Γνώριζε ὅτι στὸν πόλεμο αὐτό, δυὸ θελήσεις ὑπάρχουν μέσα μας ἀντίθετες ἀναμεταξύ τους· ἡ μία, τοῦ λογικοῦ καὶ γι᾿ αὐτὸ λέγεται, θέλησις λογική, καὶ ἀνώτερη· ἡ ἄλλη, τῆς αἰσθήσεως καὶ γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζεται, θέλησις αἰσθητικὴ καὶ κατώτερη, ἡ ὁποία ἀκόμη πιὸ συνηθισμένα, ὀνομάζεται θέλησις ἄλογη, θέλησις διαθέσεως σάρκας καὶ πάθους· μὲ τὴν ἀνώτερη καὶ λογικὴ θέλησι ἐπιθυμοῦμε ὅλα τὰ καλά· καὶ μὲ τὴν κατώτερη καὶ παράλογη θέλησι, ἐπιθυμοῦμε ὅλα τὰ κακά· λοιπόν, ὅταν ἐμεῖς θέλουμε κανένα πρᾶγμα μὲ μόνον τὴν αἴσθησι, ἕως ποὺ δὲν ταιριάζουμε μὲ τὴν ἀνώτερη καὶ λογικὴ θέλησι νὰ τὸ θέλουμε, δὲν λογαριάζεται, ὅτι τὸ θέλουμε στὰ ἀλήθεια. Ὁπότε ὅλος ὁ ἀόρατος πόλεμος, πρῶτα σε αὐτὸ μένει, δηλαδή, στὸ νὰ μὴ γέρνει ἡ ἀνώτερη θέλησι στὴ κατώτερη. Γιατὶ, ἡ λογικὴ θέλησι, ἡ ὁποία βρίσκεται ἀνάμεσα στὴ θέλησι τοῦ Θεοῦ, ποὺ μένει πάνω της καὶ σὲ ἐκείνη τῆς αἰσθήσεως, ποὺ εἶναι κάτω της, πολεμεῖται πάντα καὶ ἀπὸ τὴ μία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἐπειδὴ καὶ κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς θέλει νὰ τὴν παρασύρῃ καὶ νὰ τὴν ὑποτάξη στὸν ἑαυτό της (1).
Γι᾿ αὐτό, μεγάλη δοκιμασία καὶ κόπο, καὶ μάλιστα στὴν ἀρχή, δοκιμάζουν ἐκεῖνοι, ποὺ συνήθισαν στὸ κακό, ὅταν ἀποφασίσουν νὰ ἀλλάξουν τὴν κοσμικὴ καὶ σαρκική τους ζωὴ καὶ νὰ παραδοθοῦν στὴν ἀγάπη καὶ ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ, τὶς ἀντιθέσεις ποὺ δέχεται ἡ λογικὴ θέλησί τους, ἀπὸ τὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν θέλησι τῆς αἰσθήσεως, οἱ ὁποῖες μένουν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ τὴν πολεμοῦν, εἶναι τόσο δυνατές, ποὺ μὲ μεγάλη δοκιμασία τὶς αἰσθάνονται, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν συμβαίνει σὲ ἐκείνους, ποὺ συνήθισαν ἤδη, ἢ στὶς ἀρετὲς ἢ στὶς κακίες καὶ ποὺ ἀναπαύονται νὰ ζοῦν ἢ σὲ ἐκεῖνες ἢ σὲ αὐτές.
Γιατὶ, οἱ μὲν ἐνάρετοι, συμφωνοῦν εὔκολα στὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ, οἱ δὲ κακοί, κλίνουν σὲ ἐκείνη τῆς αἰσθήσεως, χωρὶς καμία ἀντίθεσι (2). Ὁπότε, ἂς μὴν καυχᾶται κανείς, πὼς μπορεῖ νὰ ἀποκτήσῃ τὶς ἀληθινὲς χριστιανικὲς ἀρετὲς καὶ νὰ ὑπηρετήσῃ τὸν Θεό, καθὼς πρέπει, ἂν δὲν βιάση στὰ ἀλήθεια τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ ἐγκαταλείψη ὄχι μόνο τὶς μεγαλύτερες εὐχαριστήσεις, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὶς μικρότερες, στὶς ὁποῖες ἦταν πρὶν ἀφοσιωμένος μὲ κοσμικὴ ἀγάπη. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ συμβαίνει νὰ φθάνουν στὴν τελειότητα πολὺ λίγοι (3). Γιατὶ, ἀφοῦ κατάκτησαν μὲ κόπο τὶς μεγαλυτέρες εὐχαριστήσεις, δὲν θέλουν μετὰ ἀπὸ αὐτὰ νὰ πιέσουν τὸν ἑαυτό τους, στὸ νὰ νικήσουν καὶ τὶς μικρότερες καὶ ἀσήμαντες ἐπιθυμίες τους, οἱ ὁποῖες κάθε ὥρα τοὺς κατακτοῦν.
Γιὰ παράδειγμα· ὑπάρχουν μερικοί, ποὺ δὲν παίρνουν τὸ ξένο πρᾶγμα, ἀλλὰ ὅμως ἀγαπᾶνε μὲ ὑπερβολὴ τὸ δικό τους· εἶναι ἄλλοι ποὺ δὲν ζητᾶνε τιμὲς μὲ ἀθέμιτα καὶ ἄπρεπα μέσα· ὅμως, δὲν τὶς συχαίνονται, καθὼς ἔχουν χρέος, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐπιθυμοῦν, καὶ κάποιες φορὲς τὶς γυρεύουν μὲ ἄλλους διαφόρους τρόπους. Ἄλλοι πάλι, κρατᾶνε τὶς νομοθετημένες νηστεῖες κατὰ τὴν ὑποχρέωσί τους, ὅμως κυριεύονται ἀπὸ τὴν ἀδηφαγία καὶ τὴν βουλιμία, τρώγοντας περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τοὺς εἶναι ἀρκετό. Ἄλλοι ζοῦν μὲ ἐγκράτεια, ὅμως δὲν ξεκολλᾶνε ἀπὸ κάποιες παρέες, ποὺ τοὺς ἀρέσουν, οἱ ὁποῖες τοὺς προξενοῦν μεγάλο ἐμπόδιο στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὴ ἕνωσι μὲ τὸ Θεό· καὶ μάλιστα, οἱ ἐκεῖνες οἱ συναναστροφές, ποὺ γίνονται μὲ πρόσωπα νέα καὶ εὐλαβῆ, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὅσο λιγώτερο φοβᾶται κάποιος, τόσο περισσότερο πρέπει νὰ τὰ ἀποφεύγῃ (4).
Ὁπότε, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, ἀκολουθεῖ σὲ αὐτοὺς τὸ γεγονὸς ὅτι κάνουν τὰ καλὰ ἔργα, ἀτελῆ, ἐλλιπῆ καὶ ταιριασμένα μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς τιμῆς καὶ τῶν ἐπαίνων τοῦ κόσμου. Ἀπὸ αὐτά, σὰν ἐπακόλουθο ἔρχεται τὸ νὰ μὴ προκόβουν στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ νὰ ἐπιστρέφουν καὶ πίσω καὶ νὰ ξαναπέφτουν στὰ πρῶτα κακά· γιατὶ δὲν ἀγαπᾶνε τὴν ἀληθινὴ ἀρετή, οὔτε φαίνονται εὐχάριστοι στὸ Θεό, ποὺ τοὺς λύτρωσε πρὶν ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου· ἀπὸ αὐτὰ ἀκόμη ἀκολουθεῖ νὰ εἶναι αὐτοὶ ἀμαθεῖς πάντα καὶ τυφλοὶ στὸ νὰ μὴ βλέπουν τὸν κίνδυνο ποὺ βρίσκονται σὲ κάποια στιγμή, ποὺ νομίζουν πὼς εἶναι ἀσφαλεῖς καὶ ἀκίνδυνοι.
Καὶ ἐδῶ φανερώνεται μία πλάνη, τόσο περισσότερο ἐπιζήμια, ὅσο εἶναι λιγώτερο γνωστή· ἐπειδή, εἶναι πολλοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν πνευματικὴ ζωή, ἀγαπᾶνε ὅμως περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι πρέπει τὸν ἑαυτό τους (ἂν καὶ στὴν πραγματικότητα δὲν γνωρίζουν νὰ τὸν ἀγαποῦν). Γιατὶ, καταπιάνονται περισσότερο, μὲ ἐκεῖνα τὰ ἀγωνίσματα, ποὺ γέρνει ἡ ἐπιθυμία τους καὶ ἀφήνουν τὰ ἄλλα, ποὺ ἔρχονται σὲ ἀντίθεσι μὲ τὴ φυσική τους κλίσι καὶ στὶς ἐπιθυμίες τῶν αἰσθήσεων, τὶς ὁποῖες, ἔπρεπε μὲ κάθε δίκαιο νὰ πολεμοῦν μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις.
Γιὰ αὐτό, ἀγαπητὲ ἐν Κυρίῳ, ἀδελφέ μου, σοῦ παραγγέλνω νὰ ἀγαπᾷς πάντα τὴν δυσκολία καὶ τὴ δοκιμασία, ποὺ φέρνει μαζί του αὐτὸς ὁ πόλεμος, ἀκόμη καὶ ἂν νικηθῇς κάποτε σὲ αὐτόν. Γιατὶ λέει ὁ Σειράχ· «Μὴ μισήσῃς κουραστικὴ ἐργασία» (7,16). Γιατὶ ἐδῶ βρίσκονται τὰ πάντα. Ἐπειδὴ καὶ ὅσο πιὸ δυνατὰ ἀγαπήσῃς τὴ δυσκολία ποὺ δείχνει στοὺς ἀρχάριους ἡ ἀρετὴ καὶ ὁ πόλεμος, τόσο περισσότερο καὶ πιὸ γρήγορα θὰ νικήσῃς· τί λέω; ἐὰν ἐσὺ ἀγαπήσῃς περισσότερο τὸν βασανιστικὸ πόλεμο τῶν παθῶν, παρὰ τὶς δικές σου ἀρετὲς καὶ τὶς νίκες, φυσικὰ πολὺ πιὸ γρήγορα θὰ ἀποκτήσῃς κάθε καλό.
1. Οἱ τρεῖς αὐτὲς θελήσεις, ὀνομάζονται καὶ νόμοι ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο (Ρωμ. κεφ. 7). Ἡ λογικὴ θέλησις, νόμος τοῦ νοῦ, ὁ παράλογος νόμος ποὺ βρίσκεται στὰ μέλη καὶ ἀντιστρατεύεται τὸ νόμο τοῦ νοῦ, ἡ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ, νόμος πνευματικὸς καὶ νόμος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέεται ὁ νόμος τοῦ νοῦ, προσθέτει δὲ καὶ τέταρτο νόμο, τὸν τῆς ἁμαρτίας· ὁ ὁποῖος εἶναι, κατὰ τὴν ἐρηνεία τοῦ θείου Δαμασκηνοῦ, ἡ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ ἐξαπολυμένη ἐπίθεσις τῶν κακῶν λογισμῶν, στὴν ὁποία αἰχμαλωτίζει τὸν νοῦ ὁ νόμος ποὺ βρίσκεται στὰ μέλη· τὴν δὲ λογικὴ ἐπιθυμία, καὶ νόμο τοῦ νοός, ὁ Θεῖος Δαμασκηνός, ὀνομάζει συνείδησι. (Βιβλ. Θεολόγ. κεφ. 99).
2. Ἐπειδή, κατὰ τὸν Σολομώντα «Ὅταν ἔλθη ἀσεβὴς εἰς βάθος κακῶν, καταφρονεῖ».(Παρ. ιη᾿ 3).
3. Γιατὶ τόσο μεγάλο καὶ λεπτὸ πρᾶγμα εἶναι ἡ τελειότητα καὶ ἡ ἕνωσις μὲ τὸν Θεόν, ὥστε ἕνα τόσο μικρὸ ἐμπόδιο, ὅσο εἶναι μία μοναχὴ τρίχα, μπορεῖ νὰ τὴν στερήσῃ ἀπὸ μᾶς καὶ νὰ μὴ μᾶς ἀφήσῃ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό, καθὼς λέγει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος (Λόγ. νζ´). «Ἤγουν, ἂν ἔχωμεν ἀπὸ ἀμέλειάν μας κανένα μικρὸ λογισμόν, ἢ δισταγμὸν ἀπιστίας, ἢ διψυχίας, ἢ δειλίας, ἢ ἄλλο κανένα πάθος καὶ προσπάθειαν, δὲν θέλομεν ἀξιωθῆ νὰ ἔχωμεν ἐγκάτοικον τὸν Θεὸν εἰς τὴν ψυχήν μας».
4. Σημείωσε ἐδῶ, ἀδελφέ, καὶ γιὰ κάποιες φυσικὲς κλίσεις ἢ πάθη, τὰ ὁποῖα οὔτε θανάσιμα ἁμαρτήματα λέγονται, οὔτε συγγνωστά, μὲ τὸ νὰ μὴ γίνωνται ἀπὸ τὴν προαίρεσί μας, εἶναι ἐξαρτημένα ἀπὸ τὴν ἰδιοσυγκρασία τῶν σωμάτων αὐτὰ δὲ ὀνομάζονται ἀτελειότητες, ἐλαττώματα καὶ ψεγάδια φυσικά, καθὼς λόγου χάρι, εἶναι πολλοὶ ἀπὸ τὴ φύσι τους πικροὶ καὶ μελαγχολικοί· ἄλλοι αὐστηροὶ καὶ ὀξύθυμοι· ἄλλοι ἐλαφροὶ στὸ λογισμὸ καὶ ἀσύστατοι, ἄλλοι πεισματώδεις· ἄλλοι φιλόφιλοι καὶ ἄλλοι ἔχουν ἄλλα φυσικὰ ἐλαττώματα. Ὁπότε καὶ κατὰ αὐτῶν τῶν ἐλαττωμάτων πρέπει νὰ πολεμᾶμε, διορθώνοντας τὶς ὑπερβολὲς καὶ τὶς ἐλλείψεις τους μὲ τὴν διάκρισι τοῦ σωστοῦ λόγου καὶ μετατρέποντας αὐτὰ σὲ ἀρετές. Γιατὶ κανένα φυσικό, ὅσο καὶ ἂν εἶναι ἄγριο, δὲν ἀντιστέκεται τόσο στὴν προαίρεσι, ποὺ μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὸν κόπο καὶ τὴν ἐπιμέλεια τὴ δική μας, νὰ μὴν μπορῇ νὰ νικηθῆ. Λέγω δὲ νὰ πολεμοῦμε καὶ αὐτά, γιατὶ ἂν καὶ φυσικὰ καὶ ὄχι καὶ προαιρετικά, μᾶς ἐμποδίζουν ὅμως ἀπὸ τὴν τελειότητα.
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες