1937–16/7/1998, ν.η
Ὁ κατά κόσμον Φάρες Ἀττάλα γεννήθηκε στό Ναμπάυ τοῦ πολύπαθου Λιβάνου τό 1937. Νέος μόνασε στήν πατρίδα του. Στή συνέχεια ἦλθε γιά σπουδές στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τήν περίοδο αὐτή γνωρίσθηκε καί συνδέθηκε πνευματικά μέ πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὅρους καί κυρίως μέ τόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο (f 1994), τοῦ ὁποίου στάθηκε καλός βιογράφος.
Τό 1979 ἔλαβε τό μέγα καί ἀγγελικό σχῆμα καί ἀπό Φίλιππος ὀνομάσθηκε ‘Ἰσαάκ. Τό μοναχικό σχῆμα τοῦ τό ἔδωσε ὁ Γέροντας Παΐσιος. Διετέλεσε Πνευματικός τῶν μαθητῶν τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς καί πολλῶν ἀνθρώπων. Ἄφησε ἀγαθό παράδειγμα ἀγωνιστού στήν εὐλογημένη συνοδεία τοῦ Σταυρονικητιανοῦ Κελλιοῦ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στήν Κάτω Καψάλα.
Ἄνθρωπος εὐφυής, γλυκομίλητος, φιλόπονος, φιλότιμος, ψάλλοντας θαυμάσια μέ τήν ὡραία φωνή του. Ὑπῆρξε ἀγαθός παρηγορητής Ἑλλήνων καί Ἀράβων. Γιά τούς δεύτερους εἶχε ἀρχίσει μεταφράσεις πατερικῶν βιβλίων πρός πνευματική τροφοδοσία τους. Εὐλαβής, σεμνός καί μέ φόβο Θεοῦ. Ἀγάπησε τήν προσευχή, τήν ἄσκηση, τήν ἱεροσύνη, τόν μοναχισμό, τήν ἀρετή καί τήν ἐλεημοσύνη.
Ἔγραφε ὁ πάπα-Ἰσαάκ γιά τόν Γέροντα Παΐσιο στό ὡραῖο βιβλίο του. Βίος Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου: «Τούς Ἀσκητικούς Λόγους τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τούς εἶχε στό προσκέφαλό του καί τούς μελετοῦσε πάντοτε. Γιά μία περίοδο ἔξι ἐτῶν ἦταν ἡ μοναδική του πνευματική ἀνάγνωση. Ἔπαιρνε ἕνα στίχο καί ὅλη τήν ἡμέρα τόν ἐπανέφερε συχνά στόν νοῦ του. τόν μελετοῦσε βαθειά καί πρακτικά, “ὅπως τά ζῶα ἀναμηρυκάζουν τήν τροφή τους”, κατά τήν ἔκφρασή του. Μοίραζε εὐλογία ἕνα ἀπάνθισμα ἀπό τούς λόγους του, γιά νά παρακινήσει στή μελέτη τους. Πίστευε ὅτι “πολύ βοηθᾶ ἡ μελέτη στά Ἀσκητικά του ἀββᾶ Ἰσαάκ, διότι καί τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς δίνει νά καταλάβει κανείς καί κάθε εἴδους μικρό ἡ μεγάλο κόμπλεξ καί ἐάν ἔχει ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει στόν θεό, τόν βοηθάει γιά νά τό διώξει. Ἡ ὀλίγη μελέτη στόν ἀββᾶ Ἰσαάκ ἀλλοιώνει τήν ψυχή μέ τίς πολλές της βιταμίνες”.
Συνιστοῦσε καί στούς λαϊκούς νά τόν διαβάζουν, ἀλλά λίγο-λίγο, γιά νά τόν ἀφομοιώνουν. Ἔλεγε ὅτι τό βιβλίο τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ ἀξίζει ὁλόκληρη πατερική βιβλιοθήκη. Ὄχι μόνο τόν μελετοῦσε ὁ Γέροντας, ἀλλά καί πολύ τόν εὐλαβεῖτο καί ἰδιαιτέρως τόν τιμοῦσε ὡς ἅγιο. Πάνω στή μικρή Ἁγία Τράπεζα τῆς “Παναγούδας” ἡ μία ἀπό τίς πέντε-ἔξι εἰκόνες πού εἶχε ἦταν τοῦ ὁσίου Ἰσαάκ. Ἀπό ἀγάπη καί εὐλάβεια πρός αὐτόν ἔδωσε τό ὄνομά του σέ κάποιον, ὅταν τόν ἔκανε μεγαλόσχημο…».
Σ’ ἕναν ἐπισκέπτη τοῦ Κελλιοῦ του, μέ πολλές ἐρωτήσεις, ἀπάντησε σχετικά: «Τό μόνο πού ἔχει νά ἐπιδείξει ἡ Ἑλλάδα στήν Εὐρώπη εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Φοβᾶμαι ὅμως, καί αὐτό τό λέω μέ πόνο καί θλίψη, ὅτι οἱ Ἕλληνες σήμερα δέν εἶναι σέ θέση νά ἀναλάβουν μία τέτοια ἀποστολή. Τό ὀρθόδοξο κύτταρο μέσα τούς ὑπολειτουργεῖ. Σκέφτομαι πόσο σέ παλιές ἐποχές ἡ θεολογία ἀποτελοῦσε ἀνάγκη βιοτική του λαοῦ καί πόσο σήμερα ἔχει ἀποξενωθεῖ ἀπό τά ἐνδιαφέροντά του».
Ἀναχώρησε γιά τήν οὐράνια πατρίδα ὅλων μας στίς 3.7.1998, μετά ἀπό μακρά καί πολυώδυνη ἀσθένεια, ἡ ὁποία τόν καταταλαιπώρησε καί τήν ὁποία ὑπέμεινε γενναία. Στό νοσοκομεῖο πού τόν ἐπισκεφθήκαμε μᾶς ὑποδέχθηκε καί ἀποχαιρέτησε μ’ ἕνα ὡραῖο χαμόγελο, «τελειωθεῖς ἐν ὀλίγω ἐπλήρωσε χρόνους μάκρους», κατά τό γραφικό λόγιο. Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία τοῦ ἔγινε στό Κελλί τῆς Ἀναστάσεως. χοροστατοῦντος τοῦ φίλου του μητροπολίτου Ξάνθης Παντελεήμονος καί πλήθους ἱερομονάχων καί μοναχῶν, τήν ἑπομένη ἡμέρα. Ἀναπαύεται τώρα ἀπολαμβάνοντας τούς μισθούς τῶν καμάτων του, μέσα στό φῶς καί τή χάρη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, τόν ὁποῖο ἀπό μικρός ἀγάπησε καί ἀκολούθησε μέ ὅλη τή θέρμη τῆς καρδιᾶς του.
Μετά τήν κοίμησή του. ἕνας Πνευματικός τόν εἶδε καί τόν ρώτησε: «Πῶς εἶσαι»; Τοῦ ἀπάντησε: «Καλά εἶμαι». Τόν ρώτησε ξανά: «Ὁ Γέροντας Φανούριος πῶς εἶναι»; «Καλά», τοῦ ἀπάντησε. Ὁ Γέροντας Ἠρωδίων, «Καλά». Τόν ρώτησε καί γιά κάποιον ἄλλο καί τοῦ εἶπε πώς δέν εἶναι καλά. Δέν τοῦ εἶπε τ ὄνομά του. Σέ ἕναν ἐπισκέπτη τοῦ ἔλεγε: «Παλιά μιλοῦσαν μέσα στά μπακάλικα καί τά καφενεῖα γιά ἀλήθειες δογματικές. Ἡ θεολογία ἔγινε ὑπόθεση πανεπιστημιακή κι ὄχι κατάσταση βιωματική. Τρέφεται ἀπό τή λογοκρατία, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά ζοῦσε ἀπό τόν Λόγο. Τό μεγαλύτερο κακό γιά τόν σημερινό ἄνθρωπο εἶναι τ’ ὅτι μέσα στήν κοινωνία δέχεται τόσα πολλά ἐρεθίσματα. ὥστε τοῦ μένει ἐλάχιστος χρόνος γιά νά σκεφθεῖ τόν Θεό. Αὐτοί πού ἔχουν ἐπιδοθεῖ στήν προσπάθεια γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν δέν ἔχουν οἱ ἴδιοι ἑνωθεῖ μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα ἡ δέν ἐνίωσαν τήν ἀνάγκη νά ἑνωθοῦν μέ Αὐτό».
Πηγές-Βιβλιογραφία:
Μωυσέως Ἁγιορείτου μοναχοῦ, Ἱερομόναχος Ἰσαάκ (1937-1998). Πρωτάτον 71/1998, σ. 79. Ἰσαάκ ἱερομ., Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου. Ἅγιον Ὅρος 2004. Γέρων Π αἴσιος ὁ Ἁγιορείτης (1924-1994). Ὁ ἀσυρματιστής τοῦ στρατοῦ καί τοῦ Θεοῦ. Ἅγιον Ὅρος 2005.
Πηγή: Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, Μέγα Γεροντικό ἐναρέτων ἁγιορειτῶν τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος Τόμος Γ’ – 1956-1983, σέλ. 1457-1460, Ἐκδόσεις Μυγδονία, Ἅ΄ Ἔκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Πηγή: pemptousia.gr, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό