Λόγος ΚΘ΄: Περί των οδών των πλησιάζειν τω Θεώ ποιουσών, και φανερουμένων τω ανθρώπω εκ των ηδέων έργων της νυκτερινής αγρυπνίας, και ότι οι εν τη διαγωγή ταύτη εργαζόμενοι μέλι τρέφονται πάσας τας ημέρας της ζωής αυτών.
Μή νομίσης, ω άνθρωπε, ότι εν πάση τη εργασία των μοναχών έστι τις διαγωγή μείζων της αγρυπνίας της νυκτός. Αληθώς, αδελφέ, και μείζον εστί και αναγκαιότατον τω εγκρατεί. Εάν μη γένηται τω ασκητή σκορπισμός και ταραχή εν τοις σωματικοίς πράγμασι και εν τη μερίμνη των παρερχομένων, αλλά παρατηρήσηται εαυτόν από του κόσμου και φύλαξη εαυτόν μετά αγρυπνίας, τούτου ως δια πτερύγων πέταται η διάνοια εν βραχεί καιρώ και υψωθήσεται προς την τερπνότητα του Θεού και την δόξαν αυτού ταχέως καταντήσει, και εν τη γνώσει τη υπέρ ανθρωπίνην έννοιαν νήχετα δια της ελαφρότητος και κουφότητος αυτής.
Μοναχόν διαμένοντα εν τη αγρυπνία μετά διακρίσεως νοός, τούτον μη ίδης ως σαρκοφόρον τάξεως γαρ αγγελικής ως αληθώς τούτο το έργον. Αδύνατον γαρ τους εν τη διαγωγή ταύτη διαπαντός πολιτευόμενους άνευ χαρισμάτων μεγάλων παρά Θεού αφεθήναι δια την νήψιν αυτών και εγρήγορσιν της καρδίας, και δια την εμμέριμνον διαγωγήν των λογισμών αυτών προς αυτόν. Ψυχή η εν τη διαγωγή ταύτης της αγρυπνίας κοπιώσα και διαπρέπουσα οφθαλμούς χερουβικούς έξει, του διαπαντός ατενίζειν και κατοπτεύειν την επουράνιον θεωρίαν.
Εγώ μέν οίμαι αδύνατον είναι, τον μετά γνώσεως και διακρίσεως εκλεξάμενον εαυτώ τούτον τον κόπον τον μέγαν και θείον και το βάρος τούτο προαιρησάμενον βαστάσαι, μη αγωνίσασθαι εν τούτω τω δεδοξασμένω μέρει, ω έξελέξατο, και εν ημέρα διαφυλάξαι εαυτόν από της ταραχής των συντυχιών και της των έργων μερίμνης, ίνα μη κενός γένηται από της επικαρπίας της θαυμαστής και της μεγάλης τρυφής, της προσδοκώμενης τρυγηθήναι εξ αυτής. Ο μέντοι αμελών τούτου, θαρρώ λέγειν, ότι αγονεί τίνος χάριν κοπιά και του ύπνου απέχεται, και εν τη στιχολογία τη πολλή και τω μόχθω της γλώττης και τη ολονύκτω στάσει κακοπαθεί, μη έχων τον νουν αυτού εν τη ψαλμωδία αυτού και τη προσευχή, αλλ9 ως από συνήθειας αγόμενος κοπιά αδιακρίτως. Και ει μη ταύτα ούτως εστίν, ως έφην, πώς αν εστέρηται του θερίζειν από του διηνεκούς σπέρματος αυτού, του εν τω κοπώ, τάς μεγίστας ευεργεσίας και επικαρπίας; Εί γαρ αντί τούτων των φροντίδων εξησχόλει εαυτόν εις την ανάγνωσιν των θείων Γραφών, την ενδυναμούσαν τον νουν, και μάλιστα ούσαν αρδείαν της προσευχής και βοηθούσαν εις την αγρυπνίαν, και ταύτης μεν ομόζυγον, φως δε της διανοίας υπάρχουσαν, εύρεν αν αυτήν οδηγόν είς την ευθείαν τρίβον και σπερματικήν της ύλης της θεωρίας εν τη προσευχή, την δεσμεύουσαν τάς ενθυμήσεις από του μετεωρισμού, του μη ρέμβεσθαι και νέμεσθαι εν τοίς ματαίοις και σπείρουσαν την μνήμην του Θεού εν τη ψυχή αδιαλείπτως και τάς οδούς των άγιων των ευαρεστησάντων αυτώ, την εμποιούσαν τον νουν κτήσασθαι λεπτότητα και σοφίαν, εύρεν αν πέπειρον τον καρπόν των τοιούτων εργασιών.
Τίνος ούν ένεκεν, ώ άνθρωπε, ούτως αδιακρίτως διοικείς τα κατά σεαυτόν; «Οτι νυκτός μεν παννύχιον στάσιν επιτελείς και καταπονείς σευατόν εν τε ψαλμωδίαις και υμνωδίαις και δεήσεσι, βαρύ δε σοι και ου μικρόν φαίνεται, δια βραχυτάτης επιμελείας της ημέρας καταξιωθήναι της χάριτος του Θεού, χάριν της σης κακοπαθείας εν τοις ετέροις. Τίνος χάριν καταπονείς σεαυτόν και νυκτός μεν σπείρεις, ημέρας δε πετάζεις τον κόπον σου, και ευρίσκη άκαρπος και σκορπίζεις την εγρήγορσιν και νήψιν και θέρμην, ην εκτήσω, και απολύεις τον κόπον σου μάτην εν ταίς ταραχώδεσιν ομιλίαις των ανθρώπων και των πραγμάτων, άνευ τινός ευλόγου προφάσεως; Ει γαρ τη νυκτερινή μελέτη ακόλουθον εποίεις την ημερινήν γεωργίαν και την θέρμην της καρδιακής ομιλίας, και μη διάστασιν εν τω μέσω ετίθεις, εν ολίγω καιρώ συμπλακήναι τω στηθεί του Ιησού είχες. Άλλ’ εντεύθεν φανερόν εστίν, ότι αδιακρίτως πολιτεύη και ουκ οίδας τίνος χάριν χρή τους μοναχούς εγρηγορέναι.
Σύ μεν νομίζεις, ότι χάριν του κοπιάν σε και μόνον τέθεινται ταύτα και ου δι έτερον τι τικτόμενον εκ τούτων, ο δε καταξιωθείς υπό της χάριτος μαθείν, χάριν ποίας ελπίδος ανθίστανται οι αγωνισταί τω ύπνω και εκβιάζονται την φύσιν και δια της εγρηγόρσεως των σωμάτων αυτών και των ενθυμήσεων προσφέρουσι τάς εντεύξεις αυτών καθ’ εκάστην νύκτα, εκείνος επίσταται την δύναμιν, την γινομένην από της ημερινής φυλακής καί οποίαν βοήθειαν δίδωσι τω νω εν τη ησυχία της νυκτός καί ποίαν εξουσίαν κατά των λογισμών λαμβάνει και ποίαν καθαρότητα και σύννοιαν, και πώς ο εσμός των αρετών αβιάστως και αμάχως αυτώ χαρίζεται και μετά ελευθερίας ποιεί εννοήσαι την ευγένειαν των λογισμών.
Εγώ δε λέγω, ότι, εάν το σώμα ατόνηση δια την ασθένειαν αυτού και μη δυνηθή νηστεύσαι, δύναται και μόνη τη αγρυπνία κτήσασθαι ο νους την κατάστασιν της ψυχής και δούναι τη καρδία νόησιν, του καταμαθείν την δύναμιν την πνευματικήν, μόνον εάν μη γένηται αυτώ αφανισμός εκ του πλατυσμού των ημερινών αιτιών.
Διό παρακαλώ σε τον εφιέμενον κτήσασθαι νουν νηφάλιον προς τον Θεόν και επίγνωσιν της καινής ζωής, εν πάση τη ζωή σου μη αμελήσης της αγρυπνίας την πολιτείαν διότι εξ αυτής ανοίγονται σου οι οφθαλμοί εις το ιδείν πάσαν την δόξαν της πολιτείας καί την δύναμιν της οδού της δικαιοσύνης.
Εάν δε γένηται σοι πάλιν, όπερ μη γένοιτο, λογισμός χαυνότητος καί εμφωλεύση σοι τυχόν εκ πείρας του αντιλήπτορος σου, του συνήθως σε παραχωρούντος αλλοιωθήναι εν τοις τοιούτοις, είτε εν θερμότητι είτε εν ψυχρότητι, ή εξ αιτίας τινός ή ασθενείας σώματος, ή δια το μη δύνασθαι σε υπομείναι τον κόπον της συνήθως παρά σου γινομένης πολλής ψαλμωδίας και της ευτόνου ευχής καί της πολλής γονυκλισίας, α είωθες αεί εκτελείν, παρακαλώ σε εν αγάπη, εάν καταληφθής εκ τούτων καί μη δυνηθής αυτά διαπράξασθαι, καν καθήμενος γρηγόρησον και εν τη καρδία πρόσευξαι καί μη ύπνωσης, και πάση μηχανή διεξάγαγε την νύκτα καθήμενος και διαλογιζόμενος εννοίας αγαθάς. Και μη σκλήρυνεις την καρδίαν σου και σκοτώσης αυτήν εν τω ύπνω, και πάλιν ήξει σοι δια της χάριτος η πρώτη εκείνη θέρμη και η ελαφρότης και η δύναμις, και σκιρτήσας χαρήση ευχάριστων τω Θεώ.
Η γαρ ψυχρότης και το τοιούτον βάρος, προς πείραν και δοκιμήν παραχωρείται τω ανθρώπω. Και εάν διεγείρη εαυτόν μετά θερμότητος και εκτίναξη αυτά αφ’ εαυτού μικρόν αναγκασθείς, τηνικαύτα πλησιάζει αυτώ η χάρις, ώσπερ ην, και έρχεται αυτώ άλλη δύναμις, έχουσα παν αγαθόν εν εαυτή κεκρυμμένον και τα είδη της αντιλήψεως. Και θαυμάσει εκπληττόμενος ο άνθρωπος, μνημονεύων του προτέρου βάρους και της επελθούσης ελαφρότητος και δυνάμεως, και την διαφοράν και ελαφρότητα εννοών, και πώς αιφνιδίως τοιαύτην εδέξατο αλλοίωσιν. Και έκτοτε σοφίζεται, ίνα, εάν επέλθη αυτώ τοιούτον βάρος, γνωρίσει αυτό εκ της πρώτης αυτού πείρας. Εάν γαρ εν τω πρώτω καιρώ μη αγωνίσηται ο άνθρωπος, ταύτην την πείραν ου δύναται κτήσασθαι. Οράς πόσον σοφίζεται ο άνθρωπος, όταν εξυπνίση εαυτόν μικρόν και υπομείνη εν τώ καιρώ του πολέμου; Μόνον ειμή η φύσις του σώματος εξησθένησε, και ουκ εστί συμφέρον πολεμήσαι την φύσιν εν μέντοι τοις λοιποίς καλόν εστί το αναγκάσαι τινά εαυτόν εν πάσι τοις ωφελούσιν αυτόν.
Η διηνεκής γούν ησυχία η μετά αναγνώσεως και η σύμμετρος των βρωμάτων μετάληψις και η αγρυπνία ταχέως την διάνοιαν εξυπνίζουσιν εις έκπληξιν των πραγμάτων, εάν μη γένηταί τις αιτία λύουσα την ησυχίαν. Αι έννοιαι αι κινούμεναι
τοίς ησυχάζουσιν αυτομάτως χωρίς σκέψεως ποιούσιν αμφοτέρους τους οφθαλμούς δίκην κολομβήθρας βαπτισμού εν τοις χεομένοις δάκρυσι και τάς παρειάς βάπτουσι τω πλήθει εαυτών.
Όταν δι’ εγκράτειας δαμασθή σου το σώμα και αγρυπνίας και τη προσοχή της ησυχίας και αισθάνη του σώματος σου τη οξύτητι του πάθους της πορνείας έξωθεν της φυσικής κινήσεως γινομένου, γίνωσκε ότι από λογισμών υπερηφανίας επειράθης. Και μίξον τη τροφή σου σποδόν και προσκόλλησον τη γη την σήν γαστέρα και εξερεύνησον τι ενενόησας και μάθε την αλλοίωσιν της φύσεως σου και τα παρά φύσιν σου έργα, και ίσως ελεήσει σε ο Θεός και εξαποστείλει σοι φως του μαθείν ταπεινωθήναι, ίνα μη αυξηθή η κακία σου.
Μη ούν παυσώμεθα αγωνιζόμενοι και σπουδάζοντες, έως αν εν ημίν μετάνοιαν ίδωμεν και εύρωμεν την ταπείνωσιν και επαναπαύσεται η καρδία ημών εν τω Θεώ.
Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία