Λόγος ΞΖ΄: Περί υποθέσεως της ψυχής της ζητούσης την βαθείαν θεωρίαν, του βυθισθήναι εν αυτή, και απαλλαγή από των σαρκικών λογισμών των από της μνήμης των πραγμάτων
Παν πράγμα υψηλότερον άλλον, εγκέκρυπται εξ εκείνου, ου εστίν ανώτερον. Και τούτο, ουχί παραπέτασμα τι άλλου σώματος, κέκτηται εν τη φύσει, τουτέστιν εις το δύνασθαι αποκαλύψαι την κρυφιότητα αυτου. Πάσα ουσία νοητή τάς διαφοράς των ίδιων πραγμάτων ουκ έξωθεν αυτής κέκτηται, άλλ’ ένδοθεν των κινήσεων αυτής περιωρισμένας έχει* τουτέστιν εις το τηλαυγέστερον δύνασθαι αμέσως υπεισδύναι προς υποδοχήν του πρώτου φωτός, ή κατά ετέραν τάξιν, ήτις ου κέκτηται δηλονότι διαφοράν εν τόπω, αλλά κατά την της υποδοχής τε και υπεροχής καθαρότητα, η κατά το μέτρον των νοών προς δύναμιν της υποδοχής των άνω διανύξεων και δυνάμεων.
Νοητή πάσα ουσία εξ εκείνων κέκρυπται των υποκάτω αυτής, ουχί δε τη φύσει απ’ αλλήλων, αλλά ταίς των αρετών κινήσεσι. Και τουτο λέγω, εκ των περί των αγίων Δυνάμεων και των ψυχικών Ταγμάτων και των δαιμόνων. Τα πρώτα από των μέσων και ταύτα από των τρίτων τη τε φύσει και τω τόπω και ταίς κινήσεσιν, έκαστον των ταγμάτων άφ’ εαυτού και προς αυτό τη γνώσει απ’ αλλήλων κεκρυμμένα είσιν, είτε ορώνται είτε μη από δε των κάτω, τη φύσει. Διότι η δράσις των ασωμάτων ουκ εστίν έξωθεν αυτών, ως των σωματικών, αλλά το οράν αυτούς αλλήλους έσωθεν των κινήσεων αυτών λέγεται είναι ταίς τε αρεταίς και τω μέτρω των κινήσεων. Τουτου ένεκεν εάν ισομοιρία τετιμημένοι ώσι, καν απώσιν απ’ αλλήλων, ορώσιν αλλήλους, ουχί φαντασία, αλλά αψευδεί οράσει και φύσει αληθινή, πλην της αιτίας των πάντων, ήτις υπέρκειται ταύτης της διαφοράς, αύτη μόνη η προσκυνητή.
Οι μέντοι δαίμονες, ει και λίαν εισίν εναγείς, ουκ είσιν απ’ αλλήλων κεκρυμμένοι εν ταίς εαυτών τάξεσι, τάς δε δυο τάξεις, τάς ουσας υπεράνω αυτών, ουχ ορώσι. Διότι η πνευματική δράσις το φως εστί της κινήσεως, και αυτό τουτο εστίν αυτοίς έσοπτρον τε και όμμα. Όταν δε σκοτισθώσιν αι κινήσεις, ουχ ορώσι τάς υπερκειμένας τάξεις. Αλλήλους μεν γαρ, καθότι παχυτεροι εισί των πνευματικών ταγμάτων, κατά την ιδίαν τάξιν ορώσι. Και τα των μεν δαιμόνων ουτως έχει.
Αι ψυχαί δε, εν όσω μεμολυσμέναι και σκοτειναί είσιν, οράν ου δύνανται, ουτε αλλήλαις ούτε εαυτάς. Εάν γαρ καθαρθείσαι προς την αρχαίαν πλάσιν επανέλθωσι, τηλαυγώς ορώσι τας τρεις τάξεις ταυτας, φημί την τε υποκάτω αυτών, και την επάνω, και αύται αλλήλαις. Ουχ ότι αλλοιούνται σχήματι σωματικώ και τότε καθορώσιν, είτε αγγέλους είτε δαίμονας είτε αλλήλας, αλλ’ αύτη τη φύσει εισορώσι και πνευματική τάξει.
Εάν δε είπης αδύνατον εστί τουτο, το οραθήναι δαίμονα ή άγγελον, εάν μη αλλοιωθώσι και σχηματισθώσι, λοιπόν ουχί η ψυχή ορά, αλλά το σώμα και ούτως εάν η, τις χρεία της καθάρσεως; ιδού γαρ και τοις μη καθαροίς εν καιρώ φαίνονται οι δαίμονες, ωσαύτως και οι άγγελοι, αλλ όμως τοις σωματικοίς οφθαλμοίς βλέπουσιν, όταν βλέπωσιν, ένθα ουκ εστί χρεία της καθάρσεως. Όμως ουχ ουτως εστίν η ψυχή η καθαρθείσα, αλλά πνευματικώς βλέπει εν τω οφθαλμώ της φυσεως, τουτέστιν εν τω διορατικώ, ήτοι διανοητικώ.
Και ότι αι ψυχαί αλλήλας ορώσι και εν σώματι ούσαι, μη θαυμάσης. Εγώ γαρ απόδειξίν σοι εναργή αποδείκνυμι δια την του μαρτυρούντος αλήθειαν, λέγω δη του μακαρίου Αθανασίου του μεγάλου, ειπόντος εν τω περί του μεγάλου Αντωνίου συγγράμματι, ότι, φησί, ποτέ ιστάμενος ο μέγας Αντώνιος εν προσευχή, είδε ψυχήν τίνος υψουμένην μετά πολλής τιμής, και τον καταξιωθέντα τυχείν της τοιαύτης δόξης εμακάρισεν. Ην δε ουτος ο μακάριος Αμμούν από της Νιτρίας. Απείχε δε το όρος εκείνο, εν ω διέτριβεν ο άγιος Αντώνιος, από Νιτρίας διάστημα δεκατριών ημερών.
Δέδεικται λοιπόν εκ τούτου του υποδείγματος επί των τριών τάξεων των προειρημένων ότι κάν αφιστώνται απ’ αλλήλων, ορώσι αλλήλας αι πνευματικαί φύσεις, και ότι ου κωλύουσι τα διαστήματα και αι των σωμάτων αισθήσεις του καθοράν αλλήλας. Ομοίως και αι ψυχαί, όταν καθαρθώσιν, ου σωματικώς βλέπουσιν, αλλά πνευματικώς- διότι η σωματική θέα φανερά εστί και τα έμπροσθεν ορά, τα μέντοι μακράν όντα, άλλης δείται οράσεως.
Αι ανωτάτω τάξεις πολλαί εισί κατά την ύπαρξιν αναριθμήτως, και κατά διαφοράν και τάξιν ονομάζονται. Δια τι γαρ εκλήθησαν Αρχαί και Εξουσίαι και Δυνάμεις και Κυριότητες; Ίσως ως τετιμημέναι. Και μην ολιγώτεραι εισί των υποτεταγμένων αυταίς, ως έφησεν ο άγιος Διονύσιος, ο Αθηνών επίσκοπος. Τη εξουσία και τη γνώσει μέγιστοι εισί και μερικώτατοι προς το μέγεθος των οικείων ταγμάτων. Επεί επεκτείνονται από τάξεως εις τάξιν, έως αν καταντήσωσι εις την ενότητα του μεγάλου και δυνατού παρά πάντας, του κεφαλής υπάρχοντος και θεμελίου πάσης της κτίσεως.
Κεφαλήν δε λέγω ουχί τον κτίστην, αλλά τον προηγούμενον των θαυμάτων των έργων του Θεού. Πολύ γαρ υποδεέστεροι εισί της προνοίας της σοφίας του Θεού, του πλάστου αυτών τε και ημών. Και τοσούτον εισίν υποδεέστεροι όσον οι τούτοις υποκείμενοι τούτων υποδεέστεροι. Υποδεεστέρους δε λέγω τη τε υψηλότητι και ταπεινότητα ουκ εν τω τόπω, αλλά τη δυνάμει και τη γνώσει, κατά το μέτρον ο κέκτηνται, ακολουθούσης της μείζονος και της ελάττονος γνώσεως.
Πάσας γαρ ταύτας τας νοεράς ουσίας η θεία Γραφή εννέα προσηγορίαις πνευματικαίς ωνόμασε, και ταύτας μεν εις τρεις αφώρισε. Πρώτην μεν εις τους θρόνους τους μεγάλους και υψηλούς και αγιωτάτους και τα πολυόμματα Χερουβίμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφίμ* δευτέραν δε τη τάξει εις τας Κυριότητας και τας Δυνάμεις και τας Εξουσίας- και τρίτην εις τας Αρχάς και Αρχαγγέλους και Αγγέλους. Διερμηνεύοντα δε ταύτα τα τάγματα εκ της εβραΐδος, τα μεν Σεραφίμ θερμαντικά και καυστικά, τα δε Χερουβίμ τα πολλά τη γνώσει και τη σοφία, θρόνοι υποδοχή Θεού και ανάπαυσις.
Ωνομάσθησαν δε τούτοις τοις ονόμασι ταύτα τα τάγματα εκ των ενεργειών αυτών. Οι θρόνοι, οι τίμιοι λέγονται αι Κυριότητες, οι έχοντες εξουσίαν κατά πάσης βασιλείας- Αρχαί, οι τον αιθέρα διοικούντες Εξουσίαι, οι εξουσιάζοντες των εθνών και εκάστου ανθρώπου’ Δυνάμεις, οι ισχυροί εν δυνάμει και φοβεροί εν τη θεωρία αυτών Σεραφίμ, οι αγιάζοντες Χερουβίμ, οι βαστάζοντες Αρχάγγελοι, οι γρηγόριοι φύλακες Άγγελοι, οι αποστελλόμενοι.
Εν τη πρώτη ημέρα εκτίσθησαν αι εννέα νοεροί φύσεις εν σιωπή, και μία εν φωνή, όπερ εστί το φως εν δε τη δευτέρα ημέρα το στερέωμα, και εν τη τρίτη ημέρα την συναγωγήν των υδάτων εποίησεν ο Θεός και την βλάστησιν των βοτάνων και τη τετάρτη, τον μερισμόν του φωτός και τη πέμπτη, τα πετεινά και ερπετά και τους ιχθύας και τη έκτη, τα ζώα και τον άνθρωπον.
Η θέσις του κόσμου όλου, το μήκος και το πλάτος. Η αρχή, η ανατολή,το τέλος, η δύσις τα δεξιά, ο βορράς, τα αριστερά, ο νότος. Και ως κλίνην την γήν όλην έθηκε, και τον ανώτερον ουρανόν ως δέρριν και καμάραν και κύβον τον δε δεύτερον ουρανόν, ως τροχόν κεκολλημένον τω πρώτω και τα άκρα του ουρανού και της γης κεκολλημένα τον δε ωκεανόν, ως ζώνην περικυκλούντα τον ουρανόν και την γήν, και έσωθεν αυτού υψηλά όρη φθάνοντα έως του ουρανού’ και τον ήλιον οπίσω των ορέων, διελθείν όλην την νύκτα’ και την θάλασσαν την μεγάλην έσωθεν των ορέων τούτων, ήτις κρατεί ως το ήμισυ και τέταρτον της ξηράς γης.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία