Μάϊος του 2003 και η Διακαινίσιμη περίοδος ήταν στο τέλος της. Με συντροφιά άλλους τρεις Χριστιανούς, ξεκινήσαμε πολύ πρωί- αξημέρωτα ακόμα- για ένα προσκύνημα, στην Ι. Μ. της Παναγίας της Γαυριώτισσας.
Η Παρέα μας, γνωστός Ηγούμενος Μεγάλης Αγιορείτικης Μονής, ένας Ιερομόναχος και ένας ακόμα λαϊκός.
Είχα καιρό την επιθυμία να κάνω εκείνο το προσκύνημα και να δώ από κοντά, τον ονομαστό επιστήθιο φίλο του Αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη, τον Άγιο Γέροντα π. Αμβρόσιο Λάζαρη.
... Στην είσοδο της Μονής, της Παναγίας της Γαυριώτισσας, μας περίμενε ο πνευματικός της Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης.
Με έκδηλη χαρά μικρού παιδιού χαιρέτησε τους ιερείς και περίμενε και μένα να σταθμεύσω το αυτοκίνητο σε ασφαλές σημείο.
Βγήκα απ’ το αυτοκίνητο και βρέθηκα μπροστά σε ένα γίγαντα ιερωμένο, με ένα πλατύ θεϊκό χαμόγελο και μια τεράστια αγκαλιά.
«Έλα Παναγιώτη λεβέντη και αργήσαμε. Μας περιμένει η Παναγία». Ασπάστηκα το χέρι του και σκέφθηκα ότι, κάποιος του είπε τ’ όνομά μου...
«Θα ψάλλουμε μαζί σήμερα κ. Εισαγγελέα. Πολύ χαρά έχω που ήρθατε» Απορώ εγώ πάλι, αλλά υποθέτω ότι, για την ιδιότητα μου, κάποιος θα του είπε κάτι, αλλά πότε; μεσα στη νύχτα; Πώς τα ξέρει όλα αυτά για μένα. Πρώτη φορά τον συναντώ…. Άλλο οδηγό περίμενε.
Μπήκαμε στο Ναό. Διάβασα τον εξάψαλμο έψαλε ο π. Αμβρόσιος, μαζί του και εγώ σε μια κατανυκτική ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα. Μοναδική εμπειρία Θ. λειτουργίας.
... Η ώρα πέρασε και οι προσκυνητές αραίωσαν. Μείναμε η παρέα μας ο Γέροντας και δυο τρία πρόσωπα γνωστά του.
Ο Αγιορείτης ηγούμενος, αποσύρθηκε να εξομολογήσει κάποιους που είχε μαζί τους συνεννοηθεί.
Μέχρις ότου ετοιμασθεί η Τράπεζα μας κάλεσε στο απέρριτο κελί του, ύψιστη τιμή για ένα επισκέπτη, και γυρίζοντας σε μένα μου λέει: «Εισαγγελέα το βλέπεις αυτό;; δείχνοντάς μου παράλληλα ένα ιδιόμορφο πέτρωμα, όσο ένα μανταρίνι σε μέγεθος, μέσα σ’ ένα μικρό γυάλινο βαζάκι, πάνω στο κομοδίνο.
«Άκου που λές εισαγγελέα μου. Πρίν καιρό πέρασε από δώ ένας Ελβετός γιατρός, φίλος του Δεσπότη ... Ήρθανε μαζί. Εγώ εκείνο τον καιρό υπέφερα, από κάτι πόνους στη μέση και ο Δεσπότης το ήξερε.
Λέει του γιατρού το πρόβλημα και εκείνος, αφού με εξέτασε, είπε ότι πρέπει να χειρουργηθώ άμεσα. Είναι πρόβλημα νεφρού αυτό και η εγχείρηση, θα φρόντιζε αυτός, να γίνει στη Βιέννη, στο καλλίτερο νοσοκομείο. Έκαμα υπακοή στο Δεσπότη και πήγα που λές, στην Ελβετία.
Μπήκα στο νοσοκομείο, γίνανε οι εξετάσεις και προγραμματίστηκε η εγχείρηση. ...
Εγώ πάλι, ... δεν ανησυχούσα, γιατί είχα ζήσει πολλά θαύματα… ό,τι θέλει ο Θεός. Από την ημέρα που με πήρε άγγελος από μία μπίντα[2] στον Πειραιά, να με πάει να γίνω καλόγερος στο Άγιο Όρος κι’ όταν έφθασα εκεί, με περίμεναν στην είσοδο του Μοναστηριού οι Σαράντα Μάρτυρες, ολοζώντανοι δεξιά και αριστερά σα φρουρά, για να περάσω[3], μέχρι που με έστειλε ο Γέρων Πορφύριος, να φτιάξω το μοναστήρι Της, ...και μέχρι τώρα που σου μιλάω, και τι θαύμα δεν είδα. Γι’ αυτό σου είπα δε φοβόμουνα.
«Ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτός σε διαθρέψει» [5] δεν λέει;
Την παραμονή της εγχείρισης απόγευμα, κατέβηκα στον κήπο του νοσοκομείου να προσευχηθώ και να περπατήσω.
Όπως περιπάταγα, βλέπω που λές, εισαγγελέα μου κι’ ένα άλλο παπά, πολύ- πολύ γνωστό, μέτριο ανάστημα να’ ρχεται προς το μέρος μου, από την αντίθετη μεριά, από άλλη πόρτα του νοσοκομείου. Έφθασε κοντά μου και χαιρετηθήκαμε.
-Τι κάνεις παπα-Αμβρόσιε, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!!!
-Πολύ καλά πάτερ μου, αλλά να, σκέφτομαι τον κόσμο μας, τα λάθη μας, τις αμαρτίες μας, πονάω κιόλας, αλλά Δόξα τω Θεώ….
Πιάσαμε πολλή κουβέντα, που λές, αλλά ντρεπόμουνα να τον ρωτήσω τ’ όνομά του που δεν μπορούσα να το θυμηθώ με τίποτα. Μου ήταν όμως πολύ γνωστός, είπαμε για τον Αρχιεπίσκοπο, τον Σεραφείμ, για Δεσποτάδες για πολλά….
Τον θαύμασα! Αλλά πώς τον ρωτάς «πώς σε λένε πάτερ;», μεγάλη ντροπή το’ νοιωθα κάτι τέτοιο….
Περπατήσαμε ώρα. Σουρούπωσε και έπρεπε να γυρίσω στο θάλαμο, να περάσουν οι νοσοκόμες, να ετοιμαστώ για την εγχείριση.
Καθώς το σκεφτόμουνα μου λέει: Άντε πάμε μέχρι το θάλαμο Αμβρόσιε και θα φύγω και γώ. Δεν μπορούσα να του φέρω αντίρρηση και παρακαλούσα τη χάρη Της να θυμηθώ το όνομά του….
Μπήκαμε κι’ έκατσε δίπλα μου στο κρεβάτι. Κουβεντιάσαμε ακόμα λίγο και κάποια στιγμή, βάζει το χέρι του στα πλευρά μου και μου λέει:
-Εδώ θα εγχειρισθείς;
-Ναι αδερφέ μου, του λέω….
Αμέσως ένοιωσα ένα πόνο, όπως με ακούμπησε και έντονη επιθυμία να πάω στην τουαλέτα. Πήγα και «Μέγας εί κύριε και θαυμαστά τα έργα σου»[6] Με έντονους πόνους, σαν τους πόνους της γέννας λένε είναι τούτοι, έβγαλα αυτή την πέτρα που βλέπεις. Γύρισα εξαντλημένος στο κρεβάτι και λέω στον παπά που ήταν ακόμα εκεί.
-Πάτερ μου, μου είσαι τόσο γνωστός, μα τόσο γνωστός, αλλά δεν θυμάμαι το όνομά σου.Συγχώρα με!!! Αλλά πώς σε λένε και πώς βρέθηκες εδώ; Σηκώνεται και τι μου λέει:
-Μ’ αγαπάς τόσο πολύ κι’ εγώ σ’ αγαπώ και δεν με θυμάσαι Αμβρόσιε; Άκου να δείς, εδώ βρέθηκα, γιατί πάω όπου θέλω, συκοφαντήθηκα και κατηγορήθηκα έτσι που τα λέγαμε στον κήπο όσο κανένας άλλος και η αμοιβή μου είναι να πηγαίνω όπου θέλω και όποτε θέλω για να βοηθάω τους ανθρώπους…… Είμαι ο Πενταπόλεως ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ!!! κι’ επειδή σ’ αγαπώ, ήρθα και σε χειρούργησα. Αυτό να το δείξεις αύριο στους γιατρούς, γιατί αυτοί δεν πιστεύουν, είναι ασταύρωτοι και αμύρωτοι. Όταν το δούν και σε εξετάσουν πες τους ότι σε χειρούργησα εγώ. Θα το καταλάβουν. Σ’ αφήνω τώρα και καλή αντάμωση καλή επιστροφή
… και βγήκε από το θάλαμο…."
Αυτή που λές εισαγγελέα μου είναι η ιστορία αυτού του μανταρινιού που βλέπεις. Το’ χω εδώ για να μην ξεχάσω ποτέ τη συνάντηση….. Είπαμε κι’ άλλα πολλά, με τον Γέροντα Αμβρόσιο, αλλά γι’ αυτά ίσως κάποια άλλη φορά. Δεν είναι του παρόντος[7].