Λόγος ΟΑ΄: Περί εκείνων δι΄ ων κτήσασθαι τις δύναται την αλλοίωσιν των κρυπτών νοημάτων μετά της αλλοιώσεως της πολιτείας της έξω.
Όσον τις εστίν εν τη ακτημοσύνη, η εκδημία της ζωής ανέρχεται εν τη αυτού διανοία αεί και εν τη ζωή τη μετά την ανάστασιν ποιεί την εαυτού μελέτην πάντοτε και την ετοιμασίαν άπασαν εκείσε μηχανάται εν παντί καιρώ και υπομονήν κτάται κατά πάσης τιμής και σωματικής αναπαύσεως εν τω λογισμώ αυτού σπειρομένης και λογισμός υπέρ της καταφρονήσεως του κόσμου εν τη διανοία αυτού σφύζει καθ ώραν. Και θαρρεί εν τη διανοία αυτού και κτάται κραταιάν καρδίαν εν παντί καιρώ κατά παντός κινδύνου και φόβου εργαζομένου θάνατον άλλ’ ουδέ εκ του θανάτου φοβείται. Διότι εν πάση ώρα αυτώ προσέχει, ως πλησιάζοντι και αυτόν προσδοκά, και η μέριμνα αυτού ερριμμένη εστίν έπι τον Θεόν εν πάση πεποιθήσει αδιστάκτω. Και εάν απαντήσωσιν αυτώ θλίψεις, γίνεται ώσπερ τις πεπεισμένος και γινώσκων ακριβώς, ότι στέφανον προξενούσιν αυτώ, και εν πάση χαρά υπομένει αυτάς και εν αγαλλιάσει και ευφροσύνη υποδέχεται αυτάς. Διότι γινώσκει, ότι ο Θεός αυτός εστίν ο οικονομήσας αυτάς αυτώ, δια τα κέρδη των αιτιών των αγνώστων εν οικονομία μη φανερουμένη.
Εάν δε συμβή αυτώ εξ αίτιας τινός τι των παρερχομένων κτήσασθαι εν τη εργασία και μηχανή εκείνου του σοφού των κακών πάντων, αυτή τη ώρα ο πόθος του σώματος άρχεται κινείσθαι εν τη ψυχή αυτού, και ζωήν μακράν εννοεί και λογισμοί της αναπαύσεως της σαρκός αναβαίνουσι και εξανθούσιν εν αυτώ κατά πάσαν ώραν και κατακρατεί τα του σώματος και ζητεί εν εαυτώ ει δυνατόν κατά πάντα τρόπον τροπώσασθαι τα συνιστώντα αυτώ την ανάπαυσιν αυτού και εξέρχεται εκ της ελευθερίας εκείνης της ανυποτάκτου τινός των λογισμών των του φόβου. Και εντεύθεν εν πάσι τούτοις τάς εννοίας τας ποιούσας την πτόησιν και τάς αιτίας του φόβου εννοεί και διαλογίζεται, διότι ελήφθη εξ αυτού το θάρσος εκείνο της καρδίας, όπερ εκτήσατο ότε ην υψηλότερος του κόσμου εν τη ακτημοσύνη αυτού, ο επλούτισεν εν τη εαυτού ψυχή, δια το κληρονόμον είναι του κόσμου κατά το μέτρον, ων εκτήσατο, και τον φόβον δέχεται κατά τον νόμον και την οικονομίαν την ορισθείσαν εκ Θεού. Οποίω μέρει ετοιμαζομένων των μελών ημών είς την ενέργειαν αυτού, δούλοι γινόμεθα και πειθήνιοι εν τω δουλεύειν παντί φόβω κατά τον λόγον του Αποστόλου.
Πρό πάντων των παθών η φιλαυτία, προ δε πασών των αρετών η της αναπαύσεως καταφρόνησις. Ο παραβάλλων το σώμα αυτού εν αναπαύσεσιν, εν χώρα ειρήνης θλίβει αυτό. Ο τρυφήσας εν νεότητι αυτού, δούλος εν τω γήρα αυτού γίνεται και είς τα τελευταία αυτού στενάζει. Καθάπερ ου δύναται ο την κεφαλήν έχων είς το ύδωρ αναπνεύσαι τον αέρα τον λεπτόν τον επιχεόμενον εν τω κόλπω τω κενώ τούτω, ούτως ου δύναται ο βαπτίζων την διάνοιαν εαυτού εν τη ενταύθα μερίμνη εισδέξασθαι την αναπνοήν της αισθήσεως εκείνου του κόσμου του καινού. Καθάπερ συγχέει η οσμή του θανάτου την κράσιν του σώματος, ούτως η θεωρία η άτοπος την ειρήνην της διανοίας.
Καθάπερ αδύνατον γενέσθαι την υγείαν και την νόσον εν ενί σώματι και μη φθαρήναι το θάτερον από του ετέρου, ούτως αδύνατον τον πλούτον του αργύρου και την αγάπην εν οίκω γενέσθαι ενί και μη φθαρήναι το εν υπό του ετέρου αυτών. Καθάπερ η ύαλος ου δύναται εν τω κρούσματι της γειτνιάσεως του λίθου σώα διαμείναι, ούτως ουδέ ο άγιος διαμένων και προσμένων και συνομιλών μετά γυναικός διαμείναι εν τη εαυτού καθαρότητι και μη σπιλωθήναι. Καθάπερ εκτίλλονται τα δένδρα υπό της ραγδαίας των υδάτων και διηνεκούς επιρρεύσεως, ούτω και η του κόσμου αγάπη εκ της καρδίας εν τη επιρρεύσει των πειρασμών επιπιπτόντων τω σώματι.
Ώσπερ καθαίρουσι τα φάρμακα την ακαθαρσίαν των χυμών των πονηρών εκ του σώματος, ούτως η σφοδρότης των θλίψεων καθαιρεί τα πονηρά εκ της καρδίας. Καθάπερ ου δυνατόν τον νεκρόν αισθέσθαι των πραγμάτων των ζώντων, ούτω του μοναχού του τεθαμμένου εν τη ησυχία ως εν τάφω η ψυχή στερείται του χειμώνος του συνήθους έχοντος υποκαπνίζειν εκ της αισθήσεως των πραγμάτων των εν μέσω ανθρώπων αναστρεφόμενων.
Ώσπερ ου δυνατόν αβλαβή διαμείναι τον φειδόμενον του εχθρού αυτού εν τη παρεμβολή του πολέμου, ούτως αδύνατον και τον αγωνιστήν την ψυχήν εαυτού ρύσασθαι εκ της απώλειας του ιδίου φειδόμενον σώματος. Ώσπερ η νεότης εκ τών φοβερών θεαμάτων εκπλήττεται και δραμούσα επικρατεί τα κράσπεδα των γονέων αυτής, επικαλούμενη αυτούς, ούτως η ψυχή καθ’ όσον στενούται και θλίβεται εκ του φόβου των πειρασμών, προστρέχει προσκολληθήναι τω Θεώ, επικαλουμένη αυτόν εν δεήσει διηνεκεί. Και όσον οι πειρασμοί διαμένουσιν αλλεπαλλήλως προσπίπτοντες, πληθύνει την δέησιν και όταν εν πλατυσμώ πάλιν γένηται, τφ μετεωρισμώ εαυτήν εκδίδωσιν.
Ώσπερ οί παραδιδόμενοι είς τάς χείρας των κριτών του τιμωρηθήναι υπέρ της κακίας, εάν όταν προσεγγίσωσι ταίς βασάνοις, ταπεινώσωσιν εαυτούς και παραχρήμα εξομολογώνται είς την αδικίαν αυτών, ελαττούται η τιμωρία αυτών και εν μικραίς θλίψεσι λυτρούνται εν τάχει, εάν δε σκληροί προς εξομολόγησιν γένωνται άδικοι τίνες εν αυτοίς προστίθενται αυτοίς βάσανα και εσχάτως ακουσίως εξομολογούνται μετά τα πολλά βάσανα, ηνίκα και αι πλευραί αυτών πληρωθώσι πληγών και ουδέν ωφελούνταν ούτω ημείς όταν υπέρ των πλημμελημάτων ημών, ων ασκόπως εκτησάμεθα, υπό του ελέους παραδιδώμεθα ταις χερσί του δικαιοκρίτου των απάντων και κελευώμεθα κατέναντι της ράβδου των πειρασμών, έως αν ευχερής γένηται ημίν η κόλασις η εκείθεν εάν, ότε προσεγγίσει εν ημίν η ράβδος του κριτού, ταπεινωθώμεν και μνημονεύσωμεν των αδικημάτων και εξομολόγησιν ποιησώμεθα ενώπιον του εκδικητού, εν πειρασμοίς βραχέσι ταχύ ρυσθησόμεθα, εάν δε σκληρυνθώμεν εν ταις θλίψεσιν ημών και μη εξομολογησώμεθα, ως αίτιοι των τοιούτων υπάρχοντες και άξιοι και πλείονα τούτων παθείν, αλλ’ επαιτιώμεθα τους ανθρώπους, ποτέ δε και τους δαίμονας, και εν καιρώ την δικαιοσύνην του Θεού, και συνιστώμεν εαυτούς αθώους των τοιούτων έργων και ουκ εννοώμεν, ότι ο Θεός ημάς επί πλέον επίσταται και γινώσκει κάί ότι εν πάση τη γη τα κρίματα αυτού εστί και ότι χωρίς της εντολής αυτού ου παιδεύεται άνθρωπος, δια τούτο πάντα τα επερχόμενα ημίν λύπην διηνεκή εμποιεί καί θλίψεις ημών σφοδραί γίνονται και εξ άλλης εις άλλην ως εν σχοινίω παραδιδόμεθα, έως αν γνώμεν εαυτούς και ταπεινωθώμεν και αισθηθώμεν των ανομιών ημών.
Εκτός γαρ του αισθηθήναι ημάς τούτων αδύνατον ελθείν εις κατόρθωσιν. Και εσχάτως εν πολλαίς καταπονούμενοι θλίψεσιν, ανωφελή ποιούμεν εξομολόγησιν, όποτε μη γενέσθαι παράκλησιν πέφυκεν. Άλλα τούτο το αισθηθήναι τινά των αμαρτημάτων αυτού, εν Θεού εστί γινόμενον χάρισμα και εμπίπτον εις το φρόνημα, όταν ίδη ο Θεός ημάς, ότι κατεπονήθημεν εν τοις πολυτρόποις πειρασμοίς, ίνα μη απέλθω μεν εν πάσαις ταις συμφοραίς ημών και ταίς θλίψεσι, μηδέν ωφελούμενοι εκ του κόσμου τούτου.
Και ουκ εστίν ότι εκ της των πειρασμών δυσκολίας ου συνίεμεν, αλλ’ εκ της αγνωσίας. Πολλάκις δε τίνες εν τοις τοιούτοις όντες εξέρχονται του κόσμου τούτου υπεύθυνοι και μη εξομολογούμενοι, αλλ’ απαρνούμενοι και επαιτιώμενοι, ο δε Θεός ο ελεήμων εξεδέχετο, ει πως ταπεινωθώσιν, ίνα συγχωρήση αυτοίς και ποιήσειεν έκβασιν. Και ου μόνον των πειρασμών αυτών εποίει αν έκβασιν, αλλά και τα παραπτώματα συνέχω ρησεν, ιλεούμενος τη εξομολογήσει τη μικρά της καρδίας.
Ώσπερ τις άνθρωπος, προσφοράν μεγάλην προσφέρων τω βασιλεί, κτάται όψιν ιλαράν, ούτω του έχοντος δάκρυα εν τη προσευχή αυτού, ο Θεός ο μέγας ο βασιλεύς των αιώνων πάντα τα μέτρα των παραπτωμάτων συγχωρεί και κτάσθαι παρ’ αύτω κεχαριτωμένην όψιν ποιεί. Ώσπερ πρόβατον της μάνδρας εξερχόμενον και εν τω μετεωρισμώ της ποιμάνσεως πορευόμενον, παρά τω φωλεώ των λύκων ίστα εαυτό, ούτως ο μοναχός ο αφορίζων εαυτόν εκ της συναγωγής των εταίρων αυτού εν ονόματι καθίσματος ησυχαστικού, και διαμένει απαντών και απερχόμενος και προσεγγίζων ταίς θεωρίαις και τοις θεάτρων θεάμασιν εν ταίς πόλεσι διερχόμενος.
Ώσπερ άνθρωπος επί των ώμων εαυτού μαργαρίτην βαστάζων πολύτιμον και απερχόμενος εν οδώ ληστευομένη και εν φήμαις φημιζομένη κακαίς, εν πάση ώρα εν φόβω εστί, μήπως επιβουλευθή, ούτως ο τον μαργαρίτην της σωφροσύνης βαστάζων και οδεύων εν τω κοσμώ, τη των εχθρών οδώ, έως αν έλθη εν τη μονή του μνήματος (ήτις εστίν η χώρα της πεποιθήσεως) ουκ έχει ελπίδα εξειλήσαι των ληστών και των πορθητών. Μη τάχα εκείνος ο φέρων τον μαργαρίτην τον πολύτιμον δύναται μη φοβηθήναι; Ούτως ουδέ ουτος γινώσκει εν ποίω τόπω και εκ ποίων και ποία ώρα παρακύπτουσιν επ’ αυτώ και γυμνούσιν εξαίφνης αυτόν της ελπίδος αυτού, και έσται εν τη θύρα του οίκου αυτού, όπερ εστίν ο καιρός του γήρως αυτού εκπορθούμενος.
Ωσπερ άνθρωπος πίνων οίνον εν ημέρα πένθους και μεθυσκόμενος άπάσης λυπης των εαυτών πόνων επιλανθάνεται, ουτως ο μεθυσθείς τη αγάπη του Θεού εν τω κόσμω τούτω ός εστίν οίκος κλαυθμού των πόνων και των λυπών εαυτού απασών και γίνεται αναίσθητος εξ όλων των παθών της αμαρτίας, δια την μέθην εαυτού. Ου τίνος η καρδία τη ελπίδι επιστήρικται του Θεού και η ψυχή ζώον πτερωτόν κούφον εστί, και εν πάση ώρα η διάνοια αυτού εκ της γης υψούται και υπεράνω των ανθρωπίνων ίπταται εν τη αδολεσχία των λογισμών εαυτού και εν τοις αθανάτοις του υψίστου κατατρυφά.
Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία