Λόγος Ο΄: Περί των λόγων της Θείας Γραφής, των προς μετάνοιαν ερεθιζόντων, ότι προς την ασθένειαν των ανθρώπων ερρέθησαν, ίνα μη απόλωνται από Θεού ζώντος, και ότι ου δεί προς αφορμήν του αμαρτάνειν εκλαμβάνειν αυτούς.
Την ανδρείαν, ην οι πατέρες εν ταίς θείαις Γραφαίς αυτών τεθείκασι και την δυναμιν την εν ταίς των αποστόλων και προφητών γραφαίς περί της μετανοίας, ου χρή ημάς εκλαμβάνειν προς βοήθειαν του αμαρτάνειν και καταλύειν τα όρια του Κυρίου τα αδιάβατα, άτινα από αρχαίων ήμερων δια στόματος πάντων των αγίων εν πάσαις ταίς γραφαίς και νομοθεσιαις προς αναίρεσιν της αμαρτίας ωρίσθησαν εν δυνάμει Θεού.
Ινα γαρ ελπίδα μετανοίας σχώμεν, εμηχανήσαντο υποκλέπτειν εκ της αισθήσεως τον φόβον της απογνώσεως, όπως προς μετάνοιαν τρέχη φθάσαι πας άνθρωπος, και μη αδεώς αμαρτάνη. Ιδού γαρ παντί τρόπω απεφήνατο ο Θεός τον φόβον εν πάσαις ταίς γραφαίς και έδειξε παρ ‘ αυτώ μισητήν την αμαρτίαν.
Ποίω γαρ τρόπω απεπνίγη η κατά τάς ημέρας του Νώε γενεά εν τω κατακλυσμώ; ουχί χάριν της λαγνείας, ηνίκα εξεμάνησαν κατά του κάλλους των θυγατέρων του Κάιν; Ουκ ην κατά τον καιρόν εκείνον φιλαργυρία, ουδέ πόλεμοι. Διατί δε αί πόλεις Σοδόμων πυρίκαυστοι γεγόνασιν; ουχ ότι δεδώκασιν εαυτών τα μέλη τη επιθυμία και τη ακαθαρσία, ώστε επικρατήσαι πάντων αυτών κατά το εαυτοίς θέλημα εις πάσας τάς εναγείς και ατόπους πράξεις; Ουχί δια πορνείαν ενός ανθρώπου πεπτώκασιν εις θάνατον εν μιά ροπή είκοσι και πέντε χιλιάδες των υιών Ισραήλ του πρωτοτόκου του Θεού; Τίνος δε χάριν εκβέβληται του Θεού Σαμψών ο γίγας, ο εκ μήτρας αφορισθείς τω Θεώ και αγιασθείς, και προ γενέσεως δι’ αγγέλου ευαγγελισθείς κατά Ιωάννην τον του Ζαχαρίου, ο μεγάλης δυνάμεως καταξιωθείς και μεγάλων τεραστίων; Ουχ ότι εμίανε τα μέλη αυτού τα άγια τη συνουσία της πόρνης; Τούτου χάριν ουκ εμακρύνθη απ’αυτού ο Θεός και παρέδωκεν αυτόν τοις εχθροίς αυτού; Δαβίδ δε ο κατά την καρδίαν του Θεού, ο δια τάς αρετάς αυτού εκ σπέρματος αυτού αξιωθείς προσαγαγείν την επαγγελίαν των πατέρων και εξ αυτού εκλάμψαι τον Χριστόν εις σωτηρίαν πάσης της οικουμένης, ουχί δια μοιχείαν μιας γυναικός ετιμωρήθη, ηνίκα τοις οφθαλμοίς εθεάσατο το κάλλος αυτής και το βέλος εις την ψυχήν αυτού εδέξατο; Τούτου γαρ ένεκεν επήγειρεν αυτώ ο Θεός εκ του οίκου αυτού πόλεμον και ο εκ της όσφυος αυτού εδίωξεν αυτόν και ταύτα μετά πολλών δακρύων αυτού μετανοήσαντος, ώστε την στρωμνήν αυτού βρέχειν τοις δάκρυσι, και του Θεού ειρηκότος αυτώ δια του προφήτου, «ο Κυριος αφείλε σου το αμάρτημα».
Βούλομαι μνημονεύσαι και τινων προ τούτου. Τίνος χάριν επήλθεν η οργή και ο θάνατος τω οίκω του ιερέως Ηλί του δικαίου γέροντος, του τεσσαράκοντα έτη εν τη ιερωσύνη διαπρέψαντος; Ουχί δια την ανομίαν των τέκνων αυτού Οφνί και Φινεές; Ουδέ γαρ αυτός επλημμέλησεν, ουδέ εκείνοι τη τούτου γνώμη, άλλ’ ότι ουκ είχε ζήλον απαιτήσαι την εκδίκησιν Κυρίου άπ’ αυτών και μάλλον τούτους ηγάπα ή τα προστάγματα του Κυρίου. Ίνα ουν μη υπολάβη τις, ότι εις μόνους τους πάσας τάς ημέρας της ζωής αυτών εν ανομίαις ζήσαντας ενδείκνυσι την οργήν αυτού, χάριν του ατόπου τούτου αμαρτήματος, ιδού εν τοις γνησίοις αυτού ενδείκνυσι τον ζήλον αυτού, εν τε ιερεύσι και κριταίς και άρχουσι και ανθρώποις ηγιασμένοις αυτώ, οίς τάς θαυματουργίας ενεπίστευσεν.
Αποδέδεικται, ότι ουδαμώς, όταν φανώσι τάς θεσμοθεσίας αυτού παραβάντες, παρορά, ως γέγραπται εν τω Ιεζεκιήλ, «είπε τω άνθρώπω, ω εντέταλται πορθήσαι την Ιερουσαλήμ τη αόρατω ρομφαία, άπ’ έμπροσθεν του θυσιαστηρίου μου άρξαι, και μη ελεήσης γέροντα μήτε νεώτερον», ίνα ενδείξηται, ότι γνήσιοι και προσφιλείς αυτώ εισίν οι εν φόβω και ευλαβεία πορευόμενοι έμπροσθεν αυτού και ποιούντες το θέλημα αυτού, και άγιοι του Θεού εισίν η ενάρετος πράξις και η καθαρά συνείδησις. Τους μέντοι εκφαυλίζοντας τάς οδούς Κυρίου, και αυτός εκφαυλίζει αυτούς και απορρίπτει από προσώπου αυτού και την χάριν αυτού αίρει άπ’ αυτών. Διατί γαρ ή άπόφασις η κατά του Βαλτάσαρ εξήλθεν εξαίφνης και ως εν τύπω χειρός τούτον επάταξεν; Ουχ ότι κατετόλμησε των αψαύστων αναθημάτων, ων εφήρπασεν από Ιερουσαλήμ και εις αυτά έπιεν αυτός και αι παλακίδες αυτού; Ουτω και οι αφιερώσαντες τα εαυτών μέλη τω Θεώ, και πάλιν τολμώντες τούτοις εις τάς κοσμικάς πράξεις κεχρήσθαι, αοράτω πληγή απόλλυνται.
Ουκούν μη, τη προσδοκία της μετανοίας και εν τη ευτολμία τη δεδομένη ημίν παρά των θείων Γραφών, καταφρονήσωμεν των του Θεού λογίων και απειλών και παροργίσωμεν αυτόν τη ατοπία των πράξεων ημών και χράνωμεν τα μέλη ημών άπερ καθάπαξ αφιερώσαμεν δουλεύειν τω Θεώ. Ιδού γαρ ηγιάσθημεν αυτώ και ημείς, ως Ηλίας και Ελισσαίος και οι υιοί των προφητών και οι λοιποί των αγίων και παρθένων, οίτινες τάς μεγάλας θαυματουργίας επετέλουν και πρόσωπον προς πρόσωπον ελάλουν τω Θεώ, και όσοι μετ’ εκείνους, ως Ιωάννης ο παρθένος και ο άγιος Πέτρος και ο λοιπός κατάλογος των της Καινής ευαγγελιστών και κηρύκων, οίτινες αφιέρωσαν εαυτούς τω Κυρίω και εδέξαντο παρ’ αυτού τα μυστήρια, οι μεν εκ στόματος αυτού, οι δε δι’ αποκαλύψεων, και εγένοντο μεσίται Θεού και ανθρώπων και κήρυκες της βασιλείας τη οικουμένη.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία