Λόγος ΠΑ΄: Περί διαφοράς αρετών και περί τελειότητος παντός δρόμου.
Τελειότης παντός δρόμου εν τοις τρισί τούτοις εστίν. Εν τη μετανοία, εν τη καθαρότητι, και τη τελειότητι.
Τι δε εστίν η μετάνοια; Καταλείψαι τα πρότερα και λυπείσθαι υπέρ αυτών.
Και τι εστίν η καθαρότης; Συντόμως καρδία ελεήμων υπέρ πάσης της κτιστής φυσεως.
Και τι εστί τελειότης; Βάθος ταπεινώσεως, όπερ εστί κατάλειψις πάντων των ορατών τε και αοράτων (ορατών μεν, πάντων των αισθητών, αοράτων δε, των νοητών), και εκτός μερίμνης της υπέρ αυτών.
Ηρωτήθη πάλιν εν άλλω καιρώ, τι εστί μετάνοια; Και είπε Καρδία συντετριμμένη και ταπεινωμένη.
Και τι εστί ταπείνωσις; Και είπε: Διπλή νέκρωσις εκουσία εκ πάντων.
Και τί εστί καρδία ελεήμων; Και είπε Καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, υπέρ των ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτίσματος, και εκ της μνήμης αυτών και της θεωρίας αυτών ρέουσιν οι οφθαλμοί αυτού δάκρυα. Εκ της πολλής καρτερίας σμικρύνεται η καρδία αυτού και ου δύναται βαστάξαι ή άκουσαι ή ιδείν βλάβην τινά ή λύπην μικράν εν τη κτίσει γινομένην. Και δια τούτο και υπέρ των έχθρων της αληθείας και υπέρ των βλαπτόντων αυτόν εν πάση ώρα ευχήν μετά δακρύων προσφέρει, του φυλαχθήναι αυτούς και ιλασθήναι αυτοίς ομοίως και υπέρ της φύσεως των ερπετών εκ της πολλής αυτού ελεημοσύνης της κινουμένης εν τη καρδία αυτού αμέτρως καθ’ ομοιότητα του Θεού.
Και ηρωτήθη πάλιν, τί εστίν ευχή; Και είπεν Ευκαιρία και σχολή της διανοίας εκ πάντων των ενταύθα και καρδία επιστρέψασα τελείως την εαυτής όρασιν εις την επιπόθησιν εκείνης της ελπίδος των μελλόντων. Ο δε αφωρισμένος εκ τούτων σύμμικτον σπόρον σπείρει εν τω εαυτού σπόρω, κατά τον ζευγνύοντα ζεύγος εν βοΐ και όνω ομού.
Και πάλιν ηρωτήθη, πώς δύναται τις κτήσασθαι την ταπείνωσιν; Και είπεν Εν τη αδιαλείπτω μνήμη των παραπτωμάτων και εν ελπίδι προσεγγιζούση θανάτω και εν εσθήτι ευτελεί και εν παντί καιρώ προκρίνειν τον εσχατον τόπον και εν παντί πράγματι επιτρέχειν τοις έργοις τοις ελαχίστοις καικαθυβρισμένοις και τω μη είναι ανήκοον, και εν τη αδιαλείπτωσιωπή και τω μη αγαπάν συναντήσαι ταίς συνάξεσι, και τω θέλειν εαυτόν αγνώριστον και αψήφιστον, και εν τω μη κατέχειν τινά των πραγμάτων εν ιδιορρυθμία παντελεί, και τω μισείν την ομιλίαν των πολλών προσώπων και τω μη αγαπάν τα κέρδη.
Και μετά ταύτα, τω υπεραίρειν την εαυτού διάνοιαν εκ πάσης μέμψεως και εγκλήσεως παντός ανθρώπου και της ζηλοτυπίας- και τω μη είναι την χείρα αυτού κατά πάντων και η χειρ των πάντων κατ’ αυτού, αλλ’ εν τοις εαυτού μόνος μεμονωμένος και τω μη λαβείν μέριμναν τίνος εν τω κόσμω, πλην εαυτού, και το σύντομον, η ξενιτεία και η πτώχεια και η της μονώσεως διαγωγή, ταύτα τίκτουσι την ταπείνωσιν και καθαρίζουσι την καρδίαν.
Των δε φθασάντων την τελειότητα τούτο εστί το τεκμήριον. Εάν καθ’ ημέραν δεκάκις εις καύσιν παραδοθώσιν υπέρ της αγάπης των ανθρώπων, ου κορέννυνται εκ τούτων. Καθάπερ είπεν ο Μωϋσής τω Θεώ’ «ει μεν αφής αυτοίς την αμαρτίαν, άφες ει δε μη, εξάλειψον κάμε εκ της βίβλου, ης έγραψας» και καθώς ο μακάριος Παύλος, «ηυχόμην», λέγων, «ανάθεμα είναι από Χριστού υπέρ των αδελφών μου», και τα εξής. Και πάλιν, «νυν χαίρω εν ταίς θλϊψεσιν υπέρ υμών των εθνών». Και οι λοιποί δε Απόστολοι αντί του πόθου της ζωής των ανθρώπων εδέξαντο θάνατον εν παντοίοις τρόποις.
Τέλος δέ τούτων πάντων ομού ο Θεός και Κύριος, δια πόθον της κτίσεως τον εαυτού Υιόν δια σταυρού εις θάνατον παρέδωκεν «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον μονογενή εαυτού Υιόν δούναι εις θάνατον υπέρ αυτού». Ουχ ότι ουκ ηδύνατο εν άλλω τρόπω λυτρώσασθαι ημάς, αλλά την αγάπην εαυτού την υπερβάλλουσαν εν τούτω ευρέθη διδάσκων ημάς. Και εν τω θανάτω του μονογενούς εαυτού Υιού προσήγγισεν ημάς προς εαυτόν. Και ει είχε τιμιώτερον αυτού, έδωκεν αν ημίν, όπως εν αυτώ ευρέθη αυτώ το γένος ημών. Και δια την αγάπην αυτού την πολλήν ουκ ευδόκησε την ελευθερίαν ημών βιάσασθαι, καν δυνατός η ποιήσαι, αλλά τη αγάπη του φρονήματος ημών πλησιάσαι αυτώ. Και αυτός ο Χριστός υπήκουσε τω Πατρί αυτού, δια την αγάπην αυτού την προς ημάς, του δέξασθαι καθ εαυτού την ύβριν και την λύπην εν χαρά, καθώς λέγει η Γραφή «αντί της χαράς ης είχεν, υπέμεινε σταυρόν, αισχύνης καταφρονήσας». Δια τούτο είπεν ο Κύριος εν τη νυκτί η παρεδίδοτο’ «τούτο το σώμα μου το υπέρ του κόσμου διδόμενον εις ζωήν, και τούτο αίμα μου το υπέρ πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών». Και υπέρ ημών φησι πάλιν «εγώ αγιάζω εμαυτόν».
Ούτω και πάντες οι άγιοι ταυτήν την τελειότητα φθάνουσιν, όταν τέλειοι γένωνται, και τω Θεώ αφομοιώνται εν τω υπερεκβλύζειν την αγάπην αυτών και την φιλανθρωπίαν εις πάντας. Και τούτο το σημείον ζητούσιν εαυτοίς οι άγιοι αφομοιωθήναι τω Θεώ, εν τω τελειωθήναι τω ποθώ του πλησίον. Ούτω και οι πατέρες ημών οι μονασταί εποίουν, όταν προς εκείνην την τελειότητα και ομοίωσιν, την πλήρη ζωής του Κυρίου Ιησού Χριστού, εν εαυτοίς ελάμβανον πάντοτε.
Μακάριος, φασίν, Αντώνιος, ουδέποτε έκρινε καθ εαυτόν ποιήσαι τι ωφελούν αυτόν πλέον του πλησίον αυτού, ότι είχε την ελπίδα ταυτήν, ότι το κέρδος του πλησίον αυτού, εστίν αυτώ εργασία αρίστη.
Και πάλιν ερρέθη περί του αββά Αγάθωνος, ως έλεγεν ότι Ήθελον ευρείν λωβόν και λαβείν το σώμα αυτού και δούναι αυτώ το εμόν. Είδες αγάπην τελείαν; Και έως πάλιν είς όπερ έξωθεν αυτού ην, ουκ έφερε μη αναπαύσαι τον πλησίον αυτού. Και πάλιν είχε σμιλίον και εισελθών αδελφός προς αυτόν και επιθυμήσας αυτού, ουκ αφήκεν αυτόν εξελθείν εκ του κελλίου αυτού χωρίς αυτού. Και τα λοιπά τα γραφέντα περί των τοιούτων.
