Κατά τούς χρόνους τού ασεβεστάτου τυράννου Μαξιμιανού έν έτει ση' (290), ύπήρχεν τοπάρχης τις είς τινα πόλιν της Ανατολής όνομαζομένην Ηλιούπολιν. Ούτος δέ όνομάζετο Διόσκορος, καί ήτον άνθρωπος άρκετά πλούσιος κατώκει δέ είς τι χωρίον λεγόμενον Γελασσόν, τό όποίον ήτο μακράν άπό τήν Ηλιούπολιν δώδεκα στάδια. Είχε δέ μονογενή θυγατέρα, ή όποία ήτο πολύ ώραία, καί ώνομάζετο Βαρβάρα. Η κόρη αύτη είχε καλήν άνατροφήν, ήτο δηλαδή τοσούτον εύτακτος καί εύγενής κατά τά ήθη, ώστε ο γονείς αυτής ήσθάνοντο διά τούτο έν τή καρδία αύτών ύπερβολικήν χαράν καί ήθικήν ένταυτω εύχαριστησιν. 'Επειδή όμως ήτο μικρά άκόμη καί ώραια, οί γονείς της ένόμισαν συμφέρον νά τήν προφυλάξωσιν όσον ήμπόρουν περισσότερον. Έκτισαν λοιπόν επίτηδες πύργον ύψηλόν καί τήν έκλεισαν εις αύτόν, διά νά μή τήν βλέπωσιν οί άνθρωποι. Τής έδωσαν δέ μέ άφθονίαν άπό όλα τά πράγματα όσα τής εχρειάζοντο, δηλαδή ύπηρετρίας, τροφάς, ένδύματα, καί άλλα διάφορα.
Οταν μετά καιρόν έφθασεν ή κόρη αύτη είς ήλικίαν νόμιμον, πολλοί άπό τούς πρωτίστους τών Άρχόντων καί τών μεγιστάνων τής πόλεως έκείνης, άκούοντες τήν καλήν της φήμην καί τό περιβόητον όνομα, τήν έζήτησαν ώς σύζυγον άπό τόν πατέρα της. Αύτός όμως δέν ήθέλησε νά δώση τόν λόγον του είς κανένα, άν δέν άπεφάσιζε πρίν εις τούτο ή κόρη του. Άναβάς λοιπόν είς τόν πύργον, ήρώτησεν αυτήν άν ήθελε νά τήν υπανδρεύση. Άλλ' έκείνη πρίν άκόμη περιμείνη νά τελειώση τόν λόγον του ό πατήρ της, τού άπεκρίθη μέ άγανάκτησιν καί όργήν· «Δέν θέλω νά μού κάμης πλέον τοιούτον λόγον, διότι θά μέ άναγκάσης νά θανατωθώ μόνη μου, καί θά χάσης τότε τό τέκνον σου». Ο πατήρ της, άκούσας τούς λόγους τούτους, δέν τήν έστενοχώρησε περισσότερον, διότι έννόησεν ότι ή κόρη του δέν ήναντιώνετο είς αύτόν άπό δυστροπίαν ή άπείθειαν, άλλά διότι έπόθει νά μείνη παρθένος. Κατέβη λοιπόν άπό τόν πύργον χωρίς νά τής είπή τότε λόγον σκληρόν, έλπίζων ότι μέ τόν καιρόν θά τήν καταπείση μέ κολακείας νά δεχθή τήν ύπανδρείαν.
Κατ' έκείνας τάς ημέρας ό Διόσκορος απεφάσισε νά οίκοδομήση έξωθεν τού πύργου λουτρόν ώραιότατον. Άφού λοιπόν έκαμε τό σχέδιον καί έδωκεν είς τούς τεχνίτας τάς άναγκαίας όδηγίας, καί τούς είπε συγχρόνως, ότι νά τούς εύχαριστήση άν έπιμεληθώσι καί προσέξωσι νά γείνη ώραίον τό κτίριον, άνεχώρησε προσωρινώς άπό τό χωρίον του καί ύπήγεν είς άλλην χώραν, όπου είχεν άναγκαίαν ύπόθεσιν.
Η Βαρβάρα ώφεληθείσα άπό τήν άπουσίαν αυτήν τού πατρός της, κατώρθωσε νά καταβή άπό τόν πύργον διά νά παρατηρήση τό κτιζόμενον λουτρόν. Είδε λοιπόν ότι όλη ή οίκοδομή είχε μόνον δύο παράθυρα όθεν ήρώτησε τούς κτίστας, διατί δέν έκαμαν καί άλλο εν παράθυρον πρός τό νότιον μέρος, ώστε νά φωτίζεται τό λουτρόν περισσότερον;». Οί κτίσται της άπεκρίθησαν, ότι «ούτως είχε προστάξει ό πατήρ σας, και τότε αύτη τούς είπε πάλιν· «κάμετε χωρίς άλλο καί τό τρίτον παράθυρον, καί εγώ αποκρίνομαι ες τόν πατέρα μου, άν σάς έρωτήση διά τούτο.» 'Εκαμαν λοιπόν οί κτίσται καθώς τούς είπεν. Αυτή δέ κατέβαινε συχνά καί παρετήρει τήν οίκοδομήν, καί βλέπουσα τά τρία παράθυρα, έχαιρεν. Ο δέ πανάγαθος καί έλεήμων Θεός, ό όποίος γνωρίζει όλα τά πράγματα πρίν ακόμη τελειώσωσιν, ευχαριστηθείς άπό τήν άγαθήν καί φρόνιμον γνώμην αυτής, εφώτισε τήν ψυχήν της θαυμάσια, καί ένέπλησε τήν καρδίαν της άπό Πνεύμα Άγιον, καί παρρησίαν πρός τόν Κύριον ημών 'Ιησούν Χριστόν.
Σταθείσα λοιπόν είς τήν κολυμβύθραν τού λουτρού, καί βλέπουσα πρός άνατολάς έχάραξε μέ τόν δάκτυλόν της τον τύπον τού Θείου Σταυρού έπάνω είς τά μάρμαρα· καί ώ τού θαύματος ! ώς νά ήτον ό δάκτυλός της σμίλη σιδηρά, ήνοιξε τόσον βαθύν λάκκον είς τό μάρμαρον, ώστε το σημείον τού Σταυρού έκείνου φαίνεται μέχρι τής σήμερον, διά νά κηρύττεται ή θαυματουργία και δύναμις τού Κυρίου καί Θεού ημών πάντοτε. Καί όχι μόνον ό Σταυρός αυτός, άλλά καί αύτό τό λουτρόν σώζεται μέχρι τής σήμερον καί κάμνει διάφορα θαύματα, καί θεραπεύει όσους έχουν τινά άσθένειαν, όταν προσέλθωσιν είς αύτό μετά πίστεως. Τοιούτον δέ λουτρόν, καί άν τό όνομάση τις 'Ιορδάνειον ρείθρον, ή πηγήν Σιλωάμ, ή καί Προβατικήν κολυμβύθραν, δέν αμαρτάνει· διότι ή δύναμις τού Θεού έτέλεσε καί είς τούτο πολλά καί παράδοξα θαύματα.
Ημέραν τινά, επιστρέφούσα άπό τό λουτρόν ή Βαρβάρα, παρετήρησε τά είδωλα, τά όποία προσεκύνει ό πατήρ της στενάξασα έκ βάθους ψυχής διά τήν άναισθησίαν καί τυφλότητα αύτού, έπτυσε τά είδωλα κατά πρόσωπον, καί είπεν «όμοιοι μέ σάς νά γείνωσιν, όσοι σάς προσκυνούσι καί σάς καλούσιν είς βοήθειάν των.» Ταύτα είπούσα, έμβήκεν ες τόν πύργον, καί έμεινεν έντός αυτού νηστεύουσα καί προσευχομένη, καί περιμένουσα βοήθειαν άπό τούς Ουρανούς.
Μετ' όλίγας ήμέρας έφθασεν ό πατήρ της Διόσκορος, όστις ίδών τήν τρίτην θυρίδα ήπόρησε, πώς τήν έκαμαν χωρίς αύτός νά παραγγείλη. Οί εύρεθέντες έκεί τεχνίται είπον είς αυτόν τήν άλήθειαν. Τότε ηρώτησε περί τούτου τήν κόρην του, ητις είπεν είς αυτόν. «Εγώ, πάτερ, προσέταξα καί τήν έκαμαν, διότι ώραιότερον φαίνεται τό λουτρόν μέ τά τρία παράθυρα, παρά μέ τά δύο.» 'Ο πατήρ της όργισθείς, είπεν είς αυτήν- «Είπέ μοι, διά ποιον λόγον καί αίτίαν σού φαίνεται ώραιότερον;» Λέγει πρός αύτόν τότε ή κόρη «Αί τρείς θυρίδες φωτίζουσι πάντα άνθρωπον ερχόμενον είς τόν κόσμον.» Τούτο δέ είπούσαν έννοούσε τήν τής άγίας Τριάδος ύπόστασιν καί μεγαλειότητα. Αύτός θυμωθείς πάλιν, ήρπασεν αύτήν καί πορευθέντες είς τό λουτρόν, τής είπε. «Πώς γίνεται τό φώς τών τριών θυρίδων φωτιστικόν είς πάντα άνθρωπον;» Η Βαρβάρα άπεκρίθη «Πρόσεχε πάτερ νά καταλάβης τό αίτιον;» Ταύτια είπούσα, έκαμε τό σημείον τού Τιμίου Σταυρού, καί δεικνύει είς αυτόν τά τρία της δάκτυλα, λέγουσα. «Πατήρ, Υιός καί Άγιον Πνεύμα. Μέ τό φώς αυτό όλη ή κτίσις νοερώς καταλάμπεται.»
Ο αληθής ούτος λόγος τής Βαρβάρας όχι μόνον δέν ευχαρίστησε τόν πατέρα της, όστις ήτο συνειθισμένος νά προσκυνή τά ψευδή καί απατηλά εΕδωλα, άλλά άπ' έναντίας τόν έκαμε νά γείνη θηριώδης. Ο άσεβέστατος καί σκληροκάρδιος αυτός άνθρωπος έλησμόνησε διά μιάς τούς νόμους τού Θεού, δέν έσυλλογίσθη ότι ήτό πατήρ, καί ότι ή κόρη αύτή ήτον αίμα του, άλλά σύρας τό ξίφος του, ώρμησε νά τήν θανατώση. Αυτή όλως σωθείσα άπό τόν κίνδυνον, κατέφυγεν είς τό όρος εκεί πλησίον, όπου φθάσασα ύψωσε πρός τόν ούρανόν τας χείρας, τούς όφθαλμούς, καί τήν διάνοιάν της, και έπεκαλείτο τόν Θεόν εις βοήθειαν αυτής, όστις δέν ήργοπόρησε ποσώς άλλά καθώς έσωσε τήν πρωτομάρτυρα Θέκλαν, τήν όποίαν εδέχθη μία πέτρα σχισθείσα είς δύο, ούτως καί τήν άοίδιμον ταύτην Βαρβάραν μέ όμοιον θαυματούργημα, διότι ενώ έτρεχε κατεπάνω της, ό δήμιος εκείνος καί όχι πατήρ της, έσχίσθη μία πέτρα διά θείας θελήσεως και προσταγής, καί τήν εδέχθη εντός αυτής, είς τά όρεινότερα μέρη.
Άλλά, κα μετά τούτο, ό λίθινος έκείνος άνθρωπος, ή μάλλον είπείν, καί τών λίθων αυτών άναισθητότερος, δέν ώπισθοδρόμησε βλέπων τοιούτον θαύμα, αλλ' ώς τέκνον τού άνθρωποκτόνου Δαίμονος έτρεχε κατόπιν, ίνα θύση καί άπολέση. Ευρών δέ δύο ποιμένας οί όποίοι εβοσκον τά πρόβατά των έκεί πλησίον, τούς ήρώτησεν, άν ήξευραν, πού ήτο κρυμμένη ή θυγάτηρ του. Ο είς άπό αυτούς ήτον συμπαθής καί φιλάνθρωπος, καί κρίνων άδικον νά προδώση τήν διωκομένην Μάρτυρα, ήρνήθη, καί είπεν ότι δέν τήν είδε ποσώς επροτίμησε δέ ώς γνωστικός, νά είπή ψεύδος σωτήριον, παρα άλήθειαν βλάπτουσαν. Ο δέ άλλος ποιμήν, πονηρός καί απάνθρωπος, δέν ώμίλησε μέν διά νά μή τόν άκούσωσι, μέ τόν δάκτυλόν του όμως εδειξε τήν όδόν είς τόν Διόσκορον, διά νά εύρη τήν Μάρτυρα. Η θεία δίκη έν τοσούτω έπαίδευσεν άμέσως τό κακούργημα τούτο, διότι όλα τά πρόβατα τού κακοτρόπου έκείνου καί άφρονος βοσκού έγειναν κάνθαροι, καί έμειναν τοιούτοι μέχρι τέλους, καί περιεκύκλουν τόν τάφον τής Ἀγίας.
Εύρών τέλος πάντων τήν Άγίαν ό Διόσκορος είς τό όρος τήν έδειρεν ανηλεώς έπειτα, άρπάσας αυτήν εκ τών πλοκάμων τής κεφαλής τήν έσυρε βιαίως είς τόν οίκόν του. 'Εκεί δέ φθάσαντες τήν έκλεισεν είς μικρόν oίκίδιοv, καί σφραγίσας τήν θύραν, έβαλε φύλακας νά τήν φυλάττωσιν. Επειτα υπήγεν ες τόν Ηγεμόνα Μαρκιανόν, όστις εξουσίαζε τότε τήν πόλιν εκείνην, καί είπεν είς αυτόν ότι ή θυγάτηρ αυτού καταφρονεί καί αποστρέφεται τούς θεούς αυτών, καί μόνον τόν έσταυρωμένον 'Ιησούν Χριστόν σέβεται κα τιμά έξ όλης ψυχής.» Ταύτα ειπών, έφερε τήν κόρην του, καί τήν παρέδωκεν είς τάς χείρας τού Μαρκιανού, έξώρκισε δέ αύτόν, είς τούς θεούς των νά μή τήν λυπηθή παντελώς, άλλά νά τήν βασανίση μέ παντοία βίαια καί σκληρά κολαστήρια.
Ο Μαρκιανός λοιπόν καθίσας είς τήν έδραν τού δικαστηρίου προσέταξε νά φέρωσι τήν Μάρτυρα, ή όποία άμα έπαρουσιάσθη και τήν είδεν αυτός, έκθαμβος γενόμενος άπό τό έξαίσιον αιτής κάλλος, καί τό σεμνόν ηθός της, έλησμόνησε πρός στιγμήν τούς όρκους τού Διοσκόρου, είπε δέ πρός αυτήν μέ φωνήν συγκινητικήν καί μέ πραότητα. «Δέν λυπείσαι έαυτήν, Βαρβάρα; Διατί δέν προσφέρεις θυσίαν είς τούς θεούς τούς όποίους λατρεύουσι καί οί γονείς σου; 'Εγώ λυπάμαι νά θανατώσω μίαν νέαν ή οποία εχει εξαίσιον κάλλος! Σέ συμβουλεύω λοιπόν νά ύπακούσης είς ό,τι σέ λέγω καί νά κάμης· άλλως θά μέ άναγκάσης νά σέ θανατώσω μέ τόν πλέον σκληρόν τρόπον».
Η δέ Μάρτυς άπεκρίθη είς αύτόν. « 'Εγώ προσφέρω θυσίαν δοξολογίας είς τόν Θεόν μου, όστις εκαμέ τόν ουρανόν καί τήν γήν, καί όλα τά λοιπά κτίσματα. Οί θεοί όμως τούς οποίους σύ λατρεύεις, είναι άπό άργύριον καί χρυσίον δηλαδή έργα χειρών ανθρώπων. Αύτούς τούς θεούς τούς όνομάζουσιν οί 'Εθνικοί δαιμόνια.» Ταύτα άκούσας ό δικαστής, ώργίσθη καί προσέταξεν ευθύς νά τήν γυμνώσουν καί νά άρχίσωσι νά τήν δέρωσι ανηλεώς μέ σκληρά βούνευρα. Νά τρίβωσι δέ τάς πληγάς της μέ ράσα τρίχινα, διά νά αίσθάνεται δριμυτέρους τούς πόνους. Τοσούτον λοιπόν άπανθρώπως τήν έμαστίγωσαν, ώστε τό σώμα αύτής κατεπλήγωσαν καί κατετρύπησαν· από δέ τό ρέον έκ τών πληγών της άσπιλον αύτής αίμα κατακοκκίνισε τό μέρος τής γής όπου τήν είχον έρριμένην.
Ἀφού τέλος πάντων τήν έβασάνισαν ούτως έπί πολλήν ώραν τήν έρριψαν είς τήν φυλακήν προσωρινώς μέχρις ότου τήν έξετάσωσι καί δευτέραν. Περί τό μεσονύκτιον όμως έφάνη αίφνης έμπροσθεν αύτής φως φαεινόν, από το όποίον έλαμψεν όλον τό δεσμωτήριον. 'Υπεράνω δέ τού φωτός τούτου έφάνη ό Δεσπότης Χριστός, όστις ένθαρρύνας αύτήν, τής είπε.
«Μή φοβηθής ούδόλως ούτε νά άποκάμης άπό τάς βασμάνους καί τάς τιμωρίας τών σκληροκαρδίων αυτών ανθρώπων, άλλά νά έμμείνης σταθερά είς τό φρόνημά σου. 'Εγώ δέ θέλω μένει πάντοτε μετά σού, καί θέλω σέ διαφυλάττει διά παντός ύπό τήν σκέπην μου.»
Ταύτα τού Δεσπότον Χριστού πρός τήν Άγίαν λέγοντος, αί πληγαί αύτής ήφανίσθησαν καί όλον της τό σώμα εθεραπεύθη εντελώς, δι' ό αυτή ησθάνθη έγκάρδιον άγαλλίασιν καί ευχαρίστησιν άνέκφραστον. Γυνή τις θεοσεβής καί ένάρετος Ιουλιανή όνομαζομένη, έτυχε νά εύρεθή τότε μαζί μέ τήν 'Αγίαν· ίδούσα δέ τό παράδοξον τούτο θαύμα, εδόξασεν άπό καρδίας τόν Θεόν, καί έπειδή είχε τήν αύτήν γνώμην καί τό αύτό φρόνημα μέ τήν Μάρτυρα, άπεφάσισεν έν τή καρδία αυτής νά ύπομείνη καί αυτή είς τήν πρώτην ευκαιρίαν παντός είδους τιμωρίας καί βασάνους διά τήν άγάπην καί τό όνομα τού Ιησού Χριστού.
Τέλος πάντων ήλθε καί έκ δευτέρου ό Ηγεμών είς τό Δικαστήριον, προσέταξε δέ νά φέρωσι πάλιν ενώπιόν του τήν Βαρβάραν, τήν όποίαν είδόντες οί περιεστώτες εντελώς ύγιαίνουσαν, καί χωρίς νά έχει καμμίαν πληγήν είς τό σώμα της, έξεπλάγησαν άπαντες.
Αλλ' ό ασεβής Ηγεμών, τετυφλωμένος από τήν πλάνην του, δέν ηθέλησε νά άναγνωρίση τήν μεγάλην τού άληθινού Θεού δύναμιν, αλλ' είπεν ό άφρων πρός τήν Μάρτυρα. «Βλέπεις Βαρβάρα πόσην δύναμιν έχουσιν οί θεοί μου οι όποίοι σέ ευσπλαγχνίσθησαν, καί έθεράπευσαν τάς πληγάς σου;» Αυτή δέ άπεκρίθη πρός αύτόν- οι θεοί σου οίτινες είναι τυφλοί καί ανίσχυροι καθώς σύ, πώς είναι δυνατόν νά κάμωσι τοιαύτην θαυμασίαν πράξιν, αυτοί οί όποίοι έχουν ανάγκην μάλλον άπό τούς ανθρώπους; 'Οχι, δέν μέ έθεράπευσαν οί θεοί σου μέ ίάτρευσεν ο Χριστός, ό αληθής Υίός τού ζώντος Θεού, αύτός τόν όποίον δέν δύνασαι σύ νά ίδης διότι οί οφθαλμοί σου είναι βεβαρυμένοι άπό τό σκότος τής άσεβείας.»
Άκούσας ό Ηγεμών τούς λόγους τούτους τής 'Αγίας ώργίσθη σφόδρα, καί προσέταξε πάραυτα νά άρχίσώσι νά καταξεσχίζωσι τάς σάρκας αύτής μέ σιδηρούς όνυχας, καί μέ λαμπάδας άναμμένας νά καίωσι τά ξεσγισμένα μέλη της, καί μέ σφύραν νά κτυπώσιν τήν άγίαν αύτής κεφαλήν. 'Ετυχε δέ πάλιν καί τότε νά εύρεθή εκεί παρούσα καί ή αγαθή καί θεοσεβής 'Ιουλιανή, ή όποία βλέπουσα τάς τιμωρίας καί τάς βασάνους τάς όποίας έκαμνον ες τήν Μάρτυρα, καί τό αίμα τό όποίον έρρεεν ακατάπαυστα άπό τήν κεφαλήν καί τό λοιπόν σώμα αύτής, μή δυναμένη δέ άλλως νά την βοηθήσει, τοσούτον συνεκινήθη άπό τόν πόνον, τόν όποίον ήσθάνετο έν τή καρδία αύτής, ώστε ήρχισε νά κλαίη απαρηγόρητα. Ο δε ήγεμών ίδών αυτήν κλαίουσαν, ήρώτησε ποία ήτον. Μαθών δέ ότι ήτο Χριστιανή καί αύτη, καί ότι διά τήν πρός τήν Βαρβάραν συμπάθειάν της έκλαιεν, προσέταξεν αμέσως νά κρεμάσωσι καί αύτήν πλησίον είς τήν Άγίαν, καί νά ξεσχίσωσι τάς σάρκας της, καί μέ λαμπάδας άναμένας νά τήν κατακαίωσιν. Ούτως λοιπόν βασανιζομένη καί αύτη σκληρώς, κατά τήν προσταγήν τού Ἀρχοντος καί πάσχουσα άλγεινώς, ύψωσε τούς όφθαλμούς της πρός τόν ούρανόν, καί είπε.
«Δέσποτα Χριστέ Βασιλεύ, καρδιογνώστα καί παντοδύναμε, γινώσκεις ότι διά τήν άγάπην σου πάσχω όλα αύτά τά δεινά, λοιπόν μή μέ έγκαταλίπης μηδέ άφήσης νά μέ νικήση ό άλιτήριος ούτος, καί νά καυχηθή δι' εμέ· άλλά άξίωσόν με νά έγκαρτερήσω μέχρι τέλους, διά νά λάβω τόν στέφανον τής άθλήσεως.»
Ενώ δέ ή 'Ιουλιανή έδέετο ούτως πρός τόν Θεόν, ό σκληροκάρδος 'Αρχων προσέταξε νά κόψωσι τούς μαστούς καί τών δύο. Πλήν καί ή άπάνθρωπος αύτη πράξις δέν μετέβαλε ποσώς τήν άπόφασιν αυτών, απεναντίας μάλιστα ή άγία Βαρβάρα έψαλλε τότε λέγουσα. «Κύριε μή άπορρίψης ήμάς άπό τού προσώπου σου, καί τό Πνεύμα σου τό άγιον μή άντανέλης άφ' ήμών· άπόδος ήμίν τήν άγαλλίασιν τού σωτηρίου σου, καί στήριξον ημάς εις τόν φόβον σου.»
Άφού λοιπόν υπέμειναν καί αυτήν τήν τρομεράν βάσανον, επρόσταξεν ό Άρχων τήν μέν 'Ιουλιανήν νά φυλακίσωσι, τήν δέ Βαρβάραν νά ξεγυμνώσωσι, νά τήν γυρίσωσιν είς όλην τήν πόλιν, καί νά τήν δείρωσι συγχρόνως. Η σεμνή Μάρτυς, θεατριζομένη διά τοιούτου απρεπεστάτου τρόπου, καί δερομένη έν ταύτω, δέν έθλίβετο ποσώς διά τας βασάνους ταύτας, άλλά άτενίσασα τούς όφθαλμούς πρός τόν Ούρανόν είπε. «Δέσποτα Κύριε, ό περιβάλλων τόν Ούρανόν εν νεφέλαις, καί περιτυλίσσων τήν Γήν μέ όμίχλην, αύτός και τήν έμήν γύμνωσιν σκέπασον, Βασιλεύ, καί μή άφήσης νά θεωρώσιν οί άσεβείς τά μέλη μου, διά νά μή γείνω μυκτηρισμός αυτών, χλευασμός καί περιγέλεσμα.»
Ηκουσεν εκ ναού άγίου αυτού ό ταχύς Θεός καί έσπευσεν είς άντίληψιν αύτής. Εφάνη δέ έμπροσθεν αυτής καθήμενος επί χερουβικού άρματος, καί τήν μέν καρδίαν αύτής έπλήρωσεν ευφροσύνης καί αγαλλιάσεως, διά τής θείας καί πανευφροσύνου παρουσίας αυτού, τό δέ άγιον αύτής σώμα εκέλευσε τοίς Άγγέλοις καί τό ενέδυσαν μέ στολήν λαμπροτάτην καί ένδοξον. Καί όχι μόνον τούτο έγένετο, άλλά καί τάς πληγάς αύτής έθεράπευσε πάλιν ώς καί πρότερον. Οί δέ ύπηρέται τήν επαρουσίασαν ες τόν Αρχοντα, όστις ίδών αυτήν ούτως ενδεδυμένην ησχύνθη· όθεν μή δυνάμενος νά τήν νικήση μέ άπειλάς καί βασάνους ούτε μέ υποσχέσεις αγαθών καί πλούτου, απεφάσισε νά θανατώση αύτήν καί τήν όμόφρονα αύτής 'Ιουλιανήν. 'Επρόσταξε λοιπόν νά άποκεφαλίσωσι καί τάς δύο.
Είς όλας τάς τιμωρίας καί τάς βασάνους, τάς όποίας άναφέρα μεν ότι έδοκίμασεν ή μάρτυς Βαρβάρα ήτο παρών ό αιμοβόρος πατήρ αύτής, καί τάς έβλεπεν ό άσπλαγχνος ! Δέν επόνεσε δέ ό ασεβής καί παμμίαρος, ούτε ποσώς έλυπήθη τήν κόρην του, ούτε έχόρτασεν είς τόσος παιδεύσεις καί ξεσχισμούς όσους αυτή έπαθεν· άλλ ενόμιζεν άκόμη ό άφρων, ότι ήθελον τόν κατηγορήση ώς άνανδρον καί ασθενή κατά τήν ψυχήν, άν άφινε νά τήν φονεύση άλλος. Όθεν άμα ό δικαστής εξέδωκε τήν κατ' αύτής καταδικαστικήν άπόφασιν, ευθύς ήρπασεν αυτήν, ώς τίγρις λυσσώσα, διά νά θανατώση μέ τάς ίδίας του χείρας ό κακούργος! Λοιπόν ό μέν Διόσκορος έλαβε τήν κόρην του, καί άλλος δήμιος έλαβε τήν Ιουλιανήν καί επορεύθησαν όλοι ες τό όρος, όπου απεκεφαλίσθη ή Βαρβάρα άπό τόν πατέρα της. 'Αλλ' ένώ έπορεύοντο είς τόν τόπον τού θανάτου των αί δύο Μάρτυρες, αντί νά λυπώνται καί νά θρηνώσιν, άπ' έναντίας μάλιστα έχαιρον καί εύχαριστούντο, ώς να ήσαν προσκεκλημεναι είς γάμον ή άλλην διασκέδασιν φιλικήν.
Η δέ άγία Βαρβάρα εδέετο πάλιν πρός τόν Κύριον, λέγουσα·
«Άναρχε Θεέ, ό ποιήσας τόν Ούρανόν ώς καμάραν, καί θεμελιώσας τήν γήν έπί τών υδάτων ό προστάζων τόν Ήλιον νά φωτίζη τόν κόσμον όλον καί τά νέφη νά βρέχωσιν, ό χαρίζων τοσαύτα άγαθά είς τούς δικαίους καί αμαρτωλούς, καί ευεργετών καλούς καί κακούς ώς ανεξίκακος καί πανάγαθος, αύτός καί νύν, Βασιλεύ πλουσιόδωρε, επάκουσόν μου τής δούλης σου δεομένης. Ναί, Κύριέ μου, παρακαλώ σε έκ βάθους καρδίας μου, όποιος μνημονεύσει τό μαρτύριόν μου είς δόξαν τού άγίου σου όνόματος, άξίωσον αύτόν νά μή εγγίση ούδέποτε τόν οίκον αύτού ούτε λοιμώδης νόσος, ούτε λώβη, ούτε καί καμμία άλλη θανατηφόρος ασθένεια νά λυπήση αύτόν καί τήν οικογένειάν του. Διότι σύ, Κύριέ μου, γινώσκεις τό ασθενές τών ανθρώπων τούς οποίους ηύδόκησας νά πλάσης κατ' είκόνα καί καθ' όμοίωσιν ίδικήν σου.»
'Ενώ ή αγία προσηύχετο ούτως αίφνης ηκούσθη ούρανόθεν φωνή, ή όποία έπροσκάλει αυτήν τε καί τήν 'Ιουλιανήν είς έκείνην τήν αίώνιον καί ανεκλάλητον αγαλλίασιν, καί ύπέσχετο είς αυτήν ότι θά πραγματοποιήση όσα αυτή εζήτησε διά τής προσευχής της. Ταύτην τήν γλυκυτάτην φωνήν ακούσασα, ή αγία Βαρβάρα, ενεθαρρύνθη περισσότερον, καί άγαλλομένη έτρεχε νά φθάση τό ταχύτερον είς τόν τόπον τής τελειώσεως, όπου φθάσασα, έκλεινε τήν ιεράν αυτής κεφαλήν καί εδέχθη τό μαρτύριον. Ἀπεκεφάλισε δέ αυτήν ό άσπλαγχνος καί αιμοβόρος πατήρ της, τήν δέ 'Ιουλιανήν απεκεφάλισεν ό δήμιος.
Αλλ' ένώ οι άδικοι ούτοι φόνοι έξετελούντο, ή θεία Δίκη, άγρυπνος πάντοτε, έτιμώρισεν αμέσως τόν ασεβή έκείνον καί αιμοβόρον παιδοκτόνον παραδειγματικώτατα· διότι μόλις ούτος ήρχισε νά καταβαίνη, εκ τού όρους, όπου είχε πράξει τόν απάνθρωπον έκείνον φόνον, αίφνης κεραυνός καταπεσών έκ τού ουρανού κατέκαυσεν αυτόν, καί έκ τού σώματός του ούδέ ίχνος κάν έφάνη. Ούτως ό άθλιος εκείνος καί βδελυρός άνθρωπος έστερήθη καί τής παρούτης καί τής μελλούσης ζωής, διότι ήτον ανάξιος κα είς τήν μίαν νά ζή, καί τήν άλλην νά άπολαύση. 'Η θεία δέ αύτη όργή δέν περιωρίσθη είς μόνην τήν τιμωρίαν τού παιδοκτόνου Διοσκούρου, αλλά καί μέχρι καί αύτού τού 'Ηγεμόνος Μαρκιανού έφθασεν ή λάμψις τού κεραυνού έκείνου ώς προειδοποίησις αψευδής καί συμβολική το άύλου έκείνου πυρός έκ τού όποίου έμελλε νά κολάζεται αίωνίως.
Άνθρωπος τις εύσεβής καί χριστιανός, Ούαλεντίνος, όνομαζόμενος, ευρεθείς έκεί κατά τύχην, έλαβε τά ιερά σώματα τών δύο Μαρτύρων, καί τιμήσας αύτά μέ ψαλμωδίας καί πνευματικούς ύμνους, τά μετέφερεν είς έν χωρίον όνομαζόμενον Γαλασσόν, τό οποίον ήτο μακράν από τά Εύχάϊτα δώδεκα μίλια· έκεί δέ άμα τό έφθασε τά ενεταφίασεν ίεροπρεπώς. Τό μαρτύριον αυτών άς ήναι ίασις νόσων, ψυχών άγαλλίασις, καί φιλοθέων ανδρών εντρύφημα πολυέραστον. Άς ήνε είς δόξαν Χριστού τού μόνου άληθινού Θεού ήμών, είς τόν όποίον πρέπει τιμή, κράτος μεγαλοσύνη καί μεγαλοπρέπεια, νύν καί άεί καί είς τούς αίώνας τών αιώνων. Αμήν.
Απολυτίκιο
«Τῆς Τριάδος τήν δόξαν ἀνακηρύττουσα, ἐν τῷ λουτρω τρεῖς θυρίδας ὑπεσημήνω σοφως, κοινωνίν πατρικήν λιπουσα πανσεμνέ· ὅθεν ἠγώνισαι λαμπρως, ὡς παρθένος εὐκλεής, Βαρβάρα Μεγαλομάρτυς. Ἀλλά μή παύση πρεσβεύειν, ἐλεηθηναι τάς ψυχᾶς ἠμων»
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες