Παραπάνω σοῦ ἔδειξα, πῶς ἐμεῖς ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ μποροῦμε νὰ ἀνεβάσουμε τὸν νοῦ στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ· τώρα μάθε καὶ ἄλλο τρόπο, γιὰ νὰ ἀνεβάσης τὸ νοῦ σου στὴ μελέτη τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, σκεπτόμενος τὰ ἁγιώτατα μυστήρια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ πάθους του. Ὅλα τὰ αἰσθητὰ πράγματα τοῦ σύμπαντος κόσμου, μποροῦν νὰ βοηθήσουν σ᾿ αὐτὴ τὴν μελέτη καὶ θεωρία, ἂν πρῶτα συλλογισθῇς σ᾿ αὐτά, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, τὸν Κορυφαῖο Θεό, ὡς μοναδικὴ καὶ πρώτη αἰτία, ποὺ τοὺς ἔδωσε ὅλο ἐκεῖνο τὸ εἶναι, τὴν δύναμι, τὴν ὡραιότητα καὶ ὅλες τὶς ἄλλες τελειότητες ποὺ ἔχουν καὶ ἂν μετὰ ἀπὸ αὐτὰ σκεφθῇς, πόσο μεγάλη καὶ ἄπειρη στάθηκε ἡ ἀγαθότητα αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὄντας μοναδικὴ ἀρχὴ καὶ Κύριος κάθε δημιουργήματος, θέλησε νὰ πέσῃ τόσο χαμηλά, νὰ γίνῃ ἄνθρωπος, νὰ πάθῃ καὶ νὰ πεθάνῃ γιὰ τὸν ἄνθρωπον, ἐπιτρέποντας στὰ ἴδια ἔργα τῶν χειρῶν του, νὰ ὁπλισθοῦν ἐναντίον του γιὰ νὰ τὸν σταυρώσουν.
Λοιπὸν ὅταν ἐσὺ βλέπῃς ἢ ἀκοῦς ἢ πιάνῃς ὅπλα, σχοινιά, ξυλοδαρμούς, στύλους, ἀγκάθια, καρφιά, σφυριὰ καὶ ἄλλα τέτοια, συλλογίσου μὲ τὸν νοῦ σου ὅτι ὅλα αὐτά, στάθηκαν ὄργανα τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου σου.
Πάλι, ὅταν βλέπῃς ἢ κατοικῇς σὲ σπίτια φτωχικά, ἂς ἔρχεται στὴν ἐνθύμησί σου τὸ σπήλαιο καὶ ἡ φάτνη τοῦ Δεσπότου σου. Ἂν δῇς νὰ βρέχῃ, θυμήσου ἐκείνη τὴν γεμάτη αἵματα βροχὴ τοῦ ἱδρῶτα, ποὺ ἔσταζε στὸν κῆπο ἀπὸ τὸ ἱερώτατο σῶμα τοῦ γλυκύτατού μας Ἰησοῦ καὶ κατάβρεξε τὴν γῆ. Ἂν βλέπῃς τὴν θάλασσα καὶ τὰ καΐκια, θυμήσου, πῶς ὁ Θεός σου περπάτησε σωματικὰ πάνω σὲ αὐτή, καὶ πῶς στεκότανε μέσα στὰ πλοῖα καὶ δίδασκε τοὺς ὄχλους ἀπὸ αὐτά. Οἱ πέτρες, ποὺ θὰ δῇς, θὰ σοῦ θυμήσουν ἐκεῖνες τὶς πέτρες, ποὺ συντρίφθηκαν στὸν θάνατό του· ἡ γῆ θὰ σοῦ θυμήσῃ ἐκεῖνο τὸ σεισμό, ποὺ ἔκανε τότε στὸ πάθος του.
Ὁ ἥλιος, θὰ σοῦ θυμίσῃ τὸ σκοτάδι, ποὺ τὸν σκοτείνιασε τότε· τὰ νερὰ θὰ σοῦ θυμήσουν ἐκεῖνο τὸ νερό, ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν ἁγία του πλευρά, ὅταν τὸν ἐτρύπησε ὁ στρατιώτης νεκρὸ στὸ σταυρό. Ἂν πίνῃς κρασὶ ἢ ἄλλο ποτό, θυμήσου τὸ ξύδι καὶ τὴν χολή, ποὺ πότισαν τὸν Δεσπότη σου. Ἂν σὲ θέλγῃ ἡ εὐωδία τῶν ἀρωμάτων, τρέξε νοερὰ στὴ δυσωδία, ποὺ ὁ Ἰησοῦς αἰσθανόταν στὸ ὄρος τοῦ Γολγοθᾶ, τὸ ὁποῖο ἦταν τόπος τῆς καταδίκης, στὸ ὁποῖο ἀποκεφάλιζαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν δύσοσμο καὶ βρωμερό (1).
Ὅταν ντύνεσαι, θυμήσου, ὅτι ὁ αἰώνιος Λόγος ντύθηκε σάρκα ἀνθρώπου γιὰ νὰ ντύσῃ ἐσένα ἀπὸ τὴν θεότητά του. Ὅταν πάλι ξεντύνεσαι, σκέψου τὸν Χριστό σου, ποὺ ἔμεινε γυμνὸς γιὰ νὰ μαστιγωθῆ καὶ νὰ καρφωθῆ στὸ σταυρὸ γιὰ λογαριασμό σου. Ἐάν σου φανῆ καμμία φωνὴ γλυκειὰ καὶ νόστιμη, μετάθεσε τὴν ἀγάπη στὸ Σωτῆρα σου, στοῦ ὁποίου τὰ χείλη ξεχύθηκε ὅλη ἡ χάρι καὶ νοστιμάδα, κατὰ τὸ ψαλμικὸ «ἐξεχύθη χάρις ἐν χείλεσί σου» (Ψαλμ. 44,3)· καὶ ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τῆς γλώσσης του κρεμόταν ὁ λαός, κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ· «ὁ λαὸς ὅλος ὅταν τὸν ἄκουγε κρεμόταν ἀπὸ τὰ χείλη του» (κεφ. 19,48). Ἐὰν ἀκούσῃς ταραχὲς καὶ φωνὲς τοῦ λαοῦ, σκέψου ἐκεῖνες τὶς παράνομες φωνὲς τῶν Ἰουδαίων, «Ἆρον, Ἆρον, σταύρωσον αὐτόν», ποὺ ἀκούστηκαν δυνατὰ στὰ θεϊκὰ αὐτιά του. Ἂν δῇς κανένα ὄμορφο πρόσωπο, θυμήσου πὼς ὁ ὡραιότατος Ἰησοῦς Χριστός, πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἔγινε ἄμορφος, καὶ ἀτιμασμένος, χωρὶς καμία ὀμορφιὰ πάνω στὸ σταυρὸ γιὰ τὴν ἀγάπη σου. Κάθε φορά, ποὺ θὰ κτυπήσῃ τὸ ρολόϊ, ἂς ἔρθη στὸ νοῦ σου ἐκεῖνο τὸ λυποθύμισμα τῆς καρδιᾶς, ποὺ ἔνιωσε ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἄρχισε στὸ κῆπο νὰ φοβᾶται τὴν ὥρα τοῦ πάθους καὶ τοῦ θανάτου, ποὺ πλησίασε· ἢ νόμισε πὼς ἀκοῦς ἐκείνους τοὺς σκληροὺς χτύπους ποὺ ἀκούγονταν ἀπὸ τὰ σφυριά, ὅταν τὸν κάρφωναν στὸ σταυρό. Καὶ γιὰ νὰ πῶ ἁπλά, σὲ κάθε λυπηρὴ ἀφορμὴ ποὺ θὰ σὲ βρῇ ἢ βρῇ ἄλλους, σκέψου πὼς δὲν εἶναι μηδὲν κάθε λύπη καὶ δοκιμασία, κατ᾿ ἀναλογία καὶ ὁμοιότητα τῶν ἀνήκουστων δοκιμασιῶν, ποὺ καταπλήγωσαν καὶ συνέτριψαν τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ Κυρίου σου.
1. Γιὰ δυὸ λόγους ὁ λόφος τοῦ Γολγοθᾶ ὠνομάσθηκε Κρανίου τόπος, πρῶτα καὶ τὸ πιὸ σημαντικό, γιατὶ κατὰ τὴν γνώμη Βασιλείου, Χρυσοστόμου καὶ Θεοφυλάκτου εἶναι ἡ παράδοσις αὐτὴ ὅτι, ἐκεῖ ἦταν θαμμένο τὸ σῶμα τοῦ Ἀδάμ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ μοναχὸς Ἐπιφάνιος σὲ αὐτὸ τὸ σύγγραμμα σχετικὰ μὲ τὴν Συρία καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ λέει· «Ὑπὸ τὸν Γολγοθᾶν ναὸς (ἤτοι οἶκος) μικρὸς τοῦ Ἀδάμ ἐστι καὶ ἐν αὐτῷ ἣν ἡ κάρα αὐτοῦ ὑπὸ τὸ δεῖγμα τοῦ Γολγοθᾶ» ὁπότε ἀπὸ αὐτὸ ὀνομάστηκε Κρανίου τόπος· ἡ δεύτερη καὶ πιὸ πρόχειρη αἰτία εἶναι γιατὶ κατὰ τὴν γνώμην τοῦ Κορεσσίου καὶ ἄλλων ἱστορικῶν, δὲν ἔλειπαν ἀπὸ ἐκεῖ πάντα κρανία σπαρμένα αὐτῶν τῶν κακούργων ποὺ ἀπεκεφάλιζαν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα καὶ ὀνομάστηκε Κρανίου τόπος.
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες