Λόγος ΠΕ΄: Περί διαφόρων υποθέσεων κατ΄ ερώτησιν και απόκρισιν.
Ερώτησις. Ποίω δεσμώ συνδέδεται η καρδία του ανθρώπου του μη τρέχειν εις τα κακά;
Απόκρισις. Εν τω ακολουθήσαι διαπαντός τη σοφία και πλεονεκτήσαι εν τη διδάχη της ζωής. Άλλος γαρ δεσμός ισχυρότερος τη αταξία της διανοίας ουκ εστίν.
Ερώτησις. Έως πότε ο όρος του στέρξαι τω κατακολουθούντι τη σοφία, και εν τίνι τελειούται η μάθησις αυτής;
Απόκρισις. Όντως αδύνατον φθάσαι εν πορεία τον όρον τούτον ότι και οι άγιοι ελλιπείς εισί προς την τελειότητα αυτής. Της γαρ οδοιπορίας της σοφίας ουκ εστί πέρας. Έως δε τούτου υψούται, έως ου αν ενώση τω Θεώ τον ακολουθούντα αυτή. Και τούτο σημείον αυτής, ότι απέραντος εστίν η κατανόησις αυτής ότι η σοφία αυτός εστίν ο Θεός.
Ερώτησις. Ποία εστίν η πρώτη τρίβος και αρχή, ήτις ποιεί ημάς πλησιάσαι τη σοφία;
Απόκρισις. Το εν πάση δυνάμει καταδιώξω του Θεού την σοφίαν και σπουδάσαι εν τη καταδιώξει αυτού ολοψύχως έως τέλους και αυτήν την ζωήν αυτού, ηνίκα δέη, αποδύσασθαι και ρίψαι αυτήν εξ εαυτού μη αμελήσαι δια την αγάπην του Θεού.
Ερώτησις. Τις εστίν ο αξίως ονομαζόμενος συνετός;
Απόκρισις. Ο εν αληθεία συνιείς, ότι της ζωής ταύτης όρος εστίν, αυτός εστίν ο δυνάμενος όρον ποιήσαι ταίς πλημμελείαις αυτού. Ποία γαρ γνώσις ή σύνεσις μείζων ταύτης, του σοφίσασθαι τίνα το εξελθείν εκ ταύτης της ζωής εν αφθαρσία, μη έχοντα μέρος μεμιασμένον εκ της γλυκύτητας αυτής; Εάν γαρ άνθρωπος τις λεπτύνων τα νοήματα αυτού, εισελθείν εις τα μυστήρια όλων των φυσεων, και πλούτων εν εφευρέσει και κατανοήσει εν πάση γνώσει, και η ψυχή αυτού ρερυπωμένη τω ρύπω της αμαρτίας, και ουκ εκτήσατο μαρτυρίαν εν ελπίδι ψυχής αυτού, αλλά δοκεί καλώς φθάσαι εις τον λιμένα της πεποιθήσεως, ουκ έχει ο κόσμος αφρονέστερον αυτού. Έως γαρ της ελπίδος του κόσμου τούτου μόνον μετήνεγκεν αυτόν τα έργα αυτού εν τω προς αυτόν αδιαλείπτω δρόμω.
Ερώτησις. Ποιος εστίν ο ισχυρότερος εν τη αληθεία;
Απόκρισις. Ο ευδοκών εν θλίψεσι προσκαίρως, εν αίς κέκρυπται η ζωή και η δόξα της νίκης αυτού, και ου επεθύμησε τον πλατυσμόν, εν ω κέκρυπται η οσμή της αισχύνης, το εν παντί καιρώ ποτίζοντα τον ευρίσκοντα αυτόν ποτήριον στεναγμού.
Ερώτησις. Τι βλάπτει άρα εν τη οδοιπορία τη προς Θεόν, εάν τις εκκλίνη εκ των αγαθών έργων δια τους πειρασμούς;
Απόκρισις. Ουκ ενδέχεται τίνα πλησιάσαι τω Θεώ χωρίς θλίψεως και ου φυλάττεται η δικαιοσύνη αυτού αναλλοίωτος χωρίς αυτής. Και εάν κόψη τα έργα τα αυξάνοντα αυτήν, κόπτει και τα φυλάσσοντα αυτήν, και ως θησαυρός αφύλακτος ευρίσκεται και ως αθλητής γυμνωθείς των οπλών αυτού και ώσπερ ναύς ευρίσκεται μη έχουσα τα σκεύη αυτής και ως παράδεισος εκκοπείσης αυτού της πηγής του ύδατος.
Ερώτησις. Τις εστίν ο πεφωτισμένος εν τοις νοήμασιν αυτού;
Απόκρισις. Όστις έφθασεν ευρείν την πικρότητα την κεκρυμμένην εν τη γλυκύτητι του κόσμου και εκώλυσε το στόμα αυτού, του μη πιείν εκ τούτου, και κλείων τάς θύρας των αισθήσεων αυτού, ίνα μήποτε εισέλθη εν αυτώ ο πόθος του βίου τούτου και κλέψη εξ αυτού τους κρυπτούς θησαυρούς αυτού.
Ερώτησις. Τι εστίν ο κόσμος, και πώς γινώσκομεν αυτόν και τι βλάπτει τους αγαπώντας αυτόν;
Απόκρισις. Ο κόσμος πόρνη εστίν, ήτις τη επιθυμία του κάλλους αυτής έλκει τους ορώντας εις τον πόθον αυτής, και ό κρατηθείς μερικώς τω πόθω αυτού και περιπλακείς αυτώ, ου δύναται εξειληθήναι εκ των χειρών αυτού, έως αν αποδύση αυτόν την ζωήν αυτού. Και όταν γυμνώση αυτόν εκ πάντων και εκφέρη αυτόν εκ του οίκου αυτού εν τη ημέρα του θανάτου αυτού, τότε γνωρίζει αυτόν ο άνθρωπος πλάνου όντως και απατεώνα. Όταν δε τις αγωνίσηται εξελθείν εκ του σκότους του κόσμου τούτου, έως αν η κεκρυμμένος εν αυτώ, ου δύναται ιδείν τάς περιπλοκάς αυτού. Και ούτως ο κόσμος ου μόνον τους μαθητάς αυτού και τα τέκνα αυτού και τους δεδεμένους ένδον αυτού κρατεί, αλλά και τους ακτήμονας και ασκητάς και τους κλάσαντας τα δεσμά αυτού και προσάπαξ γενομένους επάνωθεν αυτού ιδού ήρξατο θηρεύειν αυτούς εις τα έργα αυτού εν τισι τρόποις και καταπατεί αυτούς και τίθησιν αυτούς κάτωθεν των ποδών αυτού.
Ερώτησις. Τι ποιούμεν τω σώματι, όταν περικυκλώση αυτώ η οδύνη και το βάρος, ότι συγχαυνούνται αυτώ το θέλημα το εκ της επιθυμίας του αγαθού και της πρώτης ισχύος αυτού;
Απόκρισις. Τούτο γίνεται πολλάκις επί τισιν ότι το ήμισυ αυτών εξήλθεν οπίσω του Κυρίου, και το ήμισυ αυτών έμεινεν εν τω κόσμω και η καρδία αυτών ουκ εκόπη εκ των ενταύθα, αλλά διεμερίσθησαν καθ’ εαυτούς. Και ποτέ μεν έμπροσθεν βλέπουσι, ποτέ δε οπίσω και, ως νομίζω εγώ, ότι ο σοφός τους ούτω μεμερισμένους και προσεγγίζοντας τη οδώ του Θεού παραινεί λέγων «μη προσέλθης αυτώ εν δυο καρδίαις», αλλ ως ο σπείρων και ως ο θερίζων πρόσελθε αυτώ. Και ο Κύριος τους αποτασσομένους ου τελείως τω κόσμω, αλλά μεμερισμένους οντάς, και τω λόγω ή μάλλον τω λογισμώ εις τα οπίσω στρεφομένους εκ της προφάσεως του φόβου των θλίψεων, ειδώς, και ότι την επιθυμίαν της σαρκός ακμήν ουκ έρριψαν απ’ αυτών, ότε ηθέλησεν απορρίψαι την χαύνωσιν της διανοίας εξ αυτών, λόγον αυτοίς ωρισμένον είπεν «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, πρώτον απαρνησάσθω εαυτόν», και τα εξής.
Ερώτησις. Και άρα τι εστί το απαρνήσασθαι εαυτόν;
Απόκρισις. α.Ίνα, ώσπερ ο ετοιμασθείς εν τω σταυρώ ανελθείν, μόνην την έννοιαν λαμβάνει του θανάτου εν τω λογισμώ αυτού, και ούτως εξέρχεται, ως άνθρωπος μη ενθυμούμενος πάλιν έχειν μέρος ζωής εν τη ζωή ταυτή του παρόντος αιώνος, ούτω και ο το ειρημένον πληρώσαι βουλόμενος. Ο γαρ σταυρός, προς πάσαν θλίψιν έτοιμον εστί θέλημα. Και ότε ταύτα πάλιν ηθέλησε διδάξαι διατί ούτως εστίν, είπεν «ο θελών ζήσαι εν τω κόσμω τούτω, απολέσει εαυτόν εκ της ζωής της αληθινής, ο δε απολύων εαυτόν ώδε ένεκεν εμού, ευρήσει εαυτόν εκεί». Τουτέστιν ο διαβαίνων την οδόν του σταυρού και τα διαβήματα αυτού τιθείς εν αυτή. Ει δε τις πάλιν μεριμνά της ζωής ταύτης, απώλεσεν εαυτόν εκ της ελπίδος, δι’ ης εξήλθε θλιβήναι ότι η μέριμνα αυτή ουκ εά αυτόν προσεγγίσαι τη δια Θεόν θλίψει, αλλ’ εν τη διαμονή αυτού τη προς αυτήν έλκει αυτόν κατά μικρόν και εκφέρει αυτόν εκ μέσου του αγώνος της ζωής της μακάριοτητος, και αυξάνει εν αυτώ ο λογισμός ούτος, έως αν νικήση αυτόν. Ο δε απολλύων την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού εν τη διανοία αυτού δια τον πόθον μου, ούτος ανέγκλητος και αβλαβής φυλάττεται είς την αιώνιον ζωήν. Και τούτο εστί το, «ο απολλύων την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν».
β’. Λοιπόν εντεύθεν εξ εαυτού ετοίμασον την ψυχήν σου είς αφανισμόν τέλειον εκ ταύτης της ζωής. Και εάν απόλλης σεαυτόν εκ της ζωής ταύτης, ερείσοι εν ταύτη τη διανοία «και δώσω σοι», φησί, «ζωήν αιώνιον καθώς επηγγειλάμην σοι». Εάν δε εν τη ζωή ταυτή μείνης, την επαγγελίαν μου εν έργω ενδείξομαί σοι ενταύθα και την βεβαίωσιν των μελλόντων αγαθών, και τότε ευρίσκεις την αιώνιον ζωήν, ότε της ζωής ταύτης καταφρονήσεις. Και όταν εισέλθης εν τη παρασκευή ταυτή εις τον αγώνα, τότε καταφρονείται εν οφθαλμοίς σου πάντα τα νομιζόμενα επίπονα και θλιβερά. Όταν γαρ ο νους ούτω παρασκευή ταύτη εις τον αγώνα, τότε καταφρονείται εν οφθαλμοίς σου πάντα τα νομιζόμενα επίπονα και θλιβερά. Όταν γαρ ο νους ούτω παρασκευασθή, ουκ έχει αγώνα ούτε θλίψιν εν τω καιρώ του κινδύνου του θανάτου. Δια τούτο ακριβώς δεί ειδέναι, ότι, εάν μη μισήση άνθρωπος την ζωήν αυτού εν τω κόσμω δια την επιθυμίαν της μελλούσης και μακαριάς ζωής, ου δύναται το σύνολον υπομείναι τάς καθ’ εκάστην ώραν επερχομένας τούτω παντοίας θλίψεις και πόνους.
Ερώτησις. Ποίω τρόπω κόπτει ο άνθρωπος την πρώτην συνήθειαν αυτού και συνηθίζει εαυτόν εν τη ζωή της ενδείας και της ασκήσεως;
Απόκρισις. α’. Ζήσαι το σώμα εκτός της χρείας αυτού ου πείθεται, εφ’ όσον περιέρχεται εν ταίς αιτίαις της τρυφής και της χαυνώσεως, και ου δύναται τούτο ο νους κατέχειν από των τοιούτων, έως αν μη ξενωθή το ρηθέν σώμα εκ πάντων των ποιούντων την χαύνωσιν. Διότι, όταν εύρη ιδείν την θεωρίαν της τροφής και των πραγμάτων και βλέπη σχεδόν καθ’ εκάστην ώραν τα της χαυνώσεως αίτια, εξυπνίζεται εν αυτώ η επιθυμία αυτών διάπυρος, και ούτως ερεθίζει ως διακαίουσα.
β’. Δια τοι τούτο και πάνυ καλώς τω ακολουθήσαι οφείλοντι ο λυτρωτής Κύριος ενετείλατο, γυμνωθήναι και εξελθείν εκ του κόσμου. Διότι πρώτον οφείλει ο άνθρωπος ρίψαι τάς αιτίας της χαυνώσεως εξ αυτού, και ούτω προσεγγίσαι τω έργω. Και αυτός δε ο Κύριος, ότε ήρξατο πολεμείν μετά του διαβόλου, εν ερήμω ξηροτάτη επολέμησεν αυτόν. Και ο Παύλος δε παραινεί εξελθείν εκ της πόλεως τους αίροντας τον σταυρόν του Χριστού «συνεξέλθωμεν αυτώ», φησίν, «έξωθεν της πόλεως και λάβωμεν τον ονειδισμόν αυτού ότι έξω της πόλεως έπαθεν». Εκ γαρ του αφορίσαι τινά εαυτόν εκ του κόσμου και των αυτού, ταχέως λανθάνει ο άνθρωπος την πρώτην αυτού συνήθειαν και την αναστροφήν, και ου κοπιά χρόνον πολύ εν τούτοις. Το δε πλησιάσαι εαυτόν τω κόσμω και τοις πράγμασιν αυτού, ταχέως χαυνοί την ισχύν της διανοίας αυτού.
γ’. Διό δει γινώσκειν, ότι μεγάλως βοηθεί και προς προκοπήν οδηγεί την εν τω αθλητικώ αγώνι τω σωτηρίω. Προσήκει ουν και βοηθεί εν τω αγώνι τούτω το είναι εν ενδεία και υστερήσει την κατάστασιν του κελλίου του μοναχού, και ίνα γένηται το κελλίον αυτού κενόν και αργόν από πάντων των κινούντων εν αυτώ την επιθυμίαν της αναπαύσεως. Όταν γαρ αι αιτίαι της χαυνώσεως απέχωσιν εκ του ανθρώπου, ου κινδυνεύει εν τω διπλώ πολέμω, τω εσωτέρω και εξωτέρω. Και ούτως ακόπως νικά ο άνθρωπος ο μακρόθεν έχων τα προς ηδονήν, παρά τον εκ του σύνεγγυς τα προς επιθυμίαν αυτόν κινούντα έχοντα. Ωδε γαρ ο αγών διπλούς εστίν.
δ’ Ότε γαρ χρήζει ο άνθρωπος είς σύστασιν του σκηνώματος αυτού, τότε και η χρεία αυτού ευκαταφρόνητος γίνεται και ουδέ εν τω αναγκαίω καιρώ της μικράς αυτού μεταλήψεως θεωρεί αυτήν μετ’επιθυμίας, και εν ολίγω τινι πείθει το σώμα και τούτο ως ευκαταφρόνητον παρ’ εαυτώ βλέπει, και ου δια την ηδύτητα του βρώματος προσεγγίζει αυτώ, αλλ’ ίνα την φύσιν αντιλάβηται και ενισχύση. Αύται αι προφάσεις ταχέως αναφέρουσί τίνα είς την άσκησιν αθλίπτω και αλύπω λογισμώ.
Προσήκει τοίνυν τω σπουδαίω μοναχώ οξεί τω πόδι φεύγειν ανεπιστρόφως πάντα τα πολεμούντα τω μοναχώ και μη συναναμίγνυσθαι τοις πολεμούσιν αυτώ, αλλά και από της ψιλής θεωρίας αυτών εγκρατεύεσθαι και μακρυνθήναι από του πλησιασμού αυτών καθ όσον δύναται. Και τούτο λέγω ου μόνον περί της γαστρός, αλλά και περί πάντων των εν τη πείρα και τω πολέμω, εν οίς πειράζεται και δοκιμάζεται του μοναχού η ελευθερία. Όταν γαρ έλθη ο άνθρωπος προς τον Θεόν, διαθήκην μετά του Θεού ποιεί, απέχεσθαι εκ πάντων τούτων. Ταύτα δε εισί, το μη οράν πρόσωπον γυναικός, και το μη ιδείν τα πρόσωπα των ευπρεπών, και το μηδενός επιθυμείν ή τρυφάν, και το μη ιδείν την ευκοσμίαν των ενδυμάτων, και το μη ιδείν πάσαν τάξιν των κοσμικών, μήτε ακούσαι των λόγων αυτών, μήτε τα περί αυτών εξετάσαι. Διότι πολλήν δύναμιν κτώνται τα πάθη εκ του πλησιασμού των τοιούτων απάντων πραγμάτων, οία χαυνούντων τον αγωνιστήν και αλλοιούντων την τε φρόνησιν και την πρόθεσιν αυτού. Και εάν αι θεωρίαι των καλών κινώσι την προαίρεσιν του όντος εν τω ζήλω εκκλίνειν εις την εργασίαν αυτών, δήλον ότι και τα ενάντια τούτων έχουσιν ισχύν αιχμαλωτίσαι την διάνοιαν είς αυτά. Και εάν πλέον τι ου γένηται μόνον τη διάνοια τη ησυχαζούση, άλλ’ εις αγώνα πολέμων εμβάλλει αυτόν, και τούτο ζημία μεγάλη εστίν, ίνα εκ της ειρήνης είς θόλωσιν τις εκουσίως εμβάλλη εαυτόν.
στ’. Και εάν τις των γερόντων των ασκητών και αγωνιστών ιδών αγένειον, τον όμοιον ταίς γυναιξίν, ελογίσατο τούτο επιβλαβές τω λογισμώ και επιζήμιον εν τω αγώνι αυτού, τις εστίν, ός εν άλλοις αμελήσαι δύναται, οπότε ούτος ο άγιος ου κατεδέξατο εισελθείν και ασπάσασθαι αδελφόν; Διότι ανέκρινεν ο σοφός γέρων, ότι μόνον εάν ενθυμηθώ εν τη νυκτί ταύτη, ότι εστίν ενταύθα τι τοιούτον, τούτο μεγάλη μοι ζημία εστί. Και δια τούτο ουκ εισήλθε και είπεν αυτοίς Εγώ μεν, τέκνα, ου φοβούμαι, αλλ όμως τι θέλω ενέγκαι εμαυτώ πόλεμον μάτην; Η γαρ μνήμη των τοιούτων ταραχήν ανόνητον εν τη διανοία ποιεί. Εις έκαστον γαρ των του σώματος τούτου μελών δέλεαρ πρόκειται, και έχει πόλεμον μέγαν ο άνθρωπος είς αυτά και οφείλει φυλάξασθαι εαυτόν και σμικρύνειν τον πόλεμον αυτού τον εις αυτά εκ του φεύγειν ώσπερ ότε εγγίζουσι, καν βιάζηται ο άνθρωπος εις το αγαθόν, αλλ’ όμως κινδυνεύει εξ αυτών θεωρών και επιθυμών αεί.
ζ’. Και γαρ φάρμακα πολλά θεωρούμεν εν τη γη κεκαλυμμένα και εν τω θέρει δια τον καύσωνα ουδείς γινώσκει αυτά, όταν δε νοτισθώσιν εκ του ύδατος και οσφρανθώσι της δυνάμεως της ψυχρότητος του αέρος, τότε φαίνεται έκαστον είδος που ην τεθαμμένον εν τη γη. Ούτω και ο άνθρωπος, ότε εστίν εν τη χάριτι της ησυχίας και εν τη θέρμη εις τα πράγματα του κόσμου, τότε βλέπει πώς έκαστον πάθος εγείρεται και κουφίζει την κεφαλήν αυτού, και μάλιστα εάν οσφρανθώσιν οσμής αναπαύσεως. Τούτο δε είπον, ίνα μη θαρρήση τις όσον ζή εν τω σώματι αυτού, έως αν αποθάνη, και ίνα δείξω, ότι το φεύγειν και μακρύνειν τινά εαυτόν από των αιτιών της κακίας, πάνυ βοηθούσιν εις τον ασκητικόν αγώνα. Δια τα πράγματα τα φέροντα ημίν αισχύνην εν τη μνήμη αυτών, δέον ημάς αεί φοβείσθαι αυτά και μη καταπατήσαι την συνείδησιν και καταφρονήσαι αυτής,
η’. Λοιπόν εν τη ερήμω χωρήσαι το σώμα τέως πειράσωμεν και ποιήσωμεν κτάσθαι την υπομονήν το δε μείζον πάντων, ίνα σπουδάζη τις, όπου δ’ άν και ή, ώστε απέχειν το αίτιον του πολέμου καν γαρ θλίβηται τις ίσως, αλλ’ άφοβος εστίν, ίνα μη, όταν έλθη χρεία, πέση δια την εγγύτητα αυτής.
Ερώτησις. Όστις απέρριψε εξ εαυτού όλον τον περισπασμόν και εισήλθεν εις τον αγώνα, ποία εστίν η αρχή αυτού εν τω πολέμω της αμαρτίας, και πόθεν άρχεται της πάλης;
Απόκρισις. α’ Τούτο πάσι γνώριμόν εστίν, ότι εκάστω αγώνι της αμαρτίας και της επιθυμίας ο κόπος της αγρυπνίας και της νηστείας εστίν η αρχή, και μάλιστα τω ανταγωνιζομένω προς την εν ημίν ένδον αμαρτίαν. Και το σημείον του μίσους της άμαρτίας και της επιθυμίας αυτής εκ τούτου οράται τοις ανταγωνιζομένοις προς τον αόρατον πόλεμον τούτον εν τη νηστεία άρχονται και μετά ταύτην η αγρυπνία της νυκτός συνεργεί προς την άσκησιν.
β’. Ο εν πάση τη ζωή αυτού την ομιλίαν της συζυγίας ταύτης αγαπών, ούτος φίλος της σωφροσυνης γίνεται. Καθώς η ανάπαυσις της γαστρός αρχή πάντων των κακών και η χαυνότης του ύπνου η εξάπτουσα την επιθυμίαν της πορνείας, ούτως η οδός του Θεού η αγία και πάσης αρετής ο θεμέλιος η νηστεία υπάρχει και η αγρυπνία και η εγρήγορσις εν τη λειτουργία του Θεού, εν σταυρώσει του σώματος όλην την ημέραν και την νύκτα εξ εναντίας της γλυκύτητος του ύπνου. Η νηστεία υπερασπισμός εστί πάσης αρετής και αρχή του αγώνος και στέφανος των εγκρατών και το κάλλος της παρθενίας και του αγιασμού και η λαμπρότης της σωφροσύνης και η αρχή της οδού του Χριστιανισμού και η μήτηρ της προσευχής και η πηγή της σωφροσύνης και της φρονήσεως και η διδάσκαλος της ησυχίας και η προηγουμένη πάντων των καλών έργων. Καθώς ακολουθεί τοις ερρωμένοις οφθαλμοίς η επιθυμία του φωτός, ούτως ακολουθεί τη νηστεία τη μετά διακρίσεως γινομένη, η επιθυμία της ευχής.
γ’. Όταν γαρ άρξηται τις νηστεύειν, εκ τούτων εις την επιθυμίαν της ομιλίας του Θεού επιθυμεί ελθείν εν τη διάνοια αυτού.Όυ γαρ καρτερεί το σώμα νηστεύον υπνώσαι εν τη στρωμνή αυτού όλην την νύκτα. Όταν η σφραγίς των νηστειών επιτέθειται τω στόματι του ανθρώπου, ο λογισμός αυτού εν κατανύξει μελετά και η καρδία αυτού ευχήν βρύει και η στυγνότης επί το πρόσωπον αυτού κείται και οι αισχροί διαλογισμοί πόρρω απέχουσιν απ’ αυτού, ιλαρότης ουχ οράται εν οφθαλμοίς αυτού και εχθρός εστίν των επιθυμιών και των ματαίων συντυχιών. Ουδέποτε είδε τις νηστευτήν εν διακρίσει, δουλωθέντα υπό της κακής επιθυμίας. Δόμος μέγας εις παν αγαθόν εστίν η νηστεία η μετά διακρίσεως, και ο αμελών αυτής, πάν αγαθόν διασείει. Διότι αύτη εστίν η εντολή η τεθείσα τη φύσει ημών εξ αρχής εις παραφυλακήν κατά της γεύσεως της τροφής, και εκείθεν εξέπεσεν η αρχή του πλάσματος ημών. Όμως, όθεν γέγονεν ο αφανισμός ο πρώτον, εκείθεν άρχονται οι άθληται εις τον φόβον του Θεού, όταν άρξωνται φυλάττειν τους νόμους αυτού.
δ’. Και ο Σωτήρ δέ, ότε ωράθη τω κόσμω εν τω Ιορδάνη, εντεύθεν ήρξατο. Μετά γαρ το βάπτισμα εξήνεγκεν αυτόν τοπνεύμα εις την έρημον και ενήστευσε ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα. Ομοίως και πάντες οι εξερχόμενοι ακολουθήσαι οπίσω αυτού επί τούτω τω θεμελίω βάλλουσι την αρχήν του αγώνος αυτών. Όπλον γαρ εστίν ειργασμένον υπό του Θεού, και τις αμελών εις αυτό ου μεμφθήσεται; Και ει ο εκθέμενος τον νόμον νηστεύει, τις εκ των τηρούντων τον νόμον ου χρή νηστεύειν; Δια τούτο έως τότε το γένος των ανθρώπων ουκ εγίνωσκε την νίκην, ουδέ ο διάβολος ποτέ επειράθη της ήττης αυτού εκ της φύσεως ημών, αλλ’ εν τούτω τω όπλω ητόνησεν εξ αρχής, και ο Κύριος ημών ην ο αρχηγός και πρωτότοκος της νίκης, του δούναι τον πρώτον στέφανον της νίκης επί της κεφαλής της φύσεως ημών.
ε’Και όταν ίδη τούτο το όπλον επί τίνα των ανθρώπων ο διάβολος, ευθέως φοβείται ο αντικείμενος και τυραννός, και ευθύς ενθυμείται και είς μνήμην έρχεται της ήττης αυτού της εν τη ερήμω υπό του Σωτήρος, και η δύναμις αυτού κλάται, και εν τη θεωρία του όπλου του δοθέντος ημίν υπό του αρχιστρατήγου ημών καίεται. Ποίον όπλον δυνατώτερον αυτού και θάρσος παρέχον τη καρδία εν τη πάλη τη κατά των πνευμάτων της πονηρίας, ως η γινομένη πείνα υπέρ του Χριστού; Όσον γαρ μοχθεί το σώμα και κακοπαθεί εν τω καιρώ, εν ω περικυκλοί τον άνθρωπον ή φάλαγξ των δαιμόνων, τοσούτον αντιλαμβάνεται η καρδία αυτού υπό της πεποιθήσεως. Και ό ενδυόμενος το της νηστείας όπλον, εν ζήλω πυρπολείται εν παντί καιρώ,
στ’. Και ο ζηλωτής γαρ Ηλίας ηνίκα εζήλωσεν υπέρ του νόμου, του Θεού, εις τούτο το έργον της νηστείας διήγεν. Υπομιμνήσκει γαρ τον κτησάμενον αυτήν τα εντάλματα του Πνεύματος, και μεσίτης εστίν η νηστεία του παλαιού νόμου και της. χάριτος της δοθείσης ημίν παρά του Χριστού. Και ο αμελών εις αυτήν, και εις τα υπόλοιπα των αγωνισμάτων χαύνος εστί και αμελής και ασθενής και αρχήν και σημείον κακόν της χαυνώσεως δεικνύει της ψυχής αυτού και δίδωσι τόπον νίκης τω πολεμούντι αυτόν διότι γυμνός και άοπλος εισέρχεται εις τον αγώνα, και έκδηλος εστίν ότι χωρίς νίκης εξέρχεται εξ αυτού, διότι τα μέλη αυτού ουκ εφόρεσεν την θέρμην της πείνης της νηστείας. Τοιαυτή εστίν η νηστεία, και ο διαμένων εν αυτή, ασάλευτος εσται η διάνοια αυτού και προς απάντησιν ετοίμη και αποτροπήν πάντων των δυσχερών παθών. Λέγεται περί πολλών μαρτυρων, ότι εν τη ημέρα, εν η προσεδόκων δέξασθαι τον στέφανον του μαρτυρίου, ει προεγίνωσκον εξ αποκαλύψεως ή φάσεως τίνος των εταίρων αυτών τούτο, τη νυκτί εκείνη ουκ εγεύοντο τίνος, αλλά από εσπέρας έως πρωί ίσταντο αγρυπνούντες εν τη ευχή, δοξάζοντες τον Θεόν εν ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, και εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει εξεδέχοντο την ώραν εκείνην, ως τίνες ετοιμασθέντες εις τους γάμους, εκδεχόμενοι απαντήσαι τω ξίφει νηστεία αυτών. Και ημείς τοίνυν, οι εις την αόρατον μαρτυρίαν κληθέντες, του δέξασθαι τους στεφάνους του αγιασμού νήψωμεν και μηδέποτε εν μέλει τινι και μέρει του σώματος ημών δοθή τοις εχθροίς ημών σημείον της αρνήσεως.
Ερώτησις. Πώς εισί τίνες πολλάκις και πολλοί έχοντες τα έργα ταύτα ίσως, και της γαλήνης και αναπαύσεως των παθών, και της ειρήνης των λογισμών ουκ αισθάνονται;
Απόκρισις. Τα πάθη τα κερυμμένα εν τη ψυχή, ώ αδελφέ, ουχί εν τοις σωματικοίς κόποις μόνον διορθούνται, ουδέ τους λογισμούς κωλύουσιν επί των εξυπνιζομένων αεί δια των αισθήσεων. Οι γαρ κόποι ουτοι φυλάττουσι τον άνθρωπον εκ των επιθυμιών, ίνα μη νικηθή εξ αυτών, και εκ της πλάνης των δαιμόνων, την δε ειρήνην και την γαλήνην ου παρέχουσι τη ψυχή. Τα γαρ έργα και οι κόποι τότε την απάθειαν παρέχουσι τη ψυχή και νεκρούσι τα μέλη τα εν τη γη και δωρούνται την ανάπαυσιν των λογισμών, όταν κοινωνήσωμεν τη ησυχία ηνίκα γαρ αι αισθήσεις τα έξω παύσωνται της ταραχής και επιμείνωσιν εν τη εργασία της σοφίας καιρόν τίνα. Έως γαρ αν στερηθή ο άνθρωπος της απαντήσεως των ανθρώπων και τα μέλη αυτού εκ της διαχύσεως των λογισμών, και συναγάγη εαυτόν προς εαυτόν, ου μη δυνηθή γνωρίσαι το πάθος αυτού. Η ησυχία γαρ, καθώς εφη ο άγιος Βασίλειος, αρχή της καθάρσεως της ψυχής εστίν. Ηνίκα γαρ τα έξω μέλη παύσωνται της στάσεως της εξωτέρας και του περισπασμού του εις την έξω χωράν, τότε στρέφεται η διάνοια από των εξωτέρων περισπασμών και του μετεωρισμού και καθ’ εαυτήν ηρεμεί και εξυπνίζεται η καρδία εξερευνήσαι τάς εννοίας τάς έσωθεν της ψυχής. Και εάν υπομείνη εν τούτοις καλώς, έρχεται κατ’ ολίγον ο άνθρωπος οδεύειν εις την καθαρότητα της ψυχής.
Ερώτησις. Και ου δύναται άρα εν τη αναστροφή τη έξω της θύρας καθαρθήναι η ψυχή;
Απόκρισις. Δένδρου καθ’ ημέραν ποτιζομένου, πότε ξηραίνεται η ρίζα αυτού; και σκεύος δεχόμενον καθ’ ημέραν προσθήκην, πότε μειούται; Και εάν η καθαρότης ουδέν άλλο εστίν, εί μη το λαβείν την αναστροφήν ελευθερίας και εξελθείν της συνήθειας αυτής, πώς και πότε θελήσει καθαρθήναι την ψυχήν αυτού, όστις πρακτικώς εν εαυτώ ή εν άλλοις δια των αισθήσεων ανακαινίζει την μνήμην της παλαιάς συνήθειας εν εαυτώ, όπερ εστίν η επίγνωσις της κακίας; Πότε δύναται καθαρθήναι την ψυχήν αυτού εκ τούτου, ή πότε σχολάσαι εκ των ανταγωνισμάτων των εξωτέρων, ίνα αν θεάσηται εαυτόν; Εάν γαρ η καρδία καθ’ ημέραν ρυπούται, πότε καθαίρεται εκ του ρύπου; Αλλ’ ουδέ προς την ενέργειαν την εξωτέραν δύναται αντιστήναι, και πόσω μάλλον καθαρίσαι ου δύναται την καρδίαν, ότι εν μέσω του στρατοπέδου ίσταται και εδέχεται καθ’ ημέραν την συνεχή αγγελίαν του πολέμου ακούσαι και πώς τολμά κηρύξαι ειρήνην τη ψυχή αυτού; Εάν δε εκ τούτου μακρυνθή, τότε δύναται κατά μικρόν τα πρώτα καταπαύσαι τα έσω επεί, έως αν άνωθεν ο ποταμός ου φράττηται, εκ των κάτω τα ύδατα αυτού ου ξηραίνεται. Όταν δε έλθη τις εις την ησυχίαν, τότε δύναται η ψυχή διακρίναι τα πάθη και εξερευνήσαι εν συνέσει την εαυτής σοφίαν. Τότε και ο έσω άνθρωπος εξυπνίζεται εις το έργον του πνεύματος, και ημέρα τη ημέρα αισθάνεται της κρυπτής σοφίας της ανθούσης εν τη ψυχή αυτού.
Ερώτησις. Τίνα εισί τα ακριβή τεκμήρια και τα σημεία τα πλησιάζοντα, εξ ων και δι’ ων αισθάνεται τις, ότι ήρξατο βλέπειν εν εαυτώ καρπόν κρυπτόν εν τη ψυχή;
Απόκρισις. α΄. Όταν αξιωθή τις της χάριτος των δακρυων των πολλών των χωρίς βίας γινομένων. Ως γαρ όρος τις ετέθησαν τα δάκρυα τη διανοία μεταξύ των σωματικών και των πνευματικών, και μεταξύ της εμπαθείας και της καθαρότητας. Έως αν δέξηταί τις το χάρισμα τούτο, ακμήν εν τω εξωτέρω ανθρώπω εστίν η ενέργεια του έργου αυτού και ακμήν ουκ ησθήθη παντελώς της ενεργείας των κρυπτών του πνευματικού ανθρώπου. Όταν γαρ άρξηται τις εάν τα σωματικά του νυν αιώνος και εντός του όρου τούτου του όντος έξωθεν της φύσεως οράται διαβαίνων, ευθύς εις την χάριν ταύτην των δακρύων φθάνει και εκ της πρώτης μονής της πολιτείας της κρυπτής άρχονται και τα δάκρυα ταύτα και απάγουσιν αυτόν εις την τελειότητα της αγάπης του Θεού. Και όσον προβαίνει εκείσε, τοσούτον πλουτεί εν αυτοίς, έως αν πίνη αυτά εν τη τροφή αυτού και εν τω πόματι αυτού εκ της πολλής αυτών διαμονής.
β’. Και τούτο εστί το σημείον της ακριβείας, ότι εξήλθεν η διάνοια εκ του κόσμου τούτου και ησθήθη του κόσμου εκείνου του πνευματικού. Όσον δε πλησιάζει τω κόσμω τούτω εν τη διανοία αυτού ο άνθρωπος, τοσούτον ελαττούται εκ των δακρύων τούτων, και όταν η διάνοια τελείως στερίσκεται των δακρύων τούτων, και τούτο το σημείον εστίν, ότι εστίν ο άνθρωπος τεθαμμένος εν τοις πάθεσιν.
γ’ Εισί τινά μεν των δακρύων καίοντα, και είσι δάκρυα πιαίνοντα. Πάντα ουν τα δάκρυα τα εκ της κατανύξεως και της οσίας καρδίας εξερχόμενα δια τάς αμαρτίας, ταύτα ξηραίνουσι το σώμα και καίουσι και πολλάκις και αυτό το ηγεμονικόν της εκ τούτων αισθάνεται βλάβης εν τη εξόδω αυτών. Και πρώτον μεν ταύτη τη τάξει των δακρύων εξ ανάγκης απαντά ο άνθρωπος, και δι’ αυτών ανοίγεται αυτώ θύρα εισελθείν εις την τάξιν την δευτέραν, την κρείττονα ταύτης, ήπερ εστί χώρα χαράς, εν η δέχεται ο άνθρωπος το έλεος. Ταύτα δε είσι τα δάκρυα τα προχεόμενα εκ της συνέσεως, α ωραϊζουσι και πιαίνουσι το σώμα, και αβιάστως αφ’ εαυτών κατέρχονται, και ου μόνον, ως είρηται, πιαίνουσι το σώμα του ανθρώπου, αλλά και η δράσις του ανθρώπου αλλοιούται. «Καρδίας» γαρ, φησίν, «ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει, εν δε λύπαις ούσης σκυθρωπάζει».
Ερώτησις. Τις εστίν η ανάστασις της ψυχής, ην φησιν ο Απόστολος, «ει συνηγέρθητε τω Χριστώ»;
Απόκρισις. Εν τω ειπείν τον Απόστολον, «ο Θεός ο ειπών εκ σκότους φως λάμψαι, αυτός έλαμψεν εν ταίς καρδίαις ημών», ψυχής ανάστασιν, την της παλαιότητος έξοδον έδειξεν, ότι ταύτην δεί καλείν, τουτέστιν, ίνα γένηται καινός ο άνθρωπος, μηδέν έχων του παλαιού ανθρώπου, καθώς λέγει, «και δώσω αυτοίς καρδίαν καινήν και πνεύμα καινόν». Τότε γαρ εικονίζεται ο Χριστός εν ημίν δια πνεύματος σοφίας και αποκαλύψεως της επιγνώσεως αυτού.
Ερώτησις. Τι εστί, κατά συντομία, η δύναμις της πράξεως της ησυχίας;
Απόκρισις. Η ησυχία τάς αισθήσεις τάς έξω νεκροί και τάς έσω κινήσεις εγείρει, η δε έξω αναστροφή τα εναντία τούτων πράττει, ήγουν τάς έξω αισθήσεις εγείρει, και τάς έσω κινήσεις νεκροί.
Ερώτησις. Τι εστίν η αιτία των οράσεων και των αποκαλύψεων, ότι τίνες ορώσι, τίνες δε κοπιώσιν υπέρ αυτούς και ουκ ενεργεί τοσούτον η όρασις εν αυτοίς;
Απόκρισις. α’. Αιτίαι τούτων πολλαί εισί. Και αι μεν αυτών οικονομικαί και του κοινού χάριν, αι δε προς παρηγορίαν των ασθενών και θάρσος και διδαχήν.
β’. Και πρώτον μεν, δια το έλεος του Θεού οικονομούνται δια τους ανθρώπους ταύτα πάντα, και προς τους τρεις τρόπους των ανθρώπων τούτων οικονομούνται τα πράγματα των τοιούτων, ως επί το πολύ η προς τους απλουστέρους και υπερβαλλόντως ακάκους, ή προς τινας τελείους και αγίους, ή προς τους έχοντας ζήλον έμπυρον Θεού και απεγνωκότας του κόσμου και αποταξαμένους τελείως και αναχωρήσαντας της μετά των ανθρώπων κατοικίας και οπίσω του Θεού γυμνούς εξελθόντας, μη προσδοκήσαντας βοήθειαν τίνα εκ των ορωμένων και επιπίπτει αυτοίς δειλία εκ του ιδιασμού αυτών ή περικυκλοί αυτούς κίνδυνος θανάτου εκ του λιμού ή εκ της αρρωστίας ή από τίνος περιστάσεως και θλίψεως, ώστε αυτούς εγγίζειν τη απογνώσει. Αι παρακλήσεις ούν αι γινόμεναι προς τους τοιούτους και προς τους υπερέχοντας αυτούς εν κόποις μή γινόμεναι, της συνειδήσεως λέγω.
γ’.Η δε δευτέρα αιτία εστίν ακριβώς αύτη όσον τις έχει παράκλησιν ανθρωπίνην ή εκ τίνος των ορωμένων, ου γίνονται τοιαύται παρακλήσεις προς αυτόν, ει μη δι οικονομίαν τινά χάριν του κοινού. Ημίν δε ο λόγος περί αναχωρητών εστί. Και μάρτυς των λεγομένων είς των πατέρων όπερ ταύτης παρακαλέσας και ακούσας, αρκεί σοι η παράκλησις και η ομιλία των ανθρώπων
ε’. Και άλλος τις εν τούτω τω τρόπω ότε ην εν τη αναχωρήσει και έζη εν τη αναστροφή της αναχωρήσεως, ην εν πάση ώρατης παρακλήσεως της εκ της χάριτος κατατρυφών, ότε δε προσήγγισε τω κόσμω, εζήτησεν αυτήν κατά το έθος και ουχ εύρεκαι εδεήθη του Θεού δηλώσαι αυτώ την αιτίαν, λέγων Μη τι,Κύριε, δια την επισκοπήν απέστη απ’ εμού η χάρις; Και ερρέθη αυτώ. Ουχί αλλ’ ότι ο Θεός πρόνοιαν ποιείται των εν ερήμω διαγόντων και αξιοί αυτούς των τοιούτων παρακλήσεων. Ουκ ενδέχεται γαρ είναι τινι των ανθρώπων παράκλησιν ορωμένην και δέχεσθαι και ταυτήν, ειμή τι γε δια τίνα των ειρημένων οικονομίαν κεκρυμμένην και μόνω τω οικονομούντι τατοιαύτα εγνωσμένην.
Ερώτησις. Ει ταυτόν εστίν όρασις και αποκάλυψις, ή ου;
Απόκρισις. Ουχί, αλλά διάφορα εστίν. Η αποκάλυψις πολλάκις λέγεται κατά των δυο’ διότι γαρ το κρυπτόν φανερούται, πάσα όρασις λέγεται αποκάλυψις, η αποκάλυψις δε ου λέγεται όρασις. Η αποκάλυψις γαρ ως επί το πολύ περί των γινωσκομένων και υπό του νου γευομένων και νοουμένων λαμβάνεται. Η όρασις δε εκ παντός τρόπου γίνεται ως εν εικόνι και τύποις, ώσπερ πάλαι προς τους αρχαίους εγίνετο, ως εν ύπνω βαθεί ή εν εγρηγόρσει, και ποτέ μεν ακριβώς, ποτέ δε ως εν φάσματι και αμυδρώς πως. Διό και αυτός ο ορών πολλάκις ου γινώσκει, είτε εγρηγορών θεωρεί είτε καθεύδων. Έστι δε και δια φωνής ακούειν αντιλήψεις, ποτέ δε και τύπον τινά οράν, ποτέ δε τρανώτερον πρόσωπον προς πρόσωπον. Και η όρασις και η ομιλία και η ερώτησις και η μετ’ αυτής συντυχία δυνάμεις εισίν άγιοι, ορώμεναι τοις αξίοις και τας αποκαλύψεις ποιούσαι. Και εν τοις ερημικωτέροις τόποις και εν τοις διεστηκόσι από των ανθρώπων αι τοιαύται υποθέσεις γίνονται, όπου αναγκαίως δέεται αυτών ο άνθρωπος, δια το μη έχειν αυτόν άλλην αντίληψιν ή παράκλησιν εκ τόπου. Αι δε αποκαλύψεις αι εν τω νοΐ αισθανόμεναι δια καθαρότητας και δεκτικαί είσι και μόνων των τελείων και γνωστικών υπάρχουσιν.
Ερώτησις. Ει έφθασε τις εις την καθαρότητα της καρδίας, τί εστί το σημείον αυτής; Και πότε γινώσκει ο άνθρωπος ότι ήλθεν η καρδία αυτού είς καθαρότητα;
Απόκρισις. Όταν πάντας ανθρώπους καλούς θεωρή και ου φαίνηταί τις αυτώ ακάθαρτος και βέβηλος, τότε εστίν αληθώς καθαρός τη καρδία. Πώς γαρ πληρούται ο λόγος του Αποστόλου ο φάσκων το «υπερέχοντας εαυτών ηγείσθαι πάντας επίσης», εξ ειλικρινούς καρδίας εάν μη φθάση το ειρημένον, ότι «οφθαλμός αγαθός ουκ όψεται πονηρά»;
Ερώτησις. Τί εστίν η καθαρότης και έως πότε ο όρος αυτής;
Απόκρισις. Η καθαρότης εστίν η λήθη των τρόπων της γνώσεως των παρά φύσιν, των εν τω κόσμω ευρεθέντων υπό της φύσεως. Ο όρος δε του ελευθερωθήναι και έξω αυτών ευρεθήναι ούτος εστί το ελθείν τον άνθρωπον είς την πρώτην της φύσεως αυτού απλότητα και ακακίαν και ως νήπιον τίνα γενέσθαι, χωρίς των ελαττωμάτων μόνον του νηπίου.
Ερώτησις. Και ενδέχεται τίνα εισελθείν είς την τάξιν ταύτην;
Απόκρισις. Ναί. Ιδού γαρ ήλθον τίνες είς το μέτρον τούτο, ώσπερ δη και ο αββάς Σισώης ήλθεν είς το μέτρον τούτο, ως και τον μαθητήν, ει έφαγεν ερωτάν, ή ουκ έφαγε. Και άλλος τις των πατέρων ήλθεν είς τοιαυτήν απλότητα και ακεραιότητα μικρού δείν των νηπίων, ώστε επιλαθέσθαι αυτόν των ώδε παντελώς, τοσούτον, ως και εσθίειν αυτόν προ της μεταλήψεως, ει μη τι γε υπό των μαθητών αυτού εκωλύετο. Και ήγον αυτόν ως νήπιον οι μαθηταί αυτού κοινωνήσαι. Και τω μεν κόσμω νήπιος ην, την δε ψυχήν προς Θεόν τέλειος.
Ερώτησις. Ποίαν μελέτην και αδολεσχίαν δει έχειν τον ασκητήν εν τω ησυχαστηρίω αυτού καθήμενον εν ησυχία, και τι οφείλει διηνεκώς εργάζεσθαι, ίνα μη σχολάση ο νους αυτού εις λογισμούς ματαίους;
Απόκρισις. α’. Περί μελέτης και αδολεσχίας ερωτάς, πώς γίνεται ο άνθρωπος νεκρός εν τω κελλίω αυτού. Άνθρωπος άρα σπουδαίος και νήφων τη ψυχή ερωτήσεως δείται, καθ’ εαυτόν υπάρχων, πώς διάξει; Τι γαρ άλλο εστίν η μελέτη του μοναχού εν τω κελλίω αυτού, ει μη ο κλαυθμός; Εκ του κλαυθμού αρά γε ευκαιρεί προς άλλον λογισμόν ατενίσαι; Και ποία μελέτη κρείσσων ταύτης υπάρχει; Αυτό γαρ το κάθισμα του μοναχού και η μόνωσις αυτού την ομοίωσιν της εν τω τάφω διαγωγής, της απεχούσης από της χαράς των ανθρώπων, διδάσκει αυτόν. Ότι το πένθος εστίν η πράξις αυτού, και αύτη γαρ η επωνυμία του ονόματος αυτού εις τούτο και παρακαλεί και προτρέπεται αυτόν πενθικός γαρ ονομάζεται, τουτέστι πικρός τη καρδία. Και πάντες δε οι άγιοι πενθούντες εξεδήμησαν εκ του βίου τούτου. Και εί οι άγιοι επένθουν και τα όμματα αυτών επληρούντο αεί των δακρύων, έως εκ του βίου τούτου εξεδήμησαν, τις μη κλαύση; Η παράκλησις του μοναχού εκ του κλαυθμού αυτού τίκτεται. Και εί οι τέλειοι και νικηφόροι έκλαυσαν ώδε, ό πεπληρωμένος τραυμάτων πώς υποίσει ησυχάσαι εκ του κλαυθμού; Ο έχων τον νεκρόν αυτού έμπροσθεν αυτού κείμενον και αυτός εαυτόν νενεκρωμένον ορών ταίς αμαρτίαις, χρήζει διδασκαλίας, ποίω λογισμώ χρήσεται τοις δάκρυσιν; Η ψυχή σον τεθανατωμένη ταίς αμαρτίαις και κειμένη ενώπιον σου, ήτις βελτιωτέρα εστί παρά σοι όπερ όλον τον κόσμον, και ου δέεται κλαυθμού;
β’. Εάν ουν εις την ησυχίαν εισέλθωμεν και εν αυτή καρτερήσωμεν μεθ’ υπομονής, πάντως δυνάμεθα διαμείναι εν τω κλαυθμώ. Δια τούτο εν διανοία συνεχεί δεηθώμεν του Κυρίου, όπως τούτο παράσχη ημίν. Εάν γαρ ταυτήν την χάριν κομισώμεθα την κρείττονα των λοιπών χαρισμάτων και υπερβάλλουσαν, δι’ αυτής εις την καθαρότητα εισερχόμεθα, και όταν εισέλθωμεν εις αυτήν, έκτοτε ου μη αρθή αφ’ ημών η καθαρότης, έως της εξόδου ημών της εκ του βίου τούτου.
γ’. Μακάριοι ουν οι καθαροί τη καρδία, ότι ουκ εστί καιρός, εν ώ ουκ απολαύουσι της τρυφής των δακρύων ταύτης, και εν αυτή αεί ορώσι τον Κύριον και έτι των δακρύων εν τοις οφθαλμοίς αυτών αξιούνται της θεωρίας των αποκαλύψεων αυτού εν τω ύψει της προσευχής αυτών. Και ουκ έστιν αυτοίς ευχή εκτός δακρύων. Και τούτο εστί το ειρημένον υπό του Κυρίου, ότι «μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται». Εκ του πένθους γαρ έρχεται τις εις την καθαρότητα της ψυχής. Δια τούτο ειπών ο Κύριος, ότι «αυτοί παρακληθήσονται», ουκ ηρμήνευσε ποίαν παράκλησιν. Όταν γαρ αξιωθή ο μοναχός δια των δακρύων περάσαι την χώραν των παθών και καταντήσαι εις την πεδιάδα της καθαρότητος της ψυχής, τότε απαντά αυτώ η τοιαύτη παράκλησις. Ει τις ουν διαπερά εκ των εφευρόντων αυτήν ενταύθα και εν ταυτή απαντά τη παρακλήσει τη μη ευρισκομένη ώδε, και τότε συνιεί ποίαν παράκλησιν το τέλος του πένθους υποδέχεται, ην δια της καθαρότητος ο Θεός τοις πενθούσι δίδωσι. Διότι ουκ ενδέχεται τίνα αδιαλείπτως πενθούντα υπό των παθών διοχλείσθαι. Απαθών γαρ τούτο εστί το χάρισμα, το δακρύειν και πενθείν.
δ’. Και ει τον προς καιρόν πενθούντα και κλαίοντα δύνανται τα δάκρυα ου μόνον οδηγήσαι προς απάθειαν, αλλά και τον νουν αυτού παντελώς απαλείψαι και των παθών της μνήμης απαλλάξαι, τι είπωμεν περί των νυκτός και ημέρας εν γνώσει εχόντων την εργασίαν ταύτην; Την εκ του κλαυθμού γινομένην βοήθεια ουδείς γινώσκει, ειμή μόνοι εκείνοι, οι εκδεδωκότες τας εαυτών ψυχάς εις το έργον τούτο. Πάντες οι άγιοι εφίενται της εισόδου ταύτης, ότι δια των δακρύων ανοίγεται η θύρα έμπροσθεν αυτών, του εισελθείν εις την χώραν της παρακλήσεως, εν η χώρα τα χρηστότατα ίχνη του Θεού και σωτήρια εικονίζονται δι’ αποκαλύψεων.
Ερώτησις. Δια το είναι τινάς αδυνάτως έχοντας προς το αδιαλείπτως πενθείν δια την ασθένειαν του σώματος, τι δει έχειν αυτούς προς φυλακήν του νοός, ίνα μη τα πάθη, σχολάσαντος αυτού, επαναστώσιν αυτώ;
Απόκρισις. α’. Ου δύνανται τα πάθη επαναστατήσαι κατά της ψυχής και ταράξαι τον ασκητήν, σχολαζούσης της καρδίας εκ των του βίου εν τη αναχωρήσει αυτού τη απεχούση από παντός περισπασμού, ει μη ραθυμήση και αμελήση εκ των δεόντων. Εξαιρέτως γαρ εάν σχολάση εν τη μελέτη των θείων Γραφών δια της εξετάσεως των νοημάτων αυτών ανενόχλητος διαμένει από των παθών αυτός. Δια γαρ την πλεονάζουσαν και διαμένουσαν εν αυτώ κατανόησιν των θείων Γραφών, δραπετεύουσιν εξ αυτού οι μάταιοι λογισμοί, και ου δύναται ο νους αυτού αποστατήσαι από της επιθυμίας αυτών, ήτοι της ενθυμήσεως, ουδέ προσέχειν τω βίω τούτω το σύνολον, δια την μεγίστην ηδονήν της αδολεσχίας αυτού υπεραιρόμενος τούτων εν τη πολλή ησυχία αυτού εν τη ερήμω.
β’. Όθεν και επιλήσμων γίνεται εαυτού και της φύσεως αυτού, και γίνεται ώσπερ άνθρωπος εξεστηκώς, μη ποιούμενος μνήμην του αιώνος τούτου παντελώς, εξαιρέτως αδολεσχών και διανοούμενος τα περί της μεγαλωσύνης του Θεού και λέγων Δόξα τη θεότητι αυτού. Παράδοξα και εξαίσια άπαντα τα έργα αυτού εις ύψος την εμήν ευτέλειαν ανήγαγον, εις οία ηξίωσέ με αδολεσχεΐν και εν ποίοις λογισμοίς κατατολμήσαι και απολαύσαι την εμήν ψυχήν. Και εν τοις θαυμασίοις τούτοις αναστρεφόμενος και εκπληττόμενος αεί, μεθύσκεται πάντοτε και γίνεται ώσπερ εν τη μετά την ανάστασιν διαγωγή. Πάνυ γαρ η ησυχία συνεργεί τη χάριτι ταύτη. Διότι ευρίσκει χώραν ο νους αυτού διαμείναι εν εαυτώ εν τη ειρήνη τη ευρεθείση αυτώ εκ της ησυχίας. Συν τούτοις δε, και εντεύθεν κινείται εις μνήμην κατά την θέσιν της διαγωγής αυτού. Και γαρ λαμβάνων κατά νουν την δόξαν του μέλλοντος αιώνος και την ελπίδα την αποκειμένην τοις δικαίοις τοις εν τη ζωή εκείνη τη πνευματική και εν Θεώ κινουμένοις και την καινήν εκείνην αποκατάστασιν, ουκ ενθυμείται ουδέ μνημονεύει των του κόσμου τούτου. Και όταν εν τούτοις μεθυσθή, πάλιν μετανίσταται εκείθεν εν θεωρία αυτού περί του αιώνος τούτου, εν ω εστίν ακμήν, και λέγει εκπληκτικώς’ «ώ βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως και συνέσεως και φρονήσεως και οικονομίας του ανεξιχνιάστου Θεού. Ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού, και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού».
γ’. Ηνίκα γαρ αιώνα άλλον τοιούτον θαυμαστόν ητοίμασεν, ίνα εις αυτόν εισάξη πάντας τους λογικούς και φυλάξη αυτούς εν τη απεράντω ζωή, τις η αιτία άρα του ποιήσαι αυτόν τον κόσμον τούτον πρώτον και πλατύναι αυτόν και πλουτήσαι τούτον ούτως εν τω πυκασμώ και τω πλήθει των ειδών και των φυσεων και θέσθαι εν αυτώ αιτίας και ύλας και ανταγωνίσματα των πολλών παθών; Και πώς εν πρώτοις έθετο ημάς εν αυτώ και έπηξεν εν ημίν την αγάπην της πολυζωϊας αυτού και εξαίφνης μεταίρει ημάς εξ αυτού δια θανάτου και διαφυλάττει ημάς καιρόν ου μικρόν εν αναισθησία και ακινησία και αφανίζει τάς μορφάς ημών και εκχέει την κράσιν ημών, και συμμίσγει αυτήν εν τη γη, και παραχωρεί καταλυθήναι και εκτακήναι και ρυήναι την κατασκευήν ημών, έως ου παντελώς απογένηται της ανθρωπίνης κατασκευής’ και τότε εν τω καιρώ, εν ω ώρισεν εν τη προσκυνητή σοφία αυτού, ότε θέλει, εγερεί ημάς εν σχήματι άλλω, εν ω γινώσκει, και εισφέρει ημάς εις κατάστασιν άλλην.
δ’.Ταύτα δε ουχ ημείς μόνοι οι άνθρωποι ελπίζομεν, αλλά και αυτοί οι άγιοι άγγελοι, οι μη έχοντες χρείαν του κόσμου τούτου, δια το παράδοξον της φύσεως αυτών παρά βραχυ τι της τελειότητος όντες, εκδέχονται την ημών έγερσιν εκ της φθοράς, το πότε εγείρεται το γένος ημών εκ του χοός και ανακαινίζει η φθορά αυτού. Δι ημάς γαρ εκ της εισαγωγής κωλύονται, ότι εφάπαξ την άνοιξιν της θύρας του καινου αιώνος ενδέχονται. Και γαρ η κτίσις αύτη των αγγέλων μεθ’ ημών αναπαύσεται εκ της βαρύτητος του σώματος, της ούσης εν ημίν, ως λέγει ο Απόστολος «και ότι και αύτη η κτίσις την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται, όπως ελευθερωθή εκ της δουλείας της φθοράς εν τη ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού», μετά την παντελή κατάλυσιν του αιώνος τούτου εξ όλης της καταστάσεως αυτού, και αποκατασταθήναι την φύσιν ημών εν τη πρώτη καταστάσει.
ε’. Και λοιπόν εκ τούτου υψούται εν τω νοΐ αυτού εις τα προ καταβολής του κόσμου τούτου, ότε ουκ ην κτίσις τις ούτε ουρανός ούτε γη ούτε άγγελοι, ουδέ εν των γεγονότων και πώς εξαίφνης τα πάντα εκ μη όντων εις το είναι παρήγαγεν εν τω ευδοκήσαι αυτόν μόνον και παν πράγμα τετελειωμένον παρέστη ενώπιον αυτού. Και αύθις κάτεισίν εν τω νοΐ αυτού επί πάσας τάς δημιουργίας του Θεού και προσέχει εις τάς θαυματουργίας των κτισμάτων αυτού και εις την σοφίαν των ποιημάτων αυτού, λέγων εν εκπλήξει καθ’ εαυτόν *Ω του θαυματος, πώς η οικονομία αυτού και η πρόνοια υπερβαίνει πάσαν έννοιαν και η θαυμαστή αυτού δύναμις ισχυροτέρα πάντων των ποιημάτων αυτού; Και πώς την κτίσιν εκ μη όντων εις το είναι παρήγαγεν, ήγουν τα πλήθη των διαφόρων πραγμάτων, τα αναρίθμητα; Και πώς πάλιν μέλλει διαφθείραι αυτήν εκ της θαυμαστής ταύτης ευταξίας και εκ του κάλλους των φύσεων και εκ του δρόμου του ευτάκτου των κτισμάτων, ώρας και καιρούς και την συνάφειαν της νυκτός και της ημέρας, μεταβολάς συνεργούς του χρόνου, τα εκ της γης ποικίλα άνθη, τάς καλλίστας οικοδομάς των πόλεων και τα εν αυταίς ωραία παλάτια και τον ταχύτατον των ανθρώπων δρόμον, την φύσιν αυτών την μοχθηράν από της εισόδου αυτής έως της εξόδου;
στ’ Και πώς εξαίφνης καταργείται η θαυμαστή τάξις αυτή και ήξει άλλος αιών και παντελώς η μνήμη της πρώτης ταύτης κτίσεως ουκ αναβήσεται εν καρδία τινός και αλλοίωσις άλλη γενήσεται και άλλοι διαλογισμοί και άλλη μέριμνα, και πάλιν η των ανθρώπων φύσις ου μη μνημονεύση του κόσμου τούτου, ουδέ της προτέρας όλως αναστροφής αυτού. Δεσμευθήσεται γαρ ο νους αυτών εις την θεωρίαν εκείνης της καταστάσεως και ου μη σχολάση ο νους αυτών παλινδρομήσαι έτι προς πάλην αίματος και σαρκός. Συν γαρ τη φθορά του αιώνος τούτου, παραυτίκα αρχήν λαμβάνει ο μέλλων. Και ερεί τότε πας άνθρωπος τοιαύτα Ω μήτερ, η επιλησθείσα εκ των τέκνων αυτής, ων εγέννησε και εσόφισε και εν ριπή οφθαλμού συναγομένων εις αλλότριον κόλπον και γινομένων τέκνων αληθινών της στείρας της μηδέποτε τεκουσης. «Ευφράνθητι, στείρα, ή ου τίκτουσα, εις τα τέκνα α έτεκε σοι η γη».
ζ’. Και τότε αδολεσχεί ως εξεστηκώς και λέγει Άρα πόσον καιρόν συνίσταται ούτος ο αιών, και πότε αρχήν λαμβάνει ο μέλλων; Και πόσον άρα πάλιν κατεύδουσι τα σκηνώματα ταύτα καιρόν εν τω σχήματι τούτω και τα σώματα έσονται τω χοΐ άμα συμμεμιγμένα, και πώς άρα γίνεται η διαγωγή εκείνη; Και εν ποία μορφή αύτη η φύσις ανίσταται και συνίσταται, και εν ποιώ τρόπω έρχεται εις την δευτέραν κτίσιν;
η’ Και εν τω εις ταύτα και τα τοιαύτα αδολεσχείν, επιπίπτει επ’αυτόν έκστασις και έκπληξις και ήσυχος σιωπή, είθ’ούτως ανίσταται τη ώρα εκείνη και γόνυ κλίνει και ευχαριστίας αναπέμπει και δοξολογίας μετά δακρύων ικανών τω μόνω σοφώ Θεώ, τω εν τοις πανσόφοις έργοις αυτού δοξαζομένω αεί.
θ’. Μακάριος λοιπόν, όστις τοιούτων ηξιώθη. Μακάριος ου η μελέτη αυτού αύτη εστίν ημέρας τε και νυκτός. Μακάριος, όστις εν τούτοις τε και τοις τοιούτοις αδολεσχεί πάσας τάς ημέρας της ζωής αυτού. Εάν δε εν τη αρχή της ησυχίας αυτού ο άνθρωπος ουκ αισθάνηται της δυνάμεως των τοιούτων θεωριών, δια τον μετεωρισμόν του νοός αυτού, και ου δύναται έτι υψωθήναι επί τάς δυνάμεις των προρρηθέντων θαυμασίων του Θεού, μη ακηδιάση και εάση το ήρεμον της ησύχου αυτού διαγωγής. Ουδέ γαρ ευθέως εν τω σπείρειν τον εργάτην εν τη γη συν τω σπείραι τον σπόρον θεωρεί και τον στάχυν.
ι’. Διότι ακολουθεί τω σπόρω ακηδία και κόπος και πόνος των ιδίων μελών και εκκοπή των εντέρων και χωρισμός των συνήθων. Μετά δε το υπομείναι ταύτα, άρχεται καιρός έτερος, εν ω τότε ήδεται και σκιρτά και αγάλλεται και ευφραίνεται ο εργάτης. Και ποίος ούτος; Όταν εσθίη εκ του άρτου του ιδρώτος αυτού και μένη τετηρημένη εν τη ησυχία η αδολεσχία αυτού. Πολλήν γαρ ηδονήν και ατελεύτητον κινεί εν τη καρδία και προς έκπληξιν ανεκλάλητον ελαύνει τον νουν ταχέως η ησυχία και η ρηθείσα εν αυτή αδολεχία μεθ’ υπομονής. Και μακάριος εκείνος, όστις καρτερεί εν αυτή, ότι ενώπιον τούτου ηνοίχθη αύτη η θεόβρυτος πηγή, και έπιεν εκ ταύτης και ηδύνθη, και ου μη παύσηται του πίνειν εξ αυτής αεί και πάντοτε κατά πάσαν ώραν της νυκτός και της ημέρας, έως συντέλειας και πέρατος της όλης ιδίας προσκαίρου ταύτης ζωής.
Ερώτησις. Τι εστί το περιεκτικόν των κόπων όλων του έργου τούτου, ήγουν της ησυχίας, ίνα τις, καταντήσας εις αυτό, μάθη ότι την τελειότητα της πολιτείας έφθασεν;
Απόκρισις. Όταν αξιωθή τις της διαμονής της προσευχής. Όταν γαρ φθάση ταύτην, προς την άκραν πασών των αρετών έφθασε, και του λοιπού κατοικητήριον του αγίου Πνεύματος εγένετο. Ει γαρ τις την χάριν του Παρακλήτου ακριβώς ουκ εδέξατο, την διαμονήν ταύτης της προσευχής τελειώσαι εν ανέσει ου δύναται. Το Πνεύμα γαρ, φησίν, όταν κατοίκηση εν τινι των ανθρώπων, ου παύεται εκ της προσευχής. Αυτό γαρ το Πνεύμα αεί προσεύχεται. Τότε, ούτε εν τω καθεύδειν αυτόν ούτε εν εγρηγόρσει ή προσευχή εκ της ψυχής αυτού κόπτεται, αλλ εάν εσθίη και εάν πίνη, και εάν κοιμάται και εάν τι πράττη, και έως εν βαθεί ύπνω αι ευωδίαι και οι ατμοί της προσευχής εν τη καρδία αυτού αναδίδονται άνευ κόπου. Και χωρισμόν τότε η προσευχή ουκ έχει, αλλά πάσας τάς ώρας αυτού, καν ησυχάση έξωθεν αυτού η τοιαυτή, άλλ’ ουν πάλιν η αυτή λειτουργεί εν αυτώ κρυπτώς. Την σιγήν γαρ των καθαρών προσευχήν λέγει τις των χριστοφόρων, επειδή οι λογισμοί αυτών θείαι κινήσεις εισίν, αι κινήσεις δε της καθαράς καρδίας και διανοίας φωναί πραείαι εισίν, εν αίς κρυπτώς τω κρυπτώ ψάλλουσιν.
Ερώτησις. Τις εστίν η πνευματική προσευχή, και πώς ταύτης αξιούται ο αγωνιζόμενος;
Απόκρισις. α’. Ψυχικοί κινήσεις είσι τη ενεργεία, του αγίου Πεύματος κοινωνούσαι δι’ ακριβούς αγνείας και καθαρότητας. Και εις εκ των μυρίων ανθρώπων ταύτης αξιούται, μυστήριον γαρ καταστάσεως της μελλούσης και πολιτείας εστί διότι υψούται, και η φύσις μένει εκ της όλης κινήσεως και μνήμης των ενθάδε ανενέργητος. Και ουχί προσευχήν προσεύχεται, αλλ’ αισθήσει αισθάνεται η ψυχή των πνευματικών πραγμάτων του αιώνος εκείνου, των υπερβαλλόντων την έννοιαν των ανθρώπων, εν οίς το κατανοήσαι εν αυτοίς, δια της δυνάμεως του αγίου Πνεύματος εστίν. Όπερ εστίν η νοητή θεωρία και η κίνησις, και ζήτησις της προσευχής εστίν αλλ’ εκ της προσευχής έλαβεν αφορμήν. Δια τούτο γαρ και τίνες τοιούτοι την τελειότητα ήδη της καθαρότητος έφθασαν. Και ουκ εστίν ώρα, εν η η κίνησις αυτών η εσωτέρα ουκ εστίν εν προσευχή, ως προείπομεν. Και ότε παρακύψει το Πνεύμα το άγιον, εν προσευχή ευρίσκει τούτους αεί, και εξ αυτής της προσευχής εκφέρει αυτούς προς θεωρίαν, ήτις λέγεται πνευματική όρασις. Ου χρήζουσι γαρ σχήματος μακράς προσευχής, ουδέ στάσεως και τάξεως της πολλής λειτουργίας. Αρκεί γαρ αυτοίς η μνήμη του Θεού, και ευθύς αιχμαλωτίζονται εν τη αγάπη αυτού. Όμως της στάσεως της προσευχής της εις τέλος ουκ αμελούσιν ηνίκα την τιμήν μερίζουσι τη προσευχή, και ίστανται τοις ποσίν εις τάς δεδηλωμένας ώρας, εκτός της αδιάλειπτου.
β’ Είδομεν γαρ τον άγιον Αντώνιον ιστάμενον εν τη ευχή της ενάτης ώρας, ότι ησθάνετο τον νουν αυτού υψωθέντα. Και άλλος εκ των πατέρων εκτείνας τάς χείρας ιστάμενος εν τη προσευχή αυτού, ήλθεν εις έκστασιν τέσσαρας ημέρας. Και άλλοι πολλοί ούτως εν τω προσεύχεσθαι από της πολλής μνήμης του Θεού και της αγάπης αυτού ηχμαλωτίζοντο και εις έκστασιν ήρχοντο. Αξιούται δε ο άνθρωπος ταύτης όταν αποδύηται την αμαρτίαν έσωθεν και έξωθεν δια της φυλακής των εντολών του Κυρίου, των εναντίων της αμαρτίας. Άς τινάς εντολάς, εάν τις αγαπήση και κατά τάξιν αυταίς χρήσηται, εξ ανάγκης αυτών γίνεται το των πολλών ανθρωπίνων πραγμάτων υπεξελθείν, τουτέστι το σώμα απεκδύσασθαι και έξωθεν αυτού γενέσθαι, ως ειπείν, ουχί την φύσιν, αλλά την χρείαν. Ουκ εστί τις εν τω τρόπω του νομοθέτου αναστρεφόμενος και ταίς εντολαίς τούτου χρώμενος, και απέμεινεν η αμαρτία εν αυτώ. Δια τούτο ο Κύριος μονήν παρ’ αυτώ ποιείν τω τάς εντολάς φυλάξαντι υπέσχετο εν τω Ευαγγελίω.
Ερώτησις. Ποία εστίν η τελειότης των πολλών καρπών του πνεύματος; Απόκρισις. Όταν τις αξιωθή της τελείας αγάπης του Θεού.
Ερώτησις. Και πόθεν γινώσκει τις, ότι έφθασεν εις ταύτην;
Απόκρισις. Όταν κινηθή η μνήμη του Θεού εν τη διανοία αυτού, ευθέως η καρδία αυτού κινείται εν τη αγάπη αυτού και οι οφθαλμοί αυτού καταφέρουσι δάκρυα δαψιλώς. Έθος γαρ έχει η αγάπη εκ της μνήμης των αγαπητών εξάπτειν δάκρυα. Και τοιούτος ων, ουδέποτε υστερείται εκ των δακρύων. Διότι ου λείπει αυτώ αεί ύλη φέρουσα αυτόν εις μνήμην του Θεού, ώστε και εν τω ύπνω αυτού συνομιλεί τω Θεώ έθος γαρ τη αγάπη πράξαι τα τοιαύτα. Και αύτη εστίν η τελειότης των ανθρώπων εν τη ζωή αυτών ταύτη.
Ερώτησις. Εάν μετά τον πολύν κόπον και μόχθον και αγώνα, όν εκτήσατο ο άνθρωπος, αναιδεύηται ο λογισμός της υπερηφανίας προσβαλείν αυτώ, διότι ύλην έλαβεν εκ του κάλλους των αρετών αυτού, και λογίζηται τον πολύν κόπον, όν υπέμεινεν, εν τίνι κρατήσει τον λογισμόν αυτού και ασφάλειαν τη ψυχή αυτού κτήσηται του μη πεισθήναι αυτώ;
Απόκρισις. α’. Όταν γνώ τις, ότι ούτω πίπτει από του Θεού ως φύλλον ξηρόν εκ δένδρου, τότε γνωρίζει την δύναμιν της ψυχής αυτού, ει εν τη δυνάμει αυτού εκτήσατο τάς αρετάς ταύτας και υπέμεινεν όλους τους αγώνας τους υπέρ αυτών εν τω συστείλαι τον Κύριον την οικείαν βοήθειαν εξ αυτού και αυτόν μόνον εισελθείν μετά του διαβόλου παραχωρεί παλαίσαι και ου συνέρχεται αυτώ ο Κύριος, ως έχει έθος συνεισελθείν μετά των αγωνιζομένων εν τω αγώνι αυτών και συνεργήσαι τότε φανερούται η δύναμις αυτού, μάλλον δε η ήττα αυτού και η απορία αυτού. Εστί γαρ η πρόνοια του Θεού μετά των αγίων εν παντί καιρώ, φυλάττουσα αυτούς και ενισχύουσα, και εν αυτή νικά πάν τάγμα των ανθρώπων, εάν εν τω αγώνι της μαρτυρίας και τοις πάθεσιν αυτής γένηται άνθρωπος και εν τοις λοιποίς δυσχερέσι τοις υπέρ Θεού γινομένοις και δι’ αυτόν υπομενομένοις.
β’. Και ταύτα δήλα και φανερά είσι και ουκ έχουσι δισταγμόν. Πώς γαρ δύναται η φύσις, ίνα νικήση την δύναμιν των γαργαλισμάτων των απαύστως εν τοις μέλεσι των ανθρώπων κινουμένων και λυπούντων αυτούς και νικήσαι δυναμένων κατά κράτος αυτούς; Και πώς άλλοι την νίκην ποθούσι και αγαπώσι, και αυτοί ου δύνανται ηνίκα ανταγωνίζονται σφοδρώς, αλλά καθ’ εκάστην ημέραν ηττώνται εξ αυτών, και εν πόνω και πένθει και μόχθω εισίν υπέρ των ψυχών αυτών, συ δε ευκόλως δύνασαι βαστάζειν τάς δυσκολίας του σώματος, τοσούτον δυσχερείς ούσας, και ου πολύ στενοχωρείσθαι; Και πώς ενδέχεται το άλλως εμπαθές σώμα προς την τομήν του σιδήρου παλαίειν, και σύνθλασιν μελών υπομένειν και παν είδος κολάσεως, και ουχ ηττάσθαι υπό των παθών, και ο μηδέ πληγήν υπομένων ακάνθην κεντούσαν τον όνυχα αυτού, και ταύτης της ποικιλίας των βασάνων μη αισθανόμενος κατά το έθος της φύσεως, ει μη ετέρα δύναμις εκτός της φυσικής δυνάμεως ετέρωθεν πρόσεστιν, απείργουσα εξ αυτού την ισχύν των βασάνων; Και επειδή περί της προνοίας του Θεού διελέχθημεν, ουκ οκνητέον και ιστορίας τινός ψυχωφελούς υπομνησθήναι υψούσης τον άνθρωπον εν τοις αγώσιν αυτού
Διήγησις. α’. Νεώτερος τις, ονόματι Θεοδώρος, βασανισθείις κατά παντός του σώματος αυτού και ερωτηθείς υπό τίνος, πώς ήσθου των βασάνων, απεκρίθη, ότι εν προοιμίοις ησθανόμην, ύστερον δε είδον τίνα νεανίσκον αποσπογγίζοντα τον ιδρώτα του αγώνος μου και ενισχυοντά με και παρέχοντά μοι αναψυχήν εν τη αθλήσει μου. Ω των του Θεού οικτιρμών. Πόσον εγγίζει η χάρις αυτού τοις αθλούσι δια το όνομα αυτού του υπομένειν μετά χαράς υπέρ αυτού τα πάθη.
β’ Μη αγνωμονήσης ουν εις την του Θεού πρόνοιαν, την προς σε γινομένην, ω άνθρωπε. Εάν δήλον λοιπόν η, ότι ουχί συ ει ο νικών, αλλ* υπάρχεις ώσπερ όργανον, και ο Κύριος εστίν ό νικών εν σοι, και συ λαμβάνει το όνομα της νίκης δωρεάν, τις εστίν ο κωλύων σε εν παντί καιρώ την αυτήν δύναμιν αιτείν, και νικήσαι και εγκωμιασθήναι και τω Θεώ εξομολογήσασθαι; Ουκ ήκουσας άρα, ώ άνθρωπε, πόσοι αθληταί από καταβολής κόσμου εκ του ύψους των ημερών, και εκ του ύψους των ανταγωνισμάτων αυτών πεπτώκασι, προς την χάριν ταύτην αγνωμονήσαντες;
γ. Καθ’ όσον πολλοί και διάφοροι είσιν αι δωρεαί του Θεού προς το ανθρώπινον γένος, κατά τοσούτον αι διαιρέσεις εισίν εν τοις δεκτικοίς προς αναλογίαν των δεχόμενων αυτάς. Και έτι σμικρότης και μεγαλειότης εν ταίς δωρεαίς του Θεού, ει και πάσαι εισίν υψηλαί και θαυμασταί, αλλ’ έστι μία υπερβάλλουσα την άλλην εν δόξη και εν τιμή. Και βαθμός εστίν υπερέχων βαθμού.
δ’. Και πάλιν το αφιερώσαι τίνα εαυτόν τω Θεώ και το πολιτεύσασθαι εν τη αρετή, και τούτο εν εστί των μεγάλων χαρισμάτων του Χριστού. Πολλοί γαρ της χάριτος ταύτης επιλαθόμενοι, ότι ηξιώθησαν αφορισθήναι από των ανθρώπων και τω Θεώ αφιερωθήναι, και των χαρισμάτων αυτού μέτοχοι και αντιλήπτορες γενέσθαι, και εκλεχθήναι και διακονίας και λειτουργίας του Θεού αξιωθήναι, αντί του ευχαριστήσαι τω Θεώ αδιαλείπτως εν τω στόματι αυτών υπέρ τούτων, εξέκλιναν εις υπερηφανίαν και υψηλοφροσύνην και ουχί ως λαβόντες την χάριν της λειτουργίας λειτουργήσαι αυτώ εν καθαρά πολιτεία και πνευματική εργασία είσιν, αλλ’ ως τω Θεώ χάριν ποιούντες, ούτω λογίζονται, αντί του λογίσασθαι, ότι προσελάβετο αυτούς εκ των ανθρώπων και οικείους αυτού απειργάσατο εις γνώσιν των μυστηρίων αυτού. Και ου τρέμουσιν εξ όλης της ψυχής αυτών ταύτα διαλογιζόμενοι, μάλιστα θεασάμενοι τους προ αυτών ταύτα λογισαμένους, πώς εξαίφνης ήρθη εξ αυτών το αξίωμα και πώς απέρριψαν αυτούς ο Κύριος εν ριπή οφθαλμού εκ της μεγίστης, ης είχον δόξης και τιμής, και εξέκλιναν εις ακαθαρσίαν και ασέλγειαν και εις αισχρολογίαν κτηνώδει τρόπω.
ε’ Επειδή γαρ ουκ έγνωσαν την εαυτών δύναμιν, ουδέ αδιαλείπτως εμνημόνευον του δεδωκότος αυτοίς την χάριν του λειτουργείν αυτώ και ένδον της βασιλείας αυτού γενέσθαι και ομοδιαίτους των αγγέλων είναι και τη αγγελική πολιτεία προσπελάσαι αυτώ, απέρριψεν αυτούς από της εργασίας αυτών και έδειξεν αυτοίς εν τη μεταβολή της διαγωγής αυτών από της ησυχίας, ότι ουκ αυτών ην η δύναμις εκείνη, το υπομείναι εν ευτάκτοις πολιτείαις και μη οχληθήναι παρά της βίας της φύσεως και των δαιμόνων και των λοιπών άλλων εναντιωμάτων, αλλά δύναμις ην της χάριτος αυτού, ενεργούσα εν αυτοίς άπερ ο κόσμος χωρήσαι ή ακούσαι ου δύναται δια την δυσκολίαν αυτών. Ούτοι δε πολύν καιρόν υπέμειναν εν αυτοίς και ουχ ηττήθησαν, εν οις ην πάντως δύναμις τις ακολουθούσα αυτοίς, ικανούσα εν πάσι βοηθήσαι αυτοίς, και εν πάσι διαφυλάξαι αυτούς. Επειδή δε επελάθοντο ταύτης της δυνάμεως, επληρώθη εν αυτοίς ο ειρημένος λόγος του Αποστόλου’ «καθώς ουκ εδοκίμασαν τον Θεόν έχειν εν επιγνώσει τον Δεσπότην αυτών, τον συνάψαντα τον χουν τη λειτουργία τη πνευματική, παρέδωκεν αυτούς εις αδόκιμον νουν, και την ατιμίαν, ην έδει, της πλάνης αυτών εν αυτοίς απέλαβον».
Ερώτησις. Ει άρα έστι τις ηνίκα τολμήσει δι όλου παραυτίκα αποτασσόμενος τη συνοικήσει των ανθρώπων και εξαίφνης εξερχόμενος εις έρημον αοίκητον και φοβεράν μετά ζήλου αγαθού, άρα τούτου χάριν λιμώ αποθνήσκει δια την ένδειαν της σκέπης και των λοιπών χρειών;
Απόκρισις. Ο ετοιμάσας τοις αλόγοις ζώοις προ του πλάσαι αυτά κατοικητήρια και επιμέλειαν των χρειών αυτών ποιούμενος, ου μη παρίδη το πλάσμα αυτού, εξαιρέτως τους φοβουμένους αυτόν, τους απλώς και απεριέργως ακολουθήσαντας αυτώ. Ο τω Θεώ ανατιθέμενος το θέλημα αυτού εν άπασιν, ουδέποτε μεριμνά περί της χρείας του σώματος αυτού και της ταλαιπωρίας και της κακοπαθείας αυτού, αλλά ποθεί του έμμείναι εν τω κρυπτώ της πολιτείας και υπομείναι την ζωήν της ταπεινώσεως ουχί ως δειλιών τάς θλίψεις, αλλ’ ως ηδέα και γλυκέα λογίζεται την αλλοτρίωσιν όλου του κόσμου, δια την καθαρότητα της πολιτείας, μοχθών μεταξύ βουνών και ορέων, και ως πλάνος γίνεται εν τη χώρα των αλόγων ζώων, και μη καταδεχόμενος αναπαύεσθαι σωματικώς και ζήσαι ζωήν πεπληρωμένην ρύπων. Και ηνίκα παραδώσει εαυτόν εις θάνατον, καθ’ εκάστην ώραν πενθεί και προσεύχεται, ίνα μη στερηθή της καθαράς πολιτείας του Θεού. Και τότε λαμβάνει παρ’ αυτού την βοήθειαν.
Αυτώ η δόξα και η τιμή και αυτός ημάς φυλάξαι εν τη καθαρότητι αυτού και αγιάσαι ημάς τω αγιασμώ της χάριτος του αγίου Πνεύματος, εις τιμήν του ονόματος αυτού, του δοξάσαι το άγιον όνομα αυτού εν καθαρότητι εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία