Λόγος ΞΕ΄: Περί τάξεως τρίτης της γνώσεως, ήτις εστι τάξις τελειότητος.
Πως ούν λεπτύνεται τις και κτάται το πνευματικόν και ομοιούται τη πολιτεία των αοράτων δυνάμεων, των λειτουργουσών μη τη αισθητή ενεργεία των έργων, αλλά τη τελειουμένη εν τη της διανοίας φροντίδι, άκουσον όταν η γνώσις υψωθή εκ των γηίνων και εκ της μερίμνης της εργασίας αυτών, και άρξηται απόπειραν ποιείσθαι των διαλογισμών εαυτής εν τοις κεκαλυμμένοις έσωθεν των οφθαλμών και τρόπω τινι καταφρονήση των πραγμάτων, εξ ων η σκολιότης των παθών γίνεται, και απλώση εαυτήν άνω και ακολουθήση τη πίστει εν τη μερίμνη του μέλλοντος αιώνος και εν ταίς επιθυμίαις ταίς επαγγελθείσαις ημίν και εν τη εξετάσει των κρυπτών μυστηρίων, τότε αύτη η πίστις καταπίνει ταύτην την γνώσιν και στρέφεται και τίκτει αυτήν εξ αρχής, ως γενέσθαι αυτήν όλην έξ όλου πνεύμα.
Τότε δύναται πετασθήναι εν ταίς χώραις των ασωμάτων πτέρυξι και άψασθαι του βάθους της θαλάσσης της αναφούς, διανοούσα τάς θείας και θαυμαστάς κυβερνήσεις, τάς εν ταίς φύσεσι των νοητών και αισθητών, και εξετάσαι τα μυστήρια τα πνευματικά, τα εν διανοία απλή και λεπτή καταλαμβανόμενα. Τότε αι αισθήσεις αι έσω εξυπνίζονται εις εργασίαν του πνεύματος, κατά την τάξιν την γινομένην εν εκείνη τη διαγωγή της αθανασίας και της αφθαρσίας, διότι την ανάστασιν την νοητήν, ως εν μυστηρίω, εκ των ώδε εδέξατο, προς μαρτυρίαν αληθινήν της ανακαινίσεως των πάντων
Ούτοι εισίν οι τρεις τρόποι της γνώσεως, εν οίς συνάπτεται πάς ο δρόμος του ανθρώπου εν τω σώματι, και εν τη ψυχή, και τω πνεύματι. Όθεν και τις άρχεται διακρίνειν μέσον του κακού και του αγαθού, και έως του εξελθείν αυτόν εκ του κόσμου τούτου, εν τοις τρισι μέτροις τούτοις η γνώσις τής ψυχής αυτού εισέρχεται και το πλήρωμα πάσης αδικίας και ασεβείας και το της δικαιοσύνης και του άψασθαί τε του βάθους πάντων των μυστηρίων του πνεύματος* μία γνώσις εργάζεται εν τοις ρηθείσι τρισι μέτροις και εν αυτή εστί πάσα κίνησις νοός, ότε ανέρχεται ή κατέρχεται εν τοις αγαθοίς ή κακοίς ή μέσοις.
Ταύτα δε τα μέτρα καλούσιν οι πατέρες φύσιν, παρά φύσιν, και υπέρ φύσιν, και ταύτα είσι τα τρία πλάγια, εν οίς ανάγεται και κατάγεται η μνήμη της ψυχής της λογικής, καθώς ερρέθη. Ότι, όταν εν τη φύσει εργάζηται τις την δικαιοσύνην ή υπεράνωθεν της φύσεως αρπάζεται εν τη μνήμη αυτής, εν τη θεωρία του Θεού έσωθεν της φύσεως ή εξέρχεται βοσκήσαι χοίρους, ως ο απολέσας τον πλούτον της διακρίσεως αυτού, ός ειργάζετο μετά του πλήθους των δαιμόνων.
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΙΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ
Η τάξις η πρώτη της γνώσεως ψυχραίνει την ψυχήν εκ των έργων του δρόμου οπίσω του Θεού. Η δευτέρα θερμαίνει αυτήν εις τον δρόμον τον ταχύν τοις εν τω βαθμώ της πίστεως. Η τρίτη δε η της εργασίας ανάπαυσις, όπερ εστί τύπος του μέλλοντος, εν τη αδολεσχία μόνη της διανοίας τρυφώσα εν τοις μυστηρίοις των μελλόντων. Αλλά τω μηδέπω ύψωθήναι την φύσιν τελείως εκ της τάξεως της νεκρώσεως και του βάρους της σαρκός και τελειωθήναι εν εκείνη τη πνευματική τη υψηλοτέρα της άλλης της εκκλινούσης, αδυνατεί και προς την τελείωσιν την μη έχουσαν λείψιν λειτουργήσαι και εν τω κόσμω της νεκρώσεως είναι, και αφείναι την της σαρκός φύσιν τελείως, έως αν ακμήν εν αυτή αναστρέφηται.
Εν μεταβολή γίνεται εν τούτω και εν εκείνω. Και άπαξ ως πτωχός και πένης η ψυχή αυτού λειτουργεί εν τη δευτέρα τάξει τη μέση, εν τη αρετή τη εν τη φύσει τεθείση ενεργηθήναι δια της του σώματος φύσεως. Και εν καιρώ, κατά τους λαβόντας το πνεύμα της υιοθεσίας εν μυστηρίω της ελευθερίας, απολαύει της χάριτος του Πνεύματος, κατά την άξίαν του δόντος αυτήν. Και πάλιν υποστρέφει εις ταπείνωσιν των έργων αυτής, ταύτα δε είσι τα δια του σώματος. Και αύτη διαφυλάττει αυτά, μήπως αιχμαλώτιση αυτήν ο εχθρός εν τοις δελεάσμασι τοις ευρισκομένοις εν τω αίώνι τούτω τω πονηρώ και εν τοις διαλογισμοίς τοις τεταραγμένοις και εκκλινομένοις. Διότι, όσον εστίν ο άνθρωπος κάτωθεν του καλύμματος της θύρας της σαρκός εγκεκλεισμένος, ουκ έχει πεποίθησιν. Διότι ουκ εστί τελεία ελευθερία εν τω αιώνι τω ατελεί.
Πάσα γαρ εργασία της γνώσεως, εις εργασίαν και διατριβήν εστίν, η δε εργασία της πίστεως, ουκ εν τοις έργοις ενεργείται, άλλ’ εν ταίς εννοίαις ταίς πνευματικαίς, εν εργασία γυμνή της ψυχής πληρούται και υπεράνωθεν εστί των αισθήσεων. Η γαρ πίστις λεπτότερα της γνώσεως, καθώς η γνώσιςτων πραγμάτων των αισθητών. Πάντες γαρ οι άγιοι την πολιτείαν ταύτην καταξιωθέντες ευρείν, όπερ εστίν έκπληξις εις Θεόν, εν τη δυνάμει της πίστεως διάγουσιν εν τη τροφή της πολιτείας εκείνης της υπέρ φύσιν.
Πίστιν δε λέγομεν, ουκ εν ή πιστεύει τις εν τη διαφορά των προσκυνητών υποστάσεων τε και θείων και εν τη οικονομία τη θαυμαστή τη εν τη ανθρωπότητι εν τη προσλήψει της φύσεως ημών, ει και αυτή υψηλή εστί λίαν, αλλά την πίστιν την εκ του φωτός της χάριτος ανατέλλουσαν εν τη ψυχή, εν τη μαρτυρία της διανοίας στηρίζουσαν την καρδίαν αδίστακτον είναι εν τη πληροφορία της ελπίδος τη απεχούση από πάσης οιήσεως και ουκ εν τη επιδόσει της ακοής των ώτων εαυτήν δεικνύει, αλλ’ εν τοις πνευματικοίς οφθαλμοίς τα μυστήρια τα κεκρυμμένα εν τη ψυχή, και τον κρυπτόν και θείον πλούτον, τον κεκρυμμένον εκ των οφθαλμών των υιών της σαρκός και αποκαλυπτόμενον εν τω Πνεύματι τοις εν τη τραπέζη του Χριστού διαιτωμένοις εν τη αδολεσχία των νόμων αυτού, καθώς είπεν «εάν τηρήσητε τάς εντολάς μου, αποστελώ υμίν τον Παράκλητον, το Πνεύμα της αληθείας, όπερ ο κόσμος ου δύναται δέξασθαι», κακείνος διδάσκει υμάς πασάν την αλήθειαν.
Ούτος δεικνύει τω ανθρώπω την δύναμιν την αγίαν, την ενοικούσαν εν αυτώ εν παντί καιρώ, την σκέπην, την ισχύν την νοητήν την σκεπάζουσαν τον άνθρωπον πάντοτε και αποδιώκουσαν άπ’ αυτού πάσαν βλάβην, του μη προσεγγίσαι τη ψυχή αυτού ή τω σώματι. Ης τίνος ο νους ο φωτεινός και νοητός αοράτως τοις οφθαλμοίς αισθάνεται της πίστεως, ήτις τοις αγίοις τη πείρα αυτής πλέον γινώσκεται.
Εκείνη δε η δύναμις αυτός εστίν ο Παράκλητος, εν τη ισχύι της πίστεως κατακαίων τα μέρη της ψυχής, ως εν πυρί. Και ορμά και καταφρονεί παντός κινδύνου τη ελπίδι του Θεού, και εν τοις πτεροίς της πίστεως υψούται εκ της ορατής κτίσεως και ως μεθύουσα γίνεται αεί εν τη εκπλήξει της μερίμνης της κατά Θεόν, και εν τη θεωρία τη ασυνθέτω και εν τη κατανοήσει τη αοράτω της θείας φύσεως εθίζουσα την διάνοιαν προσέχειν τη αδολεσχία των κρυφίων αυτής. Έως γαρ αν έλθη εκείνο, όπερ εστίν η τελείωσις των μυστηρίων, και αξιωθώμεν φανερώς της αποκαλύψεως αυτών, η πίστις λειτουργεί μεταξύ του Θεού και των άγιων μυστήρια άρρητα.
Ων αξιωθείημεν, δια της χάριτος αυτού του Χριστού, ενταύθα μεν ως αρραβώνος, εκεί δε εν υποστάσει της αληθείας, εν τη βασιλεία των ουρανών μετά των αγαπώντων αυτόν. Αμήν.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία