Η εικόνα της Παναγίας που λιτάνευε πάνω στα τείχη της Βασιλεύουσας ο Πατριάρχης Σέργιος (626 μ.Χ.)
«Χαίρε, δι’ ής εγείρονται τρόπαια, χαίρε δι’ ής εχθροί καταπίπτουσιν»
Το 626 μ.Χ. η Κωνσταντινούπολις, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εδοκιμάζετο σκληρώς.
Ο Ηράκλειος, ο γενναιότατος αυτοκράτωρ, απουσίαζε. Με όλον τον στρατόν του ευρίσκετο προς τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, αγωνιζόμενος να συντρίψει τον Χοσρόην, τον αγέροχον εκείνον βασιλέα της Περσίας, τον διάδοχον του Ξέρξου κατά το μίσος προς τον Ελληνισμόν, όστις εκαυχάτο ότι δεν θα καταθέσει τα όπλα παρά μόνον όταν και ο τελευταίος Χριστιανός αρνηθή τον εσταυρωμένον. Αλλ’ ενώ ο στρατός εμάχετο και συνέτριβε την αντίχριστον δύναμιν του Χοσρόου, ο Χοσρόης συμμαχεί μετά των Αράβων, άλλον εχθρόν του Βυζαντίου. Αι στρατιαί των προχωρούν, και ιδού η πόλις ευρίσκεται πολιορκημένη από ξηράς και θαλάσσης. Φρουρά της πόλεως ήτο ελάχιστη. Τα τρόφιμα είχον εκλείψει. Οι κάτοικοι, βλέποντες την μυρμηγκιάν των εχθρών, ήρχισαν να δειλούν. Το ηθικόν κατέπιπτεν. Εις την κρισημοτάτην εκείνην στιγμήν, καθ’ ήν εκρίνετο η τύχη όχι μόνον της πόλεως, αλλά και του πολιτισμού της ανθρωπότητος, η χριστιανική πίστις εθαυματούργησεν.
Ο πατριάρχης Σέργιος, κρατών την εικόνα της Παναγίας, προτρέπει τον λαόν εις αντίστασιν. Αναπτερώνει τα αισθήματα, εγκαρδιώνει τους ανάνδρους, εξοπλίζει ψυχικώς τον λαόν, και η φρουρά επί των τειχών της πόλεως αμύνεται. Και ενώ αι χείρες των γενναίων υπερασπιστών της πόλεως εκράτουν τα όπλα, αι καρδίαι όλων προσηύχοντο και ανέμενον την βοήθειαν της Παναγίας, την προστασίαν του Θεού.
Και η βοήθεια ήλθε, και το θαύμα έγινεν. Εις την θάλασσαν του Βοσπόρου, καθώς περιγράφουν οι ιστορικοί της εποχής, εγείρεται πρωτοφανής καταιγίς. Τεράστια κύμματα χτυπούν τον εχθρικόν στόλον, η θάλασσα ολοέν εξογκώνεται, μαίνεται, και καταπίνει κατά χιλιάδας τα πλοία των εχθρών. Η Παναγία έκανε το θαύμα της. Εβύθισε τον στόλον και ηλευθέρωσε την πόλιν. Από τότε ανεκηρύχθη η Αρχιστράτηγος και εις όλην την πόλιν ηκούετο ο θούριος « Τη Υπερμάχω Στρατηγώ…».
Έκτοτε επέρασαν 1.300 και πλέον έτη (*). Και ενώ κατά το διάστημα τούτο ο Ελληνικός λαός έμαθε και απέμαθε χιλιάδας άσματα σχετικά με διάφορα γεγονότα της κοσμικής ζωής του, εν τούτοις ο Ακάθιστος ύμνος δεν ελησμονήθη. Και εις την Πόλιν, και εις τας Αθήνας, και εις την Κύπρον, και εις το όρος Σινά, και όπου υπάρχει εκκλησία ελληνική, κάθε Παρασκευήν της Μ. Τεσαρακοστής οι Χριστιανοί Έλληνες ψάλλουν τον θεσπέσιον ύμνον και εκφράζουν την βαθείαν ευγνωμοσύνην προς την Παναγίαν, την Αρχιστράτηγον του Γένους μας.
Και δόξα τω Θεώ, ζει εις την ψυχήν της Ελλάδος η πίστις αυτή. Διότι όχι μόνον τω καιρώ εκείνω, το 626, αλλά και επί των ημερών μας ο χριστιανικός λαός της Ελλάδος εθαυματούργησε με την βαθείαν πίστιν εις τον Θεόν.
Ήτο η 28η Οκτωβρίου 1940. Τότε ένας νεότερος Χοσρόης, όχι πλέον εξ Ανατολών αλλά εξ Δυσμών, ώρμα με μίσος άσπονδον κατά της Ελλάδος, με την απόφασιν να την εξαλείψη δια παντός από τον χάρτην της Ευρώπης. Αλλ’ οι Έλληνες δεν επτοήθησαν. Με την πίστιν, ότι η Παναγία είνε μαζί των και ότι θα τιμωρήσει τον ασεβή, όστις εμίανε την εορτήν της, η Ελλάς ημύνθη. Κάθε στρατιώτης είχε εις το στήθος του την εικόνα της Παναγίας. Πολλοί αξιωματικοί και στρατιώται την είδον – δεν είνε ψεύδος, είνε αλήθεια – να περιπατή επάνω εις τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας και να δίδη νίκας εις τον στρατόν μας, νίκας που έκαναν τον κόσμον να απορή, να θαυμάζη και να διερωτάται. Τι είναι επί τέλους αυτοί οι Έλληνες!
Πηγή: (*) Απόσπασμα γραπτού κηρύγματος στην περίοδο της ναζιστικής Γερμανικής Κατοχής (1941-44) από τον μακαριστό Μητροπολίτη π. Αυγουστίνο Καντιώτη στην Κοζάνη