.. και είδα ξαφνικά μπροστά μου έναν Γέροντα ..
Τον Γέροντα τον γνώρισα το 1987. Σπούδαζα Θεολογία και σαν παιδί, ήμουνα λίγο ατίθασο. Η μητέρα μου μου έλεγε πολλές φορές, πήγαινε στον Γέροντα Πορφύριο, να γνωρίσεις τον Γέροντα Πορφύριο, που είναι ένας άνθρωπος άγιος. Εγώ όμως δεν πήγαινα, δεν την άκουγα και μετάνιωσα για αυτό αργότερα. Αλλά ο Θεός οδήγησε τα βήματά μου -φαίνεται ο Γεροντας άκουγε την προσευχή της μάνας μου και ποιός ξέρει ποιων άλλων ανθρώπων- και είχα πάει με τους φίλους μου για μπάνιο στον Ωρωπό. Ο Ωρωπός είναι λίγο πιο κάτω από το Μήλεσι, εκεί που ήταν το ησυχαστήριο του Γέροντα. Εγώ δεν ήξερα όμως που είναι το ησυχαστήριο, μου έλεγε η μητέρα μου στον Ωρωπό αλλά δεν ήξερα που ακριβώς ήτανε.
Ανεβαίνοντας όμως από τον δρόμο μετά το μπάνιο προς τη Μαλακάσα, συναντήσαμε μια πινακίδα λίγο πιο πάνω από το Μήλεσι που έγραφε Ιερόν Ησυχαστήριον Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Γέροντος Πορφυρίου, και είπα στους φίλους μου, α εδώ είναι το μοναστήρι που μου λέει να πάω η μητέρα μου. Τότε είχε χτιστεί ο πρώτος όροφος νομίζω και ήτανε ακόμη απερίφραχτο. Ήταν ένα πευκόδασος και ήταν απερίφραχτο το μέρος. Βγήκα από το αυτοκίνητο και προχώρησα να δω τι ακριβώς είναι γιατί δεν φαινότανε για μοναστήρι και βρέθηκα μέσα στο πευκόδασος και είδα ξαφνικά μπροστά μου έναν Γέροντα, ήταν ο Γέροντας Πορφύριος, ο οποίος ήτανε ντυμένος πολύ καλά, φορούσε μία χοντρή μάλλινη ζακέτα μαύρη, είχε ένα σκούφο στο κεφάλι του, τα άσπρα του τα γένια, και τα μάτια του κοίταζαν χαμηλά και κρατούσε ένα φύλλο στα χέρια του..
Και μου έκανε με το χέρι του ένα νόημα να πάω κοντά του. Εγώ δεν ήξερα ότι ήταν ο Γέροντας Πορφύριος δεν κατάλαβα ότι ήταν ο Γέροντας αυτός. Πήγα κοντά του και με έπιασε με το ένα χέρι από τον καρπό και με το άλλο χέρι μου έδωσε μία σφαλιάρα και μου είπε κιόλας, Βρε δεν ντρέπεσαι εσύ θεολόγος άνθρωπος να γυρνάς .. γιατί ήμουνα από το μπάνιο και ήμουνα με ένα παρεό.
Εκείνη την ώρα η σφαλιάρα αυτή που μου ‘δωσε σα να άνοιξε το μυαλό μου, σα να ήταν μία πνευματική σφαλιάρα και άνοιξε το μυαλό μου και κατάλαβα ότι αυτός ήταν ο Γέροντας Πορφύριος. Έμεινα έκπληκτη από τη συμπεριφορά του, δηλαδή απ’ την κίνηση που έκανε, να μου πιάσει τον καρπό, να μου φερθεί έτσι, και να μου πει ότι εγώ σπουδάζω Θεολογία. Δεν ήξερα δηλαδή, δεν κατάλαβα ότι ένας άνθρωπος μπορούσε να ξέρει ποια είμαι εγώ και τι κάνω. Και μετά άρχισε να μου λέει, πιάνοντας πάλι έτσι τον σφιγμό μου, Βρε παιδάκι μου εσύ τι καλή ψυχή που είσαι, τι καλή ψυχή που είσαι, θέλω να σε δώ, θέλω να ‘ρθείς να σε δω και τώρα δεν μπορώ να σου μιλήσω κρυώνω, να με πας μέσα, να με πας μέσα.
Και έτσι έγινε η πρώτη μας γνωριμία. Μετά από ‘κει πήγαινα πολύ συχνά και ο Γέροντας στάθηκε για μένα τα πάντα μπορώ να πω. Στάθηκε πατέρας βασικά, στάθηκε οδηγός μου, γιατί μπορώ να πω σήμερα ότι αν δεν ήταν ο Γέροντας στη ζωή μου εγώ θα ήμουν ή πεθαμένη ή στη φυλακή. Ένα από τα δύο θα συνέβαινε, γιατί είχα φίλους έτσι, πολύ άτακτους, πολύ μπερδεμένους όπως έλεγε ο ίδιος, και αυτοί οι φίλοι μου βρήκανε σωτηρία απ’ τον Γέροντα. Δηλαδή ήταν παιδιά που άκουγαν πολύ new age μουσική και ήτανε πολύ προχωρημένοι. Ο Γέροντας, με θαύματα που έδειξε στη ζωή μας μας έβαλε στο σωστό δρόμο, στο σωστό σκοπό. Γιαυτό είπα ότι θα ήμασταν ή στη φυλακή ή πεθαμένοι.
.. πω πω ο Γέροντας πόσο μ’ αγαπάει, πόσο μ’ αγαπάει, πόσο μ’ αγαπάει ..
Ήταν ένας άνθρωπος απλός, πολύ απλός. Ο λόγος του ήτανε καίριος, δηλαδή, επειδή είχε έντονα το διορατικό και το προορατικό χάρισμα χτυπούσε καίρια εκεί που πονούσες. Εσύ έβλεπες άλλη αιτία, που πάσχεις, και ο Γέροντας ήξερε την πραγματική αιτία του προβλήματός σου. Και ενώ εσύ του ‘λεγες το πρόβλημά σου, εκείνος σου ‘λεγε το πραγματικό, αυτό που μέσα σου έπρεπε να γιατρευτεί για να γιατρευτεί και το πρόβλημα.
Πολλά παραδείγματα που εγώ πήγαινα και του έλεγα τις ανησυχίες μου, τις αναζητήσεις μου και εκείνος πάντοτε μου έλεγε για τον μοναχισμό. Έβλεπε τον μοναχισμό και πάντοτε μου έδινε κατεύθυνση για τον μοναχισμό. Εγώ όμως αντιδρούσα, ζητούσα το γάμο, έλεγα μα δε θέλω εγώ να είμαι μοναχή, εγώ θέλω να παντρευτώ και εκείνος μου έλεγε, Όχι βρε παιδάκι μου εσύ θα γίνεις μοναχή. Και αυτό επαληθεύτηκε μετά από λίγο που όντως βρήκα τη χαρά, βρήκα τον σύντροφό μου στο πρόσωπο του Χριστού ..
.. Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος είχε γλυκύ τρόπο συμπεριφοράς. Αυτό που σήμερα πάσχουν οι περισσότεροι πνευματικοί, είναι απόμακροι. Ο Γέροντας σε αγκάλιαζε, σε φιλούσε, σου μιλούσε σα να ήσουνα η ψυχή του. Έβγαινες από το εξομολογητήριο και νόμιζες ότι αγαπούσε μόνον εσένα. Αυτό αν το έλεγες στους αδερφούς σου θα λέγανε, μόνο εμένα αγαπάει, μόνο εμένα αγαπάει, κι όμως ο Γέροντας αγαπούσε όλους και είχε αυτόν τον ιδαίτερο τρόπο απέναντι σε όλους. Εγώ όταν έφευγα από εκεί πετούσα, για να φτάσω στην Αθήνα νόμιζα ότι είχα φτερά στην πλάτη μου και όταν έφτανα έλεγα πω πω ο Γέροντας πόσο μ’ αγαπάει, πόσο μ’ αγαπάει, πόσο μ’ αγαπάει, αλλά αυτό το ένοιωθα και απ’ τις αδερφές μου εκεί μέσα και έλεγα πω πω όλους μας αγαπάει. Ήταν μία κοινωνία αγάπης πραγματικά ο Γέροντας.
.. σηκώθηκε πάνω σαν τον Μωυσή, άπλωσε τα χέρια του και μου είπε, Πω πω, ξέρεις σήμερα βρε τι καλό βρήκανε αυτοί οι άνθρωποι από τη δική σου προσευχή;
Μια φορά με φώναξε και μου είπε, θέλω να πας στο τάδε νεκροταφείο και εκεί ξέρεις έχει κάτι μνήματα ατημέλητα που δεν πηγαίνουνε και δεν τους ανάβει κανένας κανα κερί, κανένα καντήλι και είναι ξεχασμένοι αυτοί οι άνθρωποι, να γράψεις τα ονόματά τους τα θέλω.
Και εγώ πήγα στο νεκροταφέιο και όπου συναντούσα τάφο έτσι ατημέλητο έγραφα και το όνομα του κεκοιμημένου. Πήγα στα βρέφη, πήγα και στους στρατιώτες και πήγα μετά και του λέω, να Γέροντα αυτές οι σελίδες είναι, αυτά τα ονόματα είναι. Και μου λέει, Α να τώρα θα κάνουμε έναν κανόνα οι δυό μας. Τι κανόνα Γέροντα; Να, θα τα μνημονεύεις έξι μήνες και άλλους έξι εγώ. Μα Γέροντα λέω τι να τα μνημονεύω έξι μήνες; Όχι θα τα μνημονεύεις έξι μήνες, αυτοί οι άνθρωποι από σένα περιμένουνε, μου είπε. Θα κάνεις αυτήν την προσευχή για αυτούς τους ανθρώπους είναι ανάγκη, μου έλεγε.
Ε, και ‘γω καθόμουνα το βράδυ που είχαμε ορίσει μία ώρα και μνημόνευα αυτά τα ονόματα. Εκείνος όμως διείδε ότι εγώ δεν τα μνημόνευα με πόνο, τα μνημόνευα έτσι, ξερά, μόνο και μόνο για την εντολή του Γέροντα. Και μου λέει, Όχι έτσι βρε παιδάκι μου, όχι έτσι όπως τα μνημονεύεις, σου λέω αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι καλά, αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε κατάσταση πόνου. Εσύ όταν πονάς πώς φωνάζεις τον Θεό; Δεν βγαίνει η φωνή σου στον Θεό όταν πονάς;
Ε, καταλάβαινα τι ήθελε να μου πει και άρχισα και εγώ να τους μνημονεύω, και έβαζα στο νού μου ότι αυτοί οι άνθρωποι ας πούμε βρίσκονται σε κατάσταση κολάσεως και πόνου και έλεγα, Θεέ μου πως είναι δυνατόν, και άρχισα να κλαίω στην προσευχή μου. Και όταν πέρασαν έξι μήνες, σηκώθηκε πάνω σαν τον Μωυσή, άπλωσε τα χέρια του και μου είπε, Πω πω, ξέρεις σήμερα βρε τι καλό βρήκανε αυτοί οι άνθρωποι από τη δική σου προσευχή; Και εγώ άρχισα να κλαίω και να του λέω, Γέροντα δεν βρήκανε καλό απ’ τη δική μου προσευχή αλλα απ’ τη δική σας, γιατί μάλλον η δική σας προσευχή είναι αυτή που τους αναπαύει και όχι η δική μου, η δική μου είναι φτωχή προσευχή, ποιος να ακούσει τώρα τη δική μου φτωχή και ανήμπορη φωνή ..
Άποψη του Ιερού Ησυχαστηρίου του Αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου στον Γέρακα Ξάνθης
.. θα πας να ζήσεις στα ριζά ενός βουνού, εκεί θα ανακαλύψεις τον Θεό και εκεί θα Τον ευαρεστήσεις ..
.. Εγώ αγαπούσα πολύ το Γαλαξείδι και ήθελα να πάω κάπου εκεί σε ένα μοναστήρι αλλά αυτό το μοναστήρι ήταν ψηλά και όποτε πήγαινα δεν κοίταζα προς τα κάτω, κοίταζα πάντοτε προς τα πάνω, προς τη μεριά του βουνού και δεν πήγαινα και στο τείχος της μονής γιατί το ύψος μου έφερνε λίγη δυσφορία και ο Γέροντας το έβλεπε αυτό και μου έλεγε, Όχι εκεί βλογημένη, όχι εκεί βρε παιδί μου δε με καταλαβαίνεις, εκεί, εκεί εσύ ζαλίζεσαι. Σε ανύποπτο χρόνο είχε πει, θα πας να ζήσεις στα ριζά ενός βουνού, εκεί θα ανακαλύψεις τον Θεό και εκεί θα Τον ευαρεστήσεις.
Όταν ήρθαμε εδώ πέρα, ήρθαμε μπορώ να πω εντελώς τυχαία. Βέβαια τίποτα δεν είναι τυχαίο, είναι καθ’ υπόδειξη πάντοτε του Θεού τα πάντα, αλλά δεν πίστευα ότι θα επαληθευόταν ο λόγος του. Όταν ήρθαμε εδώ πέρα στον πρώτο χρόνο ήταν εδώ ένα χωριό μουσουλμανικό, ο Γέρακας, και δίπλα ήταν το Μέγα Εύμοιρο και ‘κείνο επίσης μουσουλμανικό χωριό. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα οι δεκαπέντε οικογένειες του Γέρακα έφυγαν, μείναν μόνο δύο οικογένειες. Αυτό θεώρησα ότι ήταν ένα θαύμα του Αγίου Πορφυρίου του Γάζης, γιατί ο Άγιος Πορφύριος όταν πήγε στη Γάζα της Παλαιστίνης βρήκε 188 χριστιανούς, όλοι οι άλλοι ήταν ειδωλολάτρες και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα που αρχιεράτευσε στη Γάζα άφησε 188 ειδωλολάτρες, όλους τους είχε κάνει χριστιανούς. Θεώρησα λοιπόν ότι το ίδιο έκανε και εδώ ο Άγιος Πορφύριος ο Γάζης. Έδιωξε τους ειδωλολάτρες και άφησε εδώ μόνο δύο και αυτά τα σπίτια όλα αγοράστηκαν από χριστιανούς και ένα χωριό ολόκληρο μετάλλαξε σε χριστιανικό χωριό, από μουσουλμανικό χωριό έγινε χριστιανικό χωριό. Αυτό ήταν ένα καθαρό θαύμα του Αγίου Πορφυρίου του Γάζης.
Πριν αγιοκαταταχθεί ο Γέροντας Πορφύριος, το μοναστήρι τιμούσε επισήμως τον Άγιο Πορφύριο Γάζης (εορτάζει στις 26 Φεβρουαρίου). Τον Άγιο που γιόρταζε ο Γέροντας Πορφύριος.
Μέσα σε αυτόν τον πρώτο χρόνο είχε γίνει και ένα άλλο συγκλονιστικό θαύμα, προσωπικό. Είχε κοιμηθεί ένας μουσουλμάνος σε κάποιο χωριό εδώ απέναντι, και κάποια εδώ στο δικό μας το χωριό στο Γέρακα με παρακάλεσε να την πάω. Οι μουσουλμάνοι κάνουν την κηδεία μετά το μεσημέρι πάντοτε και επειδή δεν είχαν αυτοκίνητα την εποχή εκείνη, εμείς είχαμε αυτοκίνητο, ε μου είπε θα με πάς; πέθανε ο Ζιά, γίνεται να με πας στην κηδεία;
Έτσι πήγα το πρωί, και πήγα να την αφήσω και να φύγω, ενώ εκείνη μου είπε δεν είναι σωστό να φύγεις αλλά να μπεις μέσα να δεις, να χαιρετήσεις τον κεκοιμημένο. Θεώρησα λογική την πρότασή της, μπήκα μέσα, είδα κάτω στο πάτωμα μέσα στο χαγιάτι του σπιτιού είχανε στρώσει μια κουρελού και είχανε από ‘κει τον κεκοιμημένο, και είχανε σκεπάσει το πρόσωπό του. Έμπαιναν ένας ένας μέσα, τον χαιρετούσαν και έφευγαν. Και ήρθε και η σειρά μου κάποια στιγμή, τελευταία, να μπω και εγώ. Όταν άνοιξα το πρόσωπό του, το πρόσωπό του ήτανε θλιμμένο, είχε ένα χρώμα μελιτζανί έτσι, πολύ θλιμμένο. Όταν τον είδα βέβαια θυμήθηκα ότι πριν από μήνες είχα ξανανέβει σ’αυτό το χωριό με την ίδια γυναίκα τη μουσουλμάνα, και αυτός ο παππούς μου είχε δώσει ένα ποτήρι γάλα να πιω.
Όταν θυμήθηκα ποιος είναι ο Ζιάν τελικά έκανα τον εξής λογισμό, είπα, τι κρίμα, που να βρίσκεται αυτή η ψυχούλα τώρα, τι μπορείς να κάνεις για αυτήν την ψυχούλα που σου είχε δώσει και ένα ποτήρι γάλα να πιεις. Και είπα, δεν ψάλλω ένα τρισάγιο όπως το ψάλλουμε στην Εκκλησία, με τις ευχές, Μετα πνευμάτων δικαίων .. ε κάτι μπορεί να ωφελήσει αυτήν την ψυχή που οδεύει προς τον ουρανό. Και άρχισα σιγά έτσι ψιθυριστά να ψάλλω το τρισάγιο. Είχα σκεπάσει το πρόσωπό του και πήγα να σηκωθώ να φύγω αλλά κάτι μ’ έσπρωξε να ανοίξω το μαντήλι πάλι και να τον δω. Τότε, είδα ότι είχε αλλάξει η έκφραση του προσώπου του, φαινόταν ένα μειδίαμα ευχαριστίας, .. είχε πιάσει να χαμογελάει δηλαδή, και είχε φύγει η ωχρότητα, εκείνο το πένθιμο χρώμα που είχε το πρόσωπό του.
Τότε πραγματικά συγκλονίστηκα και με πιάσαν τα κλάματα. Έφυγα και γύρισα πίσω εδώ στο μοναστήρι και ήτανε εκείνο καθαρά μία επέμβαση του Θεού, γιατί ο Γέροντας μου είχε πει θα ανακαλύψεις τον Θεό εκεί που θα πας. Ήτανε καθαρά μία αποκάλυψη αυτό το γεγονός, το ότι η πίστη η δική μας είναι η μοναδική, αληθινή πίστη απ’ όλες τις πίστεις του κόσμου. Έτσι σταθεροποιήθηκα στην πίστη, έγινε μέσα μου μία μετάλλαξη, έγινε μία έκρηξη ηφαιστείου και πλέον τίποτε πια δεν μπορούσε να κλονίσει την πίστη μου. Ήταν ένα θαύμα του Γέροντος αυτό το οποίο από τότε μέχρι σήμερα συνεχίζεται και έχω μέσα μου ακράδαντη πίστη στη θεότητα του προσώπου του Ιησού Χριστού.
Ροδόπη: Το Άγιον Όρος της Θράκης την εποχή του Βυζαντίου.
Γερόντισσα, είπατε ότι σας υπέδειξε κατά κάποιο τρόπο ο Γέροντας, ο Άγιος Πορφύριος, τον τόπο που θα ‘ρθείτε. Για ποιον λόγο επέλεξε την Ξάνθη, τη Θράκη ίσως.
Να σας πω, ούτε κι αυτό το γνωρίζω γιατί ο Γέροντας αγαπούσε πολύ τη Θράκη, μου το είπε αυτό η κυρία Αθηνά η Σιδέρη η οποία ήτανε δώδεκα χρόνια κοντά στον Γέροντα Πορφύριο, και όταν μιλήσαμε μου είπε, ξες πόσο ο Γέροντας μιλούσε για τη Θράκη, έλεγε, Βρε παιδιά αυτά τα παιδιά εκεί στη Ροδόπη ξέρετε πόσο τ’ αγαπώ, να βοηθήσουμε τα παιδιά στη Ροδόπη.
Ξέρετε εδώ ο τόπος ήτανε τόπος καθαρά μοναστηριακός. Όλη η Δυτική Ροδόπη ήταν το Άγιον Όρος της Θράκης την εποχή του Βυζαντίου. Υπήρχαν εδώ, πάνω από 280 μοναστήρια την εποχή εκείνη τη Βυζαντινή. Από εδώ πέρασε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μεγάλη νηπτική ασκητική μορφή της Εκκλησίας μας, ο Άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης. Θεωρώ ότι ο Γέροντας, εκείνος ξέρει για ποιους λόγους, διείδε ίσως ότι εδώ η Θράκη κινδυνεύει, η Θράκη είναι υπό αμφισβήτηση και θέλησε να αναπτυχθεί ο μοναχισμός στη Θράκη.
Αυτό το ζούμε και εμείς τώρα 20 χρόνια γιατί βλέπουμε ότι όπου υπάρχει αναπτυγμένος μοναχισμός, όπου υπάρχουν μοναστήρια επανδρωμένα με λειτουργική ζωή, τότε οι πόλεις που είναι δίπλα από τα μοναστήρια αμέσως αναβαθμίζονται πνευματικά. .. Είναι πνευματικός άξονας ο μοναχισμός για όλον τον κόσμο.
.. τα τραπέζια της αγάπης ..
Ξέρετε στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία είχαν τα τραπέζια της αγάπης, και τρώγανε όλοι στα τραπέζια της αγαπης. Και τι κάνανε; Κάνανε ένα κοινόβιο. Ο Χριστός ήτανε ας πούμε ο Γέροντας του κοινοβίου και οι μαθητές, οι απόστολοι και όλοι οι προσήλυτοι ήτανε υποτακτικοί του Χριστού και αυτό ήθελε να κάνει τελικά ο Χριστός στον κόσμο, ήθελε να ιδρύσει ένα μεγάλο μοναστήρι όπου ο ίδιος θα ήταν Ηγούμενος, Γέροντας του μοναστηριού. Αυτό το οποίο απώλεσε η Εκκλησία τον τρίτο αιώνα γιατί αυτό μπόρεσε να το κρατήσει η Εκκλησία δύο-τρεις αιώνες, το κοινοβιακό σύστημα εννοώ. Μετά από εκεί το απώλεσε, το’ χασε η Εκκλησία, γιατί υπερπληθύνθηκε, βγήκε από τις κατακόμβες, ανέβηκε επάνω στην επιφάνεια, ελευθέρα Εκκλησία, και άρχισε ο καθένας να αποκτά την περιουσία του, από εκεί που όλοι δίναν τις περιουσίες τους στα μοναστήρια και δεν είχανε μέριμνα για τα βιωτικά. Τους έθρεφαν τα τραπέζια της αγάπης, είχανε την εργασία ως πάρεργο, δεν την βλέπανε ως κύριο σκοπό της ζωής τους, η εργασία ήταν πάρεργο, ήτανε μια εργασία πους τους απέφερε ένα μικρό εισόδημα ίσα ίσα για να ντυθούνε και να κοιμηθούνε, να έχουν σκεπάσματα να κοιμηθούνε όπως λέει ο Απόστολος Παύλος.
Μετά όμως η εργασία κατήντησε κύριος σκοπός .. κοσμικοποιήθηκε τελικά η Εκκλησία. Σήμερα πού τηρείται το κοινοβιακό σύστημα; Τηρείται μέσα στα μοναστήρια. Άρα τα μοναστήρια είναι η αυτούσια εντολή του Χριστού για πλήρη αγάπη μεταξύ των προσώπων. Βλέπετε δεν αγαπάμε σήμερα ο ένας τον άλλον μέσα στον κόσμο, μισούμε τον διπλανό μας και δεν του δίδουμε αγάπη γιατί χάσαμε το κοινόβιο. Αν είχαμε κοινόβιο, αν είχαμε τα πάντα κοινά δεν θα είχαμε να μοιραστούμε τίποτα οπότε θα υπήρχε αγάπη μεταξύ μας.
.. ‘Δεν θέλω ‘χονδρούς’ ανθρώπους γύρω μου’ ..
.. Όταν ο Ισραήλ γινόταν αποστάτης από τον Θεό, τότε και ο Θεός είχε ένα παιδευτικό σύστημα για να φέρει ξανά τον Ισραήλ στη μετάνοια, στην ταπείνωση. Και επέτρεπε ο Θεός ειδωλολατρικούς λαούς γύρω από τον Ισραήλ να κάνουνε κατάληψη του λαού του Ισραήλ και μετά ήτανε σε αιχμαλωσία ο Ισραήλ. Μετά ξανά έστελνε προφήτες για να μετανοήσει ο Ισραήλ. Το ίδιο γίνεται και σήμερα στην Ελλάδα. Δεν ξέρω κατά πόσο όμως ο Έλληνας μπορεί να καταλάβει τη φιλανθρωπία του Θεού για να γυρίσει ξανά στον Θεό.
Βλέπεις σήμερα πάσχουμε από υπέρμετρο εγωίσμό. Δεν έχουμε ταπείνωση, δεν έχουμε σιωπή, δεν έχουμε αρετές, δεν κυνηγάμε τις αρετές, κυνηγάμε συνεχώς το κοσμικό .. Έχει ο καθένας τον εγωϊσμό του. Δεν μπορεί να καταλάβει τον Λόγο ενός μοναχού, ενός ασκητή. Για να τον καταλάβεις, πρέπει να ενσκύψεις μέσα σου, να κάνεις αυτογνωσία, να καταλάβεις ότι πάσχεις, να καταλάβεις ότι είσαι αδύναμος και να ζητήσεις να σου δώσει ο Θεός τη δύναμη δια μέσω των Πρεσβειών της Παναγίας μας, των Αγίων μας .. Από μικρά παιδιά μας κάνουνε να νοιώθουμε ισχυροί, να νοιώθουμε γεμάτοι με την ηδονή, με την ελευθερία, έχουμε κακήν έννοια της ελευθερίας ‘αφήστε τα παιδιά να ζήσουν ελεύθερα, μην τα καταπιέζετε‘ ..
Ξέρετε η άσκηση αυτόν τον λόγο έχει, της στέρησης. Τι είναι η στέρηση; Είναι η στέρηση για τον Θεό. Εάν δεν στερηθείς για τον Θεό, τότε τα πάντα επιτρέπονται. Όταν επιτρέπονται τα πάντα και δεν έχεις μάθει να στερείσαι για τον Θεό θα ‘ρθεί η στιγμή που θα οδυνάσαι, διότι κάθε ηδονή που θα θελήσεις να γευθείς θα φέρει και οδύνη, θα φέρει πόνο. Ενώ, η πνευματική ηδονή της στερήσεως, στερούμαι για τον Θεό και το κάνω ακριβώς γιατί αγαπώ τον Χριστό .. με φέρνει σε ευφορία ψυχική. Δε λένε οι πατέρες, ‘λεπταίνει ο νούς‘; Τι είναι η λεπτότητα του νου; Είναι το ότι ο νούς αρχίζει να λεπταίνει, να αισθάνεται την παρουσία του Θεού.
.. Όπως έλεγε ο Άγιος Πορφύριος, Δεν θέλω ‘χονδρούς’ ανθρώπους γύρω μου, δεν εννοούσε χονδρούς σαρκικά, εννοούσε χονδροκομμένους στη σκέψη. Τι θα πει στη σκέψη χονδροκομμένους; Ανθρώπους που κοιτάζουνε τι θα φάμε, τι θα πιούμε και δεν θα καταλάβουμε ότι αύριο αποθνήσκωμεν κιόλας και θα δώσουμε και λόγο. Αυτούς τους χονδροκομμένους ανθρώπους δεν τους ήθελε, ήθελε ευγενείς ανθρώπους, ήθελε ποιητές ανθρώπους δίπλα του, ήθελε λεπτούς, τρυφερούς, ευγενικούς ανθρώπους δίπλα του. Γι’ αυτό και σήμερα, η εποχή μας βλέπεις, έχουμε εξωτερική καλή ευγένεια, είμαστε δηλαδή Φαρισαίοι, είμαστε υποκριτές, προσπαθούμε να τηρήσουμε τον εξωτερικό τύπο, μέσα όμως η καρδιά πάσχει ..
.. «οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθουσι» ..
.. Η κατάσταση της μετανοίας είναι καθημερινή κατάσταση. Εμείς στο μοναστήρι, μετέχοντας στη λειτουργική ζωή και διαβάζοντας τους Πατέρες .. καθημερινώς ζούμε την κατάσταση της συγχωρήσεως. Δεν επιτρέπεται να βρεθούμε στο κρεβάτι μας το βράδυ χωρίς να ανταλλάξουμε ένα ευλόγησον με τις αδερφές .. να είμαστε συγχωρητικοί ο ένας απέναντι στον άλλον και αυτό αν το έκανε και ο κόσμος, αν μιμούνταν τους μοναχούς .. σήμερα θα ήταν σε πολύ καλύτερη κατάστση, σε πολύ καλύτερη μοίρα. Δεν το κάνει ο κόσμος, βρίσκεται σε εγωϊσμό.
Φταίει και η Εκκλησία η ίδια διότι άλλαξε ίσως ο ρόλος της, θέλει να αλλάξει ο ρόλος της, βλέπετε πάσχουμε από οικουμενισμό, πάσχουμε από έναν θρησκευτικό συγκρητισμό, δεν έχουμε δηλαδή ατόφια την πίστη μας. Που τηρείται η πίστη ατόφια; Στα μοναστήρια. Ακούγεται Λόγος Πατερικός. Εμείς σήμερα θέλουμε να κάνουμε μετα-Πατερική θεολογία, να ξεπεράσουμε τους Πατέρες και να πούμε, ε οι Πατέρες ήταν αυστηροί, ήταν για την εποχή τους, εμείς τώρα έχουμε και λόγο πέρα από τους Πατέρες και γι’ αυτό θέλουμε έναν μοντέρνο λόγο γιατί ο κόσμος προχωρά. Ο Χριστός όμως είναι ο Ίδιος και ο Αυτός σε όλα, δεν αλλάζει. Λέει, «οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθουσι». Ο κόσμος θα παρέλθει, θα φύγει ο κόσμος, θα διασαλευτούν οι δυνάμεις του κόσμου, αλλά οι Λόγοι μου δεν πρόκειται ποτέ μα ποτέ να ξεπεραστούν. Γι’ αυτό και πρέπει να γυρίσουμε στην Παράδοση, να γυρίσουμε πίσω, να αποκτήσουμε μέσα μας εμπειρία Θεού, να ‘ρθει το Θείο να πιάσει επάνω μας, να γίνει ο άνθρωπος κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι ο στόχος. Αν ο άνθρωπος ανοίξει τα ματάκια του προς τον Θεό, τότε ο Θεός αμέσως και με μεγάλη άνεση και γρηγοράδα θα του δώσει τη Χάρη Του.
.. η αγαπητική κοινωνία, ειδικά στις δύσκολες μέρες μας ..
.. Έλεγε ο Γέροντας πολύ ωραία, Μην τον βλέπεις μέσα στην αμαρτία του, δες τα προτερήματά του, αυτά να βλέπεις και να τον συγχωρείς. Γιατί, όταν πήγαινα και του ‘λεγα, εκείνη μου είπε έτσι και εκείνη μου έκανε έτσι .. μου έλεγε, Μην την βλέπεις έτσι, είναι καλή, δες τα προτερήματά της, δες τις αρετές της και θα την συγχωρέσεις. Μου ‘λεγε μάλιστα, Βρε αυτή, έχει ένα σύννεφο πάνω απ’ το κεφάλι της, δεν το βλέπεις; Και έλεγα, τι σύννεφο Γέροντα; Βρε καλοσύνης, έχει ένα σύννεφο καλοσύνης, δες το. Αλλά ο Γέροντας που τα έβλεπε αυτά, έτσι τα μετέδιδε και έτσι μπορείς να βλέπεις και τον άλλον άνθρωπο, δεν μπορείς να τον βλέπεις τον άνθρωπο με απόσταση, πρέπει να τον βλέπεις ως αδερφό σου. Υμείς φίλοι μου έστε, λέει ο Χριστός. Αφού ο Χριστός μας θεωρεί φίλους του, εμείς ο ένας με τον άλλον θα είμαστε εχθροί; Δε θα είμαστε φίλοι ο ένας με τον άλλον; Θα είμαστε φίλοι, βέβαια θα είμαστε φίλοι, γι’ αυτό και έδωσε και εντολή, Αγαπάτε τους εχθρούς υμών. Όποιος τηρήσει και κάνει υπέρβαση του εαυτού του και αγαπήσει τον εχθρό του, αυτός είναι κατά Χριστόν άνθρωπος.
.. Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με ..
Έλεγε ο Γέροντας, Ο νούς να ασχολείται συνεχώς μετά του Θεού, μετά της προσευχής. Γι’ αυτό λέμε το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με. .. Αν βάλεις κάποιον να το πει, που δεν έχει ας πούμε ενταχθεί μέσα στην προσευχή, θα το πει ξερά στην αρχή, μετά σιγά σιγά όταν θα ‘ρθει η χάρη θα θερμαίνεται η ψυχή σαν ένα καζάνι που βράζει, και θα αρχίσει συνεχώς η ψυχή να αναζητά το Θεό και θα λέει Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με .. Θα το θεωρεί ανάγκη να το πει.
Αν πήγαινες [στον Γέροντα] και του ‘λεγες ένα πρόβλημα έλεγε, Κύριε Ιησού Χριστέ, και έκλαιγε, και μνημόνευε αυτό το όνομα. Ή έλεγε, Μέσα στο ελέησόν με είμαστε όλοι μας. Πόσο βάση έχει αυτό, πόσο κοινοβιακό σύστημα είναι αυτό. Το ελέησόν με είναι κοινοβιακό σύστημα. Μέσα στο ελέησόν με δεν προσεύχομαι για τον ευατόν μου μόνο, προσεύχομαι για όλον τον κόσμο. Είναι εγωϊστικό να προσεύχομαι μόνο για τον εαυτόν μου.
Να κάνεις προσευχή βρε, σου έλεγε. Να πεις εκατό ευχές για αυτό το πρόσωπο για αυτό το όνομα, και εκείνος έλεγε μία και του έλεγα έτσι καμιά φορά, Γέροντα εσείς λέτε μία και πιάνει, εγώ λέω εκατό και δεν πιάνει, γιατί δεν πιάνει; Δεν τα λες με πόνο, μου έλεγε. Δεν καταλαβαίνεις αυτή η γυναίκα είναι άρρωστη; Και άρχιζε να κάνει ανάλυση της ψυχολογίας της γυναίκας, εκείνης που ήταν άρρωστη.
Και τώρα τα πνευματικά παιδιά του Γέροντας Πορφυρίου το έχουμε κρατήσει αυτό .. Με παίρνουνε τηλέφωνο και μου λένε, κάνε προσευχή για εκείνο το παιδί, και βλέπω ότι αυτά τα παιδιά του Γέροντος Πορφυρίου έχουν αισθανθεί τον πόνο του ανθρώπου, και αμέσως γίνεται έμπονη προσευχή για το πρόσωπο αυτό και δείχνει ο Θεός έλεος ..
Έτσι μάθαμε και έτσι θέλουμε και οι άνθρωποι που έρχονται, και στο μοναστήρι αλλά και γενικά σε επαφή, να μάθουνε πως ενεργούσε ο Γέροντας και έτσι ακριβώς να πιάσουν αυτόν τον τρόπο σκέψης, τον τρόπο λειτουργίας του νου, να αγιαστεί ο νους. Αν αγιαστεί ο νους, αγιάζεται ταυτοχρόνως και η καρδία, η ψυχή του ανθρώπου αγιάζεται. Αν μολυνθεί ο νους, μολύνονται και τα άλλα όργανα.
.. Μερικές φορές ο Γέροντας σιωπούσε και του έλεγα, Γέροντα η σιωπή είναι προσευχή; Η σιωπή είναι υπέρτατη προσευχή, μου έλεγε. Γιατί κουράζεται ο νους από τις λέξεις και όταν βρει τον Θεό δια της σιωπής γίνεται ένα πανηγύρι μέσα του. Έρχεται ο Θεός και δίδει χάρη και έρχεται η χαρά ανεκλάλητη στην καρδιά του ανθρώπου και λες, Θεέ μου, κόψε τα ρεύματα της Χάριτός Σου γιατί τώρα θα σπάσει η καρδιά από τη χαρά.
.. Δεν έχω τίποτα και χαίρομαι για όλα ..
Λέει πολύ ωραία ο Απόστολος Παύλος ότι δεν έχω τίποτα και χαίρομαι για όλα .. ως μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων.. Έτσι είναι και ο μοναχός, δεν έχει τίποτα, ζει στα βουνά, ζει στα δάση, ζει δεν ξέρω και ‘γω που μπορεί να ζήσει .. Ζω στα άστρα, έλεγε ο Γέροντας και χαιρόταν η ψυχή του και είχε μέσα του τη χαρά του Χριστού. Και έλεγες, αυτός ο άνθρωπος, πού τη βρίσκει αυτή τη χαρά που όλη μέρα πονάει με τόσες ασθένειες;
.. θα βρεθούμε στην προσευχή ..
Ο Γέροντας είχε ορίσει μια ώρα κοινής προσευχής. Δηλαδή το βράδυ, σε άλλους έλεγε δέκα με έντεκα, έντεκα με δώδεκα, και έλεγε, θα βρεθούμε στην προσευχή. Εκείνη την ώρα έπρεπε να κάνεις την ευχή, να πεις Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με, να μνημονεύσεις τα ονόματα που σου είπε να μνημονεύσεις, αλλά ήθελε όμως, αν την άλλη μέρα ο νους βολόδερνε περί πολλών, ήθελε εκείνη την ώρα την συγκεκριμένη που σου έλεγε, να τηρήσεις το νου σου αμόλυντο όσο μπορείς. Δηλαδή, έφευγε ο αλήτης νους, αμέσως να τον ξαναγυρίσεις πίσω. Καταλάβαινες ότι εκείνη την ώρα είχες βοηθό στην προσευχή σου τον Γέροντα, γιατί η ώρα εκείνη της προσευχής ήταν με τον Γέροντα. Το καταλάβαινες, ήταν σα να ήταν αισθητά παρών ο Γέροντας. Έβλεπε και πολλές φορές σου έλεγε, Χθες δεν είχες προσευχή ενώ αν πήγαινε καλά η προσευχή σου έλεγε, Χθες πετούσες. .. Το να είμαστε συνεχώς σε προσευχητική στάση είναι η στάση του Ορθοδόξου Χριστιανού. Σας είχα πει πριν ότι η εργασία για τους πρώτους Χριστιανούς ήταν πάρεργο, δεν ήταν η κύρια δουλειά τους ..
.. εργοστάσιο καλών λογισμών ..
Κάποτε ο Γέροντας πήγε σε μία ομιλία, να δει έναν Ηγούμενο που ήταν πνευματικό του παιδί να ομιλεί σε ένα εκκλησίασμα φοιτητών. Κάθισε σε μια γωνιά εκεί στην άκρη, μίλησε αυτός ο Ηγούμενος, τα είπε καλά, τον φώτισε ο Θεός, και πήγε ο Γέροντας μετά σιγά σιγά να φύγει, και τα παιδιά τον είδανε, και του λένε, Γέροντα να μας πείτε και ‘σεις δυο λόγια. Εκείνος δε μιλούσε σε ακροατήρια. Έλεγε, Ε τώρα τι να σας πω βρε παιδιά, αφήστε με τώρα τι να σας πω βρε παιδιά. Εκείνοι όμως επιμένανε .. Αχ αυτά τα παιδιά πόσο τ’ αγαπώ δεν μπορώ να τα λυπήσω, να πάω να πω και ‘γω δυό λόγια. Και ανέβηκε στο έδρανο και τους είπε με απλά λόγια:
Έχουμε ένα δωμάτιο που είναι γεμάτο καλούς ανθρώπους, κι απ’ έξω είναι οι κακοί. Αν οι κακοί θέλουν να μπουνε μέσα, δεν έχει χώρο να μπούνε γιατί [μέσα] είναι οι καλοί.
Έτσι ακριβώς είναι η ψυχή του ανθρώπου, ο νούς του ανθρώπου .. Αν κατεργάζεται συνεχώς το καλό, είναι γεμάτος από καλό, δεν έχει χώρο το κακό να μπει μέσα ..
Έλεγε ο Πατήρ Παΐσιος, Κάντε ένα εργοστάσιο καλών λογισμών. Έρχεται ο κακός λογισμός, δεν είσαι δικός μου δε σε δέχομαι, δεν μπορώ να σε βάλω μέσα, που να σε βάλω μέσα. Και αμέσως αποκτά ο νους του ανθρώπου αγιασμό, διότι συνεχώς αγιάζεται ο αδερφός, αγιάζομαι και εγώ από τον αδερφό, έχω μέσα μου μόνο καλούς, δέχομαι μόνο καλούς .. και έτσι θα προσπαθήσουμε να αγιαστούμε στο νου μας για να αγιαστεί όλο το σώμα μας.
Αυτή ήταν και η γραμμή του Γέροντα. Τα παιδιά σηκωθήκανε και χειροκροτούσαν τον Γέροντα. Μίλησε και ο Ηγούμενος, τα είπε θεολογικά πολύ ωραία, μίλησε και ο Γέροντας τα είπε απλά, με τον τρόπο του. Αυτός ήταν ο Λόγος του Γέροντα .. [σε μία φράση] τα είχε όλα μέσα.
.. νοερά προσευχή ..
.. Να βάζεις έναν ταπεινό λογισμό και να λες, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με .. να λες την ευχούλα που είναι μονολόγιστη, δηλαδή είναι μία μικρή σύντομη προσευχή, περιεκτικότατη, θεολογικότατη, και αγιάζεται ο νους του ανθρώπου. Αν δείξει βία ο άνθρωπος στην αρχή, αμέσως ο Θεός δίνει θερμό ζήλο, αυξάνει, για να βρει ο άνθρωπος αμέσως ανταπόκριση και να αρχίσει σιγά σιγά .. να κατεργάζεται συνεχώς την ευχή. Αν κατεργαστεί την ευχή έξι μήνες ο άνθρωπος, κάνει μία σπουδή έξι μήνες στην αρχή, μετά από έξι μήνες θα του ‘ρχεται μόνη της η ευχή. Δηλαδή, θα περπατάει, θα κάνει δουλειές, και ενώ δεν θα έχει δώσει ο ίδιος εντολή στο νου του να πει την ευχή, θα έρχεται μόνη της η ευχή, θα γεννάται από μέσα μόνη της. Θα λες, Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με και θα λες, μα τώρα μόνη της αρχίζει να λέγεται η ευχή; Κι αν δείξει και ακόμα περισσότερο ζήλο, θέρμη, σιγά σιγά η ευχή θα κατεβαίνει στην καρδιά. Δηλαδή, ενώ λέγεται στην αρχή με το νου, μετά αρχίζει και κατεβαίνει στην καρδιά και λέγεται η ευχή μέσα στην καρδιά, ενώ κοιμάσαι λες ευχή, ενώ σηκώνεσαι, ενώ περπατάς, ενώ δουλεύεις, ενώ μιλάς, ενώ γράφεις, λες ευχή. Νοερά προσευχή. Αυτή είναι εργασία νηπτική. Είναι από το ρήμα νήφω που θα πει, προσέχω το νου μου. Νήφω, είμαι στην πόρτα του νου και βλέπω να λέγεται μέσα μόνο η προσευχή και τίποτε άλλο.
Θα μου πεις, δεν έχει προβλήματα ο κόσμος; Δεν μπορεί να ασχοληθεί με τα προβλήματά του; Πως θα τα λύσει;
Όχι. Αν πει την ευχή τα προβλήματα θα λυθούν μόνα τους. Βλέπετε, ο Γέροντας Πορφύριος ζούσε μέσα στην περιοχή του θαύματος, ήταν ο ίδιος ένα θαύμα. Και πως η προσευχή του, ένός γέρου ανθρώπου, άρρωστου, από εκεί που ήτανε κλεισμένος, έκανε θαύματα! Εδώ υπάρχουνε μαρτυρίες που έχει βγει από το σώμα του ο Γέροντας, ενώ ήτανε στο Μήλεσι άρρωστος, και έχει σώσει ανθρώπους, τον έχουν δει μπροστά τους άνθρωποι. Μια κοπέλα πήγε να πέσει να αυτοκτονήσει απ’ τις γραμμές του τραίνου και ο Γέροντας βρέθηκε μπροστά της και της είπε, Παιδί μου μην το κάνεις αυτό, και την έσωσε. Πως έγινε; Η προσευχή.
Το ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ενωμένος μετά του Θεού, πήρε τις ενέργειες του Θεού. Ο Θεός έχει τέτοιες ενέργειες, να είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Μάλιστα έλεγε ο Γέροντας, έτσι πολύ με στόχο, Δεν ξέρω πώς, αλλά ένας που επικαλλείται τον Άγιο Σπυρίδωνα εδώ, τον Άγιο Σπυρίδωνα στην Αμερική και στην Αυστραλία, είναι ταυτοχρόνως ο Άγιος Σπυρίδωνας και εδώ και στην Αμερική και στην Αυστραλία και εισακούει την προσευχή ..
Ο Γέροντας, που ήταν ένας επίγειος Θεός. Τι μπορούσε να είναι; Ένας επίγειος Θεός, έφερε μέσα του τη Θεότητα. Ήταν ολόλαμπρος, έβλεπες το πρόσωπό του να λάμπει, να ευωδιάζει, που είχε απλησιά ο Γέροντας, δεν πλενότανε. Κι όμως, βλέπεις πώς ενεργούσε η Χάρις του Θεού σε αυτό το φτωχικό, γερασμένο, άρρωστο σώμα! Και αυτό ήτανε και από εμάς οδηγός. Δηλαδή έβλεπες τη χάρη αυτού του Γέροντα και έλεγες, μα πως αυτός ο άνθρωπος απέκτησε αυτήν την αγιότητα! Τι έδωσε στο Θεό, να δώσω και ‘γω ..
Βέβαια, δεν πιστεύω ότι βγαίνουνε Πορφύριοι κάθε μέρα, μπορεί να βγει ένας Πορφύριος κάθε εκατό χρόνια, κάθε διακόσια χρόνια, ο Θεός ξέρει πότε τους στέλνει αυτούς τους προφήτες στη γη. Αλλά, ας μετέχουμε και ‘μεις λίγο της Χάριτος αυτής. Είναι και το ζητούμενο στην εποχή μας η αγιότητα. Να αγιαστούν οι γονείς, θα αγιαστούν και τα παιδιά. Να αγιαστείς εσύ που είσαι επιπλοποιός, θα αγιάσεις και τα έπιπλα που κάνεις. Στο Άγιον Όρος δεν αγιάζεται το φαΐ; Λένε την ευχή, μαγειρεύουν αλάδωτα και είναι τα αλάδωτά τους πεντανόστιμα. Γιατί είναι πεντανόστιμα; Γιατί αγιάζονται δια της προσευχής. Δεν βάζουν μέσα ούτε knorr, ούτε διάφορα μυρωδικά, και βλέπεις ο άλλος πάει στο Άγιον Όρος και λέει, το φαγητό που έφαγα σε ‘κείνο το μοναστήρι δεν το έχω ξαναφάει στη ζωή μου. [επιβεβαιώνει και ένα από τα παιδιά που πήρε τη συνέντευξη: Αυτό είναι αλήθεια. Δεν έτρωγα ρεβύθια, έφαγα νερόβραστα και ήτανε λες και έτρωγα το ΤΟ καλύτερο φαγητό που είχα φάει στη ζωή μου ]
Έτσι, αγιασμένα, η κάθε ενέργειά μας αγιάζει τα πάντα...
Πηγή: Αβέρωφ