Λόγος ΙΘ΄: Περί πίστεως και ταπεινοφροσύνης.
Άνθρωπε ελάχιστε, θέλεις ευρείν την ζωήν; Την πίστιν και την ταπείνωσιν κράτησον εν εαυτώ, ότι εν αυταίς ευρίσκεις το έλεος και την βοήθειαν και λόγους εν καρδία εκ του Θεού λαλουμένους μετά του φύλακος του εν τω κρύπτω και εν τω φανερώ παραμένοντος σοι. Θέλεις ταύτα κτήσασθαι, άπερ εισίν ομιλίαι της ζωής; Εν απλότητι πορεύθητι και μη εν γνώσει ενώπιον του Θεού. Τη απλότητι η πίστις ακολουθεί, τη λεπτοτητι δε και τη αντιστροφή των λογισμών η οίησις, τη δε, απέχεσθαι του Θεού.
Ότε προσεγγίσεις ενώπιον του Θεού δια προσευχής, ούτω γενού εν τω λογισμω σου, ώσπερ μύρμηξ και ώσπερ τα ερπετά της γης, και ώσπερ βδέλλα και ως παιδίον ψελλίζον.
Και μη είπης έμπροσθεν αυτού τι εν γνώσει, αλλά τω νηπιάζοντι φρονήματι προσέγγισον τω Θεώ και πορεύθητι ενώπιον αυτού, ίνα αξιωθής της προνοίας εκείνης της πατρικής, της γινομένης υπό των πατέρων επί τα τέκνα αυτών τα νήπια. Ερρέθη, «φυλάσσων τα νήπια ο Κύριος». Προσεγγίζει ο νήπιος τω όφει και κρατεί αυτόν είς τον τράχηλον αυτού, και ου βλάπτει αυτόν. Γυμνός πορεύεται ο νήπιος όλον τον χειμώνα, ότε άλλοι ενδεδυμένοι και εσκεπασμένοι, και υπεισέρχεται το ψύχος εν όλοις τοις εαυτού μέλεσιν. Αυτός κάθηται γυμνός εν ημέρα ψύχους και κρύους και πάχνης, και ου πονεί. Διότι το σώμα της ιδιωτείας αυτού κεκαλυμμένον εστίν εν άλλω ενδύματι αοράτω, εκ της προνοίας εκείνης της κρυπτής, της τηρούσης τα τρυφερά αυτού μέλη, ίνα μη εγγίση αυτοίς βλάβη εκ τίνος.
Νυν πιστεύεις, ότι εστί πρόνοια τις κρυπτή, ήτινι το τρυφερόν σώμα το έτοιμον ταχέως είς εκάστην βλάβην, δια την τρυφερότητα και ασθενή πολιτείαν αυτού, διαφυλάττεται εν μέσω των εναντίων και ου κατανοείται ύπ’ αυτών; Φησι, «φυλάσσων τα νήπια ο Κύριος». Και ου τούτους μόνον τους μικρούς τω σώματι, αλλά κάί τους εν κοσμώ σοφούς οντάς, τους καταλιμπάνοντας την γνώσιν αυτών και επ’ έκεινην την σοφίαν την επαρκούσαν επερειδομένους και γινόμενους ως νηπίους εν τω εαυτών θελήματι και τότε μανθάνοντας έκεινην την σοφίαν την μη αισθανομένην εν έργοις γυμνασίας.
Και καλώς είπεν ο σοφός τα θεια Παύλος· «ο δοκών σοφός είναι εν τω κόσμω τούτω, γενέσθω μωρός, ίνα γένηται σοφός» όμως αίτησαι τον Θεόν, δούναι σοι φθάσαι το μέτρον της πίστεως. Κάί εάν της τροφής αυτής αισθηθής εν τη ψυχή σου, ουκ εστί μοι δυσχερές ειπείν πάλιν, ότι ουκ έστι το κωλύον σε από του Χριστού. Και ουκ ίστι σοι δυσχερές αιχμαλωτισθήναι εν πάση ώρα από των γηίνων, κάί λαβείν τούτον τον κόσμον τον ασθενή και τάς μνήμας των πραγμάτων αυτού. Υπέρ τούτου άόκνως προσεύχου και εν θερμότητι ίκέτευσον ίο και εν σπουδή πολλή δεήθητι, έως αν λαβής. Και πάλιν ου μη ατόνησης. Άξιωθήση δε τούτων, εάν πρώτον βιάσης εαυτόν του έπιρρίψαι έπϊ τον Θεόν την μέριμνάν σου μετά πίστεως και ανταλλάξες την πρόνοιάν σου είς την πρόνοιαν αυτού.
Kαι τότε όταν ίδη το θέλημα σου, ότι εν πάση καθαρότητι του φρονήματος επίστευσας αυτώ τω Θεώ υπέρ εαυτόν και εβιάσω εαυτόν ελπίσας επί τον Θεόν πλέον της ψυχής σου, τότε εκείνη η δύναμις η άγνωστος υπό σου επισκηνοί επί σε. Και αισθητικώς αισθηθήση της δυνάμεως του μετά σου ανενδοιάστως εκείνης της δυνάμεως, ης αισθανόμενοι πολλοί εισέρχονται είς το πυρ και ου φοβούνται, και έπι το ύδωρ πατούντες, ου διστάζουσι τω λογισμώ εαυτών, μήπως καταποντισθώσι. Διότι ενισχύει η πίστις τάς αισθήσεις της ψυχής και ωσανεί τίνος αοράτου αισθάνεται, πείθοντος αυτόν μη προσέχειν τη οράσει των φοβερών πραγμάτων, μηδέ τη οράσει τη υπερβαλλούση των αισθήσεων βλέπειν.
Τάχα δοκεί σοι παντελώς, ότι την γνώσιν την πνευματικήν εκείνην εν ταύτη τη ψυχική γνώσει δέχεται τις; Και ου μόνον αδύνατον υποδεχθήναι εκείνην την πνευματικήν εν ταύτη τη γνώσει τη ψυχική, άλλ’ ουδέ αισθήσει αισθηθήναι αυτής δυνατόν τινι ή αξιωθήναι αυτής των εν ταύτη σπουδαζόντων γυμνασθήναι. Και εάν τίνες εξ αυτών θέλωσι προσεγγίσαι εκείνη τη γνώσει του Πνεύματος, έως ου απαρνήσωνται ταύτην και πάσαν αναστροφήν της λεπτότητος αυτής και την πολύπλοκον αυτής μέθοδον, και σταθώσιν είς το νήπιον αυτής φρόνημα, ουδέ προς ολίγον εκείνη προσεγγίσαι δύνανται. Αλλά πολύς αναχαιτισμός γίνεται αυτοίς η συνήθεια αυτής και αι έννοιαι αυτής, έως αν κατά μικρόν και μικρόν εξάλειψη αυτά. Η γνώσις εκείνη του Πνεύματος απλή εστί και εν λογισμοίς ψυχικοίς ουκ επιλάμπει. Έως αν ελευθερωθή η διανοία εκ των πολλών λογισμών και έλθη είς μίαν απλότητα της καθαρότητος, ου μη δυνηθή αισθηθήναι της γνώσεως της πνευματικής.
Αύτη η τάξις της γνώσεως, το αισθηθήναι της τρυφής εκείνης της ζωής του αιώνος εκείνου. Εντεύθεν τους πολλούς λογισμούς ψέγει. Η δε γνώσις αύτη η ψυχική εκτός πλήθους λογισμών γνώναί τι άλλο, το εν τη απλότητι της διανοίας δεχόμενον ου δύναται, κατά τον λέγοντα «εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού ου δύνασθε». Αλλ’ ιδού οι πολλοί εις την τοιαύτην ιδιωτείαν ου φθάνουσι, και είς τα έργα αυτών τα αγαθά ελπίζομεν, ότι τετήρηται αυτοίς μέρος εν τη των ουρανών βασιλεία, καθώς εκ της συνέσεως των μακαρισμών των Ευαγγελίων, ων έθηκε διαφόρως, γνωσθήναι ημίν, ότι αλλοιώσεις πολλάς εν διαφόροις πολιτείαις εγνώρισεν ημίν εν αυτοίς τοις μακαρισμοίς. Διότι έκαστος άνθρωπος είς όλα τα μέτρα εν πάση οδώ, η πορεύεται προς αυτόν, αυτός ανοίγει έμπροσθεν αυτού την πύλην της βασιλείας των ουρανών.
Αλλ’ εκείνην την γνώσιν την πνευματικήν ου δύναται τις δέξασθαι, εάν μη στραφή και γένηται ως παιδίον. Εντεύθεν γαρ αισθάνεται της τροφής εκείνης της βασιλείας των ουρανών. Την βασιλείαν των ουρανών θεωρίαν πνευματικήν λέγουσιν ότι εστί. Και αύτη ουκ εν τοις έργοις των λογισμών ευρίσκεται, αλλ’ εκ της χάριτος γευθήναι δύναται, και έως αν καθαρθή ο άνθρωπος, ουδέ ακούσαι αυτής καν ικανοί. Διότι εκ μαθήσεως ουδείς δύναται αυτήν κτήσασθαι. Εάν φθάσης την καθαρότητα της καρδίας την εκ πίστεως, ώ τέκνον, προσγινομένην, την εν ησυχία τη εκ των ανθρώπων, και λάθης την γνώσιν τούτου του κόσμου, ώστε σε μη αισθηθήναι αυτής, εξαίφνης ευρεθήσεται αύτη έμπροσθεν σου, χωρίς ερεύνης της περί αυτήν. «Στήσον», φησί, «στήλην και επίχεε επ’ αυτήν έλαιον, και ευρήσεις θησαυρόν εν τω κόλπω σου».
Εάν δε τη αγχόνη της γνώσεως της ψυχικής κρατηθής, ουκ άτοπον μοι ειπείν, ότι ευχερές σοι εκ των δεσμών του σιδήρου λυθήναι, ή εξ αυτής. Και ουκ απέχεις αεί εκ των παγίδων της πλάνης και ουδέποτε συνήσεις λαβείν παρρησίαν τε και πεποίθησιν προς τον Κύριον, και εν πάση ώρα κατά στόμα του ξίφους πορεύη και εκτός λύπης γενέσθαι παντελώς ου δυνήση. Εν ασθένεια και απλότητι δεήθητι, ίνα ζήσης καλώς έμπροσθεν του Θεού και εκτός μερίμνης γενήση. Καθάπερ γαρ ακολουθεί η σκιά τω σώματι, ούτω και τη ταπεινοφροσύνη το έλεος. Λοιπόν, εάν εν τούτοις εθέλης αναστρέφεσθαι, μη δως χείρα τοις ασθενέσι λογισμοίς παντελώς. Και εάν πάσαι αι βλάβαι και αι κακίαι και οι κίνδυνοι περικυκλώσωσι και εκφοβώσι σε, μη φροντίσης περί αυτών, μηδέ ψηφήσης αυτά.
Εάν άπαξ επίστευσας τω Κυρίω τω αύταρκουντι προς φυλακήν σου, και εάν πορεύση οπίσω αυτού, μη πάλιν φροντίσης εις τι των τοιούτων. Άλλ’ είπε τη ψυχή σου, Αυταρκεί μοι είς πάντα ωτινι την ψυχήν μου καθάπαξ παρέδωκα. Εγώ ουκ ειμί ώδε, αυτός γινώσκει. Και τότε βλέπεις εν έργω τα θαυμάσια του Θεού. Πώς εγγύς εστίν εν παντι καιρώ λυτρώσασθαι τους φοβούμενους αυτόν, και πώς η πρόνοια αυτού περικυκλοί αυτούς, και ου καθοράται. Ούχ ότι ούν ου καθοράται τοις σωματικοίς οφθαλμοίς ο φρουρός ο μετά σου, οφείλεις διστάσαι εν αυτώ ότι ουκ εστί. Πολλάκις γαρ και τοις σωματικοίς οφθαλμοίς αποκαλύπτεται προς το σε θαρρήσαι.
Ηνίκα γαρ ο άνθρωπος ρίψειεν εξ αυτού πάσαν αντίληψιν ορωμένην και την ανθρωπίνην ελπίδα, και τω Θεώ ακολουθήσειεν εν πίστει και καθαρή καρδία, ευθέως ακολουθεί αυτώ η χάρις και αποκαλύπτει αυτώ την εαυτής δύναμιν εν πολυτρόποις αντιλήψεσι. Πρώτον μεν εν τοις φανεροίς τούτοις και τοις του σώματος, και δεικνύει αύτω την εαυτής αντίληψιν, δια της περί αυτόν προνοίας, ως δύνασθαι αυτόν εν τούτοις επί πλέον αισθηθήναι της δυνάμεως της προνοίας του Θεού της περί αυτόν.
Και εν τη συνέσει των φανερών βεβαιούται και περί των κρυπτών, καθώς δει τη νηπιότητι του φρονήματος αυτού και τη διαγωγή αυτού, ότι πώς ευπρεπίζεται η χρεία αυτού χωρίς έργου, ηνίκα ουκ εφρόντισε. Και πολλάς επιφοράς παρέρχεσθαι εξ αυτού ποιεί, προσεγγίζουσας αύτω, πολλάκις πεπληρωμένας κινδύνων, ηνίκα αυτός ουκ ενόησεν εν αυταίς, αλλ’ ανεπαισθήτως η χάρις αποδιώκει απ’ αυτού εν θαύματι μεγάλω, και φρουρεί αυτόν καθάπερ τροφός, ήτις εκπετά τάς πτέρυγας εαυτής επί τα εαυτής τέκνα, του μη προσεγγίσαι αυτοίς βλάβην τινός και δεικνύει αυτώ τοις οφθαλμοίς αυτού, ότι πώς προσήγιζε αυτώ η απώλεια αυτού και αβλαβώς διέμεινεν.
Ούτω γυμνάζει αυτόν και εν τοις κρυπτοίς, και ανοίγει έμπροσθεν αυτού την ενέδραν των εννοιών και των λογισμών των δυσχερών, των ακατάληπτων. Και ευκόλως ευρίσκεται αυτώ η κατανόησις αυτών και η ακολουθία αυτών προς αλλήλους και η πλάνη αυτών, και τίνι μεν αυτών προσκολλάται και πώς γεννώνται εις εξ ενός και απολούσι την ψυχήν. Και καταισχύνει εν οφθαλμοίς αυτού πάσαν ενέδραν των δαιμόνων και το κατάλυμα των λογισμών αυτών, και τίθησιν εν αύτω σύνεσιν κατανοήσαι τα εσόμενα και ανατέλλει εντός της απλότητος φως κρυπτόν, του αισθηθήναι εις πάντα, και την δύναμιν των εννοιών των λογισμών των λεπτών. Και δεικνύει αυτώ ως εν δακτύλω, ότι, ει μη ταύτα έγνω, τί έμελλε πάσχειν. Και τότε γεννάται αυτώ εντεύθεν, ότι έκαστον πράγμα μικρόν και μέγα εν ευχή δει εξαιτήσασθαι παρά του δημιουργού αυτού περί αυτού.
Και ηνίκα η θεία χάρις βεβαιώσειε το φρόνημα αυτού εις πάντα ταύτα, του πεποιθέναι έπι τον Θεόν, τότε άρχεται εισέρχεσθαι είς τους πειρασμούς κατά μικρόν και μικρόν. Και παραχωρεί πεμφθήναι αυτώ πειρασμούς ικανούς προς το μέτρον αυτού, του βαστάξαι την ισχύν αυτών. Και εν αυτοίς τοις πειρασμοίς προσεγγίζει αυτώ η αντίληψις αισθητικώς, ίνα θαρρήση, έως αν κατά μικρόν και μικρόν γυμνασθή και κτήσηται σοφίαν και περιφρονήση τους εχθρούς αυτού εν τη πεποιθήσει τη προς τον Θεόν. Ου δυνατόν γαρ εκτός τούτων σοφισθήναι εν τοις πολεμίοις τοις πνευματικοίς και γνώναι τον εαυτού προνοητήν και αισθηθήναι του Θεού αυτού και στερεωθήναι εν τη πίστει αυτού κρυπτώς, εί μη εν τη δυνάμει της πείρας αυτόν, ήτις εδέξατο.
Και ηνίκα ίδη η χάρις, ότι ήρξατο εν τω λογισμω αυτού η οίησις μικρόν, και ήρξατο λογίζεσθαι μέγα περί εαυτού, ευθέως παραχωρεί τους πειρασμούς κατ’ αυτού ισχυροποιηθήναι και κραταιωθήναι, έως αν μάθη την εαυτού ασθένειαν και φύγη και κατάσχη τον Θεόν εν ταπεινώσει. Και εν τούτοις έρχεται ο άνθρωπος είς τα μέτρα του τελείου ανδρός εν τη πίστει και τη ελπίδι του Υιού του Θεού και υψούται προς την αγάπην. Θαυμαστή γαρ γνωρίζεται η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπον, όταν ποτέ εν μέσω γένηται πραγμάτων των διακοπτόντων την ελπίδα αυτού, και εκείσε δεικνύει ο Θεός την δύναμιν εαυτού εν τη σωτηρία τη επ’ αυτόν. Ουδέποτε γαρ μανθάνει ο άνθρωπος την δύναμιν την θεϊκήν εν αναπαύσει και πλατυσμώ, και ουδέποτε έδειξεν ο Θεός την εαυτού ενέργειαν αισθητικώς, εί μη εν χώρα ησυχίας και εν ερήμω και εν τόποις εστερημένοις των συντυχιών και της ταραχής της κατασκηνωσεως της μετά των ανθρώπων.
Μή θαυμάσης, όταν άρξη της αρετής και βρύουσι κατά σου αι θλίψεις αί σκληροί και ισχυραί εκ παντός τόπου. Διότι ουδέ αρετή λογίζεται εκείνη, ή τινι ουκ ακολουθεί η δυσχέρεια των έργων είς ενέργειαν αυτής. Αύτη γαρ η αρετή εξ αυτού τούτου ωνομάσθη, καθώς είπεν ο άγιος Ιωάννης «Σύνηθές εστί», φησί, «τη αρετή επιπίπτειν τάς δυσκολίας εκείνη δε», φησί, «ψεκτή εστίν, ηνίκα δεδέσμευται τη ανέσει». Ειπεν ο μακάριος Μάρκος ο μοναχός «Πάσα αρετή γινομένη σταυρός ονομάζεται, όταν την εντολήν του Πνεύματος πληροί». Διά τούτο πάντες οι θλίβοντες εν τω φόβω του Κυρίου ζήσαι και εν τω Ιησού Χριστώ διωχθήσονται. Φησι γαρ· «ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι». Ει τις ου θέλει ζήσαι εν ταίς αναπαύσεσιν, απολέσας την ψυχήν εαυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν. Δια τούτο ούν προέλαβε και έθηκεν έμπροσθεν σου τον σταυρόν, ίνα τον θάνατον ορίσης καθ’ εαυτού, και τότε αποστείλης την ψυχήν σου πορευθήναι οπίσω αυτού. Ουδέν ισχυρότερον της απογνώσεως. Αύτη ου γινώσκει ηττηθήναι υπό τίνος, εάν τοις δεξιοίς και εάν τοις αριστεροίς. Ότε ο άνθρωπος εν τη διανοία εαυτού κόψει την ελπίδα εκ της ζωής αυτού, ουδέν θαρσαλεώτερον. Και ουδείς των εχθρών δύναται απαντήσαι αυτώ και ουκ εστί θλίψις, ης τίνος η φήμη εξασθενήσαι το φρόνημα αυτού ποιεί Διότι πασά θλίψις γινομένη, υποκάτωθεν του θανάτου εστί, και αυτός έκυψε δέξασθαι καθ’ εαυτού τον θάνατον. Εάν είς πάντα τόπον και εις παν πράγμα και είς πάντα καιρόν, εν πάσιν οίς θέλεις περιεργάσασθαι, θής σκοπόν εν τω φρονήματί σου είς έργα και λύπην, ουχί μόνον ευθαρσής και άοκνος ευρεθήση εν παντί καιρώ, του αντιτάσσεσθαι πάση δυσκολία νομιζομένη, αλλά και εν τη δυνάμει των λογισμών σου φεύγουσιν από σου αι πτοούσαι έννοιαι και εκφοβούσαι σε, αι εξ έθους τικτόμεναι εν τω ανθρώπω εξ εκείνων των εις την ανάπαυσιν προσεχόντων λογισμών, και πάντα τα δυσχερή και σκληρά, τα συναντώντα σοι, ευχερή και εύκολα ορώνται σοι. Και πολλάκις εξ εναντίας καταντήσει τα κατά σε εκείνων των προσδοκηθέντων υπό σου, και ίσως ουδέν συναντήσεταί σοι των τοιούτων ποτέ.
Συ γινώσκεις, ότι η ελπίς της αναπαύσεως εκ της μνήμη των μεγάλων και εκ των αγαθών και των αρετών στερίσκει εν παντί καιρώ τους ανθρώπους. Αλλ’ ουδέ οί εν τω δε τω κοσμώ εν τη συναναστροφή του σώματος υπάρχοντες, φθάσαι δύνανται το τέλειον του θελήματος αυτών, ει μη κρίνωσιν εν τη εαυτών διανοία του υπομείναι τα δυσχερή. Και επειδή η πείρα μαρτυρεί περί τούτων, ου χρεία πείσαι εν λόγοις. Ότι εν πάσι γενεά των προ ημών και έως του νυν ουκ εστίν άλλο δι’ ου εξασθενούσιν οι άνθρωποι του μη νικήσαι, στερηθήναι τε των αρίστων πραγμάτων, ει μη τούτο. Διό και συντόμως λέγομεν, Οτι ου καταφρονεί τις της βασιλείας των ουρανών, εϊ μη τη ελπίδι της ανέσεως της μικράς της ενταύθα. Και ου μόνον τούτο πάσχει, αλλά και επιφοραί ισχυροί πολλάκις και πειρασμοί δεινοί ετοιμάζονται παντι ανθρώπω προσέχοντι τω εαυτού θελήμάτι και προς τούτο οι λογισμοί αυτού πορεύονται · ότι ο κυβερνών αυτόν, εστίν η επιθυμία.
Τίς εστίν ο μη γινώσκων, ότι και τα πετεινό, εν τη θεωρία της αναπαύσεως προσπελάζει τη παγίδι; Μη ίσως πολύ υστερεί η γνωσις ημών της γνώσεως των πετεινών εν τη ομοιώσει εν τοις κρυπτοίς ή εν τοις συμβεβηκόσι τοις κεκαλυμμένοις εν τισι πράγμασιν ή εν τόποις ή τινί, εν οίς και ο διάβολος εξ αρχής εν επαγγελία και φρονήματι της αναπαύσεως θηρεύει ημάς; Αλλά δια το είναι το φρόνημα κατά την επιθυμίαν δραμείν τω λόγω εσφάλην εκ του σκοπού , ου έθηκα εξ αρχής εν τω λόγω μου ότι εν παντί καιρώ τον σκοπόν της θλίψεως δει ημάς τιθέναι τω φρονήματι ημών εν παντί πράγματι, εν ω μέλλομεν άρξασθαι εν τη οδώ τη προς τον Κύριον, και το τέλος της εκβάσεως αυτής δει επερείδειν προς την αρχήν σπουδαίους.
Ποσάκις ερωτά άνθρωπος, ότε θέλει άρξασθαι εις τι πράγμα δια τον Κύριον, λέγων Άρα εστίν ανάπαυσις εν τω πράγματι; Ή πώς δυνατόν πορεύεσθαι εν αυτή χωρίς έργου ευκόλως; ή ίσως εστίν εν αυτή θλίψις πόνον εμποιούσα τω σώματι; Ουκ ιδού άνω και κάτω το όνομα ζητούμεν της αναπαύσεως; Τι λέγεις, ω άνθρωπε; εις τον ουρανόν ανελθείν εθέλεις και την εκείσε βασιλείαν λαβείν και την κοινωνίαν την μετά του Θεού και την ανάπαυσιν της εκείθεν μακαριότητος και την μετά των Αγγέλων κοινωνίαν και την ζωήν την αθάνατον, και έρωτας συ, εάν έχη η οδός αύτη έργον; Ω θαύμα! Οι επιθυμούντες των πραγμάτων του αιώνος τούτου του διαλυομένου, κατά των κυμάτων των φοβερών της θαλάσσης διαβαίνουσι και εν όδοίς τραχέσι πορευθήναι κατατολμώσι, και όλως ου λέγουσιν, ότι εστίν έργον εν τω πράγματι η λύπη εν ω θέλουσι ποιήσαι, και ημείς εν παντί τόπω περί αναπαύσεως εξετάζομεν; Εάν δε την οδόν της σταυρώσεως κατά νουν λάβωμεν εν παντι καιρώ, εννοήσομεν ποία λύπη ουκ εστίν ευχερεστέρα ταύτης.
Η ίσως εστί τις παντελώς ο μη ταύτα πεπεισμένος, ως ουδέποτέ τις έλαβε νίκην εν τω πολεμώ ή τον στέφανον τον αφανιζόμενον εδέξατό τις ή ήλθεν η επιθυμία του θελήματος αυτού εν τη χειρί αυτού, καν και εκ των επαινουμένων ή, η διηκόνησέ τι εν τοις πράγμασι τοις θεϊκοίς ή κατώρθωσε τίνα των επαινουμένων αρετών, ει μη πρώτον ευρεθή καταφρονήσας των έργων των θλίψεων και απεδίωξεν από της εγγύτητος αυτού το φρόνημα το ερεθίζον είς ανάπαυσιν, όπερ γεννά την αμέλειαν και οκνηρίαν και την πτόησιν, εξ ων χαύνωσις εν παντί;
Όταν ο νους ζηλώση υπέρ αρετής και αι αισθήσεις αι φανεραί, ήτοι η όρασις, η ακοή, η όσφρησις, η γεύσις, και η αφή, εξ εναντίας των δυσχερών έργων των αλλότριων, των έξωθεν του έθους και του όρου της δυνάμεως της φυσικής, νικηθήναι ου γινώσκουσιν. Επάν δε εν καιρώ ο θυμός ο φυσικός ενεργή την εαυτού ενέργειαν, τότε η ζωή του σώματος ευκαταφρόνητος εστίν υπέρ τα σκύβαλα. Ηνίκα γαρ η καρδία ζηλοτυπήσει εν πνεύματι, το σώμα ου λυπείται εν ταίς θλίψεσιν, ουδέ εκ των φόβων ποιείται και συστέλλεται, αλλά συνίσταται αυτώ ο νους προς πάντας τους πειρασμούς, ως αδάμας εν τη καρτερία αυτού.
Ζηλώσωμεν και ημείς τον ζήλον του Πνεύματος υπέρ του θελήματος του Ιησού, και αποδιωχθήσεται αφ’ ημών πάσα αμέλεια, η γεννώσα εν τω φρονήματι ημών την ραθυμίαν.Ζήλος γαρ γεννά το θάρσος και το κράτος της ψυχής και την σπουδήν του σώματος. Ποία δύναμις γίνεται εν τοις δαίμοσιν, όταν η ψυχή κίνηση τον εαυτής ζήλον τον σφοδρόν, τον φυσικόν εξ εναντίας αυτών; Και η προθυμία πάλιν του ζήλου γέννημα λέγεται. Και όταν εξάγη την εαυτόν δύναμιν εις πράξιν, πάσαν ισχύν απτόητον γινομένην εν τη ψυχή βεβαιοί. Και αυτούς δε τους στεφάνους της ομολογίας, ους υποδέχονται οι αθλητάι και οι μάρτυρες εν τη καρτερία αυτών, εν ταίς δυσίν εργασίαις του ζήλου και της προθυμίας, των τικτομένων εκ της δυνάμεως του θυμού του φυσικού, κομίζονται. Γίνονται απαθείς εν τη σφοδρά λύπη των βασάνων.
Ο Θεός δώη και ημίν τοιαύτην προθυμίαν εν τη αυτού ευαρεστήσει. Αμήν.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία