Πενθώ κολάσεις τας ξένας ώδε βλέπων.
Χαίρω δε αύθις τας αναπαύσεις βλέπων.
Κατά τον δέκατον τρίτον χρόνον της βασιλείας Ρωμανού του Λεκαπηνού, ήτοι εν έτει Ϡλβ’ [932], ήτον εις την Κωνσταντινούπολιν ένας άνθρωπος, ο πλέον οικειότερος από τους υπηρέτας οπού επαράστεκαν εις τον βασιλικόν κοιτώνα του Αλεξάνδρου, όστις εβασίλευσεν ολίγον προτίτερα από τον Ρωμανόν. Ήτοι ο υιός μεν Βασιλείου του Μακεδόνος, αδελφός δε Λέοντος του Σοφού. Ούτος λοιπόν ο του Θεού άνθρωπος αφήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, ηγάπησε την μοναχικήν πολιτείαν. Και μετονομασθείς Κοσμάς δια του Αγγελικού σχήματος, κατεστάθη ύστερον και Ηγούμενος του σεβασμίου Μοναστηρίου του ευρισκομένου κατά τον ποταμόν Σάγαριν. Αφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, ηκολούθησε να περιπέση ο θείος ούτος Κοσμάς εις δεινήν και βαρυτάτην ασθένειαν, και να διαρκέση εις αυτήν καιρόν πολύν. Όταν δε επέρασαν πέντε μήνες, ανέλαβεν ο Όσιος κάποιόν τι από την ασθένειαν, και σηκωθείς ολίγον από την κλίνην του, εκάθισε, βασταζόμενος από το ένα μέρος και από το άλλο, παρά των υπηρετούντων αυτόν αδελφών. Ευθύς λοιπόν έγινεν έξω εαυτού του, και έμεινεν εις την έκστασιν ταύτην, από την τρίτην ώραν της ημέρας έως την ενάτην. Και τα μεν ομμάτιά του είχεν ανοικτά, και προσέχοντα εις την στέγην του οίκου του. Το δε στόμα του, εκρυφομίλει κάποια τινά λόγια, πάντη άναρθρα και ακατανόητα. Ελθών λοιπόν εις τον εαυτόν του ολίγον, έλεγεν εις τους εκεί παρόντας. Δότε μοι τας δύω μερίδας του άρτου, τας οποίας έλαβον τώρα προ ολίγου από τον τίμιον Γέροντα. Λέγωντας δε ταύτα, έβαλεν εις τον κόλπον του τας χείρας του, ερευνώντας δια να εύρη τα ζητούμενα. Μερικοί δε από τους εκεί παρόντας, στοχαζόμενοι ότι θεία έκστασις ηκολούθησεν εις τον Γέροντα, παρεκάλουν αυτόν να φανερώση εις αυτούς το μέγα τούτο μυστήριον, ειπέ, λέγοντες, ω Πάτερ. Ειπέ χωρίς να φθονήσης ημάς, δια την μεγάλην ωφέλειαν, οπού έχομεν εκ τούτου να λάβωμεν. Ειπέ και διηγήσου, πού είσουν εις τας τόσας ώρας; και εις ποίαν θεωρίαν ανεβίβαζες την διάνοιάν σου; με ποίον δε εσυνωμίλεις, κινών τα χείλη σου; Ο δε Όσιος βλέπωντας αυτούς θρηνούντας πολλά και παρακαλούντας, παύσατε, έλεγεν, ω τέκνα, παύσατε. Και όταν ο Κύριος θελήση, και έλθω εις τον εαυτόν μου, τότε βέβαια θέλω τελειώσω την δέησίν σας.
Τω πρωί λοιπόν, αφ’ ου εσυνάχθη εις το κελλίον του Οσίου όλη η αδελφότης, άρχισεν ο τίμιος Γέρων να διηγήται την οπτασίαν, και να λέγη εις αυτούς ταύτα. Πατέρες μου και αδελφοί. Το μεν, να νοήσω όλα, όσα είδον κατά μέρος, και να τα διηγηθώ λεπτομερώς, τούτο είναι ανώτερον από κάθε νουν και ανθρωπίνην γλώσσαν. Όσα δε μόνον ενθυμούμαι, εκείνα και θέλω διηγηθώ. Εκεί οπού εκαθήμην εις την κλίνην μου, βασταζόμενος υπό των δύω αδελφών, εφάνη μοι ότι έβλεπα από το αριστερόν μου μέρος, ένα πλήθος πολύ κάποιων ανθρωπαρίων μελανών εις τα πρόσωπα. Εις όλους δε η μελανία δεν ήτον η αυτή, αλλά εις άλλους μεν, ήτον περισσοτέρα, εις άλλους δε, ήτον ολιγωτέρα. Και άλλοι μεν από εκείνους, είχον τα ομμάτια ανάστροφα γυρισμένα. Άλλοι δε, είχον αυτά μαύρα, ωσάν το χρώμα του μολυβίου. Άλλοι δε, είχον αυτά αιματωμένα, και έβλεπον ωσάν φονείς και θηρία. Και άλλος μεν από εκείνους, είχε μαύρα τα χείλη, και πολλά εξωγκωμένα και φουσκωμένα. Άλλος δε, είχε μαύρον και φουσκωμένον μόνον το ένα χείλος. Και άλλος μεν, είχε τοιούτον το άνω χείλος, άλλος δε, το κάτω.
Τα ανθρωπάρια λοιπόν εκείνα ήλθον κοντά εις την κλίνην μου, και εσπούδαζον να με πάρουν από λόγου σας. Και πρώτον μεν, σας έβλεπον όλους ισταμένους τριγύρω μου. Όθεν και μοι εφαίνετο, ότι δεν τα φοβούμαι πολλά, ούτε δειλιώ τας ορμάς των. Ύστερον δε, δεν ηξεύρω πώς, έμεινα μοναχός χωρίς εσάς, και ευθύς εκυριεύθηκα από εκείνα. Όθεν με πολλήν θρασύτητα επήραν εμένα. Και άλλοι μεν, με έσυρνον εμπρός δεμένον. Άλλοι δε, με έσπρωχνον όπισθεν. Και άλλοι μεν, με άλλον τρόπον εις άλλο μέρος με εσυμπόδιζον. Άλλοι δε, με εστενοχώρουν δυνατά. Τέλος πάντων, φέροντές με εις ένα μεγαλώτατον και βαθύτατον κρημνόν, του οποίου το πλάτος ήτον περισσότερον παρά μία λίθου βολή, το δε βάθος έφθανεν έως εις τον τάρταρον. Εις τούτον, λέγω, τον φοβερόν κρημνόν, με βίαν μεγάλην με εκαταβίβασαν. Εις το ένα δε μέρος του φοβερού εκείνου κρημνού, ήτον μία στράτα τόσον στενή, ώστε οπού μόλις εδύνετο να χωρέση εις αυτήν ένα αχνάρι ποδός.
Εις ταύτην λοιπόν την στενήν και λεπτοτάτην στράταν, με βίαν μεγάλην με ετράβιζον. Εγώ δε εσπούδαζον να κλίνω πάντοτε εις το δεξιόν μέρος, φοβούμενος, μήπως ολισθήσω και πέσω κάτω εις το αχανές εκείνο και αμέτρητον βάθος. Εις δε το χάος εκείνο εφαίνετο, ότι διαπερνά ένας ποταμός, όστις από το τρέξιμον, έκαμνε μεγάλην βοήν. Αφ’ ου λοιπόν με πολύν φόβον και τρόμον διεπεράσαμεν εκείνην την στενοτάτην στράταν, ευρήκαμεν μίαν πόρταν μεγάλην, ήτις ήτον ολίγον ανοικτή. Εις ταύτην δε εκάθητο ένας άνδρας μέγας και γιγαντιαίος κατά το σώμα. Μαύρος μεν, κατά την μορφήν. Φοβερός δε, κατά το πρόσωπον. Οι γαρ οφθαλμοί εκείνου ήτον ανάστροφα γυρισμένοι, μεγάλοι πολλά και αιματώδεις, και φλόγα πολλήν πυρός εύγανον. Η δε μύτη του εύγανε καπνόν. Η γλώσσα του ήτον κρεμασμένη έξω από το στόμα του έως μίαν πήχυν. Και το μεν δεξιόν του χέρι, ήτον τελείως κατάψυχρον και πεπαγωμένον. Το δε αριστερόν, ήτον χοντρόν, ωσάν κολόνα, και γυμνόν και πολλά μακρόν (1). Με τούτο το χέρι επίανεν ο φοβερός εκείνος τους αμαρτωλούς, και τους έρριπτε μέσα εις το άμετρον χάος εκείνο, οίτινες ριπτόμενοι, όλοι το ουαί! και το οίμοι! εφώναζον.
Καθώς λοιπόν ημείς επλησιάσαμεν κοντά εις τον μαύρον εκείνον και φοβερόν γίγαντα, εφώναξεν αυτός ευθύς με μεγάλην φωνήν εις εκείνους, οπού με ετράβιζον. Ούτος είναι φίλος μου. Και μαζί με τον λόγον, άπλωσε το χέρι του, ζητώντας να με πιάση. Εγώ δε κρατηθείς από τον φόβον, ετρόμαξα και εσυστάλθηκα εις τον εαυτόν μου. Και παρευθύς ωσάν να εστάλθησαν δύω άνδρες άσπροι εις τας τρίχας και ιεροπρεπείς, τους οποίους ενόμισα, πως είναι ο Απόστολος Ανδρέας, και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όσον από την ιδέαν οπού είχον των αγίων αυτών εικόνων. Τούτους λοιπόν βλέπωντας ο ασχημότατος εκείνος γίγας, ευθύς εφοβήθη και απεκρύβη. Όθεν λαβόντες εμένα με ευμένειαν οι δύω εκείνοι, διεπέρασαν μίαν εσωτέραν πόρταν. Από δε την πόρταν εκείνην ευγήκαμεν εις μίαν πεδιάδα. Όπου ήτον κάλλιστα χωρία και ωραιότατα. Περάσαντες δε και ταύτα, κοντά εις το τέλος της πεδιάδος εύρομεν μίαν κοιλάδα χλοεράν και πανευφρόσυνον, της οποίας την ωραιότητα και το κάλλος, και όλην την άλλην χάριν, είναι αδύνατον να παραστήση τινάς δια λόγου. Εις το μέσον δε της κοιλάδος εκείνης, εκάθητο ένας γέροντας χαρίεις και τίμιος, έχωντας τριγύρω εις τον εαυτόν του πολύ πλήθος παιδίων, παρομοίων εις τον αριθμόν με την άμμον της θαλάσσης.
Τότε λοιπόν εγώ αποδιώξας τον φόβον εκ της καρδίας μου, ερώτησα με ήσυχον φωνήν τους δύω εκείνους οπού με έφερον, ποίος άράγε να ήναι ο γέρωντας εκείνος οπού εφαίνετο. Και τι πλήθος είναι εκείνο οπού τον περιεκύκλοναν. Οι δε, ο Αβραάμ είναι, είπον μοι, και ο κόλπος εκείνος οπού ακούεις του Αβραάμ. Διο και παρακινηθείς υπ’ αυτών, επήγα και επροσκύνησα, και ησπασάμην αυτόν μετ’ ευλαβείας. Έπειτα πάλιν εκρατήσαμεν την εις τα έμπροσθεν στράταν. Και αφ’ ου επεράσαμεν την κοιλάδα εκείνην, εφθάσαμεν εις ένα μεγαλώτατον ελαιώνα. Του οποίου τόσον πολλά εις τον αριθμόν ήτον τα δένδρα, όσα είναι τα άστρα του ουρανού. Εις κάθε δε δένδρον, ήτον μία σκηνή, ήτοι τέντα, ή τζαδίρι. Εις κάθε δε τένταν, ήτον και μία κλίνη. Εις κάθε δε κλίνην, ήτον ένας άνθρωπος (2). Εις εκείνας τας ιεράς σκηνάς εγώ εγνώρισα πολλούς οίτινες εν τη γη ζώντες, ανεστρέφοντο μέσα εις τα βασιλικά παλάτια. Άλλοι δε ήτον και από τους κατοικούντας εις την Κωνσταντινούπολιν. Και άλλοι προς τούτοις, από το εδικόν μας Μοναστήριον. Όλοι δε ούτοι, τους οποίους είδον εκεί και εγνώρισα, ήτον προαποθανόντες.
Εις καιρόν δε οπού εσυλλογιζόμην να ερωτήσω τους μετ’ εμού δύω γέροντας, ποίος ήτον ο τόσον μέγας και θαυμαστός εκείνος ελαιών, προφθάνουσιν εκείνοι την ερώτησιν, και λέγουσιν εις εμένα. Τι διαλογίζεσαι και απορείς, ποίος είναι ο μέγας ούτος και ωραιότατος ελαιών; και ποία είναι, όσα βλέπεις εις αυτόν; Ταύτα είναι εκείνα, δια τα οποία ακούεις να λέγουν οι Πατέρες και η Γραφή. «Πολλαί μοναί παρά σοι Σώτερ πεφύκασι, κατ’ αξίαν πάσι μεριζόμεναι, κατά το μέτρον της αρετής». Ύστερον δε από τον ελαιώνα εκείνον, ήτον μία πόλις, της οποίας το κάλλος και την ποικιλίαν, και την του τείχους αρμονίαν και σύνθεσιν, δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τινάς. Διότι εις όλον εκείνο το τείχος, ήτον δώδεκα στίχοι, οίτινες περιεκύκλοναν αυτό ωσάν ζώναι. Αι οποίαι δεν είχον ένα χρώμα, αλλά πολλά και διάφορα. Επειδή όλαι αι ζώναι ήτον από τους δώδεκα τιμίους λίθους (3). Κάθε δε μία ζώνη, ήτον συναρμοσμένη από ένα λίθον, και ετελείονεν ένα κύκλον ξεχωριστόν.
Τι δε πρέπει να λέγη τινάς δια την ισότητα οπού είχον αι πλάκες της πόλεως εκείνης; και δια την εις όλα ευαρμοστίαν; Εις το τείχος της πόλεως εκείνης ήτον πόρται στολισμέναι με χρυσίον και αργύριον. Μέσα δε από τας πόρτας, ήτον ένα μαλαγματένιον πάτωμα. Μέσα δε από το πάτωμα, ήτον οσπήτια μαλαγματένια. Ήτον μαλαγματένιαι καθέδραι. Ήτον μαλαγματένια τραπέζια. Όλη δε η πόλις ήτον γεμάτη από ανεκλάλητον φως. Όλη γεμάτη από ευωδίας. Όλη γεμάτη από χάριτας διαφόρους. Ταύτην δε περιερχόμενοι και θεωρούντες, δεν είδομεν εκεί άνθρωπον, ούτε κτήνος τετράποδον, ούτε πουλίον, ούτε άλλο κανένα ζώον, ή πράγμα, όσα κινούνται εδώ κάτω εις την γην και εις τον αέρα. Εις δε την άκραν της πόλεως, ήτον κτισμένα θαυμαστά βασίλεια. Των οποίων εις την πόρταν και είσοδον, ήτον ένας θάλαμος. Ήγουν μία θαυμαστή νυμφική κάμερα, της οποίας ο γύρος ήτον τόσον μεγάλος, όση είναι και μία λίθου βολή. Εις τα άκρα δε του θαλάμου εκείνου έως εις τα άλλα άκρα του, ήτον εξαπλωμένη μία τράπεζα, κατεσκευασμένη όλη από μάρμαρον το καλούμενον ρωμαϊκόν. Η οποία ήτον υψηλή από την γην τόσον, όσον να κάθεται και να ακουμβίζη άνθρωπος. Όλη δε η τράπεζα εκείνη ήτον γεμάτη από φιλευομένους.
Και ο οίκος δε όλος εκείνος, ήτον γεμάτος από ένα καθαρώτατον φως, και από ευωδίαν και κάθε χάριν. Κοντά δε εις το τέλος του θαλάμου εκείνου, ήτον μία οικοδομή μικρά, εις είδος κοχλίου κατεσκευασμένη. Κοντά εις την οποίαν, ήτον ένα ηλιακόν ωραίον και πανευφρόσυνον, το οποίον έβλεπε προς την τράπεζαν. Από τούτο το ηλιακόν, έσκυψαν δύω φωτόμορφοι νέοι ευνούχοι, όμοιοι εις το πρόσωπον με την αστραπήν, και γεμάτοι από κάθε λαμπρότητα (4). Οίτινες είπον εις τους δύω γέροντας εκείνους περί εμού. Ας καθίση και ούτος εις την τράπεζαν. Και μαζί με τον λόγον, έδειξαν και με το δάκτυλον τον τόπον της καθέδρας, εις τον οποίον οι δύω γέροντες φέροντες με εκάθισαν. Αυτοί δε επήγαν εις το άλλο μέρος, και εκάθισαν και αυτοί. Οι δε νέοι ευνούχοι εκείνοι, εμβήκαν τάχα εις το ενδότερον μέρος της λαμπράς εκείνης οικίας, το οποίον ήτον κοντά εις το ηλιακόν, και έμενον εκεί πολλάς ώρας.
Τότε λοιπόν εγώ θεωρών με περιέργειαν τα της τραπέζης εκείνης, εγνώριζον πολλούς, τους οποίους είχον φίλους εν τη παρούση ζωή. Τόσον από λαϊκούς κοσμικούς, οίτινες ανεστρέφοντο εις τα βασίλεια, όσον και από τους Μοναχούς του εδικού μας Μοναστηρίου. Αφ’ ου δε επέρασαν ώραι πολλαί, πάλιν έσκυψαν από το ηλιακόν οι νέοι εκείνοι ευνούχοι, και είπον προς τους μετ’ εμού δύω γέροντας. Επιστρέψατε τούτον οπίσω. Ότι πολλά λυπούνται και πενθούσι δι’ αυτόν τα πνευματικά αυτού τέκνα. Όθεν ο Βασιλεύς παρακινηθείς από τους στεναγμούς των, θέλει να μένη ούτος ακόμη εις την μοναδικήν ζωήν. Όθεν πηγαίνοντες τούτον δι’ άλλης στράτας, λάβετε αντί τούτου τον Μοναχόν Αθανάσιον, τον όντα από το Μοναστήριον του Τραϊανού. Και παρευθύς οι δύω γέροντες παραλαβόντες εμένα, ευγήκαν από τον θάλαμον και από την πόλιν εκείνην, δι’ άλλης στράτας συντομωτέρας. Κατά την στράταν δε απαντήσαμεν επτά λίμνας γεμάτας από διαφόρους κολάσεις και τιμωρίας. Διότι άλλη μεν λίμνη ήτον γεμάτη από σκότος, άλλη δε από φωτίαν. Και η μία μεν, ήτον γεμάτη από βρωμεράν ομίχλην και αντάραν. Η δε άλλη, από σκώληκας. Και άλλη, από άλλας βασάνους και τιμωρίας. Όλαι δε αι λίμναι εκείναι ήτον γεμάται από πλήθος ανθρώπων αναριθμήτων. Οίτινες όλοι ελεεινώς και γοερώς έκλαιον και ωδύροντο.
Αφ’ ου δε τας λίμνας εκείνας επεράσαμεν, και επήγαμεν ολίγον εμπρός, πάλιν εύρομεν τον γέροντα εκείνον, όστις ήτον ο Αβραάμ, τον οποίον εγώ ευθύς προσκυνήσας, ησπασάμην. Εκείνος δε έδωκεν εις εμένα ένα ποτήριον χρυσούν, γεμάτον από κρασί γλυκύτερον και αυτού του μέλιτος. Έδωκέ μοι δε και τρία κομμάτια ξηρού άρτου. Από τα οποία, το μεν ένα, εβούτηξα μέσα εις το κρασί, και μοι εφάνη ότι το έφαγον, και έπιον και όλον το κρασί. Τα δε άλλα κομμάτια τα έβαλον τάχα μέσα εις τον κόλπον μου. Τα οποία και εζήτουν εχθές από λόγου σας. Είτα μετά ολίγον επήγαμεν πάλιν εις τον τόπον εκείνον, όπου ο γιγαντιαίος εκείνος ευρίσκετο, ο ασχημότατος, και όμοιος ων με την σκοτεινήν νύκτα κατά το πρόσωπον. Όστις βλέπωντάς με, έβρυχε μεγάλως τους οδόντας του, και με θυμόν και πικρίαν, έλεγε προς εμένα, τώρα μεν, εγλύτωσες από λόγου μου. Εις το εξής όμως, δεν θέλω παύσω από το να κατασκευάζω σκάνδαλα και κακά, τόσον εναντίον σου, όσον και εναντίον του Μοναστηρίου σου.
Ταύτα μεν όσα ηξεύρω και ενθυμούμαι, ιδού σας τα εφανέρωσα, πατέρες και αδελφοί. Πώς δε ήλθον πάλιν εις τον εαυτόν μου παντελώς δεν ηξεύρω.
Αφ’ ου δε ταύτα είπε και εδιηγήθη ο Όσιος Κοσμάς, εστάλθη ένας αδελφός εις το Μοναστήριον, το επονομαζόμενον του Τραϊανού, και ευρίσκει τον Μοναχόν Αθανάσιον αποθανόντα, και έξω του κελλίου του νεκρόν επί του κραββάτου φερόμενον (5). Ερωτήσας δε ο αποσταλείς αδελφός, πότε ο Αθανάσιος απέθανεν, έμαθεν, ότι εχθές κατά την ενάτην ώραν της ημέρας, κατά την οποίαν και ο Όσιος Κοσμάς είδε την ρηθείσαν οπτασίαν, και ήλθεν εις τον εαυτόν του.
Και ταύτα μεν ούτως ηκολούθησαν. Μετά ολίγον δε καιρόν, έγινεν ένα Μοναστήριον τα δύω εκείνα Μοναστήρια, το του θείου Κοσμά και το του Τραϊανού. Διατί ήτον και τα δύω κοντά γειτονεύοντα. Και έως της σήμερον κυβερνώνται και τα δύω από ένα Ηγούμενον. Ζήσας δε ο Όσιος Κοσμάς τριάκοντα χρόνους μετά την ανωτέρω οπτασίαν, και ηγουμενεύων εις τα ειρημένα δύω Μοναστήρια, πολλήν προκοπήν και αύξησιν επροξένησεν εις αυτά, τόσον κατά την θεάρεστον και ενάρετον πολιτείαν των Μοναχών, όσον και κατά τα εισοδήματα τα προς διοίκησιν και τροφάς αναγκαίας των αδελφών, εις δόξαν του φιλανθρώπου Θεού ημών. Αμήν.
(1) Δια τούτων αινιγματωδώς δηλούται, ότι ο Διάβολος, προς μεν τα δεξιά, ήτοι προς τα αγαθά και τας αγαθάς κινήσεις, είναι πάντη κατάψυχρος και ακίνητος. Προς δε τα αριστερά, ήτοι προς τα πονηρά, και τας πονηράς κινήσεις, ενεργής εστι και θερμός και ευκίνητος.
(2) Διατί τα μέλλοντα εκείνα αγαθά, α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, παρομοιάζονται και σχηματίζονται με τα γήϊνα ταύτα αγαθά, όρα εις την δεκάτην πρώτην του Σεπτεμβρίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Οσίου Ευφροσύνου του Μαγείρου.
(3) Δώδεκα λίθοι τίμιοι είναι ούτοι: Ίασπις, Σάπφειρος, Χαλκηδών, Σμάραγδος, Σαρδόνυξ, Σάρδιος, Χρυσόλιθος, Βήρυλλος, Τοπάζιον, Χρυσόπρασος, Υάκινθος, και Αμέθυστος. Τούτους τους λίθους είδε και ο Ιωάννης εις την Ιεράν Αποκάλυψιν, ότι ήτον θεμέλιοι της άνω πόλεως Ιερουσαλήμ, εν κεφ. κα’.
(4) Ούτοι φαίνεται να ήτον Άγγελοι. Ίσως δε να ήτον και οι δύω Αρχάγγελοι: ο Μιχαήλ δηλαδή και ο Γαβριήλ.
(5) Ο Βίος και το Συναξάριον του Οσίου Αθανασίου τούτου, ευρίσκεται κατά την τρίτην του Ιουνίου και όρα εκεί.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Κείμενο διαμορφωμένο στη νεοελληνική.
Το δέκατο τρίτο χρόνο της βασιλείας του Ρωμανού (920-944μ.Χ.), ζούσε στη Βασιλεύουσα (Κων/πολη) κάποιος άνδρας, που υπηρετούσε σαν ένας απο τους πιο έμπιστους φύλακες του βασιλικού κοιτώνα του Αλεξάνδρου, προκατόχου του Ρωμανού στο θρόνο. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος προτίμησε τη μοναχική ζωή. Έγινε μοναχός με τ' όνομα Κοσμάς, και αργότερα ηγούμενος του μοναστηριού που βρίσκεται κοντά στο Σάγαρη ποταμό. Κάποτε όμως τον χτύπησε μια πολύ βαριά αρρώστια, που τον ταλαιπωρούσε για πολύ καιρό.
Συμπλήρωνε ήδη πέντε μήνες σ' αυτή τη φοβερή δοκιμασία, όταν μια μέρα, γύρω στην τρίτη ώρα, συνήλθε λίγο, ανασηκώθηκε μαλακά πάνω στο μικρό του κρεβάτι και ανακάθησε, στηριζόμενος απο το ένα μέρος κι απο το άλλο στους αδελφούς που τον διακονούσαν.
Μόλις όμως κάθησε, έπεσε σε έκσταση. Έμεινε σ' αυτή την κατάσταση απο την τρίτη ώρα μέχρι την ενάτη. Τα μάτια του ήταν ανοικτά και στηλωμένα στην οροφή του κελλιού του, ενω το στόμα του σιγοψιθύριζε λόγια άναρθρα και εντελώς ακατανόητα.
Στο μεταξύ, κάποια στιγμή, ξαναήρθε λίγο στον εαυτό του και ζητούσε απο τους παρευρισκομένους αδελφούς δυό κομμάτια ξερό ψωμί.
- Δώστε μου τις δυό φέττες ψωμί, που πήρα από τον άγιο γέροντα, είπε - κι έβαλε τα χέρια στον κόρφο του ψάχνοντας να τις βρεί.
Μερικοί απο τους παρόντες κατάλαβαν πως είδε οπτασία. Τον ικέτευαν λοιπόν να τους φανερώσει το μεγάλο αυτό μυστήριο.
-Πές μας, πάτερ, του έλεγαν. Μη μας στερήσεις την ωφέλεια. Που ήσουνα τόσες ώρες; Σε ποιά μυστική θεωρία είχες ανυψωσει το νου σου; Είδαμε που μισάνοιγες τα χείλη σου. Με ποιόν συνομιλούσες; Εκείνος βλέποντας να τον παρακαλούν τόσο σπαρακτικά είπε:
-Σταματήστε, παιδιά μου. Κι αν επιτρέψει ο Κύριος να ξανάρθω στον εαυτό μου, θα εκπληρώσω το αίτημα σας.
Το πρωΐ λοιπόν μαζεύτηκαν όλοι οι αδελφοί κοντά του. Κι εκείνος άρχισε να διηγείται:
-Πατέρες και αδελφοί, είναι πάνω απο κάθε νου και γλώσσα ανθρώπινη όσα είδα. Γι' αυτό και μου είναι αδύνατο να τα διηγηθώ με λεπτομέρειες. Πλήν όμως, θα σας διηγηθώ όσα μπορέσω να θυμηθώ.
Καθώς ήμουνα καθισμένος στο μικρό μου κρεβάτι, στηριγμένος σε δύο αδελφούς, μου φάνηκε πως είδα στ' αριστερά μου ενα πλήθος παράξενα ανθρωπάκια με μαύρα πρόσωπα. Η μαυρίλα όμως δεν ήταν σ' όλα η ίδια, αλλά σ' άλλα περισσότερη και σ' άλλα λιγότερη. Και σ' άλλα ανθρωπάκια τα μάτια τους ήταν γυρισμένα, άλλα τα μάτια τους είχαν χρώμα κιτρινόμαυρο, άλλα αιμοστάλαχτο χρώμα, φονικά και θηριώδη. Άλλου πάλι τα χείλη ήταν μελανιασμένα και πρησμένα, άλλου το ένα χείλος ήταν πρησμένο, είτε το πάνω είτε το κάτω.
Αυτά λοιπόν τ' ανθρωπάκια πλησίασαν το κρεβάτι μου και αγωνίζονταν να με πάρουν από κοντά σας. Και στην αρχή μεν, βλέποντας εσάς γύρω μου, ένιωθα να μην τα φοβάμαι πολύ ούτε να χάνω την ψυχραιμία μου μπροστά στην ορμητικότητα τους. Ύστερα όμως, δεν ξέρω πως, χωρίστηκα απο σας, κι έτσι κατόρθωσαν να με συλλάβουν. Μ' άρπαξαν θρασύτατα, μ' έδεσαν, κι άρχισαν άλλοι να με σέρνουν μπροστά, άλλοι να με τραβάνε πίσω, ένας να με δένει χειροπόδαρα κι άλλοι να με σφίγγουν δυνατά. Τελικά με πήραν, κι άρχισαν να με σφίγγουν δυνατά. Τελικά με πήραν, κι άρχισαν να με σέρνουν με βιαιότητα σ' ένα αχανή γρεμό, που το πλάτος του δεν ξεπερνούσε μια πετροβολιά, το βάθος του όμως έφτανε μέχρι τα τάρταρα. Στη μιά πλευρά του γκρεμού υπήρχε ένα μονοπάτι τόσο στενό, που μόλις μπορούσε να χωρέσει μια πατημασιά. Σ' αυτό το στενό- στενό μονοπάτι με τραβούσαν με μεγάλη βία, ενω φρόντιζα να γέρνω πάντα προς το δεξιό μέρος, μην τυχόν γλιστρήσω και γκρεμιστώ στο αχανές και απερίγραπτό εκείνο βάραθρο. Καθώς φαίνεται μάλιστα, στο βάθος του κυλούσε ενα ποτάμι, που η ροή του δημιουργούσε μεγάλο βουητό.
Αφού λοιπόν με μεγάλο τρόμο περάσαμε κείνο το στενό δρομάκι, βαδίζοντας θαρρώ προς τ' ανατολικά, βρήκαμε μια μεγάλη πύλη μισάνοιχτη. Μπροστά της καθόταν ενας πελώριος γίγαντας, μαύρος και φοβερός στην όψη. Τα τεράστια μάτια του ηταν γυρισμένα ανάποδα, κατακόκκινα σαν αίμα, και πετούσαν πύρινες φλόγες. Απ' τα ρουθούνια του έβγαιναν καπνοί. Η γλώσσα του κρεμμόταν μια πήχη έξω απο το στόμα. Το δεξί του χέρι ήταν εντελώς ψυχρό και ακίνητο. Το αριστερό όμως ήταν χοντρό σαν κολόνα, γυμνό και πολύ μακρύ. Μ' αυτό το χέρι άρπαζε κι' έριχνε μέσα σ' εκείνο το χάος τους καταδικασμένους αμαρτωλούς που έβγαζαν σπαρακτικές κραυγές.
Καθώς λοιπόν πλησιάσαμε, ο φοβερός αγριάνθρωπος έβγαλε φωνή μεγάλη και είπε σ' εκείνους που μ' έσερναν:
- Αυτός έιναι φίλος μου!
Κι ευθύς άπλωσε το χέρι του και δοκίμασε να με πιάσει. Άρχισα να τρέμω απο φόβο. Μαζεύτηκα και κουλουριάστηκα κάτω, κυριευμένος απο τρομάρα.
Την ίδια στιγμή όμως- λες και κάποιος έστειλε για μένα - παρουσιάστηκαν δυο λευκότριχοι και σεβάσμιοι γέροντες. Νομίζω πως τους αναγνώρισα. Ήταν οι άγιοι απόστολοι Ανδρέας ο Πρωτόκλητος και Ιωάννης ο Θεολόγος, καθώς τους θυμάμαι απο τις ιερές εικόνες τους. Μόλις τους είδε εκείνος ο απαίσιος γίγαντας, έκανε πίσω και κρύφτηκε βιαστικά. Με πήραν τότε καλοσυνάτα οι δυο γέροντες, περάσαμε τη μεγάλη πύλη και μιαν άλλη εσωτερική, και βγήκαμε σ' ένα πεδινό τόπο με πανέμορφα χωριά. Τα προσπεράσαμε και προχωρίσαμε μέχρι το τέλος της πεδιάδας. Ήταν εκεί μια κοιλάδα καταπράσινη και πάντερπνη, που την ομορφιά και την χάρη της είναι εντελώς αδύνατο να παραστήσει κανείς με λόγια. Κι εκεί, καταμεσίς, καθόταν ένας γέροντας, χαριτωμένος και σεβάσμιος, έχοντας γύρω του παιδιά πλήθος, σαν την άμμο της θάλασσας.
Ε τότε ένιωσα να μου φεύγει ο φόβος, και, κάπως ήρεμος πιά, ρώτησα τους δυό οδηγούς μου:
- Ποιός να 'ναι ο γέροντας; Και τι είν' αυτό το αναρίθμητο πλήθος που τον κυκλώνει;
- Ο Αβραάμ είναι, μου είπαν. Κι αυτό που βλέπεις είναι ο κόλπος του Αβραάμ, για τον οποίο έχεις ακούσει.
Κι ευθύς με την προτροπή τους, πήγα και τον προσκύνησα ευλαβικά.
Αμέσως μετά συνεχίσαμε την πορεία μας. Περάσαμε την κοιλάδα και βγήκαμε σ' έναν απέραντο ελειώνα. Θαρρώ πως πιό πολλά ήταν τα δέντρα του ελαιώνα εκείνου απο τ' άστρα τ' ουρανού. Κάτω απο κάθε ελλιά ήταν μια σκηνή. Σε κάθε σκηνή υπήρχε μια κλίνη, και σε κάθε κλίνη ένας άνθρωπος. Σ' εκείνες τις σκηνές αναγνώρισα πολλούς που ήξερα πως ζούσαν στα βασιλικά παλάτια, άλλους που κατοικούσαν στην πόλη ( Κων/ πολη), μερικούς αγρότες, καθώς και ορισμένους απο το μοναστήρι μας. Όλοι αυτοί που αναγνώρισα, είχαν ήδη πεθάνει.
Ενώ λοιπόν σκεφτόμουν να ρωτήσω τους δυο γέροντες συνοδούς μου ποιός ήταν εκείνος ο απέραντος και τόσο θαυμάσιος ελαιώνας, με πρόλαβαν εκείνοι και είπαν:
- Τι απορείς για το ποιός είναι τούτος ο μεγάλος και πανέμορφος ελαιώνας κι όλα όσα βλέπεις μέσα σ' αυτόν; Είν' εκείνα που ακούς να λένε οι Πατέρες και η Γραφή: " Πολλές κατοικίες υπάρχουν στα ουράνια σκηνώματα Σου, Σωτήρα μας, όπου κατανέμονται όλοι οι ανθρώποι ανάλογα με την αξία τους και σύμφωνα με τα μέτρα της αρετής τους" ( Iω 14:2)
Μετά τον ελαιώνα εκείνο ήταν μια πόλη, που την ομορφιά της και την ποικιλία της και την αρμονική της κατασκευή του τείχους της είναι αδύνατο να περιγράψω. Δώδεκα ζωνάρια, απο δώδεκα πολύτιμους λίθους, έζωναν όλο το τείχος γύρω-γύρω. Κάθε ζωνάρι ήταν φτιαγμένο απο ένα είδος πολύτιμων λίθων και σχημάτιζε ξεχωριστό κύκλο. Τι να πω και για τις άλλες ομορφιές της πολιτείας εκείνης; Ήταν επίπεδη, ευρύχωρη, αρμονικά οικοδομημένη σε κάθε της λεπτομέρεια. Το τείχος καταστόλιζαν πύλες πλουμισμένες με χρυσάφι και ασήμι, που, μόλις άνοιγαν, αποκάλυπταν δάπεδο χρυσό. Ακολουθούσαν κατοικίες χρυσές και καθίσματα χρυσά και τραπέζια χρυσά. Κι η πολιτεία ολάκερη λουσμένη σε φως αλάλητο και σ' ευωδία άρρητη, σε γέμιζε χαρά.
Όσο τριγυρνούσαμε στην πόλη πουθενά δεν είδαμε άνθρωπο ή ζώο ή πουλί ή άλλο γήϊνο πλάσμα. Μόνο σαν φτάσαμε στην άκρη της, αντικρύσαμε θαυμαστά ανάκτορα, που στην είσοδο τους υπήρχε ένας θάλαμος μακρύς, όσο η βολή μιας πέτρας. Απο τη μια μεριά μέχρι την άλλη ήταν στρωμένη τράπεζα, απο μάρμαρο ρωμαϊκό κατασκευασμένη και ψηλή τόσο, όσο χρειάζεται για να κάθεται και ν' ακουμπάει ένας άνθρωπος. Κι η τράπεζα εκείνη ήταν γεμάτη απο συμποσιαστές. Φώς υπέρλαμπρο κι ευωδία και χάρη γέμιζαν όλο τον χώρο. Ο θάλαμος κατέληγε σε μικρό ελικοειδή διάδρομο, που έβγαζε σ' ενα ωραίο λιακωτό, ακριβώς απέναντι στην τράπεζα.
Απο εκεί φάνηκαν δυο φωτόμορφοι ευνούχοι, υπέλαμπροι και αστραποβόλοι στην όψη (προφανώς ήταν άγγελοι). Στράφηκαν στους γέροντες που με βάσταζαν:
- Ας καθήσει κι αυτός στην τράπεζα, είπαν.
Και την ίδια στιγμή έδειξαν μια θέση, όπου με οδήγησαν οι γέροντες να καθήσω. Έπειτα κάθησαν κι αυτοί σ' ένα άλλο μέρος του θαλάμου, ενω οι ευνούχοι σα ν' αποσύρθηκαν στο βάθος του σπιτιού, προς τη μεριά του λιακωτού. Όσο έλειπαν, έπιασα να παρατηρώ με προσοχή ότι γινόταν στην τράπεζα εκείνη. Ανάμεσα στους ομοτράπεζους αναγνώρισα πολλούς γνωστούς μου, τόσο απο την τάξη των κοσμικών όσο και απο το μοναστήρι μας. Ξεχώρισα και μερικούς απ' τους παλατιανούς.
Μετά απο πολλές ώρες οι ευνούχοι φάνηκαν πάλι και φώναξαν τους γέροντες.
- Αυτόν εδω να τον γυρίσετε πίσω, γιατί πολύ θλίβονται για το θάνατο του τα πνευματικά του παιδιά. Ο βασιλιάς Κύριος, συγκινημένος απο την οδύνη τους, αποφάσισε να παρατείνει τη μοναχική του ζωή. Γυρίστε τον πίσω λοιπόν απο άλλο δρόμο, και πάρετε, αντί γι' αυτόν, το μοναχό Αθανάσιο, απο το μοναστήρι του Τραϊανού.
Με πήραν οι γέροντες. Βγήκαμε γρήγορα απο το θάλαμο κι' απ' την πόλη, ακολουθώντας άλλο δρόμο. Καθώς προχωρούσαμε, συναντήσαμε τώρα εφτά λίμνες, για ισάριθμες κολάσεις και τιμωρίες. Άλλη ήταν κατασκότεινη, άλλη γεμάτη σκουλήκια και άλλη βασανιστήρια και τιμωρίες. Σ' όλες όμως στριμώχνονταν πλήθος αναρίθμητων ανθρώπων, που θρηνούσαν, ζητώντας έλεος, και κραύγαζαν γοερά.
Αφού περάσαμε εκείνες τις λίμνες κι έναν άλλο μικρό τόπο, συναντήσαμε πάλι τον γέροντα, που έλεγαν πως είναι ο Αβραάμ. Τον πλησίασα κι αυτή τη φορά και τον ασπάστηκα. Κι εκείνος μου πρόσφερε ενα χρυσό ποτήρι γεμάτο κρασί γλυκό, γλυκύτερο κι απο το μέλι, και τρία κομμάτια ξερό ψωμί. Απ' αυτά το ένα το έβρεξα μέσα στο κρασί, και σα μου φάνηκε πως το έφαγα. Τ' άλλα δυό τα έκρυψα μέσα στον κόρφο μου. Είναι αυτά που σας ζητούσα χθές.
Μετά απο λίγο φτάσαμε πάλι στον τόπο, όπου καθόταν εκείνος ο πανάσχημος γίγαντας,με τη μαύρη σαν τη νύχτα όψη. Μόλις με είδε, άρχισε να τρίζει τρομερά τα δόντια του εναντίον μου, και να λέει με οργή και κακία:
- Τώρα μου γλίτωσες! Αλλ' απο δω και πέρα δε θα πάψω να πλέκω σκάνδαλα και να στήνω παγίδες σε σένα και στο μοναστήρι σου!
Αυτά είναι αδελφοί μου, όλα όσα ξέρω. Σας τα είπα. Πως όμως ξαναβρήκα τον εαυτό μου, αυτό το αγνοώ εντελώς.
Αμέσως οι πατέρες έστειλαν έναν αδελφό στο μοναστήρι του Τραϊανού. Κι εκείνος, μόλις έφτασε, βρίσκει τον μοναχό Αθανάσιο νεκρό, να τον βγάζουν απο το κελλί του ξαπλωμένο πάνω στο νεκροκρέβατο. Ο αδελφός ρώτησε να μάθει πότε ξεψύχησε.
- Χθές, γύρω στην ενάτη ώρα, του είπαν.
Ήταν η ώρα που ο μοναχός Κοσμάς, έχοντας δει την οπτασία, ήρθε πάλι στον εαυτό του.
Μετά απο λίγο καιρό, τα δυό μοναστήρια συγχωνεύτηκαν σε ένα, σαν κοντινά που ήταν. Και μέχρι σήμερα ( 12 αιώνας, τότε που έζησε ο συγκραφέας της διηγήσεως Μαυρίκιος, Διάκονος) ένας ηγούμενος τα καθοδηγεί.
Ο μοναχός Κοσμάς έζησε τριάντα ακόμα χρόνια μετά την οπτασία, καθοδηγώντας και τα δυό μοναστήρια στη θεάρεστη πολιτεία των μοναχών όσο και, γενικά, στη διοίκηση και τα εισοδήματα τους, πρός δόξαν του φιλάνθρωπου Θεού μας. Αμήν.
Πηγή: (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’, Εκδόσεις Δόμος, 2005), Κοινωνία Ορθοδοξίας, Ψήγματα Ορθοδοξίας