Γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν, χρειάζεται νὰ ὑπάρχη μία ψυχὴ γενναία καὶ μεγάλη καὶ μία θέλησις, ὄχι ἀσθενὴς καὶ ἁπαλή, ἀλλὰ ἀποφαστικὴ καὶ δυνατή, μὲ σίγουρη προϋπόθεσι, ὅτι ἔχουμε νὰ περάσουμε μέσα ἀπὸ πολλὰ ἀντίθετα καὶ σκληρὰ καὶ ἀκόμη, πρέπει νὰ ἔχουμε καὶ κλίσι ξεχωριστῆ καὶ ἀγάπη πρὸς αὐτές· αὐτὴν τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε, ἂν συλλογιζώμαστε, πόσο οἱ ἀρετὲς αὐτὲς ἀρέσουν στὸ Θεὸ καὶ πόσο εἶναι εὐγενεῖς καὶ ἐξαιρετικὲς ἀπὸ μόνες τους καὶ πόσο μᾶς εἶναι ὠφέλιμες καὶ ἀναγκαῖες. Ἐπειδή, κάθε μας τελειότητα καὶ προκοπή, ἀπὸ αὐτὲς ἔχει καὶ τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος.
Ὁπότε, κάθε πρωί, ἂς παίρνονται δραστικὲς προθέσεις καὶ ἀποφάσεις ἀπὸ μᾶς, γιὰ νὰ γυμναζώμαστε σὲ ὅσα αἴτια τῆς ἀρετῆς, πιθανῶς, μποροῦν νὰ συμβοῦν ἐκείνη τὴν ἡμέρα· τὸ βράδυ, πρέπει νὰ ἐξετάζουμε, ἂν τὰ χρησιμοποιήσαμε καλά· καὶ τὸ ἄλλο πρωί, νὰ ἀνανεώνουμε πάλι τὶς ἴδιες ἀποφάσεις καὶ ἐπιθυμίες πιὸ ζωντανὰ καὶ μάλιστα, γιὰ νὰ ἀσκούμαστε στὴν ἀπόκτησι τῆς ἀρετῆς ἐκείνης, ποὺ ἔχουμε τότε στὰ χέρια μας. Παρόμοια καὶ τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων καὶ οἱ προσευχές μας καὶ οἱ μελέτες τῆς ζωῆς καὶ τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ, ὅλα αὐτά, ποὺ εἶναι τόσο ἀναγκαῖα σε κάθε πνευματικὴ ἄσκησι τῶν ἀρετῶν, ἂς γίνωνται κυρίως γιὰ ἐκείνη τὴν ἀρετή, στὴν ὁποία τότε θέλουμε νὰ γυμναστοῦμε· ἀλλὰ καὶ ὅσες ἀφορμὲς καὶ αἰτίες συναντήσουμε ἐκείνη τὴν ἡμέρα, καὶ ἂν εἶναι διαφορετικὲς μεταξύ τους, ὅμως ὅλες πρέπει νὰ τὶς μεταχειριζώμαστε, ὅσο τὸ δυνατόν, στὴν ἀπόκτησι τῆς ἀρετῆς ἐκείνης, ποὺ ἐπιθυμοῦμε (βλέπε στὸ μ´ κεφάλαιο).
Κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν πρέπει νὰ φροντίζουμε, στὸ νὰ συνηθίσουμε νὰ κάνουμε τὶς ἐνάρετες πράξεις, ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικές, καὶ μὲ τόση πολλὴ προθυμία καὶ εὐκολία, μὲ ὅση προθυμία καὶ εὐκολία κάναμε πρὶν καὶ τὶς ἀντίθετες κακίες τους ἢ καλύτερα, μὲ ὅση εὐκολία γίνονται καὶ οἱ φυσικὲς ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς μας· μὲ ἄλλα λόγια τόση συνήθεια πρέπει νὰ ἀποκτήσουμε στὶς ἀρετές, ποὺ νὰ μᾶς γίνωνται σὰν φυσικές. Καὶ ὅσο μεγαλύτερες δυσκολίες συναντᾶμε σ᾿ αὐτὲς (ὅπως εἴπαμε παραπάνω), τόσο οἱ δυσκολίες αὐτές, γρηγορώτερα καὶ βαθύτερα, θὰ βάλουν καὶ θὰ φυτέψουν τὴν καλὴ συνήθεια στὴν ψυχή μας.
Τὰ κατάλληλα ρητὰ τῆς θείας Γραφῆς, ὅταν λέγωνται ἀπὸ μᾶς, μὲ τὴν φωνὴ ἢ καὶ μὲ τὸν νοῦ, ἔχουν θαυμαστὴ δύναμι, γιὰ νὰ βοηθήσουν στὴν ἐκγύμνασι τῆς ζητούμενης ἀρετῆς· γιατὶ λέγει ὁ Σολομών· «Τί θὰ τηρήσῃς, τέκνο; Τὰ λόγια του Θεοῦ» (Παρ. 3,21). Γι᾿ αὐτό, ἂς ἔχουμε πρόχειρα πολλὰ ρητὰ γιὰ τὴν ἀρετὴ ποὺ ἐξασκούμαστε, τὰ ὁποῖα ἂς γίνωνται πρᾶξι καὶ ἂς λέγωνται ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ μάλιστα, ὅταν τύχη τὸ ἀντίθετο πάθος τῆς ἀρετῆς ἐκείνης νὰ μᾶς πολεμήσει.
Γιὰ παράδειγμα· ἂν ἀσχολούμαστε μὲ τὴν ἀπόκτησι τῆς ὑπομονῆς, μποροῦμε νὰ ποῦμε τὰ παρακάτω ρητὰ καὶ ἄλλα παρόμοια· «Μακρόθυμος ἀνήρ, πολὺς ἐν φρονήσει» (Παρ. 14,29). «Ἡ ὑπομονὴ τῶν φτωχῶν δὲν θὰ ἐξαφανισθῆ» (Ψαλμ. 9,19). «Ἀλοίμονο σὲ ὅσους ἔχασαν τὴν ὑπομονή» (Σειρ. 2,14). «Ὁ μακρόθυμος εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν ἰσχυρό. Καὶ ὅποιος συγκρατεῖ τὴν ὀργή του, ἀνώτερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ κυριεύει μία πόλι» (Παρ. 10,32). «Μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ σώσετε τὶς ψυχὲς σας» (Λουκ. 21,19). «Μὲ τὴν ὑπομονὴ διανύουμε τὸν ἀγῶνα ποὺ ἔχουμε μπροστά μας» (Ἑβρ. 12,1). «Νά, καλοτυχίζουμε ὅσους δείχνουν ὑπομονή» (Ἰάκωβος 5,11). «Μακάριος ὅποιος δέχεται μὲ ὑπομονὴ τὶς δοκιμασίες» (Ἰάκ. 1,12). «Ἡ ὑπομονή σας πρέπει νὰ κρατήσῃ ὡς τὸ τέλος» (Ἰάκ. 1,4). «Ἔχετε ἀνάγκη ἀπὸ ὑπομονή» (Ἑβρ. 10,36). Ὁμοίως μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ αὐτὲς τὶς μικρὲς προσευχές· «Ὦ Θεέ μου, πότε θὰ ὁπλισθῆ ἡ καρδία μου μὲ τὸ ὄχημα τῆς ὑπομονῆς;» «Πότε θὰ περάσω κάθε δοκιμασία μὲ ἀναπαυμένη καρδιά, γιὰ νὰ δώσω χαρὰ στὸ Θεό μου;» «Ὦ πολυαγαπητές μου δοκιμασίες, ποὺ μὲ κάνατε ὅμοιο μὲ τὸν Κύριό μου Ἰησοῦ, ποὺ ὑπόφερε γιὰ μένα; Ὦ Ἰησοῦ, μόνη ζωὴ τῆς ψυχῆς μου, ἄραγε θὰ ζήσω ποτὲ ἐγὼ ἀναπαυμένος μέσα στὰ χίλια βάσανα γιὰ τὴ δική σου δόξα;» «Μακάριος ἐγώ, ἂν καὶ στὸ μέσο της φωτιᾶς τῶν θλίψεων ἀνάψω ἀπὸ ἐπιθυμία, νὰ ὑποφέρω μεγαλύτερα βάσανα!»
Αὐτὲς τὶς μικρὲς προσευχὲς θὰ χρησιμοποιήσουμε, γιὰ νὰ προκόψουμε στὶς ἀρετὲς καὶ ἄλλες ἀκόμη κατάλληλες γιὰ κάθε ἀρετή, ποὺ γυμναζόμαστε, ὅσες θὰ μᾶς ἐμπνεύσῃ τὸ πνεῦμα τῆς εὐλάβειας. Οἱ μικρὲς αὐτὲς προσευχὲς ἀποκαλοῦνται ἀκοντιστικὲς καὶ σαϊτευτικές, γιατὶ εἶναι σὰν ἀκόντια, δηλαδὴ κοντάρια καὶ βέλη ποὺ κονταρεύουν καὶ σαϊτεύουν στὸν οὐρανὸ καὶ ἔχουν μεγάλη δύναμι γιὰ νὰ μᾶς ξεσηκώσουν στὴν ἀρετὴ καὶ νὰ φθάσουν ὡς τὰ αὐτιὰ τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ συνοδεύωνται ἀπὸ δυὸ πράγματα, σὰν ἀπὸ δυὸ φτερά· τὸ ἕνα εἶναι, ἡ ἀληθινὴ γνῶσις τῆς χαρᾶς τοῦ Θεοῦ μας, τὴν ὁποία αὐτὸς λαμβάνει γιὰ τὴν ἐκγύμνασι, ποὺ ἐμεῖς κάνουμε στὶς ἀρετές, τὸ ἄλλο εἶναι μία θερμὴ καὶ διάπυρη ἐπιθυμία, νὰ τὶς ἀποκτήσουμε, γιὰ νὰ ἀρέσουμε στὴν θεία του μεγαλειότητα (1).
1. Ὁ θεῖος καὶ ἅγιος Αὐγουστίνος, ὄχι μόνον ὁ ἴδιος πολὺ ἀγαποῦσε νὰ συνθέτῃ καὶ νὰ ἀναγινώσκῃ τὶς παρόμοιες ἀκοντιστικὲς προσευχὲς καὶ σαϊτευτικές, ἀλλὰ καὶ τὴν πνευματική του θυγατέρα, τὴν εὐλαβῆ ἐκείνην Πρόβα, συμβούλευε νὰ ἀναγινώσκῃ καὶ νὰ μελετᾷ τὶς παρόμοιες προσευχές· μερικοὶ θέλουν καὶ οἱ ἐρωτικὲς εὐχὲς τοῦ ἁγίου αὐτοῦ νὰ ὀνομάζωνται σαϊτευτικές.
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες