντομα ο Κωνσταντίνος, εκτιμώντας το ήθος και τις ικανότητές του, ανέθεσε σ΄αυτόν την γενική εποπτεία των αμυνομένων τμημάτων.
Κατά την διάρκεια των συγκρούσεων ο Κωνσταντίνος, γαλουχημένος από τα νάματα της μητέρας του Ελένης, έδειξε απαράμιλλο θάρρος και μαχητικότητα. Η ιδεολογία του, η απόλυτη γνώση του σκοπού που υπηρετούσε και η ακλόνητη Πίστη του στην Ορθοδοξία καταμαρτυρούνται στον εμπνευσμένο λόγο που εκφώνησε την προηγούμενη της αλώσεως προς τα στρατεύματά του. Ένας λόγος ο οποίος για εμάς τους Έλληνες αποτελεί ιερή και απαράβατο παρακαταθήκη:
«Παρακαλώ υμάς ίνα στήτε γεννέος. Καλώς, ουν, οίδατε αδελφοί, ότι δια τέσσερα τινά οφείλεται κοινώς εσμιέν πάντες, ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν, μάλλον ή ζην, πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως, ως χριστού και κυρίου, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων. Άλλως..πατρίδα περίφημον τοιαύτην υστερούμεθα και την ελευθερίαν ημών, βασιλείαν την ποτέ μεν περιφανή, νυν δε τεταπεινωμένην και εξουθενωμένην απωλέσαμε.» (Λεονάρδου Επισκ. Παρ. 37)
Με τα ξημερώματα της αποφράδας Τρίτης 29 Μαΐου 1453, οι Οθωμανοί εξαπέλυσαν γενικευμένη επίθεση. Σε μια κρίσιμη στιγμή, ο Ιουστινιάνης που μάχονταν με τον Κωνσταντίνο στην Πύλη του Ρωμανού, τραυματίσθηκε σοβαρά και οι Γενουάτες εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, τον μετέφεραν στο λιμάνι και με τα πλοία τους αναχώρησαν για την Χίο, αλλά ο Ιουστινιάνης πέθανε εν πλω. Η απόσυρση του Ιουστινιάνη επηρέασε τους βυζαντινούς και, αντίθετα, ενθάρρυνε τους Οθωμανούς οι οποίοι συνέχισαν να σκαρφαλώνουν κατά χιλιάδες στα τείχη που είχαν μετατραπεί σε «μάντρες» από τους βομβαρδισμούς. Σε λίγο το πρώτο βυζαντινό λάβαρο είχε αντικατασταθεί με τούρκικο μπαϊράκι επί των τειχών. Το οδυνηρό τέλος πλησίαζε αναπόφευκτο. Τότε έγινε και το γνωστό συμβάν με την Κερκόπορτα, μια δρύινη «πυλίδα» στην βόρεια πλευρά του τείχους των Βλαχερνών όπου αυτό ενώνεται με τα τείχη του Μ. Θεοδοσίου, από την οποίαν εξέρχονταν οι μαχητές όταν ήθελαν να προσβάλλουν «καταδρομικά» τον εχθρό εκτός των τειχών και γρήγορα να επιστρέψουν στην βάση τους. Σύμφωνα, λοιπόν, με την Παράδοση (και με όχι επίσημα γραπτά κείμενα), κάποιοι μαχητές, επιστρέφοντας, παρέλειψαν, μέσα στη σύγχυση, να την κλείσουν πίσω τους, με αποτέλεσμα οι πρώτοι γενίτσαροι να εισέλθουν στην Πόλη. Πάντως, οι ιστορικοί συμφωνούν ότι και η αμφισβητούμενη κερκόπορτα να μην υπήρχε, η Πόλη, στο απελπιστικό σημείο που είχε φθάσει η πολιορκία, ήταν μοιραίο να πέσει.
Τώρα ο κλοιός γύρο από τον Κωνσταντίνο και τους λίγους εναπομείναντες υπερασπιστές του (οι υπόλοιποι είτε είχαν σκοτωθεί επί τόπου,«μη ανεχόμενοι επιδείν σφίσι την πατρίδα δεδουλωμένην», είτε τον είχαν εγκαταλείψει), σφίγγει ολοένα και περισσότερο. Όλοι τους πολεμούν μέχρι τέλους«τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Γρήγορα ο αυτοκράτορας μένει μόνος, κατάμονος και με αγωνία ενθυμίζουσα εκείνη του Χριστού επί του Σταυρού, ανακράζει:«Ουκ έστι τις των Χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ΄εμού;»Σε λίγο πίπτει μαχόμενος επί των επάλξεων, όχι από χριστιανικό χέρι, όπως το επιθυμούσε, αλλά από αγαρηνό σπαθί.ΠΙΠΤΕΙ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΕΙ, ΔΕΝ ΠΑΡΑΔΙΔΕΙ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΑ ΙΕΡΑ, ΔΕΝ ΡΙΠΤΕΙ «ΤΑ ΟΣΙΑ ΤΟΙΣ ΚΥΣΙ». Περί την θυσία του γράφει ο Σφρατζής: «Εκομίσατο τον του μαρτυρίου στέφανον μη θελήσας προδούναι τοις ανόμοις τα βασίλεια, μήτε θελήσας τον κίνδυνον διαφυγείν, δυνατού όντος». Το άψυχο σώμα του, παρά τις διάφορες – και αντιτιθέμενες - θεωρίες και εικασίες εγκρίτων ιστορικών, ακόμη και μουσουλμάνων, δεν αναγνωρίσθηκε με βεβαιότητα και ουδείς δύναται να ιστορήσει τι απέγινε. O Τούρκος ιστορικός Ισμαήλ Χαμί Τανισμέντ, στο πρώτο τεύχος της ιστορίας του με τίτλο «Χρονολογική οθωμανική ιστορία» (IZALI OSMANLI TARIH I KRONOLOZIST) γράφει:
«Επειδή ουδείς εκ των ιστορικών της εποχής που έπεσε η ΚΠολις παρευρέθη κατά τον θάνατο του ηρωικού αυτοκράτορα επί του πεδίου της μάχης, πολλοί θρύλοι έχουν δημιουργηθεί. Ο αυτοκράτωρ, μετά την πτώση της πόλεως έλαβε μέρος στις σκληρές οδομαχίες μαχόμενος ως λέων και, χωρίς να παραδώσει το ξίφος του, έπεσε ενδόξως ως ήρωας. Η τουρκική ιστορία θεωρεί υποχρέωσή της να μνημονεύει μετά σεβασμού την ανάμνηση της ενδόξου προσωπικότητας του αυτοκράτορα όστις ετύγχανε τελείως ανεύθυνος της παρακμής και τελείας αποσυνθέσεως του κράτους, ο ηρωικός δε θάνατος του οποίου λύπησε και αυτόν εισέτι τον Πορθητή.»
Όμως το αϋλο πνεύμα του πάντοτεΘΑ ΕΠΙΤΑΣΣΕΙ ΑΕΙΠΟΤΕ ΣΤΟΥΣ ΈΛΛΗΝΕΣ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΜΙΜΗΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΤΙΜΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΕΝΤΙΜΗ ΘΑΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΤΙΜΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΕΧΘΡΟ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΙΑΣ ΣΠΙΘΑΜΗΣ ΠΑΤΡΙΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ.
Μετά την άλωση ο Αγγελής Νοταράς, μετοίκησε στα Τρίκαλα Κορινθίας. Πιστός στην υπόσχεσή του προς την Οσία Υπομονή, μετέφερε το σκήνωμα του Αγίου Παταπίου από την ΚΠολη σε ένα παλαιό σπήλαιο, το οποίον κατέχονταν από ασκητές πολύ πριν από τον 14ου αιώνα, επί των νοτιοδυτικών υπωρειών των Γερανίων ορέων, στην Κορινθία, σε απόσταση 14 χιλιομέτρων από την πόλη Θέρμαι, το σημερινό Λουτράκι. Το σκήνωμα έμεινε κρυμμένο και άγνωστο επί αιώνες και αποκαλύφθηκε, άφθαρτο και ευωδιάζον, το 1904, από μια ομάδα Λουτρακιωτών που εκτελούσε εργασίες στο σπήλαιο. Στον ίδιο χώρο βρέθηκε και η σεπτή κάρα της Οσίας Υποονής. Το εσωτερικό του σπηλαίου από αιώνες έχει διαρρυθμισθεί σε Ναό, εντός του οποίου είναι τοποθετημένα το σκήνωμα και η κάρα. Το τέμπλο του Ναού είναι διακοσμημένο με μεταβυζαντινές τοιχογραφίες, μεταξύ των οποίων εικονίζονται ολόσωμοι ο Αγ. Πατάπιος και η Οσία Υπομονή. Σίγουρα αυτή η συνύπαρξη των τοιχογραφιών καταδεικνύει τον μεταξύ τους ιερό δεσμό και την αγάπη και τον σεβασμό της αυτοκράτειρας προς τον Άγιο.
Το 1952, στον χώρο του σπηλαίου, ανηγέρθη κτιριακό συγκρότημα γυναικείας κοινοβιακής μονής με το όνομα του Οσίου Παταπίου. Στον ίδιο χώρο υπάρχει και Ναός αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου με την Εικόνα της Αγίας Ελεούσας. Πλήθη προσκυνητών προστρέχουν στο μοναστήρι για να απολαύσουν την πανοραμική θέα από υψόμετρο 700 περίπου μέτρων, και να «γνωρίσουν» καλύτερα την Οσία Υπομονή, να προσκυνήσουν το χαριτόβρυτο σκήνωμα του Αγίου Παταπίου και να αιτήσουν από αυτόν μεσιτεία προς τον Θεό προς ίαση των ψυχικών και σωματικών τους νοσημάτων. Το συναξάρι του Αγ. Παταπίου αναφέρει πολλά θαύματα που έκανε κατά την διάρκεια του βίου του αλλά ακόμη περισσότερες είναι οι γραπτές και προφορικές ομολογίες απλών ανθρώπων οι οποίοι, στην σημερινή εποχή, ένεκεν της πίστεώς τους, κατά θαυματουργικό τρόπο ευεργετήθηκαν και ιαθήκαν επικαλούμενοι το όνομά του και προσκυνώντας το σκήνωμά του. Η μνήμη του εορτάζεται στις 8 Δεκεμβρίου και την Τρίτη της Διακαινησίμου, εις ανάμνηση της ευρέσεως των ιερών λειψάνων του.
Αποφώνηση
Αυτή, λοιπόν, ήταν η Ελένη Δραγάση, η «Αγία Δέσποινα», όπως την αποκαλεί ο Γ. Φραντζής, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει λαμπρό παράδειγμα προς μίμηση για τον καθένα, αφού, με τον βίο και το οσιακό όνομά της (Υπομονή), ανέδειξε την εις Χριστόν υπομονή ως θείο δώρο κατάτων δεινών της βιοτικής και μέσο «σωτηρίας της ψυχής». Η αφήγηση των πράξεων στο παρόν πόνημα του συζύγου της Μανουήλ και των υιών της Ιωάννη και Κωνσταντίνου κρίθηκε αναγκαία, για να τονισθεί η πολύτιμη συμβολή της στην λήψη των σχετικών αποφάσεων που οδήγησαν στις πράξεις αυτές και για να «εγκλιματισθεί» ο σεβαστός αναγνώστης στο ιστορικό γίγνεσθαι της εσχάτης βυζαντινής περιόδου και της άλωσης. Το σημαντικότερο – ίσως – αποτύπωμα της Ελένης Δραγάση στην Ιστορία ήταν η απόφασή της να προτείνει τον γιό της Κωνσταντίνο ΙΑ΄ για αυτοκράτορα, το 1448. Αν η πρόταση ήταν διαφορετική (π.χ η Ελένη είχε προτείνει έναν άλλον υιόν της) ή δεν γίνονταν αποδεκτή από τον λαό και την Εκκλησία, πιθανώς η άλωση της Πόλης να καταντούσε επαίσχυντη ή, τουλάχιστον, λιγότερο ένδοξη. Και τότε το Γένος θα στερούνταν των ιερών παρακαταθηκών, ιδανικών και παραδόσεων που κράτησαν ζωντανό τον πόθο της λευτεριάς τους επακολουθήσαντες αιώνες, μέχρι σήμερα Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη της Οσίας Υπομονής την 29η Μαΐου, ημέρα πτώσεως της Πόλης.
Βιβλιογραφία
- Εγκ. ΗΛΙΟΣ. α) Εμμανουήλ Β΄Παλαιολόγος, τ.16, σ.942 β) Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, τ.11, σ. 869.
- Έκθεση Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων, τ. 1ος.
- Χαράλαμπου Μ. Μπούσια. α) Κανών παρακλητικός εις την Οσίαν μητέρα ημών Υπομονή (Αθήνα 2007). β) Δέλτος Θαυμάτων Οσίου Παταπίου (Αθήνα 2000).
- Ιωάννου Σπ. Κατρακάζου. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, η Ιστορία που έγινε θρύλος (Αθήνα 2013).
- Ιουστινιάννης Ιωάννης. Εφημ. Έθνος, 29-5-1997.
- Διαδίκτυο΅ α) Σαράντου Καργάκου. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος(29-5-1453), 1 Ιουν. 2011.β) Ελένη Γλύκαντζη Αρβελέρ, Κερκόπορτα; Αστεία πράγματα. 29-5-2010.
(Πηγή: «27/7/2017. ΕΛΕΝΗ ΔΡΑΓΑΣΗ - ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΙΝΑ (ΟΣΙΑ ΥΠΟΜΟΝΗ): Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΣΙΛΟΜΗΤΩΡ ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ», Ευάγγελος Γριβάκος, Αντιστράτηγος ε.α. – Νομικός, Μέλος του ΕΛΙΣΜΕ, Ελληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών )
Πορτραίτο του Εμμανουήλ Β΄του Παλαιολόγου με τη σύζυγό του Ελένη (Αγία Υπομονή) και δύο τους τέκνα
Απολυτίκιον Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Την κλεινήν βασιλίδα εγκωμιάσωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού, εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει βοώντες, θραύσον, λιταίς σου ημών δεσμούς ανόμους, άνασσα.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Υπομονής θεοστηρίκτου την ομώνυμον και βασιλίδων θεοσόφων την υπέρτιμον, την εκλάμψασαν ως άστρον εν Βυζαντίω και χορούς μοναζουσών καταπυρσεύσασαν, ταπεινώσεως βολαίς ανευφημήσωμεν, πόθω κράζοντες. Χαίροις, Μήτερ πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις εκμαγείον υπομονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών, τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ, Ελληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών, Ορθόδοξος Συναξαριστής