Και τί λέγω ταύτα; Πολλοί εξ αυτών τοις θηρίοις και τω ξίφει και τω πυρί παρέδωκαν τα σώματα εαυτών δια τον πλησίον. Ουδείς δύναται ελθείν εις την τάξιν ταύτης της αγάπης, ει μη τις αισθηθή κρυπτώς της εαυτού ελπίδος, και ου δύνανται κτήσασθαι την αγάπην των ανθρώπων οι αγαπώντες τούτον τον κόσμον. Όταν τις κτήσηται την αγάπην, αυτόν τον Θεόν ενδύεται μετ’ αυτής. Ανάγκη δε τον κτησάμενον τον Θεόν μη πεισθήναι κτήσασθαι μετ’ αυτού τι, αλλά και το σώμα εαυτού αποδύσασθαι. Εάν δε τον κόσμον τούτον ενδύσηται και την ζωήν ταυτήν εν τω πόθω αυτού, ου μη ενδύσηται τον Θεόν, έως ουκ αφή αυτά. Αυτός γαρ ταύτα εμαρτύρησεν «ει τις», λέγων, «ουκ αφίησι πάντα και μισεί την εαυτού ψυχήν, μαθητής εμοί γενέσθαι ου δύναται». Και ουχί μόνον το αφείναι, αλλά και μισήσαι αυτά. Και ει τις ου δύναται μαθητής αυτού γενέσθαι, πώς οικήσει εν αυτώ;.
Ερώτησις. Διατί η ελπίς ούτως ηδεία και η διαγωγή αυτής και τα έργα αυτής ελαφρά και ταχέως τα έργα αυτής τη ψυχή γίνεται;
Απόκρισις. Δια το την επιπόθησιν την φυσικήν εξυπνισθήναι εν τη ψυχή και ποτίσαι αυτούς το ποτήριον τούτο και μεθύσαι αυτούς. Και παρά τούτο εκ της ώρας εκείνης ουκ έτι του κόπου αισθάνονται, αλλά αναίσθητοι των θλίψεων γίνονται και εν παντί δρόμω της πορείας αυτών ούτω νομίζουσιν, ως είναι αυτους ποιούντας την πορείαν εν τω αέρι, και ουχί εν τω βαδίσματι τω ανθρωπίνω, εν τω μη οράσθαι υπ’ αυτών την σκληρότητα της οδού και μη γενέσθαι κατ’ ενώπιον αυτών βουνούς και χειμάρρους, και έσται αυτοίς τα τραχέα εις οδούς λείας, και τα εξής, και δια το εν πάση ώρα προσέχειν τω κόλπω του Πατρός αυτών.
Και αύτη η ελπίς ως εν δακτύλω δεικνύει αυτοίς εν πάση ροπή τα μακράν όντα και αόρατα, ωσανεί εν αυτοίς καθορώσι παραβολικώς εν τω οφθαλμώ τω κρυπτώ της πιστέως. Και δια το πυρωθήναι τα μέρη της ψυχής, ως εν πυρί, εν τω ποθώ των μακράν όντων και τα απόντα ως παρόντα αυτοίς λογισθήναι. Εκείσε ουν εκτείνεται πάν διάστημα των λογισμών αυτών, και το πότε φθάσωσιν αεί επείγονται.
Και ότε προσεγγίζουσι προς εκάστην αρετήν του ενεργήσαι αυτήν, ουχί μερικώς ενεργούσιν αυτήν, αλλά περιεκτικώς όλας εξ όλου εφάπαξ ενεργούσι. Διότι την πορείαν αυτών ουχί εν τη βασιλική οδώ ποιούνται, καθώς πάντες, αλλά τρίβους συντόμους εκλέγονται ούτοι οι γίγαντες εαυτοίς, εν αίς έκδηλοι τίνες πορεύονται συντόμως προς τάς μονάς. Διότι αύτη η ελπίς πυροί αυτούς ως εν πυρί, και ου δύνανται ηρεμήσαι εκ του σφοδρού δρόμου του διηνεκούς εν τη χαρά αυτών. Και γίνεται αυτοίς καθώς και εν τω μακαρίω Ιερεμία· «είπα γαρ φησίν ου μη μνησθώ αυτού, ουδ’ ου μη λαλήσω τω ονόματι αυτού. Και εγένετο εν τη καρδία μου ως πυρ φλογίζον και εισδύνον εν τοις οστέοις μου». Ούτω γίνεται εν ταίς καρδίαις αυτών η μνήμη του Θεού, των εν τη ελπίδι των επαγγελιών αυτού μεθυόντων.
Αι τρίβοι αι σύντομοι των αρετών αι περιεκτικαί είσιν αρεταί, δια το μη έχειν αυτάς μακρόν διάστημα εν ταίς τρίβοις ταίς πολλαίς της πολιτείας εξ εκείνης προς ταυτήν, ουδέ τόπον και καιρόν και σκορπισμόν εκδέχονται, αλλ’ ευθέως ίστανται και πληρούσιν αυτά.
Ερώτησις. Τι εστίν απάθεια η ανθρωπίνη;
Απόκρισις. Απάθεια, ουχί το μη αισθηθήναι των παθών εστίν, αλλά το μη δέξασθαι αυτά, εκ των πολλών και ποικίλων αρετών, ων εκτήσαντο, των φανερών και κρυπτών, και ησθένησαν εν αυτοίς τα πάθη και ου δύνανται ευχερώς επαναστήναι κατά της ψυχής. Και η διάνοια ου χρήζει πάντοτε προσέχειν αυτοίς* διότι εν παντί καιρώ πεπληρωμένη εστίν εν τοις νοήμασιν αυτής εκ της μελέτης και της ομιλίας των αρίστων τρόπων, των εν τη συνέσει κινουμένων εν τω νοΐ. Και όταν άρξωνται τα πάθη κινείσθαι, εξαίφνης αρπάζεται η διάνοια εκ της εγγύττητος αυτών εν συνέσει τινι παρακυψάση εν τω νοΐ και απολιμπάνονται αυτώ τα πάθη ως αργά.
Καθάπερ είπεν ο μακάριος Μάρκος, νους υπό της χάριτος του Θεού τάς πράξεις των αρετών πληρών και τη γνώσει πλησιάσας ολίγον αισθάνεται εκ του μέρους του κακού και ανοήτου της ψυχής. Η γνώσις γαρ αυτού αρπάζεται εις το ύψος και απαλλοτριοί αυτόν από πάντων των εν τω κόσμω. Και δια την εν αυτοίς αγνείαν και την λεπτότητα και ελαφρότητα και οξύτητα του νοός αυτών και δια την άσκησιν πάλιν αυτών, καθαρίζεται αυτών ο νους και διαυγής αποδείκνυται, δια το την σάρκα αυτών ξηρανθήναι, και εκ της σχολής της ησυχίας και της πολλής διαμονής της εν αυτή ευκόλως και ταχέως επιτίθεται εκάστω και οδηγεί αυτούς η θεωρία η εν αυτοίς προς έκπληξιν την παρ’ αυτή. Και εν τούτω πολλοστόν πληθύνονται ταίς θεωρίαις και ουδέποτε υστερεί ύλης συνέσεως η διάνοια αυτών και ουδέ εκτός εκείνων ποτέ, ων του Πνεύματος ο καρπός εμποιεί αυτοίς, διαγίνονται.
Και εν τη συνηθεία τη πολυχρονίω εξαλείφονται αι μνήμαι εκ της καρδίας αυτών, αίτινες κινούσι τα πάθη εν τη ψυχή, και η ισχύς της εξουσίας του διαβόλου. Όταν γαρ η ψυχή μη εταιρειάση μετά των παθών εν τη μελέτη εν αυτοίς, δια το είναι αυτήν εξ άλλης φροντίδας κεκρατημένην αδιαλείπτως, ου δύναται η ισχύς των ονύχων των παθών κατακρατήσαι των αισθήσεων αυτής των πνευματικών.
Ερώτησις. Τίνα είσι τα εξαίρετα της ταπεινώσεως;
Απόκρισις. Καθάπερ η οίησις διασκορπισμός εστί της ψυχής εν τη φαντασία αυτής τη μετεωριζούση αυτήν, και ουκ αναχαιτιζούση αυτήν πτερωθήναι εν νεφέλαις των λογισμών αυτής, ώστε κυκλώσαι εν πάση τη κτίσει, ούτω και η ταπείνωσις συνάγει αυτήν εν ησυχία και συνάπτεται εντός εαυτής η ψυχή. Και καθάπερ ψυχή ουκ εστί γνωστή ουδέ τοις σωματικοίς οφθαλμοίς ορατή, ούτως ο ταπεινόφρων ου γινώσκεται μεταξύ των ανθρώπων. Και ώσπερ ψυχή εντός του σώματος κεκρυμμένη εστίν εκ της θεωρίας και της μίξεως της μετά πάντων ανθρώπων, ούτως ο αληθινός ταπεινόφρων ουχί μόνον ου θέλει βλέπεσθαι και γνωρίζεσθαι υπό των ανθρώπων, δια τον αφορισμόν αυτού και την εκ πάντων απορίαν, αλλά τούτο εστί το θέλημα αυτού ει δυνατόν, και αυτόν άφ’ εαυτού βαπτίζειν εαυτόν εντός εαυτού και εισοικίζειν και εισέρχεσθαι εν ησυχία και καταλείψαι τα νοήματα αυτού τα πρώτα μετά των αισθήσεων αυτού όλα εξ όλου και γενέσθαι ως τίνα ουκ όντα εν τη κτίσει και ουκ ελθόντα είς το είναι και μηδέ τη εαυτού ψυχή όντα παντελώς γινωσκόμενον. Και όσον εστίν ο τοιούτος κεκρυμμένος και τεθησαυρισμένος και κεχωρισμένος εκ του κόσμου, όλος προς τον εαυτού Δεσπότην γίνεται.
Ο ταπεινόφρων ουκ αναπαύεται ποτέ ιδείν τα συναθροίσματα και την συγχύσιν των όχλων και τον σεισμόν και τάς φωνάς και τον πλατυσμόν και την μέριμναν και την τρυφήν, εξ ης η ακρασία’ ουδέ είς τους λόγους και εις τάς συντυχίας και φωνάς και είς τον διασκορπισμόν των αισθήσεων, αλλά πλέον πάντων προκρίνει το αφειδιάσαι εαυτόν εν ησυχία μεμονωμένον και κεχωρισμένον από πάσης κτίσεως, φροντίζοντα εαυτού εν χώρα ησύχω. Και εν πάσιν η σμικρότης και η ακτημοσύνη και η χρεία και η πτωχεία ποθητά εισί προς αυτόν, ήπερ εν πράγμασι πολλοίς και έργοις είναι έπ’ αλλήλοις, αλλ’ εν παντί καιρώ εν ευκαιρία και αμεριμνία στήναι, χωρίς συγχύσεως των ενταύθα, ίνα μη εξέλθωσιν οι λογισμοί αυτού έξωθεν αυτού. Ότι πεπεισμένος εστίν, ότι, εάν είς τα πολλά πέση, εκτός συγχύσεως των λογισμών γενέσθαι ου δύναται ότι τα πολλά πράγματα πολλαί μέριμναι εισί, και συναγωγή εστί λογισμών ποικίλων και συνθέτων.
Και εξέρχεται εκ του είναι αυτόν υψηλότερον των μεριμνών των γηίνων εν τη ειρήνη των εαυτού λογισμών, χωρίς των μικρών χρειών των εν ανάγκη ουσών, και της διανοίας της λαβούσης φροντίδα μονογενή εν τοις λογισμοίς εαυτής τοις αρίστοις. Εάν δε κωλυθήναι αυτόν εκ των λογισμών των αρίστων μη αφώσιν αι χρείαι, έρχεται είς το βλάπτεσθαι και βλάπτειν. Εντεύθεν ανοίγεται θύρα τοις πάθεσι και απέρχεται η γαλήνη της διακρίσεως και φεύγει η ταπείνωσις και κλείεται η θύρα της ειρήνης. Δια ταύτα ουν πάντα λοιπόν αδιαλείπτως εαυτόν φυλάττει εκ των πολλών, και εν παντί καιρώ ευρίσκει εαυτόν εν γαλήνη και αναπαύσει και εν ειρήνη και επιεικεία και ευλαβεία.
Εν ταπεινόφρονι ποτέ ουκ εστί κατέπειξις και ταχύτης και σύγχυσις, ουδέ νοήματα θερμά και κούφα, άλλ’ εν παντί καιρώ εν αναπαύσει εστί καταλύων. Εάν κολληθή ο ουρανός τη γη, ο ταπεινόφρων ου θροείται. Ουχί πας ησύχιος ταπεινόφρων, έκαστος δε ταπεινόφρων, και ησύχιος. Ταπεινόφρων μη ων, συνεσταλμένος ουκ έστι συνεσταλμένους δε, μη όντας ταπεινόφρονας, πολλούς ευρήσεις. Τούτο εστίν όπερ είπεν ο Κυριος, ο πραΰς και ταπεινός* «μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών». Ο ταπεινόφρων εν παντί καιρώ εν αναπαύσει εστίν, ότι ουκ εστί τι κινούν ή θροούν την διάνοιαν αυτού. Και ώσπερ ου δύναται τις πτοήσαι όρος, ούτως ου πτοείται η διάνοια αυτού. Και ει δυνατόν ρηθήναι, και ίσως ουκ άτοπον εστί τούτο ειπείν, ότι ο ταπεινόφρων εκ του κόσμου τούτου ουκ εστίν ότι ούτε εν ταίς λύπαις θροείται και αλλοιούται, ούτε εν ευφροσύναις θαυμάζεται και εξαπλούται, αλλ’ όλη η ευφροσύνη αυτού και η αγαλλίασις η αληθινή εν τοις του Δεσπότου αυτού εστίν.
Ακολουθεί δε τη ταπεινοφροσύνη η επιείκεια και το συνάξαι εαυτόν, όπερ εστίν η σωφροσύνη των αιθήσεων, φωνή σύμμετρος, σμικρολογία, εαυτού καταφρόνησις, εσθής ευτελής, βάδισμα ου σεσοβημένον, το προσέχειν κάτω, το υπερέχειν εν ελεημοσύνη, ταχύτης δακρύων, μεμονωμένη ψυχή, καρδία συντετριμμένη, ακινησία θυμου, αισθήσεις ασκόρπιστοι, σμικρότης πραγμάτων, σμικρότης εν πάση χρεία, το βαστάξαι, η υπομονή, το μη πτοείσθαι, η ισχυρότης της καρδίας η τικτομένη εκ του μίσους της χρονικής ζωής, η υπομονή των πειρασμών, έννοιαι βαρείαι και ουκ ελαφραί, σβέσις λογισμών, φυλακή των μυστηρίων της σωφροσύνης, η αιδώς, η ευλάβεια, και υπέρ πάντα ταύτα, το ησυχάσαι πάντοτε, το την αγνωσίαν αεί προσκαλείσθαι.
Τω ταπεινόφρονι ποτέ ουκ ανάγκη απαντά ποιούσα αυτόν ταραχθήναι ή συγχυθήναι. Ο ταπεινόφρων όταν ποτέ μόνος γένηται, αιδείται εξ αυτού. Εγώ θαυμάζω, ότι εάν η τις ταπεινόφρων εν αληθεία, ου τολμήσει του προεύξασθαι τω Θεώ, οπόταν προσέγγιση τη ευχή, ή του αξιωθήναι αυτής ή αιτήσασθαι τι άλλο, ή γινώσκει τι εύχεται, αλλά μόνον σιωπά εν ταίς πάσαις ταίς εαυτού ευνοίας, προσδοκών μόνον το έλεος. Και ποίον άρα θέλημα εξέλθη περί αυτού εκ προσώπου της μεγαλωσύνης της προκυνητής, ηνίκα το πρόσωπον κλίνει αυτού εις την γην και η θεωρία η έσω της καρδίας αυτού επηρμένη επί την πύλην την αγίαν των αγίων την υψηλήν, ένθα εστίν εκείνος, ούτινος ο γνόφος σκήνωμα, ο αμβλύνων τα όμματα των Σεραφίμ, και η αρετή αυτού κατεπείγει τους λεγεώνας της χοροστασίας αυτών και σιωπήν επιχέων επί πάσι τοις τάγμασιν αυτών;
Και έως τούτου μόνου τολμά ειπείν και προσεύξασθαί ‘Κατά το θέλημα σου Κύριε, ούτω γενέσθω εν εμοί’.
Και ημείς τούτο λέγωμεν εις ημάς. Αμήν.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία