Λόγος ΛΘ΄: Περί της αγγελικής κινήσεως της προς προκοπήν της ψυχής εν τοις πνευματικοίς διά της προνοίας του Θεού εξυπνιζομένης εν ημίν περί πρώτης εργασίας εν τω ανθρώπω.
Πρώτη έννοια η εκ της φιλανθρωπίας του Θεού εμπίπτουσα εν τω ανθρώπω, η οδηγούσα την ψυχήν εις την ζωήν, περί της εξόδου της φύσεως ταύτης εμπίπτει τη καρδία. Τούτω τω λογισμώ ακολουθεί φυσικώς η καταφρόνησις του κόσμου, και εκ τούτου έρχεται εν τω ανθρώπω πασά κίνησις αγαθή, η οδηγούσα αυτόν εις την ζωήν. Και ώσπερ θεμέλιον τίνα τίθησιν εν τω ανθρώπω η θεϊκή δύναμις η ακολουθούσα αυτώ, ότε θελήσει φανερώσαι εν αυτώ την ζωήν. Ταύτην την έννοιαν, ην ειρήκαμεν, εάν μη σβέση αυτήν ο άνθρωπος εν ταίς συμπλοκαίς ταίς βιωτικαίς και τη ματαιολογία, αλλά αύξηση ταύτην την έννοιαν εν ησυχία και διαμένη εν αυτώ θεωρών και σχολάζων εν αύτη, προς την θεωρίαν την βαθείαν την μη δυναμένην εκφρασθήναι υπό τίνος άγει αυτόν. Τούτον τον λογισμόν ο σατανάς πολλά μισεί και εν πάση δυνάμει αυτού πολεμεί εκτίλαι αυτόν εκ του ανθρώπου, και ει δυνατόν ην, εδίδου αυτώ την βασιλείαν όλου του κόσμου, μόνον ίνα τω περισπασμώ απαλείψη εκ της διανοίας του ανθρώπου τον τοιούτον λογισμόν. Και ει εδύνατο, ως είρηται, εποίει τούτο προθύμως. Γινώσκει γαρ ο δόλιος, ότι, εάν ο λογισμός ούτος διαμείνη εν τω ανθρώπω, ουκ έτι η διάνοια αυτού εν τη γη ταύτη της πλάνης ίσταται, και αι μηχαναί αυτού προς αυτόν ουκ εγγίζουσι.
Ουχί περί του πρώτου εκείνου λογισμού του κινούντος εν ημίν την μνήμην του θανάτου εν τη υπομνήσει αυτού λογισόμεθα τούτον, αλλά περί του πληρώματος του πράγματος τούτου, του εντιθεμένου εν τω ανθρώπω την μνήμην αυτού αχωρίστως και εν τη αδολεσχία αυτού εις το θαυμάσαι αυτόν συνιστώντος αυτόν πάντοτε. Εκείνος γαρ ο λογισμός εστί σωματικός, ούτος δε θεωρία εστί πνευματική και χάρις θαυμαστή. Και εννοίαις λαμπραίς η θεωρία αύτη ενδεδυμένη εστί, και ο έχων αυτήν, τον κόσμον τούτον πάλιν ουκ εξετάζει και προς το σώμα αυτού ουκ εμμένει.
Αληθώς όντως, ώ αγαπητοί, ει αφήκεν ο Θεός την αληθή ταύτην θεωρίαν προς τους ανθρώπους ολίγον καιρόν, είχεν αν ο κόσμος ούτος διαμείναι αδιάδοχος. Αύτη η θεωρία δεσμός εστίν, ούτινος έμπροσθεν η φύσις ου δύναται στήναι, και τω λαμβάνοντι ταύτην την αδολεσχίαν εν τη ψυχή αυτού, χάρις εστίν εκ του Θεού ισχυρότερα πασών εργασιών των ιδικών, ήτις δίδοται τοις εν τη τάξει τη μέση ούσι, τοις εν ευθύτητι καρδίας επιθυμούσι την μετάνοιαν. Και δίδοται ακριβώς οίς γινώσκει ο Θεός, ότι πρέπει αυτούς αναχωρήσαι αληθώς εκ του κόσμου τούτου προς την κρείττονα ζωήν, δια το θέλημα αυτών το αγαθόν, όπερ εύρεν εν αυτοίς, αυξάνει δε και διαμένει προς αυτούς εν τη οικήσει τη αναχωρητική και ιδιαζούση.
Ταύτην εν ευχαίς αιτησώμεθα, υπέρ ταύτης αγρυπνίας μακράς ποιήσωμεν, και ως χάριν μη έχουσαν ομοίωσιν, μετά δακρύων παρά του Κυρίου, ίνα παράσχη αυτήν ημίν αιτήσωμεν, και ουκ έτι πάλιν ατονήσωμεν εν τω μόχθω του κόσμου τούτου. Αύτη η αρχή των λογισμών της ζωής, η τελείουσα εν τω ανθρώπω το πλήρωμα της δικαιοσύνης.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία