Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καὶ εὐαγγελιστής, ὁ «ἠγαπημένος» μαθητὴς τοῦΚυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἑορτάζει, ἀγαπητοί μου, τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο· στὶς 8 Μαΐου, στὶς 30 Ἰουνίου μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους, καὶ σήμερα 26 Σεπτεμβρίου. Σήμερα ἡ ἁγία ὀρ θόδοξος Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὸ θάνατό του.
–Τὸ θάνατο ἑορτάζουμε;…
Ναί· ἀλλὰ δὲν λέγεται θάνατος. Σήμερα, ἂν πιάσετε τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ θάνατος ὀνομάζεται «μετάστασις». Ὅπως κάθε ἄνθρωπος, ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔχουν ἀρχὴ καὶ τέλος. Ἦταν νέος, ὁ πιὸ νέ οςμέσα στὴν ὁμάδα τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ὅταν ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἔπειτα γέρασε· ἔφτασε τὰ 100-105 χρόνια, ἄσπρισαν τὰ μαλλιάτου. Καὶ σὰν σήμερα κοιμήθηκε· ἄγγελοι πῆραν τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν οὐρανό. Τὴν κοίμησι λοιπὸν καὶ μετάστασί του ἑορτάζουμε.
Ὁ θάνατος γιὰ ὅποιον δὲν πιστεύει εἶνε τὸπιὸ τρομερό. Μὰ ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ μὲ τὴν καρδιά του δὲν τὸν φοβᾶται. Εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἐπεισόδιο στὴ ζωή, μία πόρτα ποὺ ἀνοίγει γιὰ νὰ φύγῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ μάταιοαὐτὸ κόσμο καὶ νὰ πάῃ σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο.
Δυὸ τάφους θ᾿ ἀλλάξουμε. Ὁ πρῶτος εἶνε ἡκοιλιὰ τῆς μάνας μας. Σὰν τάφος μοιάζει. Ἐκεῖ τὸ ἔμβρυο μένει κλεισμένο ἐννιὰ μῆνες, μέσα σὲ αἵματα καὶ ἀκαθαρσίες, καὶ μετὰ βγαίνει ἔξω. Ὁ ἄλλος τάφος εἶνε τὸ χῶμα τῆς γῆς. Ἐκεῖ θὰ μείνουμε πλέον ὄχι ἐννιὰ μῆνες, ἀλλὰ χρόνια. Ὅπως βγήκαμε ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μας καὶ εἴδαμε τὸν ἥλιο, ἔτσι θὰ βγοῦμε καὶἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς γῆς ἔνδοξοι καὶ ὡραῖοι.Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας· ὅτι ὅποιος πιστεύειστὸ Χριστό, «κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰω. 11,26).
Ναί· ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦμε τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν παράδεισο, ὅπου εἶνε ὁ ἅγιος Ἰωάννης, πρέπει νὰ ζήσουμε κ᾿ ἐμεῖς ὅπως ἐκεῖνος.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀγαποῦσε τὸ Θεό. Ὅλοπερὶ ἀγάπης μιλοῦσε. Ἂν διαβάσουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς τρεῖς καθολικὲς Ἐπιστολές του, θὰ δοῦμε, ὅτι μιὰ λέξι ποὺ συχνὰ ἀναφέρει εἶνε ἡ ἀγάπη. Καὶ ἔδωσε τὸν πιὸ ὡραῖο ὁρισμὸὅταν εἶπε· «Ὁ Θεὸς ἀγάπη, ἐστί» (Α΄ Ἰω. 4,8,16).
Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη. Τό ᾿χουμε καταλάβειαὐτό, ἀγαπητοί μου; Θὰ προσπαθήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω.
