Ὁ μακάριος αὐτός ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας Ἰωάννης Καρασταμάτης (στό ἐπώνυμο) καταγόταν ἀπό τό νησί τῶν Κυκλάδων Ἄνδρο. Γεννήθηκε στό χωριό Ἀποίκια τό ἔτος 1937. Ἐκεῖ ἔμαθε τά πρῶτα του γράμματα καί σάν ἔφτασε στήν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἐτῶν πῆγε στή μακρινή Ἀμερική, ὅπου δημιούργησε οἰκογένεια καί χειροτονήθηκε Ἱερέας.
Γιά δέκα χρόνια ἐργάσθηκε μέ πολύ ζῆλο σέ διάφορους Ναούς στήν παγωμένη Ἀλάσκα, γιά νά καταλήξει στή Σάντα Κρούζ. Ἱερουργοῦσε στόν Ἱερό Ναό τοῦ Προφήτη Ἠλία, τόν ὁποῖο ἐπισκεύασε, τελειοποίησε καί ἐγκαινίασε τό 1981. Στό Ναό αὐτό ἐργάσθηκε μέ ἀξιοθαύμαστο ζῆλο, μιμούμενος τόν ἅγιο τῆς Ἐνορίας του τόν ζηλωτή καί πυρφόρο Ἠλία, τόν ἀποκαλούμενο τό πρωτοπαλίκαρο τοῦ Θεοῦ. Ἔγινε τό κέντρο τῆς ὀρθόδοξης ὁμολογίας σέ ὅλη ἐκείνη τήν περιοχή, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μακρυά ἀπό τήν ἀλήθεια, τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δέν μποροῦσε νά ἀναπαυθεῖ, νά ἡσυχάσει, ὅταν σκεπτόταν, ὅτι τόσοι πολλοί ἄνθρωποι ζοῦσαν μέσα στό σκοτάδι καί στήν πλάνη. Ἔκαμνε αὐτό πού λέει ὁ ψαλμωδός: Εἰ δώσω ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καί τοῖς βλεφάροις μου νυσταγμόν καί ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις μου (ψαλμ. 131, 4).
Ὁ εὐλογημένος Ἰωάννης ἦταν ἁπλός στήν συμπεριφορά του, σάν τόν Ἅγιο Σπυρίδωνα. Ἀγαποῦσε πολύ τούς ἐνορίτες του, χωρίς νά κάνει διακρίσεις. Τούς θεωροῦσε ὅλους πραγματικά παιδιά του. Ποτέ δέν ἦταν κλειστή ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του γιά κανένα. Τήν εἶχε πάντοτε ἀνοιχτή ἀκόμη καί τίς πιό ἀκατάλληλες ὧρες, τίς μεταμεσονύχτιες, παρά τίς διαμαρτυρίες τῶν δικῶν του γιά τόν φόβο τῶν ἀνθρώπων τῆς νύχτας, πού συνήθως εἶναι στοιχεῖα κακοποιά.
Τά κηρύγματά του ἦταν φλογερά καί πύρινα, εἴπαμε σάν τοῦ Προφήτη Ἠλία, ἀφοῦ στό Ναό του ὑπηρετοῦσε. Ἀγαποῦσε τόν Θεό, ὅπως διαβάζουμε στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του (Ματθ. ΚΒ, 37), καί ἔτσι ἤθελε ὅλοι νά Τόν ἀγαποῦν. Δέν περίμενε τούς ἀνθρώπους μόνο στήν ἐκκλησία του. Συχνά ἔβγαινε στούς δρόμους καί στίς πλατεῖες, γιά νά συναντήσει τούς τυφλούς καί χωλούς στήν ψυχή, ὅπως παρήγγειλε ὁ οἰκοδεσπότης στόν ὑπηρέτη του μέσα στό Εὐαγγέλιο (Λουκ. ΙΔ, 21). Συζητοῦσε μέ νέους ἀνθρώπους, πού δέν γνώριζαν γιά τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία, ἀκόμη μέ πολλούς ἄλλους πού δέν ἦταν ὀρθόδοξοι, ἀλλά ἀνῆκαν σέ ἄλλα δόγματα ἤ ἦσαν ἀλλόθρησκοι, ὅπως Ἑβραῖοι κλπ. Τούς μιλοῦσε γιά τούς Ἁγίους μας, γιά τήν Παναγία καί τά ἀμέτρητα θαύματά της. Ὅλα αὐτά τούς συγκινοῦσαν βαθύτατα καί πολλοί προσερχόντουσαν στήν Ὀρθοδοξία. Μετά ἀπό ἀρκετή καί συστηματική κατήχηση τούς βάπτιζε.
Αὐτό ὅμως ἔκανε κάποιους νά δυσαρεστοῦνται καί νά ἔχουν ἄγριες διαθέσεις ἀπέναντί του. Ἄρχισαν νά τόν ἀπειλοῦν καί γιά τήν ζωή του μέ τό τηλέφωνο ἤ ἐπιστολές. Τότε ἦταν πού ὁ π. Ἰωάννης ἔγινε πιό φλογερός. Τίποτε δέν τόν σταματοῦσε. Εἶχε κατά νοῦν πάντοτε τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού ἔλεγε, ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται, οὐαί δέ μοί ἐστιν ἐάν μή εὐαγγελίζωμαι. Ὁ ἥσυχος καί πρᾶος στή ζωή του ἄνθρωπος ἦταν χείμαρρος ὁρμητικός γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πάνω στό καθῆκον του. Ποτέ δέν φοβήθηκε τίς ἀπειλές τῶν δυσσεβῶν καί ἀπίστων. Ὅσο τά μάτια μου ἔχουν νερό, ἔλεγε, ἐγώ θά κηρύττω ἀσταμάτητα τήν Ὀρθοδοξία.
Ἀγαποῦσε τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί δέν ἀκολουθοῦσε τόν μοντέρνο τρόπο ζωῆς πού ἀκολουθοῦσαν πολλοί ἱερεῖς τῆς Ἀμερικῆς, γι᾿ αὐτό καί οἱ χριστιανοί τόν ἐκτιμοῦσαν. Κήρυττε γιά τόν ἀντίχριστο καί συνιστοῦσε στούς χριστιανούς νά προφυλάσσωνται ἀπό τίς παγίδες του, νά ἀποφεύγουν τό σφράγισμα καί τόν ἁμαρτωλό τρόπο ζωῆς.
Στήν Ἄνδρο γίνεται κάθε χρόνο τό θαῦμα μέ τούς κρίνους τῆς Παναγίας. Ὅταν τήν ἄνοιξη ἀνθίζουν οἱ κρίνοι, τούς πηγαίνουν στή χάρη της καί τούς ἐναποθέτουν στήν εἰκόνα της, πού βρίσκεται στήν Ἱερά Μονή τοῦ ἁγίου Νικολόυ. Μέ τόν καιρό φυσικά ξεραίνονται καί πέφτουν ἄνθη καί φύλλα. Μένουν ξερά κοτσάνια. Ὅμως, ὅταν πλησιάζει ἡ γιορτή τῆς Παναγίας, οἱ κρίνοι καί πάλι ἀνθίζουν. Ἀπό αὐτά τά ξερά κλαδιά πῆρε ὁ π. Ἰωάννης, σάν ἦρθε στό νησί του, καί τά μετέφερε στήν Ἐκκλησία του. Τά τοποθέτησε στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί ἐκεῖνα ξανάνθισαν.
Κάποτε ἦρθε καί ἡ πρεσβυτέρα του στήν Ἑλλάδα. Πῆρε ρίζες ἀπό αὐτούς τούς κρίνους καί τούς φύτεψαν στήν Ἀμερική. Ἔβαζαν τούς κρίνους στήν Παναγία καί ἐκεῖνοι πάλι ἄνθιζαν, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχαν ξεραθεῖ. Αὐτό ἔκανε νά ἀναθερμανθεῖ ἀκόμη περισσότερο ὁ ζῆλος τοῦ ταπεινοῦ Λευΐτη. Ζητοῦσε ἀπό τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Γέροντα Δωρόθεο βιβλία καί ἄλλο ὀρθόδοξο ὑλικό γιά τά κηρύγματά του. Μάλιστα ἔγραφε ὁ ἴδιος καί θρησκευτικά ποιήματα.
Κάποια νύχτα, ἦταν 18 πρός 19 Μαΐου τοῦ 1985, ὁ π. Ἰωάννης πού ἦταν στό Ναό, ἄργησε νά πάει στό σπίτι του. Οἱ δικοί του ἀνησύχησαν καί τόν ἀναζήτησαν. Ὁ γυιός πῆγε στήν Ἐκκλησία μήπως καί συναντήσει ἐκεῖ τόν πατέρα του. Τοτε ἦταν πού βρέφηκε μπροστά σ᾿ ἕνα φοβερό θέαμα: Ὁ πατέρας του ἦταν πεσμένος κάτω κατακρεουργημένος καί ἀγνώριστος. Οἱ σατανισταί τόν βρῆκαν μόνο του, τόν ἔπιασαν καί τόν βασάνισαν φοβερά. Διέλυσαν τό κρανίο του χτυπώντας τον μέ σφυριά καί κατέκοψαν τό σῶμα του μέ μαχαίρια. Καί ὅπως διαπίστωσε ἡ ἀστυνομία, ἐπειδή ὁ ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ σπαρταροῦσε, πῆραν τό σταυρό πού φοροῦσε καί τόν ἔπνιξαν μέ τήν ἁλυσίδα του. Τό μαρτυρικό του αἷμα πλημμύρισε τό δάπεδο τοῦ Ναοῦ καί μέ αὐτό ἔγραψαν στούς τοίχους τοῦ Ναοῦ συνθήματα σατανικά καί τόν ἀριθμό τοῦ ἀντιχρίστου, τό 666. Ἦταν τότε μόλις σαράντα ὀκτώ ἐτῶν.
Στόν ἅγιο αὐτό τῶν ἡμερῶν μας ἐπαληθεύεται ὁ λόγος τῆς σοφίας Σολομῶντος: Τελειωθείς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς. Λίγα σέ ἀριθμό τά ἔτη του, γεμάτα ὅμως ἀπό ἀρετή... καθόσον ἀξία δέν ἔχουν τά πολλά χρόνια, πού θά ζήσει κάποιος, ἀλλά ἡ ἁγία ζωή... Ἔτσι ἔγινε εὐάρεστος στόν Κύριο, τόν ἀγάπησε ὁ Θεός, (ὅπως πιό ἁπλᾶ λέμε) καί γιαὐτό ἔσπευσε νά φύγει ἀνάμεσα ἀπό τούς πονηρούς ἀνθρώπους. Οἱ ἀσεβεῖς ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά ἐννοήσουν τέτοια πράγματα, ὅτι ἕνας πρόωρος θάνατος εἶναι χάρη Θεοῦ γιά τούς ἐκλεκτούς Του καί ἐπίσκεψη γιά τούς ἀφοσιωμένους σ᾿ Αὐτόν.
Παλαιότερα ὁ Ἅγιος φωτογραφήθηκε μέ τό Σταυρό στό χέρι στό σημεῖο πού μαρτύρησε. Ἴσως ἦταν ἕνα σημάδι γιά τό τί θά ἀκολουθοῦσε.
Ἡ ἀστυνομία ἐρεύνησε γιά τούς δολοφόνους τοῦ ἁγίου καί βρῆκαν τρία ἄτομα, ἕνα ἀνδρόγυνο καί τόν γυιό τοῦ ἄνδρα ἀπό ἄλλη γυναίκα. Ἦταν ἱερεῖς τοῦ σατανᾶ οἱ ὁποῖοι, ὅταν τούς συνέλαβαν, πῆραν δηλητήριο φιδιοῦ (κόμπρας) καί πέθαναν. Ὁ τρίτος ἔχασε τά λογικά του καί δέν μπορεῖ κανείς νά συνεννοηθεῖ μαζί του.
Πρίν ἀπό τόν θάνατό του συνέβησαν τρία θαυμαστά γεγονότα.
α) Μιά ἑβδομάδα πρίν ἀπό τό μαρτυρικό του τέλος οἱ κρίνοι τῆς Παναγίας ξεράθηκαν ξαφνικά καί ἐντελῶς ἀναίτια καί ἔπεσαν ὅλοι. Ἀπό τότε δέν ξανάνθισαν.
β) Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας δάκρυσε καί τό δάκρυ μένει ἀκόμη ἐπάνω στήν εἰκόνα καί
γ) Ἐπί τρεῖς συνεχεῖς Κυριακές πρίν ἀπό τό μαρτύριό του, κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας, ὁ π. Ἰωάννης, ὁ ἅγιος αὐτός ἄνθρωπος ἔλαμπε μέ ἕνα οὐράνιο φῶς καί τό πρόσωπό του σκόρπιζε ἀκτίνες σάν τόν ἥλιο.
Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Ἁγίου μετά τό μαρτυρικό του τέλος εἶναι πάμπολλες. Παραμονές τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πού θά γιόρταζε τό Μοναστήρι στήν Ἄνδρο, πῆγαν γυναῖκες ἀπό τό χωριό νά βοηθήσουν. Κάποια στιγμή εἶδαν τόν Ἅγιο Ἰωάννη νά ἔρχεται πρός τό μέρος τους ἀπό τήν ἀνοιχτή πόρτα στήν τράπεζα. Ἔβαλαν ὅλοι τίς φωνές, τόν γνώρισαν, τόν φώναξαν παπα-Γιάννη, ἀλλ᾿ ἐκεῖνος χάθηκε ἀπό μπροστά τους. Σέ ἄλλη περίπτωση μιλώντας ὁ Γέροντας τῆς Μονῆς σέ χριστιανούς γιά τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου, τόν εἶδαν μπροστά τους νά τούς εὐλογεῖ καί νά χάνεται. Στίς 4 Ἰουλίου τοῦ 1986 ἡ κόρη του Μαρία πῆγε στήν Ἄνδρο, γιά νά δωρίσει τά ἄμφια τοῦ μάρτυρα πατέρα της στό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Νικολάου. Τήν ὥρα πού τό καράβι ἔμπαινε στό λιμάνι οἱ καμπάνες καί τά σήμαντρα τῆς μονῆς χτυποῦσαν πανηγυρικά καί πολύ ἁρμονικά ἀπό μόνα τους. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 19 Μαΐου, δηλαδή μιά μέρα πρίν ἀπό τήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Νικολάου, πού τόσο πολύ τιμοῦσε καί ἀγαποῦσε.
Ὁ Ἅγιος ζήτησε νά μοιρασθεῖ παντοῦ ἡ εἰκόνα του καί νά γίνει γνωστό τό μαρτύριό του καί ἡ ὀρθόδοξη ὁμολογία του. Γι᾿ αὐτό καί ἐμεῖς κάνοντες ὑπακοή προβαίνουμε σ᾿ αὐτήν τήν μικρή προσπάθεια καί ταπεινά ζητοῦμε τήν εὐλογία καί τίς πρεσβεῖες του γιά μᾶς καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἀμήν.-
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Νέου Κόσμου τό φέγγος καί τῆς Ἄνδρου τό βλάστημα, Ἱερομαρτύρων τήν δόξαν, Ἰωάννην τιμήσωμεν. Σφαγείς γάρ τῷ Ναῷ ὑπέρ Χριστοῦ, ἀρτίως καταυγάζει Σάντα Κρούζ, καί συνάγει Ὀρθοδόξους, ἁπανταχόθεν ἀνακράζοντας: δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ σέ προστάτην θαυμαστόν, τοῖς ἔθνεσιν δείξαντι.
Ἕτερον. Ἦχος πλ. α΄
Τόν συνάναρχον Λόγον.
Ἀποστόλων τήν φλόγα ψυχῇ δεξάμενος, τόν Νέον Κόσμον φωτίζεις ἐν ἡμετέροις καιροῖς, ἀφανίζεις τε σατᾶν τά μηχανήματα, ὅτι σ᾿ αὐτόν ὑπέρ Χριστοῦ ἱερούργησας πιστῶς, τῆς Σάντα Κρούζ, Ἰωάννη. Τῆς νήσου Ἄνδρου ὁ γόνος, ἡμῶν δέ σκέπη καί καταφύγιον.
Η ακολουθία του Αγίου
Πηγή: Θείον Κήρυγμα