* * *
Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ἀγάπη, ὄχι ἀπὸ ἀνάγκη. Κι ὅταν τὸν δημιούργησε, δὲντὸν ἔρριξε σ᾿ ἕνα ξερονήσι ἢ σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ τόσα ἀστέρια ὅπου ἐπικρατεῖ νέκρα. Τὸν ἔβαλε ἐδῶ στὴ Γῆ, σ᾿ αὐτὸ τὸν πλανήτη, ὅπου ὑπάρχουν ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰζήσῃ. Διότι μόνο ἐδῶ, τὸ τονίζω, ὑπάρχουν ὅλα τὰ ὡραῖα καὶ χρήσιμα πράγματα· ἐδῶ πνέειἀεράκι ποὺ γεμίζει τὰ πνευμόνια σου· ἐδῶ τρέχουν νερὰ κρυστάλλινα· ἐδῶ φυτρώνει χορτάρι, βλάστησι, δέντρα μὲ καρπούς· ἐδῶ ὑπάρχουν ποταμοί, λίμνες, θάλασσες· ἐδῶ ὑπάρχουν ζῷα στὴν ξηρὰ καὶ ψάρια στὰ νερά. Στὸφεγγάρι δὲν φυσάει ἀέρας. Οἱ ἀστροναῦτες,ποὺ πῆγαν ἐκεῖ, ἦταν ἐφωδιασμένοι μὲ μπουκάλες ὀξυγόνο, ὅπως βάζουν οἱ γιατροὶ στοὺς ἀρρώστους. Στὴ σελήνη δὲν ὑπάρχει τίποτα· οὔτε μῆλο, οὔτε ἀχλάδι, οὔτε σταφύλι, οὔτεντομάτα, οὔτε πουλάκι, οὔτε ἀρνάκι, οὔτεπο τάμι, οὔτε θάλασσα, οὔτε ψάρια… Ἐρημιά.
Ὅλα τὰ ὡραῖα τὰ ἔκανε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.Ἀλλ᾿ ἂν μὲ ρωτήσετε, ποιό ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ εἶνετὸ πιὸ μεγάλο καὶ πιὸ σπουδαῖο, εἶνε κάτι ἄλλο, ποὺ δυστυχῶς δὲν τὸ σκεπτόμαστε. Ποιόεἶν᾿ αὐτό; Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰμᾶς δώσῃ μόνο ἀγαθά, ἀλλὰ μᾶς ἔδωσε ἀκόμα καὶ τὸν ἑαυτό του! Πῶς, ἀγαπητά μου ἀδέρφια, νὰ σᾶς τὸ πῶ αὐτὸ γιὰ νὰ τὸ αἰσθανθῆτε; Ἂς μιλήσω παραβολικά.
Ἦταν, λέει, κάποτε ἕνας βασιλιᾶς ποὺ ἀ γαποῦσε τοὺς ὑπηκόους του. Κ᾿ ἐπειδὴ δὲν ἔφτανε στ᾿ αὐτιά του ἡ ἀλήθεια, θέλησε νὰ δῇ ἀπὸ κοντὰ τὸν πόνο τους. Ἀλλὰ πῶς; Σκέφτηκε τὸ ἑξῆς. Πέταξε ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τὸ στέμμα, ἔβγαλε τὰ βασιλικὰ ροῦχα, τὰ σπαθιὰ καὶ τὰ παράσημα, φόρεσε ροῦχα ζητιάνου, καὶ ξυπόλητος μ᾿ ἕνα ῥαβδὶ ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ τὸ βασίλειό του. Ποιός νὰ φανταστῇ, ὅτι αὐτὸς ποὺἔμπαινε στὰ σπίτια καὶ τὶς καλύβες κ᾿ ἔπαιρνε στὴν ἀγκαλιά του τὰ ὀρφανὰ καὶ μιλοῦσεμὲ τὶς χῆρες καὶ σπόγγιζε τὰ δάκρυά τους,ποιός νὰ φανταστῇ, ὅτι αὐτὸς ὁ κουρελιάρης εἶνε ὁ βασιλιᾶς; Κανείς δὲν τὸν γνώριζε.
Ἔ, αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστός. Μὴ μιλᾶτε γιὰβασιλιᾶδες τοῦ κόσμου· αὐτοὶ εἶνε ἕνα μηδὲνμπροστὰ στὸ Χριστό. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀφέντηςκαὶ βασιλεὺς τοῦ κόσμου, ὁ βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων· καὶ ἔκρυψε τὴ θεότητά του, κατέβηκε ἐδῶ στὴ Γῆ, περπάτησεξυπόλητος καὶ ἔμεινε γυμνὸς πάνω στὸ σταυρό. Πόσοι ἀναγνώρισαν, ὅτι πίσω ἀπὸ τὸ φτωχὸ Ναζωραῖο ἦταν αὐτός ὁ Θεός;
Κατέβηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς δῇ, νὰ μᾶς διδάξῃ τὰ ὡραιότερα λόγια,νὰ κάνῃ τὰ μεγαλύτερα θαύματα· κατέβηκενὰ χύσῃ τὸ τίμιο αἷμα του, καὶ εἶπε· «Λάβετε φά γετε…» (Ματθ. 26,26. Μᾶρκ. 14,22. Α΄ Κορ. 11,24), «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26,27). Ὅταν λοιπὸν κοινωνᾷς –ἂν πιστεύῃς–, ἑνώνεσαι μὲ τὸ Θεό· ἂν δὲνπιστεύῃς, ποτέ σου νὰ μὴν πατήσῃς στὴν ἐκκλησιά. «Ὅσοι πιστοί…» (θ. Λειτ.). Μπῆκες στὴν ἐκκλησιά; – μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ λεφτά, γιὰ διαμάντια καὶ χρυσάφια, μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ τὸνκόσμο. Ἕνα πρᾶγμα νὰ λέτε· νὰ μᾶς ἀξιώνῃ ὁΘεὸς ν᾿ ἀνοίγουμε τὸ στόμα καὶ νὰ παίρνουμε μέσα μας τὸν θεῖο μαργαρίτη. Γιατὶ εἶνε μαργαρίτης! Ὅσο ἀξίζει ἕνα ψίχουλο, δὲν ἀξίζει ὅλο τὸ σύμπαν. Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, μιὰεὐχὴ σᾶς δίνω· νὰ μὴν πεθάνετε ἀμετανόητοι καὶ ἀκοινώνητοι, νὰ μὴν κλείσετε τὰ μάτια χωρὶς τὸ μέγα ἐφόδιο, ἀλλ᾿ ὅταν πλησιάζῃ ἡ τελευταία ὥρα, ν᾿ ἀξιωθῆτε νὰ κοινωνήσετε. Ἕνας ἅγιος ἀνθρωπάκος στὴ Φλώρινα, κατάλαβε πὼς θὰ πεθάνῃ. Τὸν ἀγαποῦσαν τὰ παιδιάτου. –Νὰ σὲ πᾶμε γιὰ γιατρὸ στὴν Ἑλβετία, νὰ σὲ πᾶμε στὸ Λονδῖνο… –Ὄχι, παιδιά μου· φέρτε τὸν παπᾶ νὰ κοινωνήσω τὸ Χριστό· ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ γιατρός, τὸ φάρμακο, τὰ πάντα!… Κι ὅταν κοινώνησε καὶ ἔβαλε τὸν μαργαρίτηστὴν καρδιά του, εἶπε· –Ἂς πεθάνω πιά, δὲνθέλω τίποτ᾿ ἄλλο…
* * *
Ἐμεῖς τί πρέπει νὰ κάνουμε, ἀγαπητοί μου; Μέσα ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας νὰ λέμε «εὐχαριστῶ». Ἡ κοττούλα, μόλις πιῇ νερό, ὑψώνει τὸ κεφάλι, σὰν νὰ λέῃ στὸ Θεό· Σ᾿ εὐχαριστῶ. Τὸ σκυλί, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, κ᾿ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσῃ, κουνάει τὴν οὐρά του, σὰν νὰ σοῦ λέῃ· Ἀφέντη, σ᾿ εὐχαριστῶ. Τὰ ζῷα λοιπὸν λένε εὐχαριστῶ· ἐσὺ λὲς«Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ»; Τίποτα. Ἀχάριστε ἄνθρωπε! Κι ὄχι μόνο «εὐχαριστῶ» δὲν ἀκούειὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ βλαστήμιες· τὴ μπουκιὰἔ χει στὸ στόμα καὶ τὸ Θεὸ βλαστημάει τὸ κτηνάριον!… Ἐγὼ λέω, ὅτι ὅλα τὰ κακὰ ποὺ μᾶς συνέβησαν προέρχονται ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἁμαρτία.
Ἤμουν μικρὸ παιδάκι στὸ χωριό μου, ποὺτότε εἶχε πολλοὺς κατοίκους, 3.000 ἀνθρώπους – τώρα πιὰ δὲν ἔχει οὔτε 400. Οἱ γονεῖς μας κι ὅλοι οἱ μεγαλύτεροι εἶχαν πάει στὸν πόλεμο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Πολέμησαν μὲ ἀνδρεία, ἔφτασαν μέχρι τὴν Ἄγκυρα. Ἀλλὰ μετά, καταστροφή! Ἀπ᾿ τοὺς 200 ποὺ εἶχαν φύγει ἀπὸ τὸ χωριό μας, μόνο 30 ἐπέστρεψαν. Δυστυχία… Κλαίγαμε, ὅλο τὸ χωριὸ θρηνοῦσε γιὰ τοὺς σκοτωμένους καὶ τοὺς αἰχμαλώτους· μιὰ βδομάδα δὲν φάγαμε, ψωμὶ δὲν βάλαμε στὸ στόμα. Κάθισαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ οἱ στρατιῶτες μὲ τὰ κουρελιασμένα ῥοῦχα τους, ξυπόλητοι, μὲ τὰ πόδια τους πρισμένα, τὰ μάτια κόκκινα, κλαμένοι. Καὶ ρωτοῦσαν οἱ γέροι· –Ρὲ παιδιά, πῶς τὸ πάθαμε; γιατί αὐτὴ ἡ συμφορά; Ὁ ἕνας ἔλεγε· –Φταῖνε οἱ Ῥῶσοι. Ὁ ἄλλος ἔλεγε· –Φταῖνε οἱ Ἄγγλοι. Ἄλλοι ἔλεγαν· –Φταῖνε οἱ Ἰταλοί… Ἕνας λοχίας, ποὺ πολεμώντας ἔφτασε ὣς τὴν Ἄγκυρα κ᾿ εἶχε ἀριστεῖα ἀνδρείας, λέει· –Παιδιά, δὲν φταῖνε οὔτε οἱ ῾Ρῶσοι οὔτε οἱ Γάλλοι οὔτε οἱ Ἄγγλοι…. Ἐμεῖς φταῖμε· ἀπ᾽ τὴν ὥρα ποὺ πατήσαμε στὴ Σμύρνη μέχρι ποὺ φτάσαμε στὴν Ἄγκυρα, βλαστημούσαμε τὸ Θεὸ καὶ τὴν Παναγιά! Μᾶς ἔφαγαν οἱ βλαστήμιες…
Στὴν πραγματικότητα μᾶς ἄξιζαν ἀκόμη μεγαλύτερες τιμωρίες. Ἂν ἤθελε ὁ Θεός, ἔλεγεστὸν ἥλιο «Φύγε μακριά, νὰ γίνῃ ἡ Γῆ κρύσταλλο» ἢ «Ζύγωσε στὴ Γῆ, νὰ τὴν κάνῃς κάρβουνο». Μᾶς ἀνέχεται ἡ ἄπειρη ἀγάπη του. Κανείς δὲν μᾶς ἀγαπάει ὅπως ὁ Χριστός.
Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐξαλειφθῇ ἡ βλαστήμια, καὶ μέρα - νύχτανὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ δοξάζουμε τὸ Θεό,ποὺ εἶνε ἀγάπη, ἀγάπη μεγάλη καὶ ἀπέραν τη. Δόξα στὸ Θεό· δόξα στὴν ἁγία Τριάδα, στὸνΠατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ ἅγιο Πνεῦμα,νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος